ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 1011/2016
20 Νοεμβρίου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ROS ESTATES LTD
Αιτήτρια,
και
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Καθ’ ων η Αίτηση.
__________________
Ν. Γεωργίου, για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την αιτήτρια.
Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.
___________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Η αιτήτρια αιτείται δικαστικής απόφασης ότι, η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου ημερ. 16.6.2016 με την οποία η αιτήτρια κλήθηκε, δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του αρ. 20 (Α) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμου, να παράσχει εγγύηση για το ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ (€40.000,00) είτε με τραπεζική εγγύηση είτε με μετρητά, είναι άκυρη και στερείται οποιοσδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Σύμφωνα με τον διοικητικό φάκελο, η αιτήτρια είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ήταν η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου "Silver Sands Beach Hotel" στον Πρωταρά, το οποίο πωλήθηκε το 2001 μετά από διαδικασία καταναγκαστικής πώλησης.
Ο Έφορος Φορολογίας με αποφάσεις του, ημερ. 16.3.2015 και 17.3.2015, επέβαλε στην αιτήτρια φορολογία, συνολικού ύψους €260.665,36, η οποία σχετιζόταν: (i) με το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών, ύψους €70.313,40, (ii) με το φόρο εισοδήματος για το έτος 2001, ύψους €187.946,16 και (iii) με την έκτακτη αμυντική εισφορά για τη λογιζόμενη διανομή μερίσματος για το 2007 ύψους € 2405,80. Η εφεσίβλητη, στις 4.5.2015, καταχώρισε ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο εναντίον της πάνω απόφασης του Εφόρου Φορολογίας.
Το Εφοριακό Συμβούλιο, στις 18.6.2005, με επιστολή του ζήτησε από τον Έφορο Φορολογίας να υποβάλει σχετική έκθεση μαζί με όλα τα αναγκαία στοιχεία της υπόθεσης και ο τελευταίος, στις 7.9.2015, την υπέβαλε. Η φορολογική σύμβουλος του Εφοριακού Συμβουλίου, μετά από σχετική εξουσιοδότηση, διεξήγαγε έρευνα στις 23.6.2015, στο Γραφείο Εφόρου Εταιρειών, όπου διαπιστώθηκε, με βάση τα έγγραφα που τηρούνται στο αρχείο του Εφόρου, ότι η εφεσίβλητη τελούσε υπό εκκαθάριση από την 29.9.2004 και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διόρισε ως εκκαθαριστή της τον Επίσημο Παραλήπτη. Το Εφοριακό Συμβούλιο σε συνεδρία του ημερ. 13.10.2015, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, να αποταθεί στους εκπροσώπους της αιτήτριας και να ζητήσει περαιτέρω στοιχεία, αναφορικά με το θέμα των εγγυήσεων. Έτσι, με επιστολή του, ημερ. 19.10.2015, ζήτησε, μεταξύ άλλων, από την αιτήτρια να προσκομίσει «οποιαδήποτε στοιχεία που να τεκμηριώνουν τη δυνατότητα καταβολής της φορολογίας που είναι πιθανόν να προκύψει από την απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου». Με την πιο πάνω επιστολή, το Εφοριακό Συμβούλιο, επιφύλαξε το δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος για την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 20Α(2)(β) του Νόμου. Σε απάντηση της πιο πάνω επιστολής, οι συνήγοροι της αιτήτριας με επιστολή τους, ημερ. 4.11.2015, επέμεναν στις θέσεις τους και δήλωσαν, μεταξύ άλλων, ότι δεν έχει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και οποιαδήποτε φορολογία δεν μπορεί να πληρωθεί.
Το Εφοριακό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερ. 29.2.2016 αποφάσισε, όπως προτού πάρει την τελική του απόφαση για το αν θα ασκήσει την εξουσία που του παρέχει το θεσμικό πλαίσιο για παροχή ικανοποιητικής εγγύησης, να προχωρήσει σε περαιτέρω διερεύνηση. Ακολούθως, σε συνεδρία του ημερ. 15.4.2016, αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, και αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ο οφειλόμενος φόρος να μην εισπραχθεί σε περίπτωση επικύρωσης εν όλω ή εν μέρει της απόφασης του Εφόρου Φορολογίας, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, που του παρέχει το άρθρο 20Α(2)(β) του Νόμου, να καλέσει την αιτήτρια να παράσχει εγγύηση για το ποσό των €40.000 είτε με τραπεζική εγγύηση, είτε με μετρητά. Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε σ' αυτήν στις 16.6.2016 και η αιτήτρια με την προσφυγή της ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου αμφισβήτησε τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης, επιζητώντας δήλωση ότι είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Συγκεκριμένα, μέσω των δικηγόρων της προώθησε δύο λόγους ακύρωσης. Ο πρώτος λόγος ήταν ότι, το Εφοριακό Συμβούλιο με το να ζητήσει έκθεση από το Έφορο Φορολογίας για την οικονομική κατάσταση της εφεσίβλητης είχε πλέον επιληφθεί της προσφυγής και συνεπώς εμποδιζόταν με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 20Α (2)(β) του Νόμου να ζητήσει την υποβολή εγγύησης. Ο δεύτερος λόγος αφορούσε ισχυρισμό της αιτήτριας για παραβίαση του Άρθρου 30 (1) (2) του Συντάγματος και ισχυρισμό ότι το άρθρο 20 Α(2) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρου Νόμου του 1978 είναι αντισυνταγματικό επειδή παραβιάζεται το Άρθρο 30(1) (2) του Συντάγματος.
Κατά την πρώτη εκδίκαση της υπόθεσης, το Διοικητικό Δικαστήριο υπό διαφορετική σύνθεση, αφού έκανε αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 20Α(2)(β) του Νόμου κατέληξε ότι, στην υπό εξέταση περίπτωση παραβιάστηκε το πιο πάνω άρθρο του Νόμου και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω πλάνης περί το νόμο από το Εφοριακό Συμβούλιο. Ενόψει τούτου δεν εξέτασε τον άλλο λόγο ακύρωσης.
Ακολούθησε η καταχώρηση Έφεσης εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 46/2020), το αποτέλεσμα της οποίας ήταν το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν διαπιστώνεται καθεστώς νομικής πλάνης από μέρους του Εφοριακού Συμβουλίου, όπως λανθασμένα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του, παρέπεμψε την υπόθεση για εξέταση του δεύτερου λόγου ακύρωσης ο οποίος δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο λόγος ακύρωσης ο οποίος παραμένει προς εξέταση αφορά τον ισχυρισμό της αιτήτριας για παραβίαση του Άρθρου 30 (1) του Συντάγματος και ισχυρισμό ότι το άρθρο 20 Α(2) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρου Νόμου του 1978 είναι αντισυνταγματικό γιατί παραβιάζεται το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος.
Το Άρθρο 30 (1) και (2) του Συντάγματος προβλέπει τα εξής:
« 1. Εις ουδένα δύναται ν' απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται να προσφύγη δυνάμει του Συντάγματος. Η σύστασις δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνομα απαγορεύεται.
2. Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ' αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.
Αι αποφάσεις των δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι και v' απαγγέλλωνται εν δημοσία συνεδριάσει, πλην όμως ο τύπος και το κοινόν δύνανται ν' αποκλεισθώσιν εξ ολοκλήρου ή μέρους της δίκης τη αποφάσει του δικαστηρίου, οσάκις απαιτή τούτο το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή των δημοσίων ηθών ή το συμφέρον των ανηλίκων ή η προστασία της ιδιωτική ζωής των διαδίκων ή υπό ειδικάς συνθήκας, καθ' ας κατά την κρίσιν του δικαστηρίου η δημοσιότης θα ηδύνατο να επηρεάσει δυσμενώς το συμφέρον της δικαιοσύνης.».
Είναι συγκεκριμένα η θέση της αιτήτριας ότι, η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση να καταβάλει την τραπεζική εγγύηση πλήττει το δικαίωμα της στην πρόσβαση στην δικαιοσύνη όπως κατοχυρώνεται με το Άρθρο 30 (1) και (2) του Συντάγματος. Κατ’ επέκταση, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, παραβιάζεται το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και επικαλείται νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως προς τούτο. Περαιτέρω, θεωρεί ότι το άρθρο 20 Α (2) του Ν. 4/78 που δίνει την δυνατότητα στο Εφοριακό Συμβούλιο να ζητά την υποβολή εγγυητικής είναι αντισυνταγματικό γιατί παραβιάζει το Άρθρο 30 (1) και (2) του Συντάγματος.
Αντίθετα, είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να επικαλείται ότι το άρθρο 20 Α (2) του Ν.4/78 παραβιάζει το Άρθρο 30 (1) του Συντάγματος, αφού το Εφοριακό Συμβούλιο δεν είναι Δικαστήριο κατά την έννοια του Άρθρο 30 (1) του Συντάγματος. Υποδεικνύει σχετικά ότι, το Εφοριακό Συμβούλιο δεν έχει εγκαθιδρυθεί ως Δικαστήριο με βάση τον περί Δικαστηρίων Νόμο, 14/1960, αλλά έχει εγκαθιδρυθεί με βάση το άρθρο 4 Α του Ν.4/1978 και η λειτουργία του καθορίζεται στους περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Καθίδρυση Εφοριακού Συμβουλίου) Κανονισμούς του 1999, ΚΔΠ 139/1999. Περαιτέρω, αναφέρει η κα.Συμεωνίδου, η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου για υποβολή εγγύησης από την αιτήτρια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση η οποία στερεί στην αιτήτρια το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου. Η μη καταβολή εγγύησης, κατόπιν σχετικής απόφασης ως προς τούτο από το Εφοριακό Συμβούλιο, δεν επιτρέπει την ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο να ακουστεί. Αυτό όμως δεν στερεί από την αιτήτρια το δικαίωμα να καταχωρήσει προσφυγή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος στο Διοικητικό Δικαστήριο εναντίον της επιβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών.
Μεταξύ άλλων αποφάσεων, οι Καθ’ ων η αίτηση επικαλούνται τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ANDREAS MICHAEL TSIAOU AS ΤREASURER OF ΤΗΕ COMMITTEE OF ΤΗΕ IRRIGATION DIVISION “ΚΑΤZILOS”, OF PERISTERONA, ν. ΤΗΕ REPUBLIC OF CYPRUS, THROUGH ΤΗΕ DISTRICT OFFICER, NICOSIA, (1983) 3 Α.Α.Δ. 1068, από την οποία παραθέτουν εκτενές απόσπασμα. Oι Καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται ότι, κατά τον ίδιο τρόπο που θεωρήθηκε ότι η νομοθετική πρόνοια που προέβλεπε ότι χρειαζόταν η συγκατάθεση του Έπαρχου για έναρξη δικαστικών διαδικασιών εναντίον του λογιστή της επιτροπής δεν αποτελούσε παραβίαση του Άρθρου 30 (1) του Συντάγματος, έτσι και η επίδικη απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου δεν εμποδίζει την αιτήτρια να στραφεί εναντίον της απόφασης για την εγγυητική. Παραθέτω το απόσπασμα το οποίο επικαλούνται οι Καθ’ ων η αίτηση, το οποίο είναι καθοδηγητικό στη παρούσα υπόθεση (η έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου).
“Article 30.1 of the Constitution reads:-
"No person shall be denied access to the Court assigned to him by or under this Constitution. The establishment of judicial committees or exceptional Courts under any name whatsoever is prohibited".
Article 6.1 of the European Convention on Human Rights, which has superior force to other domestic legislation, except the Constitution, having been ratified in virtue of Art. 169 by Law No. 39 of 1962, reads:-
"In the determination of his civil rights and obligations or of any criminal charge against him, everyone is entitled to a fair and public hearing within a reasonable time by an independent and impartial tribunal established by law".
Article 30 safeguards the right of access to a Court of law; such right coincides, in this connection, with the right of equality. As stated in Barbier v. Connolly, 113 U.S. 28 Law. Ed. 923, by Mr. Justice Field: "The Fourteenth Amendment of the U.S. Constitution by providing about due process of law and equal protection of the Laws 'undoubtedly intended..that all persons.. should have like access to the Courtsof the country for the protection of their persons and property, the prevention and redress of wrongs, and the enforcement of contracts' "![]()
The duty of the Court is to apply the law; it is no less its duty to enforce the Constitution which is the superior and paramount law, and if there is a conflict between the fundamental law and the ordinary law, the Court would be bound to thrash aside the law laid down by the legislature in order to give effect to the paramount law. The presumption of constitutionality of laws is well entrenched. It is well settled that all reasonable doubt of a statute's validity must be resolved in favour of a statute and it should not be pronounced to be unconstitutional unless it is clearly proved to be so.
In Durgashankar v. Raghurag, (1955) 1 S.C.R. 267, an Indian case, it was held that the Court should construe the statutory provision, if possible, as will not affect the constitutional jurisdiction of the Court and where no such construction is possible, the Court is bound t strike down the offensive provision as void.
In the right of access to, the Court there are two elements involved: The first is that it should be respected by the law in such a way that no one is excluded from the Courts. The second is that where there are any necessary limitations imposed by law on the Court's jurisdiction, it is the Courts themselves who should decide in the event of dispute. (Jacobs - European Convention on Human Rights, (1975) p. 93). ![]()
The guarantee of the right of access to the Courts does not debar the legislature from providing for some sort of regulation of this right provided that the regulatory provision is not arbitrary or unreasonable and does not labour as an infringement of the right of access to a Court.
Irrigation divisions are bodies formed under the relevant Law either at the instance of the District Officer or on the application in writing of not less than 10 proprietors. The District Officer is by law the Chairman of the Committee with a right to vote on all questions and in case of equality he has a casting vote in addition to his own vote. He has the right to dismiss members of the Committee for grave breach of duty or non-performance of duties. In substance and effect this Law is a ministered by the District Officer. The provision for the consent of the District Officer for the institution of an action or other legal proceedings is reasonably required according to the wisdom of the legislature.
The judicial review is restricted only to whether this provision is repugnant to the right of access to the Court. The District Officer cannot reasonable withhold his written consent. He has a discretion which has to be exercised consonant to the principles of administrative law. If he unreasonably withholds his consent, them majority of the embers of the Committee may challenge his such decision before the appropriate Court.
The prerequisites provided in s. 29: Legal proceedings taken by or against the Treasurer decision of the absolute majority of the members of the Committee and the consent of the District Officer, are regulatory.
The prerequisite of the consent of the District Officer does not amount to a denial of access to the Court. Α Division is not prevented from vindicating the rights of the proprietors in Court if it reaches the door of the Court in the prescribed way. Ι am not satisfied beyond reasonable doubt that the inclusion of the consent of the District Officer renders the proviso to s. 29 unconstitutional. The applicant is not properly before the Court.».
Αναφερόμενος στην ως άνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα συμφωνήσω
με τους Καθ’ων η αίτηση ότι, κατ’ αναλογία, και η επίδικη απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου για υποβολή εγγύησης ύψους €40.000 από την αιτήτρια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση η οποία της αποστερεί το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, κατά τρόπο που θα αποτελούσε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, ως εισηγείται ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας. Κατά τον ίδιο τρόπο που θεωρήθηκε ότι η νομοθετική πρόνοια που προέβλεπε ότι χρειαζόταν η συγκατάθεση του Έπαρχου για έναρξη δικαστικών διαδικασιών εναντίον του Λογιστή της Επιτροπής δεν αποτελούσε παραβίαση του Άρθρου 30 (1) του Συντάγματος, έτσι και εδώ η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου δεν εμποδίζει την αιτήτρια να στραφεί εναντίον της απόφασης επιβολής κεφαλαιουχικών κερδών στο Διοικητικό Δικαστήριο, ενώ το Εφοριακό Συμβούλιο δεν είναι Δικαστήριο όπως εύστοχα υποδεικνύουν και οι Καθ’ ων η αίτηση. Συνεπώς ο συγκεκριμένος ισχυρισμός τυγχάνει απόρριψης.
Περαιτέρω, η αιτήτρια επικαλείται παραβίαση του Άρθρου 30 (2) του Συντάγματος και κατ’επέκταση του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ.
Αντίθετα, οι Καθ’ ων η αίτηση, ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση επειδή ακριβώς η αναγκαιότητα υποβολής της εγγυητικής είναι συνυφασμένη με την δυνατότητα της αιτήτριας να καταβάλει την φορολογία σε περίπτωση αποτυχίας της ιεραρχικής της προσφυγή και αφού προβάλουν ότι το Εφοριακό Συμβούλιο δεν είναι Δικαστήριο, οι Καθ’ ων η αίτηση απαντούν ότι, δεδομένης της φύσης της υπόθεσης, δεν μπορεί να τύχει επίκλησης το Άρθρου 30(2) του Συντάγματος και κατ’επέκταση το Άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ.
Ως προς τούτο, επικαλούνται την απόφαση ANDREAS MATSlS V. ΤΗΕ REPUBLIC OF CYPRUS, THROUGH 1. ΤΗΕ MINISTER OF FINANCE, 2. ΤΗΕ COMMISSIONER OF ESTATE DUTY, (1969) 3 Α.Α.Δ. 245 και το εξής απόσπασμα (έμφαση προστίθεται):
«In this case learned counsel for the Applicant have not sought to rely on Article 30.2, either by way of the particulars of the grounds of law on which this recourse is based, or during argument; and we think rightly so, because the provisions of our Article 30.2, which are practically the same ας those of Article 6(1) of the European Convention of Human Rights, of 1950. apply only to the determination of “civil rights and obligations or of any criminal charge,” and liability under a fiscal law, which is a branch of public law, appears not to come within the ambit of Article 6(1) of the Convention and consequently not within the ambit of our Article 30.2 either. (See "X against Belgium" decided by the European Commission of Human Rights on the 1st October, 1965, and reported in the relevant 1965 Year Book, Νο. 8, at p. 282, and particularly at p. 312).
Αs a result, on the basis of all that has been stated hitherto in this judgment, it follows that the contention of the Applicant regarding unconstitutionality must fail.».
Παραπέμπουν επίσης οι Καθ’ ων η αίτηση, στο σύγγραμμα του Δρ. Κώστα Παρασκευά, Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2015, σελ. 490 – 491, όπου ακριβώς επιβεβαιώνεται η θέση της Νομικής Υπηρεσίας ότι, διαφορές που αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο Δημόσιο Δίκαιο, όταν δηλαδή το Δημόσιο ως στη παρούσα περίπτωση επιβολής κεφαλαιουχικών κερδών σε φορολογικές διαδικασίες και εν πάση περιπτώσει όταν αφορά διαφορά μεταξύ πολιτών και φορολογικών αρχών, λειτουργεί ως imperium και όχι ως fiscus, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ.
Παραθέτω το απόσπασμα από το εν λόγω σύγγραμμα το οποίο επικαλούνται οι Καθ’ ων η αίτηση και το οποίο είναι καθοδηγητικό (η έμφαση του Δικαστηρίου).
«5.1 Φορολογικές διαδικασίες.
37. Στη νομολογία του το ΕΔΑΔ έχει καθορίσει κατηγορίες δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δεν είναι «αστικά» γιατί «ακόμη ανήκουν τον σκληρό πυρήνα προνομίων της κρατικής εξουσίας (ECtHR, Ferrazzini v. Italy, No.44759/98 (GC), 12/07/2001, paras/ 27-29). Συνεπώς διαφορές που αφορούν αυτά τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τα οποία υπάγονται στο δημόσιο δίκαιο δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 6.1. Φορολογικές διαδικασίες, όπως διαφορές μεταξύ πολιτών και φορολογικών αρχών σχετικά με τη νομιμότητα της απόφαση των αρχών δεν αφορούν την διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση διαφορών μεταξύ κράτους και πολιτών που αφορούν τελωνειακούς ή εισαγωγικούς δασμούς. Το στοιχείο που επικρατεί στη σχέση ατόμων και αρχών σε αυτές τις περιπτώσεις είναι εκείνο του δημοσίου δικαίου.».
Λέγοντας τούτα και επαναλαμβάνοντας ότι, το Εφοριακό Συμβούλιο δεν είναι Δικαστήριο, καταλήγω ότι η επίδικη διαφορά δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος και κατ’ επέκταση το Άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ, ως επικαλείται η αιτήτρια εταιρεία. Παραθέτω σχετικά και το εξής απόσπασμα από την απόφαση SIGMA RADIO T.V. LTD v. ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΡΟΡΑΣΗ ΚΥΠΡΟΥ, (2004) 3 Α.Α.Δ. 134 στην οποία αναφορά κάνουν αμφότερες οι πλευρές (έμφαση προστίθεται):
«Τα όσα έχουμε αναφέρει επί του θέματος λαμβάνουν υπόψη ότι πρόκειται για διαδικασία διοικητικού οργάνου και όχι δικαστηρίου. Το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αναφέρεται σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου. Εκείνο που χρειάζεται σε περιπτώσεις όπου εκδίδονται από διοικητικά όργανα αποφάσεις καθοριστικές αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε δικαστήριο για προσβολή της διοικητικής απόφασης: βλ. Albert and Le Compte ν. Belgium Series Α Vol. 58 [1983]. Εφόσον προσφέρεται τέτοια δυνατότητα, αποκτά πλέον σημασία η έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Σε υποθέσεις οι οποίες αφορούσαν αποφάσεις από πειθαρχικά επαγγελματικά όργανα, το ΕΔΑΔ θεώρησε απαραίτητη την υπό του εθνικού δικαστηρίου πλήρη δικαιοδοσία σε σχέση τόσο με πραγματικά όσο και με νομικά θέματα. Με τον ίδιο τρόπο προσεγγίστηκαν αργότερα και ορισμένες από τις αποφάσεις κρατικών διοικητικών οργάνων, ενώ σε άλλες από τις αποφάσεις τους οι οποίες, καθώς θεωρήθηκε, ανήκαν σε τομέα όπου θα έπρεπε να υπερισχύσει η ανάγκη αναγνώρισης της κρατικής εξουσίας στον καθορισμό πολιτικής, κρίθηκε πως η αναθεωρητική δικαιοδοσία ήταν αρκετή. Πραγματεύονται αυτή τη διάσταση οι Harris, O'Boyle και Warbrick στο σύγγραμμα τους «Law of the European Convention on Human Rights» (1995), σελ. 194. Μεταφέρουμε τα ακόλουθα αποσπάσματα που έχουν ως σημείο αναφοράς την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Zumtobel ν. Austria Series Α Vοl. 268 [1993]:
«Α problem with the application of Article 6 to administrative decision-making is that in some areas there are policy considerations that suggest that the final decision on the merits should rest with the executive, rather than a court, despite the impact upon αη individual's civil rights and oblications that the decision may have. Decisions concerning the expropriation of land for a road or for public housing are obvious cases where this can be argued. Whereas the Court's jurisprudence concerning decisions on such matters ας the disciplining of doctors, access to children and the dismissal of employees require a right of appeal to a tribunal with 'full jurisdiction', it is noticeable that in the Zumtobel case, concerning expropriation, the Court stated that Article 6 was complied with, regard being had, inter alia, 'to the respect which must be accorded to decisions taken by the administrative authorities on the grounds of expediency'’ …….. The Zumtobel case was interpreted in this sense in IKSCON ν. UKT ……. The only judicial remedy then available to the applicant in respect of the resulting interference with their property rights was recourse to the English High Court 'on a point of law; the High Court did not have a full right of appeal on the law and the facts. The Commission held that this limitation on the High Court's jurisdiction did not infringe Article 6. The applicant society had appealed to the High Court and had been able to put and have considered by the Court all of the arguments that it wished to make. Rejecting the applicant's, argument that the High Court had lacked the 'full jurisdiction that Article 6 required, the Commission stated that it is 'not the role of Article 6 to give access to a level of jurisdiction which can substitute it opinion for that of the administrative authorities on questions of expediency and where the courts do not refuse to examine αny of the points raised'.»
Έχουμε την άποψη ότι σε περίπτωση όπου εξετάζεται παράβαση των ρυθμιστικών προνοιών του Νόμου στον ιδιαίτερα ευαίσθητο και σημαντικό τομέα της ραδιοτηλεόρασης, η κρίση ως προς τα πράγματα που από τη φύση τους ενδέχεται να χαρακτηρίζονται από λεπτές αποχρώσεις και πολλές διαβαθμίσεις, δικαιολογείται να αφήνεται, ως θέμα πολιτικής του Κράτους σε ειδική ανεξάρτητη δημόσια Αρχή. Έχουμε τη γνώμη ότι η προσφερόμενη στο δικό μας σύστημα αναθεωρητική διαδικασία είναι αρκετή. Δεν διακρίνουμε λοιπόν παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης οι οποίοι εμπεριέχονται στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασής και στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος».
Οι προβαλλόμενοι εκ μέρους της αιτήτριας λόγοι ακύρωσης, απορρίπτονται ως αβάσιμοι. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Η προσφυγή απορρίπτεται με €1800 έξοδα, υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο