ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 2253/2022 (i-Justice))
23 Οκτωβρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
E. A. A.
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Κ. Ποταμίτου (κα), για Ανδρέα Κ. Καρεκλά και Συνεργάτες, για Αιτήτρια
Α. Ελευθερίου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια, υπήκοος Φιλιππίνων, βάλλει κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική προς αυτήν επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 21.11.2022, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για άδεια προσωρινής διαμονής και απασχόλησης ως μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη, καθότι, όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, «[.] δεν διατηρείτε δικαίωμα διαμονής από Κύπριο Πολίτη».
Το ιστορικό της αιτήτριας στην Κυπριακή Δημοκρατία, ανάγεται στο έτος 2001, όταν αυτή, στις 12.7.2001, αφίχθηκε στη χώρα με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός.
Στις 12.11.2002, η αιτήτρια τέλεσε γάμο με Κύπριο πολίτη και στις 9.6.2006 υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογράφησης, η οποία απορρίφθηκε στις 16.1.2014.
Την 31.1.2011, χορηγήθηκε στην αιτήτρια άδεια παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, η οποία ωστόσο εν συνεχεία ακυρώθηκε, καθότι, ως αναφέρεται στην επιστολή του Τμήματος προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 11.11.2011, είχε υποβληθεί αίτηση διαζυγίου από το σύζυγο της αιτήτριας και η αιτήτρια βρισκόταν σε διάσταση με τον Κύπριο σύζυγό της από 15.3.2010, παραλείποντας να ενημερώσει το Τμήμα έγκαιρα.
Τελικά, η αίτηση διαζυγίου απορρίφθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο στις 9.7.2012.
Περαιτέρω, στις 14.9.2012, εκδόθηκαν εναντίον της αιτήτριας διατάγματα κράτησης και απέλασης, ενώ στις 20.9.2012 δόθηκε έγκριση για αποφυλάκιση της αιτήτριας.
Εν συνεχεία, δι’ επιστολής του Τμήματος προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 22.3.2013, απορρίφθηκε η αίτησή της ημερομηνίας 26.7.2012 για έκδοση άδειας παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία. Αργότερα, όμως, στις 5.10.2021, χορηγήθηκε στην αιτήτρια άδεια παραμονής στη χώρα, με ισχύ μέχρι τις 24.6.2022.
Στις 12.7.2022, η αιτήτρια αιτήθηκε την έκδοση δελτίου προσωρινής διαμονής και απασχόλησης στη Δημοκρατία, ως μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη, η οποία απορρίφθηκε δια της επίδικης απόφασης του Τμήματος, ημερομηνίας 21.11.2022. Σημειώνεται ότι ο Ελληνοκύπριος σύζυγος της αιτήτριας είχε αποβιώσει στις 13.5.2016.
Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, στις 22.12.2022.
Η αιτήτρια, όπως προκύπτει από τη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων της, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω εμφιλοχώρησης πλάνης, ελλιπούς και/ή μη δέουσας έρευνας αλλά και μη επαρκούς αιτιολόγησής της. Προβάλλονται επίσης ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης, οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, της ίσης μεταχείρισης και της χρηστής διοίκησης, καθώς και ισχυρισμοί περί κατάχρησης εξουσίας και κακής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση.
Από την πλευρά τους, οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ' ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε, πόσο δε μάλλον ουσιώδης, κατά τη λήψη αυτής. Όλα τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε πλήρης και/ή επαρκής και, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από τον οικείο διοικητικό φάκελο.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Θα πρέπει εξ' αρχής να τονιστεί ότι αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά της αιτήτριας ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτήν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71, επισημάνθηκε ότι το άρθρο 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) οριοθετεί ρητά το δικαίωμα ακρόασης ως ισχύον εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά. Άτομα, στα οποία ο νόμος δεν δίδει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης δεν καλύπτονται (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155). Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 158(Ι)/1999 και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Όπως λέχθηκε στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α., ανωτέρω, αναφορικά με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης:
«Το άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ταξινομεί τις περιπτώσεις παροχής προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης όταν η έκδοση πράξης ή το διοικητικό μέτρο που θα ληφθεί είναι «... πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.». Η ερμηνευτική άσκηση που πρέπει να γίνει οφείλει να συμπλέει με την έννοια του κειμένου και η φράση «άλλως πως δυσμενούς φύσης», πρέπει να διαβαστεί ejusdem generis με τις προηγούμενες λέξεις που σαφώς υποδηλώνουν ότι το διοικητικό μέτρο ή η απόφαση επηρεάζει τη σχέση του διοικούμενου με την διοίκηση πειθαρχικώς ή που ενέχει κύρωση, περιέχοντας δηλαδή μομφή ως προς τον τρόπο ενάσκησης των καθηκόντων του διοικούμενου ή άπτεται της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του. Με άλλα λόγια, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα.».
Υπό το φως των πιο πάνω, είναι σαφές ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς και δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί αυτή ούτε κύρωση αλλ' ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις THE VEGETABLES PRODUCERS AND EXPORTERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 34/2018, ημερ. 30.6.2020 και Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1606/2015, ημερ. 6.9.2018).
Συνεπώς, ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Όπως έχει προαναφερθεί, στην επίδικη επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 21.11.2022, αναφέρεται ότι η αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 12.7.2022 για έκδοση άδειας προσωρινής διαμονής και απασχόλησης ως μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη, απορρίφθηκε καθότι αυτή δεν διατηρεί δικαίωμα διαμονής από Κύπριο πολίτη. Πέραν όμως τούτου, ουδέν. Πουθενά δεν αναφέρεται, έστω στοιχειωδώς, ο λόγος για τον οποίο οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν σε αυτή την διαπίστωση, ήτοι γιατί έκριναν ότι η αιτήτρια δεν διατηρεί δικαίωμα διαμονής από Κύπριο πολίτη, αλλ’ ούτε και γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης. Απουσιάζει, δηλαδή, οποιαδήποτε αναφορά στους πραγματικούς και νομικούς λόγους λήψης της επίδικης κρίσης, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αντιληπτό το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός της Διοίκησης και/ή ο λόγος για τον οποίο αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας. Μάλιστα, η σύγχυση και η ασάφεια επιτείνονται από το υπηρεσιακό σημείωμα Λειτουργού του Τμήματος, ίδιας ημερομηνίας (21.11.2022), στο οποίο αναφέρεται ότι η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε, καθότι «[.] όπως προκύπτει από το μεταναστευτικό ιστορικό του αλλοδαπού αυτός καταχράστηκε τις υπάρχουσες διαδικασίες με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση της παραμονής του στη Δημοκρατία». Βεβαίως, η συγκεκριμένη αιτιολογία είναι άσχετη και/ή ξεκάθαρα διαφοροποιείται από τον λόγο απόρριψης της αίτησης, ο οποίος εκτίθεται στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας 21.11.2022. Και εν πάση περιπτώσει, που έγκειται η κατάχρηση και ποιες διαδικασίες καταχράστηκε η αιτήτρια (σημ. «ο αλλοδαπός», όπως τον αποκαλούν οι καθ’ ων η αίτηση), δεν αναφέρεται και δεν καθίσταται αντιληπτό.
Αντίθετα, αυτό που καθίσταται εύκολα αντιληπτό, είναι ότι πρόκειται για μια παντελώς αναιτιολόγητη απόφαση, της οποίας είναι ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του Νόμου 158(Ι)/1999). Θα πρέπει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιων πραγματικών γεγονότων και νομοθετικών διατάξεων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).
Ούτε και υφίσταται δυνατότητα συμπλήρωσης της αιτιολογίας είτε από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, είτε από το δικόγραφο της ένστασης και τα εκεί περιεχόμενα παραρτήματα. Μάλιστα, ως έχει λεχθεί, η κατάσταση περιπλέκεται και το πρόβλημα έλλειψης αιτιολογίας επιτείνεται από το προαναφερθέν υπηρεσιακό σημείωμα ημερομηνίας 21.11.2022 (παράρτημα 14 στο δικόγραφο της ενστάσεως), στο οποίο παραπέμπουν οι καθ’ ων η αίτηση δια της αγορεύσεως του συνηγόρου τους, αλλά και δια της ενστάσεως τους (βλ. παράγραφο 14 της ένστασης). Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω σημείωμα δεν βοηθά στην συμπλήρωση της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αφού, πέραν της περιγραφής του μεταναστευτικού ιστορικού της αιτήτριας στη Δημοκρατία και της γενικόλογης και αόριστης φράσης περί κατάχρησης των υπαρχουσών διαδικασιών από την αιτήτρια, με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση της παραμονής της στη Δημοκρατία, ουδέν αναφέρεται σε σχέση με το λόγο απόρριψης της αίτησής της, που περιέχεται στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας 21.11.2022.
Περαιτέρω, την έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να συμπληρώσει η γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση. Τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω αγόρευση ουδόλως καλύπτουν το κενό αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ και η όποια παραπομπή σε παραρτήματα της ένστασης δεν προσθέτει οτιδήποτε και δεν μπορεί να θεραπεύσει την διαπιστωθείσα πλημμέλεια. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά πάγια νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο, επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Εν προκειμένω, πέραν του προαναφερθέντος εγγράφου (υπηρεσιακό σημείωμα ημερομηνίας 21.11.2022, στο οποίο παραπέμπουν οι καθ’ ων η αίτηση δια της αγορεύσεως του συνηγόρου τους αλλά και δια της ενστάσεως τους), δεν έγινε από τους καθ’ ων η αίτηση παραπομπή σε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή/και έγγραφο του διοικητικού φακέλου που να στοιχειοθετεί τη νομική και πραγματική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα σχετικά αναφέρονται στην γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση ουδόλως διαφοροποιούν τα πράγματα και ουδόλως μπορούν να καλύψουν την πλήρη απουσία αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αλλά μάλλον συνιστούν απόπειρα εισαγωγής αιτιολογίας εκ των υστέρων, η οποία βεβαίως και είναι ανεπίτρεπτη. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο λήψης και/ή έκδοσης της εν λόγω πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ των υστέρων από τους δικηγόρους δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Φράγκου, ανωτέρω, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην C. LIASIDES EXHIBITIONWISE LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 230/2018, ημερ. 9.9.2022, MENDEL CENTER FOR BIOMEDICAL SCIENCES ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 412/2018, ημερ. 10.5.2022 και Μ.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1038/2020, ημερ. 22.9.2023).
Ούτε, βεβαίως, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να εντοπίσει το σκεπτικό της Διοίκησης και/ή τη νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκειμένου να κρίνει αν η επίδικη κρίση είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Ε.Δ.Δ. αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020). Κάτι τέτοιο, υπό το φως και της προεκτεθείσας νομολογίας, θα εξέφευγε των ορίων της ίδιας της φύσης του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου τούτου. Εν προκειμένω, επαναλαμβάνω, απαιτείτο παράθεση του σκεπτικού της Διοίκησης και/ή των πραγματικών λόγων και των νομοθετικών διατάξεων, που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω). Ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που το Τμήμα, με προηγούμενη συμπεριφορά του, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα επιστολή του προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 5.10.2021, είχε εγκρίνει την αίτησή της για χορήγηση άδειας προσωρινής παραμονής της στη Δημοκρατία.
Επιπρόσθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, εκ των υστέρων και ανεπίτρεπτα ως ήδη ελέχθη, υποστήριξε κατά τις διευκρινίσεις ότι ο λόγος απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας, ήταν ουσιαστικά το γεγονός ότι η αιτήτρια βρισκόταν για πολλά χρόνια σε διάσταση με τον σύζυγό της. Ωστόσο, ακόμα και να γινόταν δεκτή η εκ των υστέρων αιτιολογία, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την επίδικη επιστολή, δεν ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας.
Η ανάγκη για σαφή και επαρκή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης, είναι απαραίτητη. Θα πρέπει να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης και να τίθενται με την απαιτούμενη σαφήνεια τα κριτήρια βάσει των οποίων η Διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, ούτως ώστε και καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και να αποκαλύπτεται η επάρκεια της διενεργηθείσας έρευνας. Αυτό δεν έγινε στην υπό κρίση περίπτωση. Την ίδια προσέγγιση ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο πρόσφατα, στην J. W. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 935/2022 (i-Justice), ημερ. 14.1.2025, και ακόμα πιο πρόσφατα στην M.M.R. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2142/2022 (i-Justice), ημερ. 24.6.2025, σε υποθέσεις με παρόμοια γεγονότα με αυτά της παρούσας περίπτωσης. Έφεση κατ’ αυτών των αποφάσεων δεν ασκήθηκε.
Καταλήγω λοιπόν ότι υφίσταται εν προκειμένω κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, αλλά και, σε άμεση συνάρτηση και στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων, κενό έρευνας.
Αυτές οι διαπιστώσεις αναπόφευκτα οδηγούν στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς να απαιτείται η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο