ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ. 1702/2019
21 Οκτωβρίου 2025
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Α. Λ.
Αιτήτρια,
και
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ’ ου η αίτηση
__________________________________
Σ. Ανδρέου (κα), για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για την αιτήτρια.
Ι. Κατσιδήμα (κα), για Στέλιος Αμερικάνος & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τον καθ’ ου η αίτηση.
Σ. Τσαχίδου (κα) για Αχιλλεύς & Αιμίλιος, Κωνσταντίνος Αιμιλιανίδης Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ,Δ.Δ.Δ.: Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου κατά την 85η συνεδρία του ημερομηνίας 19.7.2018 αποφάσισε, μεταξύ άλλων και την προκήρυξη μιας κενής μόνιμης θέσης Λειτουργού Πανεπιστημίου (Νομικά θέματα), η οποία συνιστά θέση πρώτου διορισμού και για την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμοι του 1998 έως 2006 (Ν.6(Ι)/1998). Σχετική προκήρυξη της θέσης δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 31.8.2018 στην οποία καταγραφόταν ότι για την πλήρωση της θέσης θα διεξαγόταν γραπτή και προφορική εξέταση. Σημειώνεται ότι κατά την πιο πάνω συνεδρία αποφασίστηκε και η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής με σκοπό την πλήρωση της επίδικης θέσης.
Κατά την 1η συνεδρία της ημερομηνίας 26.10.2018 η Επιτροπή αποφάσισε να μην προχωρήσει σε αξιολόγηση των ενώπιον της αιτήσεων της αλλά να καλέσει σε γραπτή εξέταση εκείνους τους υποψηφίους, οι οποίοι είχαν καταθέσει εμπρόθεσμα αίτηση και είχαν καταβάλει το απαιτούμενο τέλος. Περαιτέρω και αφού λήφθηκαν υπόψη οι διατάξεις του Ν. 6 (Ι)/1998 αποφασίστηκε ότι η γραπτή εξέταση θα αποτελείται από δυο μέρη ήτοι το τεστ ικανοτήτων (το οποίο περιλάμβανε τα τεστ γλωσσικού, αριθμητικού και διαγραμματικού συλλογισμού) και το ειδικό θέμα, τα οποία, ως καθορίστηκε, θα είχαν ίση βαρύτητα ήτοι 50% στη συνολική βαθμολογία. Επιτυχών στη γραπτή εξέταση, ως κρίθηκε, θα θεωρείτο το πρόσωπο που θα εξασφάλιζε κατ΄ ελάχιστον 40% σε κάθε ένα από τα τρία τεστ ικανοτήτων και το ειδικό θέμα ξεχωριστά και 50% τουλάχιστον στη συνολική βαθμολογία.
Πρόσθετα και κατά την 4η συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 27.5.2019 αποφασίστηκε ότι μετά την παραλαβή των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης και τη διενέργεια και ολοκλήρωσης των προφορικών συνεντεύξεων, η Επιτροπή βάσει των προνοουμένων στο άρθρο 4 του Νόμου θα λάβει υπόψη πέραν του βαθμού της γραπτής εξέτασης τα ακόλουθα:
«Ι. Τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης 0-20 μονάδες
ΙΙ. Προσόντα που αποτελούν πλεονέκτημα 0-5 μονάδες
ΙΙΙ. Άλλα ακαδημαϊκά προσόντα 0-3 μονάδες
IV Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης 0-5 μονάδες
V Αξιολόγηση Οικείου Προϊστάμενου Τμήματος ή εξουσιοδοτημένου λειτουργού 0-5 μονάδες»
Η γραπτή εξέταση διεξήχθη και σ΄αυτή η αιτήτρια κατέλαβε την πρώτη θέση με 68.17 μονάδες και ο υποψήφιος Π. Κ. (ενδιαφερόμενο μέρος) τη δεύτερη με 61.67 μονάδες. Ακολούθησε η κλήση σε προφορική συνέντευξη των τεσσάρων πρώτων επιτυχόντων στη γραπτή εξέταση υποψηφίων αφού πρώτα διαπιστώθηκε ότι όλοι πληρούν τα απαιτούμενα εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντα.
Η προφορική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής έλαβε χώρα στα πλαίσια της 7ης συνεδρίας της ημερομηνίας 17.7.2019, όπου η μεν αιτήτρια βαθμολογήθηκε με 15.66 μονάδες το δε ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκε με 18.66 μονάδες. Ακολούθησε, κατά την ίδια συνεδρία και μετά το πέρας και την απόδοση βαθμολογίας των προφορικών συνεντεύξεων, η αξιολόγηση των υπόλοιπων κριτηρίων, όπως αυτά προβλέπονται στο Ν.6(Ι)/1998, με την απόδοση ανάλογων μονάδων.
Ακολούθως η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής εισηγήθηκε προς το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους ο οποίος συγκέντρωσε βαθμολογία 91.33 μονάδες και ως επιλαχούσα την αιτήτρια η οποία συγκέντρωσε συνολικά 85.49 μονάδες, σύμφωνα με τον τελικό Πίνακα κατάταξης που καταρτίστηκε.
Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου το οποίο επιλήφθηκε του θέματος σε συνεδρία του ημερομηνίας 24.7.2019, αποφάσισε και αφού έλαβε υπόψη την εισήγηση της Επιτροπής, να προσφέρει διορισμό στο ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου (Νομικά θέματα) και σε περίπτωση που αυτό δεν αποδεχόταν να προτείνει για διορισμό την αιτήτρια.
Σημειώνεται ότι με επιστολή του ημερομηνίας 31.7.2019 το ενδιαφερόμενο μέρος αποδέχθηκε το διορισμό του, ο οποίος του προσφέρθηκε με επιστολή του Πανεπιστημίου ίδιας ημερομηνίας.
Η αιτήτρια ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 13.9.2019 ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, ως αυτολεξεί καταγράφετο, αποφάσισε να μην την προτείνει για διορισμό και ότι το Συμβούλιο αποφάσισε σε συνεδρία του ημερομηνίας 24.7.2019 να επικυρώσει την απόφαση της Επιτροπής. Στην αιτήτρια δεν αναφέρθηκε το όνομα του υποψηφίου που επιλέχθηκε για διορισμό.
Η αιτήτρια, ως δεικνύει το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, επανήλθε και απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 14.11.2019 προς τον καθ΄ου η αίτηση δια της οποίας αιτείτο να ενημερωθεί κατά πόσο το Συμβούλιο είχε προχωρήσει σε γραπτή προσφορά διορισμού προς το πρόσωπο το οποίο επιλέχθηκε, ποιο ήταν το πρόσωπο αυτό και κατά πόσο το εν λόγω πρόσωπο είχε αποδεχθεί την προσφορά διορισμού του. Σημείωνε δε ότι θα έπρεπε να τύχει σχετικής ενημέρωσης μέχρι τις 20.11.2019.
Το καθ΄ου η αίτηση δεν ανταποκρίθηκε και στις 26.11.2019 η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή με την οποία αιτείται δικαστικής απόφασης, ως ακολούθως:
«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση που γνωστοποιήθηκε με επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση προς την Αιτήτρια ημερ. 13/09/2019 και με την οποία η Αιτήτρια δεν επιλέχθηκε για διορισμό για τη μόνιμη θέση λειτουργού του Πανεπιστήμιου (Νομικά Θέματα) (Παράρτημα Α επισυνάπτεται) αλλά διορισμού έτυχε ο Π. Κ. είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή άνευ νομίμου αποτελέσματος».
Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι το Πανεπιστήμιο απέστειλε εν τέλει στις 2.12.2019, ως και πάλι φανερώνει ο διοικητικός φάκελος της υπόθεσης, σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα παρέχοντας σχετική πληροφόρηση στην αιτήτρια για τα ερωτήματα της.
Πριν από την εξέταση των εγειρόμενων ισχυρισμών της αιτήτριας προέχει ωστόσο η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων που ηγέρθηκαν και αναπτύχθηκαν από τον καθ΄ ου η αίτηση και οι οποίες άπτονται του παραδεκτού της Προσφυγής.
Εισηγείται ουσιαστικά ο συνήγορος ότι με την παρούσα Προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή πράξη. Τούτο διότι, ως το θέτει η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση «δεν υπάρχει απόφαση και/ή πράξη των καθ' ων η αίτηση μη πρόσληψης της αιτήτριας» και η περιγραφόμενη στην αιτούμενη θεραπεία επιστολή ενημέρωσης ημερομηνίας 13.9.2019 δεν συνιστά εκτελεστή απόφαση. Μόνο δια της γραπτής της αγόρευσης, συνεχίζει η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, η αιτήτρια επιχειρεί να καθορίσει τη μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη ήτοι την απόφαση διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους, η οποία λήφθηκε στις 24.7.2019. Συνεπεία τούτου, υποβάλλεται, εκλείπει και το απαιτούμενο έννομο συμφέρον της αιτήτριας για προώθηση της Προσφυγής της, αφού η τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης, μη εκτελεστής, πράξης ήτοι της επιστολής ημερομηνίας 13.9.2019, η οποία αφορά σε ενημέρωση της αιτήτριας για τη μη πρόσληψη της, ουδεμία ωφέλεια θα επιφέρει στην αιτήτρια.
Τις πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις υιοθέτησε και ανέπτυξε και το ενδιαφερόμενο μέρος δια της δικής του γραπτής αγόρευσης, το οποίο προσθέτως ανέφερε ότι γεννάται εύλογα το ερώτημα γιατί εφόσον ενδιέφερε την αιτήτρια η υπό κρίση θέση, η ίδια δεν απέστειλε, όταν ενημερώθηκε στις 13.9.2019 ότι δεν επιλέγηκε, επιστολή με σκοπό να πληροφορηθεί ποιος υποψήφιος επιλέγηκε. Μόνο τότε, συνεχίζει η πλευρά του ενδιαφερόμενου μέρους, η αιτήτρια θα λάμβανε πλήρη γνώση και «η απάντηση αυτή των Καθ' ων η Αίτησις, που Θα την ενημέρωνε για το οποίος επιλέγηκε για την επίδικη Θέση, θα ήταν η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη.»
Η πλευρά της αιτήτριας αντικρούοντας τις εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις υπέβαλε ότι η αιτήτρια με την υπό κρίση Προσφυγή δεν επιζητεί την ακύρωση της νομιμότητας της επιστολής ημερομηνίας 13.9.2019, η οποία δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά, όπως ξεκάθαρα προκύπτει από το αιτητικό της Προσφυγής, αυτή στρέφεται κατά της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος αντί της αιτήτριας στην επίδικη θέση, ήτοι κατά της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 24.7.2019, η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 13.9.2019. Τούτο, συνεχίζει η αιτήτρια επιβεβαιώνεται και από τα γεγονότα της ίδιας της Προσφυγής της και ειδικότερα από τις παραγράφους 8 και 9 όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι η αιτήτρια πληροφορήθηκε στις 14.11.2019 από την ιστοσελίδα του καθ΄ου η αίτηση ότι το πρόσωπο το οποίο διορίστηκε ήταν ο υποψήφιος Π. Κ.
Έχω εξετάσει με προσοχή το ζήτημα. Οι προδικαστικές ενστάσεις δεν ευσταθούν και θα πρέπει να απορριφθούν. Το αιτητικό της Προσφυγής έχει εκτεθεί ανωτέρω. Αν και ορθά επισημαίνεται από την πλευρά του καθ΄ου η αίτηση ότι η απόφαση για μη διορισμό της αιτήτριας, ως η πάγια νομολογία επιτάσσει δεν είναι εκτελεστή πράξη, αυτό που εμφανώς προκύπτει από την ίδια τη διατύπωση της αιτούμενης θεραπεία, είναι η σαφής αναφορά στο διορισμό του ΕΜ ( βλ. αναφορά «αλλά διορισμού έτυχε ο Π. Κ.») ώστε να μην αφήνεται περιθώριο αμφισβήτησης ότι η αιτήτρια δια της Προσφυγής της ουσιαστικά προσβάλλει την απόφαση του καθ΄ου η αίτηση να επιλέξει για διορισμό στην επίδικη θέση το ΕΜ αντί της ίδιας.
Τούτη δε ακριβώς είναι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας και παρά την έστω ατυχή, θα σημείωνα, διατύπωση του αιτητικού της Προσφυγής, συνιστά δίχως άλλο και το αντικείμενο της υπό κρίση Προσφυγής κάτι που επιβεβαιώνεται άλλωστε και από το γεγονός ότι η Προσφυγή επιδόθηκε στο ΕΜ αλλά και από το σύνολο των νομικών σημείων και γεγονότων της αίτησης δια των οποίων διενεργείται ρητή αναφορά στο διορισθέν ΕΜ (Νικολάκη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής Λεμεσού (2002) 3 ΑΑΔ 762) Ιωάννη Αδάμου ν. Αγγέλας Ιωάννου κ.α και Δημοκρατίας , (2015) 3 Α.Α.Δ 528). Συνεπώς η αιτήτρια σαφώς κέκτηται και του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος για ακύρωση της συγκεκριμένης διοικητικής απόφασης, ως πράξης που ευθέως την αφορά.
Η θέση του ΕΜ ότι η μονή εκτελεστή απόφαση θα ήταν αυτή που θα κοινοποιείτο στην αιτήτρια μετά από επιστολή του καθ΄ου η αίτηση στην οποία θα αναφέρετο το όνομα του διορισθέντα ουδόλως ευσταθεί αφού η μόνη εκτελεστή πράξη, ως υποδείχθηκε και ανωτέρω, είναι η απόφαση διορισμού του ΕΜ που έλαβε χώρα με απόφαση του Συμβουλίου στις 24.7.2019. Αυτή δε παραμένει και η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη ανεξαρτήτως του πότε και πως αυτή κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια, κάτι που προφανώς δεν συναρτάται με το ζήτημα της εκτελεστότητας που ηγέρθηκε, παρά μόνο αφορά στη δυνατότητα για λήψη γνώσης της απόφασης η οποία συναρτάται μόνο με το ζήτημα έναρξης της προθεσμίας καταχώρησης της Προσφυγής. Παρά το γεγονός ότι τέτοιο ζήτημα ήτοι ως προς το εμπρόθεσμο της Προσφυγής δεν ηγέρθηκε, εντούτοις κρίνω σκόπιμο να σημειώσω ότι η Προσφυγή καταχωρήθηκε εντός 75 ημέρων από την ημερομηνία 13.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:B18 που φέρει η μόνη επιστολή που απέστειλε το καθ΄ου η αίτηση προς την αιτήτρια και η οποία περιορίζετο στο να ενημερώσει την αιτήτρια για την απόφαση μη διορισμού της. Η δε απόφαση για διορισμό του ΕΜ ουδέποτε δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα και κατά το χρόνο καταχώρησης της Προσφυγής το ΕΜ είχε ήδη αποδεχθεί το διορισμό του. Συνεπώς δεν φαίνεται να προκύπτει ούτε ζήτημα εκπροθέσμου της Προσφυγής. Άλλωστε και σε αντίθεση με τα όσα διατείνεται η πλευρά του ΕΜ η αιτήτρια, ως επιβεβαιώνεται και από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, απέστειλε προς το καθ΄ου η αίτηση επιστολή με την οποία ζητούσε να ενημερωθεί για το πρόσωπο το οποίο επιλέχθηκε, επιστολή η οποία παρέμεινε αναπάντητη και απαντήθηκε από τον καθ΄ου η αίτηση μόνο μετά την καταχώρηση της Προσφυγής.
Συνεπώς οι εγειρόμενες προδικαστικές ενστάσεις, δεν έχουν έρεισμα και απορρίπτονται.
Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης η πλευρά της αιτήτριας προβάλλει αριθμό λόγων ακύρωσης. Ειδικότερα διατείνεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής έδρασε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας επεμβαίνοντας παράνομα στη βαθμολογία της γραπτής εξέτασης καθώς και ότι κατά παράβαση του άρθρου 6(4) και (5) του Ν.6(Ι)/1998 τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν προχώρησαν στην καταγραφή ξεχωριστής βαθμολόγησης σχετικά με την απόδοση έκαστου υποψηφίου στη προφορική εξέταση. Πρόσθετα βάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση που διενεργήθηκε αναφορικά με τα προσόντα. Ειδικότερα και πέραν του παραπόνου της αιτήτριας ότι δεν αξιολογήθηκαν ορθώς τα προσόντα της, υποβάλλεται ότι εσφαλμένα πιστώθηκε στο ΕΜ το πλεονέκτημα της διετούς εργασιακής πείρας καθώς και ότι εσφαλμένα η εργασιακή πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους αξιολογήθηκε και βαθμολογήθηκε δυο φορές με αποτέλεσμα να λάβει, μόνο σε σχέση με αυτή, 6,67 μονάδες. Περαιτέρω εγείρεται ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να διεξάγει την απαιτούμενη έρευνα κατά τη λήψη της απόφασης και ότι αρκέστηκε να στηριχθεί στην παράνομη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καθώς και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του είναι αναιτιολόγητη σε βαθμό που δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Προς υποστήριξη δε της πιο πάνω θέσης, η πλευρά της αιτήτριας παραπέμπει στα όσα δια πρώτη φορά υποστήριξε ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενώπιον του Συμβουλίου αναφορικά με την απόδοση της αιτήτριας στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, θέση η οποία, ως εισηγείται, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με τα όσα καταγράφηκαν στο πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κάτι που ουδόλως απασχόλησε το Συμβούλιο. Έτερος ισχυρισμός αναπτύσσεται περί του ότι υπό πλάνη και κατά παράβαση του άρθρου 24 (I) του Ν. 158(Ι)/99 δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά. Τονίζεται δε και μεταξύ άλλων ότι αν και ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν παρών κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 17.7.2019 όπου διεξήχθη η προφορική εξέταση των υποψηφίων και αποδόθηκε στην αιτήτρια η σχετική βαθμολογία εντούτοις το σχετικό πρακτικό της Συμβουλευτικής δεν φέρει την υπογραφή του και υπογράφεται μόνο από τα δυο άλλα μέλη. Ούτε όμως και το πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερομηνίας 24.7.2019, συνεχίζει η πλευρά της αιτήτριας, το οποίο φέρει μια μεμονωμένη μονογραφή, φέρει την υπογραφή των μελών του Συμβουλίου του Πανεπιστήμιου. Καταλήγει δε η αιτήτρια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μεροληπτικής κρίσης και κατάχρησης εξουσίας καθώς και ότι παραβιάζει επιπρόσθετα το άρθρο 33 του Ν. 1/90.
Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις του καθ΄ου η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, οι οποίοι αντικρούοντας έκαστο λόγο ακύρωσης, υποστηρίζουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, υποδεικνύοντας ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν καθόλα νόμιμη και ότι η απόφαση για διορισμό του ΕΜ λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει ουδεμία πλάνη κατά τη λήψη της καθώς και ότι η αιτήτρια δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή.
Προχωρώ να εξετάσω το ζήτημα του κατά πόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής παρενέβηκε, ως η αιτήτρια διατείνεται, στη γραπτή εξέταση των υποψηφίων, ζήτημα το οποίο ανατρέχει σε στάδιο που προηγείται χρονικά και το οποίο συνιστά και τον πρώτο λόγο ακύρωσης.
Επί της ουσίας αποτελεί θέση της αιτήτριας ότι και ενώ προκαθορίστηκε ότι επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση θα θεωρούνταν όσοι υποψήφιοι εξασφάλιζαν κατ΄ ελάχιστον 40% σε κάθε ένα από τα τρία τεστ ικανοτήτων και το ειδικό θέμα ξεχωριστά και 50% τουλάχιστον στη συνολική βαθμολογία, η Συμβουλευτική Επιτροπή, σύμφωνα και με τα όσα καταγράφονται στο πρακτικό του Συμβουλίου ημερομηνίας 24.7.2019 και ενώ ενημερώθηκε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου που διεξήγαγε τη γραπτή εξέταση ότι μόνο ένα πρόσωπο πέτυχε στο τεστ αριθμητικού συλλογισμού, αποφάσισε, κατόπιν σχετικής ερώτησης του Πανεπιστημίου, αυθαίρετα τη στάθμιση των αποτελεσμάτων σε t-scores. Με αυτό τον τρόπο εισηγείται η αιτήτρια, η Επιτροπή, η οποία «όφειλε να αποκλείσει από τη διαδικασία τα πρόσωπα τα οποία δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη βαθμολογία» ήτοι, ως επεξηγεί με την απαντητική της αγόρευση τα 23 από τα 24 άτομα, επενέβη καθ΄ υπέρβαση εξουσίας στη βαθμολογία των υποψήφιων «με τρόπο μάλιστα ο οποίος έδιδε πλεονέκτημα σε ορισμένους υποψηφίους έναντι άλλων υποψηφίων» παραβιάζοντας τις διατάξεις του Ν.6(Ι)/98.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση του καθ΄ου η αίτηση και του ΕΜ, οι οποίοι εν πρώτοις και με συναφή παραπομπή σε νομολογία, προτάσσουν ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έχει δικογραφηθεί. Ανεξαρτήτως τούτου, υποβάλλουν, ότι η Συμβουλευτική ουδόλως επενέβη στη βαθμολογία και/ή στα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων αλλά ανταποκρινόμενη σε ερώτηση του Πανεπιστήμιου Κύπρου αποφάσισε τη χρήση μεθόδου t-scores για τη στάθμιση των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης και τούτο σε στάδιο κατά το οποίο δεν είχε ολοκληρωθεί η διόρθωση και/ή αξιολόγηση των γραπτών και δεν της είχαν κοινοποιηθεί ή δημοσιευθεί τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, αφού ούτε και η ίδια η Επιτροπή δεν γνώριζε ποιος ήταν ο εν λόγω υποψήφιος. H δε μέθοδος βαθμολόγησης που λήφθηκε υπόψη για τη γραπτή εξέταση, συνεχίζει η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, συνιστά τεχνικό μέτρο της διοίκησης, το οποίο εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου. Άλλωστε, υποβάλλεται, η απόφαση που λήφθηκε είναι συμβατή με τα όσα προνοούνται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος του Ν.6(Ι)/1998, το οποίο αφορά τη διεξαγωγή της γραπτής εξέτασης και τη βαθμολόγηση των γραπτών. Εν πάση περιπτώσει, αποτελεί κοινή θέση των πλευρών, ότι ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθεί καθότι προβάλλεται άνευ εννόμου συμφέροντος και αντίκειται στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Τούτο διότι η αιτήτρια κατατάχθηκε πρώτη στη βαθμολογία της γραπτής εξέτασης, η οποία ήταν αφενός αποτέλεσμα της χρήσης της πιο πάνω βαθμολόγησης. Αφετέρου δε και εάν δεν χρησιμοποιείτο η συγκεκριμένη μέθοδος ενδεχομένως η αιτήτρια, η οποία δεν ισχυρίζεται ότι ήταν η υποψήφια που πέτυχε στο τεστ του αριθμητικού συλλογισμού, να μην συμπεριλαμβανόταν καν στους επιτυχόντες. Συνεπώς, σημειώνεται, ο συγκεκριμένος λόγος που προβάλλει η αιτήτρια, θα μπορούσε να εγερθεί μόνο εάν αποδείκνυε μετά βεβαιότητας ότι η μοναδική υποψήφια που πέτυχε ήταν η ίδια.
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθεί. Καταρχάς, εξέταση των νομικών σημείων της Προσφυγής δεικνύει ότι η προεκτεθείσα αυτή θέση της αιτήτριας δεν έχει καν περιληφθεί ως λόγος ακύρωσης- πόσο δε μάλλον εξειδικευθεί με την απαιτούμενη σαφήνεια, ως επιτάσσουν η πάγια νομολογία και ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου- με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εξέτασης. Ούτε όμως και η παραπομπή στο νομικό σημείο 15 της Προσφυγής, το οποίο η αιτήτρια επικαλείται δια της απαντητικής της γραπτής αγόρευσης προς απάντηση, διασώζει το ζήτημα, αφού το μόνο που εντοπίζεται σ΄αυτό είναι η γενική αναφορά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου, των Κανονισμών, του Σχεδίου Υπηρεσίας και της Διαδικασίας και προϊόν ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ενώ λήφθηκε κάτω από συνθήκες που ισοδυναμούνε με κατάχρηση και υπέρβασή εξουσίας και/ή κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας και/ή με καταφανή πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα». Τούτο βεβαίως δεν είναι αρκετό και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά σύμφωνα και με την πάγια νομολογία ορθή δικογράφηση (Nestoras Hotels Ltd και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 169/18, ημερομηνιας 20/3/24) Λεωφορεία Λευκωσίας Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56) Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) Haghilo ν. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 156/12, ημερ. 27.2.2018), ECLI:CY:AD:2018:C91.Σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση Δήμος Λευκωσίας και Κοινοπραξίας Cybarco Ltd- A. Aristotelous Constructions Ltd (Ε.Δ.Δ Αρ.19/2017, ημερομηνίας 31.10.2023) όπου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπόμνησε εκ νέου ότι η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της Προσφυγής είναι απαραίτητη για την εξέταση από μέρους του Δικαστηρίου των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και επομένως οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.
Εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω και τα ακόλουθα:
Ως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και δη από το πρακτικό της 5ης συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής ημερομηνίας 10.6.2019 ενώπιον της Επιτροπής, εν αναμονή, ως ρητώς καταγράφεται των αποτελεσμάτων των γραπτών εξετάσεων, τέθηκε ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 7.6.2019 του Πανεπιστημίου Κύπρου, στο οποίο είχε προηγουμένως ανατεθεί η διεξαγωγή της γραπτής εξέτασης. Με το εν λόγω μήνυμα ενημερωνόταν η Επιτροπή ότι από τους 24 υποψηφίους που παρακάθησαν στην γραπτή εξέταση, μόνο ένας υποψήφιος ή υποψήφια πέτυχε στο τεστ αριθμητικού συλλογισμού και συνεπώς ζητείτο η γνώμη της Επιτροπής κατά πόσο ήταν επιθυμητή η στάθμιση των αποτελεσμάτων σε T-Scores (αναγωγή). Ως περαιτέρω καταγράφεται στο εν λόγω πρακτικό η Επιτροπή μελέτησε με προσοχή το ζήτημα και αφού έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη ότι ο συγκεκριμένος τρόπος εξαγωγής αποτελεσμάτων χρησιμοποιείται ευρέως και ειδικότερα είναι καταλληλότερος για δείγματα με μικρότερο αριθμό υποψήφιων και ότι τα τεστ ικανοτήτων συγκρίνουν ομάδες υποψήφιων μεταξύ τους, αποφάσισε όπως συμφωνήσει με τη στάθμιση των αποτελεσμάτων σε t -Scores. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου ενημερώθηκε σχετικά. Κατά την 6η δε συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 12.6.2019, η Επιτροπή, ως ρητώς καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό, παρέλαβε τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων, υπό μορφή καταλόγου και κατά σειρά επιτυχίας των υποψηφίων, τα οποία αποφάσισε όπως δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα και στην ιστοσελίδα της. Τα αποτελέσματα αυτά περιλαμβάνονται αυτούσια σε Πίνακα τον οποίο κατήρτισε το Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης, Αξιολόγησης και Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Κύπρου και ο οποίος συνιστά μέρος του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και στον οποίο παρουσιάζονται κατά σειρά επιτυχίας των υποψηφίων οι βαθμολογίες που συγκέντρωσαν οι υποψήφιοι στα δυο μέρη ήτοι στο τεστ ικανοτήτων με ξεχωριστή αναφορά στη βαθμολογία έκαστου εκ των τριών τεστ που το συναπαρτίζουν καθώς και στο ειδικό θέμα. Προσθέτως στον Πίνακα αυτό υπάρχει ξεκάθαρη αναφορά στο μέσο όρο και στη συνολική βαθμολόγια που απεκόμισε έκαστος υποψήφιος, η οποία ως και πάλι ξεκάθαρα αναγράφεται προέκυψε μετά από πρόσδοση της βαρύτητας του 50%, ως είχε βεβαίως προκαθοριστεί.
Είναι πράγματι γεγονός, ως βεβαίως και η ίδια η αιτήτρια διατείνεται προς θεμελίωση του ισχυρισμού της, ότι ένας μόνο ήταν ο υποψήφιος που πέτυχε στο τεστ αριθμητικού συλλογισμού. Πλην, όμως, όπως με σαφήνεια προκύπτει από τον σχετικό Πίνακα αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασής η υποψήφια η οποία συγκέντρωσε, με εμφανή διαφορά, την υψηλότερη βαθμολογία στο συγκεκριμένο τεστ ήταν η υποψήφια Σ. και όχι η αιτήτρια. Επομένως η στάθμιση των αποτελεσμάτων σε T-Scores (αναγωγή), η οποία διενεργήθηκε από το ΚΕΠΑ του Πανεπιστημίου Κύπρου πριν τη τελική εξαγωγή και κοινοποίηση τους στην Επιτροπή μόνο ευνοϊκή και ευεργετική ήταν για την αιτήτρια, αφού και εάν ακόμα γίνονταν δεκτά τα όσα εισηγείται, προφανώς και αυτή θα περιλαμβανόταν μεταξύ των υποψηφίων που θα έπρεπε, σύμφωνα πάντοτε με τους δικούς της ισχυρισμούς, να είχαν αποκλειστεί από τα μετέπειτα στάδια της διαδικασίας.
Είναι παγίως νομολογημένο ότι όχι μόνο η Προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται μετ' εννόμου συμφέροντος για να είναι αποδεκτοί (Ηλία κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406, Δημοκρατία v. Θεοφίλου (Αρ. 1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63, Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών v. Pharmnet Ltd (2011) 3(Α) A.A.Δ.2). Συνεπώς και σε συμφωνία με τη θέση του καθ΄ου η αίτηση και του ΕΜ διαπιστώνεται ότι αλυσιτελώς και άνευ εννόμου συμφέροντος η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Συμβουλευτική επενέβηκε στη βαθμολόγηση της γραπτής εξέτασης και ότι αυτό που θα έπρεπε να πράξει είναι να αποκλείσει τους 23 από τους 24 υποψήφιους από τη περαιτέρω διαδικασία, αφής στιγμής η ίδια ουδέποτε ισχυρίστηκε -και πώς θα μπορούσε άλλωστε- ότι αυτή ήταν η μοναδική επιτυχούσα υποψήφια στο τεστ του αριθμητικού συλλογισμού.
Άλλωστε το μόνο βέβαιο, το οποίο αναντίλεκτα προκύπτει από το σχετικό Πίνακα είναι ότι η αιτήτρια κατατάγηκε πρώτη στη γραπτή εξέταση, συγκεντρώνοντας την υψηλότερη βαθμολογία, δεδομένο μάλιστα που της παρείχε τη δυνατότητα να αξιολογηθεί στο επόμενο στάδιο της προφορικής συνέντευξης, επιδιώκοντας το διορισμό της και αποκτώντας το πλεονέκτημα της διαφοράς, μέχρι το επόμενο στάδιο αξιολόγησης, στη συγκομιδή μονάδων. Επομένως τυχόν ακύρωση της προβαλλόμενης για το λόγο που η αιτήτρια προβάλλει, ουδεμία ωφέλεια θα είχε για την αιτήτρια η οποία ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει διορισμό και να καταλάβει την επίδικη θέση.
Περαιτέρω η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει κατά παράβαση των όσων προνοούνται στο άρθρο 6(4) και (5) του Ν. 6(Ι)/1998 ξεχωριστή βαθμολόγηση από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής αναφορικά με την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων αλλά αντίθετα καταγράφεται μια γενική συνολική βαθμολογία για έκαστο υποψήφιο. Κατά την αιτήτρια, η οποία υποστηρίζει τη θέση της με συναφή παραπομπή σε νομολογία, έκαστο μέλος της Επιτροπής όφειλε να παραδώσει αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας τη βαθμολογία του και μάλιστα ως μέρος του οικείου φακέλου, κάτι το οποίο θα διασφάλιζε προφανώς τη δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου. Τονίζει δε ότι η καταγραφή της βαθμολογίας από κάθε μέλος χωριστά ήταν έτι επιβεβλημένη όχι μόνο για να τηρηθεί η σχετική νομοθετική πρόνοια αλλά για να διαφωτίσει ως προς την έντονα αμφισβητούμενη από την αιτήτρια βαθμολόγηση της κατά την προφορική εξέταση ένεκα μάλιστα και «της ουσιωδώς διαφορετικής τοποθέτησης του Πρύτανη έναντι των άλλων δύο μελών της ΣΕΕ αναφορικά με την προφορική συνέντευξη της Αιτήτριας» ενώπιον του Συμβουλίου. Καταλήγει δε η εισήγηση ότι η εν λόγω παράλειψη παραβιάζει κατάφορα το Νόμο και συνιστά παράβαση διατεταγμένου τύπου, η οποία επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.
Η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση αντέτεινε ότι κατά πάγια νομολογία η βαθμολογία που αποδίδεται στις προφορικές εξετάσεις δεν απαιτείται να αιτιολογείται. Στην προκειμένη περίπτωση, συνέχισε, η βαθμολογία που δόθηκε στους υποψηφίους είναι αποτέλεσμα ομόφωνης απόφασης των μελών της ΣΕΕ, κάτι που συνάγεται από το γεγονός ότι και τα τρία μέλη της Επιτροπής υπέγραψαν τον Πίνακα με τη βαθμολόγηση της προφορικής συνέντευξης αλλά και από τη δήλωση του Πρύτανη κατά την 95η συνεδρία του Συμβουλίου ότι συμφωνεί με το αποτέλεσμα της βαθμολόγησης της προφορικής εξέτασης. Συνεπώς εισηγείται ότι η μη προσκόμιση της ξεχωριστής βαθμολογίας από έκαστο μέλος της ΣΕΕ συνιστά μη ουσιώδης παρατυπία, η οποία μάλιστα δεν επιδρά στο κύρος της προσβαλλόμενης πράξης. Πρόσθετα υποβάλλεται ότι τα όσα προνοούνται στο άρθρο 6 (4) του Νόμου δεν θα πρέπει να ερμηνευθούν με τη στενή γραμματική ερμηνεία αφού «ο σκοπός του νομοθέτη στη προκειμένη περίπτωση ήταν να παραδίδει κάθε μέλος του συλλογικού οργάνου τις βαθμολογίες που απέδωσε σε κάθε υποψήφιο ούτως ώστε να υπολογιστεί η συνολική βαθμολογία, κάτι που έγινε στη προκειμένη περίπτωση».
Έχω εξετάσει με προσοχή το ζήτημα σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.
Δοθέντος ότι η αιτήτρια εισηγείται ότι παραβιάστηκαν τα όσα προνοούνται στο άρθρο 6 (4) του Ν.6(Ι)/98 κρίνεται επομένως σκόπιμη η παράθεση της σχετικής νομοθετικής διάταξης, η οποία διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
« (4) Μετά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης ή όπου δε θα διεξαχθεί τέτοια εξέταση, η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, βαθμολογεί τους υποψηφίους που έχουν παρουσιαστεί και που έχουν κριθεί, σύμφωνα µε τις διατάξεις των υποπαραγράφων (ii), (iii), (iv), (v) και (vi) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 3:
Νοείται ότι η απόφαση της διορίζουσας αρχής ή του αρμόδιου οργάνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, αναφορικά µε τις µμονάδες που δίνει σε κάθε περίπτωση για την απόδοση ενός υποψηφίου στην προφορική εξέταση, αν έγινε, τα προσόντα, την πείρα του και την αξιολόγηση του οικείου Προϊσταμένου Τμήματος ή εξουσιοδοτημένου λειτουργού του, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά. Κάθε µέλος της διορίζουσας αρχής ή του αρμόδιου οργάνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, σχετικά µε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδει αμέσως µετά το πέρας της διαδικασίας: πλήρωσης των θέσεων τη βαθμολογία που έδωσε, η οποία θα αποτελεί µέρος του οικείου φακέλου. »
(η έμφαση προστέθηκε)
Ακολούθως στο εδάφιο 5 του ίδιου άρθρου προνοείται ότι:
«(5)(α) Μετά τη συμπλήρωση της απονομής των µμονάδων και αφού ο µμέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (ii), (iii), (iv), (v) και (vi) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, προστεθεί στις µμονάδες που οι υποψήφιοι έλαβαν στη γραπτή εξέταση, η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, καταρτίζει Πίνακα (ο οποίος στη συνέχεια θα αναφέρεται ως "ο Πίνακας"), όπου αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά συνολικών µμονάδων που ο καθένας από αυτούς συγκέντρωσε, έτσι που, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, πρώτος στη σειρά να είναι ο υποψήφιος µε το µμεγαλύτερο αριθμό συνολικών µμονάδων.»
Θεωρώ ορθή τη θέση της αιτήτριας και ο σχετικός λόγος ακύρωσης θα πρέπει να επιτύχει.
Είναι κοινά παραδεκτό αφού ουδείς αντίλογος υπήρξε περί τούτου ούτε από το καθ΄ου η αίτηση ούτε και από το ΕΜ, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν καταρτίστηκαν, ως εκ του άρθρου 6(4) του Νόμου προβλέπεται, ξεχωριστές βαθμολογίες από κάθε μέλος για την απόδοση έκαστου υποψηφίου κατά την προφορική εξέταση. Τούτο δε άλλωστε επιβεβαιώνεται ευθέως και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, το οποίο έχω διεξέλθει και στο οποίο δεν εντοπίζονται οποιεσδήποτε κατατεθειμένες επί μέρους βαθμολογίες από τα μέλη της Επιτροπής, ως ο Νόμος με σαφήνεια απαιτεί.
Επομένως η αιτήτρια δικαίως παραπονείται αφού τα προβλεπόμενα εκ του Νόμου δεν έχουν τηρηθεί.
Η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, εισηγήθηκε ότι η μη τήρηση και προσκόμιση ξεχωριστής βαθμολογίας από έκαστο μέλος της ΣΕΕ συνιστά, ως το θέτει, μη ουσιώδη παρατυπία.
Δεν θα συμφωνήσω. Κατά πάγια νομολογία η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο. Τα κριτήρια δε που λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη ενέχει αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης. Το κατά πόσον η παράβαση τύπου είναι ουσιώδης ή όχι, εξαρτάται από την επίδραση που έχει η παράλειψη του τύπου στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή από τη βλάβη που προκάλεσε στον αιτητή (Δωροθέα Μιχαήλ Φέσα κ.α v Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ.10/16, ημερομηνίας 1/3/23), ECLI:CY:AD:2023:C74 Παπαλουκάς κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656) M.E.S.C.O Ltd και Δημοκρατίας(Υπόθεση αρ.1777/18, ημερομηνίας 25/5/21).
Εν προκειμένω, καθίσταται σαφές, ότι δεν απαιτείται να παρέχεται οποιαδήποτε αιτιολογία αναφορικά με τη βαθμολογία που τα μέλη απέδωσαν, κάτι το οποίο ξεκάθαρα προκύπτει από τις διατάξεις του Νόμου αλλά έχει και νομολογιακά αποσαφηνιστεί (Δημοκρατία ν. Βαλιαντή (2007) 3 ΑΑΔ 446).
Αν και ο νομοθέτης δεν επέβαλε υποχρέωση τέτοιας αιτιολόγησης απαίτησε ρητώς τη τήρηση της καταγραφής ξεχωριστής βαθμολογίας από έκαστο μέλος αναφορικά με την απόδοση έκαστου υποψηφίου κατά την προφορική εξέταση προς εξεύρεση του μέσου όρου και την παράδοση αυτής, μετά το πέρας της διαδικασίας, στον οικείο φάκελο. Τούτη δε ακριβώς η νομοθετικώς επιβαλλόμενη υποχρέωση συνιστά και τη ρητή προϋπόθεση που ο ίδιος ο Νομοθέτης επέλεξε ως ασφαλιστική δικλείδα για σκοπούς ελέγχου του μηχανισμού που επιλέχθηκε αναφορικά με τη μη αιτιολόγηση της απόδοσης των μονάδων.
Σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν αναφορικά με τις τιθέμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατία ν. Βαλιαντή (2007) 3 ΑΑΔ 446) όπου υιοθετήθηκαν ευθέως τα αποφασισθέντα από τον Κωνσταντινίδη Δ. (ως ήταν τότε) στην υπόθεση Χαρίκλεια Χριστοδούλου ν. Ε.Δ.Υ., Προσφυγή Αρ. 1371/2005, ημερ. 7.3.2007. Τα παραθέτω:
«Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι, ενόψει του περιεχομένου του Αρθρου 3(1)(β) σε συνάρτηση με το Αρθρο 6(4) και (5) του Νόμου, που αναφέρεται σε βαθμολογία της προφορικής εξέτασης και καταγραφή της στα πρακτικά, όχι όμως και σε αιτιολογία που πρέπει να παρέχεται, η προπαρασκευαστική πράξη απονομής μονάδων για την απόδοση στην προφορική εξέταση δεν χρειάζεται αιτιολογία.
Ο νομοθέτης μπορούσε, βέβαια, να απαιτήσει ρητά αιτιολογία όπως στις άλλες περιπτώσεις. Δεν το έχει κάμει και δεν νομίζω πως αυτή η επιλογή του αποβαίνει χωρίς σημασία. Σε αυτή την περίπτωση πρόβλεψε άλλες δικλείδες και αφού αρκείται στην απόδοση μονάδων και στο μηχανισμό γι’ αυτές. Δεν νομίζω ότι εξάγεται από τις πρόνοιες του νόμου πως οι τελικές μονάδες για την προφορική εξέταση προκύπτουν με τρόπο άλλο από εκείνο που διαγράφεται και ότι, κατά το νόμο, αφήνεται διακριτική εξουσία στη διορίζουσα αρχή ως σύνολο, να καθορίζει μονάδες άλλες από εκείνες που προκύπτουν, ως ο μέσος όρος των ξεχωριστών βαθμολογιών των μελών που τη συγκροτούν. […]Τηρήθηκε ο νόμος, κατατέθηκαν οι χωριστές βαθμολογίες των μελών, αποδόθηκαν ως τελικές μονάδες ο μέσος όρος τους και δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. »
Απόλυτα σχετικά είναι τα όσα υπομνήσθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Θεοδούλου v Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (Υπόθεση αρ. 2212/2006 ημερ. 29/6/2009) στην οποία και υπό αντίστοιχα δεδομένα και επιχειρηματολογία κρίθηκε ότι η παράλειψη τήρησης και καταχώρησης στο φάκελο ξεχωριστών βαθμολογίων από τα μέλη συνιστά παράβαση ουσιώδης τύπου. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα:
«Υποβλήθηκε εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο σχετικός εφαρμοστέος Νόμος περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία αρ. 6(1)/98, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 97(1)/06, δεν απαιτεί οποιαδήποτε αιτιολογία. [,..]Η θέση αυτή έχει τύχει της επιδοκιμασίας της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Βαλιαντή (2007) 3 ΑΑΔ 446, η οποία υιοθέτησε σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στη Χαρίκλεια Χριστοδούλου ν. ΕΔΥ, προσφυγή αρ. 1371/05, ημερ. 7.3.07. Το σκεπτικό είναι ότι το σχετικό άρθρο 3(1)(α)(ii) σε συνάρτηση με το εδάφιο (1)(β)(ii), αλλά και τα άρθρα 5 και 6, δεν καθιστούν αναγκαία τη δικαιολόγηση των μονάδων που δίνουν τα μέλη της Επιτροπής κατά τη διαδικασία της προφορικής εξέτασης. Θεωρήθηκε ότι είναι αρκετό να τηρούνται οι ρητές προϋποθέσεις του Νόμου, που αφορούν την καταγραφή των μονάδων από έκαστο μέλος με την παράδοση της βαθμολογίας μετά το πέρας της διαδικασίας, από την οποία και εξάγεται ο μέσος όρος.[..]
Στην προκειμένη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση στη γραπτή του αγόρευση επιφυλάχθηκε να προσκομίσει το διοικητικό φάκελο μέρος του οποίου θα έπρεπε να είναι η αυτοτελής βαθμολογία που έδωσε ο κάθε αξιολογητής της προφορικής εξέτασης εντούτοις, ο εν λόγω φάκελος δεν τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση προωθεί το επιχείρημα ότι οι χωριστές αξιολογήσεις σύμφωνα με την πρόνοια του 6(4), δεν αποτελούν ουσιώδη πρόνοια αλλά επουσιώδη, εφόσον η συνολική βαθμολογία που διαμορφώθηκε καταγράφεται στον σχετικό Πίνακα[..].
Στην προκείμενη περίπτωση, θεωρώ ότι συντρέχουν λόγοι που καθιστούν την παράλειψη καταγραφής ξεχωριστής βαθμολόγησης, ουσιαστική διαδικαστική παρατυπία από την οποία πλήττεται το κύρος της τελικής απόφασης. Αφενός, ο ίδιος ο νομοθέτης οριοθετεί ρητά τη σημασία της συγκεκριμένης πρόνοιας επιβάλλοντας σε κάθε μέλος της διορίζουσας αρχής να παραδώσει αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας τη βαθμολογία του και μάλιστα ως μέρος του οικείου φακέλου. Αφετέρου, ο γενικός πίνακας που παρουσιάστηκε δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην ανάγκη ύπαρξης στοιχείων για σκοπούς άσκησης του απαραίτητου δικαστικού ελέγχου στην παρούσα υπόθεση. Κυρίως διότι ο αιτητής ο οποίος αξιολογήθηκε κατά πολύ καλύτερα στην γραπτή εξέταση, αμφισβητεί έντονα την οριακά χειρότερη βαθμολόγηση του στα προφορικά (16 έναντι 19 του ενδ. μέρους) καθώς και την - κατά την άποψη του - γενική και αόριστη φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε στο σχολιασμό της προφορικής του απόδοσης. Υπό τις περιστάσεις, θεωρώ πως ήταν επιβεβλημένη η καταγραφή της βαθμολογίας από κάθε μέλος χωριστά που ενδεχομένως, πέραν της τήρησης της νομοθετικής πρόνοιας, να διαφώτιζε και να προσέθετε ένα περαιτέρω έρεισμα στην - έντονα αμφισβητούμενη από τον αιτητή – αξιολόγηση της απόδοσης κατά την προφορική εξέταση και στην βαθμολογική διάκριση τους.»
Κρίνω, εν προκειμένω, ότι η παράλειψη του καθ΄ου η αίτηση να συμμορφωθεί με τα όσα, επί του θέματος, ο Νόμος επιτάσσει συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία μολύνει την όλη διαδικασία, επιδρώντας καταλυτικά στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Εν τη παντελή απουσία οποιασδήποτε καταγραφής χωριστής βαθμολόγησης από έκαστο μέλος και τήρησης αυτής εντός του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, μετά το πέρας, ως ο Νόμος προβλέπει, της προφορικής εξέτασης, η εκ των υστέρων συνυπογραφή του Πίνακα στον οποίο αναγράφεται η συγκεκριμένη βαθμολογία που αποδόθηκε στην αιτήτρια, ουδόλως συνιστά συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα αλλά ούτε και μπορεί να θεραπεύσει την εντοπισθείσα πλημμέλεια. Τούτο δε αφού δεν μπορεί να διακριβωθεί και ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια βαθμολογία απέδωσε το κάθε μέλος και εάν η δοθείσα βαθμολογία ήτοι οι 15,66 μονάδες συνιστά πράγματι το μέσο όρο των επί μερους βαθμολογίων ως προς την απόδοση της αιτήτριας.
Άλλωστε η όλη προβληματική του ζητήματος προκύπτει εμφανώς και από το εξής γεγονός:
Ως παρατηρείται στο πρακτικό συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 17.7.2019, ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η προφορική εξέταση των υποψηφίων, καταγράφεται η απόδοση της αιτήτριας ως καλή αφού, μεταξύ άλλων, καταγράφεται ότι στην ερώτηση 4 δεν κατόρθωσε να καταδείξει στρατηγική αντίληψη, στην ερώτηση 5 απάντησε μερικώς, στις ερωτήσεις 6 και 7 απάντησε μέτρια και στην ερώτηση 8 αρκετά καλά. Το πρακτικό αυτό υπογράφουν μόνο τα δυο από τα τρία μέλη της Επιτροπής και δη όχι ο Πρύτανης.
Στο δε πρακτικό της 95ης συνεδρίας του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου, καταγράφεται η ακόλουθη θέση από τον Πρύτανη. Το σχετικό απόσπασμα του πρακτικού παρατίθεται αυτούσιο:
«Το Συμβούλιο έλαβε γνώση του Πρακτικού της 7ης Συνεδρίασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, ημερομηνίας 17/7/19, για την πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης Λειτουργού Πανεπιστημίου (Νομικά Θέματα).
Σε ερώτηση που τέθηκε στον Πρύτανη γιατί δεν έχει υπογράψει το Πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής (ΣΕΕ), ο Πρύτανης απάντησε ότι παρόλο που συμφωνεί με τις βαθμολογίες και το τελικό συμπέρασμα της ΣΕΕ για διορισμό του κ. Π.Κ στη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου (Νομικά Θέματα), εντούτοις θα ήθελε να καταγραφεί στο πρακτικό της 7ης Συνεδρίασης της ΣΕΕ, η άποψη του για την απόδοση της υποψήφιας Α.Λ στην προφορική συνέντευξη ως ακολούθως:
«Ο Πρόεδρος της Επιτροπής κ. Α. θεωρεί ότι η υποψήφια ήταν εξαιρετική στη διαδικασία της συνέντευξης. Μετά την παρουσίαση των ακαδημαϊκών της προσοντων και την εργασιακή της πείρα, έδειξε να είναι πολύ καλά ενημερωμένη για την ιστορία τα επιτεύγματα και τη λειτουργία του Πανεπιστημίου και τους ρόλους της Συγκλήτου και του Συμβουλίου και επίσης παρουσίασε πολύ καλά τη θέση της για τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης θέσης και παρουσίασε στρατηγική αντίληψη και ολοκληρωμένη γνώση των απαιτήσεων της θέσης. Επίσης απάντησε σωστά σε ερωτήσεις για το νομικό πλαίσιο του Πανεπιστημίου και για τη διαφορά μεταξύ κανόνων και κανονισμών. Ο κ. Α. θεωρεί ότι απάντησε πολύ καλά όσον αφορά το όραμά της για το πανεπιστήμιο σε σχέση με το υφιστάμενο όραμα του Πανεπιστημίου και τις προτεραιότητες του σε ακαδημαϊκά, ερευνητικά και θέματα καινοτομίας. Στην ερώτηση 5, απάντησε επιτυχώς παρουσιάζοντας ως στόχο που έχει πετύχει τον συνδυασμό δουλειάς σπουδών και εξισορρόπησης δουλειάς και προσωπικής ζωής. Στις ερωτήσεις 6 και 7, σε σχέση με μια διαφωνία/δύσκολη κατάσταση στον εργασιακό χώρο και στον καθορισμό προτεραιοτήτων όταν υπήρχε μεγάλος φόρτος, αντίστοιχα, απάντησε με προσωπικά και εργασιακά παραδείγματα. Στην ερώτηση 8 παρέθεσε την πείρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις εργασιακές της εμπειρίες. »
Ο ΔΔΟ και ο Προϊστάμενος ΥΑΔ εξήγησαν ενώπιον του Συμβουλίου ότι ο Πρύτανης αποφάσισε να διαφοροποιηθεί και να προσθέσει με τη πιο πάνω παράγραφο την τελευταία στιγμή (προηγούμενη βραδιά) και παρόλη την πρόθεση των άλλων Μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής να υπογραφεί το Πρακτικό από όλους τους λόγω επειδή η παράγραφος που αφορούσε τη συγκεκριμένη υποψήφια αντικατόπτριζε τις απόψεις και των τριών (3) μελών της ΣΕΕ, ο Πρύτανης δεν κατέστη δυνατόν να παραστεί στη συνάντηση.»
Τα όσα καταγράφονται επιτείνουν την αβεβαιότητα αφού αποκαλύπτουν αντίφαση ως προς την καταγεγραμμένη εντύπωση που αποκόμισαν τα μέλη από την απόδοση της αιτήτριας κατά την προφορική εξέταση, καταδεικνύοντας όχι ως τυπολατρία, αλλά ως θέμα νομιμότητας, την αναγκαιότητα για δέουσα τήρηση της διαδικασίας που το ίδιο το άρθρο 6 (4) του Νόμου επιτάσσει. Τούτο δε προκειμένου να μην αφήνεται ακριβώς οποιοδήποτε περιθώριο αμφισβήτησης ότι πράγματι η αποτυπωθείσα βαθμολογία συνιστά το μέσο όρο των χωριστών βαθμολογίων των μελών, ως αυτές οφείλεται να τηρούνται στον οικείο φάκελο. Η δε δήλωση του Πρύτανη, στην οποία αποσπασματικά παραπέμπει η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, περί συμφωνίας στις βαθμολογίες, πασιφανώς δεν καλύπτει το κενό και δεν θεραπεύει την πλημμέλεια, που εν προκειμένω εντοπίζεται.
Ειναι δε για όλους τους πιο πάνω λόγους που δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή ούτε η θέση που προέβαλε το ΕΜ ήτοι ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αλυσιτελής καθότι, ως υποβάλλεται, και εάν ακόμη η αιτήτρια συγκέντρωνε κατά τη προφορική εξέταση την απόλυτη βαθμολογία 20/20 και πάλι δεν θα ξεπερνούσε σε συνολικές μονάδες το ΕΜ, το οποίο βαθμολογήθηκε με συνολικές μονάδες 91.33 ενώ η αιτήτρια με 85.49 μονάδες.
Αυτό που με κάθε σεβασμό παραγνωρίζει η εισήγηση είναι ότι η απουσία καταγεγραμμένης ξεχωριστής βαθμολογίας η οποία όφειλε να τηρηθεί και να κατατεθεί εντός του φακέλου από κάθε μέλος της Επιτροπής, δεν μπορεί να επενεργεί αποσπασματικά και δεν επηρεάζει μόνο το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης ως προς την αιτήτρια αλλά και του ίδιου του ΕΜ, ώστε να μη παρέχεται περιθώριο για τέτοιου είδους συλλογισμούς. Με άλλα λόγια η πιο πάνω συλλογιστική εκλαμβάνει ως δεδομένη τη βαθμολογία που αποκόμισε η αιτήτρια ήτοι 15.66 μονάδες αλλά και το ΕΜ ήτοι 18.66 μονάδες κατά τη προφορική εξέταση. Με δεδομένο όμως ότι οι εν λόγω βαθμολογίες ήταν προφανώς προϊόν παράβασης των εκ του Νόμου προβλεπόμενων και δεν μπορούν, ούτως ή άλλως, να διακριβωθούν, δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για να εξαχθούν άλλα και δη ασφαλή συμπεράσματα.
Κατά συνέπεια και στη βάση των ανωτέρω η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, παρέλκει η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προώθησε η αιτήτρια.
H προσφυγή επιτυγχάνει. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €1700 πλέον Φ.Π.Α, εάν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση.
Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο