Δ. Ζ. ν. ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ, Υπόθεση Αρ. 541/2019, 16/10/2025
print
Τίτλος:
Δ. Ζ. ν. ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ, Υπόθεση Αρ. 541/2019, 16/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                    

(Υπόθεση Αρ. 541/2019)

 

 16 Οκτωβρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

           

                         Δ. Ζ.                                                                                        Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

                  ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

                                                       Καθ΄ ου  η Αίτηση

 

Ρ. Ευγενίου (κα), για Μ. Ηλιάδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Σ. Αγγελίδης, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ου η Αίτηση

Α. Νικολάου, για Κώστας Τσιρίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος 1

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Η αιτήτρια στρέφεται κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση, Δήμου Λεμεσού («ο Δήμος»), η οποία λήφθηκε κατά την 50η συνεδρία του, ημερομηνίας 31.1.2019 και σύμφωνα με την οποία προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη (Ε.Μ.) 1. Γ. Μ. και 2. Χ. Β. στη θέση Πρώτου Τεχνικού Επιθεωρητή (Α10+1) («η επίδικη θέση») από 1.2.2019, αντί και/ή στη θέση αυτής.

 

Σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό, στην εν λόγω συνεδρία κλήθηκε και παρέστη για να υποβάλει τη σύστασή του ο Αναπληρωτής Δημοτικός Γραμματέας, ο οποίος, αφού εισηγήθηκε δια της υποβληθείσας συστάσεώς του την προαγωγή των δυο Ε.Μ., αποχώρησε από τη συνεδρία.

 

Ακολούθησε προφορική συνέντευξη των υποψηφίων, εν είδει ερωτήσεων που υπεβλήθησαν από τον Δήμαρχο, και, στη συνέχεια, το Δημοτικό Συμβούλιο, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, την προαγωγή των δυο Ε.Μ. αντί της αιτήτριας, η οποία αντέδρασε και κατά της εν λόγω απόφασης καταχώρησε την υπό αναφορά προσφυγή, στις 12.4.2019.

 

Το Δικαστήριο τούτο, με την απόφασή του ημερομηνίας 25.5.2021, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω μη τήρησης και/ή έλλειψης άρτιων πρακτικών κατά την 50η συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 31.1.2019, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση του Δικαστηρίου «[.] δεν φαίνεται να έχει καταγραφεί πουθενά η αξιολόγηση και/ή απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου συνέντευξή τους. Δεδομένου μάλιστα ότι μέρος της προαγωγικής διαδικασίας και/ή στοιχείο αξιολόγησης υπήρξε, σύμφωνα με το πρακτικό, και η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη, ήτοι στις υπό του Δημάρχου υποβληθείσες ερωτήσεις, ήταν αναγκαία και/ή ουσιώδους σημασίας η συμπερίληψη στο εν λόγω πρακτικό, της εντύπωσης που έδωσαν οι υποψήφιοι στο Δημοτικό Συμβούλιο κατά την ενώπιον του συνέντευξή τους. Η παντελής απουσία μιας τέτοιας καταγραφής στο πρακτικό της 50ης συνεδρίας του Συμβουλίου, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, σαφώς και στοιχειοθετεί τον ισχυρισμό περί μη τήρησης άρτιου πρακτικού και καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση υποκείμενη σε ακύρωση, η δε διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου καθίσταται ανέφικτη.».

 

Επιπρόσθετα, στη βάση των πιο πάνω, το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείτο και πρόσθετος λόγος ακύρωσης, ο οποίος έγκειτο στην έλλειψη επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση Δημοτικού Συμβουλίου, ως προς την τελική επιλογή των δυο Ε.Μ. για την πλήρωση της επίδικης θέσης.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε έφεση από την αιτήτρια (ως επιτυχούσα διάδικο), η οποία αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο, διότι δεν εξέτασε πρόσθετους λόγους ακύρωσης, τους οποίους προέβαλε ενώπιόν του, ήτοι ότι ήταν παράνομη η σύσταση του Αναπληρωτή Δημοτικού Γραμματέα καθότι συγκρουόταν με τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων και, συνεπώς, παράνομα λήφθηκε υπόψη από το Δημοτικό Συμβούλιο, καθώς και ότι η τελική κρίση του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν αναιτιολόγητη, αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, σε παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου.

 

Το Εφετείο (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία), με την απόφασή του ημερομηνίας 3.6.2025[1], χωρίς να παραμερίζει την πρωτόδικη απόφαση, παρέπεμψε την υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο για να εξεταστεί ο επιτυχής πρώτος λόγος έφεσης, ο οποίος έγκειται στον ισχυρισμό ότι «το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και/ή επλανήθη όταν παρέλειψε να εξετάσει τον πρώτον λόγον ακυρώσεως που προβλήθηκε στην Πρωτόδικη Διαδικασία από την Εφεσείουσα/Αιτήτρια, ως Γ.1., της οποίας ο τίτλος είχε ως εξής: «Γ.1. Πάσχει και/ή εκφεύγει των στοιχείων των φακέλων η σύσταση του Αναπληρωτή Δημοτικού Γραμματέα/Παράνομα λήφθηκε υπόψη από το Δημοτικό Συμβούλιο» και ο οποίος προηγείτο της εξέτασης του Γ.3 λόγου ακυρώσεως περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών».  

 

Δεδομένων των πιο πάνω, το παρόν Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για διευκρινίσεις και επεφύλαξε εκ νέου την απόφασή του, στις 8.10.2025, ειδικά και μόνον ως προς τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης.

 

Αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων της αιτήτριας, που προωθείται δια των γραπτών της αγορεύσεων, ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Δημοτικού Γραμματέα πάσχει ως αντίθετη και/ή συγκρουόμενη με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων και, συνακόλουθα, ως πεπλανημένη, παρανόμως δε αυτή λήφθηκε υπόψη από το Δημοτικό Συμβούλιο. Κατά τη σχετική εισήγηση, η εν λόγω σύσταση πάσχει πολλαπλώς, καθότι, πέραν του ότι δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων, διακατέχεται από ανακρίβειες και αοριστίες και δεν προκύπτουν οι λόγοι που οδήγησαν στη διαμόρφωσή της υπέρ των δυο Ε.Μ. αντί της αιτήτριας. Και τούτο, καθότι η αιτήτρια, ενώ είναι ίση σε αξία με τα δυο Ε.Μ., υπερέχει έναντι τους σε αρχαιότητα και αξία (λόγω υπέρτερης πείρας), ενώ υπερέχει έναντι του Ε.Μ. 2 και σε προσόντα. Ο δε Αναπληρωτής Δημοτικός Γραμματέας δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, ως αυτή προκύπτει από τους οικείους διοικητικούς φακέλους.

 

Επί των πιο πάνω, η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ορθή, πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, αποτελεί δε αυτή το προϊόν  δέουσας έρευνας και λήφθηκε κατ’ ορθή ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει ο Νόμος στον Δήμο, ενώ ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της εν λόγω απόφασης. Δεδομένης δε της συγκριτικής εικόνας των τριών διαδίκων στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, η σύσταση κρίνεται καθόλα σύννομη και βρίσκεται σε πλήρη συμβατότητα με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων. Εν πάση δε περιπτώσει, καταλήγει η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, η αιτήτρια σε καμία περίπτωση δεν κατέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι των δυο Ε.Μ., με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα ανατροπής της επίδικης απόφασης του καθ’ ου, η οποία υπήρξε σύννομη και εύλογα επιτρεπτή.

 

Υπέρ της νομιμότητας και εγκυρότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολόγησε και ο συνήγορος του Ε.Μ. 1, ο οποίος, με εκτενή αναφορά σε σχετική νομολογία, προβάλλει εν πολλοίς θέσεις παρόμοιες με αυτές της πλευράς του καθ’ ου η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων και ισχυρισμών που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την προώθηση των θέσεων των διαδίκων, είτε υπέρ είτε κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ο Αν. Δημοτικός Γραμματέας με την υποβληθείσα προς το Δημοτικό Συμβούλιο σύστασή του, σύστησε για προαγωγή στην επίδικη θέση τα δυο Ε.Μ. Όπως καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό, η σύσταση διαμορφώθηκε με βάση τα νομολογημένα και θεσμοθετημένα κριτήρια, τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις και το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων.

Η συγκριτική εικόνα της αιτήτριας και των δυο Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Στο κριτήριο της αξίας, όπως αυτή προκύπτει από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις τεσσάρων ετών, η αιτήτρια είναι ισοδύναμη με το Ε.Μ. 2, Χ. Β., εφόσον και οι δυο βαθμολογήθηκαν με 7 Εξαίρετα (Ε) και 1 Πολύ Ικανοποιητικά (ΠΙ) για το έτος 2017, ενώ για τα έτη 2014, 2012 και 2011, αυτές βαθμολογήθηκαν με 6Ε και 2ΠΙ. Σε σχέση με το Ε.Μ. 1, Γ. Μ., η αιτήτρια υστερεί, εφόσον το Ε.Μ. 1 βαθμολογήθηκε με 7Ε και 1ΠΙ τόσο για το έτος 2017 όσο και για τα προηγούμενα έτη (2014, 2012, 2011).

 

Όσον αφορά στα προσόντα, όπως προκύπτει και από τον οικείο διοικητικό φάκελο, η αιτήτρια κατέχει Πτυχίο Πολιτικού Μηχανικού από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (ΑΤΙ), το Ε.Μ. 1 Πτυχίο στην Πολιτική Μηχανική και το Ε.Μ.2 επίσης Πτυχίο στην Πολιτική Μηχανική, καθώς και Μεταπτυχιακό (Master) στην Πολιτική Μηχανική. 

 

Στο κριτήριο της αρχαιότητας, η αιτήτρια κατέχει τη θέση Ανώτερου Τεχνικού (αμέσως προηγούμενη της επίδικης) από 1.4.2011, όπως και το Ε.Μ. 2, ενώ το Ε.Μ. 1 κατέχει τη θέση Ανώτερου Τεχνικού από 1.1.2013.

 

Με αυτά τα δεδομένα, η σύσταση του Αν. Δημοτικού Γραμματέα κρίνεται ορθή και σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή.

Είναι νομολογημένο ότι η σύσταση εξετάζεται σε συσχετισμό με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, στη βάση των θεσμοθετημένων κριτηρίων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), ούτως ώστε η αιτιολογία της να προκύπτει μέσα από ό,τι αποτυπώνεται σε αυτούς (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695). Η σύσταση του Διευθυντή/Προϊσταμένου πρέπει να εναρμονίζεται με τα στοιχεία των φακέλων, διαφορετικά δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023, Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161), η δε εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων αποτελεί βοήθημα για τη μόρφωση κρίσης από το αποφασίζον διοικητικό όργανο (Χατζηκωστή, ανωτέρω, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 265).

 

Εξετάζοντας το σχετικό πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 31.1.2019, διαπιστώνω ότι ο Αν. Δημοτικός Γραμματέας, κατά τη διαμόρφωση της σύστασής του, μελέτησε όλα τα ενώπιον του δεδομένα, με τη σύσταση να εμπεριέχει τα κατά νομολογία απαραίτητα γνωρίσματα νομιμότητας και ουσίας (Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 108/2016, ημερ. 2.10.2023, Δημοκρατία ν. Κυρατζιή-Κτωρίδου, Α.Ε. 311/16, ημερ. 8.5.2023). Πρόκειται για μια επαρκώς αιτιολογημένη σύσταση, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων. Προκύπτει από την εν λόγω σύσταση ότι ο Αν. Δημοτικός Γραμματέας έκανε ειδική μνεία στα δυο Ε.Μ., όπως και στην αιτήτρια, λαμβάνοντας υπόψη την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητά τους.

 

Ως προς την αξία, με βάση τις προαναφερθείσες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, η αιτήτρια είναι ισοδύναμη με το Ε.Μ. 2, όχι όμως και με το Ε.Μ.1, έναντι του οποίου υστερεί, εφόσον αυτός, για τα έτη 2014, 2012 και 2011 βαθμολογήθηκε με 7Ε-1ΠΙ, σε αντίθεση με την αιτήτρια που βαθμολογήθηκε με 6Ε-2ΠΙ. Εν προκειμένω, δεν συμφωνώ με την εισήγηση της πλευράς της αιτήτριας ότι η εν λόγω διαφορά είναι οριακή και, άρα, μηδαμινής σημασίας και/ή ότι δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Αντίθετα, αυτή η υπεροχή του Ε.Μ. 1 έχει τη σημασία της και δεν μπορεί να αγνοηθεί, ενόψει και της ισοπεδωτικής εικόνας που κατά κανόνα παρουσιάζουν οι υποψήφιοι (βλ. Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1691/2017, ημερ. 28.9.2020). Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, η αιτήτρια δεν υπερέχει σε αξία έναντι των Ε.Μ..

 

Ως προς την αρχαιότητα, η αιτήτρια είναι ισοδύναμη με το Ε.Μ. 2, εφόσον κατέχουν τη θέση Ανώτερου Τεχνικού (αμέσως προηγούμενη της επίδικης) από 1.4.2011, ενώ πράγματι υπερέχει έναντι του Ε.Μ. 1 κατά 21 μήνες στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση. Σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχαιότητα φέρει μαζί της, κατά τεκμήριο, και την ανάλογη πείρα λόγω ακριβώς του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου (Μουρτζή v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία v. Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756, Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2/2014, ημερ. 13.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:C15). Ταυτόχρονα, όμως, είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι η αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγοντας και προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνον όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια, ήτοι την αξία και τα προσόντα (Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 162/2010, ημερ. 11.4.2017, Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403). Επιπρόσθετα, έχει επίσης νομολογηθεί ότι σε θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, όπως εν προκειμένω η επίδικη, η αρχαιότητα δεν έχει μεγάλη σημασία (Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 99). Εν προκειμένω, ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, η αιτήτρια υστερεί έναντι του Ε.Μ. 1 σε αξία, όπως αυτή προκύπτει από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με αποτέλεσμα η υπεροχή της έναντι του συγκεκριμένου Ε.Μ. σε αρχαιότητα κατά 21 μήνες, να μην είναι αποφασιστικής σημασίας.

 

Τέλος, ούτε ως προς τα προσόντα υπάρχει οποιαδήποτε υπεροχή της αιτήτριας έναντι των δυο Ε.Μ.. Αντίθετα, εάν υπάρχει ένας υποψήφιος που υπερτερεί στο κριτήριο των προσόντων, αυτή είναι το Ε.Μ. 2 Β., η οποία κατέχει και πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ήτοι Μεταπτυχιακό (Master) στην Πολιτική Επιστήμη. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι εσφαλμένα αναφέρεται στη σύσταση (βλ. παράγραφο 4) ότι είναι το Ε.Μ. 1, Μ., που διαθέτει πρόσθετα «προσόντα συναφή με την θέση». Πρόκειται προφανώς για εσφαλμένη και/ή εκ παραδρομής αναφορά σε όνομα άλλου υποψηφίου, εφόσον είναι πρόδηλο ότι η συγκεκριμένη αναφορά αφορούσε στην κα Β., Ε.Μ. 2. Και τούτο προκύπτει αβίαστα όχι μόνον από τους οικείους φακέλους, αλλά και από την αμέσως επόμενη πρόταση της εν λόγω παραγράφου, όπου αναφέρεται ότι «Συγκεκριμένα η κα Β. κατέχει ως πρόσθετο προσόν πτυχίο Πολυτεχνείου στην Πολιτική Μηχανική πενταετούς διάρκειας το οποίο αναγνωρίστηκε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ως τίτλος ισότιμος και αντίστοιχος προς (α) Πτυχίο Πανεπιστημιακού Επιπέδου και (β) Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master ενώ ο κ. Μ. [Ε.Μ.1] κατέχει το ίδιο πτυχίο αλλά δεν έχει αποταθεί για τη διαδικασία αναγνώρισης ισοτιμίας επιπέδου Master». Αυτά εις απάντηση της πλευράς της αιτήτριας ότι υπήρξε πλάνη του Αν. Δημοτικού Γραμματέα ως προς τα προσόντα των υποψηφίων. Αντιθέτως, ουδεμία πλάνη υπήρξε. Εν πάση δε περιπτώσει η εικόνα των τριών υποψηφίων ως προς τα προσόντα έχει ήδη εκτεθεί πιο πάνω και επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των οικείων φακέλων.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, ως συμβαίνει εν προκειμένω, λαμβάνονται υπόψη, μόνον εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Εναπόκειται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει, αποφεύγοντας δυο άκρα, ήτοι, αφενός, να μη δοθεί σ' αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.135/2013, ημερ. 3.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:C44, Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Γιώργος Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Εν πάση όμως περιπτώσει, τα πρόσθετα προσόντα δεν μπορούν να παραγνωριστούν, εφόσον αποτελούν στοιχείο εξέτασης και απόφασης επί της ικανότητας ενός υποψηφίου για την καλύτερη διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης (Καραγεώργη v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 49/2013, ημερ. 9.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C293). Έχει επίσης νομολογηθεί ότι, σε περίπτωση ισοδύναμων υποψηφίων, πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, παρέχουν πλεονέκτημα στον κάτοχό τους για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Δημοκρατία κ.α. ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395). 

Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν διαπιστώνεται ούτε κενό έρευνας, ούτε αιτιολογίας, αλλ’ ούτε και πλάνη στη σύσταση του Αν. Δημοτικού Γραμματέα, ως προς τη συνολική στάθμιση των κριτηρίων επιλογής, την αξιολόγηση των υποψηφίων και την επιλογή των δυο Ε.Μ.. Αντίθετα, η δοθείσα σύσταση συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και κρίνεται ορθής και επαρκώς αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD v. Δημοκρατία, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023), αλλά και ευλόγως επιτρεπτή, εντός των παραμέτρων που τάσσει η σχετική νομολογία.

 

Συνακόλουθα, ορθά και νόμιμα το Δημοτικό Συμβούλιο έλαβε ακολούθως υπόψη του την δοθείσα σύσταση, η οποία, για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, υπήρξε ορθή και σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Μάλιστα, η δοθείσα σύσταση προσθέτει στην αξία των Ε.Μ. και θέτει αυτά σε υπέρτερη θέση έναντι της αιτήτριας: κατά πάγια νομολογία, η σύσταση επαυξάνει και/ή προσθέτει στην αξία ενός υποψηφίου ως ανεξάρτητος και αυτοτελής δείκτης (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Ροζάννα-Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/10, ημερ. 10.9.2015, Παντελής Λοϊζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 663).

 

Εν τέλει, οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι αποκρυσταλλωμένες: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C214, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία, είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).

 

Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκεί όπου απουσιάζει έκδηλη υπεροχή, ώστε να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, εκτός αν πράγματι προκύπτει μια τέτοια έκδηλη υπεροχή (Μαρία Παπά ν. Ανδρέας Φραντζής, Α.Ε. 91/2014, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C62). Επέμβαση του Δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή, θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάνει κακή χρήση της (Γεώργιος Χωραττάς ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 43/2021, ημερ. 19.11.2024, Georghiou v. Republic (1976) 3 CLR 74, Γ.Μ. Παπαχατζή «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», σελ. 729, και Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329) Χρίστος Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 901/2010, ημερ. 8.10.2013, ΕΔΥ ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329). Στην υπό κρίση περίπτωση, τόσο ο Αν. Δημοτικός Γραμματέας, όσο και το Δημοτικό Συμβούλιο άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια εντός των ορίων που τους παρέχει ο Νόμος και σε καμία περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας έναντι των Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου (Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023).

 

Τα πιο πάνω βεβαίως αφορούν στον πρώτο, προτασσόμενο στην γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, λόγο ακύρωσης, ο οποίος έγκειται στον ισχυρισμό περί πάσχουσας σύστασης του Αν. Δημοτικού Γραμματέα, η οποία και παράνομα λήφθηκε υπόψη από το Δημοτικό Συμβούλιο. Ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, τον οποίον, με την απόφαση του Εφετείου στην Ε.Δ.Δ. 85/2021, κλήθηκε να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο, απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Υπό τις περιστάσεις και δη ενόψει του γεγονότος ότι, δια της αρχικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, ημερομηνίας 25.5.2021, είχαν επιδικαστεί στην αιτήτρια, επιτυχούσα διάδικο, έξοδα εκ €1800 και η εν λόγω διαταγή δεν έχει παραμεριστεί, δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Δ. Ζ. ν. Δήμου Λεμεσού, Ε.Δ.Δ. 85/2021, ημερ. 3.6.2025.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο