RAPHAEL CHINEDU AGU ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1053/2025, 4/11/2025
print
Τίτλος:
RAPHAEL CHINEDU AGU ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1053/2025, 4/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 1053/2025 (Κ))

 

4 Νοεμβρίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

RAPHAEL CHINEDU AGU

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

          ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1. ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ι. Γιάννη, για Αλτάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Θ. Παπανικολάου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Νιγηρίας, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 8.9.2025.

Ο αιτητής εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων περιοχών της Δημοκρατίας, σε άγνωστη ημερομηνία, και στις 18.8.2021 υπέβαλε αίτηση ασύλου, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 9.11.2023. Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), η οποία απορρίφθηκε στις 18.3.2025.

 

Στις 7.9.2025, ο αιτητής συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας και στις 8.9.2025, εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθότι αυτός, όπως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα, ήταν απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105, εφόσον παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα από 18.3.2025, ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής του από το ΔΔΔΠ. Την ίδια μέρα, το επίδικο διάταγμα απέλασης ανεστάλη, για να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο αιτητής κατά τη σύλληψή του, αναφορικά με την οικογενειακή/προσωπική του κατάσταση.

 

Στις 22.9.2025, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

 

Οι συνήγοροι του αιτητή προβάλλουν εν πρώτοις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, αλλά και υπό καθεστώς ουσιώδους νομικής και πραγματικής πλάνης. Κατά το σχετικό ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση, κατά τη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης τους, παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους κρίσιμα και/ή ουσιώδη στοιχεία αναφορικά με την οικογενειακή και προσωπική κατάσταση του αιτητή, τα οποία ο αιτητής είχε έγκαιρα θέσει ενώπιον τους, ειδικότερα δε ότι αυτός είναι πατέρας ενός ανήλικου τέκνου και ότι η σύζυγός του διαμένει στη Δημοκρατία. Ούτε και ζήτησαν οι καθ’ ων η αίτηση τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ), ως όφειλαν, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με την πλευρά του αιτητή, η πιο πάνω συμπεριφορά των καθ’ ων η αίτηση συνιστά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αναλογικότητας, δεδομένου ότι η Διοίκηση είχε τη δυνατότητα εφαρμογής λιγότερο επαχθών μέτρων και/ή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Έτερος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Κατά τη σχετική εισήγηση, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αλλά και αυτών του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105, όπου προβλέπεται ότι, κατά την εφαρμογή της αρχής της μη επαναπροώθησης, λαμβάνονται υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού και η οικογενειακή ζωή του αιτητή, με τη συνδρομή των ΥΚΕ.

 

Τέλος, ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης, προωθούνται ισχυρισμοί περί πάσχουσας και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, καθώς και περί παραβίασης της οικογενειακής ζωής του αιτητή, κατά παράβαση του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο, κατά τη σχετική εισήγηση, καθότι αποφασίστηκε η απέλαση του αιτητή πριν από την ολοκλήρωση των διαδικασιών που αφορούν το καθεστώς προστασίας και/ή τα γονικά του δικαιώματα και χωρίς να ληφθεί υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Ούτε και μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, δεδομένου ότι το επίδικο διάταγμα απέλασης ανεστάλη μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνα από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους, αναφορικά με την οικογενειακή ζωή του αιτητή. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Αποτελεί πραγματικό γεγονός, προκύπτει εξάλλου και από τον οικείο διοικητικό φάκελο που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 9.11.2023, καθώς και ότι κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 18.3.2025. Αναντίλεκτο γεγονός αποτελεί και το ότι ο αιτητής, μετά τη δικαστική απόρριψη της προσφυγής του, δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για διευθέτηση της παραμονής του στη Δημοκρατία, αλλά συνέχιζε να παραμένει παράνομα στη χώρα.

 

Όλα τα πιο πάνω, εκτίθενται και σε επιστολή της ΥΑΜ Λευκωσίας προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, ημερομηνίας 8.9.2025, όπου και γίνεται εισήγηση για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, καθότι δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, ενώ ούτε και η αρχή της μη επαναπροώθησης παραβιάζεται.

 

Στις 8.9.2025, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105. Όπως αναφέρεται σε αυτά, κατά το χρόνο έκδοσής τους, ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι αυτός παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από 18.3.2025, όταν και απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ η προσφυγή του κατά της προαναφερθείσας απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Είναι πρόδηλο ότι ο αιτητής κατά το χρόνο κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης ως διαμένων παράνομα στη χώρα. Άμεσα σχετική είναι η απόφαση του Εφετείου (Αναθεωρητική δικαιοδοσία) στην Ruth Nash v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 20/2024, ημερ. 22.10.2024, όπου, με αναφορά και στην Madber v Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ. 8/22, ημερ. 17.11.2022, το Δικαστήριο τόνισε, με τρόπο που δεν επιδέχεται πολλαπλής ερμηνείας, ότι το καθεστώς διεθνούς προστασίας τερματίζεται με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ και ότι η παραμονή αιτητή στη Δημοκρατία, εκκρεμούσης της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν είναι νόμιμη.  

 

Λαμβανομένων λοιπόν υπόψη των γεγονότων της υπό κρίση υπόθεσης και υπό το φως των διαπιστώσεων στην Madber, ανωτέρω και πιο πρόσφατα στη Nash, ανωτέρω, είναι σαφές ότι το καθεστώς διεθνούς προστασίας του αιτητή τερματίστηκε στις 18.3.2025, με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ. Κατά συνέπεια, η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, αλλά και η απόφαση κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, επί της οποίας βασίστηκαν τα επίδικα διατάγματα, ημερομηνίας 8.9.2025, κρίνονται ως καθόλα ορθές και νόμιμες, εφόσον πράγματι ο αιτητής κατά το χρόνο της σύλληψής του και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105.

 

Περαιτέρω, δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι ισχυρισμοί περί ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.

 

Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση της Διοίκησης για επιστροφή στη χώρα του και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 8.9.2025 (παράρτημα 3 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, καθότι υπάρχει πιθανότητα διαφυγής του, αρνείται να συνεργαστεί για τον επαναπατρισμό του και δεν έχει πρόθεση συμμόρφωσης με ενδεχόμενη απόφαση επιστροφής του, με αποτέλεσμα να μην υφίστανται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Επίσης, στην ίδια επιστολή τονίζεται ότι ο αιτητής κατά την προφορική συνέντευξή του, δήλωσε ότι «στην Κύπρο βρίσκεται και η σύζυγός του επίσης από τη Νιγηρία υπό το καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες ή στοιχεία για τη σύζυγό του».

 

Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή ο αιτητής είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 8.9.2025, απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

 

[.]

 

(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».

 

Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Η Διευθύντρια του Τμήματος έκρινε ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήταν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και πιο πρόσφατα του παρόντος Δικαστηρίου, στην T.B.F. ν.  Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1523/2024 (Κ), ημερ. 24.2.2025 και G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice) ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή, εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-

 

«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-

 

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».

 

Αυτό που προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, είναι ότι ο Υπουργός Εσωτερικών (και, κατόπιν εξουσιοδότησης, η Διευθύντρια) έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, που διαπιστώθηκε ότι υφίστατο κίνδυνος διαφυγής, αλλά και ότι ο αιτητής δεν είχε συμμορφωθεί σε προηγούμενες αποφάσεις της Διοίκησης και του Δικαστηρίου, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του συνηγόρου του αιτητή.

 

Οι σχετικοί εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται.

 

Περαιτέρω, όπως έχει ήδη λεχθεί, αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων του αιτητή, ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση ως προς τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή και, ειδικότερα, ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη και/ή δεν αξιολόγησαν το γεονός ότι ο αιτητής είναι πατέρας ενός ανήλικου τέκνου, το οποίο απέκτησε με τη συμβία του στην Κύπρο, η οποία μάλιστα κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν έγκυος το δεύτερο τους παιδί. Υποβάλλεται συναφώς και η εισήγηση ότι θα μπορούσαν εν προκειμένω να εφαρμοστούν λιγότερο επαχθή από την κράτηση μέτρα εναντίον του αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη και τα δικαιώματα του παιδιού που απορρέουν από το Ενωσιακό δίκαιο.

 

Επί των πιο πάνω, τονίζεται εν πρώτοις και κυρίως ότι αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, είναι μόνον ο έλεγχος της νομιμότητας και εγκυρότητας των  επίδικων διαταγμάτων, καθώς και της προηγηθείσας απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, αποφάσεις οι οποίες κρίνονται ως καθόλα σύννομες και ληφθείσες εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός, προκύπτει άλλωστε και από τα ενώπιον μου τεθέντα έγγραφα, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο αιτητής ήταν πατέρας ενός ανήλικου παιδιού. Αυτό αναφέρεται και στην επιστολή του Υπεύθυνου ΥΑΜ Λευκωσίας προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 10.9.2025 (παράρτημα 5 στο δικόγραφο της ένστασης), η οποία απεστάλη σε συνέχεια της αρχικής, προαναφερθείσας επιστολής της ΥΑΜ, ημερομηνίας 8.9.2025, δια της οποίας είχαν ήδη τεθεί ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση ισχυρισμοί του αιτητή περί της οικογενειακής του κατάστασης. Είναι δε γι' αυτό το λόγο, θεωρώ, που οι καθ' ων η αίτηση, την ίδια μέρα έκδοσής του, ανέστειλαν το επίδικο διάταγμα απέλασης του αιτητή, με απόφαση της Διευθύντριας, ημερομηνίας 8.9.2025, και προχώρησαν στη έναρξη έρευνας αναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση του αιτητή, περιλαμβανομένου και του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (βλ. σχετική απόφαση και οδηγίες Διευθύντριας ως αυτές εκτίθενται χειρόγραφα στο κάτω μέρος του διατάγματος απέλασης). Ενέργειες, οι οποίες, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα (βλ. παράρτημα 5 στην ένσταση), συνεχίστηκαν και μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Σχετική είναι η προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 10.9.2025, όπου αναφέρεται ότι ο αιτητής απέκτησε ένα παιδί με τη συμβία του στην Κύπρο κατά το έτος 2024 και ότι η εν λόγω αλλοδαπή είναι έγκυος για δεύτερη φορά και υπέβαλε αίτηση ασύλου, η οποία, κατά πάνα ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν υπό εξέταση. Περαιτέρω, σχετική είναι και η επιστολή του Τμήματος Μετανάστευσης προς τις ΥΚΕ, ημερομηνίας 24.9.2025, όπου επίσης εκτίθεται το ιστορικό του αιτητή στη Δημοκρατία, αλλά και η προσωπική/οικογενειακή του κατάσταση και με την οποία ζητούνται οι απόψεις των ΥΚΕ, ενόψει και της οικογενειακής κατάστασης του αιτητή.

 

Δεδομένων των πιο πάνω ενεργειών, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα πλάνης περί το νόμο ή/και τα πράγματα όσον αφορά στην απόφαση κράτησης του αιτητή για σκοπούς απέλασης, εφόσον αυτός είχε τεθεί υπό κράτηση ως απαγορευμένος και/ή παράνομος μετανάστης βάσει του Κεφ. 105 (Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) i-Justice, ημερ. 16.1.2023, E.Υ.O. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 351/2023 (Κ) i-Justice, ημερ. 10.4.2023). Αντίθετα, κρίνω ότι με τις προεκτεθείσες ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση, διασφαλίζεται ότι τα επίδικα διατάγματα συμμορφώνονται με τις διαδικαστικές απαιτήσεις, ενώ παράλληλα διατηρείται η δυνατότητα εκτέλεσης της απέλασης του αιτητή, εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν λόγοι που να συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου. Εξάλλου, αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης ως παραμένων παράνομα στη Δημοκρατία. Με βάση τις ενέργειες που προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση, δεν βλέπω απόκλιση από την εκ του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105, απορρέουσα υποχρέωσή τους για τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης και, στο πλαίσιο αυτό, στην λήψη υπόψη του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού του αιτητή και της οικογενειακής του κατάστασης.  Εξάλλου, το διάταγμα απέλασης του αιτητή ανεστάλη μέχρι και την ολοκλήρωση της έρευνας της οικογενειακής του κατάστασης και του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού του, από τις ΥΚΕ (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις P.M.D. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 427/2025, ημερ. 25.8.2025 και T.D.E. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 325/2025, ημερ. 23.5.2025). Συνεπώς δεν μπορεί να τίθεται άνευ ετέρου ζήτημα παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης λόγω απέλασης του αιτητή. Αυτό που όφειλαν οι καθ' ων η αίτηση, στα πλαίσια της υποχρέωσης τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης και σε συμμόρφωση με τα όσα το άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105 επιτάσσει[1], ήταν η διεξαγωγή της δέουσας έρευνας αναφορικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και την οικογενειακή ζωή του αιτητή, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Δεν είχαν όμως υποχρέωση οι καθ' ων η αίτηση να μην εκδώσουν διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή, δεδομένης της παράνομης παραμονής του στη χώρα, αλλά και του κίνδυνου διαφυγής του.

 

Εξάλλου, θεωρώ πως είχε ο αιτητής το χρόνο και τη δυνατότητα να μεριμνήσει και να διευθετήσει τα της νόμιμης παραμονής του στη Δημοκρατία, σε προγενέστερο στάδιο, πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, χωρίς να χρειαστεί στο στάδιο τούτο να επικαλείται ανθρωπιστικούς λόγους για παραμονή στη χώρα, ήτοι ζητήματα τα οποία εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.  Ουδέν όμως έπραξε. Λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υπόθεσης και με βάση τις ενέργειες στις οποίες προέβη η Διοίκηση, δεν βλέπω απόκλιση από την εκ του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105, απορρέουσα υποχρέωση των καθ' ων η αίτηση για τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης, ούτε και διενέργεια πλημμελούς έρευνας. Εξάλλου, επαναλαμβάνεται ότι το διάταγμα απέλασης του αιτητή ανεστάλη την ίδια μέρα που εκδόθηκε, μέχρι και την ολοκλήρωση της εξέτασης των οικογενειακών περιστάσεων του αιτητή. Συνεπώς δεν μπορεί να τίθεται άνευ ετέρου ζήτημα παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης λόγω έκδοσης διατάγματος απέλασης του αιτητή. Αυτό που επέτασσε η εφαρμογή της εν λόγω αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105, το έπραξαν οι καθ' ων η αίτηση, όπως προκύπτει από τις ενέργειές τους.

 

Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, είναι προδήλως εσφαλμένη η θέση των συνηγόρων του αιτητή ότι τα εκδοθέντα διατάγματα συνιστούν προϊόν ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας, καθότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι περιστάσεις της οικογενειακής ζωής του αιτητή, με αποτέλεσμα αυτή να παραβιάζεται. Όπως λέχθηκε στην Limon ν. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ. 126/2021, ημερ. 20.4.2022, το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια μιας χώρας, κατ' επίκληση διατάξεων που προστατεύουν το θεσμό της οικογένειας, δεν διασφαλίζεται ούτε από την ΕΣΔΑ, ούτε από το Σύνταγμα, κατά τον απόλυτο τρόπο που ισχυρίζεται ο αιτητής, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση, ως η παρούσα, που ο αλλοδαπός δεν έχει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα και παραμένει σε αυτήν παράνομα (Kedoum ν. Δημοκρατίας, (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, Hasnas Natalia ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 921/2015,  ημερ. 23.7.2015, M.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 990/2023 (Κ), ημερ. 31.8.2023). Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά στην Kashif v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 144/2008, ημερ. 11.7.2008, «Η οικογενειακή ζωή δεν αποτελεί από μόνη της στοιχείο για να διαφοροποιηθεί υπέρ του αιτητή μια κατά άλλα έκδηλα παράνομη κατάσταση, ιδιαίτερα στον τομέα της απέλασης όπου το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους είναι προεξάρχον στον καθορισμό της πολιτικής, εφόσον ουδείς δικαιούται να παραμένει στην Κύπρο άνευ αδείας. [.] Η Ολομέλεια συμφώνησε επίσης με την πρωτόδικη κρίση ότι η γέννηση παιδιού στην Κύπρο από μόνη της, δεν παρέχει αυτόματο και αυτοτελές δικαίωμα παραμονής του στην Κύπρο» (βλ. και Alan Augustine v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 80/2011  ημερ. 14.6.2013 και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Β.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 820/2023, ημερ. 20.7.2023).

 

Εν προκειμένω, όπως αναφέρεται στο επίδικο διάταγμα απέλασης, ο αιτητής είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 18.3.2025, όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το ΔΔΔΠ. Στο δε επίδικο διάταγμα κράτησης, αναφέρεται ότι κρίθηκε σκόπιμο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ, δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής του και του γεγονότος ότι είναι αρνητικός στον επαναπατρισμό του, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Εύλογα δε τίθεται το ερώτημα, πως θα μπορούσε να διασφαλιστεί η μη διαφυγή του αιτητή χωρίς την έκδοση διατάγματος κράτησής του, μέχρι και την ολοκλήρωση της έρευνας από τους καθ' ων η αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105, όπερ και έπραξαν (P.M.D., ανωτέρω).

 

Συνεπώς, δεν στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί περί ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Η απόφαση κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο εφόσον περιέχονται σε αυτήν τόσο οι νομικοί όσο και οι πραγματικοί λόγοι έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270) και αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, Ε.Δ.Δ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης, σύμφωνα και με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης.

Τέλος, δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός περί κατάχρησης εξουσίας και παραβίασης της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ορθώς ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να υποσκελίσει το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο και να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (G. P. Iron & Wood Makers Ltd ν. Δημοκρατίας Υποθ. Αρ. 959/2004, ημερ. 17.1.2006, Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Έχει δε η εν λόγω αρχή συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. και O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021 και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016). Εν προκειμένω, δεδομένης της ύπαρξης των προεκτεθεισών διατάξεων του Κεφ. 105, δεν θα μπορούσε η αρχή της καλής πίστης να τις υποσκελίσει και να αποτελέσει λόγο απόκλισης από αυτές.

               

Ως εκ των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «18ΟΖ. Κατά την εφαρμογή των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ[1], ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και λαμβάνει δεόντως υπόψη-

(α) τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, και

(β) την οικογενειακή ζωή, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, και [.]».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο