S. Z. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 2033/2022, 3/10/2025
print
Τίτλος:
S. Z. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 2033/2022, 3/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 2033/2022 (i-Justice))

 

3 Οκτωβρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                 S. Z.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Α. Κουμή, για Αιτητή

Π. Κωνσταντίνου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση  

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Συρίας, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 12.10.2022 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Όπως αναφέρεται στην σχετική, επίδικη επιστολή, που εστάλη στον αιτητή, η αίτησή του απορρίφθηκε, επειδή ο γάμος του με Κύπρια υπήκοο είχε κριθεί εικονικός από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους.

 

Ο αιτητής, γεννηθείς κατά το έτος 1975, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 3.9.2000 και του παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής ως επισκέπτη, με ισχύ μέχρι τις 24.9.2000.

 

Έκτοτε, όπως διαπιστώθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση αργότερα, στις 18.12.2002, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα. Στις 18.12.2002 εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης και στις 22.12.2002 αλλά και στις 23.1.2003, τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο προσώπων των οποίων η είσοδος στη Δημοκρατία απαγορεύεται (stoplist).

 

Ωστόσο, στις 26.2.2003, ο αιτητής αφίχθηκε εκ νέου στην χώρα από τις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές της Κύπρου και εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές από άγνωστο σημείο της γραμμής αντιπαράταξης.

 

Στις 6.2.2004, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης και στις 10.2.2004, αυτός απελάθηκε στη χώρα του και τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν εκ νέου στον κατάλογο stoplist.

 

Στις 4.5.2004, το Τμήμα έλαβε επιστολή από  την Ελληνοκύπρια Ε. Κ., η οποία ανέφερε ότι είχε τελέσει πολιτικό γάμο στη Συρία με τον αιτητή και ζητούσε την αφαίρεση των στοιχείων του αιτητή από το stoplist και όπως επιτραπεί στον αιτητή η είσοδός του στη Δημοκρατία.

 

Εις απάντηση, εστάλη στην κ. Κ. επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 23.12.2004, δια της οποία η Ελληνοκύπρια ενημερωνόταν ότι το αίτημα για παραχώρηση άδειας εισόδου στον αιτητή είχε εγκριθεί, νοουμένου ότι ο αιτητής θα εξασφάλιζε θεώρηση εισόδου από την Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Δαμασκό.

 

Ωστόσο, αργότερα, στις 13.3.2006, το Τμήμα απέστειλε επιστολή στον αιτητή και τον ενημέρωσε ότι ο γάμος του με την προαναφερθείσα  Ελληνοκύπρια είχε κριθεί εικονικός και, ως εκ τούτου, η αίτησή του για άδεια παραμονής απορρίφθηκε και ο ίδιος όφειλε να αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία. Ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε και στις 2.6.2009, εκδόθηκαν εναντίον του νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης, ενώ στις 20.7.2009, τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν εκ νέου στον κατάλογο stoplist. Στις 6.10.2009, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διαζύγιο του αιτητή με την προαναφερθείσα Ελληνοκύπρια.

Στις 18.12.2009, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με Ρουμάνα υπήκοο και το Τμήμα εξέδωσε άδεια παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, με ισχύ μέχρι την 21.9.2020.

 

Εν συνεχεία, στις 9.4.2017, ο αιτητής αναχώρησε από τη Δημοκρατία, ενώ στις 15.11.2017, τα στοιχεία του αφαιρέθηκαν από τον κατάλογο stoplist.

 

Στις 4.2.2019, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, η οποία εξετάστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και εν τέλει απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών («ο Υπουργός») στις 20.9.2022, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί και οι οποίοι αναφέρονται στη σχετική επιστολή, ημερομηνίας 12.10.2022, που εστάλη στον αιτητή. Προηγουμένως, στις 23.4.2021, το Τμήμα είχε εκδώσει δελτίο μόνιμης διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, με ισχύ μέχρι τις 23.4.2031.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης απόρριψης της αίτησής του για πολιτογράφηση, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στις 11.11.2022.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον αιτητή προωθεί ισχυρισμούς περί πλάνης που εμφιλοχώρησε στη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς ή/και ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας, αλλά και περί παρέλευσης του ευλόγου χρόνου, εντός του οποίου όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση να λάβουν την απόφασή τους επί της αιτήσεως του αιτητή. Κατά τον κ. Κουμή, οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τους και/ή παραγνώρισαν το γεγονός ότι ο αιτητής, πέραν των τυπικών προσόντων, τα οποία και πληροί, έχει καταφέρει να ενσωματωθεί πλήρως στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο, γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα, αλλά και βασικά θέματα της ιστορίας και των θεσμών της Κύπρου. Έχει δε αυτός επαρκείς οικονομικούς πόρους και σταθερή εργασία, ενώ έχει αποκτήσει και ακίνητη ιδιοκτησία στη Δημοκρατία. Παρόλα αυτά, οι καθ’ ων η αίτηση επέλεξαν να στηρίξουν την επίδικη κρίση τους σε γεγονότα και/ή συμβάντα που έλαβαν χώρα δεκατρία χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησής του για πολιτογράφηση, εφόσον ο πρώτος γάμος του αιτητή είχε κηρυχθεί εικονικός κατά το έτος 2006.

 

Όλα τα πιο πάνω, καταλήγει ο συνήγορος του αιτητή, δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετούνται λόγοι ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης, αλλά και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους της Διοίκησης, η οποία, ακόμα και αν πράγματι διενεργήθηκε, δεν καταγράφεται σε κανένα έγγραφο, καθιστώντας ωσαύτως αναιτιολόγητη την επίδικη απόφαση και ανεπίδεκτη δικαστικού ελέγχου. Συναφώς, κατά τον κ. Κουμή, ζήτημα πάσχουσας αιτιολογίας υφίσταται και για τον πρόσθετο λόγο ότι, ουδεμία αναφορά γίνεται στη νομική βάση λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε παραβίαση των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά του αιτητή, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.

 

Τονίζει, μεταξύ άλλων, ο συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοότητας σε αλλοδαπό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής του κυριαρχίας και, εφόσον η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα, η κρίση της ως προς την έγκριση ή απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος, αναγνωρίζεται κατά τα λοιπά ως απόλυτη. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον σχετικό ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή, στηριζόμενοι στο γεγονός της προηγηθείσας κήρυξης εικονικού του πρώτου γάμου του αιτητή.

 

Έχω εξετάσει την επίδικη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι ακόμα και η υφ' ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής του σχετικού αιτήματος, αλλά δεν παρέχει αφ' εαυτής δικαίωμα στον αλλοδαπό για απόκτηση της υπηκοότητας (Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/2012, ημερ. 24.10.2018) και δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της αίτησης (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, αφού έχει κατ' επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και πιο πρόσφατα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, ότι το ζήτημα της χορήγησης της Κυπριακής υπηκοότητας, άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. και Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024, με αναφορά και στην Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024, το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. και Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203) και η διακριτική ευχέρεια του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις «είναι ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (Michael Kamel Barakat  v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916, Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371)». Όπως δε τονίστηκε στην Reyes, ανωτέρω, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). 

 

Η τήρηση, λοιπόν, της αρχής της καλής πίστης είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ. Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No.193, σελ.19). Υπάρχει δε μαχητό τεκμήριο ότι οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια της Διοίκησης είναι καλόπιστη (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). Εντούτοις, παρατηρώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η πλευρά του αιτητή σε κανένα σημείο της γραπτής της αγόρευσης (απαντητική γραπτή αγόρευση δεν καταχωρήθηκε) δεν ισχυρίζεται, ούτε καν αναφέρει, οτιδήποτε περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Με αποτέλεσμα, και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, να διαπιστώνεται από αυτό το στάδιο, ότι δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας η υπό εξέταση προσφυγή, η οποία δι’ αυτού και μόνον του λόγου υπόκειται άνευ ετέρου σε απόρριψη (βλ. και την πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην O.R. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 789/2023, ημερ. 17.9.2025).

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, παρατίθενται τα εξής:

 

Εν προκειμένω, η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε στη βάση του άρθρου 111 του Νόμου, καθότι αυτός είχε τελέσει γάμο ο οποίος κρίθηκε εικονικός. Στο άρθρο 111 του Νόμου, προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα». Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, με βάση την προεκτεθείσα διάταξη, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της.

 

Εν προκειμένω, η παρούσα αποτελεί περίπτωση που η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, συμφώνως του άρθρου 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), αλλά και της πάγιας επί του θέματος νομολογίας (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C227, Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Ειδικότερα, τα όσα αναφέρονται στο σημείωμα της Λειτουργού του Τμήματος προς τον Υπουργό, ημερομηνίας 11.10.2021, το οποίο ετοιμάστηκε στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης του αιτητή για πολιτογράφηση, και με το οποίο υποβάλλεται η εισήγηση για απόρριψη της εν λόγω αίτησης, εισήγηση με την οποία ο Υπουργός συμφώνησε, στοιχειοθετούν επαρκώς τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης, κατά τρόπο που να παρέχονται στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα, στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΕΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΕΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023) και να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023). Στο εν λόγω σημείωμα, εκτίθεται αναλυτικά το ιστορικό του αιτητή στη Δημοκρατία, το μεταναστευτικό του προφίλ, η παράνομη είσοδος και διαμονή του στη χώρα, η κατ’ επανάληψη έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του και η κήρυξη του γάμου του ως εικονικού. Αναφέρονται δε τα εξής στο τέλος του σημειώματος, στο πλαίσιο της υποβληθείσας απορριπτικής εισήγησης:

 

«9. Ο αλλοδαπός διαμένει και εργάζεται στη Δημοκρατία. Ωστόσο το όλο ιστορικό του αιτητή δείχνει ότι πρόκειται για αναξιόπιστο άτομο που εκμεταλλεύτηκε το μεταναστευτικό σύστημα με απώτερο σκοπό την εδώ διαμονή του. Συγκεκριμένα διαπιστώνεται έλλειψη σεβασμού και μη τήρηση των νόμων της Δημοκρατίας καθώς και μη συμμόρφωση με τις υποδείξεις και οδηγίες των αρχών. Με βάση τα πιο πάνω εισηγούμαι απόρριψη της αίτησης του κ. S. Z. για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, δυνάμει της εξουσίας που σας παρέχει το άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί».

 

Την πιο πάνω εισήγηση υιοθέτησε ο Υπουργός και έλαβε την επίδικη απόφαση. Συνεπώς, η κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αιτήσεως του αιτητή στοιχειοθετείται επαρκώς και δεν διαπιστώνεται κενό αιτιολογίας. Έτι δε περαιτέρω, παρατηρώ ότι και στο έντυπο προσωπικής συνέντευξης (αρ. σελίδωσης 84 έως 77 στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Γ» κατά τις διευκρινίσεις), καταγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι ο αιτητής «έδωσε περιορισμένες και ασαφείς απαντήσεις μέσα από τις οποίες δεν κατάφερε να καταδείξει οποιουσδήποτε βιοτικούς δεσμούς με την Κύπρο» και «δεν κατάφερε να πείσει για τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να αποκτήσει την κυπριακή ιθαγένεια και για την μετέπειτα πρόθεσή του να παραμείνει στη Δημοκρατία».

 

Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, και δη του μεταναστευτικού προφίλ του αιτητή, από το οποίο αβίαστα προκύπτει ότι αυτός δεν έχει σεβαστεί τους νόμους της Δημοκρατίας, και υπό το φως των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω και έχοντας βεβαίως ως αφετηρία ότι η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης, τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση, ουδόλως μπορούν να προσθέσουν στην επιχειρηματολογία του περί απόφασης παράνομης και/ή πεπλανημένης, ενώ ούτε και εντοπίζεται κενό έρευνας.

 

Τέλος, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός περί παρέλευσης του εύλογου χρόνου λήψης της επίδικης απόφασης.

 

Στο άρθρο 10 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), προβλέπεται ότι «Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφασή του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες.». Σε πλήρη συμβατότητα με το νόμο και η ημεδαπή νομολογία σύμφωνα με την οποία το κριτήριο του ευλόγου χρόνου είναι αντικειμενικό και ο τελικός κριτής τούτου είναι το Δικαστήριο (βλ. Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστόφορος Α. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434).

 

Εν προκειμένω, δεν πραγνωρίζεται το δικαίωμα του αιτητή να έχει απάντηση στην αίτησή του, όπως βεβαίως δεν παραγνωρίζεται και η υποχρέωση της Διοίκησης να απαντήσει επί της εν λόγω αιτήσεως και δη εντός ευλόγου χρόνου. Ωστόσο, έχοντας εξετάσει με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, περιλαμβανομένης και της ιδιαίτερης εξέτασης που, πράγματι, πρέπει να προηγηθεί όσον αφορά στην έγκριση ή απόρριψη τέτοιου είδους αιτήσεων, κρίνω ότι, από την υποβολή της αίτησης του αιτητή (4.2.2019) μέχρι και τη λήψη της επίδικης απορριπτικής απόφασης (20.9.2022), δεν παρήλθε ο εύλογος χρόνος προς εξέταση και λήψη απόφασης επ’ αυτής. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η εξέταση αυτού του είδους αιτήσεων, ως εκ της φύσης και δη της σοβαρότητας του αιτήματος, απαιτεί ορθή αξιολόγηση, ενδελεχή έρευνα και αναζήτηση διάφορων πληροφοριών εκ μέρους όχι μόνο του Τμήματος, αλλά και άλλων κρατικών υπηρεσιών. Συναφώς, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας συνιστά το ύψιστο καθεστώς που μπορεί να λάβει ένας αλλοδαπός στη Δημοκρατία και αποτελεί βασικό κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να αποφασίσει για τα άτομα που αποτελούν υπηκόους του (Ήρωα, ανωτέρω, Aylin Arakelian v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 130/20, ημερ. 10.3.2025, Hamdan v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.141/18, ημερ. 6.3.2024).

 

Το κράτος οφείλει μεν να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση της κάθε αίτησης, στη βάση όμως ομοιόμορφης πολιτικής, μετά από συνολική έρευνα, τόσο των προσωπικών συνθηκών ενός εκάστου αιτητή, περιλαμβανομένου και του μεταναστευτικού του προφίλ, όσο και της εξακρίβωσης των τυπικών προσόντων παραμονής, αλλά και της διακρίβωσης της ενσωμάτωσης και ένταξής του στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο (Wang v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1301/2017, ημερ. 28.11.2019). Επιπρόσθετα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε το γεγονός ότι κατά τα τελευταία χρόνια, πράγματι, έχει συσσωρευθεί μεγάλος αριθμός αιτήσεων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, είτε δι' εγγραφής, είτε δια πολιτογράφησης, οι οποίες εξετάζονται με χρονολογική σειρά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στη Διοίκηση ως προς τη διαχείριση και διεκπεραίωση εξέτασης αυτού του είδους αιτήσεων. Συνεπώς, η παρέλευση του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος στην υπό κρίση περίπτωση, μεταξύ της υποβολής της αίτησης και της λήψης απόφασης επ’ αυτής, θα πρέπει να ιδωθεί και στη βάση των προεκτεθεισών, ιδιαίτερων, περιστάσεων που περικλείουν την εξέταση αυτού του είδους αιτήσεων, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές διεργασίες, αλλά και τα μέτρα που λαμβάνονται από το Τμήμα για την εξέταση των εκκρεμουσών αιτήσεων.

 

Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την υποβολή της αιτήσεως για πολιτογράφηση, μέχρι και τη λήψη απόφασης επ’ αυτής, ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογο και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του αιτητή κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Ενόψει λοιπόν των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων,  κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου, εφόσον δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο