TATIANA BONDAREVA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 1101/2018, 13/11/2025
print
Τίτλος:
TATIANA BONDAREVA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 1101/2018, 13/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 1101/2018

13 Νοεμβρίου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα άρθρα 30 και του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

TATIANA BONDAREVA

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Σ. Χαραλάμπους(κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Η αιτήτρια αμφισβητεί την απόφαση του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (εφεξής ο «Διευθυντής») να απορρίψει την αίτησή της για τη συμπερίληψή της ως εξαρτώμενης συζύγου στην Άδεια Μετανάστευσης του συζύγου της, απόφαση η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 13.12.2017 με το ακόλουθο περιεχόμενο (ο τονισμός είναι του κειμένου):

 

Subject: Inclusion of dependent person on an Immigration Permit

 

I am directed to refer to your application dated 10/02/2015 regarding your inclusion as a dependent spouse on your husband’s Immigration Permit and inform you that it has been rejected according to article 9(1) of the Aliens and Immigration Law, because you fail to submit a valid passport.

Please note that the Immigration Permit Certificate (M.55) is not a residence permit.”.

 

Η απόφαση λήφθηκε από τον Διευθυντή στις 11.12.2017 στη βάση σχετικού Σημειώματος, το οποίο ετοίμασε Διοικητική Λειτουργός του Τμήματος και στο οποίο καταγράφονται τα ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα ως ακολούθως (ο τονισμός είναι του κειμένου):

«Η υπό αναφορά αλλοδαπή αφίχθηκε στην Κύπρο στις 06/11/2012 μαζί με τον ανήλικο γιο της με θεώρηση εισόδου και της παραχωρήθηκε κατά την άφιξη άδεια παραμονής για 90 ημέρες (ερ.24,νοΙ.Ι). Στις 02/01/2013 υπόβαλε αίτηση για απόκτηση άδειας προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια και της παραχωρήθηκε άδεια μέχρι 06/11/2013, η οποία ανανεώθηκε μέχρι 09/06/2014 μετά από αίτηση ημερομηνίας 13/11/2013. Στις 03/09/2013 τέλεσε εκκλησιαστικό γάμο στην Κύπρο με τον ομοεθνή της [   ] (ερ.74), ο οποίος είναι και ο πατέρας του ανήλικου γιου της και στις 04/07/2014 υπόβαλε νέα αίτηση για παράταση της άδειας προσωρινής παραμονής της ως επισκέπτρια. Η αίτηση έγινε δεκτή χωρίς η αιτήτρια να παρουσιάσει διαβατήριο, αφού όπως αναφέρθηκε είχε σταλεί για ανανέωση (ερ.222 και ερ.225). Η εν λόγω αίτηση απερρίφθη στις 09/12/2014 (ερ.242) επειδή παρέλειψε να υποβάλει συμπληρωματική αίτηση μετά την εισαγωγή της νέας διαδικασίας για της (sic) βιομετρικές κάρτες παραμονής, όπως της είχε υποδειχθεί γραπτώς στις 29/09/2014 (ερ.227-226).

 

Στις 15/05/2014 ο σύζυγος της υπέβαλε αίτηση για απόκτηση Άδειας Μετανάστευσης στη Δημοκρατία κατηγορίας Στ (ερ.153), χωρίς όμως να συμπεριλάβει τη σύζυγο του ως εξαρτώμενο πρόσωπο σε αυτή. Η αίτηση εξετάστηκε σε συνεδρία της Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης στις 18/11/2014 μετά από γραπτές οδηγίες για επίσπευση της εξέτασης της που λήφθηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών (ερ.228) και εγκρίθηκε. Στις 08/12/2014 παραχωρήθηκε στον αιτητή Άδεια Μετανάστευσης κατηγορίας Στ με απεριόριστη ισχύ (ερ.240) και στον ανήλικο γιο του άδεια διαμονής ως εξαρτώμενο πρόσωπο.

 

Στις 10/02/2015 η υπό αναφορά αλλοδαπή υπόβαλε αίτηση για να περιληφθεί ως εξαρτώμενο πρόσωπο στην Άδεια Μετανάστευσης του συζύγου της, σύμφωνα με τον Καν.8 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Κανονισμών, με αίτηση της προς το Διευθυντή του ΤΑΠΜ (ερ. 245-244), χωρίς όμως να παρουσιάσει διαβατήριο αφού όπως αναφερόταν σε ένορκη δήλωση της το είχε χάσει στις 02/02/2015 (ερ.247). Παρόλο που το όνομα της προστέθηκε στο Πιστοποιητικό της Άδειας (Μ.55) του συζύγου της, η εν λόγω αίτηση παρέμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι η αιτήτρια να παρουσιάσει νέο διαβατήριο.

 

Σύμφωνα με επιστολές της Αστυνομίας ημερομηνίας 20/02/2017, 21/02/2017 και 30/03/2017, για την αλλοδαπή εκκρεμούσε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης από το Δικαστήριο της Ρωσίας, βάση (sic) του οποίου εκδόθηκε ερυθρή αγγελία από την Ιντερπόλ Μόσχας ημερομηνίας 01/12/2014 για υπόθεση παράνομων τραπεζικών δραστηριοτήτων-απάτη (ερ.11-1,Vol.II). Η αλλοδαπή συνελήφθη στις 17/02/2017 και συνεχίζει να διαμένει στη Δημοκρατία με εγγύηση καθότι μέχρι σήμερα δεν έγινε κατορθωτή η έκδοση της, ενώ τα στοιχεία της έχουν τοποθετηθεί στον κατάλογο στοπ-λιστ ώστε να της απαγορεύει (sic) η έξοδος από την Κύπρο.

 

Σημειώνεται ότι η τελευταία ενημέρωση που είχαμε για το θέμα της έκδοσης της στη Ρωσία ήταν στις 12/09/2017, όπου μας αναφέρθηκε ότι οι εξετάσεις από το ΤΑΕ Λεμεσού που αφορούν την υπόθεση έχουν ολοκληρωθεί και ότι η αλληλογραφία διαβιβάστηκε στη Νομική Υπηρεσία (σημ.3).

 

Εν τω μεταξύ ο διοικητικός φάκελος ζητήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών για εξέταση της αίτησης του συζύγου της για πολιτογράφηση και έγινε κατορθωτό να επιστραφεί στο Τμήμα στις 11/07/2017 μετά από επανειλημμένες παραστάσεις προς το Υπουργείο όπου και απαντήθηκαν γραπτώς τα ερωτήματα της Αστυνομίας και της Νομικής Υπηρεσίας (ερ.35-34). Επίσης επισημαίνεται ότι για την περίπτωση στις 17/07/2017 έχω παρουσιαστεί για μαρτυρία μετά από απαίτηση της Νομικής Υπηρεσίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

 

Δεδομένου του γεγονότος ότι η αίτηση της αλλοδαπής για να περιληφθεί ως εξαρτώμενο πρόσωπο στην Άδεια Μετανάστευσης του συζύγου της παραμένει σε εκκρεμότητα από τις 10/02/2015 για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω και επειδή ενόσω παραμένει εκζητούμενη η αλλοδαπή δεν θα μπορέσει να παρουσιάσει ανανεωμένο διαβατήριο, έγγραφο το οποίο είναι απαραίτητο για την έκδοση της εν λόγω άδειας, εισηγούμαι όπως η αίτηση απορριφθεί με βάση το άρθρο 9(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου το οποίο προβλέπει ότι κανένα πρόσωπο δεν θα εισέρχεται στη Δημοκρατία χωρίς διαβατήριο.».

 

Σημειώνεται επιπλέον ότι, όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο και αναφέρεται και στην Ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, στις 10.02.2015 (την ημερομηνία, δηλαδή, που η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για να περιληφθεί στην άδεια μετανάστευσης του συζύγου της), ο σύζυγος της αιτήτριας αιτήθηκε την έκδοση πιστού αντιγράφου του Πιστοποιητικού Άδειας Μετανάστευσης (Μ.55), καταβάλλοντας προς τούτο το σχετικό τέλος και προσκομίζοντας ένορκη δήλωση, σύμφωνα με την οποία είχε απωλέσει το εν λόγω έντυπο στις 02.02.2015.  Στις 11.02.2015 εκδόθηκε πιστό αντίγραφο του εντύπου, στο οποίο, ως αναφέρεται και στο ανωτέρω σημείωμα της Λειτουργού, αναγράφτηκε και το όνομα της αιτήτριας, ως σύζυγος του κατόχου του πιστοποιητικού.  Ως προκύπτει από το αντίγραφο που επισυνάπτεται ως Παράρτημα 22 στην Ένσταση και σχετική χειρόγραφη σημείωση επί αυτού, το εν λόγω Πιστοποιητικό, το οποίο τιτλοφορείται ως «ΑΔΕΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ», αποτελεί πιστό αντίγραφο (true copy of the original) του εκδοθέντος στις 08.12.2014 πιστοποιητικού.  

 

Ως πρώτο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια προωθεί τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και συνακόλουθα λόγω πλάνης περί τα πράγματα καθότι οι καθ’ ων η αίτηση, εάν ερευνούσαν ως όφειλαν να πράξουν αφού υπήρχαν ενώπιον τους σχετικά στοιχεία, θα διαπίστωναν ότι η αιτήτρια είχε σε ισχύ διαβατήριο, το οποίο όμως δεν περιήλθε στην κατοχή της καθότι είχε κατασχεθεί από τις ρωσικές αρχές.  Έτσι, κατά την εισήγηση, κατέληξαν λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι «η αιτήτρια δεν είχε σε ισχύ διαβατήριο» και για τον λόγο αυτό απέρριψαν την αίτησή της.  Κατά δεύτερον η αιτήτρια διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση αφού σκοπός τους ήταν η συγκεκαλυμένη έκδοσή της στη Ρωσία.  Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης εγείρεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της δέουσας αιτιολογίας. 

 

Με συμπληρωματική αγόρευση που καταχωρίστηκε κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μετά την ανάληψη της εκπροσώπησης της αιτήτριας από νέους δικηγόρους εκκρεμούσης της εκδίκασης της παρούσας, και αφού προηγήθηκε η τροποποίηση των νομικών σημείων και των γεγονότων της προσφυγής βάσει δικαστικού διατάγματος εκδοθέντος εκ συμφώνου, εγείρονται επιπρόσθετα οι ισχυρισμοί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά κατ’ ουσίαν ανάκληση της ήδη ληφθείσας απόφασης για συμπερίληψη της αιτήτριας στην άδεια μετανάστευσης του συζύγου της, κατά παράβαση των αρχών που διέπουν την ανάκληση νόμιμων και ευνοϊκών για τον διοικούμενο διοικητικών πράξεων, παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αναλογικότητας και ότι συνιστά παράβαση της θετικής υποχρέωσης των καθ’ ων η αίτηση να προστατεύουν και να μην επεμβαίνουν στο δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή.  Επιπλέον, ότι οι καθ’ ων η αίτηση τελούσαν υπό νομική πλάνη καθότι δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση οι διατάξεις του άρθρου 9 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105), το οποίο εν πάση περιπτώσει παρέχει τη διακριτική ευχέρεια στον Διευθυντή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να παραλείπει την απαίτηση κατοχής διαβατηρίου, ζήτημα το οποίο δεν απασχόλησε καθόλου τους καθ’ ων η αίτηση.  Πεπλανημένα δε, κατά την εισήγηση, οι καθ’ ων η αίτηση χαρακτηρίζουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την άδεια μετανάστευσης του συζύγου της αιτήτριας ως πιστοποιητικό μετανάστευσης.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη, σύμφωνη με το Σύνταγμα, τη σχετική νομοθεσία και τους βάσει αυτής εκδοθέντες Κανονισμούς, επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης της διακριτικής εξουσίας των καθ’ ων η αίτηση.  Ειδικότερα, η κα Χαραλάμπους καταρχάς υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας να συμπεριληφθεί ως εξαρτώμενο πρόσωπο στην άδεια μετανάστευσης του συζύγου της και όχι ανάκληση οποιασδήποτε προηγούμενης απόφασης ως προς το εν λόγω αίτημα.  Κατά την εισήγηση, παρόλο που στο Πιστοποιητικό Άδειας Μετανάστευσης του συζύγου της αιτήτριας αναγράφηκε και το δικό της όνομα, εντούτοις ουδέποτε της είχε χορηγηθεί άδεια μετανάστευσης μέχρι αυτή να παρουσιάσει έγκυρο διαβατήριο, απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση άδειας μετανάστευσης οποιασδήποτε κατηγορίας.  Το δε έγγραφο που επισυνάπτεται ως Παράρτημα 22 στην Ένσταση δεν αποτελεί την άδεια μετανάστευσης που παραχωρήθηκε στον σύζυγο της αιτήτριας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί παραχώρηση της εν λόγω άδειας στην ίδια.  Επιπλέον, η συμπερίληψη ή μη της αιτήτριας στην άδεια μετανάστευσης του συζύγου της, αφορά στο δικαίωμά της να εισέλθει στη Δημοκρατία και δεν αποτελεί άδεια διαμονής στη Δημοκρατία.  Περαιτέρω, επισημαίνοντας ότι η παραχώρηση άδειας μετανάστευσης προς οποιοδήποτε αλλοδαπό πρόσωπο εμπίπτει εντός της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης που άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, η ευπαίδευτη δικηγόρος εισηγείται πως η περίπτωση της αιτήτριας, η οποία δεν μπορούσε να προβεί σε ανανέωση του διαβατηρίου της λόγω του ότι ήταν εκζητούμενη στη Ρωσία, δεν εμπίπτει στις εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες, σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 9 του Κεφ. 105, δύναται ο Διευθυντής να παραλείπει τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου.

 

Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία καταλήγω καταρχάς, σε συμφωνία με τους καθ’ ων η αίτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά ανάκληση οποιασδήποτε προηγούμενης απόφασης ως προς το αίτημα της αιτήτριας να συμπεριληφθεί ως εξαρτώμενο πρόσωπο στην άδεια μετανάστευσης του συζύγου της.  Στο συνημμένο ως Παράρτημα 22 στην Ένσταση αντίγραφο του Εντύπου Μ.55 έχει μεν περιληφθεί και το όνομα της αιτήτριας, χωρίς να έχει επεξηγηθεί από τους καθ’ ων η αίτηση το γιατί, πλην όμως η επανέκδοση του εν λόγω Εντύπου ήταν το αποτέλεσμα της αίτησης του συζύγου της αιτήτριας, κατόπιν της δήλωσής του ότι είχε απωλέσει το εν λόγω έντυπο στις 02.02.2015.  Δεν συνιστούσε απάντηση στο αίτημα της αιτήτριας, το οποίο υποβλήθηκε την ίδια ημέρα, στις 10.02.2015, κατά την οποία ο σύζυγος της αιτήτριας αιτήθηκε την έκδοση πιστού αντιγράφου του Εντύπου Μ.55.  Ενδεχομένως δε να είναι για αυτόν τον λόγο, της ταυτόχρονης δηλαδή υποβολής των 2 αιτημάτων, που στο αντίγραφο που χορηγήθηκε στον σύζυγο της αιτήτριας περιλήφθηκε και το όνομα της αιτήτριας.  Αντίγραφο του εκδοθέντος στις 08.12.2014 Εντύπου Μ.55 εντοπίζεται στον διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 2, Ερ. 17), χωρίς σε αυτό να αναγράφεται το όνομα της αιτήτριας ως εξαρτώμενη του συζύγου της, ο οποίος επαναλαμβάνεται δεν την είχε συμπεριλάβει στη σχετική αίτησή του.  

Ούτε εντοπίζω οποιαδήποτε άλλη απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, προγενέστερη της προσβαλλόμενης, ως προς το αίτημα της αιτήτριας.  Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός περί παράνομης ανάκλησης νόμιμης και ευνοϊκής για την αιτήτρια προηγούμενης επί του αιτήματός της απόφασης, απορρίπτεται.

 

Ακολούθως, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τον ερμηνευτικό Κανονισμό 2, των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 242/72) (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«“άδεια μεταναστεύσεως” σημαίνει άδειαν χορηγούμενην εις μετανάστην διά να εισέλθη εις την Δημοκρατίας διά μόνιμον εν αυτή διαμονήν».

 

Ως εκ τούτου, απορρίπτεται ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής στις αιτήσεις για άδεια μετανάστευσης το άρθρο 9(1) του Κεφ. 105, βάσει του οποίου το αίτημά της απορρίφθηκε και σύμφωνα με το οποίο:

 

«9.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 8, καvέvα πρόσωπo δεv θα εισέρχεται στη Δημoκρατία χωρίς διαβατήριo και oπoιoδήπoτε πρόσωπo εvεργεί με τov τρόπo αυτό θα θεωρείται ως απαγoρευμέvoς μεταvάστης:

Νoείται ότι, o Διευθυντής δύvαται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, vα παραλείπει τις πρoϋπoθέσεις τoυ εδαφίoυ αυτoύ.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, επισημαίνοντας ότι όχι μόνο η προσφυγή, αλλά και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται μετ’ εννόμου συμφέροντος για να είναι παραδεκτοί (Αναστασίου ν ΚΟΤ (1996) 4Δ ΑΑΔ 2440, Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 ΑΑΔ 339, Γρουτίδη ν Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση αρ. 220/12, ημερ. 18.09.2019, ECLI:CY:AD:2019:C379), διαπιστώνω ότι η αιτήτρια, κατά την υποβολή της αίτησής της, δεν διαμαρτυρήθηκε για την απαίτηση προσκόμισης του διαβατηρίου της, αλλά ενόρκως δήλωσε ότι το είχε απωλέσει στις 02/02/2015.

 

Βάσει, όμως, των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υπόθεσης καταλήγω ότι η αιτήτρια βάσιμα διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι η επιφύλαξη του άρθρου 9 δεν απασχόλησε καθόλου τους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, ενώ γνώριζαν τη δυσκολία της να αποκτήσει νέο διαβατήριο από τις Ρωσικές αρχές, αγνόησαν το γεγονός αυτό και επέλεξαν να μην ασκήσουν καθόλου της διακριτική τους ευχέρεια.  Αποδέχομαι δε τη θέση ότι ούτε από το Σημείωμα της αρμόδιας λειτουργού, ούτε και από τη σύμφωνη με το Σημείωμα απόφαση του Διευθυντή φαίνεται να απασχόλησε η ύπαρξη, βάσει νόμου, διακριτικής ευχέρειας.  Τούτο δε παρά το γεγονός ότι η Λειτουργός και ο Διευθυντής που υιοθέτησε το Σημείωμα αναγνώρισαν ότι, ενόσω η αιτήτρια παραμένει εκζητούμενη[1], δεν μπορεί να παρουσιάσει ανανεωμένο διαβατήριο και ενώ ο σύζυγός της και το ανήλικο παιδί τους βρίσκονταν νόμιμα και μόνιμα εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία.  Η εισήγηση της κας Χαραλάμπους ότι η περίπτωση της αιτήτριας δεν εμπίπτει στις «εξαιρετικές περιστάσεις» του άρθρου 9 του Κεφ. 105 δεν αιτιολογείται περαιτέρω και ως εκ τούτου δεν επιδέχεται δικαστικής κρίσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω ενδεχόμενης νομικής πλάνης ως προς τη δυνατότητα άσκησης διακριτικής ευχέρειας και εν πάση περιπτώσει λόγω έλλειψης επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας.

Υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.800, πλέον ΦΠΑ.

 

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 



[1] Σημειώνεται ότι η αίτηση για έκδοση της αιτήτριας απορρίφθηκε εντωμεταξύ, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ εφεση (Πολ. Έφεση αρ. 7/2018, ημερομ. 15.10.2020), ECLI:CY:AD:2020:A348.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο