S. M. SAYED ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1409/2023, 10/11/2025
print
Τίτλος:
S. M. SAYED ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1409/2023, 10/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 1409/2023)

 

10 Νοεμβρίου, 2025

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]

 

S. M. SAYED

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η Αίτηση.

…………………………

Χ. Π. Χριστοδουλίδης, για τον αιτητή.

 

Γ. Χατζηπροδρόμου για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 9.8.2023 με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παραχώρηση άδειας παραμονής ως μέλος της οικογένειας Κύπριας πολίτη.

 

Ο αιτητής αφίχθηκε παράνομα στη χώρα και στις 10.2.2017 υπέβαλε αίτηση παραχώρησης διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε στις 14.9.2017. Λίγο αργότερα, ο αιτητής παντρεύτηκε με Κύπρια και στις 24.1.2018 υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής ως σύζυγος Κύπριας πολίτη.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 15.7.2022, η διοίκηση ενημέρωσε τον αιτητή ότι η αίτηση του εγκρίθηκε με δικαίωμα διαμονής μέχρι τις 24.1.2019 δηλαδή προγενέστερα της επιστολής ενημέρωσης και τον καλούσε «επειδή η διάρκεια της παράτασης έχει παρέλθει» να αναχωρήσει από τη χώρα ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής.

 

Στις 4.5.2023 εκδόθηκε διαζύγιο. Στις 16.5.2023 ο αιτητής συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής. Ακολούθησε αλληλογραφία του αιτητή μέσω των δικηγόρων του προς τη διοίκηση με τελευταία την επιστολή ημερομηνίας 12.7.2023 με την οποία υποβλήθηκε αίτημα να δοθεί στον αιτητή έγκριση να υποβάλει αίτηση άδειας παραμονής. Με επιστολή ημερομηνίας 9.8.2023 το αίτημα απορρίφθηκε με το εξής λεκτικό:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 12/07/2023 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι μετά από ενδελεχή έρευνα το αίτημά σας εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατόν να εγκριθεί καθότι δεν διατηρεί δικαίωμα διαμονής από Κύπριο πολίτη σύμφωνα με την πολιτική που εφαρμόζεται για τα μέλη οικογένειας Κυπρίων πολιτών.  Συγκεκριμένα, ο γάμος δεν έχει διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα και το ζευγάρι δεν εισήλθε σε μία κοινή σοβαρή μακροπρόθεσμη νομική ή οικονομική δέσμευση από κοινού, δεν μοιράζονται γονικές υποχρεώσεις και ο αλλοδαπός παρουσιάζει προβληματικό μεταναστευτικό ιστορικό.»

 

Σημειώνεται ότι ενώ αρχικά η υπό κρίση προσφυγή συνεκδικάστηκε με την Υπόθεση Αρ. 766/2024 η οποία στρεφόταν κατά διαταγμάτων απέλασης και κράτησης που εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή μετά τη σύλληψή του στις 16.5.2023, το διάταγμα συνεκδίκασης ακυρώθηκε μεταγενέστερα εφόσον διαφάνηκε ότι ο λόγος έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων δεν ήταν απόρροια της προσβαλλόμενης με την υπό κρίση προσφυγή απόφασης. Συνεπώς, για σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης λαμβάνονται υπόψη από τις γραπτές αγορεύσεις μόνο τα επιχειρήματα που αφορούν την υπό κρίση απόφαση.

 

Ο αιτητής εισηγείται ότι η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και λήφθηκε κατά παράβαση των προνοιών του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου, Ν. 7(Ι)/2007 (στο εξής ο «Νόμος»).

 

Σε σχέση με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης, οι καθ’ ων η αίτηση για να τον αντικρούσουν παραπέμπουν σε νομολογία και συγκεκριμένα στην Kumar ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 748/2021, 10.8.2021 στην οποία γίνεται παραπομπή σε άλλη σχετική νομολογία.

 

Από την άλλη, ο αιτητής προς υποστήριξη της θέσης του παραπέμπει στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό δευτεροβάθμια δικαιοδοσία Shalaeva ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 184.

 

Η Shalaeva ερμήνευσε τον περί της Ελεύθερης Διακίνησης και Διαµονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόµο, Ν. 92(Ι)/2003, ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Νόμο. Στον νόμο του 2003 δεν δίδεται ορισμός στον όρο «πολίτης της Ένωσης» σε αντίθεση με τον Νόμο στον οποίο δίδεται στο Άρθρο 2 ο εξής ορισμός (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«πολίτης της Ένωσης» σηµαίνει κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους µέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άλλου από τη ∆ηµοκρατία, κατά τα διαλαµβανόµενα στο Άρθρο 17 της Συνθήκης, καθώς και κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους συµβαλλόµενου µέρους του Ε.Ο.Χ·»

 

Όπως έχει ήδη κριθεί στην Kumar και στη νομολογία που αυτή παραπέμπει, ο Νόμος δεν τυγχάνει εφαρμογής σε Κύπριους πολίτες αλλά μόνο σε πολίτες της Ένωσης. Συνεπώς, οι πρόνοιες του Άρθρου 26(2)(α) του Νόμου που εισηγείται ο αιτητής ότι παραβιάζονται, δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Η εισήγηση του αιτητή ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, προβάλλεται κατά τρόπο γενικό χωρίς να προσδιορίζεται αν αυτό που εισηγείται ο αιτητής είναι ότι ο ορισμός που δίδεται στο Άρθρο 2 του Νόμου παραβιάζει το Σύνταγμα, στην οποία περίπτωση δεν δικογραφείται δεόντως η εισήγηση ως απαιτεί η νομολογία.  Κατά τα άλλα, ο Νόμος διέπει και ρυθμίζει την ελεύθερη διακίνηση και διαμονή πολιτών της Ένωσης από τη χώρα καταγωγής τους στη χώρα υποδοχής συνεπώς, δεν εφαρμόζεται σε όμοιες περιπτώσεις.

 

Ούτε οι εισηγήσεις του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ευσταθούν. Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1, και συγκεκριμένα το έγγραφο 89, ζητήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 15.3.2023 από τον δικηγόρο του αιτητή να προσκομίσει:

 

                   «κοινή ένορκη δήλωση αρμονικής συμβίωσης

βεβαίωση για αρμονική συμβίωση από τον Κοινοτάρχη της ενορίας που διαμένουν

αποδεικτικά στοιχεία ύπαρξης επαρκών εισοδημάτων από τον Κύπριο πολίτη (πρόσφατη αναλυτική κατάσταση των ασφαλιστέων αποδοχών από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σύνταξη, τραπεζικοί λογαριασμοί και η κίνησή τους, ενοίκια, μερίσματα, τόκοι καταθέσεων κ.ά.)»

 

Τίποτε από τα πιο πάνω έγγραφα δεν φαίνεται να υποβλήθηκε. Εφόσον ο ίδιος ο αιτητής δεν παρουσίασε στη διοίκηση τα στοιχεία που απαιτούνταν, ο ισχυρισμός του περί έλλειψης δέουσας έρευνας προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον.

 

Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1900 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο