ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 877/2021
14 Οκτωβρίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Αναφορικά με το Άρθρο/τα Άρθρα (α) 28 και 146 του Συντάγματος
Ανδρέας Χατζηγεωργίου
Αιτητής
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ’ ων η Αίτηση
.........
Χριστάκης Θ. Χριστάκη για Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε. δικηγόροι για Αιτητή
Δένα Μαρία Εργατούδη, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση
Βραχίμης Χατζηχάννας για Ενδιαφερόμενο Μέρος
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Το Διοικητικό Δικαστήριο (Καλλίγερου, ΠΔΔ, ως ήταν τότε) με απόφασή ημερομηνίας 30.03.2021 στις Συν. Υποθέσεις αρ. 1657/2015, 15/2016 και 116/2016, ακύρωσε (εφεξής η «ακυρωτική απόφαση») την από 01.11.2015 προαγωγή του Κ.Α. (εφεξής το «ΕΜ») στη μόνιμη θέση Προϊστάμενου Υγειονομικής Υπηρεσίας, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (εφεξής η «επίδικη θέση»). Ο Αιτητής, αν και επιτυχών διάδικος, εφεσίβαλε για συγκεκριμένους λόγους την ακυρωτική απόφαση με την Ε.Δ.Δ. Αρ. 49/2021 Ανδρέας Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.
Στη συνεδρία με ημερομηνία 13.04.2021, η Καθ’ ης η αίτηση Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής η «Καθ’ ης η αίτηση» ή η «Επιτροπή») εξέτασε τον τρόπο επανεξέτασης της διαδικασίας πλήρωσης της επίδικης θέσης. Στη συνεδρία με ημερομηνία 02.06.2021, η Επιτροπή προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης και αποφάσισε να προσφέρει στο ΕΜ προαγωγή στη επίδικη θέση, αναδρομικά από 01.11.2015 μέχρι και την ημερομηνία αφυπηρέτησής του από τη δημόσια υπηρεσία.
Η πιο πάνω απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 16.07.2021 και ο Αιτητής την προσέβαλε με την παρούσα προσφυγή.
Στις 27.02.2025 εξεδόθη απόφαση στην Ε.Δ.Δ. Αρ. 49/2021 Ανδρέας Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής η εν λόγω απόφαση θα αναφέρεται ως η «Ε.Δ.Δ. Αρ. 49/2021»). Ήταν μεν απορριπτική, με συγκεκριμένο όμως σκεπτικό και ευρήματα. Θα αναφερθώ πιο κάτω σε αυτά.
Με την αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή εγείρει πρωτίστως λόγο ακύρωσης ότι εσφαλμένα και κατά παράβαση των αρχών της επανεξέτασης και του δεδικασμένου καθώς και του άρθρου 34Α(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/1990- εφεξής ο «Νόμος») η Επιτροπή δεν παρέπεμψε το θέμα προς επανεξέταση στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Παραπέμπει συναφώς στα άρθρα 57 - 59 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου [Ν. 158(Ι)/1999] αλλά και στο άρθρο 34(6) του Νόμου, θέτοντας, στη βάση και σχετικής νομολογίας, ότι η συμμετοχή της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν επιβεβλημένη και παρανόμως παρελήφθη κατά την προσβαλλόμενη διαδικασία επανεξέτασης.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Καθ΄ ης η αίτηση και του ΕΜ από την πλευρά τους, υπεραμύνονται των χειρισμών της Επιτροπής. Θεωρούν δε ότι τα (ακυρωτικά) ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης αφορούσαν την απόφαση της Επιτροπής και άρα ορθά η τελευταία δεν ανέπεμψε το ζήτημα για επανεξέταση στη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Εξέτασα το ζήτημα έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης αλλά πλέον, και της Ε.Δ.Δ. Αρ. 49/2021. Συμφωνώ με τις θέσεις του Αιτητή. Στην Ε.Δ.Δ. Αρ. 49/2021 αποφασίστηκαν ρητώς τα ακόλουθα (η υπογράμμιση και έμφαση έχει προστεθεί από το παρόν):
«Αυτό διότι, ως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα ζητήματα, τα οποία είχαν κριθεί στις συνεκδικασθείσες, πρωτόδικα, προσφυγές, είναι κρίσιμα, αφού αφορούσαν την κατοχή των προσόντων (συγκεκριμένων εξ αυτών) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, κρίνοντας εσφαλμένη τη περί τούτων κρίση τόσο της Συμβουλευτικής, όσο και της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Είναι, προσθέτουμε, τα κριθέντα ζητήματα θεμελιακά στην επίδικη διοικητική διαδικασία, αφού την ακυρώνουν ήδη από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα της εξέτασης της περαιτέρω διοικητικής διαδικασίας, όσον αφορά σε πρόσθετα ζητήματα που εγέρθηκαν και τα οποία ο Εφεσείων, με τον δεύτερο λόγο Έφεσης, παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε επιπροσθέτως να εξετάσει, παρέλκει και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε σκόπιμο να επεκταθεί σ' αυτά. Σημειώνεται, συναφώς, ότι, ουδείς εξ αυτών των λόγων ακυρώσεως που, με το δεύτερο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι εγέρθηκαν πρωτοδίκως και δεν εξετάσθηκαν (και, όντως, δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο), προηγείται στην επίδικη διοικητική διαδικασία αυτών που κρίθηκαν (βλ. ανωτέρω νομολογία), ούτε έχει παραχθεί σε σχέση μ' αυτά οποιοδήποτε δεδικασμένο, το οποίο να εμποδίζει την εξέταση αυτών από το Δικαστήριο στα πλαίσια της νέας προσφυγής, την οποία ο Εφεσείων άσκησε εναντίον της απόφασης επανεξέτασης που ακολούθησε την πρωτόδικη κρίση (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα- το αν, εν τέλει, δύναται να εξετασθούν τέτοιοι λόγοι ακυρώσεως υπάγεται, βεβαίως και σε άλλες προϋποθέσεις, όπως λ.χ. να έχουν εγερθεί και προωθηθεί (δεόντως) στην προηγούμενη διαδικασία και να είναι δεόντως δικογραφημένοι).Συνεπώς, συνοψίζοντας, ουδεμία βλάβη έχει αποδείξει ο Εφεσείων από τη μη εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως που πρόβαλε πρωτοδίκως και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος Έφεσης, ως εκ των προαναφερθέντων, απορρίπτεται στη βάση των ανωτέρω λεχθέντων».
Τελεσιδίκως πλέον διαπιστώθηκε ότι η ακυρωτική απόφαση ακύρωσε τη διοικητική διαδικασία ήδη από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Δε βλέπω λοιπόν, πώς, υπό το σαφές περιεχόμενο του άρθρου 34Α(1) του Νόμου, το οποίο παραθέτω αμέσως πιο κάτω, μπορούσε η Επιτροπή να προχωρήσει στην επίδικη επανεξέταση χωρίς να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή προκειμένου η τελευταία να ασκήσει την κατ’ άρθρο 34(6) του Νόμου αρμοδιότητά της, έχοντας πλέον υπόψη όσα αποφασίστηκαν δικαστικώς και δη αναφορικά με τους λόγους ακύρωσης του Αιτητή που έγιναν δεκτοί. Το άρθρο 34Α του Νόμου προβλέπει (η υπογράμμιση και έμφαση έχει προστεθεί από το παρόν):
«34Α-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 33 και 34 και τηρουμένων των διατάξεων των πιο κάτω εδαφίων του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφασης της Επιτροπής με την οποία αποφασίσθηκε ο διορισμός ή η προαγωγή υπαλλήλου σε θέση Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η Επιτροπή επανεξετάζει την ακυρωθείσα απόφαση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασης και τα όσα έχουν κριθεί στην ακυρωτική απόφαση:
Νοείται ότι σε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, πάσχει η διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τότε η Επιτροπή παραπέμπει το θέμα προς επανεξέταση στη Συμβουλευτική Επιτροπή».
Η απόφαση Σιακαλλή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 223, στην οποία παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή αλλά και η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στις ΕΔΔ αρ. 77/16 & 79/16 Μιχαήλ κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 10.04.2024 είναι λίαν καθοδηγητικές επί του θέματος.
Ως εκ των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει.
Σημειώνω εδώ ότι, από την ακυρωτική απόφαση προκύπτει ότι ο Αιτητής είχε εγείρει και άλλους λόγους ακύρωσης που άπτονταν των σταδίων της σύστασης του διευθυντή και της αξιολόγησης εκ μέρους της Επιτροπής και αφορούσαν την αξιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής, της σύστασης του διευθυντή κ.α. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε:
«Ο δικηγόρος του αιτητή ΧΧΧΧ Χατζηγεωργίου στην προσφυγή αρ. 116/2016, υποστήριξε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν πληρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσία και/ή μη νόμιμα κρίθηκε προσοντούχος. Περαιτέρω, οι καθ' ων η αίτηση δεν διενήργησαν δέουσα έρευνα σε σχέση με τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και πεπλανημένα και αναιτιολόγητα θεώρησαν ότι το Ε/Μ τα κατέχει. Πρόσθετα, ότι υπήρξε υποβάθμιση και/ή παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή καθώς επίσης ότι ήταν πεπλανημένη και αναιτιολόγητη η αριθμοποίηση των κριτηρίων αξιολόγησης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η σύσταση του Διευθυντή ήταν πάσχουσα, η απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε υπό πλάνη και χωρίς τη δέουσα έρευνα σε σχέση με το διδακτορικό του αιτητή, το οποίο θεωρήθηκε ότι δεν απαιτείτο, ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας. Πάσχει περαιτέρω η επίδικη απόφαση κατά τους σχετικούς λόγους ακυρώσεως, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και λόγω ύπαρξης πλάνης από την ΕΔΥ στην λήψη της τελικής της απόφασης».
Ως παρέθεσα, στην Ε.Δ.Δ. Αρ. 49/2021 κρίθηκε ρητώς ότι:
«η νομιμότητα της εξέτασης της περαιτέρω διοικητικής διαδικασίας, όσον αφορά σε πρόσθετα ζητήματα που εγέρθηκαν και τα οποία ο Εφεσείων, με τον δεύτερο λόγο Έφεσης, παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε επιπροσθέτως να εξετάσει, παρέλκει και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε σκόπιμο να επεκταθεί σ' αυτά. Σημειώνεται, συναφώς, ότι, ουδείς εξ αυτών των λόγων ακυρώσεως που, με το δεύτερο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι εγέρθηκαν πρωτοδίκως και δεν εξετάσθηκαν (και, όντως, δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο), προηγείται στην επίδικη διοικητική διαδικασία αυτών που κρίθηκαν».
Διαπιστώνω ότι και εδώ, ως στην Ε.Δ.Δ. Αρ. 49/2021, οι λόγοι ακύρωσης αφορούν ζητήματα στην όλη διοικητική διαδικασία που έπονται του σταδίου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ήτοι αφορούν λόγους ακύρωσης για τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας και της αξιολόγησης εκ μέρους της Επιτροπής και, πλέον, και παράβαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης κατά τα επόμενα αυτά στάδια. Ως εκ τούτου παρέλκει και εδώ εξέταση τους από το παρόν, εφόσον τα κριθέντα ζητήματα ως θεμελιακά στην επίδικη διοικητική διαδικασία, που την ακυρώνουν ήδη από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής εκ των πραγμάτων προηγούνται στην όλη διοικητική διαδικασία των ως άνω επιπρόσθετων λόγων ακύρωσης (βλ. Ε.Δ.Δ. Αρ. 49/2021). Και, ασφαλώς, το δεδικασμένο, το οποίο παρήχθη από την τελεσίδικη πλέον ακυρωτική απόφαση επί οποιουδήποτε λόγου ακυρώσεως, είναι απόλυτο και, δεσμεύει κάθε όργανο/αρχή καθώς και το Δικαστήριο που ήθελε κληθεί να εξετάσει απόφαση της διοίκησης κατά την επανεξέταση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει.
Η προσβαλλόμενη ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται σε 2.000 πλέον Φ.Π.Α υπέρ του Αιτητή.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο