ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 781/2020)
3 Οκτωβρίου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Ε. Σ.
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ων η αίτηση.
……………………………
Η αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Δένα Εργατούδη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Βασιλική Χαλκίδη και Φρόσω Χριστοδούλου, ασκούμενες δικηγόροι, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Θεογνωσία Κουσπή, για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή της, η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με την οποία διορίστηκε στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Φυλακών, Φυλακές, το ενδιαφερόμενο μέρος, Α. Δ., από 1.7.2020, αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας.
Η πρόταση που υπέβαλε προς την ΕΔΥ, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως με επιστολή ημερομηνίας 30.5.2018, αφορούσε αρχικά την πλήρωση δύο κενών μόνιμων θέσεων Ανώτερου Λειτουργού Φυλακών, Φυλακές. Η ΕΔΥ, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 21.6.2018, αποφάσισε την πλήρωση μίας εκ των δύο θέσεων, αφού η δεύτερη βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη, στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας.
Η επίδικη θέση, που συνιστά θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 10.8.2018. Υποβλήθηκαν 171 αιτήσεις. Οι εν λόγω αιτήσεις, απεστάλησαν από την ΕΔΥ προς τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο της, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 34 του Ν. 1/90. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, απέστειλε την έκθεσή της προς τον Πρόεδρο της ΕΔΥ, έκθεση ημερομηνίας 22.5.2019. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση, η Συμβουλευτική Επιτροπή προχώρησε και συνέταξε Πίνακα με τα πτυχία / διπλώματα τα οποία δεν είναι σχετικά με τα απαιτούμενα εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντα, υποψήφιους τους οποίους και απέκλεισε από την διαδικασία. Ομοίως, αποκλείστηκαν από την διαδικασία και υποψήφιοι που δεν περιέλαβαν οποιαδήποτε πληροφορία στην αίτησή τους, όπως και πρόσωπα που δεν ήταν πολίτες της Δημοκρατίας. Από τους παραμένοντες υποψηφίους, ζητήθηκαν πληροφορίες, βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά, μεταξύ των οποίων, από την αιτήτρια κι από το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, αποφάσισε όπως διεξαγάγει προφορική εξέταση των υποψηφίων που θα έκρινε πως πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα. Ομοίως, ως προς την απαίτηση της παραγράφου 2.2(3), αποφάσισε «(β) όπως η πολύ καλή γνώση της περί Φυλακών Νομοθεσίας καθώς και της Ποινικής Νομοθεσίας και Διαδικασίας που απαιτείται σύμφωνα με το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, διαπιστωθεί μέσω της υποβολής σχετικών ερωτήσεων κατά την προφορική εξέταση κάθε υποψηφίου».
Αποφάσισε παράλληλα να δοθεί στην τελική βαθμολογία κάθε υποψηφίου που πληροί, τόσο το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους στην «Κοινωνιολογία ή Ψυχολογία ή Εγκληματολογία ή Κοινωνική Εργασία» και της τριετούς τουλάχιστον πείρας «σε θέματα μεταχείρισης παρανομούντων ή/και πρόληψης ή/και καταπολέμησης του εγκλήματος» που προνοούνται στην παράγραφο 2.2(6) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, μία βαθμίδα πάνω από την βαθμολογία της προφορικής εξέτασης κι επιπλέον το σημείο βαθμολογίας (+), ενώ για τους υποψήφιους που κατέχουν μόνον το μεταπτυχιακό χωρίς την τριετή πείρα, μόνον μία βαθμίδα πάνω από την τελική βαθμολογία, ομοίως μόνον μία βαθμίδα πάνω, και για όσους κατέχουν μόνον την τριετή πείρα.
Η προφορική συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πραγματοποιήθηκε στις 18, 19, και 20 Μαρτίου 2019, ενώπιον της οποίας προσήλθαν 18 υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Ακολούθησε η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε σχέση με την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος, ως προς την απόδοσή τους κατά την προφορική συνέντευξη κι ακολούθως, η συνολική αξιολόγηση, αφού συνυπολογίστηκε η κρίση ως προς την κατοχή των προσόντων και του πλεονεκτήματος.
Στον πιο κάτω Πίνακα μεταφέρω συγκεντρωμένα τα προσόντα των διαδίκων και τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης και αξιολόγησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής:-
|
|
Αιτήτρια |
Ε.Μ. |
|
Προσόντα. όπως πιστώθηκαν στους διαδίκους από την ΣΕ |
•Πτυχίο Νομικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών • LLM – University of Bristol • Public Sector Management-CIIM •Διοικητική πείρα: ναι |
• Πτυχίο Τουρκικές Σπουδές – Ιστορία, Πολιτική, Πανεπιστήμιο Κύπρου • Magister Artium Τουρκικές Σπουδές, Ιστορία/Πολιτική, Πανεπιστήμιο Κύπρου • Διοικητική πείρα: ναι
|
|
Πλεονέκτημα: Μεταπτυχιακό στους τομείς που αναφέρονται στο Σχ. Υπ. / 3ετής πείρα σε θέματα που αναφέρονται στο Σχ. Υπ. |
Χ |
• Master of Science Criminology and Criminal Justice, University of Portsmouth
• √ (Υπηρετεί στο Τμήμα Φυλακών ως Αναπληρωτής Ανώτερη Λειτουργός Φυλακών από 1.6.2016).
|
|
Απόδοση υποφ. προφ. συνέντ. ΣΕ |
Οι απαντήσεις της σε σχέση με τους Νόμους και τους Κανονισμούς των Φυλακών ήταν ελλιπείς και κατά κανόνα γενικόλογες. Δεν απαντούσε με ακρίβεια και επί της ουσίας στις ερωτήσεις που της τέθηκαν από τα μέλη της Επιτροπής, καταδεικνύοντας ανεπαρκή γνώση του νομικού πλαισίου και εμφανώς ελλιπή προετοιμασία.
Κρίνεται ως Σχεδόν Καλή. |
Έδωσε πλήρεις, σαφείς και ακριβείς απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν. Έδωσε επίσης πλήρεις, τεκμηριωμένες και σφαιρικές απαντήσεις για όλα τα προβλήματα που αφορούν στην περί Φυλακών Νομοθεσία. Ανέπτυξε με πληρότητα, πειστικότητα και εκτεταμένη κριτική ανάλυση τις θέσεις και τις απόψεις της. Έχει συγκροτημένη σκέψη και ολιστική προσέγγιση των θεμάτων των Φυλακών. Είναι σε βάθος ενημερωμένη για σωφρονιστικά συστήματα άλλων κρατών και για την τρέχουσα συζήτηση για την εξέλιξη των σωφρονιστικών θεσμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Κρίνεται ως Σχεδόν Εξαίρετη. |
|
Συνολική αξιολόγηση ΣΕ |
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, για να καταλήξει στην συνολική της αξιολόγηση, έλαβε υπόψη την απόδοση της στην προφορική εξέταση, η οποία κρίθηκε ως σχεδόν καλή (Παράρτημα 12) και τα προσόντα της σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Παράρτημα 9) Έλαβε επίσης υπόψη ότι δεν διαθέτει οποιοδήποτε από τα πλεονεκτήματα που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 6 του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, και έκρινε ότι η συνολική της αξιολόγηση είναι σχεδόν καλή.
Συνολική Αξιολόγηση: Σχεδόν Καλή.
|
Η Συμβουλευτική Επιτροπή για να καταλήξει στη συνολική της αξιολόγηση έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της απόδοσης της στην προφορική εξέταση, η οποία κρίθηκε ως σχεδόν εξαίρετη (Παράρτημα 12) και τα προσόντα της σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Παράρτημα 9). Έλαβε επίσης υπόψη ότι διαθέτει το πλεονέκτημα μεταπτυχιακού τίτλου Master of Science Criminology and Criminal Justice και τριετή τουλάχιστο πείρα σε θέματα μεταχείρισης παρανομούντων ή/και πρόληψης ή/και καταπολέμησης του εγκλήματος που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 6 του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας. Κατ΄εφαρμογή του τρόπου με τον οποίο αποφάσισε την αξιολόγηση των υποψηφίων (Παράρτημα 4), η Επιτροπή έκρινε ότι η συνολική της αξιολόγηση είναι εξαίρετη+.
Συνολική Αξιολόγηση: Εξαίρετη+. |
Στη βάση των πιο πάνω, η Συμβουλευτική Επιτροπή, αποφάσισε πως οι υποψήφιοι που αξιολογήθηκαν ως και «Καλός/ή» δεν θεωρούνται κατάλληλοι για την πλήρωση της θέσης. Έτσι σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος και δύο άλλους υποψήφιους, όχι όμως και την αιτήτρια.
Η ΕΔΥ κατά την συνεδρία της ημερομηνίας 12.9.2019, προχώρησε στην εξέταση της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, από την οποία ζήτησε την υποβολή συμπληρωματικής έκθεσης, σε σχέση με ζητήματα που παρατήρησε, ανάμεσα στα οποία, ήταν η σαφής και ρητή απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για το κατά πόσον ο κάθε υποψήφιος ικανοποιούσε ή όχι την απαίτηση της παραγράφου 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας για την «Πολύ καλή γνώση της περί Φυλακών Νομοθεσίας καθώς και της ποινικής Νομοθεσίας και Διαδικασίας».
Η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε προς την ΕΔΥ την συμπληρωματική της έκθεση, με αναθεωρημένη αξιολόγηση (Παραρτήματα 12Α και 13Α), ως εξής:-
|
|
Αιτήτρια |
Ε.Μ.
|
|
Απόδοση υποφ. προφ. συνέντ. ΣΕ |
Οι απαντήσεις της σε σχέση με τους Νόμους και τους Κανονισμούς των Φυλακών ήταν ελλιπείς και κατά κανόνα γενικόλογες. Δεν απαντούσε με ακρίβεια και επί της ουσίας στις ερωτήσεις που της τέθηκαν από τα μέλη της Επιτροπής, καταδεικνύοντας ανεπαρκή γνώση του νομικού πλαισίου και εμφανώς ελλιπή προετοιμασία. Συνεπώς δεν ικανοποιεί την απαίτηση της παραγράφου 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας.[1]
Κρίνεται ως Σχεδόν Καλή. |
Έδωσε πλήρεις, σαφείς και ακριβείς απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν. Έδωσε επίσης πλήρεις, τεκμηριωμένες και σφαιρικές απαντήσεις για όλα τα προβλήματα που αφορούν στην περί Φυλακών Νομοθεσία. Ανέπτυξε με πληρότητα, πειστικότητα και εκτεταμένη κριτική ανάλυση τις θέσεις και τις απόψεις της. Έχει συγκροτημένη σκέψη και ολιστική προσέγγιση των θεμάτων των Φυλακών. Είναι σε βάθος ενημερωμένη για σωφρονιστικά συστήματα άλλων κρατών και για την τρέχουσα συζήτηση για την εξέλιξη των σωφρονιστικών θεσμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συνεπώς ικανοποιεί την απαίτηση της παραγράφου 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας[2].
Κρίνεται ως Σχεδόν Εξαίρετη. |
|
Συνολική αξιολόγηση ΣΕ |
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, για να καταλήξει στην συνολική της αξιολόγηση, έλαβε υπόψη την απόδοση της στην προφορική εξέταση, η οποία κρίθηκε ως σχεδόν καλή και τα προσόντα της σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Έλαβε επίσης υπόψη ότι δεν διαθέτει οποιοδήποτε από τα πλεονεκτήματα που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 6 του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, και έκρινε ότι η συνολική της αξιολόγηση είναι σχεδόν καλή.
Συνολική Αξιολόγηση: Σχεδόν Καλή.
|
Η Συμβουλευτική Επιτροπή για να καταλήξει στη συνολική της αξιολόγηση έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της απόδοσης της στην προφορική εξέταση, η οποία κρίθηκε ως σχεδόν εξαίρετη (Παράρτημα 12) και τα προσόντα της σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Παράρτημα 9). Έλαβε επίσης υπόψη ότι διαθέτει το πλεονέκτημα μεταπτυχιακού τίτλου Master of Science Criminology and Criminal Justice και τριετή τουλάχιστο πείρα σε θέματα μεταχείρισης παρανομούντων ή/και πρόληψης ή/και καταπολέμησης του εγκλήματος που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 6 του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας. Κατ΄εφαρμογή του τρόπου με τον οποίο αποφάσισε την αξιολόγηση των υποψηφίων (Παράρτημα 4), η Επιτροπή έκρινε ότι η συνολική της αξιολόγηση είναι εξαίρετη+.
Συνολική Αξιολόγηση: Εξαίρετη+. |
Σύστησε, παράλληλα, τέσσερεις υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 27.11.2019, εξέτασε την συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, της οποίας τα πορίσματα υιοθέτησε, σε ό,τι αφορά την κατοχή από τους υποψηφίους των απαιτούμενων προσόντων κι αποφάσισε να καλέσει τους συστηθέντες σε ενώπιον της προφορική συνέντευξη.
Η καταληκτική συνεδρία της ΕΔΥ, έλαβε χώρα στις 18.6.2020, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η προφορική συνέντευξη δύο εναπομείναντων (εν τέλει) υποψηφίων για την επίδικη θέση, του ενδιαφερόμενου μέρους κι ενός τρίτου προσώπου, κατά την οποία αποφασίστηκε ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, από 1.7.2020.
Η αιτήτρια εγείρει αριθμό λόγων ακύρωσης της απόφασης διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση.
Πρώτον, αποτελεί θέση της πως εσφαλμένα πιστώθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος, ως πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, η πείρα της που απέκτησε ως Αναπληρώτρια Ανώτερη Λειτουργός Φυλακών από 1.6.2016, τόσο από την Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και από την ΕΔΥ. Με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξε πως δεν μπορεί να προσδίδεται προβάδισμα ή πλεονέκτημα σε υποψήφιο που ασκεί καθήκοντα αναπληρωτή, καθότι αυτό θα παραβίαζε την αρχή της ισότητας.
Δεύτερον, εισηγείται πως υπό πλάνη και ελλιπή έρευνα, η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ, αποφάσισαν να εντάξουν το πτυχίο των Τουρκικών Σπουδών που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος, στις Κοινωνικές Επιστήμες και/ή στον Κλάδο Πολιτικών Επιστημών, όπως αυτό αναφέρεται στην συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αποτελεί θέση της αιτήτριας πως στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Κύπρου και στον σχετικό οδηγό σπουδών, οι Τουρκικές Σπουδές εντάσσονται στις Ανθρωπιστικές Σπουδές και όχι στις Κοινωνικές Επιστήμες, ή στον Κλάδο Πολιτικών Επιστημών, ενώ δεν αναζητήθηκε αναλυτική κατάσταση των μαθημάτων. Διατείνεται πως η Συμβουλευτική Επιτροπή, ενώ αναζήτησε διευκρινίσεις από άλλο υποψήφιο για το Πτυχίο Τουρκικών Σπουδών (υποψήφιο αρ. 104), δεν έπραξε το ίδιο για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η τρίτη θέση της αιτήτριας, άπτεται του ισχυρισμού πως εσφαλμένα πιστώθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος η κατοχή του απαιτούμενου προσόντος της οκταετούς τουλάχιστον διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση, όπως αυτό απαιτείται στην παράγραφο 2.2(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Υπέβαλε πως για την διαπίστωση αυτή, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη η φύση και το είδος των καθηκόντων της θέσης που ο υποψήφιος κατείχε, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από τις βεβαιώσεις που προσκόμισε το ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ δεν έπρεπε να της πιστωθεί ο χρόνος που ασκούσε καθήκοντα Αναπληρώτριας Ανώτερης Λειτουργού Φυλακών. Προσθέτει, πως εφόσον στην παράγραφο (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, αυτή η διοικητική πείρα εξομοιώνεται και με άσκηση δικηγορίας, οκταετούς, αυτή θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε αυξημένα διοικητικά καθήκοντα.
Πέραν των πιο πάνω ισχυρισμών, προβάλλεται η θέση πως υπήρξε παράνομη προσθήκη και παρέμβαση επί των πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία έγινε μετά από υπόδειξη της ΕΔΥ, προσθήκη που διαφοροποιούσε παράνομα το πρακτικό της απόδοσης των υποψηφίων, κατά την ενώπιον της προφορική συνέντευξη, φέρνοντας ως παράδειγμα την δική της αξιολόγηση, ως και την αξιολόγηση άλλου υποψηφίου, ενώ διατείνεται πως πουθενά στον διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει πως όντως οι υποψήφιοι εξετάστηκαν στην ποινική δικονομία, διαδικασία που ήταν «παρωδία», όπως την χαρακτήρισε, προκειμένου να ολοκληρωθούν προειλημμένες αποφάσεις. Επί τούτου, διατείνεται πως δεν ελήφθη καθόλου υπόψη η πείρα της, ήτοι η άσκηση μάχιμης δικηγορίας για επτά χρόνια, μεταξύ των οποίων και δύο χρόνια ως κατηγορούσα αρχή στο Τμήμα Τελωνείων κι η εργασία της ως νομικός λειτουργός στο Ανώτατο Δικαστήριο, που ανάμεσα στα καθήκοντά της, ήταν κι η καταγραφή των περιλήψεων ποινικών αποφάσεων.
Παράλληλα, επί του θέματος των πρακτικών, προώθησε την θέση πως η μη υπογραφή των πρακτικών των τριών πρώτων συνεδριών της Συμβουλευτικής Επιτροπής από το μέλος που μετείχε μόνον στις τρεις πρώτες συνεδρίες, οδηγούσε σε κακή συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού δεν υπήρξε εκ μέρους του επικύρωση των πρακτικών.
Ο τελευταίος ισχυρισμός που προωθείται, άπτεται της θέσης περί ύπαρξης μεροληψίας της Διευθύντριας Φυλακών, η οποία συμμετείχε στην Συμβουλευτική Επιτροπή και παράλληλα, προέβη σε σύσταση ενώπιον της ΕΔΥ. Κατά τις εισηγήσεις, προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο της διαδικασίας, πως στην υποβολή της αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, υπάρχει συστατική επιστολή από την Διευθύντρια του Τμήματος Φυλακών, μέσω της οποίας διδόταν πλεονέκτημα στο ενδιαφερόμενο μέρος. Επιπλέον, υπήρχε μεταξύ τους επαγγελματική συνύπαρξη, τόσο στη Διεύθυνση Φυλακών, όσο και προηγουμένως στην Αστυνομία, αλλά και κατά την υπηρεσία τους ως Σύμβουλοι του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Υποστηρίζει πως η ύπαρξη της συστατικής επιστολής εκ μέρους της Διευθύντριας των Φυλακών, δημιουργούσε ζήτημα μεροληπτικής συμπεριφοράς.
Οι ευπαίδευτες συνήγοροι της Δημοκρατίας και του ενδιαφερόμενου μέρους, προώθησαν ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της αιτήτριας, προς έγερση ισχυρισμών και ζητημάτων που επεκτείνονται πέραν της νομιμότητας του δικού της αποκλεισμού από την περαιτέρω διαδικασία επιλογής, καθότι η αιτήτρια δεν περιλήφθηκε στον κατάλογο των συστηνόμενων υποψηφίων που εστάλη προς την ΕΔΥ, λόγω της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής πως δεν πληρούσε το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης των περί Φυλακών Νομοθεσίας και Ποινικής Νομοθεσίας και Διαδικασίας. Άνευ βλάβης της θέσης αυτής, υποστηρίχθηκε πλήρως η νομιμότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση.
Η επίδικη θέση συνιστά θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Στο Σχέδιο Υπηρεσίας, αναφέρονται τα εξής στην παράγραφο 2.2:-
«2.2. Απαιτούμενα προσόντα:
(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:
Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Δημόσια Διοίκησης, Πολιτικές Επιστήμες, Εγκληματολογία, Κοινωνική Εργασία, καθώς και οποιοδήποτε άλλο θέμα Κοινωνικών Επιστημών.
(Σημ.: Ο όρος «Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).
(2) Οκταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση ή/και άσκηση της δικηγορίας.
(3) Πολύ καλή γνώση της περί Φυλακών Νομοθεσίας, καθώς και της Ποινικής Νομοθεσίας και Διαδικασίας.
(4) Ακεραιότητα χαρακτήρα [...].
(5) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας-
[...]
(6) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους στην Κοινωνιολογία ή Ψυχολογία ή Εγκληματολογία ή Κοινωνική Εργασία ή/και τριετής τουλάχιστο πείρα σε θέματα μεταχείρισης παρανομούντων ή/και πρόληψης ή/και καταπολέμησης του εγκλήματος, θα αποτελεί πλεονέκτημα».
Όπως λέχθηκε, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε περιλάβει την αιτήτρια στους συστηνόμενους προς την ΕΔΥ υποψήφιους για διορισμό στην επίδικη θέση, λόγω του ότι αποφάσισε πως η αιτήτρια δεν πληρούσε την απαίτηση της παραγράφου 2.2(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήτοι την «πολύ καλή γνώση της περί Φυλακών Νομοθεσίας, καθώς και της Ποινικής Νομοθεσίας και Διαδικασίας». Και τούτο, κατόπιν προφορικής εξέτασης που έλαβε χώρα ενώπιον της, στις 18, 19 και 20 Μαρτίου 2019. Σημειώνεται πως η Συμβουλευτική Επιτροπή, είχε αποφασίσει κατά την δεύτερη συνεδρία της, πως η πολύ καλή γνώση της απαίτησης της παραγράφου 2.2(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, θα διαπιστωνόταν μέσω της υποβολής σχετικών ερωτήσεων κατά την προφορική εξέταση κάθε υποψηφίου και πως υποψήφιοι που αξιολογούνται ως και «Καλός/ή», δεν πληρούσαν την εν λόγω απαίτηση.
Το γεγονός αυτό, φέρνει στο προσκήνιο, κατά την νομολογία, ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας, προς έγερση ζητημάτων σε σχέση με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους που συστήθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή προς διορισμό, όσο και σε σχέση με ζητήματα που σχετίζονται με την ενώπιον της ΕΔΥ διαδικασίας, καθότι όχι μόνον η προσφυγή πρέπει να ασκείται από πρόσωπο που κατέχει έννομο συμφέρον, αλλά και οι λόγοι ακύρωσης θα πρέπει να προβάλλονται μετ΄εννόμου συμφέροντος και λυσιτελώς.
Και τούτο, λόγω του ότι ακόμα κι αν η προσφυγή της ευδοκιμούσε, δεν θα είχε δικαίωμα για διορισμό στην επίδικη θέση, λόγω μη κατοχής από την ίδια των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας και ειδικότερα, το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 2.2(3).
Συνεπώς, η αιτήτρια δια της υπό κρίση προσφυγής, νομιμοποιείται να εγείρει μόνον λόγους που άπτονται του αποκλεισμού της από την διαδικασία επιλογής, σε σχέση με την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως μη προσοντούχου υποψηφίου, ενώ στερείται εννόμου συμφέροντος προς έγερση λόγων και ζητημάτων που αφορούν, είτε τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, είτε ζητημάτων που αφορούν την ενώπιον της ΕΔΥ, ακολουθηθείσα διαδικασία, λόγοι ακύρωσης που προωθούνται αλυσιτελώς από την αιτήτρια, αφού ακόμα και να πετύχουν, η αιτήτρια δεν θα έχει οποιοδήποτε όφελος από την ακύρωση, αφού δεν θα μπορεί να διοριστεί στην επίδικη θέση (Δημοκρατία ν. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1150, Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 404, Α.Ε. 115/2013, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Μιχαηλίδη κ.ά., ημερομηνίας 9.7.2020, Α.Ε. 155/2014 Χριστοδούλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερομηνίας 17.3.2021, Α.Ε. 43/2015, Γιωργαλλή ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 16.12.2021, Λυσάνδρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 39/2016, ημερομηνίας 23.6.2022).
Μεταφέρω από την Λυσάνδρου (ανωτέρω), το εξής απόλυτα σχετικό απόσπασμα, όπου και εκεί τέθηκε ζήτημα ελλείψεως εννόμου συμφέροντος σε σχέση με τους εφεσείοντες, οι οποίοι δεν πληρούσαν την απαίτηση του εκεί Σχεδίου Υπηρεσίας, της προηγούμενης συνολικής υπηρεσίας και πείρας:-
«Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι σαφές ότι οι εφεσείοντες δεν πληρούσαν ούτε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα ως προς τα απαιτούμενα χρόνια συνολικής υπηρεσίας στην προηγούμενη της επίδικης θέσης, ούτε τις πρόνοιες της Σημείωσης (β), ούτε τις πρόνοιες της παραγράφου (1) για δεκαεξαετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία, από την οποία μονοετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7. Εφόσον λοιπόν οι εφεσείοντες δεν πληρούσαν τα εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα στερούντο εννόμου συμφέροντος να εγείρουν οποιοδήποτε άλλο ισχυρισμό που συνδέεται με τον αποκλεισμό των ΕΜ που σχετίζεται με την επίδικη διαδικασία προαγωγής (βλ. Χριστοδούλου ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Αναθ. Έφ. Αρ. 155/2014, ημερομηνίας 17.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:C100, Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφ. Αρ. 35/2011, ημερομηνίας 5.4.2017, Κώστα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 110).»
Ομοίως, στην Ε.Δ.Δ. 148/2020, Δημοκρατία ν. Κέκκου κ.ά., ημερομηνίας 19.10.2021, επαναλήφθηκαν τα εξής:-
«Τα πιο πάνω έχουν επαναληφθεί και από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 35/2011, Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. ΕΔΥ, ημερ. 5/4/2017, ως ακολούθως:
«Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ο αποκλεισθείς από θέση διορισμού ή προαγωγής στερείται εννόμου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή και να αμφισβητήσει τη νομιμότητα άλλης επιλογής όταν ο ίδιος δεν κατέχει τα προαπαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 286 και Τήλλυρος ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 108). Από τη στιγμή όμως που αυτό που αμφισβητείται είναι η νομιμότητα του σχεδίου υπηρεσίας, στη βάση του οποίου αυτός αποκλείστηκε, τότε η περίπτωση διαχωρίζεται από την πιο πάνω νομολογία.»
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η αιτήτρια κέκτηται εννόμου συμφέροντος να προωθήσει προς εξέταση, μόνον λόγους ακύρωσης που σχετίζονται με την ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαδικασία που ακολουθήθηκε, μέχρι και την κρίση της, πως η αιτήτρια δεν πληρούσε την απαίτηση της παραγράφου 2.2(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Οι υπόλοιποι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης, καθίστανται αλυσιτελείς, αφού εάν κριθεί από το Δικαστήριο πως υπήρξε νόμιμη η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής περί μη πλήρωσης εκ μέρους της αιτήτριας, της απαίτησης της παραγράφου 2.2(3), το ζήτημα τελειώνει εδώ. Ενώ, από την άλλη, εάν κριθεί πως η εν λόγω απόφαση υπήρξε εσφαλμένη, η σύνθετη διοικητική διαδικασία της απόφασης διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, θα ακυρωθεί και θα υπάρξει επανεξέταση από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής που κρίθηκε ως μεμπτό.
Βάσει των πιο πάνω, προχωρώ σε εξέταση των ισχυρισμών της αιτήτριας που άπτονται της νόμιμης σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αρχίζοντας από την θέση περί μεροληπτικής συμμετοχής στην Επιτροπή, του Μέλους κας A. Α., Διευθύντριας Φυλακών.
Η μεροληψία της Διευθύντριας Φυλακών, κατά τις εισηγήσεις της αιτήτριας, υποδηλώνεται αφενός, από την «συστατική» επιστολή που περιέχεται στον διοικητικό φάκελο της διαδικασίας, κατά την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερόμενου μέρους, με την οποία επιχειρείται να δοθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος πλεονέκτημα έναντι των άλλων υποψηφίων. Αφετέρου, θέτει το ζήτημα της επαγγελματικής συνύπαρξης των δύο, τόσο στη Διεύθυνση Φυλακών, όσο και στην Αστυνομία και κατά την εργασία τους ως Σύμβουλοι του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Καταρχήν, δεν μπορώ να μη σχολιάσω, τόσο την αοριστία προβολής του ισχυρισμού αυτού από την αιτήτρια και την παραπομπή σε μία «συστατική επιστολή που περιέχεται στο φάκελο», χωρίς να δίδεται, είτε ημερομηνία, είτε ο αριθμός του φακέλου που επιθεώρησε και εντόπισε την συγκεκριμένη επιστολή, είτε κάποια σελίδωση του διοικητικού φακέλου, προκειμένου αυτή να εντοπιστεί προς εξέταση από το Δικαστήριο.
Από την άλλη, οι διοικητικοί φάκελοι που κατατέθηκαν στην διαδικασία και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια, σε ψηφιακή μορφή, κάθε άλλο παρά βοηθητικοί υπήρξαν στην ανεύρεση του εγγράφου αυτού. Ούτε το ευρετήριο υπό τίτλο «Αποτελέσματα Αναζήτησης Εγγράφων» που προσκομίστηκε από την Δημοκρατία, αλλά ούτε κι η αρίθμηση της πληθώρας των ηλεκτρονικών εγγραφών που περιέχονται σε αυτούς, καθιστούν ευχερή τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών φακέλων.
Εν πάση περιπτώσει, κατά την εξέταση των ψηφιακών διοικητικών φακέλων, έχω εντοπίσει τις υποβληθείσες αιτήσεις των υποψηφίων και συγκεκριμένα εντός του διοικητικού φακέλου με αρ. 15.21.001.013.002.006.003, στην αρίθμηση 36. Στην αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους, εντοπίζω δύο επιστολές εκ μέρους της Διευθύντριας Φυλακών[3].
Η μία επιστολή φέρει ημερομηνία 30.7.2018 και έχει τίτλο «Βεβαίωση». Σε αυτήν, η Διευθύντρια του Τμήματος Φυλακών, στο οποίο υπηρετούσε το ενδιαφερόμενο μέρος, παραθέτει γεγονότα, ήτοι τους διορισμούς του ενδιαφερόμενου μέρους σε Επιτροπές, Συμβούλια και Εκπροσωπήσεις του Τμήματος στο οποίο υπηρετούσε το ενδιαφερόμενο μέρος κατά τον ουσιώδη χρόνο, την συμμετοχή του σε συνέδρια και συναντήσεις, για τα οποία, έχω εντοπίσει πιστοποιητικά συμμετοχής και παρακολούθησης συνημμένα στην αίτηση που υπέβαλε.
Η δεύτερη επιστολή της Διευθύντριας του Τμήματος Φυλακών, ημερομηνίας επίσης 30.7.2018, φέρει τίτλο «Καθήκοντα Αναπλ. Ανώτερης Λειτουργού Α[…] Δ[…]», στην οποία καταγράφονται τα καθήκοντα που το ενδιαφερόμενο μέρος εκτελούσε κατά την διάρκεια της υπηρεσίας της στην εν λόγω θέση.
Σε αντίθεση με τις θέσεις της αιτήτριας, δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε επιστολή που να αναφέρεται ως «συστατική επιστολή» εκ μέρους του Μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής κας Α. Α. Η μόνη «συστατική επιστολή» που εντοπίζω στον ψηφιακό διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω να εκδόθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας, κο Ζ[…] Χ[…], ημερομηνίας 15.4.2016, στην οποία δεν γίνεται αναφορά από την αιτήτρια.
Οι δύο προαναφερθείσες επιστολές εκ μέρους της Διευθύντριας Φυλακών, αφορούν σε βεβαιώσεις και πιστοποιήσεις που κατατέθηκαν με την αίτηση για πρόσληψη στην επίδικη θέση, με σκοπό την τεκμηρίωση της κατοχής των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας. Εξάλλου, όμοιες πιστοποιήσεις, περιλαμβάνονται και στην αίτηση της αιτήτριας, όπως για παράδειγμα η «Πιστοποίηση»
ημερομηνίας 17.8.2018, που δόθηκε προς την αιτήτρια, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Δεν εντοπίζω τίποτε το μεροληπτικό από τις πιο πάνω αναφερόμενες επιστολές που να δημιουργούν ζήτημα παράβασης της αρχής της αμεροληψίας, οδηγώντας σε κακή σύνθεση την Συμβουλευτική Επιτροπή, από την συμμετοχή σε αυτήν της Διευθύντριας Φυλακών. Σημειώνεται επίσης πως, τα όσα αναφέρονται στην απαντητική γραπτή αγόρευση της αιτήτριας και στη συνέντευξη της Διευθύντριας Φυλακών, ημερομηνίας 3.7.2022, δεν μπορούν να εξεταστούν και δεν είναι επίδικα, καθότι είναι σαφώς εκτός ουσιώδους χρόνου.
Σε κάθε περίπτωση, η νομολογία έχει κρίνει πως η υπαλληλική σχέση μεταξύ προϊσταμένου και υπαλλήλου, δεν δημιουργεί άμεσα κι από μόνη της και χωρίς οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, ιδιάζουσα σχέση ή συμφέρον η οποία να οδηγεί σε προκατάληψη. Δεν μπορεί από μόνη της, να δημιουργήσει στοιχεία μεροληψίας χωρίς επαρκή τεκμηρίωση. Όπως έχει αναφερθεί, το θέμα της προκατάληψης θα πρέπει να στοιχειοθετείται με επάρκεια και δεν τεκμαίρεται, πόσο μάλλον τεκμηριώνεται με μόνη την ύπαρξη μιας επαγγελματικής σχέσης (Μάντζιαρης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 429, Α.Ε. 11/2015 Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου κ.ά., ημερομηνίας 1.11.2021, Ε.Δ.Δ. 220/2019, Τσιβιτανίδης ν. Μηνά κ.ά. ημερομηνίας 27.11.2024).
Στην πολύ προσφάτως εκδοθείσα απόφαση στην Ε.Δ.Δ. 79/2020 κ.ά. Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Χατζηκώστα, ημερομηνίας 29.1.2025, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κατέληξε, επί τούτου, ως εξής:-
«Όπως είναι νομολογιακά εδραιωμένο, οι οποίοι ισχυρισμοί για προκατάληψη ή μεροληψία πρέπει να τίθενται ευθύς εξ αρχής και το βάρος απόδειξης τους το έχει ο Αιτητής. Μάλιστα η όποια προκατάληψη πρέπει να στοιχειοθετείται με ικανοποιητική βεβαιότητα είτε από τα στοιχεία των φακέλων ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορεί να συναχθούν από στοιχεία (Ιακωβίδης ν. ΕΔΥ (1997) 3 Α.Α.Δ.28, Μούστρας ν. Δημοκρατίας (1998) Α.Α.Δ.70).
Εν προκειμένω, ορθά εκρίθη πρωτοδίκως πως ο Αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του.
Επρόκειτο σαφώς για «υποψίες» που δεν αποδείχθησαν με οποιοδήποτε αντικειμενικό τρόπο αλλά προέρχονταν μάλλον από την επαγγελματική ιδιότητα του Αιτητή και του Καθηγητή Ζαχαρίου που δεν έφτασε σε όποια διαπροσωπική σχέση που να δικαιολογούσε τέτοιους ισχυρισμούς. (Βλ. Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου, Α.Ε.11/15, 1.11.21), ECLI:CY:AD:2021:C488.»
Στη βάση όλων των πιο πάνω, ο ισχυρισμός περί παράβασης της αρχής της αμεροληψίας, λόγω της συμμετοχής της Διευθύντριας του Τμήματος Φυλακών, στην Συμβουλευτική Επιτροπή, απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Τέθηκε θέμα ύπαρξης άρτιων πρακτικών εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ακόμα και θέμα παρέμβασης στα πρακτικά.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, ο ισχυρισμός της αιτήτριας περιστρέφεται γύρω από την επιστροφή της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μετά από τις παρατηρήσεις που τέθηκαν επ’ αυτής, από την ΕΔΥ, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 12.9.2019. Όπως παρατηρήθηκε από την ΕΔΥ, κατά την προαναφερθείσα συνεδρία της, τα πρακτικά των τεσσάρων συνεδριών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν ήταν υπογραμμένα από τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Κατόπιν της παρατήρησης, και τα τέσσερα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής, επισυνάφθηκαν στην συμπληρωματική της έκθεση, υπογεγραμμένα από τα τέσσερα μέλη της, που αποτελούσαν απαρτία.
Σημειώνεται πως το Μέλος Μ. Σ. Π., η οποία έλαβε μέρος μέχρι και την τρίτη συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 18.2.2019, είχε δηλώσει προσωπικό κώλυμα συμμετοχής της στην περαιτέρω διαδικασία, λόγω προβλημάτων υγείας του συζύγου της και έκτοτε η Συμβουλευτική Επιτροπή λειτουργούσε, νομίμως, εν απαρτία.
Στις τρεις πρώτες συνεδρίες, η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα, ενώ η προφορική συνέντευξη και κρίση για το ζητούμενο της παραγράφου 2.2(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, που επηρέασε την περαιτέρω συμμετοχή της αιτήτριας στη διαδικασία, έλαβε χώρα κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 18.3.2019.
Στη βάση των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον μου, δεν εντοπίζω τίποτε το μεμπτό ως προς την υπογραφή των πρακτικών μεταγενέστερα, ήτοι κατά την υποβολή της συμπληρωματικής έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αυτό που άλλωστε διαπιστώνω, είναι πως, η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 22.5.2019, είχε υπογραφεί από τα τέσσερα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Παράλληλα, τα πρακτικά κάθε προηγούμενης συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής, επικυρώνονταν σε κάθε επόμενη συνεδρία, ως ρητώς αυτό καταγράφεται στην παράγραφο 2 κάθε συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Επομένως, τόσο η επικύρωση των πρακτικών σε κάθε επόμενη συνεδρία, όσο κι η μεταγενέστερη υπογραφή των πρακτικών μίας έκαστης συνεδρίας, αλλά και η υπογραφή της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής στο σύνολό της, οδηγούν στην κρίση περί νομιμότητας των τηρηθέντων πρακτικών.
Ούτε και διαπιστώνω να υπήρξε παρέμβαση ως προς την αξιολόγηση της αιτήτριας ή οποιαδήποτε διαφοροποίηση. Αναφορά τόσο στην αξιολόγηση που η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος έλαβε κατά την πρώτη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Παραρτήματα 12 και 13 της έκθεσης), όσο και της συμπληρωματικής έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Παραρτήματα 12Α και 13Α της έκθεσης), έχει παρατεθεί στον Πίνακα πιο πάνω.
Η αξιολόγηση τόσο της αιτήτριας, όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους, παρέμεινε η ίδια. Το μόνο που προστέθηκε, ήταν αυτό που ζήτησε η ΕΔΥ, ήτοι να προκύπτει με σαφή αναφορά το κατά πόσον οι υποψήφιοι πληρούν ή όχι την απαίτηση της παραγράφου 2.2(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, που εξάλλου, αυτό προέκυπτε, εμμέσως, και από την πρώτη έκθεση, λόγω της αξιολόγησής της ως «Σχεδόν καλή», ενώ, όπως ήδη λέχθηκε, τέθηκε όριο εξαρχής πως υποψήφιοι που θα αξιολογηθούν ως και «Καλός/ή» δεν θεωρούνται πως πληρούν την εν λόγω απαίτηση.
Βάσει των πιο πάνω και αυτός ο ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Ερχόμενη τώρα στο ζήτημα που αφορά στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πως η αιτήτρια δεν πληρούσε την απαίτηση της παραγράφου 2.2(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ζήτημα που έπρεπε να αποτελέσει το κρίσιμο αμφισβητούμενο από την αιτήτρια, διαπιστώνω πως το μόνο σημείο που εγέρθη ως προς τούτο, είναι ο ισχυρισμός της πως πουθενά στον διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει το κατά πόσον οι υποψήφιοι εξετάστηκαν στην ποινική δικονομία, χαρακτηρίζοντας την διαδικασία που ακολουθήθηκε ως «παρωδία».
Κατά πρώτον, συμφωνώ με την ευπαίδευτη συνήγορο του ενδιαφερόμενου μέρους, πως το ζητούμενο της παραγράφου 2.2(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δεν αφορούσε μόνον την πολύ καλή γνώση της ποινικής δικονομίας, αλλά και την πολύ καλή γνώση της περί Φυλακών Νομοθεσίας.
Όπως το έχει θέσει η νομολογία, ως δέουσα μέθοδος διαπίστωσης κατοχής απαιτούμενων προσόντων σε Σχέδιο Υπηρεσίας, μπορεί - και δεν αποδοκιμάζεται - να είναι η προφορική εξέταση (Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1259/2005, ημερομηνίας 31.7.2007, Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921, Χατζηχάννας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 279). Τούτο, νοουμένου ότι δεν πρόκειται περί εξειδικευμένου θέματος, καθότι σε τέτοια περίπτωση, το διοικητικό όργανο οφείλει να παράσχει εξηγήσεις αναφορικά με τις δυνατότητές του.
Ομοίως στην Χατζηχάννας ν. Παρέλλη κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ. 554, έγινε αποδεκτό πως η προφορική εξέταση προσφέρεται κατ’ αρχήν ως τρόπος διερεύνησης των απαιτούμενων προσόντων, εφόσον το όργανο που τη διεξάγει, διαθέτει τις κατά περίπτωση εξειδικευμένες γνώσεις, κάτι που εν πάση περιπτώσει, η αιτήτρια στην προκείμενη περίπτωση, δεν αμφισβήτησε.
Μεταφέρω το ακόλουθο απόσπασμα από την Χατζηχάννας (ανωτέρω):-
«Μετά τις συνεντεύξεις, η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε στα πρακτικά, τα συμπεράσματα της ως εξής:-
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε, μετά από την προφορική εξέταση των υποψηφίων, ότι και οι τρεις υποψήφιοι που δεν κατείχαν το προσόν της γραπτής εξέτασης (ήτοι Γρηγορίου Ανδρέας, Παπαδοπούλου Περσεφόνη και Χατζηχάννας Βραχίμης) κατέχουν το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, ήτοι καλή γνώση της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας, καθώς και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών, Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών ως επίσης ότι και οι εννέα υποψήφιοι που προσήλθαν στην προφορική εξέταση κατέχουν την ικανότητα εφαρμογής των πιο πάνω Νομοθεσιών/ Κανονισμών.»
Ο αδελφός μας δικαστής δέχθηκε τις θέσεις του Εφεσίβλητου ότι τα πιο πάνω ουδόλως ικανοποιούν την ανάγκη για δικαστικό έλεγχο. Στηριζόμενος στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921, θεώρησε ότι η διοίκηση σύμφωνα με τη νομολογία είναι υπόχρεη να δίδει «εξήγηση αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίο η ΕΔΥ δια μέσου της προφορικής εξέτασης, κατέληξε σε δικά της συμπεράσματα αναφορικά με την απαιτούμενη γνώση». Έκρινε στη συνέχεια ότι:-
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή πολύ γενικευμένα και χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σε διαπιστώσεις προερχόμενες από συνοδευτικές επεξηγήσεις, κατέγραψε τη θέση της ότι το ΕΜ κατείχε το προσόν.»
Με κάθε σεβασμό, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Κατ’ αρχάς στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου, ανωτέρω, το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε προσόν «πολύ καλής γνώσης θεμάτων Πολιτικής Αεροπορίας». Η κατάληξη στην Αντωνίου ότι η διατύπωση της ΕΔΥ ήταν «γενική» έγινε «με δοσμένο το γεγονός ότι ο τομέας της Πολιτικής Αεροπορίας είναι εξόχως εξειδικευμένος». Όμως στη δική μας περίπτωση ελλείπει αυτό το στοιχείο, αφού οι γνώσεις που απαιτούνται ήταν επί γενικών θεμάτων και η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή βεβαιώθηκε ότι στα μέλη της υπήρχαν ανώτεροι αξιωματούχοι που γνώριζαν τα θέματα.
Πέραν τούτου, μας ανησυχεί η διεύρυνση της αρχής στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου, ανωτέρω, ώστε σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το γνωσιολογικό αντικείμενο, να απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση. Δεν μπορούμε να φτάσουμε μέχρι το σημείο νομολογιακά να θέσουμε στην ΕΔΥ υποχρέωση να καταγράφει τις ερωτήσεις που υποβάλλει στους υποψήφιους και τις απαντήσεις που δίδουν. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε τα πράγματα προς άλλες κατευθύνσεις από αυτές που είχε υπόψη του ο νομοθέτης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, κρίνουμε ότι η αιτιολογία που απαιτείται στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου, ανωτέρω, αφορά κυρίως σε περιπτώσεις που οι γνώσεις είναι «εξόχως εξειδικευμένες», οπότε εύλογα προκύπτει αυξημένη ανάγκη για ανάλογη εξειδικευμένη αιτιολογία»
Υπενθυμίζονται εξάλλου και τα όσα αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 24 του Ν. 158(Ι)/99, πως δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά την διάρκεια της προφορικής εξέτασης, ούτε κι η καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων.
Βάσει των πιο πάνω, δεν εντοπίζω οποιαδήποτε πλάνη ή ελλιπή διερεύνηση ή οτιδήποτε το μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ως προς την κατάληξη της πως η αιτήτρια δεν πληρούσε την απαίτηση της παραγράφου 2.2(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης.
Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης, διαπιστώνω έλλειψη εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας να αμφισβητήσει οτιδήποτε άλλο σε σχέση με την τελική επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση (μεταξύ άλλων, Λυσάνδρου (ανωτέρω)).
Η προσφυγή συνεπώς απορρίπτεται, χωρίς να χρειάζεται η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης, η εξέταση των οποίων καθίσταται αλυσιτελής, ενόψει της κατάληξης. Τα έξοδα της διαδικασίας, επιδικάζονται εναντίον της αιτήτριας και υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και καθορίζονται στο ποσό των €2.000.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
[1] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο, προκειμένου να καταδειχθεί το σημείο που αναθεωρήθηκε κατά την υποβολή της συμπληρωματικής έκθεσης της ΣΕ, ως αυτό ζητήθηκε από την ΕΔΥ, ζήτημα στο οποίο θα γίνει αναφορά κατωτέρω.
[2] Ομοίως ως η υποσημείωση 1.
[3] Παρενθετικά, σημειώνεται πως η τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων ήταν η 31.8.2018.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο