Ν. Λ. ν. Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ), Υπόθεση Αρ. 1679/2019, 24/10/2025
print
Τίτλος:
Ν. Λ. ν. Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ), Υπόθεση Αρ. 1679/2019, 24/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

                                                                   Υπόθεση Αρ. 1679/2019

                                                   24 Οκτωβρίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Ν. Λ.

Αιτητής,

και

 

Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ)

                                                                             Καθ' ου η Αίτηση.

   

 __________________

 

Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι Αιτητή.

Χρ. Γεωργίου (κα), για Γιάννης Κωνσταντινίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τους Καθ' ων η αίτηση.

Σ. Τσαχίδου (κα), για Α. & Α.Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής ζητά:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ' ου αίτηση, η οποία στάληκε στον Αιτητή με ηλεκτρονικό μήνυμα, ημερομηνίας 23/10/2019, με την οποία ο Καθ' ου η αίτηση διόρισε τον Σχχχχχ Μχχχχ στη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου (Γενικά Διοικητικά Θέματα) από τις 2/10/2019, αντί και/ή στη θέση του Αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Ως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, αντίγραφο του οποίου έχει υποβληθεί στο δικαστήριο, τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση έχουν ως εξής:

 

Το Συμβούλιο του ΤΕΠΑΚ, αρμόδιο όργανο να προβαίνει σε διορισμούς και προαγωγές του διοικητικού προσωπικού του Πανεπιστημίου σύμφωνα με το άρθρο 7(1)(β) (iii) του περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 2003 (Ν. 198(Ι)/2003), αποφάσισε κατά τη 85η Συνεδρία του ημερομηνίας 19/07/2018, την προκήρυξη μιας μόνιμης θέσης Λειτουργού Πανεπιστημίου (Γενικά Διοικητικά Θέματα). Ακόμα όρισε συμβουλευτική επιτροπή αξιολόγησης και επιλογής  με σκοπό να ακολουθήσει τη διαδικασία πλήρωσης της εν λόγω θέσης και να προβεί στη διαδικασία αξιολόγηση και συνέντευξης όλων των υποψηφίων που πληρούν τα τυπικά προσόντα.

 

Κατά την πρώτη συνεδρίαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 26/10/2018, αυτή αφού αξιολόγησε όλες τις αιτήσεις που είχαν ληφθεί, έκρινε ότι 320 (τριακόσιοι είκοσι) υποψήφιοι πληρούν το κριτήριο για να κληθούν σε γραπτή εξέταση, συμπεριλαμβανομένου τόσο του Αιτητή όσο και του Ενδιαφερόμενου Μέρους, αποστέλλοντας σε αυτούς σχετική ενημερωτική επιστολή.

 

Κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής ημερ. 12/06/2019, αποφασίστηκε να καλεστούν οι 4 (τέσσερις) πρώτοι επιτυχόντες υποψήφιους στην γραπτή εξέταση, σε προφορική εξέταση. Κατά την επόμενη συνεδρίαση της Επιτροπής στις 17/07/2019, αφού ολοκληρώθηκε η προφορική εξέταση των υποψηφίων, μετά από αξιολόγηση των προσόντων και ικανοτήτων των υποψηφίων, καθώς και των ακαδημαϊκών τους προσόντων, της επαγγελματικής και διοικητικής τους πείρας, η Επιτροπή αποφάσισε να προτείνει στο Συμβούλιο των Καθ' ων η αίτηση την πρόσληψη του Ενδιαφερόμενου Μέρους. 

 

Στις 24/07/2019 κατά τη 95η Συνεδρία του, το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, υιοθετώντας την εισήγηση της Επιτροπής, αποφάσισε το διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην επίδικη θέση και στην περίπτωση που αυτός δεν αποδεχόταν, να προτείνει διορισμό στον Αιτητή. Στο Ενδιαφερόμενο Μέρος προσφέρθηκε διορισμός στην ως άνω θέση με επιστολή ημερομηνίας 31/07/2019, την οποία αυτό αποδέχθηκε με επιστολή του ημερομηνίας 1/08/2019 και σχετικά ενημερώθηκε ο Αιτητής. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρείται η παρούσα προσφυγή.  

 

Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί για σειρά από λόγους τους οποίους προωθεί μέσω της γραπτής του αγόρευσης.  Καταρχήν, υπό τον πρώτο λόγο «Μη τήρηση άρτιων πρακτικών» οι δικηγόροι του υποστηρίζουν ότι, τα πρακτικά του Συμβουλίου πάσχουν λόγω αναιτιολόγητης απουσίας τεσσάρων μελών σε συνεδρίες τόσο της Επιτροπής κατά τις οποίες ελήφθη η απόφαση για εισήγηση πρόσληψης του ΕΜ στο Συμβούλιο όσο και του ίδιου του Συμβουλίου. Ακόμα προωθείται ισχυρισμός υπό τον τίτλο «Πάσχουσα σύσταση της Επιτροπής, υπεροχή του Αιτητή στις γραπτές εξετάσεις, στα προσόντα και την πείρα, καθώς και υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη». Αναφορικά με τον δεύτερο αυτό λόγο, έγινε τροποποίηση στο στάδιο των Διευκρινήσεων επί της αρχικής αγόρευσης, ούτως ώστε να αντικατασταθεί με τον τίτλο «Εσφαλμένα, υπό πλάνη περί το Νόμο και έξω από την προκήρυξη της θέσης εφαρμόστηκε ο Νόμος 6(Ι)/1998 όπως τροποποιήθηκε». Κάτω από τον δεύτερο λόγο ακύρωσης προβάλλεται ότι εφαρμόστηκε από την Επιτροπή αναρμόδια ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία (Τροποποιητικός) Νόμος 97(Ι)/06 «που αφορά «ειδική διαδικασία» για πλήρωση κενών θέσεων έως και την κλίμακα Α7». Με τον τρίτο κατά σειρά λόγο ακύρωσης τον οποίο προωθεί μέσω της γραπτής του αγόρευσης, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι υπήρξε μη αξιοκρατική διαδικασία επιλογής, αφού αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέταση με συνέπεια να υποβαθμιστεί το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης. Τέλος, προβάλλεται ισχυρισμός περί πάσχουσας απόφασης του Συμβουλίου, λόγω (α) απουσίας μελών του Συμβουλίου, (β) μη τήρησης άρτιων πρακτικών, σε σχέση με ότι λέχθηκε από τους προϊστάμενους της Υπηρεσίας Σπουδών και Φοιτητικής Μέριμνας και  της Υπηρεσίας Ανθρωπίνου Δυναμικού, κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 24/7/2019, όπως και (γ) έλλειψης δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης περί τα πράγματα εκ μέρους του Συμβουλίου.

 

Σημειώνεται από το Δικαστήριο ότι μέσω της απαντητικής γραπτής αγόρευσης προβάλλεται ισχυρισμός από τους δικηγόρους του αιτητή ότι, «1. Εσφαλμένα, υπό πλάνη περί το Νόμο και έξω από την προκήρυξη της θέσης εφαρμόστηκε ο Νόμος 6(Ι)/1998 όπως τροποποιήθηκε», ο οποίος παραπέμπει στα όσα καταγράφονται στον πιο πάνω δεύτερο λόγο ακύρωσης. Με άδεια του Δικαστηρίου στο στάδιο των Διευκρινήσεων έγινε τροποποίηση στην αρχική αγόρευση από τη κα.Ευγενίου ώστε να περιληφθεί στον τίτλο του προβαλλόμενου ως δεύτερου λόγου ακύρωσης. Όπως ωστόσο, έχει υποδειχθεί με έμφαση από τη δικηγόρο του ΕΜ στο στάδιο των Διευκρινήσεων, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης περί παραβίασης του νόμου Ν.6(Ι)/1998 προβάλλεται απαράδεκτα στο εν λόγω στάδιο της απαντητικής αγόρευσης του αιτητή, και κυρίως, τέτοιος λόγος δεν έχει δικογραφηθεί μέσω της προσφυγής, ούτε έχει τύχει τροποποίησης το δικόγραφο ούτως ώστε να περιληφθεί στη συνέχεια και κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να τύχει εξέτασης από το Δικαστήριο. Η θέση η οποία προβλήθηκε προς απάντηση τούτου, από την πλευρά του αιτητή στο στάδιο των Διευκρινήσεων, ήταν ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, δικογραφείται αρκούντως αναλυτικά στα Νομικά Σημεία 3  και 12 της Προσφυγής.

 

Κατά τη πάγια νομολογία των Δικαστηρίων μας, ισχυρισμοί οι οποίοι δεν έχουν δικογραφηθεί μέσω της αίτησης ακυρώσεως δεν μπορούν να τύχουν αξιολόγησης από το Δικαστήριο, αφού παραβιάζεται ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει ρητή υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Αναθ. Έφεση 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, αλλά και η απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπόθεση ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ (ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ) κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ, Υπόθεση Αρ. 107/2017 ημερομηνίας 11 Δεκεμβρίου 2017, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στο θέμα.

 

Για να ξεκαθαρίσει το ζήτημα αυτό, παραθέτω αυτούσιους τους δύο λόγους ακύρωσης ήτοι τα Νομικά Σημεία 3  και 12 της προσφυγής του Αιτητή τα οποία επικαλέστηκε προφορικά η κα.Ευγενίου, και έχουν ως εξής:

«3. Ο Καθ’ ου η αίτηση ενήργησε κατά προφανή παραβίαση του Νόμου, Κανονισμών και Διαδικασία ή /και κατά κατάχρηση ή/και υπέρβαση εξουσίας και με καταφανή πλάνη περί τα πράγματα και κατά παράβαση των Κανόνων της Χρηστής Δικαιοσύνης και Φυσικής Δικαιοσύνης.»

«12. Ο Καθ’ ου η αίτηση ενήργησε κατά προφανή παραβίαση του Νόμου, Κανονισμών και Διαδικασία ή /και κατά κατάχρηση ή/και υπέρβαση εξουσίας και με καταφανή πλάνη περί τα πράγματα».

 

Είναι προφανές ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι ακύρωσης προβάλλονται αορίστως, με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνεται η θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου του ΕΜ ότι, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός ότι, «υπό πλάνη περί το Νόμο και έξω από την προκήρυξη της θέσης εφαρμόστηκε ο Νόμος 6(Ι)/1998 όπως τροποποιήθηκε», δεν έχει δικογραφηθεί δεόντως στη προσφυγή, ώστε να τύχει της δικαστικής εκτίμησης. Συνεπώς, κρίνω πως το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση του αναγραφόμενου ως πρώτου λόγου ακύρωσης στην απαντητική αγόρευση του Αιτητή και όλα όσα σχετικά περί ύπαρξης πλάνης περί το νόμο υποστηρίζει.

 

Λέγοντας τούτα, θα προχωρήσω στον σχολιασμό των υπόλοιπων προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, αρχίζοντας από τα ζητήματα κακής σύνθεσης τα οποία προβάλλονται τόσο με τον πρώτο λόγο ακύρωσης στην αρχική αγόρευση του αιτητή, όσο και με τον τέταρτο λόγο, η εξέταση των οποίων προέχει. Συγκεκριμένα προβάλει ο αιτητής ότι, εντοπίζεται «Μη τήρηση άρτιων πρακτικών» υποστηρίζοντας ότι, τα πρακτικά του Καθ’ ου η αίτηση πάσχουν λόγω αναιτιολόγητης απουσίας τεσσάρων μελών σε συνεδρίες τόσο της Επιτροπής Αξιολόγησης κατά τις οποίες ελήφθη η απόφαση για εισήγηση πρόσληψης του ΕΜ στο Συμβούλιο όσο και του ίδιου του Συμβουλίου, με αποτέλεσμα οι αντίστοιχες αποφάσεις να πρέπει να τύχουν ακύρωσης. Ακόμα, προβάλλεται παρατυπία όσον αφορά απουσία μελών του Συμβουλίου, αλλά και μη τήρησης άρτιων πρακτικών, σε σχέση με ότι λέχθηκε από τους προϊστάμενους της Υπηρεσίας Σπουδών και Φοιτητικής Μέριμνας και της Υπηρεσίας Ανθρωπίνου Δυναμικού, ενώπιον του Συμβουλίου του Καθ’ ου η αίτηση.

 

Αντίθετα, επί τούτου, είναι η θέση των δικηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση αλλά και του Ενδιαφερόμενου Μέρους ότι δεν ισχύουν οι πιο πάνω ισχυρισμοί που προωθεί ο αιτητής και αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν ως ανεδαφικοί. Παραπέμποντας στα αντίστοιχα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου, υποστηρίζουν ότι δεν υφίσταται καμία παρατυπία όσον αφορά απουσία μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Συμβουλίου του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου, αλλά και μη τήρησης άρτιων πρακτικών.

 

Ανατρέχοντας καταρχήν στο πρακτικό της ΣΕ ημερ. 26/10/2018 στο οποίο αναφέρεται χωρίς άλλη διευκρίνηση στην αγόρευση του ο Αιτητής, δεν εντοπίζω οιαδήποτε παρατυπία στη σύνθεση ή την τήρηση άρτιων πρακτικών.

 

Το ίδιο διαπιστώνω και για τα  σχετικά πρακτικά του Συμβουλίου. Συγκεκριμένα, στο πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερομηνίας 19/07/2018, φαίνεται ξεκάθαρα πως καταγράφηκαν οι απόντες καθώς και ο λόγος της απουσίας τους. Ειδικότερα, από την εν λόγω συνεδρία απουσίαζαν τέσσερα (4) μέλη, ήτοι η Δχχχχχχχ Κχχχχχχχχχχχ, ο Αχχχχχχχχ Ζχχχχχχχχ, ο Φχχχχχχχχ Φχχχχχχχχ και ο Τχχχχχ Γχχχχχχχχχ, με την αναφορά δίπλα από το όνομα κάθε ενός εξ αυτών «Ενημέρωσε ότι δεν θα παραστεί λόγω άλλων υποχρεώσεων». Επομένως, από τα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας προκύπτει ο λόγος απουσίας των ως άνω προσώπων. Επιπλέον, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι στα πρακτικά καταγράφεται ότι τα εν λόγω μέλη ενημέρωσαν και προηγουμένως για τον λόγο που δεν μπορούν να παραστούν. Επιπροσθέτως, στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας καταγράφεται ότι «όλα τα πιο πάνω μέλη του Συμβουλίου κλήθηκαν έγκαιρα και νομότυπα όπως παραστούν στην 85η Συνεδρία του Συμβουλίου την Πέμπτη, 19 Ιουλίου 2018». Επομένως, από τη στιγμή που προσκλήθηκαν έγκαιρα και νομότυπα τα μέλη και καταγράφεται ρητά ο λόγος απουσίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί το  αντιθέτου, εφόσον φαίνεται να δικαιολογείται δεόντως ο λόγος της απουσίας τους. Ομοίως και στα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου, ημερομηνίας 24/07/2019 όπου φαίνεται ξεκάθαρα ότι καταγράφονται και πάλι οι αντίστοιχοι απόντες καθώς και ο λόγος της απουσίας τους. Ειδικότερα, από την εν λόγω συνεδρία απουσίαζαν τέσσερα (4) μέλη, ήτοι η Δχχχχχχχ Κχχχχχχχχχ, ο Αχχχχχχχχ Ζχχχχχχχχχχ, ο Κχχχχχχχχχχχχχχ Χχχχχχχχχχχχχχ και η Γχχχχχχχ Κχχχχχχχχ, επίσης με την αναφορά «Ενημέρωσε ότι δεν θα παραστεί λόγω άλλων υποχρεώσεων». Επιπροσθέτως, καταγράφεται ότι «όλα τα πιο πάνω μέλη του Συμβουλίου κλήθηκαν έγκαιρα και νομότυπα όπως παραστούν στην 95η Συνεδρία (Μέρος Β) του Συμβουλίου την Τετάρτη, 24 Ιουλίου 2019». Επομένως, αφού και σε αυτή την συνεδρίαση φαίνεται να προσκλήθηκαν έγκαιρα και νομότυπα τα μέλη και καταγράφηκαν στα πρακτικά οι απόντες καθώς και ο λόγος της απουσίας τους από την εν λόγω συνεδρία, δεν βρίσκει έδαφος ο ισχυρισμός του αιτητή.

 

Από τα πρακτικά δεν φαίνεται να τίθεται ζήτημα απαρτίας, ενώ η αναφορά των «άλλων υποχρεώσεων» χωρίς ο λόγος της απουσίας να εξειδικεύεται στο πρακτικό, καλύπτει τον λόγο απουσίας των συγκεκριμένων μελών του οργάνου και καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος περί του δικαιολογημένου της απουσίας των συγκεκριμένων μελών, ενώ δεν υπάρχει υποχρέωση καταγραφής του συγκεκριμένου λόγου, ο οποίος κατά κανόνα αφορά σε προσωπικά δεδομένα των εν λόγω προσώπων.

 

Σχετική είναι η πρόσφατη απόφαση ημερομηνίας 17/06/2025 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 24/2021, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ν. THOMAS SINCLAIR, όπου το Εφετείο εξέτασε πανομοιότυπη περίπτωση μη παρουσίας μέλους η οποία δικαιολογήθηκε με τη δήλωση του οργάνου περί έκτακτης υποχρέωσης του μέλους χωρίς ο λόγος της απουσίας να εξειδικεύεται και κατέληξε ως ακολούθως:

«Επί του ίδιου ζητήματος, σχετικά είναι και τα νομολογηθέντα στην Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και Ε. Κωνσταντινίδου, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 112/2014, ημερομηνίας 2/11/2020, ECLI:CY:AD:2020:C375, ECLI:CY:AD:2020:C375, στην οποία κρίθηκε ότι η καταγραφείσα στα πρακτικά, σε σχέση με τα απόντα από τη συνεδρία μέλη, δήλωση, ότι «Απουσίαζαν δικαιολογημένα», έλλειψη που δεν συμπληρώνετο από τα στοιχεία του φακέλου και χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία για τη μη παρουσία των μελών, καθιστούσε πάσχουσα τη σύνθεση του οργάνου.  Μεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα:

«Υπάρχει συνεπώς  στην παρούσα περίπτωση παντελής έλλειψη των στοιχείων που οδήγησαν στη διαπίστωση ότι τα πέντε μέλη «απουσίαζαν δικαιολογημένα», έλλειψη που δεν συμπληρώνεται από τα στοιχεία του Φακέλου.  Η απουσία οποιασδήποτε αιτιολογίας για τη μη παρουσία των πέντε μελών της καθιστά τη σύνθεση της Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΠΑΚ κατά τη συνεδρία της 3/1/2012, που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μη νόμιμη, με αποτέλεσμα την ακυρότητα της απόφασης.»

 

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, η μη παρουσία του μέλους κου Νησιώτη, δικαιολογήθηκε με τη δήλωση του οργάνου περί έκτακτης υποχρέωσης του μέλους.  Συνεπώς δεν πρόκειται για περίπτωση κατά την οποία το όργανο δηλώνει γενικά και αόριστα ότι δικαιολογήθηκε η απουσία του μέλους, χωρίς ο λόγος της απουσίας να εξειδικεύεται.  Πρόκειται για περίπτωση στην οποία υπάρχει ρητή καταγεγραμμένη στο πρακτικό, αιτιολογία της απουσίας του μέλους και  δεν αναμένεται η περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση από το μέλος της έκτακτης του υποχρέωσης, ζητήματος που ενδεχομένως άπτεται του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων του ατόμου (δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής).

Κατ' επέκταση, καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος περί του δικαιολογημένου της απουσίας του συγκεκριμένου μέλους, εφόσον στο πρακτικό αναφέρεται ο λόγος της απουσίας του, η οποία κρίνεται εξ αντικειμένου δικαιολογημένη (βλ. Αντέννα Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) - ανωτέρω).

 

Κατά συνέπεια απορρίπτεται η αντίθετη θέση που προβάλλεται από τον Εφεσίβλητο.»

 

Περαιτέρω,  ως προς τον ισχυρισμό περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών σε σχέση με ότι λέχθηκε από τους προϊστάμενους της Υπηρεσίας Σπουδών και Φοιτητικής Μέριμνας και της Υπηρεσίας Ανθρωπίνου Δυναμικού στην συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 24/07/2019 στην οποία το Συμβούλιο επικύρωσε την εισήγηση της ΣΕ για διορισμό του ΕΜ στην επίδικη θέση, ομοίως δεν διαπιστώνεται οιαδήποτε παρατυπία. Όπως φαίνεται από το πρακτικό της συγκεκριμένης συνεδρίας, ο κ. Νχχχχ Σχχχχχχχχχχ, Προϊστάμενος Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού και ο κ. Βχχχχχχ Πχχχχχχχχχχ, Προϊστάμενος Υπηρεσίας Σπουδών και Φοιτητικής Μέριμνας, κλήθηκαν και παρεστήκαν στην εν λόγω συνεδρία για παροχή πληροφοριών και αποχώρησαν πριν τη συζήτηση και την λήψη της επίδικης απόφασης. Όπως ορθώς προβάλλεται από τους δικηγόρους του Καθ’ου η αίτηση, η συμμετοχή των πιο πάνω προσώπων στη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 24/07/2019 έγινε στη βάση του άρθρου 21(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπω με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης».

 

Η πιο πάνω διάταξη σαφώς προβλέπει για τη δυνατότητα και/ή το δικαίωμα σε αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες να παρίστανται σε συνεδρία για την εξήγηση διαφόρων θεμάτων και την παροχή πληροφοριών, οι οποίοι όμως θα πρέπει να αποχωρούν πριν από τη λήψη της απόφασης (Σταύρος Κυριάκου ν. Σχολικής Εφορίας Έμπας, Υπόθεση Αρ. 1240/2010, ημερ. 25.4.2012).

 

Εν προκειμένω, τα ανωτέρω πρόσωπα κλήθηκαν και παρουσιάστηκαν στην εν λόγω συνεδρία πλην όμως, δεν προκύπτει ότι υπεβλήθη σε αυτά οιαδήποτε ερώτηση και επομένως δεν χρειάστηκε να παρέχουν τελικώς οιανδήποτε πληροφορία και εύλογα δεν καταγράφεται οτιδήποτε στο πρακτικό σε σχέση με αυτούς, ενώ αποχώρησαν πριν από τη διαβούλευση και τη λήψη της απόφασης. Η τήρηση άρτιου πρακτικού και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφαση επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και αποτελεί υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου καθότι σε αντίθετη περίπτωση, κλονίζεται το τεκμήριο της νομιμότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης, κάτι που εν προκειμένω δεν διαπιστώνεται από το Δικαστήριο.

 

Προχωρώ στη συνέχεια στην εξέταση του τρίτου κατά σειρά και κύριου λόγου ακύρωσης τον οποίο προωθεί ο Αιτητής, ισχυριζόμενος ότι υπήρξε μη αξιοκρατική διαδικασία επιλογής, αφού αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης με συνέπεια να υποβαθμιστεί το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης όπου αυτός κατετάγη πρώτος. Σχετικά γίνεται εκτενής αναφορά στην αγόρευση του Αιτητή ότι, δεν λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα του τα οποία και καταγράφονται αναλυτικά, προβάλλονται ισχυρισμοί ότι δεν αποδόθηκαν όλες οι μονάδες για τα πρόσθετα ακαδημαϊκά του προσόντα, ότι απαράδεκτα «αριθμοποιήθηκε το πλεονέκτημα με 1,66 μονάδες χωρίς καμία αιτιολογία», ενώ ακόμα υποστηρίζεται ότι ως αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, δόθηκαν στο ΕΜ 19 μονάδες και στον Αιτητή 16 μονάδες χωρίς αυτή η βαθμολογία να αιτιολογείται. Τα πιο πάνω προσάπτονται στη Συμβουλευτική Επιτροπή και στη διαδικασία που αυτή ακολούθησε. Αντίστοιχους ισχυρισμούς, ως οι τελευταίοι κατεγραμμένοι λόγοι ακύρωσης της αγόρευσης του Αιτητή, προωθούνται και για το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, στο οποίο προσάπτεται έλλειψη δέουσας έρευνας και αοριστία αιτιολογίας, όπως και πλάνη περί τα πράγματα καθώς και ότι υιοθέτησε την άποψη της ΣΕ, χωρίς να διεξάγει τον όποιο ιεραρχικό έλεγχο νομιμότητας.

 

Αντίστοιχα, η θέση των δικηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση αλλά και του Ενδιαφερόμενου Μέρους, είναι πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς αιτιολογημένη και είναι το αποτέλεσμα ορθής εφαρμογής της διαδικασίας επιλογής του υποψηφίου εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων του Πανεπιστημίου. Σχολιάζοντας τη θέση του Αιτητή ότι, αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέταση με συνέπεια να υποβαθμιστεί το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης, απαντούν ότι η κατάταξη ενός υποψηφίου ως πρώτου σε γραπτή εξέταση δεν του εξασφαλίζει αυτομάτως προσφορά στην υπό προκήρυξη θέση, ενώ η διαφορά στην βαθμολογία μεταξύ Αιτητή και Ενδιαφερόμενου Μέρους την οποία ο Αιτητής επικαλείται στην γραπτή του αγόρευση, ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, ήταν μόνο 0,82 μονάδες. Ακόμα, υποστηρίζει η πλευρά του Καθ' ου η αίτηση ότι, δεν τίθεται εν προκειμένω θέμα υπέρμετρης βαρύτητας στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, εφόσον αυτή κινήθηκε μέσα στο πλαίσιο αριθμοποίησης που ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998 προνοεί (Ν. 6(Ι)/1998 ως έχει τροποποιηθεί), ήτοι μέχρι 20 μονάδες, όπου το ΕΜ βαθμολογήθηκε με 19 μονάδες και ο Αιτητής με 16 μονάδες. Ειδικότερα, ως καταδεικνύουν οι δικηγόροι του Πανεπιστημίου, ο Καθ' ου η αίτηση εφάρμοσε ακριβώς τον λόγω νόμο, ως γίνεται ρητή αναφορά στο σχετικό πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 26/10/2018. Στην παρούσα υπό εξέταση υπόθεση, υποδεικνύουν δεν τίθεται θέμα υπέρμετρης βαρύτητας στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, αφού η βαρύτητα που της αποδόθηκε ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου. Σχολιάζοντας, τέλος, τα πρόσθετα προσόντα τα οποία δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας και για τα οποία η πλευρά του Αιτητή διαμαρτύρεται ότι, δεν λήφθηκαν υπόψη, παραπέμπουν σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και απαντούν ότι το αρμόδιο όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να αναφερθεί σε αυτά με λεπτομέρεια. Τονίζει δε ότι, εναπόκειται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει, αποφεύγοντας τα δυο άκρα, ήτοι, αφενός, να μη δοθεί σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Καταλήγοντας τονίζει η πλευρά του Καθ' ου η αίτηση ότι, μέσα σε αυτά τα όρια το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων αυτών.

 

Σχολιάζοντας τους συγκεκριμένους λόγους ακύρωσης διαπιστώνω από τον διοικητικό φάκελο ότι, οι ως ανωτέρω καταγραμμένες θέσεις του Καθ' ου η αίτηση για το πως το αρμόδιο όργανο εφάρμοσε την επίδικη διαδικασία σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας και την προκήρυξη της θέσης και τον Ν. 6(Ι)/1998 και αξιολόγησε τους δύο υποψηφίους, επιβεβαιώνονται.

 

Όπως προέκυψε μέσα από την μελέτη του διοικητικού φακέλου και ειδικότερα των σχετικών πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Συμβουλίου, η αξιολόγηση των προσόντων του Αιτητή και του ΕΜ διενεργήθηκε διεξοδικά από το καθ' ύλην αρμόδιο όργανο, το οποίο κατέχει εξειδικευμένες αρμοδιότητες και γνώσεις. Το ίδιο φαίνεται να έγινε από την ΣΕ και για τον διδακτορικό τίτλο που κατείχε ο Αιτητής, ο οποίος επίσης αξιολογήθηκε ως επιπρόσθετο προσόν μη απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας. Όσον αφορά τη συγκριτική εικόνα αξιολόγησης υποψηφίων, ως υποδείχθηκε, υπάρχει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά στην αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.A.Δ. 374, Γιώργος Ζωδιάτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 A.A.Δ. 406 και Θεοχάρης Κασκίρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLΊ:CY:AD:2016:D91, Υποθ. Αρ. 696/2012, ημερ. 16.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:D91). Ειδικότερα, ένεκα της θέσης τους τα μέλη της ΣΕ γνωρίζουν πλήρως και επαρκώς τις ανάγκες της επίδικης θέσης και επομένως είναι σε θέση να αξιολογήσουν τους υποψήφιους και να τους βαθμολογήσουν. Υπό το φως του διοικητικού φακέλου καταλήγω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων και η βαθμολόγηση τους δεν δύναται να ελεγχθεί από το Δικαστήριο. Ούτε διαπιστώνω από το σχετικό πρακτικό ημερ. 24/07/2019 ότι το Συμβούλιο στη συνέχεια παρέλειψε να προβεί στον απαιτούμενο έλεγχο προτού υιοθετήσει την εισήγηση της Επιτροπής, ως ισχυρίζεται ο Αιτητής. Αντιθέτως, προκύπτει από το πρακτικό ότι αυτό, «λαμβάνοντας υπόψη την ομόφωνη εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, καθώς και έπειτα από έλεγχο των προσόντων και των ικανοτήτων των υποψηφίων, των αποτελεσμάτων της γραπτής και της προφορικής εξέτασης, των ακαδημαϊκών προσόντων των υποψηφίων και της εργασιακής τους πείρας, αποφάσισε ομόφωνα (με μια αποχή) να προσφέρει διορισμό στον κ.Σχχχχχ Μχχχχ, ο οποίος συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία των 105,03 μονάδων».

 

Σε κάθε περίπτωση, είναι παγιωμένο νομολογιακά ότι δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου, αλλά της διοίκησης, η πρωτογενής αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων (Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.1997). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε επί του θέματος στη πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου [Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΥ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΩΝ], ΧΡΙΣΤΟΣ Ε. ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ v. Κ.Δ. μέσω Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 18 Σεπτεμβρίου, 2023:

«Θα ξεκινήσουμε χάριν τονισμού με όσα είχαμε την ευκαιρία πολύ πρόσφατα να επαναλάβουμε ως αποκρυσταλλωμένες θέσεις της νομολογίας μας αναφορικά με την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε τέτοιες περιπτώσεις, παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Σωτήρης Κολέττας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C214, ECLI:CY:AD:2023:C214:

        «Ως προς τη συνολική στάθμιση των δεδομένων:

Η προαναφερθείσα απόφαση Παναγή εξηγεί με σαφήνεια το ρόλο του διοικητικού οργάνου κατά την επιλογή  υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή:

«. το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του.  Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων.  Όπως υποδείχθηκε στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275, δεν μπορεί να προκαθοριστεί η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης ώστε οποιοδήποτε από αυτά να έχει και ορισμένη σημασία.  Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει, καθώς υποδείχθηκε και στην Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.»

 

Όπως είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε στα ίδια πλαίσια, αποδίδοντας την ουσία της αποκρυσταλλωμένης νομολογίας, στην Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56, ECLI:CY:AD:2023:C56:

«Περί ουσιαστικής συνεξέτασης συνεπώς ο λόγος, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός, ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.»

 

Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το δικαστήριο.  Το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της διοίκησης από το δικαστήριο.» 

 

Ομοίως και στη παρούσα περίπτωση, δεν θεωρώ ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ή στη συνέχεια το Συμβούλιο του Καθ’ ου η αίτηση Πανεπιστημίου λειτούργησαν υπό πλάνη, ούτε ότι έχουν υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής τους ευχέρειας και έχουν κάνει κακή χρήση αυτής (Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 85 απόφαση Ολομέλειας και Γ.M. Παπαχατζή "Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου" σελ. 729). Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, κρίνω ότι το Καθ’ ου η αίτηση, εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας, προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων και κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση και οι πιο πάνω ισχυρισμοί του Αιτητή δεν ευσταθούν και συνεπώς υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Λέγοντας αυτά, καταλήγω ότι ουδείς εκ των προβαλλόμενων εκ μέρους του Αιτητή λόγων ακύρωσης μπορεί να επιτύχει και για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.             

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο