Σ. Π. ν. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1248/2019, 21/10/2025
print
Τίτλος:
Σ. Π. ν. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1248/2019, 21/10/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 1248/2019)

 

 21 Οκτωβρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                Σ. Π.

                                                                             Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

                         ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Κ. Αριστείδου, μαζί με Π. Χαραλάμπους (κα), για Δημόκριτος Αριστείδου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Χρ. Γεωργίου (κα), για Γιάννης Κωνσταντινίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ων η Αίτηση

         

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια ζητά-

«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 22.2.2019, η οποία γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια κατά ή περί τις 04.06.2019 και με την οποία αποφασίστηκε ότι η θέση της διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται μέλος ΔΕΠ είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα».

 

Το καθ’ ου η αίτηση, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ), αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 2003 (Ν.198(Ι)/2003). Το Συμβούλιο του ΤΕΠΑΚ, σύμφωνα με το άρθρο 7(1)(β)(iii) του εν λόγω Νόμου, είναι αρμόδιο να προβαίνει σε διορισμούς και προαγωγές του διοικητικού προσωπικού του Πανεπιστημίου. Περαιτέρω, το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου δύναται να καταρτίζει επιτροπές από μέλη του, στις οποίες μπορεί να εκχωρεί, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που κρίνει εκάστοτε σκόπιμο να καθορίσει, οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή αρμοδιότητές του.

 

Εν προκειμένω, κατά τη συνεδρία της, ημερομηνίας 22.5.2009, η Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΠΑΚ αποφάσισε ομόφωνα την προκήρυξη μιας θέσης Διευθυντή στο Κέντρο Γλωσσών, με σύμβαση εργοδότησης για τέσσερα χρόνια και με προοπτική μονιμοποίησης. Προς υλοποίηση της πιο πάνω απόφασης, αποφασίστηκε η σύσταση και ο καθορισμός Ειδικής Επιτροπής, ενώ στις 5.6.2009, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η σχετική προκήρυξη.

 

Κατά τις συνεδρίες του, ημερομηνίας 30.10.2009 και 31.10.2009, το Εκλεκτορικό Σώμα του ΤΕΠΑΚ ομόφωνα πρότεινε το διορισμό της αιτήτριας στη θέση Διευθυντή στο Κέντρο Γλωσσών, με σύμβαση εργοδότησης για τέσσερα χρόνια και με προοπτική μονιμοποίησης, απόφαση την οποία επικύρωσε η Διοικούσα Επιτροπή στην 47η συνεδρία της, ημερομηνίας 4.12.2009. Ακολούθως, στις 16.12.2009, η Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του καθ' ου η αίτηση, με σχετική επιστολή της, γνωστοποίησε στην αιτήτρια την απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής, αναφορικά με την εκλογή της στην θέση της Διευθύντριας Κέντρου Γλωσσών του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου. Η δε αιτήτρια, με επιστολή της ημερομηνίας 18.12.2009, αποδέχτηκε την θέση.

 

Αργότερα, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 23.1.2014, η Επιτροπή Προσωπικού του ΤΕΠΑΚ αποφάσισε την παράταση του συμβολαίου της αιτήτριας για τη θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών για τρεις μήνες. Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση αυτή με σχετική επιστολή, ημερομηνίας 30.1.2014. Εν συνεχεία, στη συνεδρία της ημερομηνίας 18.3.2014, η Επιτροπή Προσλήψεων και Προαγωγών του καθ’ ου η αίτηση αποφάσισε ομόφωνα όπως εγκρίνει τη μονιμοποίηση της αιτήτριας στη θέση που κατείχε ως Διευθύντρια στο Κέντρο Γλωσσών «χωρίς καμία μισθοδοτική αναβάθμιση ή ανέλιξη ως μέλος ΔΕΠ [Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού]», η δε ημερομηνία μονιμοποίησής της θα είχε ισχύ από 4.4.2014. Κατά τις 29.5.2014, γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια, μέσω σχετικής επιστολής, η μονιμοποίησή της στη θέση της Διευθύντριας στο Κέντρο Γλωσσών, την οποία αυτή αποδέχθηκε, υπογράφοντας τη σχετική επιστολή.

 

Ακολούθως, η αιτήτρια, με επιστολή της ημερομηνίας 22.11.2016, στην οποία επεσύναπτε διάφορα έγγραφα που υποστήριζαν, σύμφωνα με τη θέση της, τους ισχυρισμούς της περί εργοδότησής της ως ακαδημαϊκού μέλους του ΤΕΠΑΚ στη θέση Διευθύντριας Κέντρου Γλωσσών, υπέβαλε προς την Επιτροπή Προσωπικού του ΤΕΠΑΚ συγκεκριμένα ερωτήματα και δη αναφορικά με τους λόγους της «αδικαιολόγητης καθυστέρησης 2 ετών» της ανέλιξής της και «μη ενεργοποίησης των διαδικασιών μέχρι στιγμής», τους λόγους γιατί δεν θεωρείται συντάξιμη υπάλληλος και αναφορικά με την ημερομηνία αφυπηρέτησής της.

 

Στις 7.11.2018, κατά την 102η συνεδρία της, η Σύγκλητος του ΤΕΠΑΚ, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, «όπως διευκρινίσει, ότι η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση εκλεγμένου μέλους ΔΕΠ», ήτοι μέλους του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού. Ακολούθως, το Συμβούλιο του καθ’ ου η αίτηση, στην 90η συνεδρία του, ημερομηνίας 22.2.2019, αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι η θέση της διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση μέλους ΔΕΠ.

 

Η αιτήτρια έλαβε γνώση της πιο πάνω απόφασης στις 4.6.2019 και στις 12.8.2019 καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.

 

Το Δικαστήριο τούτο, με απόφασή του ημερομηνίας 19.4.2021, απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, καθότι έκρινε ότι αυτή στρέφεται κατά πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα και βεβαιωτικής προηγούμενης απόφασης της Διοίκησης, ημερομηνίας 4.7.2018.

 

Ωστόσο, το Εφετείο (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία), με την απόφασή του ημερομηνίας 31.3.2025[1], παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, καθότι έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Παρέπεμψε δε την υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, για να εξεταστούν οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης «εννοείται, εφόσον δεν κριθούν δικονομικά απαράδεκτοι από το πρωτόδικο Δικαστήριο».

 

Δεδομένων των πιο πάνω, το παρόν Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για διευκρινίσεις και επεφύλαξε εκ νέου την απόφασή του, στις 30.9.2025.

 

Πριν από την εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται από την πλευρά της αιτήτριας, προέχει η εξέταση της έτερης προδικαστικής ένστασης που προώθησε η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, περί έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας να προωθεί την παρούσα. Και τούτο, κατά τη σχετική εισήγηση, επειδή η αιτήτρια αποδέχθηκε χωρίς καμία επιφύλαξη τη μονιμοποίησή της στη θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών, όπως προκύπτει και από την σχετική επιστολή ημερομηνίας 29.5.2014, την οποία αυτή υπέγραψε (παράρτημα 10 στο δικόγραφο της ένστασης). Στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν φαίνεται να απασχόλησε στην κατ’ έφεση διαδικασία, ωστόσο εξετάζεται στο παρόν στάδιο λόγω του θεμελιώδους χαρακτήρα που αυτό ενέχει. To έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Παναγιώτης Καλλής ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Ε.Δ.Δ. 126/2019, ημερ. 23.9.2024, The Onisi Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 202A/2010, ημερ. 13.2.2017, Κουλέντη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 92/2014, ημερ. 2.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:C411) και, ως εκ της θεμελιώδους σημασίας του, η ύπαρξη του και η κρίση για τον κατά πόσον υφίσταται η απαιτούμενη νομιμοποίηση, εξετάζεται και αποφασίζεται κατά προτεραιότητα. Συναφώς, σημειώνεται και η αναφορά του Εφετείου για εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, εφόσον αυτοί «δεν κριθούν δικονομικά απαράδεκτοι από το πρωτόδικο Δικαστήριο».

Η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.

 

Η αιτήτρια πράγματι, όπως προκύπτει από την επιστολή που της εστάλη από το καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 29.5.2014, υπέγραψε ανεπιφύλακτα αυτήν, συμφωνώντας ωσαύτως με την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση να την μονιμοποιήσει στη θέση της Διευθύντριας στο Κέντρο Γλωσσών. Ωστόσο, πουθενά στην εν λόγω επιστολή δεν αναφέρεται οτιδήποτε σε σχέση με τους όρους ή/και το καθεστώς εργοδότησης της αιτήτριας και, πάντως, δεν γίνεται καμία αναφορά στο καθεστώς της αιτήτριας και δη στο ζήτημα που εδώ ενδιαφέρει, ήτοι στο κατά πόσον αυτή, ως κατέχουσα την μόνιμη, πλέον, θέση της Διευθύντριας στο Κέντρο Γλωσσών, θεωρείται μέλος ΔΕΠ. Συνεπώς, η ανεπιφύλακτη αποδοχή της αιτήτριας στην απόφαση μονιμοποίησής της στην εν λόγω θέση, αφορούσε ακριβώς αυτό, ήτοι την απόφαση μονιμοποίησής της στην εν λόγω θέση και ουδόλως σχετίζεται με την μεταγενεστέρως γνωστοποιηθείσα σε αυτήν επίδικη απόφαση και από πουθενά δεν προκύπτει ότι κατά το χρόνο της υπό αναφορά ανεπιφύλακτης αποδοχής εκ μέρους της αιτήτριας, η τελευταία γνώριζε για την επίδικη απόφαση, ήτοι ότι ο/η κάτοχος της θέσης της Διευθύντριας στο Κέντρο Γλωσσών, δεν θεωρείται μέλος ΔΕΠ.

 

Συνεπώς, έχει η αιτήτρια την απαιτούμενη νομιμοποίηση προς προώθηση της προσφυγής της και η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

Προχωρώ στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται.

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένη. Ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης συνδέεται άρρηκτα με τον ισχυρισμό περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών, εφόσον, κατά τη σχετική εισήγηση, δεν προκύπτει το σκεπτικό και στη βάση ποιων στοιχείων και/ή δεδομένων λήφθηκε η επίδικη απόφαση.

 

Εν πρώτοις, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ούτε στο δικόγραφο της ένστασης, αλλ’ ούτε στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο πλαίσιο των διευκρινίσεων προκύπτει με την απαιτούμενη επάρκεια, στη βάση ποιων στοιχείων λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Εξ’ αρχής, το πρόβλημα είναι διττό και έγκειται τόσο στην διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την επίδικη συνεδρία της 22.2.2019, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, όσο και στην ίδια την αιτιολόγηση της ληφθείσας απόφασης. Η συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση επισύναψε στη γραπτή της αγόρευση ως «Παράρτημα 1», τρισέλιδο έγγραφο, στο οποίο περιέχεται απόσπασμα από τα πρακτικά της επίδικης συνεδρίας του Συμβουλίου του ΤΕΠΑΚ, ημερομηνίας 22.2.2019. Το εν λόγω έγγραφο δεν εντοπίζεται στο δικόγραφο της ένστασης, ενώ και στον διοικητικό φάκελο περιέχεται μόνον η πρώτη σελίδα του υπό αναφορά εγγράφου, με την καταγραφή των ονομάτων όλων των παρόντων και απόντων κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία. Με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται ευθέως όχι μόνον ζήτημα ελλιπούς φακέλου και μη τήρησης άρτιων πρακτικών, αλλά και θέμα ανεπίτρεπτης προσαγωγής μαρτυρίας. Η δια της γραπτής αγόρευσης προσαγωγή μαρτυρίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν συνιστά ούτε δικόγραφο, αλλ' ούτε μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (Μαρία Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281, Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή άλλου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275 και Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Το εν λόγω πρακτικό δεν αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου και κατ’ αρχήν δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, δεδομένης της πάγιας νομολογίας ότι, μαρτυρία μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο αν γίνει δεκτό σχετικό αίτημα για προσαγωγή (Γιάννης Κώστα Κασάπης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 31/2017, ημερ. 11.10.2023). Εν προκειμένω βεβαίως, δεν έγινε οποιοδήποτε αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας εκ μέρους της αιτήτριας.

 

Σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, ευθέως προκύπτει και ζήτημα ελλιπούς φακέλου και μη τήρησης άρτιου πρακτικού. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.». Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων (ALPHA PANARETI GOLF CLUB LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 81/2017, ημερ. 25.1.2024, Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Medcon Construction and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535).

 

Άμεσα συναφές με το υπό συζήτηση θέμα είναι και το ζήτημα της υποχρέωσης των διοικητικών οργάνων να τηρούν έγγραφες καταχωρήσεις ("written records") των αποφάσεών τους. Αυτό τονίστηκε, ως επιβαλλόμενο από τις αρχές της χρηστής διοίκησης, στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987 και επαναλήφθηκε στην FEREOS  LIMITED ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 647/2004, ημερ. 7.11.2008. Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Κούτσιου, ανωτέρω, στην απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση έχει ληφθεί από το όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την σχετική αρμοδιότητα, το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεστούν για να θεωρείται ως έγκυρα ληφθείσα μια απόφαση. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης, οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρίσεων, το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα καθίστατο όχημα προς την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης (Ελένη Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 201/2012, ημερ. 28.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:D382).

 

Παρομοίως, και στην υπό κρίση περίπτωση, η απουσία άρτιου πρακτικού από τον διοικητικό φάκελο, σε σχέση με τη λήψη της επίδικης απόφασης, στοιχειοθετεί ζήτημα έλλειψης της απαιτούμενης έγγραφης καταχώρησης καθώς και παραβίασης του άρθρου 24 του Νόμου 158(Ι)/1999 και απολήγει στον κλονισμό του τεκμηρίου της νομιμότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, ακόμα και αν το συγκεκριμένο πρακτικό θα μπορούσε να γίνει δεκτό και να ληφθεί υπόψη, και πάλι αυτό από μόνο του δεν επαρκεί προκειμένου να αποκαλυφθεί το σκεπτικό της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση και δη γιατί να μην θεωρείται μέλος ΔΕΠ ο/η κάτοχος της θέσης της Διευθύντριας στο Κέντρο Γλωσσών. Οι δε αναφορές της συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση στα δυο παραρτήματα που επισύναψε στην γραπτή αγόρευσή της, είναι εν πολλοίς εσφαλμένες και, σε κάθε περίπτωση, δεν βοηθούν στην προσπάθεια συμπλήρωσης της δοθείσας αιτιολογίας. Εντούτοις, το Δικαστήριο τούτο ανέτρεξε στον διοικητικό φάκελο και εντόπισε τα πρακτικά της συνεδρίας της Συγκλήτου, ημερομηνίας 7.11.2018 (παράρτημα 12 στο δικόγραφο της ένστασης), κατά την οποία και λήφθηκε η απόφαση της Συγκλήτου ότι η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση εκλεγμένου μέλους ΔΕΠ. Αναφορά στην εν λόγω απόφαση, γίνεται πράγματι στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας του Συμβουλίου του ΤΕΠΑΚ, ημερομηνίας 22.2.2019, το οποίο επισυνάφθηκε στη γραπτή αγόρευση του καθ’ ου η αίτηση. Όπως αναφέρεται στο σημείο 3.4.2, με τίτλο «Καθεστώς εργοδότησης της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών», το Συμβούλιο του ΤΕΠΑΚ έλαβε υπόψη του την απόφαση της Συγκλήτου, η οποία λήφθηκε στη συνεδρία της, ημερομηνίας 7.11.2018. Στην εν λόγω απόφαση, πράγματι εκτίθενται οι λόγοι, για τους οποίους κρίθηκε ότι η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση εκλεγμένου μέλους ΔΕΠ. Όπως αναφέρεται, οι διαδικασίες που ακολούθησε το καθ’ ου η αίτηση για την πλήρωση της εν λόγω θέσης, δεν συνάδουν με τις διαδικασίες που προβλέπονται από το Νόμο και τους Κανονισμούς και οι οποίες ακολοθούνται για την εκλογή μελών ΔΕΠ. Ειδικότερα, η προκήρυξη της θέσης αφορά σε μια θέση Διευθυντή Κέντρου Γλωσσών με σύμβαση εργοδότησης τεσσάρων χρόνων, με προοπτική μονιμοποίησης. Αντίθετα, οι προκηρύξεις θέσεων για εκλογή μελών ΔΕΠ δεν αναφέρονται σε θέσεις με σύμβαση εργοδότησης τεσσάρων χρόνων με προοπτική μονιμοποίησης. Επιπρόσθετα, «Διαφαίνεται ότι οι συμμετέχοντες στη διαδικασία εκλογής γνώριζαν ότι ψήφιζαν για εκλογή Διευθύντριας Κέντρου Γλωσσών και όχι για θέση εκλεγμένου μέλους ΔΕΠ». Περαιτέρω, η έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος, η απόφαση της 47ης Συνεδρίας της Διοικούσας Επιτροπής, ημερ. 4.12.2009, καθώς και η επιστολή διορισμού, ημερομηνίας 16.12.2009 αναφέρονται σε διορισμό της αιτήτριας στη θέση Διευθυντή Κέντρου Γλωσσών με σύμβαση εργοδότησης τεσσάρων χρόνων με προοπτική μονιμοποίησης και όχι για εκλογή σε συγκεκριμένη θέση μέλους ΔΕΠ. Αναφέρεται επίσης στην ίδια απόφαση ότι το καθ’ ου η αίτηση, όσον αφορά τη μονιμοποίηση στην εν λόγω θέση, εφάρμοσε τη διαδικασία που ακολουθείται για μονιμοποίηση μελών διοικητικού προσωπικού και ότι η εν λόγω μονιμοποίηση δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε μισθοδοτική αναβάθμιση ή ανέλιξη ως μέλος ΔΕΠ. Πάντως, αναφέρονται στην ίδια απόφαση της Συγκλήτου και τα εξής: «Η Σύγκλητος υπογραμμίζει ότι το θέμα «Καθεστώς Εργοδότησης της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών, Δρ. Σ. Π.» αφορά πρωτίστως εργασιακό ζήτημα το οποίο σύμφωνα με το Νόμο, εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου να το εξετάσει και να λάβει σχετική απόφαση».

 

Συνεπώς, σύμφωνα και με το ίδιο το όργανο του ΤΕΠΑΚ (Σύγκλητος), η τελική απόφαση επί του επίδικου θέματος εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου. Ωστόσο, το Συμβούλιο, στην επίδικη συνεδρία του ημερομηνίας 22.2.2019, δεν έλαβε το ίδιο οποιαδήποτε απόφαση επί του θέματος, αλλά επέλεξε να αρκεστεί στην αναφορά ότι «έλαβε γνώση σημειώματος του Πρύτανη ημερομηνίας 6/12/18 αναφορικά με την απόφαση της 102ης/7.11.18 Συνεδρίας Συγκλήτου».

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, ακόμα και αν θα μπορούσε να λεχθεί ότι με όλα τα πιο πάνω, επιλύεται και το ζήτημα της αιτιολογίας της απόφασης ως προς το καθεστώς της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών, παραμένει προς εξέταση το έτερο ουσιώδες ζήτημα που αφορά στον τρόπο λήψης της επίδικης απόφασης στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως αυτό αποτυπώνεται στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 22.2.2019. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:

 

«Ο Πρόεδρος ζήτησε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου να αποφασίσει αν πρέπει να διεξαχθεί μυστική ψηφοφορία κατά πόσον η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών θεωρείται θέση Μέλους ΔΕΠ. Ομόφωνα το Συμβούλιο αποφάσισε όπως γίνει μυστική ψηφοφορία, και η Γραμματεία του Συμβουλίου προχώρησε άμεσα με την ετοιμασία ψηφοδελτίων. 

 

Η καταμέτρηση των ψήφων έδειξε το εξής αποτέλεσμα:

 

8 ψήφοι υπέρ: η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών θεωρείται θέση Μέλους ΔΕΠ

7 ψήφοι εναντίον: η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση Μέλους ΔΕΠ

2 λευκά ψηφοδέλτια.

 

Ακολούθησε συζήτηση ως προς τα λευκά ψηφοδέλτια.  Η Γραμματεία ανέγνωσε την απόφαση της 80ης/22.2.18 Συνεδρίας του Συμβουλίου:

 

«Το Συμβούλιο, έπειτα από ενδελεχή μελέτη του θέματος και όλων των υποβληθέντων παραρτημάτων, αποφάσισε ομόφωνα όπως:

 

α) ο Πρύτανης αποστείλει ηλεκτρονικό μήνυμα προς την Πανεπιστημιακή Κοινότητα, όπου θα διευκρινίζεται ότι στις περιπτώσεις ψηφοφορίας των Σωμάτων/Επιτροπών του Πανεπιστημίου, τα λευκά ή/και άκυρα ψηφοδέλτια ή/και οι αποχές, θεωρούνται αρνητικές ψήφοι, βάσει του Κανονισμού του Πανεπιστημίου και των γνωματεύσεων που έχουν ληφθεί.

β) εισηγηθεί στην Επιτροπή Κανόνων και Κανονισμών να προχωρήσει άμεσα με την προβλεπόμενη διαδικασία για τροποποίηση του Κανονισμού του Πανεπιστημίου, ώστε στις περιπτώσεις ψηφοφορίας των Σωμάτων/Επιτροπών του Πανεπιστημίου, τα λευκά ή/και άκυρα ψηφοδέλτια ή/και οι αποχές, να θεωρούνται ως απόντες. Νοείται ότι η τελική εισήγηση για τροποποίηση του Κανονισμού, θα υποβληθεί στη Σύγκλητο και στο Συμβούλιο για έγκριση και μέσω του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για έγκριση στη Βουλή. 

 

Η πιο πάνω απόφαση διαβάστηκε και επικυρώθηκε με τη λήξη της Συνεδρίας.» 

 

Ο Πρύτανης ενημέρωσε το Συμβούλιο ότι το θέμα ακόμη δεν έχει εξεταστεί από την Επιτροπή Κανόνων και Κανονισμών, για τροποποίηση του Κανονισμού του Πανεπιστημίου, όπως αναφέρεται στην πιο πάνω απόφαση.

Ο Πρόεδρος ενημέρωσε ότι με βάση την απόφαση της 80ης/22.2.18 Συνεδρίας του Συμβουλίου, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας έχει ως εξής: 

8 ψήφοι υπέρ: η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών θεωρείται θέση Μέλους ΔΕΠ

9 ψήφοι εναντίον: η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση Μέλους ΔΕΠ

 

ΑΠΟΦΑΣΗ:

Το Συμβούλιο, κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας (8 ψήφοι υπέρ και 9 εναντίον), αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση Μέλους ΔΕΠ.».

 

Το πρώτο που παρατηρείται είναι η παντελής έλλειψη αιτιολόγησης της κατάληξης, θετικής ή αρνητικής, του κάθε μέλους, ως προς το υπό συζήτηση ζήτημα. Πουθενά δε εκτίθεται και από κανένα σημείο δεν αποκαλύπτεται το σκεπτικό των μελών του Συμβουλίου. Εν πάση δε περιπτώσει, ακόμα και να γίνει δεκτό ότι εν προκειμένω η ψηφοφορία ήταν μυστική και ότι, συνακόλουθα, δεν απαιτείτο η καταγραφή του σκεπτικού ενός εκάστου των μελών του Συμβουλίου, εύλογα προκύπτει το ερώτημα ως προς το έρεισμα ή/και τη βάση της διενεργηθείσας διαδικασίας ψηφοφορίας και της αξιολόγησης των ψηφοδελτίων, που απέληξε στη διαμόρφωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας. Η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση διατείνεται ότι αυτό έγινε με βάση την προεκτεθείσα απόφαση του Συμβουλίου, ημερομηνίας 22.2.2018. Σύμφωνα με τα όσα σχετικά αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση, «τα λευκά ή/και άκυρα ψηφοδέλτια ή/και οι αποχές, θεωρούνται αρνητικές ψήφοι, βάσει του Κανονισμού του Πανεπιστημίου και των γνωματεύσεων που έχουν ληφθεί». Ωστόσο, αυτή η απόφαση πάσχει από γενικότητα και αοριστία, εφόσον δεν έχω εντοπίσει, ούτε και η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση έχει υποδείξει, ποιος είναι αυτός ο Κανονισμός του Πανεπιστημίου, ο οποίος προβλέπει ότι τα λευκά ή/και άκυρα ψηφοδέλτια ή/και οι αποχές, θεωρούνται αρνητικές ψήφοι. Ούτε οποιαδήποτε σχετική γνωμάτευση έχει παρουσιαστεί, όπως επίσης αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση. Ακόμα δε και στην απουσία ενός τέτοιου Κανονισμού, το Συμβούλιο είχε εν πάση περιπτώσει τη δυνατότητα να παραθέσει το ίδιο μια στοιχειωδώς επαρκή αιτιολόγηση ως προς την επιλογή της μεθοδολογίας και/ή του τρόπου διενέργειας της ψηφοφορίας και αξιολόγησης των ψηφοδελτίων, στη βάση συγκεκριμένων και/ή υπαρκτών μέσων, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή και η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Δεν το έπραξε, όμως. Οι γενικές αναφορές σε «Κανονισμό του Πανεπιστημίου», καθώς και σε «γνωματεύσεις» που έχουν ληφθεί επί του θέματος, χωρίς οποιοδήποτε περαιτέρω προσδιορισμό, δεν μπορούν να συμπληρώσουν το κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, το οποίο πράγματι εντοπίζεται.

 

Η ανάγκη για επαρκή προσδιορισμό και συγκεκριμενοποίηση του εν λόγω Κανονισμού και γενικότερα του νομοθετικού ή/και κανονιστικού ερείσματος, στη βάση του οποίου έγινε η ψηφοφορία και η καταμέτρηση και/ή αξιολόγηση των ψήφων, επιτείνεται από την οριακή διαφορά μεταξύ θετικών και αρνητικών ψήφων και/ή από το γεγονός ότι μετά τη διενέργεια της μυστικής ψηφοφορίας, οι θετικές ψήφοι, ήτοι αυτές υπέρ της θέσης ότι η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών θεωρείται θέση Μέλους ΔΕΠ, ήσαν περισσότερες από τις αρνητικές. Μόνο μετά την συμπερίληψη των δυο λευκών ψηφοδελτίων υπερίσχυσε η θέση ότι η θέση της Διευθύντριας του Κέντρου Γλωσσών δεν θεωρείται θέση Μέλους ΔΕΠ.

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, εντοπίζεται κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, με αποτέλεσμα ούτε και το ενδεχόμενο πλάνης να μπορεί να αποκλειστεί.

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση.

 

 

 

                                                                                                  Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Σ. Π. ν. Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου, Ε.Δ.Δ. 59/2021, ημερ. 31.3.2025.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο