ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1264/2024)
17 Νοεμβρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Π. Π. Χ.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΕΠ’ ΑΔΕΙΑ
Καθ’ ων η Αίτηση
Θ. Γεωργίου (κα), για Δρ. Χρίστο Π. Χριστοδουλίδη, για Αιτητή
Κ. Χριστοφή (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, προσβάλλεται η νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση, Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ’ Αδεία («το Συμβούλιο»), η οποία λήφθηκε στη συνεδρία του, ημερομηνίας 20.8.2024 και σύμφωνα με την οποία ομόφωνα απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή για την υπό όρους αποφυλάκισή του επ’ αδεία.
Ο αιτητής, ηλικίας 54 χρόνων κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι πτυχιούχος Νομικής, ο οποίος άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου για πολλά χρόνια στη Δημοκρατία. Είναι διαζευγμένος και πατέρας δυο ενήλικων τέκνων. Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, και όπως άλλωστε αναφέρεται και στην επίδικη απόφαση, ο αιτητής, στο πλαίσιο της άσκησης του επαγγέλματός του, διέπραξε τα κακουργήματα της πλαστογραφίας εγγράφου (άρθρα 331 και 332 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ.154), της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (άρθρα 335 και 339 του Κεφ.154), της κατάρτισης πλαστών αποδεικτικών στοιχείων με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου (άρθρο 116 του Κεφ.154), της πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις (άρθρο 341 τον Κεφ.154), της κλοπής από αντιπρόσωπο (άρθρα 255, 262 και 270 του Κεφ.154) και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα (άρθρα 3,4 και 5 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, Ν.188(Ι)/2007). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, θύμα της σωρευτικής κακουργηματικής συμπεριφοράς του αιτητή, είναι αλλοδαπός, ο οποίος, κατά το 2009, ευρισκόμενος στην Δημοκρατία, τραυματίσθηκε πολύ σοβαρά σε τροχαίο δυστύχημα. Ο αιτητής, σύμφωνα με την επίδικη απόφαση, «μετερχόμενος δόλο, ανέλαβε να εκπροσωπήσει το νεαρό, τότε, θύμα του στις δικαστικές διαδικασίες για την εξασφάλιση αποζημίωσης από τον οδηγό που τον τραυμάτισε. Οι διαδικασίες αυτές είχαν αίσιο τέλος αφού επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις ύψους 257.443,00 ευρώ. Πλην όμως ο Κρατούμενος [σημ.: αιτητής] έδωσε στο θύμα του μόνον το ελάχιστο ποσόν των 25.00,00 ευρώ και κράτησε, για τον εαυτό του, τα υπόλοιπο ποσό των 232.443,00 ευρώ». Το έτος 2017, και αφού το θύμα κατήγγειλε τον αιτητή για τις παράνομες ενέργειές του, ο τελευταίος διέφυγε και εγκαταστάθηκε στην Αγγλία. Συνελήφθη το 2022 στη Γερμανία, στο πλαίσιο εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, και μεταφέρθηκε στην Δημοκρατία. Προσαχθείς ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο αιτητής παραδέχθηκε ενοχή. Καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη την ποινή φυλάκισης των πέντε (5) ετών και εκτίει τις ποινές αυτές από τις 11.2.2022. Στις 20.1.2023, στο πλαίσιο αστικής διαδικασίας, ο αιτητής δέχθηκε ότι οφείλει να καταβάλει στο θύμα του το ποσόν των 232.443,00 ευρώ, το οποίο έκλεψε. Σχετική είναι η απόφαση επί της ποινής στην Υπόθεση ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, Δημοκρατία ν. Π. Χ., ημερ. 31.1.2023.
Τα πιο πάνω γεγονότα είναι αναντίλεκτα και αποτελούν μέρος του πραγματικού υπόβαθρου της υπόθεσης. Όπως συναφώς ορθά αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, «το Συμβούλιο δεν εκδικάζει εκ νέου τις υποθέσεις για τις οποίες ο Κρατούμενος εκτίει τις ποινές φυλάκισης. Το Συμβούλιο δεσμεύεται και βασίζεται στην περιγραφή των γεγονότων, όπως αυτά εκτίθενται στις αποφάσεις του Κακουργιοδικείου και δεσμεύεται και βασίζεται στις υπαγωγές και τις καταλήξεις του. Αυτά είναι δεδομένα και αδιαμφισβήτητα».
O αιτητής υπέβαλε αίτηση προς το Συμβούλιο, ημερομηνίας 28.7.2023, για να αποφυλακιστεί επ’ αδεία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 14Α(1) του περί Φυλακών Νόμου (Ν.62(1)/1996), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), η οποία παραλήφθηκε από το Συμβούλιο στις 2.8.2023 και, με επιστολή του ίδιας ημερομηνίας, το Συμβούλιο ενημέρωσε τον αιτητή ότι παρέλαβε την αίτησή του. Σημειώνεται ότι πιθανή ημερομηνία αποφυλάκισης του αιτητή, είναι η 5.12.2025.
Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης του αιτητή, το Συμβούλιο, με σχετικές επιστολές του προς τις αρμόδιες υπηρεσίες, ημερομηνίας 9.8.2023, ζήτησε την ετοιμασία των απαιτούμενων εκθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 14Θ του Νόμου. Η τελευταία εξ’ αυτών (Αρχηγού Αστυνομίας) εστάλη στις 4.3.2024. Ακολούθως, αφού το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η αίτηση του αιτητή πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου και ότι ο σχετικός φάκελός του ήταν συμπληρωμένος με τις αναγκαίες εκθέσεις των υπό του Νόμου προβλεπομένων αρμοδίων Υπηρεσιών (Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, Αρχηγού Αστυνομίας, Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και Διεύθυνσης Φυλακών), κάλεσε τον αιτητή σε συνέντευξη στις 4.7.2024.
Πράγματι, στη συνεδρία του, ημερομηνίας 4.7.2024, το Συμβούλιο δέχθηκε σε συνέντευξη τον αιτητή και τους τρεις μάρτυρες αυτού, ήτοι την συμβία του αιτητή, την θυγατέρα του και τον υιό της συμβίας του αιτητή. Κατά την εν λόγω συνεδρία του, το Συμβούλιο επεφύλαξε την απόφασή του, την οποία τελικά εξέδωσε στις 20.8.2024, απορρίπτοντας την αίτηση του αιτητή, εφόσον, όπως αναφέρεται σε αυτήν, δεν εδικαιολογείτο η αποφυλάκισή του επ’ αδεία.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο αξιολόγησε τον φάκελο του αιτητή και, προς συνεκτίμηση των αναγκαίων παραγόντων, ήτοι αφενός του βαθμού επικινδυνότητας μετά των πιθανοτήτων υποτροπής του αιτητή και αφετέρου της διασφάλισης της προστασίας της κοινωνίας δια της πρόληψης αδικημάτων, καθώς και των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του αιτητή, εξέτασε και έδωσε τη δέουσα βαρύτητα συνολικά και στον κάθε παράγοντα ξεχωριστά, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 14Η του Νόμου. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, πέραν του περιεχομένου του φακέλου της διαδικασίας, λήφθηκε υπόψη το περιεχόμενο των τεσσάρων εκθέσεων των τεσσάρων αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, οι διαπιστώσεις και κρίσεις του αρμόδιου Δικαστηρίου, καθώς και τα όσα διαμείφθηκαν και εξελίχθηκαν στο πλαίσιο της ενώπιον του Συμβουλίου συνέντευξης του αιτητή. Όπως αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, όλα τα πιο πάνω υπάχθηκαν στις υπό του άρθρου 14Η του Νόμου προβλεπόμενες παραμέτρους, στις αρχές δικαίου και στη νομολογία.
Στη βάση των πιο πάνω και του συνόλου των ενώπιον του τεθέντων, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι εάν ο αιτητής «επιστρέψει στην κοινωνία υπό το καθεστώς του αποφυλακισθέντος επ’ αδεία, θα το πράξει χωρίς να έχει βελτιωθεί ηθικά, χωρίς να έχει αναμορφωθεί και χωρίς να έχει μεταμεληθεί γνήσια και έμπρακτα», ενώ περαιτέρω, «δεν θα υπήρχε περιβάλλον ικανό να τον υποστηρίζει και να τον συμβουλεύει». Κατέληξε δε το Συμβούλιο στη διαπίστωση ότι η φυλάκιση του αιτητή «συνεχίζει να είναι απαραίτητη».
Στις 15.9.2024, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.
Εν πρώτοις, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι μέχρι και τη σελίδα 29 της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων του αιτητή, οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης και γενικότερα η όλη επιχειρηματολογία του αιτητή αναπτύσσονται ανορθόδοξα και κατά τρόπο ενιαίο, χωρίς την απαιτούμενη συγκεκριμενοποίηση και χωρίς τον απαραίτητο διαχωρισμό και/ή την απαιτούμενη αυτοτελή ανάπτυξη ενός εκάστου των λόγων ακύρωσης, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται κατανοητό ποιοι εκ των υπό αναφορά λόγων ακύρωσης εν τέλει προωθούνται. Σαφώς και αυτή η πρακτική αντίκειται στον ίδιο τον Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (βλ. Κανονισμό 7), σύμφωνα με τον οποίο έκαστος διάδικος οφείλει να αναπτύσσει με τις έγγραφες προτάσεις του, τους λόγους ακύρωσης που έχει δικογραφήσει, αιτιολογώντας αυτούς πλήρως, και δεν αρκεί η απλή αναφορά σε αυτούς (Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 6.7.2018).
Εν πάση όμως περιπτώσει, στηριζόμενος στα όσα αναφέρονται στη συνέχεια της γραπτής αγόρευσης του αιτητή, διαπιστώνω ότι επί της ουσίας, προωθούνται ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι δεν έλαβαν υπόψη τους όλα τα στοιχεία της περίπτωσης του αιτητή, εμφιλοχώρησης ουσιώδους πλάνης στην επίδικη κρίση, έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, το περιεχόμενο της οποίας αντίκειται στα στοιχεία των φακέλων, εσφαλμένης ενάσκησης εξουσίας, καθώς και παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου. Κατά τη σχετική εισήγηση, οι καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένα, χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, αναιτιολόγητα, αλλά και υπό καθεστώς πλάνης, απέδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα «στο μοναδικό κριτήριο της μη εξόφλησης του θύματος το οποίο, ενόψει των ευρημάτων του εκδικάζοντος Κακουργιοδικείου, αποτελούν εσφαλμένα, ατεκμηρίωτα και παρανόμως προβληθέντα στοιχεία υπέρ της απορρίψεως του αιτήματος του αιτητή» και καθιστούν την επίδικη απόφαση ανεπαρκώς αιτολογημένη και πεπλανημένη.
Από την πλευρά της, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αντιτείνει ότι οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης είναι αόριστοι, αβάσιμοι και ανεδαφικοί και θα πρέπει να απορριφθούν, καθότι η απόφαση του Συμβουλίου λήφθηκε στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, αλλά και υπό το φως της σχετικής νομολογίας, κατόπιν δέουσας έρευνας, χωρίς οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο και είναι δεόντως αιτιολογημένη. Κατά την κα Χριστοφή, η εντύπωση που δημιουργήθηκε στο Συμβούλιο για τον αιτητή, δεν δικαιολογούσε την αποφυλάκισή του επ’ αδεία κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ισχυρίζεται η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14Θ του Νόμου, το Συμβούλιο, ως είχε υποχρέωση άλλωστε, εξασφάλισε όλο το αναγκαίο πληροφοριακό υλικό και αξιολόγησε και τις απαντήσεις του αιτητή και αυτές των μαρτύρων του αιτητή, ενώ συνεκτιμήθηκε, στη βάση του άρθρου 14Η του Νόμου, και το κατά πόσον ο αιτητής έχει βελτιωθεί και/ή αναμορφωθεί και αν έχει εμπράκτως και γνήσια μεταμελήσει.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων και ισχυρισμών που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των θέσεων των συνηγόρων των διαδίκων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Στο άρθρο 14Η του Νόμου, με πλαγιότιτλο «Εξέταση αιτημάτων για επ’ αδεία αποφυλάκιση», προβλέπεται η υπό του Συμβουλίου συνεκτίμηση σειράς παραγόντων, που εξειδικεύονται στο εδάφιο (1) του εν λόγω άρθρου, κατά την εξέταση τέτοιων αιτημάτων. Ο πρώτος παράγοντας που καθορίζεται στη συγκεκριμένη διάταξη είναι ο βαθμός επικινδυνότητας του κρατουμένου και οι πιθανότητες υποτροπής του, ενώ ως δεύτερος παράγοντας που επίσης λαμβάνεται υπόψη, προβλέπεται η διασφάλιση της προστασίας της κοινωνίας για την πρόληψη αδικημάτων, «όπως εκείνα για τα οποία ο κρατούμενος εκτίει ποινή» και το εναπομένον μέρος της ποινής που θα εκτίσει ο κρατούμενος εκτός των φυλακών. Επιπρόσθετα, εκτιμούνται οι τυχόν προσωπικές, οικογενειακές και άλλες συνθήκες που συνηγορούν σε υπό όρους αποφυλάκιση.
Εν συνεχεία, στο εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου, εξειδικεύονται έτι περαιτέρω οι παράγοντες του εδαφίου (1). Προς τούτο, λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος του αδικήματος, για το οποίο εκτίεται ποινή φυλάκισης, η ποινή που έχει επιβληθεί, τα γραπτά σχόλια του Δικαστηρίου κατά την επιβολή της ποινής, το ποινικό μητρώο του κρατουμένου, οι προηγούμενες ευκαιρίες που τυχόν δόθηκαν σ’ αυτόν από Δικαστήριο ή τη διεύθυνση των Φυλακών για αποτροπή υποτροπής του, οι προθέσεις και τα σχέδια του κρατουμένου για επιτυχή και νομοταγή ένταξη του στην κοινωνία, η συμπεριφορά του κρατουμένου κατά τη διάρκεια της έκτισης ποινής, κατά πόσον αυτός έχει έμπρακτα μετανοήσει για την εγκληματική του συμπεριφορά, κατά πόσον έχει επίγνωση των δικών του προβλημάτων ή αντιλήψεων που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος, η έκθεση του δικανικού ψυχιάτρου των Φυλακών, οι τυχόν βάσιμες πληροφορίες από τη διεύθυνση των Φυλακών ή την αστυνομία που να δημιουργούν εύλογη υπόνοια ότι ο κρατούμενος σχεδιάζει κακόβουλες πράξεις εναντίον του θύματος, της οικογένειας ή φίλων του θύματος μετά την αποφυλάκισή του υπό όρους και ο δείκτης επικινδυνότητας του κρατουμένου.
Όπως λέχθηκε στην Παναγιώτης Αγαπίου Παναγή, άλλως Καυκαρής ν. Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων επ' Αδεία, Υποθ. Αρ. 1407/2014, ημερ. 25.2.2015, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε, οι πιο πάνω παράγοντες θα πρέπει να εξετάζονται σφαιρικά και συνολικά. Στην εν λόγω υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στην Vinter and Others v. The United Kingdom, απόφαση της Μείζονος Σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ.) στις Αιτήσεις Αρ. 6609/09, 130/10 και 3896/10, ημερ. 9.7.2013, επεσήμανε ότι «η εξισορρόπηση των λόγων που συνηγορούν στην κράτηση δεν παραμένει κατ’ ανάγκην στατική και είναι δυνατόν να μετατοπίζεται κατά τη διάρκεια του χρόνου της έκτισης της ποινής». Είναι το όλο ιστορικό ενός κρατούμενου που πρέπει να κρίνεται από το Συμβούλιο, συνεχίζει το Δικαστήριο, με κριτήριο όχι στατικό, αλλά δυναμικό, εξ’ ου και οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη δεν περιορίζονται στο έγκλημα ή εγκλήματα που οδήγησαν στην καταδίκη και τη φυλάκιση, αλλά στη συνέχεια λαμβάνουν υπόψη την όλη ιστορία του κρατούμενου, «τις οικογενειακές του συνθήκες, τις ψυχιατρικές του εκθέσεις, τη συμπεριφορά του στη φυλακή, τη μεταμέλεια του, το χρόνο που διέρρευσε από το έγκλημα και τον εγκλεισμό του στις φυλακές, κλπ».
Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, είχαν ετοιμαστεί οι προαναφερθείσες εκθέσεις, αναφορικά με τον αιτητή, οι οποίες και τέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου για την εξέταση του αιτήματός του. Εξετάζοντας προσεκτικά την επίδικη απόφαση του Συμβουλίου, διαπιστώνω ότι γίνεται σε αυτήν ειδική αναφορά στις συγκεκριμένες εκθέσεις, από την οποία προκύπτει ότι οι εν λόγω εκθέσεις λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο και συσταθμίστηκαν με τους παράγοντες που αυτό αναφέρει στη συνέχεια, προκειμένου να καταλήξει στην απορριπτική απόφασή του.
Συναφώς, διαπιστώνω ότι λήφθηκαν υπόψη και συνυπολογίστηκαν όλοι οι παράγοντες που το προαναφερθέν άρθρο 14Η του περί Νόμου καθορίζει. Πιο συγκεκριμένα, ως καταγράφεται στην απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, λήφθηκε υπόψη το περιεχόμενο του φακέλου της διαδικασίας, οι διαπιστώσεις και/ή κρίσεις του αρμόδιου Δικαστηρίου, καθώς και η συνέντευξη και όλα όσα ο ίδιος ο αιτητής και οι διάφοροι μάρτυρες προέβαλαν ενώπιον του Συμβουλίου κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων που πραγματοποιήθηκαν. Περαιτέρω, προκύπτει ότι, για σκοπούς διαμόρφωσης της τελικής κρίσης του Συμβουλίου, λήφθηκε υπόψη η ηλικία του αιτητή, το γεγονός ότι διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τα τέκνα και την πρώην σύζυγό του, η υγεία του, καθώς και η περιουσιακή και η επαγγελματική του κατάσταση (απώλεια άδειας ασκήσεως δικηγορικού επαγγέλματος λόγω της καταδίκης του).
Προκύπτει ότι σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης, διαδραμάτισαν, πέραν των πιο πάνω, και οι διαπιστώσεις του Συμβουλίου σε σχέση με την κακουργηματική δράση του αιτητή, αλλά και η εντύπωση του Συμβουλίου σε σχέση με την ενώπιον του διενεργηθείσα συνέντευξη, κυρίως του αιτητή, αλλά και των λοιπών τριών μαρτύρων. Είπε σχετικά το Συμβούλιο:
«Τα γεγονότα που περιβάλλουν την κακουργηματική δράση του Κρατουμένου [σημ.: αιτητή] αποκαλύπτουν πως, επί μακρά σειρά ετών, έως και την φυλάκισή του, αυτός ενεργούσε κατά τρόπον αδίστακτο και χωρίς την παραμικρή αναστολή, αδιαφορούσε παντελώς για τις αναίτιες δυσχέρειες και τον πόνο που βίωνε το θύμα του εξ αιτίας και της δικής του συμπεριφοράς. Η κατάσταση αυτή συνεχίζει μέχρι σήμερα εφ' όσον η εκ μέρους του Κρατουμένου έκφραση μεταμέλειας παραμένει λεκτική. Επισημαίνεται, ιδίως, το γεγονός πως η έκδοση δικαστικής απόφασης υπέρ του αλλοδαπού θύματος και εναντίον του Κρατουμένου [σημ.: αιτητή] καθώς και η εγγραφή της απόφασης αυτής επί της ακίνητης περιουσίας του (memo) παραμένει άνευ σημασίας: η περιουσία αυτή είναι ήδη υποθηκευμένη. Περαιτέρω, ο Κρατούμενος δεν παρουσίασε ένα συγκεκριμένο, συνεκτικό και μετρημένο σχέδιο αποπληρωμής των οφειλόμενων στο θύμα του.
Περαιτέρω, η συμβία του Κρατουμένου Λ. Κ. (Μάρτυρας 1), η θυγατέρα του Μ. Χ. (Μάρτυρας 2) και ο υιός της συμβίας του Α. Κ. (Μάρτυρας 3), οι οποίοι προορίζονται να αποτελούν το υποστηρικτικό και συμβουλευτικό περιβάλλον του δεν είναι ικανοί για κάτι τέτοιο: ουδείς φαίνεται να αντιλαμβάνεται την σοβαρότητα των κακουργημάτων που διέπραξε ο Κρατούμενος και ουδείς ενδιαφέρεται να αναζητήσει αποδείξεις για την έμπρακτη μεταμέλεια του.
Το Συμβουλίου διαπιστώνει πως δεδομένων των όσων ισχύουν σήμερα, εάν ο Κρατούμενος επιστρέψει στην κοινωνία υπό το καθεστώς του αποφυλακισθέντος επ’ αδεία, θα το πράξει χωρίς να έχει βελτιωθεί ηθικά, χωρίς να έχει αναμορφωθεί και χωρίς να έχει μεταμεληθεί γνήσια και έμπρακτα [άρθρο 14 Η(2)(ζ)].
Επιπλέον, το Συμβούλιο διαπιστώνει πως εάν αυτός αποφυλακιζόταν επ' αδεία, δεν θα υπήρχε περιβάλλον ικανό να τον υποστηρίζει και να τον συμβουλεύει.
Είναι, βεβαίως, γεγονός πως, το Τμήμα Φυλακών, σταδιακά, έθεσε τα Κρατούμενο [σημ.: αιτητή] σε θέσεις εμπιστοσύνης και του παρέσχε προνομιούχο καθεστώς: σήμερα, ο Κρατούμενος [σημ.: αιτητής] βρίσκεται υπό το καθεστώς του Κ.Ε.Α.Α.Κ (στο οποίο τοποθετήθηκε στις 12.6.2024), αφού προηγήθηκε η τοποθέτηση του στην Ανοικτή Φυλακή (στις 26.10.2023) Είναι, επίσης, γεγονός πως ο Κρατούμενος [σημ.: αιτητής] δεν φαίνεται να σχεδιάζει άλλες κακόβουλες πράξεις [άρθρο 14 Θ(2) (ι), (ιδ) και (ιε)]. Εντούτοις, το κεντρικό ζήτημα της ηθικής βελτίωσης και της αναμόρφωσης του Κρατουμένου, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την έμπρακτη μεταμέλειά του, κατά την διάρκεια του εγκλεισμού, δεν αποφασίζεται μόνον επί τη βάσει της ευνοϊκών αποφάσεων που έλαβε το Τμήμα Φυλακών εν σχέσει με αυτόν. Αντίθετη άποψη θα ισοδυναμούσε με περιορισμό των νόμιμων αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου.
Επαναλαμβάνεται πως, για το Συμβούλιο, η μέριμνα για την δημόσια ασφάλεια και για την ασφάλεια των θυμάτων εγκληματικών ενεργειών, η οποία συνυφαίνεται και με την γνήσια και έμπρακτη μεταμέλεια του εκάστοτε κρατουμένου, παραμένει η απόλυτη προτεραιότητα. Και, εξ αντικειμένου, ο δείκτης επικινδυνότητας προσώπου που δεν μεταμελείται για τα σοβαρά κακουργήματα, για τα οποία εκτίει ποινές φυλάκισης, παραμένει υψηλός.
Επί τη βάσει όλων όσων καταγράφονται και αναπτύσσονται στην παρούσα, το Συμβούλιο αποφασίζει πως η φυλάκιση του Κρατουμένου [σημ.: αιτητή] συνεχίζει να είναι απαραίτητη.».
Κατέληξε λοιπόν το Συμβούλιο ότι δεν δικαιολογείτο η αποφυλάκιση του αιτητή και, συνακόλουθα, έλαβε την απόφαση απόρριψης της αίτησής του.
Υπό το φως της σχετικής νομολογίας και δη των κατευθυντήριων της απόφασης στην Καυκαρής, ανωτέρω, και λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, διαπιστώνω ότι λήφθηκαν επαρκώς υπόψη από το Συμβούλιο και αξιολογήθηκαν κατά τρόπο εξισορροπητικό και ουδόλως στατικό, τόσο οι προαναφερθείσες εκθέσεις και οι μαρτυρίες που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο, όσο και η συμπεριφορά του αιτητή και των τριών μαρτύρων κατά την ενώπιον του Συμβουλίου συνέντευξη, αλλά και, γενικότερα, το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση και έχρηζαν εξέτασης και δόθηκε σε αυτά οι ανάλογη βαρύτητα, με αποτέλεσμα η τελική, απορριπτική απόφασή τους να κρίνεται σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Ανθίας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 170/2019, ημερ. 26.5.2021, όπου ακολουθήθηκε παρόμοια προσέγγιση).
Η δε υπό του Συμβουλίου αξιολόγηση και εξισορρόπηση των παραγόντων που λήφθηκαν εν προκειμένω υπόψη μπορεί να χαρακτηριστεί ως δυναμική και καθόλου στατική, εφόσον στην εμβέλεια του φάσματος αξιολόγησης της περίπτωσης του αιτητή, προδήλως εμπίπτουν και παράγοντες μεταγενέστεροι της διάπραξης των αδικημάτων και της επιβληθείσας σε αυτόν ποινής, οι οποίοι φτάνουν μέχρι και τον χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης.
Συνακόλουθα, κρίνω ότι δεν μπορεί να τίθεται είτε ζήτημα ανεπαρκούς έρευνας είτε πάσχουσας αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης και, εν πάση περιπτώσει, δεν εντοπίζεται λόγος επέμβασης του Δικαστηρίου στην υπό κρίση περίπτωση. Η δοθείσα εν προκειμένω αιτιολογία είναι σαφής, κατά τρόπο που δεν αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης, σύμφωνα και με τα όσα το άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999) επιτάσσει. Περιέχονται στην εν λόγω αιτιολογία τα συγκεκριμένα στοιχεία, επί των οποίων στηρίχθηκε η ουσιαστική κρίση των καθ’ ων η αίτηση και παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης, ως και τα κριτήρια βάσει των οποίων η Διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, ούτως ώστε και καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).
Ούτε και τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω η απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Ελένη Σιδερένου ν. Συμβουλίου Αποφυλάκισης Επ’ Αδεία, Υποθ. Αρ. 591/2017, ημερ. 24.10.2017, στην οποία κάνει εκτενή αναφορά η πλευρά του αιτητή, εφόσον, όπως καθίσταται εύκολα αντιληπτό, τα περιστατικά και/ή τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης διαφέρουν ουσιωδώς από αυτά της παρούσας. Εν πάση δε περιπτώσει, εκ των πραγμάτων, κάθε περίπτωση κρατούμενου που υποβάλλει αίτημα για αποφυλάκιση επ’ αδεία, ως εκ των ιδιαίτερων παραγόντων και περιστάσεων ή/και πραγματικών γεγονότων που την περιβάλλουν, είναι διαφορετική.
Δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας, αλλ’ ούτε και αιτιολογίας στην επίδικη απόφαση, ενώ ούτε και τα όσα προβάλλονται περί εμφιλοχώρησης ουσιώδους πλάνης, δύνανται να στοιχειοθετηθούν. Είναι, συναφώς, πρόδηλο από τα πιο πάνω, και γενικότερα από το σύνολο της προσβαλλόμενης πράξης, ότι οι καθ’ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους και αξιολόγησαν το σύνολο των ενώπιον τους στοιχείων και όχι μόνο το γεγονός της μη εξόφλησης και/ή αποζημίωσης του θύματος από τον αιτητή, ως αβάσιμα προβάλλει η πλευρά του αιτητή.
Συνεπώς, οι σχετικοί προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω δε, ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, ούτε και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης ή/και της καλής πίστης εντοπίζεται.
Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ενήργησαν οι καθ' ων η αίτηση στην παρούσα υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (βλ. Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα όπου υφίσταται σχετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016).
Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή. Δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1600 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο