S. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 495/2023, 8/10/2025
print
Τίτλος:
S. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 495/2023, 8/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 495/2023)

 

8 Οκτωβρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                  S. S.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα), για Αιτητή

Σ. Καρασαμάνης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση  

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Ινδίας, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 26.1.2023 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Όπως αναφέρεται στην επίδικη επιστολή που εστάλη στον αιτητή, η αίτησή του απορρίφθηκε, επειδή αυτός δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 1(α) και (β) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), καθότι τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, ο αιτητής απουσίαζε από τη Δημοκρατία για διάστημα 51 ημερών, ενώ, επιπρόσθετα, δεν συμπλήρωνε στη Δημοκρατία επτά (7) χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησής του, αλλά έξι (6) χρόνια, τέσσερεις (4) μήνες και δέκα (10) μέρες, τα δε διαστήματα παράνομης παραμονής του στη χώρα ή απουσίας του από αυτήν, δεν λογίζονται ως παραμονή στη Δημοκρατία για σκοπούς πολιτογράφησης.

 

Ο αιτητής, γεννηθείς κατά το έτος 1990, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 7.10.2011 με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως υπάλληλος σε φάρμα. Στις 24.10.2022, εκδόθηκε άδεια παραμονής στον αιτητή ως εργάτη, με ισχύ μέχρι την 1.10.2024.

 

Στις 19.3.2019, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, η οποία εξετάστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και εν τέλει απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών («ο Υπουργός»), για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί και οι οποίοι αναφέρονται στη σχετική επιστολή, ημερομηνίας 26.1.2023, που εστάλη στον αιτητή.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στις 24.3.2023.

 

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι πεπλανημένα οι καθ’ ων η αίτηση θεώρησαν ότι ο αιτητής δεν πληροί τα υπό της νομοθεσίας προβλεπόμενα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση. Κατά την κα Κουπαρή, πουθενά στο Νόμο δεν προβλέπεται ως κριτήριο, η ανελλιπής διαμονή του αιτητή στη Δημοκρατία για περίοδο επτά (7) ετών. Αυτό που προβλέπεται, είναι η νόμιμη παραμονή στη Δημοκρατία για τουλάχιστον επτά (7) έτη, κριτήριο που ο αιτητής πληρούσε. Παρομοίως, συνεχίζει η κα Κουπαρή, πεπλανημένα, αντιφατικά και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου, οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι ο αιτητής, κατά τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, απουσίαζε από τη Δημοκρατία για διάστημα 51 ημερών: κατά τον σχετικό ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση χρησιμοποιούν συγκεκριμένο έντυπο, στη βάση του οποίου, εξετάζπυν και εγκρίνουν αιτήσεις ως αυτήν του αιτητή, αναφέροντας σε κάθε αιτούντα ότι έχει δικαίωμα να ταξιδέψει εκτός Κύπρου για χρονικό διάστημα μέχρι και 90 ημέρες. Συναφώς, η συνήγορος του αιτητή παρέπεμψε, κατά τις διευκρινίσεις, σε σχετικό έντυπο που επισύναψε στην αίτηση ακυρώσεως ως Παράρτημα 1.

 

Περαιτέρω, τα πιο πάνω, κατά τη σχετική εισήγηση, στοιχειοθετούν και πρόσθετους λόγους ακύρωσης περί μη διενέργειας δέουσας έρευνας, εσφαλμένης και/ή πλημμελούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αλλά και παραβίασης της αρχής της καλής πίστης.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε παραβίαση των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά του αιτητή, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.

 

Τονίζει, μεταξύ άλλων, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοότητας σε αλλοδαπό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής του κυριαρχίας και, εφόσον η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα, η κρίση της ως προς την έγκριση ή απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος, αναγνωρίζεται κατά τα λοιπά ως απόλυτη. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον σχετικό ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή, στηριζόμενοι στη διαπίστωση ότι ο αιτητής, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 111 του Νόμου και στον Τρίτο Πίνακα του εν λόγω άρθρου. Επ’ αυτού, προβάλλεται συναφώς ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα, διενήργησαν τη δέουσα έρευνα και αιτιολόγησαν πλήρως την απόφασή τους, η δε αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου. Ουδεμία δε πλάνη εμφιλοχώρησε στην επίδικη κρίση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι ακόμα και η υφ' ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής του σχετικού αιτήματος, αλλά δεν παρέχει αφ' εαυτής δικαίωμα στον αλλοδαπό για απόκτηση της υπηκοότητας (Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/2012, ημερ. 24.10.2018) και δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της αίτησης (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009). Εξάλλου, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 111 του Νόμου, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, αφού έχει κατ' επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και πιο πρόσφατα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, ότι το ζήτημα της χορήγησης της Κυπριακής υπηκοότητας, άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. και Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024, με αναφορά και στην Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024, το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. και Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203) και η διακριτική ευχέρεια του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις «είναι ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (Michael Kamel Barakat  v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916, Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371)». Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes, ανωτέρω, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). 

 

Η τήρηση, λοιπόν, της αρχής της καλής πίστης είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ. Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No.193, σελ.19). Υπάρχει δε μαχητό τεκμήριο ότι οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια της Διοίκησης είναι καλόπιστη (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε στη βάση του άρθρου 111 του Νόμου και του Τρίτου Πίνακα αυτού, εφόσον κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση. Στο άρθρο 111 του Νόμου, προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα». Σύμφωνα λοιπόν με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, που τιτλοφορείται «Προσόντα για Πολιτογράφηση», και στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 111 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει (η έμφαση έχει προστεθεί)-

 

«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:

 

(α) Διαµονή στη Δηµοκρατία για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία της αίτησης, και

 

(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισµένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:

 

Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενα τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης τους η διαμονή του να είναι συνεχής.».

 

Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, με βάση την προεκτεθείσα διάταξη, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της.

 

Εν προκειμένω, όπως έχει προαναφερθεί, οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση του αιτητή, επειδή αυτός δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά καθορίζονται στις προεκτεθείσες παραγράφους 1(α) και 1(β) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, καθότι τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, αυτός απουσίαζε από τη Δημοκρατία για διάστημα 51 ημερών, ενώ, επιπρόσθετα, δεν συμπλήρωνε επτά (7) χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησής του, αλλά έξι (6) χρόνια, τέσσερεις (4) μήνες και δέκα (10) μέρες.

 

Ξεκινώντας από το πρώτο, διαπιστώνω ότι πράγματι, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, προκύπτει ότι ο αιτητής δεν διέμενε στη Δημοκρατία καθ’ όλο κατά το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 µηνών της ηµεροµηνίας υποβολής της αίτησής του, ήτοι κατά το διάστημα από 19.3.2018 μέχρι 19.3.2019, ως απαιτείται από την παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, αλλά ότι αυτός απουσίαζε για 51 ημέρες. Αυτό αναφέρεται ρητά στην έκθεση της Λειτουργού προς τον Υπουργό (σελίδωση 73 και 71 στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Β» κατά τις διευκρινίσεις, όπου γίνεται παραπομπή και στη σελίδωση 70 του ιδίου φακέλου). Στην εν λόγω δε σελίδωση 70 και στο εκεί περιεχόμενο σχετικό έγγραφο, καταγράφονται αναλυτικά οι αφίξεις και αναχωρήσεις του αιτητή από τη Δημοκρατία κατά το δωδεκάμηνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, με αποτέλεσμα τη διαπίστωση ότι ο αιτητής είχε διαμείνει στη Δημοκρατία κατά το πιο πάνω διάστημα για συνολική διάρκεια 10 μήνες και 14 μέρες.

 

Ως εκ των πιο πάνω, καθίσταται πρόδηλο ότι ο αιτητής δεν πληρούσε την προϋπόθεση της παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου. Τα όσα επί του υπό συζήτηση θέματος αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του, ουδόλως διαφοροποιούν την πιο πάνω διαπίστωση, η οποία αποβαίνει καταλυτική, και δεν αναιρούν το πραγματικό γεγονός ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα υπό του ιδίου του Νόμου προβλεπόμενα. Πράγματι, ο ίδιος ο Νόμος, σύμφωνα με την παράγραφο (α), απαιτεί διαμονή στη Δημοκρατία «για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών» και όχι για κάποια διαστήματα, όπως είναι η περίπτωση στην αμέσως επόμενη παράγραφο (β), στην οποία προβλέπονται τα εξής:

 

«(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισμένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:».

 

Ξεκάθαρα και ρητά, λοιπόν, η παράγραφος (α) απαιτεί τη διαμονή στη χώρα για όλο το διάστημα των δώδεκα μηνών και αυτό δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως παρουσία του αιτούντος αλλοδαπού στη Δημοκρατία κατά το εν λόγω διάστημα. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε διαφορετική ρύθμιση, ρητά θα το έπραττε, όπως ρητά το έπραξε αναφορικά με την προεκτεθείσα παράγραφο (β). Πουθενά στο Νόμο δεν προβλέπεται αυτό που εισηγείται η κα Κουπαρή, ήτοι η δυνατότητα του αιτούντος αλλοδαπού να υποβάλει αίτηση για πολιτογράφηση ακόμα και αν έχει απουσιάσει μέχρι και για συνολικό διάστημα 90 ημερών κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες πριν από την υποβολή της αίτησής του (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου επί παρομοίου θέματος, στην H.A.D. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 577/2021, ημερ. 18.2.2025 και πιο πρόσφατα στην O.R. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 789/2023, ημερ. 17.9.2025 και στην M.N.L. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1401/2022, ημερ. 18.9.2025).

 

Συνεπώς, ο αιτητής προδήλως δεν πληρούσε μια εκ των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου για πολιτογράφηση και δη αυτήν της παραγράφου 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου. Με αυτό ως δεδομένο, ήδη από αυτό το στάδιο, κρίνεται ότι ορθώς η αίτησή του απορρίφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, διαπιστώνω ότι και η δεύτερη διαπίστωση των καθ’ ων η αίτηση είναι ορθή: ο αιτητής δεν πληροί ούτε την έτερη προβλεπόμενη προϋπόθεση, ήτοι αυτήν της παραγράφου 1(β) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, η οποία θα πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση με την προεκτεθείσα επιφύλαξη της εν λόγω διάταξης: ο αιτητής, ως εργαζόμενος που διέμενε στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, δεν συγκέντρωνε, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών από την υποβολή της αίτησής του, συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία μάλιστα το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του, η διαμονή αυτή να είναι συνεχής. Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 1Β, σελ. 69), από το το έτος 2011 μέχρι και το έτος 2019, ο αιτητής είχε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία για συνολικό διάστημα 6 μηνών και 6 ημερών. Αυτό προκύπτει και από το έγγραφο με τις καταχωρηθείσες αφιξοαναχωρήσεις του αιτητή (σελ. 68-66), όπου και πάλι διαπιστώνεται συνολικό διάστημα παράνομης παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία ανερχόμενο σε έξι (6) μήνες και έξι (6) μέρες.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή αναπόφευκτα δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας: είναι πρόδηλο ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση και, συνακόλουθα ορθώς οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτησή του.

 

Δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που θα μπορούσε βάσιμα να υποστηρίξει τον ισχυρισμό περί κακόπιστης συμπεριφοράς των καθ’ ων η αίτηση. Υπό το φως δε των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω και έχοντας βεβαίως ως αφετηρία ότι η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης, τα όσα αναφέρει η συνήγορος του αιτητή στη γραπτή της αγόρευση, ουδόλως μπορούν να προσθέσουν στην επιχειρηματολογία της περί απόφασης παράνομης και/ή πεπλανημένης, ενώ ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται.

 

Περαιτέρω δε, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησής της. Εξετάζοντας την, περιεχόμενη στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 26.1.2023, απόφαση, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην εν λόγω απόφαση, περιέχεται η νομική βάση, αλλά και το σκεπτικό και οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Γενικότερα, η δοθείσα αιτιολογία πράγματι παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα, στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΕΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΕΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, από τα οποία προκύπτουν με σαφήνεια οι λόγοι απόρριψης της αίτησης (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C227S.A., ανωτέρω, D.J.G., ανωτέρω, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

 

Ενόψει λοιπόν των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων,  κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου, εφόσον δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο