ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 641/2021
24 Οκτωβρίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Timur Litvishko
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών
Καθ' ων η Αίτηση
.........
Ελίνα Ταβλαρίδη για Κασσάνδρα Κουππαρή, Δικηγόρος για Αιτητή
Αλέξανδρος Ελευθερίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής είναι υπήκοος Ρωσίας και αφίχθη στη Δημοκρατία τον Ιούνιο 1996. Στις 18.05.1996 νυμφεύτηκε με πρόσωπο, το οποίο στις 16.04.2006 απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα. Μαζί απέκτησαν δύο τέκνα (το έτος 1996 και 1998). Στις 03.05.2007, μετά δηλαδή την πολιτογράφηση της συζύγου του, υπέβαλε αίτηση πολιτογράφησης, η οποία απερρίφθη στις 14.09.2009. Στις 02.02.2011 εκδόθηκε διαζύγιο του Αιτητή.
Στις 10.01.2018 ο Αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτηση για πολιτογράφηση, η οποία απερρίφθη από τον Υπουργό Εσωτερικών με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε την προϋπόθεση 1 (γ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141 (1)/2002 (ως είχε τότε), δηλαδή δε διαπιστώθηκε ότι είναι άτομο καλού χαρακτήρα και ο Αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερ. 22.04.2021, πράξη την οποία προσβάλλει με την παρούσα, αξιώνοντας ως ακολούθως (το λεκτικό μεταφέρεται αυτολεξεί από την αίτηση ακυρώσεως):
«Α. Δήλωση και/ή Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι ή αρνητική απάντηση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, του Υπουργείου Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 22.4.2021 (η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α) στην αίτηση και/ή επιστολή, η οποία υποβλήθηκε κατά η περί τις 10.01.2018 είναι παράνομη και/ή αντίθετη με το Σύνταγμα και/ή με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και/ή Κανονισμούς και/ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων
B. Ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 22.4.2021, για απόρριψη της επιστολής και/ή αίτησης της αιτήτριας, η οποία υποβλήθηκε κατά η περί τις 10.01.2018, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Εισαγωγικά σημειώνω ότι με τα δύο αιτητικά της προσφυγής προσβάλλεται η ίδια πράξη των Καθ’ ων η αίτηση στη βάση διαφορετικών νομικών βάσεων, πρακτική που ορθό είναι να αποφεύγεται (βλ. Προσ. Αρ. 640/2017 TΗUY ν Δημοκρατίας απόφαση ημερομηνίας 31.8.2017).
Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή εγείρει διάφορους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης. Με την αγόρευσή της θέτει ότι η αίτηση του Αιτητή έπρεπε να εγκριθεί καθότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 111 και Τρίτου Πίνακα του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(I)/2002) ως είχε τότε (εφεξής ο «Νόμος») καθώς και ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν αναρμοδιότητας και/ή πλημμελούς πρακτικού λόγω της μονολεκτικής απόρριψης του αιτήματός του, κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας, πλημμελούς έρευνας/αιτιολογίας και πλάνης, και μη καλόπιστης άσκησης διακριτικής ευχέρειας και παραβίασης του δικαιώματος σε οικογενειακή ζωή του Άρθρου 15 του Συντάγματος. Περαιτέρω εγείρεται ισχυρισμός ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του Αιτητή καθότι δεν του δόθηκε δικαίωμα να απαντήσει στις κατηγορίες της ΚΥΠ ιδίως από τη στιγμή που ήταν πατέρας δύο τέκνων και είχε σύζυγο, η οποία μάλιστα είχε ήδη πολιτογραφηθεί στη Δημοκρατία.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, υπεραμύνεται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, υποβάλλοντας ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι η ευρεία διακριτική εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών για χορήγηση πιστοποιητικού πολιτογράφησης, ασκήθηκε νόμιμα, καλόπιστα και μετά από δέουσα έρευνα επί όλων όσων μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, υπό τις περιστάσεις.
Έχω εξετάσει τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και καταλήγω ως εξής:
Είναι θεμελιωμένη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η παραχώρηση πολιτογράφησης εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, η δε υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη διοίκηση δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκαν χωρίς τη δέουσα έρευνα [ΑΕ Αρ. 74/2008 Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66].
Στη απόφαση στην ΑΕ Αρ. 181/12 Reyes ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Λειτουργού Μετανάστευσης Υπουργείο Εσωτερικών ημερ. 24.10.2018, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):
«Η ύπαρξη των τυπικών κριτηρίων, δεν οδηγεί βεβαίως αυτομάτως και άνευ ετέρου σε έγκριση. Εκτός από τη βούληση του ατόμου, η οποία εκφράζεται με την υποβολή αίτησης, απαιτούμενο στοιχείο είναι και η έκφραση κυρίαρχης βούλησης της πολιτείας που δύναται να προσδώσει την ιθαγένεια. Συνεπώς, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου, όπως αναλύονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου. Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα, τις γνώσεις του για τον Κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά τη συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής, βλ. Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126. Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα. Εντός του εν λόγω πλαισίου, εντάσσεται και φυσικά δεν αναιρείται, η υποχρέωση καλόπιστης εξέτασης του αιτήματος και διεξαγωγή δέουσας έρευνας.
Ξεκινώντας θα απορρίψω τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης. Η μονολεκτική διά της λέξης «εγκρίνεται» πλησίον της υπογραφής με ημερομηνία 21.01.2021, καταγραφή επί της απευθυνόμενης στον Υπουργό έκθεσης των λειτουργών των Καθ' ων η αίτηση (Ερ. 460 του Τεκμηρίου 2-Φάκελος τόμος ΙΙ), στην οποία γινόταν εισήγηση απόρριψης του αιτήματος πολιτογράφησης, ήταν επαρκής απόδειξη ότι ο Υπουργός, ως αρμόδιο όργανο, εξέδωσε την εν λόγω απορριπτική απόφαση. Η εν λόγω καταγραφή απέδειξε τόσο την άσκηση της αρμοδιότητας όσο και την τυπική (εξ απόψεως δέοντος πρακτικού) νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.
Σχετική είναι η απόφασή μου στην Υπ. Αρ. 1260/2019 M.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών κ.α. ημερ. 08.02.2024 στην οποία αναφέρομαι και σε σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου [βλ. Πρ. Αρ. 475/2019 Arzumanyan ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 14/3/2022 (Καλλίγερου, ΠΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 749/2019 Alarcon ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 29.03.2022 (Ευσταθίου- Νικολετοπούλου, ΔΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 1514/2019 Cabardo ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ημερ. 06.05.2022 (Κωμοδρόμος, ΔΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 232/2020 Mendis Hewa ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ημερ. 11.05.2022 (Γαβριήλ, ΔΔΔ)]
Ως προς τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του Αιτητή, είναι θεωρώ σαφές και κοινώς αποδεκτό ότι η διοίκηση έδρασε το συμπέρασμά της περί του χαρακτήρα του Αιτητή στο ότι απασχόλησε στο παρελθόν την αστυνομία αφενός για συγκεκριμένες συμπεριφορές αφετέρου για ποινικά αδικήματα, για τα οποία τελικώς καταδικάστηκε. Ο Αιτητής απορρίπτει βέβαια ότι καταδικάσθηκε σε ποινικές υποθέσεις επικαλούμενος το λευκό ποινικό του μητρώο και ότι ουδέποτε του δόθηκε δικαίωμα να απαντήσει σε όσα η ΚΥΠ του πρόσαψε.
Καταρχάς σημειώνω ότι, σε αντίθεση με την τελευταία αυτή θέση της δικηγόρου του Αιτητή, ότι δεν προκύπτει η ΚΥΠ να ανέφερε οτιδήποτε μεμπτό ως προς τον Αιτητή πάρα μόνο παρέπεμψε στο ότι απασχόλησε την Αστυνομία για ποινικά αδικήματα. Περαιτέρω, το αντίγραφο λευκού ποινικού μητρώου έτους 2017 φαίνεται να ήταν ενώπιον των Καθ’ ων η αίτηση αλλά επίσης προκύπτει ότι ο Αιτητής πράγματι, σε αντίθεση και εδώ με τη θέση του Αιτητή, είχε τόσο πριν όσο και μετά του εν λόγω έτους, καταδικαστεί σε ποινικές υποθέσεις (απόφαση Ε.Δ. Λεμεσού ημερ. 19.04.2016-Παράρτημα Γ σε Αίτηση Ακυρώσεως και απόφαση Ε.Δ. Λεμεσού ημερ. 14.01.2019) αλλά και ότι είχε απασχολήσει και στο παρελθόν την αστυνομία σε άλλες περιπτώσεις που έφτασαν σε καταχώριση ποινικής υπόθεσης όμως αποφασίστηκε η αναστολή δίωξής (βλ. Ερ. 347 και 279 Παραρτήματος 6 σε Ένσταση).
Είναι νομολογημένη η δυνατότητα της διοίκησης να αποφαίνεται επί του καλού χαρακτήρα του αιτούντος πολιτογράφησης χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη καν ποινικής υπόθεσης, πόσο μάλλον καταδίκης ή το πιστοποιητικό ποινικού μητρώου. Σχετική η απόφαση του ΑΔ στην Aναθ. Έφ. Αρ. 59/2007 Mohamad Yousife ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 18 όπου επίσης επίδικη ήταν απόρριψη αίτησης πολιτογράφησης και εγέρθησαν ισχυρισμοί περί πιστοποιητικού λευκού ποινικού μητρώου του εκεί αιτητή.
Στην απόφαση του ΑΣΔ στην ΕΔΔ 119/2020 Majid Rahimzadeh v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α ημερ. 25.02.2025 με παραπομπή και στην απόφαση του ΑΣΔ στην ΕΔΔ 141/2018 Hamdan v. Δημοκρατίας ημερ. 06.03.2024 αναφέρθηκε, λίαν σχετικώς με τα εδώ κρινόμενα:
«Περαιτέρω, είναι νομολογημένο πως το Κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση, με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής αλλοδαπών στην Κύπρο. Παρέχεται επαρκές πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον συγκεντρώνονται, από κατάλληλες πηγές, πληροφορίες που ευλόγως προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στην Κύπρο. Ακόμα και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος μπορεί να δικαιολογήσουν την αρνητική απόφαση. Η όποια αμφιβολία λειτουργεί υπέρ της Δημοκρατίας. (βλ. Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 95).
Σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Hamdan v. Δημοκρατίας ΕΔΔ 141/2018, ημερ. 6.3.2024, αντικείμενο της οποίας αποτέλεσε επίσης, η άρνηση εκ μέρους της Διοίκησης, αίτησης αλλοδαπού για απόκτηση Κυπριακής Υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, επικύρωσε ως ορθή την προσέγγιση του Διοικητικού Δικαστηρίου σε σχέση με τη διερεύνηση των «περί εμπλοκής του Εφεσείοντα σε παράνομες δραστηριότητες στη βάση πληροφοριών που εξασφαλίσθηκαν από την ΚΥΠ.» Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:
«Είπε και αυτά το Διοικητικό Δικαστήριο:
«[.] Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί περί εμπλοκής του αιτητή σε παράνομες δραστηριότητες, οι καθ' ων η αίτηση υποδεικνύουν με αναφορά σε νομολογία αναφορικά με απέλαση Ευρωπαίων Πολιτών, σε σχέση με τους οποίους εφαρμόζονται αυστηρότερα κριτήρια, ότι η προηγούμενη ποινική καταδίκη δεν αποτελεί προϋπόθεση για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας ευρωπαίου πολίτη στην επικράτεια της Δημοκρατίας, ενώ αρκούν πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές οι οποίες προκαλούν ανησυχία. Κατά τις εισηγήσεις των καθ' ων η αίτηση, τα ίδια θα πρέπει να ισχύουν και σε όσον αφορά τις περιπτώσεις πολιτογράφησης αλλοδαπών [.]
Η πρωτόδικη προσέγγιση είναι σωστή».
...................................
Διόλου δεν παραβλέπουμε, ότι ο Εφεσείων πρότεινε πως αν όντως υπήρχαν τέτοιες πληροφορίες οι Εφεσίβλητοι έπρεπε να του είχαν προσάψει ανάλογες κατηγορίες, κάτι που δεν έγινε.
Τούτο, όμως, δεν ήταν αναγκαίο.
Δεν αποτελεί απαρεγκλίτως κριτήριο αξιοπιστίας και αποφασιστικότητας των αρμοδίων αρχών, η απόφαση τους να διώξουν, ή όχι, ποινικά έναν αιτητή ή μια αιτήτρια, σε παρόμοιες ή όμοιες περιστάσεις, ενώ εξετάζουν αίτημα απόκτησης της Κυπριακής Υπηκοότητας με πολιτογράφηση.
Αυτό, γιατί, ζητούμενο είναι, σε κάθε περίπτωση, αν ο αιτητής ή η αιτήτρια - και στην προκειμένη ο Εφεσείων - πληρούν τα νομοθετικώς προαπαιτούμενα τα οποία, συνυπολογιζόμενα, υπό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης, μπορεί να οδηγήσουν προς τη μια ή την άλλη απάντηση.
Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Εφεσείων θεωρήθηκε, αιτιολογημένα και εμπεριστατωμένα από τους Εφεσίβλητους, ότι δεν πληρούσε τα σχετικά κριτήρια. Δόθηκε μάλιστα προς τούτο και επαρκές πραγματικό έρεισμα εφόσον, κατά νομολογιακή ευχέρεια, συγκεντρώθηκαν πληροφορίες από κατάλληλες πηγές - όπως η ΚΥΠ - που ευλόγως θεωρήθηκαν από τους Εφεσίβλητους ότι προκαλούν ανησυχία εν σχέσει προς την παρουσία τού εν λόγω ατόμου στην Κύπρο (Eddine ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, 98).
...................................
Η πολιτογράφηση είναι μια εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του Κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα που επιθυμεί, με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης (Mohamad ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, 21).
Δεν αναγνωρίζεται απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης στην Κυπριακή Δημοκρατία, παρά μονάχα προσδοκία πως, διά της δέουσας υποβολής αίτησης, το αίτημα θα αξιολογηθεί προσηκόντως και θα τύχει ανάλογης, καλόπιστης, και εξατομικευμένης κρίσης, κατ' ενάσκηση, πάντα, της παρεχόμενης προς τη Διοίκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας (Alyatim ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496, 500-501, Amer ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 66, 69, Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, 315-316, Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, 2587).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αίτηση του Εφεσείοντα απορρίφθηκε διότι αυτός κρίθηκε από τους Εφεσίβλητους πως δεν πληρούσε την προϋπόθεση 1(γ) του Τρίτου Πίνακα, βάσει του Άρθρου 111 του Ν.141(1)/2002 και συγκεκριμένα το κριτήριο του καλού χαρακτήρα. Και τούτο, σύμφωνα με στοιχεία που κατέχουν οι αρχές του Κράτους, στη βάση πληροφοριών της ΚΥΠ ότι αυτός ενέχετο στις παράνομες δραστηριότητες που αναφέρθηκαν πιο πάνω και βαρύνετο επίσης με ποινική καταδίκη για το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού.
Συνεπώς, η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντος πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη βάση μόνο της προηγούμενης καταδίκης του Εφεσείοντος δεν ευσταθεί. Αντίθετα, προκύπτει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, πως κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, συνυπολογίστηκε τόσο η ποινική καταδίκη, όσο και οι πληροφορίες της ΚΥΠ περί εμπλοκής του Εφεσείοντα σε παράνομες δραστηριότητες. Το γεγονός ότι η εν λόγω ποινική καταδίκη είχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο παραγραφεί, ουδόλως μπορεί να προσμετρήσει προς όφελος του Εφεσείοντα. Τούτο γιατί η ποινική καταδίκη του συνδέεται άμεσα με το κριτήριο του «καλού χαρακτήρα» και επομένως ορθά λήφθηκε υπόψη από τη Διοίκηση σε σχέση με αυτό. Το θέμα της παραγραφής είναι στοιχείο που θα μπορούσε να προσμετρήσει προς όφελος του ως έλλειψη προηγούμενης καταδίκης και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως στοιχείο που αποσυνδέει παντελώς την προηγούμενη καταδίκη του από το κριτήριο του «καλού χαρακτήρα»».
Είναι άρα πλέον σαφές ότι, για την κρίση του καλού χαρακτήρα [προϋπόθεση 1(γ) του Τρίτου Πίνακα του Άρθρου 111 του Νόμου], λαμβάνονται δεόντως και σύννομα υπόψη τόσο προηγούμενες ποινικές καταδίκες όσο και άλλες πληροφορίες ως τούτες που εδώ έλαβαν υπόψη οι Καθ’ ων η αίτηση. Ουδεμία άρα παραβίαση του Νόμου ή πλημμελής άσκηση εξουσίας/ευχέρειας ή έρευνα ή αιτιολογία εντοπίζεται στην όλη διοικητική ενέργεια και οι σχετικές υποβολές του Αιτητή απορρίπτονται.
Απορρίπτεται και ο ισχυρισμός περί παράβασης του δικαιώματος σε οικογενειακή ζωή του Άρθρου 15 του Συντάγματος. Εκτός ότι είναι παραδεκτό ότι πριν την αίτησή του είχε λάβει διαζύγιο και αμφότερα τέκνα του ήταν εκτός της Δημοκρατίας για σπουδές, ο Αιτητής, κατέχει άδεια παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι τις 11.02.2032, συνεπώς δεν βλέπω σε ποια, έστω οριακά συζητήσιμη βάση, μπορεί να γίνεται λόγος για επέμβαση στο δικαίωμά του για οικογενειακή ζωή. Υπενθυμίζεται ότι βάσει της ΑΕ Αρ. 100/2014 S. Al Saleh κ.α. v . Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. ημερ. 10.12.2020 η «άσκηση του κυριαρχικού δικαιώματος της Δημοκρατίας, βάσει των θεσμοθετημένων κριτηρίων του Νόμου, δεν δύναται (..) να αντίκειται στο δικαίωμά (..) για οικογενειακή ζωή».
Σχετική και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Εντ. ΑΔ Φρ. Νικολαΐδης) στην Υπ. Αρ. 727/2006 Khamzaeva ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α, ημερ. 16.07.2007 και του Διοικητικού Δικαστηρίου (Εντ. Γ. Σεραφείμ, ΔΔΔ, τότε) στην Υπόθεση Αρ. 192/2013 Abdalla Amin Hassan ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.09.2016.
Καταλήγοντας, ως προς τον λόγο ακυρότητας περί ισχυριζόμενης παράβασης του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή, έχει παγιωθεί ότι η υπό κρίση διαδικασία δεν είναι πειθαρχικής φύσεως ούτε έχει χαρακτήρα κύρωσης αλλά διαδικασία, κατά την οποία ο αιτούμενος υποβάλλει προς τη διοίκηση τα υποστηρικτικά της αίτησής του έγγραφα. Συνεπώς δεν είναι εκείνης της μορφής που προβλέπεται παροχή δικαιώματος ακρόασης. Σχετικές εν προκειμένω είναι η πρόσφατη απόφαση του ΑΣΔ στην Rahimzadeh (ανωτέρω) αλλά και οι αποφάσεις στις Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510, Joudine κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500, Υπ. Αρ. 120/2007 Ahmad Saeed ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α, 14.05.2009, Υπ. Αρ. 1640/2010 Bekir Inge ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 26.09.2013, Υπ. Αρ. 1493/2006, Εdu Ayotunde Α. κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 07.10.2008.
Συνεπώς και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Ως εκ των ανωτέρω, δεν εντοπίζω πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με 1.800 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο