CHATEAU STATUS HOTEL LIMITED ν. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ο.Κ.ΥΠ.Υ.), Υπόθεση Αρ. 784/2025, 2/10/2025
print
Τίτλος:
CHATEAU STATUS HOTEL LIMITED ν. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ο.Κ.ΥΠ.Υ.), Υπόθεση Αρ. 784/2025, 2/10/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

(Υπόθεση Αρ. 784/2025)

 

2 Οκτωβρίου 2025

  [ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

CHATEAU STATUS HOTEL LIMITED

                                Αιτήτρια                                                                                              

                                                  ΚΑΙ

 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ο.Κ.ΥΠ.Υ.)

 

Καθ’ ου η Αίτηση

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Π. Παναγιώτου, για Κωνσταντίνου Παναγιώτου & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Μ. Κούρος, μαζί με Ε. Λοΐζου (κα), για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ου η Αίτηση

Γ. Λεωνίδου (κα), μαζί με Φ. Λεωνίδου (κα), για Πανίκος Α. Λεωνίδου & Σια, για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την προσφυγή αρ. 784/2025, που καταχωρήθηκε την 21.7.2025, προσβάλλεται η νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση, η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 15.7.2025, και σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε από τον καθ’ ου η αίτηση η κατακύρωση του Διαγωνισμού με αρ. Κ.Ο. 92/25 και τίτλο «Διαγωνισμός για την Αγορά Υπηρεσιών προετοιμασίας και παράδοσης έτοιμων γευμάτων (catering) για κάλυψη των ημερήσιων αναγκών των νοσηλευόμενων ασθενών και του προσωπικού του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας σύμφωνα με το Παράρτημα XIV του Ν.73(Ι)/2016» («ο Διαγωνισμός»), στην εταιρεία NEWREST CATERING LIMITED (ενδιαφερόμενο μέρος (Ε.Μ.)), αντί στην αιτήτρια, για το συνολικό ποσό των €745.000 πλέον Φ.Π.Α..

 

Στο πλαίσιο της υπό αναφορά προσφυγής, καταχωρήθηκε μονομερώς, την 21.7.2025, η υπό κρίση αίτηση για έκδοση προσωρινού δικαστικού διατάγματος, με το οποίο να αναστέλλεται η εφαρμογή και/ή εκτέλεση της ανωτέρω, προσβαλλόμενης απόφασης, μέχρι την τελική εκδίκαση και/ή την πλήρη αποπεράτωση της προσφυγής και/ή μέχρι εκδόσεως νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Στις 22.7.2025, μετά από ακρόαση της μονομερούς αίτησης, εκδόθηκε από το Δικαστήριο προσωρινό διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, καθότι διαπιστώθηκε ζήτημα έκδηλης παρανομίας, αλλά και ενόψει του γεγονότος ότι υπήρχε σοβαρή πιθανότητα άμεσης υπογραφής της επίδικης σύμβασης με το Ε.Μ., γεγονός που θα είχε άμεσες έννομες συνέπειες για την αιτήτρια. Το εκδοθέν διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο στις 28.7.2025, ενώ δόθηκαν οδηγίες για άμεση επίδοση του διατάγματος, της ενδιάμεσης αίτησης και της προσφυγής στον καθ’ ου η αίτηση και στο Ε.Μ.. Ο καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση επί της αιτήσεως, ενώ το Ε.Μ. υιοθέτησε ρητώς την υπό του καθ’ ου η αίτηση καταχωρηθείσα ένσταση. Ακολούθως, στις 8.9.2025, έλαβε χώρα η ακρόαση της αίτησης, στη βάση γραπτών αγορεύσεων που καταχώρησαν όλοι οι διάδικοι και η απόφαση επιφυλάχθηκε, αφού προηγουμένως δεν έγινε δεκτή από τους διαδίκους εισήγηση του παρόντος Δικαστηρίου για σύντομη εκδίκαση της προσφυγής. Το δε προσωρινό διάταγμα, με τη συμφωνία όλων των μερών, παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την έκδοση απόφασης επί της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι συνοπτικά τα εξής:

 

Ο Διαγωνισμός προκηρύχθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση στις 16.5.2025. Σύμφωνα με τα έγγραφα του Διαγωνισμού (Μέρος Α), η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης ανερχόταν στις €745.000,00 μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., με ημερήσιο εκτιμώμενο κόστος το ποσό των €2.737,92 ανά ημέρα. Το κριτήριο επιλογής, σύμφωνα πάντα με τους όρους του Διαγωνισμού, ήταν η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής άποψης προσφορά, βάσει βέλτιστης σχέσης τιμής-ποιότητας.

 

Υποβλήθηκαν έγκαιρα τρεις προσφορές, μεταξύ των οποίων και αυτές της αιτήτριας και του Ε.Μ., η διαδικασία ανοίγματος των οποίων, έλαβε χώρα στις 6.6.2025.

 

Προηγουμένως, στις 27.5.2025, είχε διοριστεί η Επιτροπή Αξιολόγησης του Διαγωνισμού και στις 6.6.2025. Στις 18.6.2025, η Επιτροπή Προσφορών αποφάσισε ομόφωνα την έγκριση αποσφράγισης των οικονομικών προσφορών και στη συνέχεια ετοιμάστηκε η τελική έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, στην οποία περιλήφθηκε η τελική βαθμολογία που εξασφάλισαν αιτήτρια και Ε.Μ.: σύμφωνα με την εν λόγω βαθμολογία, η αιτήτρια έλαβε 64,27 βαθμούς και το Ε.Μ. 72,74.

 

Ακολούθως, στις 23.06.2025, η έκθεση αξιολόγησης υποβλήθηκε προς την Επιτροπή Προσφορών του καθ’ ου η αίτηση, με την εισήγηση για κατακύρωση του Διαγωνισμού στο Ε.Μ., του οποίου η προσφορά αναδείχθηκε ως «η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφοράς βάσει βέλτιστης σχέσης τιμής - ποιότητας», για το ποσό των €745.000 χωρίς Φ.Π.Α..

 

Στη συνεδρία της, ημερομηνίας 25.6.2025, η Επιτροπή Προσφορών αποφάσισε ομόφωνα όπως ο Διαγωνισμός ανατεθεί στο Ε.Μ., για το ποσό των €745.000 χωρίς Φ.Π.Α., για διάρκεια οκτώ (8) μηνών, σύμφωνα με την προηγηθείσα εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης.

 

Στις 15.7.2025, έγιναν οι γνωστοποιήσεις των αποτελεσμάτων στους ενδιαφερομένους οικονομικούς φορείς, περιλαμβανομένης της αιτήτριας, ενώ στάλθηκε και επιστολή ανάθεσης της σύμβασης στον επιτυχόντα οικονομικό φορέα, ήτοι στο Ε.Μ..

 

Η αιτήτρια αντέδρασε, καταχωρώντας την υπό αναφορά προσφυγή και την υπό κρίση αίτηση. Η αίτηση της αιτήτριας υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Φ. Χ., ενός εκ των δυο διευθυντών της, ο οποίος δηλώνει εν πρώτοις ότι είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από την αιτήτρια για να προβεί στην ένορκη δήλωση, τα δε γεγονότα επί των οποίων αυτός ορκίζεται, είναι της πλήρους γνώσης και αντίληψής του, από έγγραφα και πληροφορίες που κατέχει λόγω της θέσης του, από τον φάκελο της υπόθεσης που διατηρεί η αιτήτρια και οι δικηγόροι της, αλλά και από προσωπική του εμπλοκή και ανάμειξη σε αυτήν.

 

Εν συνεχεία, και αφού παραθέτει εν συντομία το ιστορικό της υπόθεσης, ο ενόρκως δηλών προβάλλει ότι εν προκειμένω, είναι πρόδηλη και/ή έκδηλη η παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης, για λόγους που αφορούν στην υπό του καθ’ ου η αίτηση ακολουθηθείσα διαδικασία αξιολόγησης των προσφορών των δυο διαδίκων, η οποία και απέληξε στην επιλογή ανάθεσης της σύμβασης στο Ε.Μ.. Στο πλαίσιο αυτό, γίνονται αναφορές σε έκδηλα παράνομη και/ή πάσχουσα οικονομική προσφορά του Ε.Μ., αλλά και σε προδήλως εσφαλμένη βαθμολόγηση της τεχνικής προσφοράς των δυο προσφοροδοτών. Συναφώς, ο ομνύων επισημαίνει ότι η αιτήτρια συμβάλλεται ήδη με τον καθ’ ου η αίτηση για το ίδιο αντικείμενο διαγωνισμού, δυνάμει άλλης σύμβασης που υπογράφτηκε στο πλαίσιο άλλου διαγωνισμού, «[.] γεγονός που καταδεικνύει την προηγούμενη επιτυχημένη και ικανοποιητική εκτέλεση του ίδιου αντικειμένου με τον επίδικο διαγωνισμό, με την ίδια Αναθέτουσα Αρχή ήτοι τον Καθ’ ου η Αίτηση, η οποία δε λήφθηκε υπόψη για σκοπούς απόδοσης μονάδων».

 

Επιπρόσθετα, ο ενόρκως δηλών τονίζει την ανάγκη αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την πλήρη εκδίκαση της παρούσας προσφυγής, καθότι τυχόν εκτέλεση της επίδικης απόφασης, θα καταστήσει άνευ αντικειμένου την αίτηση της αιτήτριας, τουλάχιστον ως προς τη δυνατότητα και προσδοκία ανάθεσης και εκτέλεσης της σύμβασης και, σε κάθε περίπτωση, θα επηρεάσει άμεσα τα έννομα συμφέροντα της αιτήτριας και θα προκαλέσει δυσμενέστατες και ανεπανόρθωτες συνέπειες σε αυτήν, εφόσον ο καθ’ ου η αίτηση θα μπορεί να υπογράψει και/ή συνάψει τη σχετική σύμβαση με το Ε.Μ.. Συναφώς, ο κ. Χ. αναφέρει ότι σε περίπτωση εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, «[.] θα δημιουργηθούν νέες καταστάσεις, δημιουργώντας περαιτέρω έξοδα και ζημία στην αιτήτρια», θα επηρεαστεί το προσωπικό της εταιρείας, εφόσον θα μειωθεί η επιχειρηματική της δραστηριότητα, «[.] ενώ η όλη επένδυση της αιτήτριας, με την αγορά καταστήματος, εξοπλισμού και επιχείρησης θα καταστεί αχρείαστη και μη εκμεταλλεύσιμη». Μπορεί δε εκ πρώτης όψεως η προσφορά της αιτήτριας να είναι αποτιμιτή σε χρήμα, «αλλά η ζημία δεν μπορεί να είναι αποτιμιτή σε χρήματα, αφού έχει σχέση και με την φήμη και πελατεία της αιτήτριας από την οριστική απώλεια του δικαιώματος ανάθεσης της σύμβασης σε αυτήν, ενώ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο άμεσα δυσμενής επηρεασμός τρίτων, ήτοι των υπαλλήλων της.».

 

Τα ίδια εν πολλοίς αναφέρονται και στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας, τα οποία αναπτύχθηκαν και ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακρόαση της αίτησης, με αναφορά και σε νομολογία, υποστηρικτική των θέσεων του.

 

Κατά τον κ. Παναγιώτου, η αίτηση της αιτήτριας θα πρέπει να επιτύχει, εφόσον συντρέχουν και οι δυο προϋποθέσεις που διαζευκτικά θέτει η ημεδαπή νομολογία, ήτοι και η έκδηλη παρανομία και η ανεπανόρθωτη ζημία. Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, ο συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ισχυρισμούς περί παράβασης συγκεκριμένων όρων του Μέρους Α των Εγγράφων του Διαγωνισμού, καθώς και περί προδήλως εσφαλμένης και/ή παράνομης απόδοσης μονάδων στα κριτήρια αξιολόγησης της αιτήτριας και του Ε.Μ. από την Επιτροπή Αξιολόγησης. Συναφώς, ο κ. Παναγιώτου ισχυρίζεται ότι οι συμβάσεις και/ή τα ιδιωτικά συμφωνητικά που υπέβαλε το Ε.Μ., προκειμένου να καταδείξει ότι πληροί το Κριτήριο Αξιολόγησης αρ. 2 του Πίνακα, δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του εν λόγω Κριτηρίου. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τον συνήγορο της αιτήτριας, έκδηλα εσφαλμένη είναι και η μη απόδοση μονάδων στην αιτήτρια αναφορικά με το Κριτήριο 3 του Πίνακα και η απόδοσή τους στο Ε.Μ., κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των προσφοροδοτών, όπως και η απόδοση δέκα (10) μονάδων στο Ε.Μ. αναφορικά με το Κριτήριο 5 του Πίνακα.

 

Επιπρόσθετα, ο συνήγορος της αιτήτριας εγείρει από αυτό το στάδιο, ζήτημα πάσχουσας σύνθεσης της Επιτροπής Προσφορών, κατά την 87η συνεδρία της, ημερομηνίας 18.6.2025, κατά την οποία απουσίαζαν δυο μέλη, χωρίς καμία αιτιολόγηση. Κατά την επόμενη δε συνεδρία της Επιτροπής Προσφορών, ημερομηνίας 25.6.2025, τα εν λόγω δυο μέλη ήσαν παρόντα, αλλά δεν προκύπτει από το πρακτικό ότι ενημερώθηκαν για τα όσα είχαν λεχθεί και αποφασιστεί προηγουμένως, στη συνεδρία ημερομηνίας 18.6.2025, κατά παράβαση του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999).

 

Περαιτέρω, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του περί ανεπανόρθωτης ζημίας, ο συνήγορος της αιτήτριας τονίζει την ανάγκη διαφύλαξης του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία και θα εξουδετερωθεί σε περίπτωση μη διατήρησης σε ισχύ του αιτούμενου διατάγματος αναστολής, το δε δικαίωμα ανάθεσης της σύμβασης στην αιτήτρια θα έχει απωλεσθεί οριστικά. Η μη έκδοση και/ή μη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος αναστολής, σημαίνει ουσιαστικά και παράβαση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο, εφόσον η αιτήτρια, λόγω της φύσης της υπόθεσης, δεν μπορούσε να απευθυνθεί προηγουμένως σε άλλα όργανα (π.χ. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών). Σε περίπτωση δε που η προσβαλλόμενη απόφαση εκτελεστεί, θα δημιουργηθούν περαιτέρω έξοδα και ζημία στην αιτήτρια.

 

Τέλος, ο κ. Παναγιώτου προβάλλει ότι από τη συνέχιση σε ισχύ του διατάγματος αναστολής της επίδικης απόφασης, δεν επηρεάζεται το δημόσιο συμφέρον, εφόσον οι υπηρεσίες θα συνεχίσουν να παρέχονται από την αιτήτρια μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η αιτήτρια ήδη παρέχει αυτές τις υπηρεσίες σήμερα για το ποσό των €1453,5 ημερησίως, ενώ αν υπογραφόταν η σύμβαση με το Ε.Μ., οι ίδιες υπηρεσίες θα παρέχονταν ανά ημέρα στο ποσό των €2672. Συνεπώς, με αυτή την εξέλιξη, το Δημόσιο εξοικονομεί το ποσό των €1220 ημερησίως και, συνακόλουθα, με αυτό τον τρόπο το δημόσιο συμφέρον προστατεύεται.

 

Από την πλευρά του, ο καθ’ ου η αίτηση αντιτείνει δια της ενστάσεώς του ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από τη νομολογία και τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της επίδικης απόφασης. Κατά τον σχετικό ισχυρισμό, δεν υπάρχει έκδηλη ή οποιαδήποτε άλλης μορφής παρανομία, αλλ’ ούτε καταφαίνεται η πιθανότητα να υποστεί η αιτήτρια οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά, η οποία να μην μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα ή/και να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παρασχεθούν με την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής. Οι δε λόγοι, στους οποίους η αιτήτρια στηρίζει την αίτησή της για έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος, πέραν του ότι δεν δικαιολογούν ούτε την έκδοση του διατάγματος ούτε και την παραμονή του σε ισχύ, αποτελούν λόγους που άπτονται άμεσα της ουσίας της προσφυγής και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να εξεταστούν στο παρόν στάδιο. Αντίθετα, η εξέταση νομικών ζητημάτων σε αυτό το στάδιο της ενδιάμεσης διαδικασίας, θα αποτελέσει σοβαρή επέμβαση στην πορεία εκδίκασης της προσφυγής.

 

Επιπρόσθετα, σύμφωνα πάντα με την ένσταση, η αιτήτρια τελεί σε πραγματική και/ή νομική πλάνη όσον αφορά τα γεγονότα και/ή τα νομικά αποτελέσματα που προκύπτουν και συνθέτουν την κατ’ ισχυρισμό ανάγκη έκδοσης και/ή το υπόβαθρο του αιτούμενου διατάγματος. Τυχόν δε απόφαση που θα καταστήσει απόλυτο το προσωρινό διάταγμα, θα πλήξει το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς θα καταστεί μάταιη προσπάθεια, ενδέχεται δε να οδηγήσει σε σοβαρές και δυσμενείς επιπτώσεις για το δημόσιο συμφέρον, καθότι δεν είναι βέβαιο ότι θα δοθεί η απαραίτητη προηγούμενη έγκριση από την Τμηματική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων (ΤΕΑΑ) και/ή την Κεντρική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων (ΚΕΑΑ), ως καθορίζεται στην Κ.Δ.Π. 138/2016, ως αυτή τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 229/2025, για τη συνέχιση και/ή για τροποποίηση της υφιστάμενης σύμβασης του Διαγωνισμού, θέτοντας ωσαύτως σε άμεσο κίνδυνο την αναστολή ή διακοπή της εκτέλεσης του αντικειμένου του Διαγωνισμού μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής. Τέλος, προβάλλεται ότι η υπό εξέταση αίτηση είναι παραπλανητική και/ή κακόπιστη και/ή καταχρηστική και/ή καταχωρήθηκε για αλλότριους σκοπούς και/ή για σκοπούς εξυπηρέτησης των οικονομικών συμφερόντων της αιτήτριας, ενάντια στο δημόσιο συμφέρον και τη δημόσια υγεία.

 

Την ένσταση υποστηρίζει ένορκη δήλωση της κας Α.Κ., Διοικητικής Λειτουργού Μονάδας Αγορών και Προμηθειών του καθ’ ου η αίτηση, η οποία, αφού πρώτα δηλώνει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον καθ’ ου η αίτηση να προβεί στην ένορκη δήλωσή της, εκθέτει στη συνέχεια το ιστορικό της υπόθεσης, επισημαίνοντας ότι δεν συντρέχει καμία εκ των προϋποθέσεων ούτε για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, αλλ’ ούτε για συνέχιση της ισχύος του. Αναφέρει εξ’ αρχής η ομνύουσα ότι γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προσωπικά, από μελέτη του φακέλου, του αρχείου, των εγγράφων και των πληροφοριών που διατηρούνται από τον καθ’ ου η αίτηση, ενώ σε σχέση με τα νομικά ζητήματα, έχει λάβει νομική συμβουλή από τον δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση.

Κατά την ομνύουσα, ο πραγματικός σκοπός της αίτησης δεν είναι άλλος από την παράταση της υφιστάμενης σύμβασης που διατηρεί η αιτήτρια με το Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας, προκειμένου να συνεχίσει να αποκομίζει οικονομικά οφέλη. Συνεπώς, δεν υφίσταται εν προκειμένω ανάγκη προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, αλλά πρόκειται για μια απόπειρα διασφάλισης της συνέχισης μιας επωφελούς για την ίδια την αιτήτρια συμβατικής σχέσης, η οποία εξυπηρετεί καθαρά τα οικονομικά και επιχειρηματικά δεδομένα της. Αναφέρει επίσης η ενόρκως δηλούσα ότι η αιτήτρια παραλείπει σκόπιμα να ενημερώσει το Δικαστήριο ότι, για να καταστεί δυνατή η οποιαδήποτε παράταση της υφιστάμενης σύμβασης, απαιτείται η λήψη θεσμικών εγκρίσεων από την ΤΕΑΑ και εν συνεχεία από την ΚΕΑΑ, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι θα δοθεί μια τέτοια έγκριση, ούτε και είναι γνωστό, σε περίπτωση που αυτή δοθεί, για ποια χρονική διάρκεια θα δοθεί και ποιο χρηματικό ύψος θα καλύπτει, ούτως ώστε να είναι βέβαιο ότι θα καλύψει τον χρόνο που θα χρειαστεί μέχρι την εκδίκαση και έκδοση τελικής απόφασης επί της προσφυγής. Ο δε καθ’ ου η αίτηση δεν είναι σε θέση να γνωρίζει, ούτε μπορεί να θεωρείται βέβαιο, κατά πόσο θα παραχωρηθεί νέα έγκριση για περαιτέρω επέκταση της σύμβασης από την ΚΕΑΑ μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου (νέα παράταση των 3 μηνών περίπου), ούτε ποια θα είναι η διάρκειά της, σε περίπτωση που αυτή δοθεί.

 

Τονίζει ιδιαίτερα η ενόρκως δηλούσα ότι δεν υπάρχει έκδηλη ή οποιασδήποτε άλλης μορφής παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης και η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι συντρέχει οποιαδήποτε αυταπόδεικτη και έκδηλη παρανομία, ενώ όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί ανεπανόρθωτης ζημίας, αυτοί αποτελούν επιγραμματικές, γενικές και παντελώς ατεκμηρίωτες διατυπώσεις, που δεν επαρκούν προς πλήρωση της συγκεκριμένης προϋπόθεσης. Η κατ’ ισχυρισμόν ζημία είναι, στην καλύτερη περίπτωση, οικονομικής φύσης και ως εκ τούτου πλήρως επανορθώσιμη μέσω των μηχανισμών του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ενώ και ο ισχυρισμός περί βλάβης της φήμης της αιτήτριας, στερείται οποιοσδήποτε τεκμηρίωσης και δεν μπορεί να στοιχειοθετείται απλώς επειδή δεν της ανατέθηκε μια δημόσια σύμβαση.

 

Τα ίδια εν πολλοίς αναφέρονται και στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος, ενίοτε με αναφορά σε σχετική νομολογία υποστηρικτική των δικών του θέσεων, υποβάλλει ότι δεν συντρέχει καμία προϋπόθεση για να καταστεί απόλυτο το προσωρινό διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της επίδικης απόφασης, όπως, κατά τη σχετική εισήγηση, κανένας λόγος δεν συνέτρεχε εξ’ αρχής για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος. Συναφώς, ο κ. Κούρος ισχυρίζεται στη γραπτή του αγόρευση ότι η αιτήτρια, κατά την εμφάνισή της στις 22.7.2025, δεν αποκάλυψε ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και όλες τις νομικές παραμέτρους. Επ’ αυτού, ο συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι είναι ελλιπής και/ή παραπλανητική η θέση της αιτήτριας ότι διαθέτει τη δυνατότητα συνέχισης της υφιστάμενης σύμβασης και ότι, με την έκδοση του προσωρινού διατάγματος δεν θα προέκυπτε οποιοδήποτε πρόσκομμα εις βάρος του καθ' ου η αίτηση: και τούτο καθότι η αιτήτρια απέφυγε σκόπιμα να αναφέρει ότι, για να καταστεί δυνατή η οποιαδήποτε παράταση της υφιστάμενης σύμβασης, απαιτείτο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η λήψη θεσμικών εγκρίσεων τόσο από την ΤΕΑΑ, όσο και από την ΚΕΑΑ, δυνάμει των σχετικών Κανονισμών, ήτοι των περί της Διαχείρισης της Εκτέλεσης Δημοσίων Συμβάσεων και των Διαδικασιών Αποκλεισμού των Οικονομικών Φορέων από Διαδικασίες Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 138/2016). Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα και με τις δηλώσεις των ίδιων των δικηγόρων των μερών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στις 26.8.2025, η Κ.Δ.Π. 138/2016 έχει τροποποιηθεί από την Κ.Δ.Π. 229/2025, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 25.7.2025 και με την εν λόγω τροποποίηση έχουν πλέον αυξηθεί τα χρονικά όρια παράτασης ισχύος μιας σύμβασης από την ΤΕΑΑ, ενώ ακολούθως, για ακόμα περαιτέρω παράταση, θα πρέπει να δοθεί έγκριση από την ΚΕΑΑ που θα συγκροτηθεί για αυτό το σκοπό. Εν προκειμένω, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η χρονική ισχύς της υφιστάμενης σύμβασης με την αιτήτρια, έχει παραταθεί μέχρι τις 14.11.2025, «με τη δυνατότητα να ανανεωθεί περαιτέρω εφόσον δεν ακυρωθεί το διάταγμα» (βλ. σχετικά και τη γραπτή αγόρευση του Ε.Μ., σελ. 2).

Επανερχόμενος στα της γραπτής αγόρευσης του κ. Κούρου, ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση, σε σχέση με το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμόν έκδηλης παρανομίας, υποβάλλει ότι τέτοια παρανομία δεν έχει επ’ ουδενί καταδειχθεί, όλοι δε οι σχετικοί ισχυρισμοί της αιτήτριας που αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να απαντηθούν κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.

 

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί πάσχουσας σύνθεσης της Επιτροπής Προσφορών, ο κ. Κούρος ισχυρίζεται ότι αυτοί δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης, καθότι τέτοιοι ισχυρισμοί δεν συμπεριλήφθηκαν στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση της αιτήτριας και, συνακόλουθα, η οποιαδήποτε προώθησή του μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου της αιτήτριας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, δεδομένου μάλιστα ότι δεν υποστηρίζεται από μαρτυρία της αίτησης, αλλ’ ούτε και αποτέλεσαν λόγο για τον οποίο το Δικαστήριο εξέδωσε το προσωρινό διάταγμα αναστολής. Εν πάση δε περιπτώσει, υποβάλλει ο κ. Κούρος, αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος και, σε κάθε περίπτωση, η εξέτασή του θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης, καθότι επιβάλλεται η στάθμιση και κρίση των διαφορετικών απόψεων που έχουν προβληθεί, καθώς και έλεγχος εγγράφων από τον διοικητικό φάκελο.

 

Τέλος, όσον αφορά στους ισχυρισμούς περί ανεπανόρθωτης ζημίας, ο συνήγορος για τον καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι αυτοί είναι γενικώς διατυπωμένοι, ατεκμηρίωτοι και αποτελούν επιγραμματικές και γενικές διατυπώσεις, που δεν επαρκούν προκειμένου να ικανοποιηθεί η προϋπόθεση της ανεπανόρθωτης ζημίας. Ειδικότερα ως προς το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται δια της γραπτής του αγόρευσης ότι η αιτήτρια διαθέτει πλήρη πρόσβαση στο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο είναι σε θέση να της παράσχει κάθε προβλεπόμενη από το νόμο θεραπεία, περιλαμβανομένης και της αποζημίωσης, σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής. Η δε απουσία αυτόματης αναστολής δεν συναπάγεται παραβίαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.

 

Παρόμοιες θέσεις με αυτές του καθ’ ου η αίτηση, προώθησε δια της γραπτής της αγόρευσης και η πλευρά του Ε.Μ., η οποία τονίζει εξ’ αρχής ότι η προσφορά που υπέβαλε το Ε.Μ. ήταν καθόλα νόμιμη, δεόντως συμπληρωμένη και πληρούσε όλους τους όρους του Διαγωνισμού. Ηταν δε αυτή, υπό το σύνολο των δεδομένων, η πλέον συμφέρουσα υποβληθείσα προσφορά και, συνεπώς, ορθώς, αξιοκρατικώς και δικαιολογημένα ο καθ΄ου η αίτηση κατακύρωσε τον Διαγωνισμό στο Ε.Μ.. Εν πάση δε περιπτώσει, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αιτήτριας επί του θέματος, άπτονται ευθέως της ουσίας της υπόθεσης και θα πρέπει να τύχουν εξέτασης στο πλαίσιο εξέτασης της προσφυγής και όχι στο παρόν στάδιο. Προβάλλει επίσης η ευπαίδευτη συνήγορος για το Ε.Μ. ότι η αιτήτρια ανεπίτρεπτα εγείρει το πρώτον δια της γραπτής της αγόρευσης, ισχυρισμούς που δεν είχε περιλάβει στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτησή της. Αυτοί δε οι ισχυρισμοί, κατά τη σχετική εισήγηση, δεν θα πρέπει να εξεταστούν από το Δικαστήριο. Όσο δε αφορά στους ισχυρισμούς περί ανεπανόρθωτης ζημίας, η συνήγορος του Ε.Μ. εισηγείται ότι πρόκειται για κατ’ ισχυρισμόν ζημία, η οποία είναι, στην καλύτερη περίπτωση, οικονομικής φύσεως και, συνεπώς, πλήρως επανορθώσιμη.

 

Τέλος, η κα Λεωνίδου υποβάλλει ότι αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση, όχι γιατί πραγματικά υπάρχει κάποια έκδηλη παρανομία ή γιατί θα υποστεί κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη ή γιατί στοχεύει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, αλλά για να μπορέσει να αποκομίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος από την υφιστάμενη σύμβαση, εξυπηρετώντας τα δικά της ιδιωτικά συμφέροντα. Η ίδια δε η φύση του Διαγωνισμού αφορά σε κατ’ εξοχήν ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ήτοι τη σίτιση ασθενών και προσωπικού στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας και κατ' επέκταση τη δημόσια υγεία. Ως εκ τούτου, «η εμφανής προσπάθεια της αιτήτριας να προτεραιοποιήσει το ιδιωτικό της συμφέρον έναντι του δημοσίου», θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από το Δικαστήριο και να οδηγήσει στην ακύρωση του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος.

 

Το υπό εξέταση ένδικο μέσο, το οποίο επέλεξε η αιτήτρια προς προώθηση των αιτημάτων της, ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος εφαρμόζεται στην παρούσα δυνάμει του Κανονισμού 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, η δικαιοδοσία έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής ασκείται με φειδώ και μόνον όταν στοιχειοθετηθεί ότι υπάρχει είτε έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είτε πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή, από τη μη έκδοση του διατάγματος (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ 32). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Moyo & Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203-

 

«Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές η έκδοση προσωρινού διατάγματος στο πεδίο δικαιοδοσίας που πραγματευόμεθα αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δεν προβλέπεται άμεσα από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται ως εξουσία συμφυής προς το αντικείμενο της διαδικασίας προς διασφάλιση κατά πρώτο λόγο της νομιμότητας, που αποτελεί το κριτήριο που θέτει το ίδιο το Άρθρο 146 για τη θεώρηση του επίδικου θέματος της προσφυγής. Παρέχεται εξουσία αναστολής εφόσον η πράξη ή απόφαση καταφαίνεται ως έκδηλα παράνομη.  Κατά δεύτερο λόγο μπορεί να ανασταλεί η απόφαση προς διαφύλαξη της δραστικότητας της δικαιοδοσίας οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτητή δηλαδή ζημιά η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.

 

Η άσκηση δικαιοδοσίας για την παροχή προσωρινής θεραπείας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας θεσμοποιείται από τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.».

 

Είναι βεβαίως σαφές ότι τα δυο προαναφερθέντα, καθοριστικά από τη νομολογία, κριτήρια είναι διαζευκτικά και στη διαπίστωση της έκδηλης παρανομίας, το στοιχείο της δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη Διοίκηση δεν υπεισέρχεται στην εικόνα και ούτε έχει σχέση πλέον η επαπειλούμενη  ανεπανόρθωτη ζημιά στον ίδιο τον προσφεύγοντα (Λοϊζίδης v. Υπουργείο Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, Κοινοπραξία Planet A. E και Project Management Ltd κ.α. v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, Υποθ. Αρ. 197/2009, ημερ. 8.4.2009).

 

Εν προκειμένω, ως έχει ήδη λεχθεί, ήδη από 22.7.2025 εκδόθηκε, στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης, προσωρινό διάταγμα το οποίο και εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ. Αυτό λοιπόν που θα πρέπει να εξεταστεί στο παρόν στάδιο, είναι το κατά πόσον αυτό το διάταγμα θα πρέπει να καταστεί απόλυτο, μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής, ή αν θα πρέπει ακυρωθεί. Τονίζω πάντως εξ’ αρχής ότι, στο παρόν στάδιο, δεν εντοπίζω οποιονδήποτε λόγο που θα μπορούσε, ήδη από το στάδιο αυτό, να οδηγήσει στην ακύρωση ακόμα και της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει άλλωστε εξουσία το Δικαστήριο να πράξει, εάν εντοπίσει βάσιμο λόγο ακύρωσης (Hellenic Petroleum Cyprus Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 602). Συναφώς, οι ισχυρισμοί περί πάσχουσας σύνθεσης, όπως αυτοί έχουν προεκτεθεί, δεν θα τύχουν εξέτασης στο παρόν στάδιο, εφόσον όχι μόνο δεν έχουν εγερθεί δια της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, αλλ’ ούτε και, σε κάθε περίπτωση, στοιχειοθετούν έκδηλη παρανομία, ήτοι παρανομία που να αναδύεται αυτόματα ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ 32, Κροκίδου κ.α. v. Δημοκρατίας, (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857, Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203).

 

Όσο δε αφορά στους λοιπούς ισχυρισμούς της πλευράς της αιτήτριας, οι οποίοι αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της προεκτεθείσας επιχειρηματολογίας της περί έκδηλης παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης (για λόγους που αφορούν στην υπό του καθ’ ου η αίτηση ακολουθηθείσα διαδικασία αξιολόγησης των προσφορών των δυο διαδίκων, η οποία και απέληξε στην επιλογή ανάθεσης της σύμβασης στο Ε.Μ.), κρίνω ότι αυτοί, πέραν του ότι δεν στοιχειοθετούν έκδηλη παρανομία, εν τη εννοία που αποδίδεται στον όρο αυτό από τη νομολογία, αφορούν άμεσα και ευθέως στην ίδια την ουσία της προσφυγής και συνιστούν την ουσία της υπόθεσης και, συνακόλουθα, θα τύχουν εξέτασης κατά το στάδιο εκδίκασης της προσφυγής. Κατά πάγια νομολογία, δεν είναι ορθό το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση για προσωρινό διάταγμα, να διαγιγνώσκει, στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο, και την ουσία της προσφυγής (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3056, Πρόδρομος Α. Σέργη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 98/2014, ημερ. 5.3.2014). Αποτελεί διαχρονική γραμμή της ημεδαπής νομολογίας ότι τα νομικά ζητήματα, που συνιστούν την ουσία μιας υπόθεσης, πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη αυτής. Επίλυσή τους στο στάδιο της διαδικασίας για έκδοση προσωρινού διατάγματος, αποτελεί σοβαρή και ανεπίτρεπτη επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα, που θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κώστας Τούμπας κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 387, «ακόμα όμως και όταν η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο άμεσης αναστολής της εκτέλεσης διοικητικής απόφασης, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με περίσκεψη, γιατί διαφορετικά η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς θα καταντούσε μάταιη προσπάθεια. [Βλέπε Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345, Karram v. Republic (1983) 3 C.L.R. 199]. Όπως αναφέρεται και στην υπόθεση Miltiadous v. Republic (1972) 3 C.L.R. 341, ο Κανονισμός 13(1) των Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν ενθαρρύνει την έκφραση γνώμης επί των επίδικων θεμάτων εκκρεμούσας της διαδικασίας.».

 

Αργότερα, στην Hellenic Petroleum Cyprus Ltd ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, Υποθ. Αρ. 518/2006, ημερ. 20.3.2006, επισημάνθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Στην υπόθεση Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857, λέχθηκε ότι το δικαστήριο δεν πρέπει, κατά την εξέταση τέτοιας φύσης αίτησης, να υπεισέλθει, στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο, στην ουσία της διαφοράς και να εκφέρει τελική κρίση επί του θέματος. Ακόμα και όταν η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο άμεσης αναστολής της εκτέλεσης της διοικητικής απόφασης, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με περίσκεψη, γιατί διαφορετικά η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς θα καταντούσε μάταιη προσπάθεια (Sofocleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 345 και Karram v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 199, Πατσαλίδης ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υποθ. Αρ. 206/2001, ημερ. 23.3.2001).

 

Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Georghios Miltiadous v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 341, ο Κανονισμός 13(1) των Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν ενθαρρύνει την έκφραση γνώμης επί των επιδίκων θεμάτων εκκρεμούσης της διαδικασίας.

 

Στο διοικητικό δίκαιο, η απλή ύπαρξη σοβαρών θεμάτων προς εκδίκαση δεν αποτελεί αρκετό λόγο έκδοσης προσωρινού διατάγματος (Sarkissian κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1075/95, ημερ. 15.1.1996 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 496/2002, ημερ. 26.7.2002).

 

Η χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης είναι  αποσυνδεδεμένη από τις πιθανότητες επιτυχίας της κύριας αίτησης. Ο τυχόν παράνομος χαρακτήρας της προσβαλλόμενης πράξης, καθώς και η πιθανολόγηση του βάσιμου της ακύρωσής της, δεν συνιστούν λόγους αναστολής (Sarkissian κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, και Σκουρής, Η Δικαστική Αναστολή Εκτελέσεως των Διοικητικών Πράξεων, τρίτη έκδοση, παραγρ. 100).

 

Ακόμα και όταν οι πιθανότητες επιτυχίας της αξίωσης του αιτητή είναι ολοφάνερες, αυτό δεν αποτελεί παρά απλώς ένα παράγοντα που συνηγορεί έντονα υπέρ της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος (Georghiades (No.1) v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 392, 395). Ακόμα, δηλαδή, και στις περιπτώσεις που η αξίωση του αιτητή φαίνεται ότι κατά πάσα πιθανότητα θα επιτύχει, το διάταγμα δεν χορηγείται ως θέμα ρουτίνας.».

 

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, κρίνω ότι και στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου και του αντικειμένου της προσφυγής, τυχόν εξέταση των ισχυρισμών που τίθενται προς τεκμηρίωση της θέσης της αιτήτριας περί έκδηλης παρανομίας, θα ισοδυναμούσε με εξέταση της ουσίας της διαφοράς και διαμόρφωση, στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο, τελικής κρίσης επί του θέματος και, κατ' επέκταση, επί της προσφυγής. Πράγμα βεβαίως ανεπίτρεπτο. Το κατά πόσον τελικά ορθώς και/ή νομίμως ή, αντίθετα, εσφαλμένα και παράνομα, αποφασίστηκε από τον καθ’ ου η αίτηση η κατακύρωση του Διαγωνισμού στο Ε.Μ., θα αποφασιστεί κατά την εξέταση της προσφυγής, εφόσον συνιστά τον πυρήνα της επίδικης διαφοράς και συνδέεται ευθέως με την ουσία της διαφοράς.

 

Προχωρώ στην εξέταση του ισχυρισμού περί ανεπανόρθωτης ζημίας. Ο εν λόγω ισχυρισμός, έτσι όπως τίθεται και αναπτύσσεται από την πλευρά της αιτήτριας, είναι δισκελής: αφορά αυτός, αφενός, σε έξοδα και ζημία που θα προκληθούν στην αιτήτρια, επειδή θα επηρεαστεί το προσωπικό της εταιρείας, η φήμη και η πελατεία της και θα μειωθεί σε μεγάλο βαθμό η δραστηριότητά της, λόγω του ότι θα σταματήσει να παρέχει τις υπηρεσίες της στον καθ’ ου η αίτηση, ενώ η όλη επένδυση της αιτήτριας, με την αγορά καταστήματος, εξοπλισμού και επιχείρησης θα καταστεί αχρείαστη και μη εκμεταλλεύσιμη. Αφετέρου, σύμφωνα πάντα με την πλευρά της αιτήτριας, εφόσον το διάταγμα δεν καταστεί απόλυτο και/ή δεν παραμείνει σε ισχύ, θα επέλθει επί της ουσίας παράβαση του δικαιώματος της αιτήτριας για πρόσβασή της στο Δικαστήριο, καθώς και του δικαιώματός της για αποτελεσματική δικαστική προστασία, δεδομένου ότι η αιτήτρια, λόγω και της φύσης της υπόθεσης, δεν μπορούσε να απευθυνθεί σε άλλο όργανο (π.χ. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών) και, συνακόλουθα, θα έχει απωλέσει το δικαίωμά της να διεκδικήσει την κατακύρωση της σύμβασης σε αυτήν.

 

Εν πρώτοις, σε σχέση με το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού, κρίνω ότι τα όσα θέτει η πλευρά της αιτήτριας πέραν του ότι τίθενται εν πολλοίς κατά τρόπο αόριστο και γενικό, αφορούν ουσιαστικά σε ενδεχόμενη οικονομική επιβάρυνση της αιτήτριας, αποτιμητή σε χρήμα, η οποία, ως εκ της φύσης της, δεν μπορεί να θεμελιώσει ανεπανόρθωτη βλάβη στο στάδιο αυτό. Περαιτέρω δε, όπως ορθώς επισημαίνεται και στη γραπτή αγόρευση του καθ’ ου η αίτηση, η συμμετοχή σε διαγωνισμό γεννά απλή προσδοκία και όχι δέσμευση κατακύρωσης σε συγκεκριμένο προσφοροδότη, συνεπώς τα έξοδα της αιτήτριας σε εξοπλισμό και κατάστημα αποτελούν επιλογές επιχειρηματικού ρίσκου της αιτήτριας, που μπορούν, σε κάθε περίπτωση, να αποτιμηθούν σε χρήμα. Όπως λέχθηκε στην Κροκίδου, ανωτέρω, όταν η ζημία που θα προκληθεί είναι καθαρά χρηματικού χαρακτήρα και η πλήρης επανόρθωσή της είναι απόλυτα εφικτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπανόρθωτη. Απόλυτα σχετική και η απόφαση στην Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.α. ν. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών (2009) 3 Α.Α.Δ. 513. Παρομοίως, ούτε ο ισχυρισμός περί προσβολής της «φήμης και πελατείας» της αιτήτριας μπορεί να θεμελιώσει ζήτημα ανεπανόρθωτης ζημίας. Η συμμετοχή επιχειρήσεων σε διαγωνισμούς του δημοσίου, αποτελεί συνήθη πρακτική και μέρος της επιχειρηματικής τους δράσης, χωρίς να είναι εξασφαλισμένη κάθε φορά η κατακύρωση σε αυτούς ενός διαγωνισμού. Η δε ισχυριζόμενη απώλεια φήμης και πελατείας, ως συνιστώσα ανεπανόρθωτη ζημία, λόγω μη κατακύρωσης ενός διαγωνισμού, δεν ανταποκρίνεται στη φύση ενός δημόσιου διαγωνισμού, ο οποίος εμπεριέχει μεγάλη πιθανότητα μία προσφορά να μην κατακυρωθεί σε προσφοροδότη που δεν πληροί κάποιο κριτήριο συμμετοχής. Συνεπώς, η συμμετοχή σε ένα δημόσιο διαγωνισμό, προϋποθέτει και αποδοχή της πιθανότητας περί μη κατακύρωσης, υπό την έννοια ότι όποιος συμμετέχει σε ένα δημόσιο διαγωνισμό, μόνον προσδοκία κατακύρωσης μπορεί να έχει, ενώ η φήμη και πελατεία αποτελούν άϋλα στοιχεία του ενεργητικού μίας επιχείρησης, ώστε να καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη συγκεκριμενοποίησης του επηρεασμού τους, ώστε να μην αρκούν, όπως συμβαίνει στην υπό εξέταση περίπτωση, γενικές και αόριστες αναφορές επ’ αυτού.

 

Παραμένει προς εξέταση ο έτερος ισχυρισμός της πλευράς της αιτήτριας, σύμφωνα με τον οποίο εφόσον το διάταγμα δεν καταστεί απόλυτο και/ή δεν παραμείνει σε ισχύ, τίθεται εν κινδύνω και/ή δεν διαφυλάσσεται το δικαίωμα της αιτήτριας για αποτελεσματική δικαστική προστασία, δεδομένου ότι η αιτήτρια, η οποία λόγω και της φύσης της υπόθεσης, δεν μπορούσε να απευθυνθεί σε άλλο όργανο (π.χ. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών), θα έχει απωλέσει το δικαίωμά της να διεκδικήσει την κατακύρωση της σύμβασης σε αυτήν.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι, με απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 25.6.2025, η οποία γνωστοποιήθηκε στους ενδιαφερόμενους φορείς στις 15.7.2025, ο Διαγωνισμός κατακυρώθηκε στο Ε.Μ.. Είναι επίσης αναντίλεκτο γεγονός ότι η αιτήτρια, λόγω της μη επιλογής της από τον καθ’ ου η αίτηση, προσέφυγε κατά της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση στο Διοικητικό Δικαστήριο και δεν έχει προηγηθεί, λόγω της φύσης της υπόθεσης, διαδικασία ενώπιον και απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Είναι, τέλος, παραδεκτό γεγονός ότι υφίσταται σύμβαση της αιτήτριας με τον καθ’ ου η αίτηση, με παρόμοιο αντικείμενο ως αυτό του Διαγωνισμού, η οποία έχει ισχύ μέχρι τις 14.11.2025. Με αυτά ως δεδομένα, η υπό της αιτήτριας επικαλούμενη ζημία, δεν είναι ούτε μελλοντική ούτε υποθετική, αλλά ενεστώσα και βέβαιη, εφόσον σε περίπτωση ακύρωσης του εν ισχύ προσωρινού διατάγματος, ο καθ’ ου η αίτηση θα μπορεί να υπογράψει τη νέα (στο πλαίσιο του Διαγωνισμού) σύμβαση με το Ε.Μ., καθιστώντας ωσαύτως οριστική την απώλεια του δικαιώματος ανάθεσης της σύμβασης στην αιτήτρια, με αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώματος της αιτήτριας για αποτελεσματική δικαστική προστασία.

 

Η αιτήτρια αξιώνει από το παρόν Δικαστήριο αποτελεσματική δικαστική προστασία ως ενδιαφερόμενος ακόμα προσφοροδότης, εφόσον δεν έχει αποκλεισθεί ακόμη οριστικά από ανεξάρτητο όργανο προσφυγής (άρθρο 2α(2) της Οδηγίας 92/13/ΕΟΚ), ήτοι από «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη» (C-497/20, Randstad Italia SpA, σκ. 73). Το αδιαμφισβήτητο δεδομένο είναι πως αυτό το οποίο επιδιώκει στο παρόν στάδιο η αιτήτρια, είναι να κριθεί από το Δικαστήριο η κρίση του καθ’ ου η αίτηση, με την οποία επιλέχθηκε η προσφορά του Ε.Μ. και όχι η δική της. Τυχόν ακύρωση του προσωρινού διατάγματος, θα καταστήσει ουσιαστικά την προσφυγή της αιτήτριας χωρίς αντικείμενο, εφόσον το ζητούμενο είναι ο υπό του Δικαστηρίου αναθεωρητικός έλεγχος της προσβαλλόμενης με την παρούσα προσφυγή απόφασης, τον οποίο η αιτήτρια προφανώς επιδιώκει δια της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης, ώστε να διασφαλίσει, σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής της, το δικαίωμα συμμετοχής της στη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης. Σε περίπτωση δε υπογραφής της σύμβασης μεταξύ καθ’ ου η αίτηση και Ε.Μ., το δικαίωμα αυτό καθίσταται αυτομάτως κενό περιεχομένου.

 

Έχω λοιπόν την άποψη ότι πρόκειται για περίπτωση που ο προσφοροδότης, εν προκειμένω η αιτήτρια, του οποίου η προσφορά δεν επιλέγηκε, δεν θα πρέπει να αποστερηθεί του δικαιώματος προσωρινής δικαστικής προστασίας, μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής από το Δικαστήριο, στο οποίο νομιμοποιείται να προσφύγει εναντίον της απόφασης του διοικητικού οργάνου, εν προκειμένω του καθ’ ου η αίτηση (βλ. και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην CONSORTIUM KPMG LIMITED - ASPROFOS SA ν. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, Υποθ. Αρ. 4/2024Φ, ημερ. 26.6.2024). Αυτό επιτάσσει η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και βρίσκεται σε πλήρη συμβατότητα με την Ενωσιακή νομολογία. Όπως σχετικά λέχθηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 18ης Ιανουαρίου 2024, CROSS Zlin, Υπόθεση C-303/22, η οποία αφορούσε στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων-

 

«51. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση, της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Sambre & Biesme και Commune de Farciennes, C‑383/21 και C‑384/21, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

[.]

59. Τέλος, το συμπέρασμα αυτό είναι σύμφωνο με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 89/665. Η οδηγία αποσκοπεί στο να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και προσβάσεως σε αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, σκέψη 128 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

60. Ως προς το ζήτημα αυτό, έχει κριθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας, σκοπός του οποίου είναι η προστασία των οικονομικών φορέων έναντι των αυθαιρεσιών της αναθέτουσας αρχής, επιδιώκει να εξασφαλίσει την ύπαρξη, σε όλα τα κράτη μέλη, αποτελεσματικών μέσων προσφυγής, ώστε να κατοχυρώνεται η εφαρμογή στην πράξη των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, ιδίως σε στάδιο κατά το οποίο οι παραβάσεις μπορούν ακόμη να διορθωθούν (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).».

 

Στην δε απόφασή του της 8ης Μαΐου 2024, στην υπόθεση C‑53/23, Asociația «Forumul Judecătorilor din Rom?nia», το ΔΕΕ επεσήμανε τα ακόλουθα-

 

«34. [.] το άρθρο 19 ΣΕΕ, το οποίο συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, αναθέτει στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών, καθώς και της ένδικης προστασίας που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό [αποφάσεις της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din Rom?nia» κ.λπ., C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, σκέψη 188, και της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου), C‑430/21, σκέψη 39].

 

35. Η ίδια η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου προς διασφάλιση της τηρήσεως των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κράτους δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, και όπως προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν ένα σύστημα μέσων ένδικης προστασίας και διαδικασιών το οποίο να διασφαλίζει στους πολίτες τον σεβασμό του δικαιώματός τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες βάσει του δικαίου της Ένωσης, την οποία μνημονεύει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, στα οποία αντιστοιχεί το άρθρο 47 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, σκέψη 219 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, και λαμβάνοντας υπόψη και τα προεκτεθέντα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης, καταλήγω ότι η παρούσα αποτελεί περίπτωση που το Δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει την αιτούμενη προσωρινή προστασία προς διαφύλαξη του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

 

Κατά συνέπεια, το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα αναστολής, ημερομηνίας 22.7.2025, καθίσταται απόλυτο μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή ορίζεται για οδηγίες στις 7.10.2025 (9.15 π.μ.).

 

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της προσφυγής.

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο