ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1060/2022 (i-Justice))
6 Νοεμβρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
Σ. Σάββα, για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή
Α. Αχιλλέως (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής ζητεί-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η Απόφαση και/ή πράξη των Καθ’ ων η Αίτηση ημερ. 10/03/2022 που αφορά την Απόφαση για απόρριψη της Αίτησης του Αιτητή και/ή της Ένστασης αυτού για ένταξη στο Σχέδιο Προστασίας της Κύριας Κατοικίας-«Σχέδιο Εστία» είναι άκυρη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».
Ο αιτητής, στις 16.10.2020, υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («το Υπουργείο») για ένταξη στο Σχέδιο Προστασίας της Κύριας Κατοικίας («Σχέδιο Εστία»).
Η αίτηση απορρίφθηκε και η απορριπτική απόφαση εστάλη στον αιτητή δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 2.2.2021. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, η αίτηση απορρίφθηκε καθότι διαπιστώθηκε ότι (i) η ημερομηνία εκτίμησης της αγοραίας αξίας της κύριας κατοικίας δεν ήταν εντός δεκαοχτώ μηνών πριν από την ημερομηνία της αίτησης συμμετοχής στο Σχέδιο Εστία, σύμφωνα με την παράγραφο 2.3.4 του Σχεδίου, (ii) το συνολικό οικογενειακό εισόδημα του αιτητή για το έτος 2017 υπερέβαινε το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 2.1.2(α) του Σχεδίου και (iii) διαπιστώθηκε επίσης ότι ο αιτητής δεν είχε προσκομίσει όλα τα απαραίτητα παραστατικά, τα οποία απαιτούνταν για την αξιολόγηση της αίτησής του και, πιο συγκεκριμένα, δεν είχε προσκομίσει από τον Κοινοτάρχη έντυπο συνεχόμενης διαμονής στην κύρια κατοικία.
Κατά της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής υπέβαλε μέσω των δικηγόρων του ένσταση στις 29.3.2021, η οποία παραλήφθηκε από το Υπουργείο στις 5.4.2021.
Η ένσταση εξετάστηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, η οποία υπέβαλε στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («η Υπουργός») την εισήγηση για απόρριψή της, καθότι, ως αναφέρεται στο σχετικό Έντυπο Αξιολόγησης (Ερ. 167 και 166 του διοικητικού φακέλου), «το συνολικό οικογενειακό εισόδημα του αιτητή για το έτος 2017 υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 2.1.2(α) του Σχεδίου». Ειδικότερα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το συνολικό οικογενειακό εισόδημα του αιτητή για το εν λόγω έτος ήταν €46.678 (ενώ το έτος 2018, €18.519) και το ανώτατο όριο για οικογένεια χωρίς εξαρτώμενα τέκνα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα παράγραφο 2.1.2(α), ως είναι η περίπτωση του αιτητή, είναι €35.000. Σημειώνεται ότι οι άλλοι δυο λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή, κρίθηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων ότι ήσαν αβάσιμοι και/ή ότι δεν υφίσταντο.
Η πιο πάνω εισήγηση της Επιτροπής έγινε δεκτή από την Υπουργό, η οποία, με απόφασή της ημερομηνίας 9.3.2022, απέρριψε την ένσταση.
Ο αιτητής έλαβε γνώση της απορριπτικής, επίδικης, απόφασης δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 10.3.2022 και στις 25.5.2022, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.
Η πλευρά του αιτητή προωθεί ισχυρισμούς περί ελλιπούς και/ή πάσχουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος, εμφιλοχωρήσασας ουσιώδους νομικής και πραγματικής πλάνης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, καθώς και περί υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας.
Ειδικότερα όσον αφορά τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, οι συνήγοροι του αιτητή προβάλλουν ότι οι καθ’ ων η αίτηση είχαν την ευκαιρία και/ή όφειλαν να ζητήσουν από τον αιτητή πρόσθετα στοιχεία, εφόσον έκριναν ότι υπήρχαν ελλείψεις ως προς τα ήδη προσκομισθέντα, αλλά δεν το έπραξαν. Ταυτόχρονα δε, δεν αξιολόγησαν σωστά και/ή δεν έλαβαν υπόψη τα στοιχεία που είχε προσκομίσει ο αιτητής αναφορικά με το οικογενειακό του εισόδημα για τα έτη 2017 και 2018, ενώ κατά την αξιολόγηση του οικογενειακού εισοδήματος του αιτητή, δεν έλαβαν υπόψη τους «το δάνειο το οποίο ο τελευταίος καλείται να αποπληρώνει, στις δόσεις του οποίου φεύγει πολύ σημαντικό ποσοστό του εισοδήματος του». Συναφώς, υποβάλλεται από τους συνηγόρους του αιτητή και η εισήγηση ότι ο συγκεκριμένος όρος του Σχεδίου (2.1.2(α)) θα πρέπει να ερμηνεύεται «ως ότι αφορά το καθαρό εισόδημα του αιτητή».
Ως προς τον ισχυρισμό περί πάσχουσας αιτιολογίας, προβάλλεται ότι από πουθενά δεν προκύπτει η πραγματική και νομική βάση της επίδικης απόφασης, ενώ από πουθενά, ούτε και από τον διοικητικό φάκελο, δεν φαίνεται ο τρόπος υπολογισμού και/ή αξιολόγησης του εισοδηματικού κριτηρίου, ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία στον αιτητή για την εφαρμογή του συγκεκριμένου όρου του Σχεδίου, στην δική του περίπτωση.
Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και καλόπιστα, υπήρξε δε αυτή πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.
Εξηγούν οι καθ’ ων η αίτηση δια της γραπτής τους αγόρευσης, ότι το «Σχέδιο Εστία» είναι σχέδιο παροχής κυβερνητικής χορηγίας προς συγκεκριμένη κατηγορία δανειοληπτών, το οποίο εγκρίθηκε με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 87.759 και ημερομηνία 26.6.2019 και στηρίζεται στις διατάξεις του περί του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου (Ν.109(Ι)/2014). Ειδικότερα, το Σχέδιο εμπίπτει στην έννοια της «άλλης κοινωνικής παροχής» ως αυτή ορίζεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου 109(Ι)/2014, σύμφωνα με το οποίο-
««άλλες κοινωνικές παροχές» σημαίνει οτιδήποτε άλλο παρέχεται με βάση άλλη νομοθεσία ή /και Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου ή /και Σχέδιο ή /και Έργο ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή, εξαιρουμένων των νομοθεσιών ή/και Σχεδίων για άτομα με αναπηρίες τα οποία τυγχάνουν διαχείρισης από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες·».
Έχω εξετάσει την επίδικη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Το Σχέδιο Εστία αφορά μη εξυπηρετούμενα δάνεια/πιστωτικές διευκολύνσεις που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια, ως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 2.1.1 του Σχεδίου, καθώς και δανειολήπτες/ιδιοκτήτες κύριας κατοικίας, οι οποίοι πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας (εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια), ως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 2.1.2 του Σχεδίου και νοουμένου ότι πληρούνται οι όροι της παραγράφου 2.1.3 του Σχεδίου.
Σύμφωνα με την παράγραφο 2.1.2(α) του Σχεδίου, η οποία καθορίζει τα
εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια αιτητών (η έμφαση προστέθηκε και αφορά την περίπτωση που εδώ ενδιαφέρει):
«Οι Αιτητές θα πρέπει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για ένταξη στο Σχέδιο Εστία να πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια, ώστε να καθίστανται δικαιούχοι της Χορηγίας.
(α) Το συνολικό Οικογενειακό Εισόδημα του Αιτητή δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα ακόλουθα για κάθε έκαστο ημερολογιακό έτος 2017 και 2018:
1. τις €50.000 για οικογένεια με τουλάχιστον τέσσερα εξαρτώμενα τέκνα
2. τις €55.000 για οικογένεια με τρία εξαρτώμενα τέκνα;,
3. τις €50.000 για οικογένεια με δύο εξαρτώμενα τέκνα,
4. τις €45.000 για οικογένεια με ένα εξαρτώμενο τέκνο,
5. τις €35.000 για οικογένεια χωρίς εξαρτώμενα τέκνα,
6. τις €20.000 για μονήρη νοικοκυριά. Νοείται περαιτέρω ότι, τα παραπάνω ισχύουν και για μονογονεϊκές οικογένειες.».
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 5.1 του Σχεδίου, η οποία αφορά στη διαδικασία υποβολής αίτησης για ένταξη στο Σχέδιο και προσκόμιση δικαιολογητικών εγγράφων από τον αιτητή:
«Ο Αιτητής συμπληρώνει και υποβάλλει στη Συμμετέχουσα, την αίτηση και όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα και πληροφορίες όπως παρουσιάζονται στο Μνημόνιο Συναντίληψης, εντός της χρονικής περιόδου υποβολής αιτήσεων από 2 Σεπτεμβρίου 2019 μέχρι 15 Νοεμβρίου 2019.».
Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο όρο 5.2. του Σχεδίου, που αφορά στη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων και πληροφοριών του αιτητή από Κυπριακή τράπεζα ή άλλο χρηματοοικονομικό ίδρυμα που επέλεξε να συμμετάσχει στο Σχέδιο («η Συμμετέχουσα»)
«Η Συμμετέχουσα θα: (α) εξετάζει την αίτηση και θα συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα και πληροφορίες που θα παρέχει ο αιτητής και (β) αξιολογεί την ικανότητα αποπληρωμής του Αιτητή και θα διεξάγει έλεγχο βιωσιμότητας της προσφερόμενης λύσης Αναδιάρθρωσης και (γ) γνωστοποιεί τα αποτελέσματα του ελέγχου βιωσιμότητας στον Αρμόδια Φορέα και (δ) προωθεί στον Αρμόδιο Φορέα την αίτηση και τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα και πληροφορίες και (ε) προωθεί στον Αρμόδιο Φορέα τα αποτελέσματα της εξέτασής της για την έγκριση ή απόρριψη της αίτησης εντός της χρονικής περιόδου (2 Σεπτεμβρίου 2019 - 29 Νοεμβρίου 2019)».
Στις 5.7.2019, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το περί του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου (Υποβολή Αίτησης Άλλης Κοινωνικής Παροχής «Σχέδιο ΕΣΤΙΑ») Διάταγμα του 2019 (Κ.Δ.Π. 226/2019), το οποίο εκδόθηκε από την Υπουργό, δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 36 του Νόμου 109(Ι)/2014 και με το οποίο καθορίστηκαν τα έντυπα που θα χρησιμοποιούνται για την υποβολή αίτησης για ένταξη στο Σχέδιο Εστία, καθώς επίσης ο τρόπος, ο τόπος και ο χρόνος υποβολής της αίτησης. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 της Κ.Δ.Π. 226/2019-
«3.(1) Τηρουμένων των διατάξεων της Νομοθεσίας και του Σχεδίου, κάθε αίτηση για ένταξη στο Σχέδιο υποβάλλεται στο έντυπο που ορίζεται στον Πίνακα.
(2) Κάθε αίτηση που υποβάλλεται συνοδεύεται απαραίτητα από το Έντυπο Εξουσιοδότησης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ανωτέρου εντύπου και η αίτηση θεωρείται έγκυρη μόνον εφόσον το Έντυπο Εξουσιοδότησης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ανωτέρου εντύπου και η αίτηση θεωρείται έγκυρη μόνον εφόσον το Έντυπο Εξουσιοδότησης είναι πλήρως και ορθά συμπληρωμένο και νοουμένου ότι δεν έχει ανακληθεί εν μέρει η εν όλω.».
Σύμφωνα δε με την παράγραφο 4 της Κ.Δ.Π.226/2019-
«4. (1) Κάθε αίτηση υποβάλλεται από τον δικαιούχο όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος Διατάγματος και απαραίτητα είναι πλήρως συμπληρωμένη και συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα παραστατικά που ορίζονται σ’ αυτή.
(2) Κάθε αίτηση που υποβάλλεται θεωρείται ως υποβληθείσα για τους σκοπούς του Σχεδίου μόνο εφόσον συμπληρωθεί πλήρως και συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα παραστατικά που καθορίζονται στον Πίνακα του παρόντος Διατάγματος».
Αυτό που, μεταξύ άλλων, αβίαστα προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις, είναι ότι αποκλειστικά υπεύθυνος για την προσκόμιση όλων των απαραίτητων πιστοποιητικών και/ή πληροφοριών και/ή στοιχείων προς τεκμηρίωση των απαιτήσεων του Σχεδίου για σκοπούς έγκρισης της υποβληθείσας αίτησης, είναι ο εκάστοτε αιτητής, ο οποίος και οφείλει να τεκμηριώσει ό,τι δηλώνει επί της αιτήσεώς του (Λεόντιος Ονησιφόρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 340/2022 (i-Justice), ημερ. 4.11.2025, Δ.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1065/2021, ημερ. 7.10.2025). Αυτό βεβαίως ισχύει και στην υπό κρίση περίπτωση. Συνεπώς, κρίνονται αβάσιμοι και υπόκεινται σε απόρριψη οι ισχυρισμοί περι μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, επειδή οι τελευταίοι δεν προσπάθησαν να συλλέξουν άλλα στοιχεία, πέραν αυτών που ο ίδιος είχε προσκομίσει δια της αιτήσεώς του, και/ή να επικοινωνήσουν με τον αιτητή για να τα προσκομίσει. Την ευθύνη προς τούτο, έφερε αποκλειστικά ο αιτητής, ο οποίος και απέτυχε να πράξει. Όπως ξεκάθαρα αναφέρεται στις προεκτεθείσες πρόνοιες και/ή όρους του Σχεδίου, ο αιτητής, στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής αίτησης για ένταξη στο Σχέδιο Εστία, συμπληρώνει και υποβάλλει την αίτηση μαζί με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα και πληροφορίες, σύμφωνα με τον όρο 5.1. του Σχεδίου. Εν πάση δε περιπτώσει, δεν αποτελεί ευθύνη της Διοίκησης η αναζήτηση των δεδομένων και των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για εξέταση υποβληθεισών αιτήσεων, ως αυτής του αιτητή (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 110)
Περαιτέρω, αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του αιτητή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησής της. Σε άμεση δε συνάρτηση, αναπτύσσονται και οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και εμφιλοχωρήσασας πλάνης κατά τον υπό των καθ’ ων η αίτηση υπολογισμό του συνολικού οικογενειακού εισοδήματος του αιτητή.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις πιο πάνω θέσεις.
Εν πρώτοις, δεν μπορώ παρά να επισημάνω ότι αχρείαστα, αλλά και άνευ ουσιαστικού νομιμοποιητικού ερείσματος, οι συνήγοροι του αιτητή, προκειμένου να καταδείξουν πλάνη και/ή σφάλμα στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση, αναλώνουν μεγάλο μέρος της αγόρευσής τους και επιχειρηματολογούν σε σχέση με τον πρώτο λόγο απόρριψης της αίτησης του αιτητή, σύμφωνα με τον οποίο η ημερομηνία εκτίμησης της αγοραίας αξίας της κύριας κατοικίας δεν ενέπιπτε εντός του χρονικού διαστήματος των δεκαοχτώ (18) μηνών πριν από την ημερομηνία της αίτησης συμμετοχής στο Σχέδιο Εστία: είναι δεδομένο ότι αυτός ο λόγος απόρριψης της αίτησης του αιτητή ήδη κρίθηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων ως εσφαλμένος και/ή ότι πλέον δεν υφίστατο. Προδήλως και η επίδικη απόφαση δεν στηρίχθηκε στην αρχική κρίση των καθ’ ων η αίτηση επ’ αυτού του σημείου. Όπως και δεν στηρίχθηκε ούτε στην έτερη αρχική διαπίστωση, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 2.2.2021, ότι ο αιτητής δεν είχε προσκομίσει από τον Κοινοτάρχη έντυπο συνεχόμενης διαμονής στην κύρια κατοικία. Και αυτός ο λόγος απόρριψης κρίθηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων εσφαλμένος και/ή ότι δεν υφίστατο. Συνεπώς, οι σχετικοί με τα εν λόγω θέματα προβαλλόμενοι ισχυρισμοί και λόγοι ακύρωσης, δεν θα τύχουν περαιτέρω εξέτασης και απορρίπτονται, εφόσον τίθενται άνευ του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος.
Η αίτηση του αιτητή, όπως προκύπτει και από την έκθεση της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, απορρίφθηκε μόνο στη βάση του εισοδηματικού κριτηρίου και όχι και για τους άλλους δυο λόγους που αναφέρονται στην αρχική απορριπτική απόφαση ημερομηνίας 2.2.2021. Όπως αναφέρεται και στην επίδικη απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 10.3.2022, η απόρριψη της ένστασης και κατ’ επέκταση της αίτησης του αιτητή, στηρίχθηκε στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν πληρούσε το εισοδηματικό κριτήριο σύμφωνα με την προεκτεθείσα παράγραφο 2.1.2(α) του Σχεδίου. Πιο συγκεκριμένα, όπως εξάλλου ρητά αναφέρεται και στο Έντυπο Αξιολόγησης της Ένστασης του αιτητή, το οποίο ετοίμασε η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, διαπιστώθηκε ότι το οικογενειακό εισόδημα του αιτητή για το έτος 2017, υπερέβαινε το ποσό που ορίζεται στην εν λόγω παράγραφο (€35.000 ανώτατο όριο για οικογένεια χωρίς εξαρτώμενα τέκνα, ως είναι η περίπτωση του αιτητή), εφόσον το εν λόγω εισόδημα του αιτητή για το έτος 2017, ανερχόταν στις €46.678. Όπως επίσης αναφέρεται, για τον υπολογισμό του οικογενειακού εισοδήματος, λήφθηκε υπόψη το εργαλείο ελέγχου της μονάδας ελέγχου του Σχεδίου Εστία.
Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, στα οποία με παρέπεμψε και η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, οι τελευταίοι εξέτασαν ενδελεχώς το αίτημα του αιτητή και, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, αποφάσισαν την απόρριψή του, αιτιολογώντας δεόντως και/ή με επάρκεια την απόφασή τους.
Δεν εντοπίζεται κενό έρευνας. Στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων, προκύπτει με επάρκεια η διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, στη βάση του συνόλου των ενώπιον τους στοιχείων και/ή πληροφοριών που είχε προσκομίσει ο αιτητής, ενήργησαν εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας και έλαβαν την επίδικη απόφαση.
Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της Διοίκησης, ούτε προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, εφόσον κρίνει ότι η έρευνα, την οποία διενήργησε το διοικητικό όργανο, ήταν σε κάθε περίπτωση επαρκής. Επαρκής θεωρείται η έρευνα εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Η δε έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Ράφτης ν Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Χουλιώτης ν Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 524). Το κατά πόσον μια έρευνα είναι ή όχι επαρκής είναι θέμα γεγονότων και συνεπώς κρίνεται στη βάση των εκάστοτε ενώπιον του Δικαστηρίου περιστατικών (Χρίστος Ηροδότου ν Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220). Το ουσιώδες που εξετάζεται σε κάθε περίπτωση, είναι το κατά πόσον έχει ερευνηθεί κάθε πτυχή του θέματος που τείνει να αποκαλύψει το διερευνώμενο γεγονός (Ευαγόρας Νικολαΐδης και Άλλοι ν. Δρα. Μιχαλάκη Μηνά και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 321). Συναφώς, και σε άμεση συνάρτηση με τα αμέσως πιο πάνω, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν εξετάζει, ούτε αποφασίζει πρωτογενώς γεγονότα, ούτε βεβαίως και υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης, αλλά η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στην εξέταση τυχόν πλάνης περί τα πράγματα, κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας και έλλειψης αιτιολογίας (Αν. Οικονομίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 140/2013, ημερ. 8.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:C147, Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατία κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, LELLA KENTONIS INVESTMENT CO LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 138/10 κ.α., ημερ, 21.12.2016, Δημοκρατία ν. Παπαξενόπουλου κ.α., Α.Ε. 114/13 ημερ. 6.10.2016). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017, η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα. Ας σημειωθεί, ότι την ίδια προσέγγιση ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο και στην Μ.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1025/2021, ημερ. 27.8.2024, υπόθεση με ζητήματα παρόμοια με αυτά της παρούσας.
Ενόψει των όσων έχουν λεχθεί πιο πάνω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, η έρευνα των καθ’ ων η αίτηση κρίνεται επαρκής. Ορθώς οι καθ’ ων η αίτηση ανέτρεξαν στα εργαλεία ελέγχου της μονάδας ελέγχου του Σχεδίου Εστία, τα οποία και έχουν στη διάθεσή τους μέσω των διασυνδέσεων με τις διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες, προκειμένου να προβούν σε υπολογισμό του συνολικού εισοδήματος του αιτητή. Ούτε βεβαίως και θα αναμένετο να γίνεται η εξέταση της εκάστοτε αίτησης για ένταξη στο Σχέδιο Εστία μόνο στη βάση των δηλώσεων και/ή παραστατικών που προσκομίζονται στην αίτηση, αλλά ορθώς λαμβάνονται υπόψη και οι πληροφορίες που εξασφαλίζονται με τα προαναφερθέντα εργαλεία ελέγχου. Ας σημειωθεί ότι ο ίδιος ο αιτητής, στις 15.6.2020, παρέσχε ενυπόγραφα την εξουσιοδότησή του για πρόσβαση των αρμόδιων αρχών και/ή κυβερνητικών υπηρεσιών σε όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται για σκοπούς αξιολόγησης της αίτησής του για ένταξη στο Σχέδιο Εστία (βλ. Ερ. 57-56 στον διοικητικό φάκελο).
Ούτε και εμφιλοχώρηση πλάνης στη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης εντοπίζεται. Εντός αυτού του πλαισίου, κρίνεται αβάσιμος και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι πεπλανημένα δεν λήφθηκαν υπόψη οι δόσεις του δανείου που αυτός καταβάλλει μηνιαία και, συνακόλουθα, ότι πεπλανημένα δεν λήφθηκε υπόψη και/ή δεν υπολογίστηκε το καθαρό εισόδημα του αιτητή και όχι το συνολικό. Επ’ αυτού, είναι αρκετό να υπομνησθεί ότι ο υπολογισμός εισοδήματος αναφορικά με οποιαδήποτε κρατική παροχή, αφορά στο συνολικό εισόδημα και όχι το καθαρό εισόδημα. Αυτό ρητά καταγράφεται και στο έντυπο αξιολόγησης της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων: «Το σχέδιο ΕΣΤΙΑ αξιολογεί το συνολικό οικογενειακό εισόδημα του αιτητή. Δεν αξιολογείται το συνολικό οικογενειακό εισόδημα σε σχέση με το μέγεθος του δανείου και την δυνατότητα αποπληρωμής». Εξάλλου, υπέρ αυτής της προσέγγισης συνηγορούν και οι αποφάσεις Α/Α 21-01-20/09 και 21-01-20/11 της Ειδικής Επιτροπής, η οποία συστάθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών και τους καθ’ ων η αίτηση και σύμφωνα με την οποία, για τον υπολογισμό του συνολικού οικογενειακού εισοδήματος εξετάζεται μόνον η πλευρά των εισοδημάτων και όχι των εξόδων. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο αιτητής κατέβαλλε μηνιαίως δόσεις δανείου, δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να επηρεάσει τον υπολογισμό του οικογενειακού του εισοδήματος για τα κρίσιμα έτη 2017 και 2018.
Τέλος, ούτε και ο ισχυρισμός που διαζευκτικά αναπτύσσεται στην γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του αιτητή μπορεί να έχει έρεισμα: κατά τον εν λόγω ισχυρισμό, ο αιτητής εμπίπτει στο κριτήριο και/ή στο προβλεπόμενο για την περίπτωσή του εισοδηματικό κριτήριο των €35.000, καθότι ο μέσος όρος του οικογενειακού του εισοδήματος για τα έτη 2017 και 2018 ανέρχεται στις €32.598,5, ήτοι κάτω των €35.000. Αυτό που ρητά προβλέπεται στην παράγράφο 2.1.2 του Σχεδίου, είναι όπως το συνολικό οικογενειακό εισόδημα του αιτητή δεν υπερβαίνει το ποσό των €35.000, «για κάθε έκαστο ημερολογιακό έτος 2017 και 2018». Συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για οποιουδήποτε άλλου είδους υπολογισμό, ούτε βεβαίως για υπολογισμό του μέσου όρου των υπό αναφορά δυο ετών.
Περαιτέρω, από όλα τα πιο πάνω, τα οποία ήσαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση και λήφθηκαν υπόψη, προκύπτει με την απαιτούμενη επάρκεια και η αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης». Με άλλα λόγια, η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Πρέπει να εκτίθενται σε αυτήν οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και να παρατίθενται τα κριτήρια με βάση τα οποία λήφθηκε η εν λόγω απόφαση, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, Ε.Δ.Δ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 49/2019, ημερ. 23.10.2023).
Εν προκειμένω, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων και των εγγράφων, στα οποία έχει ήδη γίνει αναφορά πιο πάνω, διαπιστώνω ότι η παρούσα αποτελεί κλασσική περίπτωση αιτιολογίας, η οποία συμπληρώνεται επαρκώς από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, αλλά και των παραρτημάτων του δικογράφου της ένστασης (βλ. ενδεικτικά έντυπο αξιολόγησης ένστασης και υποβληθείσα αίτηση αιτητή, όπου γίνονται ρητές αναφορές και στις σχετικές διατάξεις του Σχεδίου Εστία). Σύμφωνα και με το άρθρο 29 του Νόμου 158(Ι)/1999, αλλά και την πάγια επί του θέματος νομολογία (Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371), η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης μπορεί να συμπληρωθεί, και όντως εδώ συμπληρώνεται, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, κατά τρόπο που να προκύπτει με σαφήνεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342) και να καθίσταται εντέλει ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Φράγκου, ανωτέρω).
Ειδικότερα δε όσον αφορά στον ισχυρισμό ότι δια της επίδικης απόφασής της η Υπουργός περιορίστηκε στην υιοθέτηση της εισήγησης της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, χωρίς την παράθεση οποιασδήποτε δικής της αιτιολογίας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτός στερείται βασιμότητας. Με την υπό της Υπουργού απόρριψη της ένστασης του αιτητή και την έγκριση της προηγηθείσας απορριπτικής εισήγησης της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, τεκμαίρεται κατ' αρχήν δικαίου, ότι η Υπουργός συμφώνησε με όλα όσα τέθηκαν ενώπιον της υπό τύπο έκθεσης, ενεργώντας όχι ως να εξέταζε έφεση, αλλά επαναδιερευνώντας το σύνολο των γεγονότων (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426, Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 817, Σωτηρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 419/2018, ημερ. 27.9.2021) και αποφασίζοντας επί της ουσίας του αιτήματος του αιτητή. Η δε σύμφωνος γνώμη της Υπουργού και η έγκριση της προηγηθείσας απορριπτικής εισήγησης, δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, στην απορριπτική απόφαση, ενσωματώνεται η εισήγηση της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, την οποία η Υπουργός, ασκώντας ουσιαστικά την αποφασιστική της αρμοδιότητα, υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία ή διαφοροποίηση (Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 6447/2013, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D643, Varsik Mkrtchyan v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1229/2014, ημερ. 16.2.2017, Egypt Air v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1159/2015 κ.α., ημερ. 11.4.2019).
Ως εκ των πιο πάνω, απορρίπτεται ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός περί πάσχουσας και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.
Περαιτέρω, ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, στερούνται βασιμότητας και απορρίπτονται οι ισχυρισμοί περί κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας και περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου που διέπει την υπό κρίση περίπτωση, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Έχει δε η εν λόγω αρχή συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει και εν προκειμένω (βλ. και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016). Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, επισημάνθηκε ότι οι έννοιες της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης, ως γενικές από τη φύση τους αρχές, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους (βλ. και Κώστας Παναγή ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. Υποθ. Αρ. 1250/12, ημερ. 19.12.2013).
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ορθή και σύννομη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο