M. A. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 665/2022, 10/10/2025
print
Τίτλος:
M. A. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 665/2022, 10/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

 

(Υπόθεση Αρ. 665/2022 (i-Justice))

 

10 Οκτωβρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                               M. A.

                                                                             Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Δ. Απαισιώτης, για Αιτητή

Α. Πάλλη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιέχεται σε επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα») προς αυτόν, ημερομηνίας 5.7.2021, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλους οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  

 

Ο αιτητής είναι Ιρανός υπήκοος,  γεννηθείς κατά το έτος 1975, ο οποίος αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 14.6.2000 και έλαβε προσωρινή άδεια παραμονής ως επισκέπτης, με ισχύ μέχρι τις 27.6.2000. Μετά την πάροδο της εν λόγω ημερομηνίας, ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, εφόσον δεν ανανέωσε την άδεια παραμονής του.

 

Στις 9.4.2001, ο αιτητής συνελήφθη για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία και απελάθηκε στις 11.4.2001, δυνάμει σχετικού διατάγματος απέλασης. Ακολούθως, στις 15.4.2003 και στις 20.11.2015 τα στοιχεία του αιτητή καταχωρίστηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων, καθότι είχε επανέλθει παράνομα στη χώρα μέσω των κατεχόμενων περιοχών της Δημοκρατίας.

 

Την 21.5.2016, ο αιτητής τέλεσε γάμο στην Πολωνία με Πολωνή υπήκοο. Ας σημειωθεί ότι τα στοιχεία της συγκεκριμένης Πολωνής υπηκόου είχαν καταχωριστεί προηγουμένως, στις 29.1.2015, στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων, καθότι ο προηγηθείς γάμος της με άλλον Ιρανό υπήκοο είχε κριθεί εικονικός, στις 9.8.2013. Τα στοιχεία της Πολωνής αφαιρέθηκαν από τον κατάλογο στις 27.4.2018.

Στις 25.9.2019, ο αιτητής αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία με την Πολωνή σύζυγό του και στις 16.10.2019, υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της ΕΕ.

 

Στις 2.7.2020, εκδόθηκε το σχετικό δελτίο διαμονής του αιτητή, με ισχύ μέχρι τις 2.7.2025.

 

Στις 22.2.2020, λύθηκε ο γάμος του αιτητή με την προαναφερθείσα Πολωνή, δυνάμει δικαστικού διατάγματος.

 

Αργότερα, στις 23.12.2020, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της ΕΕ, η οποία ωστόσο απορρίφθηκε από το Τμήμα στις 5.7.2021, λόγω μη προσκόμισης εγγράφων στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι ο αιτητής συζούσε με την Πολωνή σύζυγό του τα τελευταία τρία χρόνια, εκ των οποίων ένα τουλάχιστον στη Δημοκρατία, καθώς και πιστοποιητικού διαζυγίου του, δεόντως πιστοποιημένου. Είχε προηγηθεί έλεγχος της γνησιότητας του γάμου του αιτητή από την ΥΑΜ.

 

Στις 10.9.2021, τα στοιχεία του αιτητή καταχωρίστηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων, ενώ αργότερα, δι’ επιστολής ημερομηνίας 5.4.2022, ο αιτητής προσκόμισε πρόσθετα στοιχεία και ζήτησε μέσω του δικηγόρου του όπως τα στοιχεία του αφαιρεθούν από τον εν λόγω κατάλογο.

 

Τελικά, στις 15.4.2022, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, κατά παράβαση του άρθρου 17 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999)[1] και του άρθρου του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου (Ν. 7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).

 

Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο έτερου εγειρόμενου λόγου ακύρωσης που προωθείται, τίθεται εκ μέρους της πλευράς του αιτητή, ζήτημα μη διενέργειας της δέουσας έρευνας πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, καθότι δεν φαίνεται από τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης να τέθηκαν ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου τα ευρήματα της Αστυνομίας αναφορικά με τον έλεγχο της γνησιότητας του γάμου του αιτητή, ενώ ούτε και σχετικό σημείωμα ή/και οποιαδήποτε απορριπτική εισήγηση λειτουργού του Τμήματος προς τον Διευθυντή υπάρχει ως προς τα ευρήματα της Αστυνομίας.

 

Αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, κατόπιν δέουσας έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά με την περίπτωση στοιχεία, και κατ’ ορθή εφαρμογή των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Όπως έχει λεχθεί πιο πάνω, με τον πρώτο εγειρόμενο λόγο ακύρωσης που προωθεί, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον αιτητή ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απόρριψης της αίτησης του αιτητή, δεν λήφθηκε από τον Διευθυντή του Τμήματος, αλλ’ ούτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εξουδιοδοτημένο προς τούτο, ως ορίζεται στο άρθρο 3Α του Νόμου. Αντίθετα, όπως προκύπτει από την ίδια την επίδικη επιστολή, ημερομηνίας 5.7.2021, την επίδικη απόφαση έλαβε η κα. Ε. Η. για Αν. Διευθυντή («E. E. for Act. Director»), η οποία δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη προς τούτο. Αυτά αναφέρονται στην αρχική γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, ημερομηνίας 21.11.2023. Επιπρόσθετα, δια της απαντητικής γραπτής του αγόρευσης, ημερομηνίας 24.12.2024, ο κ. Απαισιώτης προβάλλει επίσης ότι «η κ. Η. είναι άγνωστο προς τον Αιτητή ποιόν τίτλο κατέχει. Όπως επίσης είναι άγνωστο αν είχε την εξουσιοδότηση απευθείας από την Αναπληρώτρια Διευθύντρια να υπογράφει εκ μέρους της την προσβαλλόμενη απόφαση».

 

Σκόπιμα έγινε αναφορά στις ημερομηνίες καταχώρησης των δυο προαναφερθεισών γραπτών αγορεύσεων του συνηγόρου του αιτητή. Και τούτο, καθότι αργότερα, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων της υπόθεσης, στις 7.7.2025, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, με τη σύμφωνη θέση και του κ. Απαισιώτη, κατέθεσε έγγραφο ημερομηνίας 22.4.2021, με τίτλο «ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ», το οποίο προφανώς και δεν ήταν εις γνώση του συνηγόρου του αιτητή κατά το χρόνο σύνταξης των αγορεύσεών του και το οποίο σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 3». Από το εν λόγω έγγραφο, προκύπτει ότι πράγματι, ο τότε Διευθυντής του Τμήματος εξουσιοδότησε, δυνάμει του άρθρου 3Α(1) του Νόμου, την κα Π.Η., Βοηθό Γραμματειακή Λειτουργό (Α2) του κλάδου Ελέυθερης Διακίνησης, να ασκεί εκ μέρους του τις εξουσίες καθώς και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος που οι διατάξεις του Νόμου παρέχουν ή/και αναθέτουν στον Διευθυντή, εξαιρουμένης της εξουσίας έκδοσης διαταγμάτων. Επιπρόσθετα, στην παράγραφο 3 της εν λόγω Εξουσιοδότησης, αναφέρεται ότι «με την υπογραφή της πιο κάτω Υπεύθυνης Δήλωσης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας εξουσιοδότησης, το ούτως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο έχει υποχρέωση να ασκεί τη μεταβιβαζόμενη εξουσία και να εκτελεί το μεταβιβαζόμενο καθήκον» σύμφωνα με οδηγίες που ενδέχεται να δοθούν από τον Διευθυντή. Αμέσως δε πιο κάτω, ως περιεχόμενο της εν λόγω Εξουσιοδότησης, εκτίθεται υπογραμμένη «ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ» της κας Π. Η., η οποία δηλώνει ότι έλαβε γνώση της παρεχόμενης προς αυτήν εξουσιοδότησης.

 

Συνεπώς, με βάση τα πιο πάνω, διαπιστώνεται ότι πράγματι, κατά τον χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης, βρισκόταν σε ισχύ η πιο πάνω Εξουσιοδότηση, δυνάμει της οποίας ενήργησε η Λειτουργός του Τμήματος κ. Ηλία και υπέγραψε την προσβαλλόμενη απόφαση, για Αν. Διευθυντή του Τμήματος. Αυτή δε η εξουσιοδότηση βρίσκεται σε συμβατότητα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 3Α(1) του Νόμου, σύμφωνα με την οποία-

                         

«Ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης δύναται να μεταβιβάζει γραπτώς την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας εξαιρουμένης της εξουσίας περί έκδοσης διαταγμάτων, καθώς και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος που οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, στην αρμόδια αρχή, σε οποιοδήποτε πρόσωπο υπηρετεί στο Τμήμα· στην περίπτωση της μεταβίβασης αυτής, ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης διατηρεί την εξουσία να ασκεί την ούτως μεταβιβαζομένη εξουσία και να εκτελεί το ούτως μεταβιβαζόμενο καθήκον από και κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταβίβασης.».

 

Ως εκ των πιο πάνω, είναι σαφές ότι δεν υφίσταται ζήτημα αναρμοδιότητας στη λήψη της επίδικης απόφασης. Αυτή δε η διαπίστωση δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί με τα όσα προέβαλε κατά τις συμπληρωματικές διευκρινίσεις, και δη κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 29.9.2025, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, παραμένει αδιαμφισβήτητο γεγονός, στη βάση και του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων, ότι το πρόσωπο που υπογράφει την επιστολή ημερομηνίας 5.7.2021, όπου και περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένο να ενεργήσει ως ενήργησε και να λάβει την εν λόγω απόφαση. Ειδικότερα, πέραν του ότι η πρώτη εξουσιοδότηση προς τον κ. Δ., όπως εξάλλου ορθώς επεσήμανε και ο κ. Απαισιώτης, αποσύρθηκε εφόσον δεν ίσχυε για την υπό κρίση περίπτωση, πουθενά στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση δεν αναφέρεται και από πουθενά δεν προκύπτει με στοιχειώδη επάρκεια αυτό που ισχυρίζεται  ο συνήγορος του αιτητή, ότι δηλαδή, πράγματι, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχαν δυο Λειτουργοί του Τμήματος δεόντως εξουσιοδοτημένοι από τον Διευθυντή, ούτε ότι ο κ. Δ. ήταν προϊστάμενος της κας Η., ούτως ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 3Α(4) του Νόμου, ως εισηγείται ο κ. Απαισιώτης.

 

Κατά συνέπεια, ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης περί αναρμοδιότητας, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Περαιτέρω, ως προς τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, θα πρέπει εξ’ αρχής να επισημάνω ότι αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν έχει δικογραφηθεί και, άρα, δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ούτε και να εξεταστεί από το Δικαστήριο: στο νομικό σημείο αρ. 2 της αίτησης ακυρώσεως, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε σε αντίθεση με το νόμο και χωρίς επαρκή έρευνα, κατά παράβαση του άρθρου 45 του Νόμου 158(Ι)/1999.

Κατά συνέπεια, δεδομένης της δικογράφησής του, προχωρώ στην εξέταση του συγκεκριμένου προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η επίδικη απορριπτική απόφαση λήφθηκε στις 5.7.2021 και ότι ο αιτητής έλαβε γνώση αυτής στις 8.2.2022. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 5.7.2021, με την οποία και απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή, ημερομηνίας, 23.12.2020, για έκδοση δελτίου διαμονής, ο αιτητής όφειλε να υποβάλει αίτημα στην φόρμα MEU2, προσκομίζοντας έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι ζούσε μαζί με την πρώην σύζυγό του τα τελευταία  τρία (3) χρόνια, εκ των οποίων το ένα στη Δημοκρατία, καθώς και πιστοποιητικό διαζυγίου δεόντως πιστοποιημένο. Καλείτο δε ο αιτητής δια της υπό αναφορά επιστολής, όπως προβεί στη διευθέτηση της παραμονής του προσκομίζοντας τα εν λόγω έγγραφα εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της επιστολής, αλλιώς μέτρα θα λαμβάνονταν εναντίον του για την απομάκρυνσή του από τη χώρα.

 

Ωστόσο, η πλευρά του αιτητή δεν ανταποκρίθηκε εντός της πιο πάνω προθεσμίας, παρά μόνον έθεσε νέα στοιχεία ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση για πρώτη φορά στις 5.4.2022, δια σχετικής επιστολής του δικηγόρου του. Αυτό εξάλλου αναφέρεται και στο νομικό σημείο αρ. 2 της αίτησης ακυρώσεως. Συνεπώς, ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε έγκαιρα και/ή εντός του ταχθέντος χρονικού διαστήματος, προκειμένου να διευθετήσει τα της παραμονής του στη Δημοκρατία και τα όσα τέθηκαν ενώπιον της Διοίκησης εκπρόθεσμα και/ή εκ των υστέρων, δεν μπορούσαν να αναιρέσουν την ορθή διαπίστωση των καθ’ ων η αίτηση ότι κατά το χρόνο υποβολής και εξέτασής της, η αίτηση του αιτητή ημερομηνίας 23.12.2020 έπασχε ως ελλιπής και/ή μη δεόντως συμπληρωμένη, υποκείμενη ωσαύτως σε απόρριψη, όπερ και εγένετο εν τέλει.

Πέραν όμως τούτου, κρίνω ότι δεν έχει δίκαιο ο αιτητής ούτε σε σχέση με τις αιτιάσεις του και/ή ως προς τον ισχυρισμό ότι δεν τέθηκαν ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου και/ή δεν εξετάστηκαν δεόντως τα ευρήματα της Αστυνομίας αναφορικά με τον έλεγχο του γάμου του με την προαναφερθείσα Πολωνή υπήκοο. Στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Α» κατά τις διευκρινισεις (σελιδ. 48-43), βρίσκεται καταχωρημένο το Έντυπο της ΥΑΜ αναφορικά με τον έλεγχο γνησιότητας του γάμου του αιτητή. Στο εν λόγω Έντυπο, εκτίθενται, μεταξύ άλλων, τα ευρήματα της Αστυνομίας από τον έλεγχο που διενεργήθηκε στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του αιτητή με την Πολωνή σύζυγό του και γενικότερα, οι διαπιστώσεις της ΥΑΜ από τον διενεργηθέντα έλεγχο όσον αφορά τα στοιχεία περί γνησιότητας του γάμου, η διαπίστωση ότι ο αιτητής είχε διαμείνει παράνομα στη Δημοκρατία, καθώς και ότι αυτός αντιμετώπιζε δυσκολίες στην εξασφάλιση εισόδου στη Δημοκρατία ή/και στην εξασφάλιση άδειας παραμονής στη χώρα. Αντίλογος επί των πιο πάνω ευρημάτων, σύμφωνα με το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων, δεν υπήρξε. Περαιτέρω, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι το εν λόγω Έντυπο, ημερομηνίας 30.10.2020, ήταν ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απορριπτικής απόφασης και λήφθηκε δεόντως υπόψη, ενόψει και του τεκμηρίου της νομιμότητας των πράξεων της Διοίκησης, το οποίο και δεν έχει εν προκειμένω ανατραπεί από τον αιτητή. Με αποτέλεσμα να μην υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου (Καττιμέρη ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 65/2019, ημερ. 22.11.2023).

 

Γενικότερα δε, δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας, με αποτέλεσμα και αυτός ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης να υπόκειται σε απόρριψη ως αβάσιμος.

 

Τέλος, και παρόλο που με τις πιο πάνω διαπιστώσεις σφραγίζεται η τύχη της παρούσας προσφυγής, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω, όπως άλλωστε αναφέρθηκε και στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, ότι, ούτως ή άλλως, δεν πληρούνταν ούτε οι υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις, προκειμένου να μπορούσε να χορηγηθεί δελτίο διαμονής στον αιτητή ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 26(2)(α) του Νόμου, το διαζύγιο ή η ακύρωση του γάμου δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης, τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, αν ο γάμος διήρκησε μέχρι την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, τρία έτη τουλάχιστον, εκ των οποίων το ένα έτος στη Δημοκρατία. Εν προκειμένω, και αυτό αποτελεί παραδεκτό γεγονός, ο γάμος του αιτητή με την προαναφερθείσα Πολωνή τελέστηκε στην Πολωνία και το ζεύγος ήρθε στη Δημοκρατία στις 25.9.2019. Αυτό εξάλλου αναφέρεται ρητά και στην επιστολή του ίδιου του δικηγόρου του αιτητή προς την Αν. Διευθύντρια του Τμήματος, ημερομηνίας 5.4.2022 (σελιδ. 76-75 στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Α»). Ο δε γάμος του αιτητή λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στις 22.2.2020. Συνεπώς, δεν πληρούται η προεκτεθείσα προϋπόθεση του άρθρου 26(2)(α) του Νόμου, εφόσον το ζεύγος δεν διέμενε ένα τουλάχιστον έτος στην Κύπρο μέχρι την έναρξη της διαδικασίας και έκδοσης του διαζυγίου. 

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του εν λόγω άρθρου, «Το διοικητικό όργανο που εκδίδει μια πράξη πρέπει να είναι αρμόδιο καθ’ ύλην, κατά τόπο και κατά χρόνο.».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο