ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 301/2021)
29 Οκτωβρίου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 12, 28, 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Μ. Κ.
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ’ ων η αίτηση.
……………………………
Ραφαέλα Χρυσοστόμου, για Σωτήρης Αργυρού και Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.
Φοίβος Χριστοφίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής αξιώνει από το Δικαστήριο ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων, στα πλαίσια της Έφεσης αρ, 2/2019, ημερομηνίας 16.10.2020, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Προεδρεύοντος Αξιωματικού, στα πλαίσια της πειθαρχικής υπόθεσης αρ. 6/2017, ημερομηνίας 19.2.2019 και 12.3.2019, με την οποία ο αιτητής κρίθηκε ένοχος στις δύο πειθαρχικές κατηγορίες που αυτός αντιμετώπιζε και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου της στέρησης ενός ημερομισθίου, σε σχέση με την πρώτη κατηγορία και δύο ημερομισθίων, σε σχέση με την δεύτερη κατηγορία. Η πρώτη πειθαρχική κατηγορία αφορούσε σε ανάρμοστη συμπεριφορά, η δε δεύτερη, σε ψεύδος ή διαστροφή ή απόκρυψη της αλήθειας, δυνάμει των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 53/1989, ως αυτοί έτυχαν τροποποίησης.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο υπεύθυνος Υπαστυνόμος του Αστυνομικού Σταθμού Λατσιών, υπέβαλε προς τον Αστυνομικό Διευθυντή Επαρχίας Λευκωσίας, με επιστολή του ημερομηνίας 19.10.2016, εισήγηση για επ’ ανδραγαθία προαγωγή του αιτητή ή παροχή ηθικής ή υλικής αμοιβής, σε σχέση με την δράση του, κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς που εκτυλίχθηκε σε διαμέρισμα πολυκατοικίας.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, στις 17.9.2016 και ώρα 17:00 ο αιτητής ενώ βρισκόταν εκτός υπηρεσίας, προσέτρεξε σε πολυκατοικία από την οποία ακούστηκε γυναίκα που φώναζε «βοήθεια, κάποιος να καλέσει την πυροσβεστική», όπου διαπίστωσε πως έβγαιναν πυκνοί καπνοί από ισόγειο διαμέρισμα. Αφού εισήλθε εντός του διαμερίσματος, εντόπισε την γυναίκα σε κατάσταση σοκ, το διαμέρισμα γεμάτο μαύρους καπνούς και αφού πλησίασε την γυναίκα, την απομάκρυνε από το διαμέρισμα, με ασφάλεια, στον εξωτερικό χώρο της πολυκατοικίας, όπου έκανε προσπάθειες για να την ηρεμίσει και να αναπνεύσει. Στην συνέχεια, με κίνδυνο της ζωής του, μέσω πυροσβεστήρα που εξασφάλισε από γειτονικό σπίτι, εισήλθε εκ νέου στο διαμέρισμα και περιόρισε στο ελάχιστο τη φωτιά που έβγαινε από το πλυντήριο και επεκτεινόταν στον χώρο της κουζίνας. Ακολούθως, ο ίδιος ειδοποίησε την Πυροσβεστική Υπηρεσία, παραμένοντας στη σκηνή μέχρι την άφιξή της, τα μέλη της οποίας κατέσβησαν πλήρως την φωτιά. Η γυναίκα είναι η ΜΚ-1 Α. Φ. Όπως αναφέρθηκε στην επιστολή:-
«[...] ο Αστυφύλακας 2517 Μ. Κ. εβρισκόμενος εκτός υπηρεσίας, έχοντας υψηλό συναίσθημα ευθύνης για την εκτέλεση του καθήκοντος του και στο άκουσμα για βοήθεια προσέτρεξε άμεσα σε φλεγόμενο διαμέρισμα θέτοντας σε πραγματικό κίνδυνο την σωματική του ακεραιότητα, κατάφερε και διέσωσε την ένοικο της οποίας η ζωή διέτρεχε πραγματικό άμεσο κίνδυνο».
Προτού υποβληθεί εισήγηση προς το Μόνιμο Εξεταστικό Συμβούλιο για την απονομή ηθικής αμοιβής ή μεταλλείου αξίας και τιμής ή επ’ ανδραγαθία προαγωγή, ζητήθηκε περαιτέρω διερεύνηση των ανωτέρω γεγονότων από την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Εκ μέρους της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, απεστάλησαν επιστολές, ημερομηνίας 9.11.2016 και 14.11.2016. Η πρώτη από τον Λοχία 1551 Ι. Τ., σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας, κατά την άφιξη της πυροσβεστικής η πυρκαγιά είχε περιοριστεί αρχικά με πυροσβεστήρα και στη συνέχεια με λάστιχο κήπου. Η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος Α. Φ. ήταν εκτός του διαμερίσματος, αναστατωμένη, χωρίς κανένα πρόβλημα υγείας και όπως η ίδια ανέφερε, ενώ κοιμόταν, αντιλήφθηκε καπνό στην κουζίνα, βγήκε από το διαμέρισμα, ζήτησε βοήθεια και τηλεφώνησε στο γιό της. Στις φωνές έτρεξε γείτονας, ο οποίος προσπάθησε με πυροσβεστήρα να την κατασβήσει και φτάνοντας ο γιός της, χρησιμοποίησε λάστιχο κήπου. Όπως ανέφερε ο Λοχίας Ι. Τ., στη σύντομη συνομιλία που είχε με την ιδιοκτήτρια, δεν του ανέφερε πως την βοήθησε κάποιο πρόσωπο προκειμένου να εξέλθει του διαμερίσματος της. Τα ίδια γεγονότα, περιγράφονται και στην επιστολή που δόθηκε από τον Λοχία 4428 Α. Β., γεγονότα που αποστάληκαν προς τον Αρχηγό Αστυνομίας με την επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 14.11.2016.
Ενόψει των πιο πάνω, ο Αρχηγός Αστυνομίας αποφάσισε όπως διεξαχθεί διοικητική έρευνα, προτού επιληφθούν του αιτήματος του αιτητή για προαγωγή επ΄ανδραγαθία. Λήφθηκαν προς τούτο καταθέσεις. Η Α.Φ., έδωσε τρείς καταθέσεις. Στην πρώτη κατάθεση ημερομηνίας 19.9.2016, ανάμεσα σε άλλα, ανέφερε πως:-
«[...] Ο καπνός ήταν πολύς και δεν μπορούσα να αναπνεύσω τότε άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος και άρχισα να φωνάζω σε βοήθεια και φώναζα «βοήθεια κάποιος να καλέσει την πυροσβεστική». Τότε ήρθε ένας άντρας τον οποίο δεν γνωρίζω αλλά όπως πληροφορήθηκα είναι αστυνομικός και με βοήθησε και βγήκα έξω από το διαμέρισμα και με απομάκρυνε έξω στον καθαρό αέρα. Τότε αυτός τον είδα να κρατά πυροσβεστήρα αλλά δεν ξέρω που τον βρήκε γιατί εγώ δεν έχω πυροσβεστήρα και μπήκε στο διαμέρισμα και προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά [...]»
Στη δεύτερη της κατάθεση ημερομηνίας 2.12.2016, ανέφερε συμπληρωματικά της πρώτης κατάθεσης, τα εξής:-
«[...] Θέλω να αναφέρω ότι συμφωνώ με το περιεχόμενο της εκτός στο σημείο που αναφέρεται ότι «ήρθε ένας άντρας τον οποίο δεν γνωρίζω αλλά όπως πληροφορήθηκα είναι αστυνομικός και με βοήθησε και βγήκα έξω από το διαμέρισμα και με απομάκρυνε έξω στον καθαρό αέρα», εγώ μόνη μου βγήκα έξω. Συγκεκριμένα όταν αντιλήφθηκα την πυρκαγιά άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος μου, βγήκα μόνη μου έξω και άρχισα να φωνάζω βοήθεια για να καλέσει κάποιος την πυροσβεστική. Εκείνη την ώρα που ακόμη βρισκόμουν έξω από το διαμέρισμα μου, ήλθε ο πιο πάνω νεαρός και με ρώτησε εάν είχα πυροσβεστήρα [...] Ο νεαρός μπήκε στο διαμέρισμα και προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά ενώ εγώ έμεινα έξω [...]. Για το γεγονός που με ρωτάς κατά πόσο ο υιός μου μετά που κατάσβεσε την πυρκαγιά, τον πλησίασε κάποιος και του είπε να αναφέρει ότι έβγαλε εμένα έξω από το διαμέρισμα και ότι έσβησε την πυρκαγιά, θέλω να αναφέρω ότι ενώ βρισκόμασταν έξω στο πεζοδρόμιο, πράγματι ο γιός μου Θεόδωρος είπε ότι τον πλησίασε ο πιο πάνω νεαρός λέγοντας τους ότι με βοήθησε αυτός να βγω έξω. Εγώ του είπα ότι μόνη μου βγήκα έξω στο πεζοδρόμιο [...]»
Ακολούθησε και τρίτη κατάθεση ημερομηνίας 7.2.2017 όπου υιοθέτησε τις προηγούμενες τις καταθέσεις. Αφού λήφθηκε αριθμός άλλων καταθέσεων και μετά την συμπλήρωση της διοικητικής έρευνας, αποφασίστηκε η άσκηση πειθαρχικής δίωξης εναντίον του αιτητή και ασκήθηκε η πειθαρχική υπόθεση αρ. 6/2017, σε σχέση με τα πειθαρχικά αδικήματα της «Ανάρμοστης Συμπεριφοράς» και του «Ψεύδους ή Διαστροφής ή Απόκρυψης της Αλήθειας».
Προς τούτο, διορίστηκε από τον Βοηθό Αρχηγό Αστυνομίας Προεδρεύων Αξιωματικός, βάσει του Κανονισμού 20 της Κ.Δ.Π. 53/1989. Η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ορίστηκε στις 11.7.2017, συνέχισε στις 19.9.2017, 27.9.2017 και στις 16.10.2017 ο Προεδρεύων ανακοίνωσε την ενδιάμεση απόφαση του σε σχέση με τα προδικαστικά ζητήματα που ήγειρε ο δικηγόρος του αιτητή. Η ακρόαση συνεχίστηκε στις 26.11.2018 και 27.11.2018. Στις 18.12.2018, ο Προεδρεύων αποφάσισε πως στοιχειοθετείται εναντίον του αιτητή εκ πρώτης όψεως απόφαση και τον κάλεσε σε απολογία. Αφού κατατέθηκαν γραπτές αγορεύσεις, ο Προεδρεύων με την απόφαση του ημερομηνίας 19.2.2019 έκρινε τον αιτητή ένοχο και στις δύο πειθαρχικές κατηγορίες. Στις 12.3.2019 του επιβλήθηκε σε σχέση με την 1η κατηγορία, ποινή προστίμου ενός ημερομισθίου και σε σχέση με την 2η κατηγορία, ποινή προστίμου δύο ημερομισθίων.
Κατά της καταδίκης, ο αιτητής άσκησε Έφεση ημερομηνίας 5.3.2019 και κατά της ποινής, την Έφεση ημερομηνίας 26.3.2019. Το Συμβούλιο Εφέσεων με την απόφαση του ημερομηνίας 16.10.2020, επικύρωσε ομόφωνα την απόφαση του Προεδρεύοντος, τόσο σε σχέση με την καταδίκη, όσο και σε σχέση με την ποινή, η νομιμότητα της οποίας, συνιστά το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, προβάλλει πέντε λόγους ακύρωσης. Υποστηρίζει πως το πειθαρχικό Δικαστήριο, ενεργώντας υπό πλάνη και ενώ άκουσε μαρτυρία οκτώ μαρτύρων, αξιολόγησε μόνον την μαρτυρία των δύο, ενώ στους υπόλοιπους έξι, υπήρχαν μαρτυρίες υπέρ της δικής του εκδοχής. Πρόσθετα, κατά τις εισηγήσεις, στην μαρτυρία που δόθηκε, εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός αντιφάσεων, πλήττοντας την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας ΜΚ-1, Α. Φ. και ΜΚ-2 Θ. Φ., αντιφάσεις τις οποίες έπρεπε το Συμβούλιο Εφέσεων να εντοπίσει και να παραμερίσει την απόφαση του πειθαρχικού Δικαστηρίου. Επί του σημείου αυτού, παραθέτει παράδειγμα από την κατάθεση του ΜΚ-8 Α. Μ., από το οποίο απόσπασμα προκύπτει, κατά την θέση του, πως ο αιτητής πήρε στον πυροσβεστήρα και άρχισε να σβήνει την φωτιά. Τονίζεται ιδιαίτερα ο τρόπος που του πειθαρχικό Δικαστήριο προσέγγισε την μαρτυρία της κας Α. Φ. ΜΚ-1 και κυρίως της πρώτης κατάθεσης που έδωσε, δύο μέρες μετά το περιστατικό, στην οποία η ίδια αναφέρει πως ο αιτητής την βοήθησε να βγει από το διαμέρισμα, την οποία, όμως άλλαξε στη συνέχεια, καταλήγοντας υπό πλάνη, τόσο το πειθαρχικό Δικαστήριο, όσο και το Συμβούλιο Εφέσεων πως δεν υπήρχε καμία αντίφαση.
Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, περιστρέφεται γύρω από ισχυρισμούς περί παράβασης του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, αφού με επιστολή ημερομηνίας 25.2.2019 ζήτησε από τον Προεδρεύοντα αντίγραφα 14 εγγράφων, ήτοι 11 εγκυκλίους και 3 έντυπα διορισμού του εξεταστή αξιωματικού της διοικητικής έρευνας και διορισμού του Προεδρεύοντος της πειθαρχικής διαδικασίας, τα οποία ουδέποτε του δόθηκαν ούτε και οποιαδήποτε απάντηση επί αυτής.
Κατά τρίτον, εγείρεται ζήτημα ελλιπούς αιτιολογίας σε σχέση με την απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων, αφού κατά την εισήγηση, στην απόφαση απλώς παρατίθενται οι αρχές της νομολογίας, χωρίς να εστιάσει στην απόφαση του πειθαρχικού Δικαστηρίου, αντιγράφοντας αποσπάσματα και αυθεντίες.
Υποστηρίζει, τέταρτον, πως η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και διαπνέεται από κακοπιστία και τέλος, υποβάλλεται η θέση πως το Πειθαρχικό Συμβούλιο, την απόφαση του οποίου επικύρωσε το Συμβούλιο Εφέσεων, δεν ήταν δεόντως συγκροτημένο, αφού δεν αποτελούσε τριμελές όργανο, αλλά μονομελές.
Όλοι οι ανωτέρω λόγοι ακύρωσης, απαντώνται με λεπτομέρεια και επάρκεια από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Δημοκρατίας, απορρίπτοντας ένα προς ένα τους εγειρόμενους ισχυρισμούς, αναφορά στις θέσεις του οποίου θα γίνει κατωτέρω, όπου αυτό κρίνεται χρήσιμο.
Στην προσφάτως εκδοθείσα απόφαση στην Ε.Δ.Δ. 58/22 Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15.2.2023, το Ανώτατο Δικαστήριο, σκιαγράφησε την πάγια νομολογία σε σχέση με τον ρόλο του ακυρωτικού δικαστηρίου κατά την ενάσκηση του δικαστικού ελέγχου σε σχέση με το πεδίο της πειθαρχικής διαδικασίας, αναφέροντας πως, ένα πειθαρχικά διωκόμενο πρόσωπο, υπέχει όλα τα δικαιώματα που προβλέπει το Άρθρο 12 του Συντάγματος, διασφαλίσεις που ενσωματώνουν τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα ακρόασης εντός ευλόγου χρόνου, κατά τις διασφαλίσεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος (Andreas A. Markoullides and The Republic (Public Service Commission) 3 R.S.C.C. 30, Matsas v. Republic (1988) 3 (Β) CLR 1448, Παπασάββας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 134, Α.Ε. 47/14, Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., ημερομηνίας 25.2.2021).
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 – 1959, σελ. 414 και επ., ο δικαστικός έλεγχος του ακυρωτικού δικαστηρίου σε αυτής της φύσεως υποθέσεις, προδιαγράφεται ως εξής:-
«Περαιτέρω γίνεται δεκτόν, ότι εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν, η εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισις της βαρύτητος αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της Διοικήσεως και διαφεύγουσι τον έλεγχον του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα: 2120, 224, (57)-439 (55).
Ο υπό του αρμοδίου όμως οργάνου χαρακτηρισμός ωρισμένων πραγματικών περιστατικών ως συνιστώντων ή μη πειθαρχικόν παράπτωμα, δεν αποτελεί ουσιαστικήν κρίσιν διαφεύγουσαν τον ακυρωτικόν έλεγχον του Σ.τ.Ε., αλλά νομικόν χαρακτηρισμόν των πραγματικών αυτών περιστατικών και υπαγωγήν των εις συγκεκριμένον κανόνα δικαίου: 293 (47), 925 (36), 1164 (34), ήτοι ενέργειαν ελεγχομένην ακυρωτικώς.
[…] Εγένετο περαιτέρω δεκτόν ότι είναι γενικώς απαράδεκτοι λόγοι ακυρώσεως πλήττοντες την ουσιαστικήν κρίσιν και εκτίμησιν του ανακριτικού συμβουλίου: 807, 1955 (56), 206 (55), ως π.χ. εκείνοι δι’ ων προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμησις των αποδεικτικών στοιχείων:18 (57), ή εσφαλμένη κρίσις ως προς την υποκειμενικήν υπαιτιότητα του πειθαρχικώς διωκομένου αξιωματικού ή προς επιμέτρησιν της ποινής» υποδεικνύοντας περαιτέρω πως «πλάνη όμως περί τα πράγματα, λόγω αντικειμενικής ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών, άτινα ήσκησαν ουσιώδη επιρροήν με την διαμόρφωσιν της κρίσεως του ανακριτικού συμβουλίου επάγεται ακυρότητα της γνωμοδοτήσεως αυτού: 878 (56).»
Αυτό που προκύπτει εκ των ανωτέρω, είναι πως το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προβαίνει το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, παρά μόνον εφόσον διαπιστωθεί κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα και συνεπώς, χωρεί επέμβαση, όπου δεν υπάρχουν αντικειμενικά, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία άσκησαν στο πειθαρχικό όργανο ουσιώδη επιρροή ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων (Κωνσταντίνου (ανωτέρω)).
Παρόλα ταύτα, έχει επίσης κριθεί νομολογιακά, ότι η αυστηρή προσήλωση στους κανόνες του δικαίου της απόδειξης, δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής δίκης, λόγω του ότι αυτή δεν εξισώνεται με τη διαδικασία σε ποινικές υποθέσεις (Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778, Αίτηση αρ. 3/2025 Αναφορικά με την αίτηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών, ημερομηνίας 4.6.2025). Ένα πειθαρχικό όργανο, έχει την ευχέρεια και δύναται να αποδεχθεί ένα ευρύ φάσμα μαρτυρίας, που κανονικά δεν έχει θέση στις αμιγώς δικαστικές διαδικασίες (Mytidou v. CY.TA (1982) 3 C.L.R. 555). Αυτό που θα πρέπει να διασφαλίζεται με την, κατά το δυνατό, εφαρμογή των Κανόνων της Ποινικής Δικονομίας, είναι το υπό δίωξη πρόσωπο να μην αποστερείται των βασικών δικαιωμάτων του.
Όπως έχει κριθεί στην Μ.Χ. Δικηγόρος (2003) 1 Α.Α.Δ. 442, αυτό το οποίο επιβάλλεται σε μία πειθαρχική δίκη, είναι η τήρηση των εχεγγύων του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει τη διατύπωση του κατηγορητηρίου, την πρόσαψη κατηγορίας, τη λήψη της απάντησης του κατηγορουμένου και την απόδειξη της υπόθεσης με την προσαγωγή μαρτυρίας.
Προχωρώντας να εξετάσω τους εγερθέντες ισχυρισμούς, στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτητής αμφισβητεί ως εσφαλμένο και πεπλανημένο, τον τρόπο με τον οποίο ο Προεδρεύων Αξιωματικός αξιολόγησε την δοθείσα μαρτυρία. Πράγματι, όπως προκύπτει από την απόφαση ημερομηνίας 18.12.2018, κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν, δια ζώσης, 8 μάρτυρες κατηγορίας, ενώ το περιεχόμενο άλλων 10 μαρτυρικών καταθέσεων, κατατέθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα.
Ο Προεδρεύων Αξιωματικός στην απόφασή του, καταγράφει την μαρτυρία που δόθηκε από τους ΜΚ-1 Α. Φ. και ΜΚ-2 Θ. Φ., δηλώνοντας πως δεν θα προχωρήσει στην ανάλυση της μαρτυρίας των άλλων μαρτύρων κατηγορίας, αφού η ουσία της εκδίκασης της υπόθεσης, επικεντρώνεται στην μαρτυρία των δύο πιο πάνω μαρτύρων, προχωρώντας σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας τους.
Επί του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στη διαδικασία και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 3, περιέχονται όλες οι γραπτές καταθέσεις που έχουν ληφθεί, από τις οποίες βεβαιώνεται η νομιμότητα της κατάληξης του Προεδρεύοντος Αξιωματικού.
Πράγματι, οι καταθέσεις της ΜΚ-1 Α. Φ. (με την ένδειξη Κυανούν 15 – Τεκμήρια 1Α, 1Β και1Γ), όσο και οι καταθέσεις του ΜΚ-2 Θ. Φ. (Κυανούν 70 – Τεκμήριο 5Α και 5Β), αποδίδουν μαρτυρία σε σχέση με το βασικό αμφισβητούμενο, αναφορικά με τα πειθαρχικά αδικήματα που ο αιτητής αντιμετώπιζε, ήτοι το κατά πόσον ο αιτητής βοήθησε την ΜΚ-1 να βγει από το διαμέρισμα εν μέσω της πυρκαγιάς, ή κατά πόσον αυτή βγήκε μόνη της, χωρίς την βοήθεια του αιτητή.
Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων των άλλων μαρτύρων κατηγορίας, σε συμφωνία με την κατάληξη του Προεδρεύοντος Αξιωματικού, προκύπτει πως πράγματι η εκεί δοθείσα μαρτυρία, περιστρεφόταν γύρω από την ίδια την πυρκαγιά και όχι γύρω από το κατά πόσον ο αιτητής βοήθησε την ΜΚ-1 να βγει έξω από το ισόγειο διαμέρισμά της. Ο ΜΚ-3 Γ. Φ., ήταν απών κατά τον επίδικο χρόνο, ομοίως οι ΜΚ-5 Ε. Φ. και ΜΚ-7 Δ. Φ., το ίδιο και η ΜΚ-6 Γ. Τ., όπως και η ΜΚ-4 Ε. Κ., η οποία, όπως η ίδια αναφέρει στην κατάθεσή της, είδε την ΜΚ-1 να είναι ήδη έξω από το διαμέρισμα της.
Επί αυτού του σημείου, τονίζεται πως ουδείς αμφισβήτησε το γεγονός πως ο αιτητής μόλις άκουσε τις φωνές της ΜΚ-1, έτρεξε σε βοήθεια. Συνεπώς, δεν ευσταθεί η θέση του αιτητή πως υπήρχαν καταθέσεις υπέρ της εκδοχής του, η μαρτυρία των οποίων έπρεπε να αναλυθεί, όπως πολύ ορθά υποστηρίζει και ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας. Το παράδειγμα που δίδεται από τον αιτητή σε σχέση με την κατάθεση του ΜΚ-8 Α. Μ., δεν σχετίζεται με τα γεγονότα των πειθαρχικών αδικημάτων που αυτός αντιμετώπιζε, αφού ουδόλως αμφισβητήθηκε πως ο ίδιος συνέδραμε στην κατάσβεση της φωτιάς με την χρήση του πυροσβεστήρα. Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην σελ. 12 της απόφασης για την καταδίκη. Το ζητούμενο, εν προκειμένω, που ήταν υπό αμφισβήτηση, ήταν κατά πόσον ο αιτητής έβγαλε έξω από το διαμέρισμα την ΜΚ-1.
Δεν συμφωνώ επίσης πως ο τρόπος που το πειθαρχικό Δικαστήριο προσέγγισε την μαρτυρία της ΜΚ-1 και κυρίως της πρώτης κατάθεσης που έδωσε, δύο μέρες μετά το περιστατικό, στην οποία αναφέρει πως ο αιτητής την βοήθησε να βγει από το διαμέρισμα, που στη συνέχεια άλλαξε, ήταν πεπλανημένος.
Ο Προεδρεύων Αξιωματικός, αναφέρεται στη σελίδα 7 της απόφασης του, στο περιεχόμενο τόσο της αρχικής κατάθεσης της ΜΚ-1 ημερομηνίας 19.9.2016, όσο και στις δύο μεταγενέστερες καταθέσεις της, με ημερομηνίες 2.12.2016 και 7.2.2017. Όπως αναφέρει, κατά την αντεξέταση της και κατά τις υποβολές της υπεράσπισης, η ΜΚ-1 απάντησε με βεβαιότητα και χωρίς αντιφάσεις και περιστροφές και επέμεινε πως βγήκε μόνη της από το διαμέρισμα της, όταν σε αυτό εκδηλώθηκε η πυρκαγιά, χωρίς να την βοηθήσει κανένας. Δεν διακρίνω οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που ο Προεδρεύων Αξιωματικός προσέγγισε την μαρτυρία της ΜΚ-1, κρίνοντάς την αξιόπιστη, αφού λήφθηκε, παράλληλα, υπόψη πως το διαμέρισμα, βρίσκεται στο ισόγειο της πολυκατοικίας και η κύρια είσοδος του, σε απόσταση μερικών μόνον μέτρων από την είσοδο της πολυκατοικίας.
Εξάλλου, η ίδια η ΜΚ-1, στην δεύτερη της κατάθεση, ημερομηνίας 2.12.2016, εξηγεί την διαφοροποίηση από την πρώτη της κατάθεση, λέγοντας πως κατά την διάρκεια της λήψης της, κάποιος αστυνομικός της είπε, δύο φορές «ευτυχώς που σε βοήθησε κάποιος που είναι Αστυνομικός συνάδελφος μας και βγήκες έξω» κάτι που καταγράφηκε στην κατάθεσή της.
Όπως αναφέρεται από τον Προεδρεύοντα, κατά την αιτιολόγηση της κατάληξής του, ως προς την αξιοπιστία της ΜΚ-1, δεν είχε κανένα λόγο ή κίνητρο αυτή να πει ψέματα ή να αλλοιώσει τα γεγονότα, όπως τα βίωσε μόνον η ίδια, χωρίς να αμφισβητήσει την βοήθεια του αιτητή πως ο ίδιος έτρεξε μόλις άκουσε τις φωνές της, χωρίς ωστόσο να δέχεται, σε καμία περίπτωση, πως ο αιτητής την έβγαλε έξω από το διαμέρισμά της. Η εν λόγω απόφαση, επικυρώθηκε ως νόμιμη και από το Συμβούλιο Εφέσεων.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, με γνώμονα την φύση του δικαστικού ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου, ο οποίος περιορίζεται στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και στο εύλογο των διαπιστώσεων των γεγονότων, χωρίς να επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, κρίνεται πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί, ούτε παράβαση νόμου, ούτε και πλάνη περί τα πράγματα, ή κατάχρηση εξουσίας, ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, προκειμένου να υπάρξει επέμβαση.
Ο Προεδρεύων Αξιωματικός, προέβη σε αιτιολόγηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας που κρίθηκε ως αξιόπιστη, σε σχέση με τους ΜΚ-1 και ΜΚ-2, στη βάση των αποδεικτικών στοιχείων που προσφέρθηκαν και αναφέρθηκαν ανωτέρω και κρίνεται πως το έργο αυτό, εκτελέσθηκε σε συμμόρφωση με το περιεχόμενο της μαρτυρίας που τέθηκε υπόψιν του. Ο Προεδρεύων ενήργησε εντός των πλαισίων της αρμοδιότητάς του και ορθά η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε από το Συμβούλιο Εφέσεων.
Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, αφορά την θέση του αιτητή πως έχει παραβιαστεί το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη, λόγω της μη λήψης αντιγράφων των εγγράφων που ο ίδιος ζήτησε, με την επιστολή του ημερομηνίας 25.2.2019, η οποία λήφθηκε στις 8.3.2019 και απευθυνόταν στον Προεδρεύοντα Αξιωματικό. Τα έγγραφα τα οποία ζητήθηκαν, όπως πολύ ορθά καταγράφει και ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας, αφορούσαν 11 εγκυκλίους και 3 έντυπα διορισμού του εξεταστή αξιωματικού της διοικητικής έρευνας και διορισμού του Προεδρεύοντος της πειθαρχικής διαδικασίας.
Αυτά τα έγγραφα ζητήθηκαν από τον αιτητή, μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης και πριν την απόφαση για επιβολή ποινής και συνεπώς, δεν βλέπω πως επηρέασε το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη. Εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος ο προεδρεύων επιλήφθηκε του αιτήματος κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 12.3.2019, αναφέροντας πως το αίτημα δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του και πως θα πρέπει να το υποβάλει σε άλλο αρμόδιο όργανο, ενώ ουδέν έπραξε προς τούτο ο αιτητής, ούτε και επέμεινε στην λήψη των εγγράφων σε κατοπινό στάδιο.
Διατείνεται ο αιτητής πως η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων υπήρξε αναιτιολόγητη. Δεν συμφωνώ ούτε με αυτήν την θέση. Αντιθέτως, από το σώμα της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων, κρίνεται πως δόθηκε επαρκής αιτιολογία, στη βάση της γραμμής της νομολογίας, τόσο για την ορθότητα της υπαγωγής των γεγονότων στα πειθαρχικά αδικήματα που ο αιτητής αντιμετώπιζε, στη βάση των ευρημάτων αξιοπιστίας των μαρτύρων, όσο και σε σχέση με την ορθότητα της επιβληθείσας, εν τέλει, ποινής προστίμου, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά και τον τρόπο δράσης του.
Τούτο, αφού υιοθέτησε τα όσα ανέφερε ο Προεδρεύων στην απόφασή του, κατά την οποία ελήφθησαν υπόψη οι παράγοντες της καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης, που αφορούσαν τόσο την κατηγορούσα αρχή, όσο και την ίδια την υπεράσπιση, καθώς επίσης και το γεγονός πως ο αιτητής προσπάθησε να βοηθήσει στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, ενώ εβρίσκετο εκτός υπηρεσίας. Το Συμβούλιο Εφέσεων, όπως επίσης και το παρόν Δικαστήριο, δεν μπορεί να επέμβει στο ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, το οποίο συνιστά καθαρά έργο της απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής και εν προκειμένω, του Προεδρεύοντος Αξιωματικού.
Απορριπτέος κρίνεται και ο τελευταίος ισχυρισμός του αιτητή περί κακώς συγκροτημένου πειθαρχικού συμβουλίου, την απόφαση του οποίου επικύρωσε το Συμβούλιο Εφέσεων. Ο διορισμός του Προεδρεύοντος Αξιωματικού, έλαβε χώρα, νομίμως, στις 20.3.2017 (εντοπίζεται εντός του Τεκμηρίου 3, χωρίς σελίδωση), από τον Βοηθό Αρχηγό Αστυνομίας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού 20 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 53/1989, ως αυτοί έτυχαν τροποποίησης, για εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, καταλήγω πως η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων να επικυρώσει την απόφαση του Προεδρεύοντος Αξιωματικού, υπήρξε νόμιμη και εύλογη, υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων και δεδομένων.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο