Ε. Α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπόθεση Αρ. 1427/2019, 6/11/2025
print
Τίτλος:
Ε. Α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπόθεση Αρ. 1427/2019, 6/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

                                                                   Υπόθεση Αρ. 1427/2019  

                                                   6 Νοεμβρίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Ε. Α.

 

                                                                                                                      Αιτήτρια,

και

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων  

                                                                             Καθ' ων η Αίτηση.

   

 __________________

 

Λ. Διομήδους, για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την αιτήτρια.

 

Κ. Χριστοφή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.

___________________

                                                

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση ως η επιστολή ημερομηνίας 12.7.2019, με την οποία της ανακοινώθηκε ότι, κατά την διαδικασία της επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση που έχει εκδώσει το Διοικητικό Δικαστήριο στις 4.09.2018, στην προσφυγή της με αριθμό 568/2016 κατά της απορριπτικής απόφασης της Καθ' ης η Αίτηση στην Ιεραρχική Προσφυγή που υπέβαλε κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, απέρριψε εκ νέου το αίτημα της για παροχή σ' αυτήν, από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Σύνταξης Ανικανότητας.

 

Ως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, αντίγραφο του οποίου έχει υποβληθεί στο δικαστήριο, τα γεγονότα έχουν ως εξής:

 

Η αιτήτρια, λογιστής στο επάγγελμα, υπέβαλε, στις 8.9.2009, στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αίτηση για σύνταξη ανικανότητας (κατόπιν πολλαπλών της εγχειρήσεων) λόγω οσφυϊκού συνδρόμου, κήλης δίσκου και σπονδυλοδεσίας, συνοδευόμενη από σχετική ιατρική έκθεση του θεράποντος ιατρού της. Αρχικώς η αίτηση της, με επιστολή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 23.9.2009, απορρίφθηκε και η αιτήτρια, με επιστολή της ημερομηνίας 9.12.2009 προς τον Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθώς και με επιστολή της ημερομηνίας 25.1.2010 προς την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ζήτησε επανεξέταση αυτής. Στις 10.2.2010 η αιτήτρια εξετάσθηκε από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο εισηγήθηκε απόρριψη της αίτησης της. Κατόπιν ενστάσεως της, η αιτήτρια κλήθηκε και εξετάστηκε εκ νέου, στις 15.3.2010, από το ίδιο Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο την εξέτασε στις 10.2.2010. Η αιτήτρια, ακολούθως,  κλήθηκε και εξετάστηκε και από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, στις 27.4.2010. Τελικά, ως προκύπτει από επιστολή του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς την αιτήτρια ημερομηνίας 18.5.2010, η αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 8.3.2009, για παροχή σύνταξης ανικανότητας σε αυτή, εγκρίθηκε από τις 15.3.2010, σε ποσοστό ανικανότητας 75%. Την 1.7.2013, η αιτήτρια φέρεται να εμπλάκηκε σε τροχαίο δυστύχημα, με αποτέλεσμα, κατά τον θεράποντα ιατρό της, τον σοβαρό επηρεασμό της. Στις 11.11.2013, η αιτήτρια επανεξετάστηκε από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο και πάλι γνωμάτευσε, ότι η αιτήτρια ήταν ανίκανη για εργασία σε ποσοστό ανικανότητας 75%, με αποτέλεσμα την συνέχιση της καταβολής σύνταξης ανικανότητας στην αιτήτρια. Στις 15.6.2015, η αιτήτρια εξετάστηκε εκ νέου από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο, αυτή τη φορά, γνωμάτευσε, ότι η αιτήτρια ήταν ικανή για εργασία. Ο Διευθυντής, υιοθετώντας την γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, τερμάτισε την παροχή σύνταξης ανικανότητας της αιτήτριας, από την 1.7.2015. Η αιτήτρια ενημερώθηκε, για την εν λόγω απόφαση, με επιστολή  του Διευθυντή ημερομηνίας 22.7.2015. Η αιτήτρια, μέσω επιστολής των δικηγόρων της ημερομηνίας 4.8.2015, υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της άνω απόφασης, στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η αιτήτρια εξετάστηκε, στις 4.2.2016, από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο υπέβαλε την εξής εισήγηση: «Η αιτήτρια προσήλθε στο ΔΙΣ μετά από Ιεραρχική προσφυγή σε απόφαση ΔΥΚΑ κριθείσα από ΠΙΣ ικανή για εργασία. Το ΔΙΣ με βάση τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και των εργαστηριακών εξετάσεων κρίνει ότι η αιτήτρια δεν έχει απωλέσει τα 2/3 της ικανότητας της για την εργασία της. Το ΔΙΣ εισηγείται απόρριψη της προσφυγής. Επειδή η αιτήτρια ανάφερε ότι υποφέρει και από Ρευματολογική πάθηση (Ινομυαλγία) το ΔΙΣ της εισηγήθηκε όπως υποβάλει νέα αίτηση με συμπληρωμένη ιατρική έκθεση από Ρευματολόγο Ιατρό.»

 

Στο σημείο «10 ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ» στο σχετικό έντυπο του, το  Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο κατέγραψε τα εξής: «Βάσει της σημερινής κλινικής η κ. Αxxxxxx δεν έχει απωλέσει τα 2/3 της ικανότητας της προς εργασία.»

 

Ακολούθησε η απόφαση της Υπουργού ημερομηνίας 18.2.2016 επί της άνω ιεραρχικής προσφυγής της αιτήτριας, η οποία ήταν η ακόλουθη:

«Απόφαση Υπουργού

Μετά από εξέταση της υπόθεσης και αφού έχω λάβει υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο της κας Αxxxxxx, καθώς και την έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου που την εξέτασε στις 4/2/16, κρίνω ότι συντρέχουν/δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υιοθέτηση της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, το οποίο με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, την έχει κρίνει ικανή για εργασία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 40(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου. Συστήνεται όπως η αιτήτρια υποβάλει νέα αίτηση για σύνταξη ανικανότητας συνοδευόμενη από ιατρική έκθεση ρευματολόγου ιατρού.

Συνεπώς, η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να τερματίσουν τη σύνταξη ανικανότητας της κας Αxxxxxx από 1/7/15 κρίνεται ορθή, και ως εκ τούτου εγκρίνω/απορρίπτω την ιεραρχική προσφυγή.»

 

Κατά τη πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας στις 27.4.2016 η προσφυγή με αριθμό 568/2016 για την οποία το Διοικητικό Δικαστήριο στις 4.09.2018 εξέδωσε ακυρωτική απόφαση καταλήγοντας ότι, «ο λόγος ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησης της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, ευσταθεί».

 

Όπως προβάλει η αιτήτρια και επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, σε τακτά διαστήματα μετά την ακυρωτική απόφαση, απαίτησε επανειλημμένως μέσω επιστολών των δικηγόρων της με ημερ. 12.9.2018, 4.12.2018 και 11.1.2019, αλλά και της ίδιας της αιτήτριας προς την αρμόδια Υπουργό στις 27.02.2019, τόσο την αναδρομική πληρωμή των δικαιωμάτων της, όσο και την πληρωμή της τρέχουσα σύνταξης ανικανότητας, χωρίς να λαμβάνει οιαδήποτε απάντηση και σε κάθε περίπτωση χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι και λήψη ενημέρωσης για την προσβαλλόμενη πράξη μέσω επιστολής με ημερομηνία 12.7.2019.

 

Για τους σκοπούς συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 4.09.2018, οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν στις ακόλουθες ενέργειες.

 

Καταρχήν, ως το χειρόγραφο πρακτικό το οποίο εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο, ο Πρόεδρος του ΔΙΣ Δρ. Μxxxxxx Βxxxxxxx αποφάσισε στις 13.09.2018 όπως ο φάκελος της αιτήτριας, μετά την απόφαση του Δ.Δ., επανεξεταστεί από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο.

 

Ωστόσο, τα δύο άλλα μέλη του ΔΙΣ, με ειδικότητα στη Νευροχειρουργική και την Ορθοπεδική διορίστηκαν από τον Αν. Διευθυντή υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων μόλις στις 2.05.2019, ίδια ημέρα κατά την οποία του εστάλη επιστολή εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου να προχωρήσει στον ορισμό. Ακολούθως στις 6.05.2019, δηλαδή οκτώ και πλέον μήνες μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο συνεδρίασε. Στην εν λόγω συνεδρία, αφού επανεξέτασε τα ιατρικά δεδομένα της αιτήτριας κατά τον ουσιώδη χρόνο, την έκρινε ικανή για εργασία και εισηγήθηκε εκ νέου απόρριψη της προσφυγής της. Συγκεκριμένα, ως αναφέρεται στο Συνοπτικό Έντυπο Επανεξέτασης ημερομηνίας 6.05.2019, το ΔΙΣ επανεξέτασε τον φάκελο και αποφάσισε με το ακόλουθο σκεπτικό (παραθέτω αυτούσιο το λεκτικό): «Ο φάκελος της αιτήτριας επανεξετάστηκε από το ΔΙΣ αναφορικά με τα δεδομένα του ουσιώδους χρόνου, μετά από ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Το ΔΙΣ αφού έλαβε υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου και μελέτησε όλα τα ιατρικά δεδομένα κατά τον ουσιώδη χρόνο, προέβη σε περαιτέρω αξιολόγηση της απόφασής του κατά την οποία η αιτήτρια κρίθηκε ικανή για εργασία. Ως εκ τούτου το ΔΙΣ εισηγείται εκ νέου απόρριψη της Προσφυγής.»  

 

Υιοθετώντας την απόφαση του ΔΙΣ, η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε εκ νέου την ιεραρχική προσφυγή του Αιτητή, εκδίδοντας στις 11.07.2019 τη δική της απόφαση (παραθέτω αυτούσιο το λεκτικό):

« Απόφαση Υπουργού

Μετά από εξέταση της υπόθεσης και αφού έχω λάβει υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται στον φάκελο της κας Αxxxxxx καθώς και την έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ημερ.  6/5/19, κρίνω ότι συντρέχουν/δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υιοθέτηση της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, το οποίο με βάση τις τα ιατρικά δεδομένα στον φάκελο της κας Αxxxxxx  και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 4/9/18, την έχει κρίνει κατά τον ουσιώδη χρόνο (4/2/16), ικανή για εργασία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 40()5) του περί Κοινωνικών ασφαλίσεων Νόμου.

 Ως εκ τούτου, η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να τερματίσουν τη σύνταξη ανικανότητας της κας Αxxxxxx από 1/7/15 κρίνεται ορθή/λανθασμένη και ως εκ τούτου εγκρίνω/απορρίπτω την ιεραρχική προσφυγή.»

 

Η απόφαση της Υπουργού Εργασίας κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 12.07.2019 η οποία επαναλαμβάνει το ως άνω λεκτικό και ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 27.09.2019.

 

Ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, η αιτήτρια  υποστηρίζει ότι η απόφαση της Καθ' ης η αίτηση είναι αναιτιολόγητη, παραπέμποντας στο λεκτικό της ακυρωτικής απόφασης του Δ.Δ. ημερ. 4.09.2018 και υποδεικνύοντας στο παρόν Δικαστήριο ότι, το περιεχόμενο τόσο της απόφασης του ΔΙΣ όσο και της Υπουργού επιβεβαιώνουν πως η αιτιολογία που δόθηκε πάσχει από τις πλημμέλειες από τις οποίες έπασχε και η αιτιολογία της προηγούμενης τους απόφασης, η οποία και ακυρώθηκε.

 

Ο έτερος λόγος ακύρωσης που προωθείται από την αιτήτρια, είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν παραβίασης του εύλογου χρόνου εντός του οποίου θα έπρεπε να είχε ληφθεί και ως εκ τούτου ελήφθη καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.  Σχετικά, ο δικηγόρος της παραθέτει πίνακα με τις ενέργειες της διοίκησης από την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης του Δ.Δ. στις 4.09.2018, μέχρι και την ενημέρωση της αιτήτριας μέσω της επιστολής με ημερομηνία 12.07.2019 για την εκ νέου απόρριψη της αίτησης της.

 

Αντίθετα, η θέση των Καθ΄ ων η Αίτηση είναι ότι η απόφαση τους να τερματίσουν τη σύνταξη ανικανότητας της αιτήτριας λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, ενώ επί του ζητήματος της αιτιολογίας, παραπέμπει στα έγγραφα της Ένστασης και παραθέτει αυτούσιο το κείμενο της επιστολής με ημερομηνία 12.07.2019, προς υποστήριξη της θέσης ότι δόθηκε η απαραίτητη αιτιολογία, η οποία μπορεί περαιτέρω να συμπληρωθεί και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στην αγόρευση της, η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας η οποία χειρίστηκε μέχρι εκείνο το στάδιο την υπόθεση, παραθέτει αρχικά τις πρόνοιες της νομοθεσίας και τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως και εκτενή αποσπάσματα από νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τα ζητήματα της αιτιολογίας των διοικητικών αποφάσεων και της δέουσας έρευνας η οποία πρέπει να προηγηθεί εκ μέρους του διοικητικού οργάνου. Ωστόσο, ως προς τον δεύτερο λόγο που προβάλλει ο δικηγόρος της αιτήτριας, ήτοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν παραβίασης του εύλογου χρόνου και ότι αυτή εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, δεν εντοπίζω οιαδήποτε απάντηση ή δικαιολόγηση της στάσης της διοίκησης.

 

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ, στο σύγγραμμα του Καθηγητή Κώστα Παρασκευά «Η συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις στην Κύπρο», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021, όπου συνοψίζονται οι αρχές που διέπουν την επανεξέταση υπό το φως του ακυρωτικού αποτελέσματος και τονίζεται η δέσμευση από τα λειτουργικά ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης. Παραπέμπω ειδικότερα στη σελίδα 105 και χωρίς να επαναλάβω τον μεγάλο αριθμό αναφορών σε δικαστικές αποφάσεις που το συνοδεύουν, παραθέτω το εξής απόσπασμα: 

«Η επανεξέτασή στοχεύει στην επαναξιολόγηση, από το αρμόδιο όργανο, των ισχυόντων δεδομένων κατά τον ουσιώδη χρόνο και τη λήψη της απόφασης, λαμβανομένης βεβαίως υπόψη της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης. Όπου ακυρώνεται απόφαση της Διοίκησης, το αρμόδιο διοικητικό όργανο, κατά την επανεξέταση, δεσμεύεται όχι μόνο από το αποτέλεσμα, αλλά και από τη θετική κρίση της νομικής υπόστασης των επίδικων θεμάτων. Εκτός από της αρχές του δεδικασμένου, και για λόγους ευνομίας (κράτος δικαίου), επιβάλλεται η δέσμευση της διοίκησης από την κρίση του Διοικητηρίου, σε σχέση με τα επιλυόμενα επίδικα θέματα.

 

Έχει δε επίσης κατ΄επανάληψη νομολογηθεί ότι κατά την επανεξέταση, η Διοίκηση δεσμεύεται από τα νομικά και πραγματικά δεδομένα που αποτελούσαν λειτουργικά ευρήματα και οδήγησαν στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Η Διοίκηση δεσμεύεται από το αναγκαίο μέρος του σκεπτικού της απόφασης – (operative finding). Η δέσμευση επομένως για το Δικαστήριο, αφορά στα λειτουργικά ευρήματα του δικάσαντος Δικαστηρίου τα οποία δεσμεύουν επίσης και το διοικητικό όργανο και τα οποία θα πρέπει σαφώς να λάβει υπόψη ως δεδομένα κατά την επανεξέταση.

 

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, σε όποιο βαθμό στοιχειοθετούν την ακυρωτική απόφαση, δεσμεύουν τη διοίκηση κατά την επανεξέταση και δεν μπορεί ως εκ τούτου να αποστεί από αυτά. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τα αποφασισμένα από την ακυρωτική απόφαση και να μην επαναλαμβάνει την νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης.»

 

Η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 568/2016, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου. Κρίνω χρήσιμο να παραθέτω εκτενές απόσπασμα της απόφασης από τις σελίδες 8 και 9:

 

«Καταρχήν, είμαι υποχρεωμένος να παρατηρήσω, ότι οι υποδείξεις της πλευράς της αιτήτριας, σε σχέση με  τα αναφερόμενα στη γραπτή αγόρευση της καθ' ης η αίτηση, ότι πουθενά δεν εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο της παρούσας υπόθεσης οποιαδήποτε σχετική επιστολή της καθ' ης η αίτηση ημερομηνίας 16.9.2015 (βλ. ανωτέρω), είναι ορθές. Πουθενά δεν εντοπίζεται τέτοια επιστολή, ούτε γίνεται οποιαδήποτε σχετική αναφορά περί της ύπαρξης τέτοιας επιστολής στην ένσταση της καθ' ης η αίτηση ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο του διοικητικού φακέλου. Το γεγονός αυτό, μαζί με την αναφορά από την καθ' ης η αίτηση σε «αιτητή»  και όχι «αιτήτρια» φανερώνει, ότι η εν λόγω παράγραφος προφανώς εκ παραδρομής και λανθασμένα εμφιλοχώρησε στη γραπτή αγόρευση της καθ' ης η αίτηση και δεν αφορά στην παρούσα υπόθεση. Ορθή είναι και η επισήμανση της αιτήτριας, ότι οι ισχυρισμοί της στις παραγράφους 2.10, 2.11 και 2.12 της γραπτής αγόρευσης της, απορρίφθηκαν από την πλευρά της καθ' ης η αίτηση απλά ως αβάσιμοι, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω θεμελίωση τέτοιας τοποθετήσεως ή παράθεσης περαιτέρω επεξήγησης. Ορθή αποδεικνύεται, τέλος και η επισήμανση της πλευράς της αιτήτριας, ότι δεν έχει υποδειχθεί από την καθ' ης η αίτηση, ποιο μέρος του φακέλου, ποια συγκεκριμένα στοιχεία, δηλαδή, τυχόν αναπληρώνουν την ελλείπουσα, αν ήθελε θεωρηθεί ως τέτοια, αιτιολογία της επίδικης απόφασης, ενώ μετά την απόσυρση (άνευ ετέρου σχολίου) και του ισχυρισμού της καθ' ης η αίτηση, κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ότι η αιτήτρια δεν είχε προσκομίσει την ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 22.1.2015  και την μαγνητική τομογραφία ημερομηνίας 12.1.2015, οι σχετικοί ισχυρισμοί της αιτήτριας περί έλλειψης επαρκούς ή νόμιμης αιτιολογίας παρέμειναν, κατ' ουσία, αναπάντητοι. Παρά ταύτα, πρέπει να τονιστεί, ότι δεν κρίνεται η νομιμότητα ή μη της επίδικης απόφασης και η βασιμότητα των λόγων ακυρώσεως που προωθήθηκαν, με κριτήριο την εκάστοτε ενδεχόμενη επάρκεια ή μη των τοποθετήσεων των διαδίκων στις γραπτές τους αγορεύσεις, αλλά με κριτήριο το περιεχόμενο του ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντος μαρτυρικού υλικού και, πρωτίστως, του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης. Και αυτό γιατί, σε αντίθεση με το ρόλο του δικαστηρίου στην πολιτική δίκη, ο οποίος είναι, κατεξοχήν, διαιτητικός, η αναθεωρητική δίκη έχει ως κύριο λόγο τον έλεγχο της νομιμότητας διοικητικών πράξεων, αποφάσεων και παραλείψεων, και κατά συνέπεια την αποκατάσταση τυχόν προσβληθέντων δικαιωμάτων του προσφεύγοντος στο πεδίο του δημοσίου δικαίου. Η διαδικασία διερεύνησης της νομιμότητας από το Δικαστήριο έχει εξεταστικό (ανακριτικό) χαρακτήρα. Η διερεύνηση εναποτίθεται στο Δικαστήριο με τους διαδίκους να διαδραματίζουν απλά υποβοηθητικό και όχι καθοριστικό ρόλο στην ανίχνευση των γεγονότων και διαπίστωση των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της νομιμότητας στην εκάστοτε προς κρίση περίπτωση (βλ. Μιχαήλ ν. ΑΤΗΚ, (1991) 4 Α.Α.Δ. 1756).

Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη και με βάση τα ενώπιον μου δεδομένα κρίνω, ότι στην παρούσα περίπτωση, η επίδικη απόφαση, όντως, στερείται της δέουσας αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, η επίδικη απόφαση της Υπουργού στηρίχθηκε στη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου (ανωτέρω).  Η αιτήτρια είχε κριθεί ικανή για παροχή σύνταξης ανικανότητας σε αυτή από τις 15.3.2010, αλλά και στις 11.11.2013, μετά από επανεξέταση της από Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο, σε ποσοστό ανικανότητας 75%. Συνεπώς, η διαφορετική διάγνωση δύο περίπου  χρόνια μετά, αρχικά από Ιατρικό Συμβούλιο και αργότερα από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο (βλ. ανωτέρω), ότι (πλέον) η αιτήτρια ήταν ικανή για εργασία, απαιτεί κάποιου είδους και εμβέλειας αντιπαραβολή ή ενασχόληση με τα προ δύο περίπου ετών δεδομένα και παράθεση αιτιολογίας, η οποία να τεκμηριώνει επαρκώς το εύρημα της μεταβολής της κατάστασης υγείας  της αιτήτριας προς το καλύτερο και συγκεκριμένα, από το «ανίκανη για εργασία σε ποσοστό 75%» στο «ικανή για εργασία». Με δεδομένο, μάλιστα, ότι όντως η ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 22.1.2015  και η μαγνητική τομογραφία ημερομηνίας 12.1.2015, αλλά και το παλαιότερο ιατρικό πιστοποιητικό ημερομηνίας 19.7.2013 του θεράποντος ιατρού της αιτήτριας φαίνεται να υποστηρίζουν κάποιας μορφής και φύσης παθογένειες της αιτήτριας, έπρεπε να καταγραφεί ειδικά και ρητώς η ενασχόληση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου με αυτά, αλλά και να δοθεί επεξήγηση, στην περίπτωση ύπαρξη διαφωνίας, με τα ευρήματα των ιδιωτών γιατρών, κάτι που δεν φαίνεται να έχει γίνει στην παρούσα περίπτωση.»

 

Έχω μελετήσει τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 6.05.2019, κατά την επανεξέταση συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης ημερ. 14.09.2018. Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφα, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι εκ μέρους του ΔΙΣ εξετάστηκαν ικανοποιητικά τα όσα, με περισσή θα έλεγα λεπτομέρεια, έχει υποδείξει το Δικαστήριο ακυρώνοντας την προηγούμενη του απόφαση. Εν προκειμένω, παρά τις υποδείξεις του Δικαστηρίου, το ΔΙΣ αρκέστηκε ουσιαστικά να επαναλάβει την κατάληξη της προηγούμενης του απόφασης, χωρίς να εξειδικεύσει και να αιτιολογήσει την απόφαση του με τρόπο που θα καθιστούσε εφικτό τον δικαστικό έλεγχο.  

 

Σχετικά, παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 417/2002, Έλλη Κατσώνη v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22/5/2003, όπου το Δικαστήριο κατέληξε ότι: «Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει την ορθότητα της επίδικης απόφασης εφόσον η αιτιολογία του μεν Ιατρικού Συμβουλίου είναι ασαφής, ελλιπής και αόριστη, ενώ του Εξεταστή Απαιτήσεων, όπως επισημάνθηκε, εντελώς ανύπαρκτη. Οι αρχές αιτιολογίας των διοικητικών αποφάσεων επιβάλλουν ότι οι λόγοι που δίδονται δεν πρέπει να αφήνουν καμιά αμφιβολία για το σκεπτικό της απόφασης. (Constantinides v. Republic (1967) 3 CLR 7). Το πιο πάνω οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου και η απόφαση του Εξεταστή Απαιτήσεων που την ακολούθησε, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένες, δεν συνάδουν με τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Τόσο το Ιατρικό Συμβούλιο, όσο και ο Εξεταστής Απαιτήσεων αποτελούν διοικητικά όργανα επιφορτισμένα με κρίσιμης σημασίας αρμοδιότητες και ως εκ τούτου οφείλουν να αιτιολογούν με επάρκεια τις αποφάσεις στις οποίες καταλήγουν.

Λόγω έλλειψης αιτιολογίας η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση της 6/3/2002 ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος των καθ' ων η αίτηση.". 

 

Όπως διαπιστώνω, και αυτή τη φορά το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΔΙΣ),  δεν είχε καταγράψει και αιτιολογήσει με επάρκεια τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του ώστε να καθίστατο ευχερής ο δικαστικός έλεγχος. Η αιτιολογία της απόφασης του ότι «Το ΔΙΣ αφού έλαβε υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου και μελέτησε όλα τα ιατρικά δεδομένα κατά τον ουσιώδη χρόνο, προέβη σε περαιτέρω αξιολόγηση της απόφασής του κατά την οποία η αιτήτρια κρίθηκε ικανή για εργασία. Ως εκ τούτου το ΔΙΣ εισηγείται εκ νέου απόρριψη της Προσφυγής» δεν αποτελεί με οποιονδήποτε τρόπο συμμόρφωση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ως ανωτέρω.  Ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, στο οποίο αόριστα παραπέμπει η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση, η απαιτούμενη συμπλήρωση της αιτιολογίας της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου. Ολοκληρώνοντας διαπιστώνω ότι, αντίστοιχα και το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπουργού ως ανωτέρω, το οποίο υιοθετεί ένα τυποποιημένο λεκτικό επί του σχετικού εντύπου, ομοίως δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο.

 

Με αναφορά στα πιο πάνω, κρίνω ότι και μετά την επανεξέταση εκ μέρους της διοίκησης συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης ημερ. 4.09.2018, εκ νέου το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει τον αναθεωρητικό του έλεγχο, ικανοποιούμενο ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί το αποτέλεσμα της δέουσας έρευνας και έχοντας επαρκή αιτιολόγηση. Καταλήγω συνεπώς ότι, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησης της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, ευσταθεί.

 

Παρά το ότι η ως άνω διαπίστωση μου καθορίζει και την πορεία της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ότι δεν θα πρέπει να αφήσω αναπάντητο τον δεύτερο λόγο ακύρωσης ο οποίος προβάλλεται εκ μέρους της  αιτήτριας, ήτοι του υπέρμετρου χρόνου ο οποίος μεσολάβησε από την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου μέχρι την επανεξέταση και την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Τα γεγονότα έχουν καταγραφεί ανωτέρω ως προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο των Καθ' ων η αίτηση και δεν εξυπηρετεί η επανάληψη τους. Παρά τις διαδοχικές επιστολές των δικηγόρων της αιτήτριας αλλά και της ίδιας, η διοίκηση άφησε χωρίς οιαδήποτε εύλογη αιτία να παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν των 8 μηνών ώστε να συγκροτηθεί και να συνεδριάσει το ΔΙΣ ώστε να επανεξετάσει την απόφαση του η οποία κρίθηκε από το Δικαστήριο ως αναιτιολόγητη, το οποίο συνεδρίασε τελικά στις 6.05.2029. Περαιτέρω μεσολάβησαν άλλοι 2 μήνες μέχρι και την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Τουτέστιν, η διοίκηση, για ένα ευαίσθητο ζήτημα άμεσα συνδεδεμένο με τον βιοπορισμό της αιτήτριας χρειάστηκε συνολικά πέραν των 10 μηνών μέχρι να επανεξετάσει και να αποφασίσει εκ νέου, με το ίδιο σημειώνεται αποτέλεσμα.

 

Το Δικαστήριο οφείλει υπό τις περιστάσεις να παρατηρήσει ότι, η διοίκηση πρέπει να επιδεικνύει την μέγιστη ευαισθησία σε ζητήματα που σχετίζονται με την επιβίωση και το βιοτικό επίπεδο του πολίτη. Το άρθρο 10 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) ορίζει ρητώς ότι: «Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητα του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφαση του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά η νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες».

Σχετικά, στο σύγγραμμα του Καθηγητή Κώστα Παρασκευά «Η συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις στην Κύπρο», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021, στις σελίδες 103, 104, τονίζεται η υποχρέωση της διοίκησης να ενεργεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και να διενεργεί επανεξέταση τάχιστα ή το ταχύτερο δυνατόν προς λήψη νέας απόφασης. Κρίνω χρήσιμο να περιλάβω στην απόφαση μου το σχετικό απόσπασμα.

«4.4.2.1. Επανεξέταση τάχιστα ή το ταχύτερο δυνατόν

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει ένα ζήτημα μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης είναι δεδομένη (Κ.Ο.Τ. v. Χριστοφίδου, ECLl:CY:AD:2016:C351, Kyriacou ν. Minister of lnterior (1988) 3 C.L.R. 643, v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 1335). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η Διοίκηση ύστερα από ακυρωτική απόφαση, έχει διπλό καθήκον για συμμόρφωση. Πρώτα να αποκαταστήσει τη νομιμότητα με την εξαφάνιση της ακυρωθείσας πράξης και δεύτερο, να προβεί το ταχύτερο δυνατό σε επανεξέταση και λήψη νέας απόφασης.

Αποτελεί πάγια αρχή της κυπριακής νομολογίας ότι μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση, η Διοίκηση οφείλει να ενεργεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και να διενεργεί επανεξέταση τάχιστα ή το ταχύτερο δυνατό προς λήψη νέας απόφασης (Άννα Μισιαούλη ν. Οργανισμού Νεολαίας Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 829/2011, 23 Απριλίου 2013, Πρόδρομος Χατζόγλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου κ.α., Υπόθεση Αρ. 400/2002, 30 Σεπτεμβρίου 2003, Ιορδάνους v. Ε.Δ.Υ., Υπόθεση Αρ. 829/2001, 10 Ιουλίου 2002).  Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην υπόθεση Χριστάκης Πολυκάρπου ν. Δημοκρατίας, «προς συμμόρφωση με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η επανεξέταση, αυτονόητα, διενεργείται τάχιστα ή το ταχύτερο δυνατό» (KK Parpas Enterprices Ltd v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 75, Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608).   Η βασική προϋπόθεση της αρχής της χρηστής διοίκησης είναι όπως τα αρμόδια όργανα ενεργούν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και μη επιδεικνύουν σκόπιμη ή εξ αμελείας καθυστέρηση (Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 130).» 

 

Στη παρούσα υπόθεση, η άπρακτη μεσολάβηση πέραν των 8 μηνών για τον διορισμό των δύο Μελών του ΔΙΣ και το συνολικό χρονικό διάστημα πέραν των 10 μηνών που χρειάστηκαν οι Καθ' ων η αίτηση να επανεξετάσουν και να λάβουν νέα - απορριπτική απόφαση, παρά τις οχλήσεις της αιτήτριας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενέργεια εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Αντίθετα, υπό τις περιστάσεις ήτοι της παροχής ή όχι σύνταξης ανικανότητας στην αιτήτρια, αποκαλύπτεται αναλγησία και περιφρόνηση του ανθρώπινου πόνου και των δικαιωμάτων του πολίτη. Υπό το φως των ανωτέρω, διαπιστώνω ότι έχει παραβιασθεί η αρχή του εύλογου χρόνου και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

Η Προσφυγή επιτυγχάνει, με €2000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.

 

                  

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο