ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΠΕΠΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ.1513/2022, 20/11/2025
print
Τίτλος:
ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΠΕΠΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ.1513/2022, 20/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ.1513/2022 (i-Justice))

 20 Νοεμβρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΠΕΠΙΔΟΥ

                                                                             Αιτήτρια

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

      

Καθ’ ης  η Αίτηση

 

Χρ. Χριστάκη, για Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Π. Κωνσταντίνου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ης η Αίτηση

Κ. Παναγιώτου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος 1

Β. Κυβερνήτης, για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος 2

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 27.5.2022 και σύμφωνα με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη («Ε.Μ.») 1. Άντρη Βενιζέλου, 2. Μαρία Παύλου και 3. Έλενα Ρούσου, προήχθησαν στη μόνιμη θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α’, Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας («η επίδικη θέση»), από 1.4.2022, αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας.

 

Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας («το Υπουργείο»), με επιστολή του ημερομηνίας 2.12.2021, υπέβαλε εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, πρόταση προς την Ε.Δ.Υ. για πλήρωση τριών κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α’, Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας. Λόγω του ότι οι επίδικες θέσεις είναι θέσεις προαγωγής, η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της, ημερομηνίας 23.12.2021, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσής τους σε μεταγενέστερη ημερομηνία και όπως στη συνεδρία κληθεί να παραστεί και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, προκειμένου να προβεί σε σύσταση.

 

Πράγματι, στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 17.3.2022, παρέστη ο Γενικός Διευθυντής, ο οποίος, αφού σύστησε για προαγωγή τα τρία Ε.Μ., αποχώρησε από τη συνεδρία. Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, στα πλαίσια εξέτασης της καταλληλότητας των υποψηφίων, προέβη σε σύγκριση και αξιολόγησή τους. Προς τούτο, ανέτρεξε στον φάκελο πλήρωσης της θέσης, στους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και έλαβε επίσης υπόψη της, τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Έκρινε δε η Ε.Δ.Υ., στη βάση του συνόλου των ενώπιον της στοιχείων, ότι τα τρία Ε.Μ. ήσαν οι πλέον κατάλληλες και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση από 1.4.2022.

 

Η αιτήτρια αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, στις 28.7.2022.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια προωθεί εν πρώτοις τον ισχυρισμό ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν διενήργησε τη δέουσα έρευνα αναφορικά με την υπό του Ε.Μ. 2 κατοχή του απαιτούμενου προσόντος «ακεραιότητα χαρακτήρα» που προβλέπεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Πεπλανημένα δε και αναιτιολόγητα η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι το Ε.Μ. 2 πληροί το συγκεκριμένο προσόν.

 

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό ότι πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ως αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη, ως πεπλανημένη και προϊόν μη δέουσας έρευνας, αλλά και ως συγκρουόμενη με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων. Οι αιτιάσεις του συνηγόρου της αιτήτριας έγκεινται κυρίως στην παραγνώριση της υπεροχής της αιτήτριας σε αρχαιότητα και πείρα, η οποία και επαυξάνει στην αξία ενός υποψηφίου. Συναφώς, κατά τη σχετική εισήγηση, η υποβληθείσα σύσταση είναι τρωτή καθότι παραγνωρίστηκε πλήρως η συντριπτική υπεροχή της αιτήτριας σε πείρα, ενώ παράνομα δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στην, μηδαμινής και/ή οριακής σημασίας, υπεροχή των Ε.Μ. έναντι της αιτήτριας σε προσόντα. Περαιτέρω, δεν δόθηκε καμία βαρύτητα στο πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν της αιτήτριας, αλλ’ ούτε και οποιαδήποτε εξήγηση ή/και αιτιολογία ως προς την αποτίμηση και/ή αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας και των Ε.Μ..

 

Επιπρόσθετα, ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης εγείρεται ο ισχυρισμός περί πάσχουσας κρίσης της Ε.Δ.Υ., αφενός λόγω του γεγονότος ότι έλαβε υπόψη της την πάσχουσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή και, αφετέρου, λόγω έλλειψης αιτιολογίας και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, αλλά και λόγω εμφιλοχωρήσασας πλάνης αναφορικά με την αξιολόγηση των διαδίκων στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης.

 

Η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε το αποτέλεσμα μιας καθόλα νόμιμης διαδικασίας, λήφθηκε δε αυτή κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, και είναι αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά τη λήψη της. Η δε αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων κρίσης, περιλαμβανομένων και των πρόσθετων προσόντων των υποψηφίων, υπήρξε σύννομη και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας της καθ’ ης η αίτηση. Σε κάθε δε περίπτωση, καταλήγει ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, η αιτήτρια δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ..

 

Υπέρ της νομιμότητας και εγκυρότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολόγησαν και οι συνήγοροι των Ε.Μ. 1 και 2, οι οποίοι προέβαλαν εν πολλοίς ισχυρισμούς παρόμοιους με αυτούς της καθ’ ης η αίτηση. Επιπρόσθετα δε, οι συνήγοροι του Ε.Μ. 2, αντικρούοντας τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί μη κατοχής εκ μέρους του Ε.Μ. 2, του απαιτούμενου προσόντος «ακεραιότητα χαρακτήρα» που προβλέπεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας, αναφέρονται εκτενώς στο τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο, κατά τη σχετική εισήγηση, τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω και, τυχόν αποδοχή της θέσης της αιτήτριας, θα απέληγε στην «παράλυση του εν λόγω δικαιώματος».

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Θα ξεκινήσω με την εξέταση του ισχυρισμού ότι το Ε.Μ. 2 δεν διαθέτει το υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενο προσόν της «ακεραιότητας χαρακτήρα» και ότι η καθ’ ης η αίτηση, χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, πεπλανημένα και αναιτιολόγητα, αποφάσισε το αντίθετο.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την πιο πάνω θέση της αιτήτριας.

 

Πράγματι, ενόσω η προαγωγική διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη, εκκρεμούσε εναντίον του Ε.Μ. 2 πειθαρχική υπόθεση. Αυτό καταγράφεται ρητά και στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 17.3.2022, η οποία «λαμβάνοντας όμως υπόψη το τεκμήριο της αθωότητας», έκρινε ότι αυτό λειτουργεί υπέρ της συγκεκριμένης υποψήφιας. Το γεγονός ότι βρισκόταν σε εξέλιξη πειθαρχική διαδικασία εναντίον του Ε.Μ. 2, δεν συνεπάγεται αυτομάτως και άνευ ετέρου το μη ακέραιο του χαρακτήρα της. Τυχόν αποδοχή της περί του αντιθέτου θέσης της αιτήτριας, θα απέληγε σε παραβίαση του άρθρου 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/1990), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και, κατ’ επέκταση, στην παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, ως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 12 του Συντάγματος, αλλά και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ). Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 35(2)(γ) του Νόμου 1/1990, δεν επιτρέπεται στο διοικητικό όργανο να λάβει υπόψη του, για σκοπούς προαγωγής, στοιχεία που αφορούν εν εξελίξει πειθαρχική διαδικασία εναντίον δημοσίου υπαλλήλου. Σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα, είναι τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Δρ. Κώστα Παρασκευά, «Κυπριακό Συνταγματικό δίκαιο, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2024» (σελ. 299) περί της εμβέλειας εφαρμογής του τεκμηρίου της αθωότητας (η έμφαση έχει προστεθεί):

 

«Επίσης, το ΕΔΑΔ διευκρινίζει στη νομολογία του ότι μια παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να προέρθει όχι μόνον από ένα δικαστή ή ένα δικαστήριο αλλά και από άλλες δημόσιες αρχές. Αυτό οφείλεται στο ότι το τεκμήριο αθωότητας, ως δικονομικό δικαίωμα, συμμετέχει κυρίως στο σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης και ευνοεί συγχρόνως το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του διωκόμενου.».

 

Σε άμεση συνάρτηση με το τεκμήριο της αθωότητας και εντός της πιο πάνω εμβέλειας εμπίπτει και το ζήτημα της «ακεραιότητας χαρακτήρα» ως προβλεπόμενο απαιτούμενο προσόν στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας και οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα απέληγε σε παραβίαση του ιδίου του περιεχομένου του τεκμηρίου της αθωότητας, αλλά και των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Δημοκρατία ν. Νορβάν Χανιάν, (1998) 3 Α.Α.Δ., 18.9.1998).

Θα πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι η Ε.Δ.Υ., σύμφωνα με το πρακτικό της επίδικης συνεδρίας ημερομηνίας 17.3.2022, ανέφερε και τα εξής όσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα, μετά την υποβληθείσα σύσταση και την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή:

 

«Η Επιτροπή επανέλαβε (την θέση του Γενικού Διευθυντή) ότι λειτουργεί υπέρ της υπαλλήλου το τεκμήριο της αθωότητας και από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον της δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε που να τεκμηριώνει κάτι αρνητικό σε σχέση με την ακεραιότητα του χαρακτήρα της επιλεγείσας».

 

Αυτό, πέραν των άλλων, απαντά και στον ισχυρισμό του συνηγόρου της αιτήτριας ότι παρέμεινε μετέωρο και δεν εξετάστηκε περαιτέρω το όλο ζήτημα, ήτοι αυτό της ακεραιότητας του χαρακτήρα του Ε.Μ. 2, όπως είχε αναφέρει η Ε.Δ.Υ. ότι θα έπραττε. Επισημαίνεται ότι η Ε.Δ.Υ., πράγματι, είχε αναφέρει αρχικά, δηλαδή πριν από την υποβληθείσα σύσταση, ότι «αποφάσισε να προχωρήσει στην περαιτέρω εξέταση του θέματος ανάλογα με την τύχη της υποψηφιότητας» του Ε.Μ. 2. Μετά, όμως, την υποβολή της σύστασης, όταν και διαπιστώθηκε ότι μια εκ των συστηθεισών ήταν και το Ε.Μ. 2, η Ε.Δ.Υ. διατύπωσε την προεκτεθείσα θέση, ότι δηλαδή δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε που να τεκμηριώνει κάτι αρνητικό σε σχέση με την ακεραιότητα του χαρακτήρα του Ε.Μ. 2, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον της.

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Προχωρώ στην εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης.

 

Η συγκριτική εικόνα της αιτήτριας και των Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής αποκαλύπτει τα εξής:

 

Στο κριτήριο της αξίας, σύμφωνα με τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων, προ του ουσιώδους χρόνου, πέντε ετών, η αιτήτρια και το Ε.Μ. 2, έχουν αξιολογηθεί με 37 «Εξαίρετα» και 3 «Πολύ Ικανοποιητικά», ενώ τα Ε.Μ. 1 και 3 έχουν αξιολογηθεί με 40 «Εξαίρετα».

 

Ως προς τα προσόντα, τα τρία Ε.Μ. διαθέτουν μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Μάστερ. Συγκεκριμένα, το Ε.Μ. 1 διαθέτει Master of Laws in International Legal Studies, το Ε.Μ. 2 MSc in Management Information Technology και το Ε.Μ. 3 MSc in Finance and Investment. Η αιτήτρια διαθέτει Graduate Diploma in Marketing, το οποίο, όπως ανέφερε η Ε.Δ.Υ. στην επίδικη απόφασή της, «δεν είναι μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master , επειδή όμως είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης η Επιτροπή το έλαβε υπόψη, αποδίδοντάς του τη δέουσα βαρύτητα».

 

Όσον αφορά στο κριτήριο της αρχαιότητας, η αιτήτρια υπερέχει των Ε.Μ., η δε υπεροχή της ανάγεται σε θέσεις παλαιότερες και όχι στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης, ήτοι αυτήν του Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, όπου αιτήτρια και Ε.Μ. διορίστηκαν την ίδια ημερομηνία (4.5.2009).

 

Επιπρόσθετα, τα τρία Ε.Μ., σε αντίθεση με την αιτήτρια, διαθέτουν υπέρ τους τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία, κατά πάγια νομολογία, προσθέτει στην αξία των υποψηφίων (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485), εφόσον βεβαίως η σύσταση αυτή είναι νόμιμη και δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων. Εν προκειμένω, σε μια προσμέτρηση όλων των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, κρίνω ότι η δοθείσα σύσταση υπέρ των Ε.Μ., βρίσκεται σε συμβατότητα με τους οικείους διοικητικούς φακέλους και, σε κάθε περίπτωση, υπήρξε εύλογα επιτρεπτή. Στη σύστασή του, ο Γενικός Διευθυντής, αποτυπώνοντας εν πολλοίς την προεκτεθείσα συγκριτική εικόνα αιτήτριας και Ε.Μ., ανέφερε τα εξής:

 

«Έχω μελετήσει με προσοχή τόσο τους Προσωπικούς Φακέλους όσο και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των προάξιμων υποψηφίων. Έχω επίσης διαβουλευθεί με τους άμεσα Προϊσταμένους τους και έχω συλλέξει στοιχεία και πληροφορίες για την ικανότητά τους και την προσφορά τους στην Υπηρεσία.

 

Με βάση τα πιο πάνω, τις προσωπικές μου απόψεις και λαμβάνοντας υπόψη τα τρία κριτήρια -αξία, προσόντα, αρχαιότητα- σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ' αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας των υπό πλήρωση θέσεων και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι' αυτές, συστήνω για προαγωγή τις Μαρία Παύλου, Έλενα Ρούσου και Άντρη Βενιζέλου.

 

Σε ό,τι αφορά στην αξία που προκύπτει από τα στοιχεία των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων στο σύνολό τους, με έμφαση στα πέντε προ του ουσιώδους χρόνου έτη, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, η Έλενα Ρούσου και η Άντρη Βενιζέλου είναι ίσες ή/και υπερέχουν όλων των υπόλοιπων υποψηφίων που δε συστήνονται, αξιολογούμενες ως καθόλα Εξαίρετες. Η Μαρία Παύλου κρίνεται ως  περίπου ίση σε αξία συγκριτικά με τους υπόλοιπους υποψηφίους, οι οποίοι δεν συστήνονται.

 

Σε ό,τι αφορά στα προσόντα, στο Σχέδιο Υπηρεσίας του Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α' δεν υπάρχει ρητή αναφορά για απαίτηση κατοχής οποιουδήποτε μεταπτυχιακού τίτλου ή οποιουδήποτε ακαδημαϊκού προσόντος, το οποίο, ενδεχομένως, θα μπορούσε να προσμετρήσει ως πλεονέκτημα. Ως εκ τούτου, λήφθηκαν υπόψη τα μεταπτυχιακά διπλώματα επιπέδου Μάστερ, τα οποία κρίνονται σχετικά με τα απαιτούμενα καθήκοντα και αρμοδιότητες της θέσης και τους αποδόθηκε η ανάλογη πρέπουσα βαρύτητα. Κρίνω ότι όλοι οι υποψήφιοι, πλην της Ελένης Κουπεπίδου-Νικολάου, κατέχουν Μεταπτυχιακό δίπλωμα πανεπιστημιακού επιπέδου Μάστερ. Συγκεκριμένα, λήφθηκαν υπόψη τα πιο κάτω: Μαρία Παύλου - MSc in Management of lnformation Technology, The University of Nottingham, Έλενα Ρούσου - MSc in Finance and lnvestment, Brunel University, Άντρη Βενιζέλου - Master of Laws in lnternational Legal Studies, University of Newcastle, [.] Σε ό,τι αφορά στην Ελένη Κουπεπίδου-Νικολάου, η οποία δεν διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο επιπέδου Μάστερ, έλαβα υπόψη ότι είναι κάτοχος Graduate Diploma in Marketing από το Chartered lnstitute of Marketing, το οποίο λαμβάνεται υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, και του αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα. Ως εκ των ανωτέρω, κρίνω ότι οι Μαρία Παύλου, Έλενα  Ρούσου και Άντρη Βενιζέλου υπερέχουν σε προσόντα της Ελένης Κουπεπίδου-Νικολάου, υστερούν του Σ.Τ., ο οποίος δεν συστήνεται καθώς υστερεί σε αρχαιότητα, και είναι ίσες σε προσόντα με τους υπόλοιπους υποψηφίους, οι οποίοι δεν συστήνονται.

 

Σε ό,τι αφορά στην αρχαιότητα, οι Μαρία Παύλου, Έλενα Ρούσου και Άντρη Βενιζέλου υπερέχουν της Κ. Μ. λόγω ημερομηνίας γέννησης. Επίσης, υπερέχουν σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση των Σ. Τ. και Α. Λ. κατά περίπου ενάμιση χρόνο και του Σ. Τ. κατά δύο περίπου χρόνια. Δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη ότι η Ελένη Κουπεπίδου-Νικολάου υπερέχει των Μαρίας Παύλου, Έλενας Ρούσου και Άντρης Βενιζέλου σε αρχαιότητα λόγω κατοχής προηγούμενων θέσεων στο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, στη θέση Επιθεωρητή Εμπορίου και Βιομηχανίας, 1ης Τάξης, από 01.03.2009 και στη θέση Βοηθού Εμπορίου και Βιομηχανίας, 2ης και 3ης Τάξης, από 01.12.1983, ωστόσο δεν συστήνεται, καθώς υστερεί σε προσόντα της Μαρίας Παύλου και σε αξία και προσόντα των Έλενας Ρούσου και Άντρης Βενιζέλου.

 

Σε μια συνεκτίμηση όλων των ενώπιόν μου στοιχείων, κρίνω ως καταλληλότερες για προαγωγή στις τρεις υπό πλήρωση θέσεις του Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α' τις Μαρία Παύλου, Έλενα

Ρούσου και Άντρη Βενιζέλου και τις συστήνω ανεπιφύλακτα.».

 

Λαμβανομένων υπόψη των αμέσως πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε μεμπτό ως προς τη δοθείσα σύσταση, η οποία ουδόλως συγκρούεται με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η πλευρά της αιτήτριας. Έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί, μέσα από τις αποφάσεις της ημεδαπής νομολογίας, η ανάγκη εναρμόνισης των συστάσεων του Διευθυντή με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, οι οποίες διατηρούν την εγκυρότητά τους, μόνον εφόσον συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, αυτές δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το διορίζον όργανο (Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Ροζάννα Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/2010, ημερ. 10.9.2015, «Η νομιμότητα της αιτιολογίας της σύστασης εξετάζεται σε συνάρτηση με τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις».

 

Εν προκειμένω, δεδομένης και της προεκτεθείσας συγκριτικής εικόνας της αιτήτριας και των Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, κρίνω ότι η δοθείσα σύσταση συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και, σε κάθε περίπτωση, υπήρξε αυτή εύλογα επιτρεπτή, προσθέτοντας ωσαύτως στην αξία των επιλεγέντων: στο κριτήριο της αξίας, ως αυτή προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των πέντε τελευταίων χρόνων, η αιτήτρια ουδενός υποψηφίου υπερέχει, αλλ’ αντιθέτως υστερεί έναντι των Ε.Μ. 1 και 3, ενώ είναι ισοδύναμη με το Ε.Μ. 2.

 

Ως προς τα προσόντα, τα τρία Ε.Μ., σε αντίθεση με την αιτήτρια, διαθέτουν μεταπτυχιακό τίτλο επιπέδου Μάστερ. Πρόκειται για πρόσθετο προσόν μη προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, το οποίο προσδίδει προβάδισμα στα Ε.Μ. έναντι της αιτήτριας στο συγκεκριμένο στοιχείο κρίσης. Κατά πάγια νομολογία, το διορίζον όργανο αξιολογεί και σταθμίζει τα πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, αποφεύγοντας δυο άκρα, ήτοι, αφενός, να μη δοθεί σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.135/2013, ημερ. 3.2.2020, Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Γιώργος Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

 

Εν προκειμένω, δεν εντοπίζω να εκφεύγει των πιο πάνω ορίων η υπό της καθ’ ης η αίτηση αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων των διαδίκων, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Αυτό, βεβαίως, δεν συνεπάγεται ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας (Graduate Diploma in Marketing), ως διατείνεται ο δικηγόρος της, εξάλλου, ως ήδη ελέχθη, αυτό προκύπτει και από τα σχετικά πρακτικά και την εκεί περιεχόμενη ρητή αναφορά στο σχετικό πρόσθετο προσόν της αιτήτριας. Εν πάση δε περιπτώσει, το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας βρίσκονταν ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, αλλά και της καθ’ ης η αίτηση και δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι λήφθηκε δεόντως υπόψη (Κωνσταντίνου κ.α. ν. Αντωνίου, ΑΕ 124/2014 κ.α., ημερ. 6.12.2017)

 

Τονίζεται εν κατακλείδι, σε σχέση πάντα με το ζήτημα των προσόντων, και σε συνέχεια των πιο πάνω επισημάνσεων του Δικαστηρίου τούτου, ότι βεβαίως και δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων (Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.1997). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε επί του θέματος στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 A.A.Δ. 639, αλλά και στην Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 8/2016, ημερ. 16.2.2023, αποτελεί έργο καθαρά διοικητικό η αποτίμηση και/ή αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει με τη διενέργεια πρωτογενούς έρευνας και ουσιαστικής κρίσης επί του θέματος, αλλά ελέγχει το κατά πόσον η Διοίκηση έχει κινηθεί εντός των ευλόγων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και έχει αιτιολογήσει πλήρως την απόφασή της (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023). Θα ήταν ανεπίτρεπτο το Δικαστήριο τούτο να υπεισέλθει σε αξιολογικό βάθος στην κρίση και ενάσκηση της ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., υποκαθιστώντας κατ' ουσία τις εξουσίες της και αντικαθιστώντας τη δική του εκτίμηση στα πράγματα (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 108/2016, ημερ. 2.10.2023, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 119/16, ημερ. 14.9.2023). Ο έλεγχος του ακυρωτικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης.

 

Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, η όποια υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα έναντι των Ε.Μ. δεν μπορεί να έχει ουσιαστική σημασία. Αποτελεί καλά εμπεδωμένη αρχή της ημεδαπής νομολογίας ότι η αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγοντας και προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνον όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια, ήτοι την αξία και τα προσόντα (Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 162/2010, ημερ. 11.4.2017, Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403). Εν προκειμένω, ωστόσο, όπως έχει ήδη λεχθεί, τα Ε.Μ. υπερέχουν έναντι της αιτήτριας σε προσόντα, αλλά και, όσον αφορά τα Ε.Μ. 1 και 3, σε αξία, όπως αποτυπώνεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις των πέντε τελευταίων χρόνων. Έτι δε περαιτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι εν προκειμένω η υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα ανάγεται σε παλαιότερες θέσεις και όχι στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, με αποτέλεσμα αυτή να είναι, ούτως ή άλλως, μηδαμινής και/ή οριακής σημασίας (Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Λαμπρινή Γωγάκη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 488/2013, ημερ. 11.7.2014, «Αυτού του είδους αρχαιότητα έχει νομολογηθεί ως ήσσονος σημασίας που ενδεχομένως να αποκτά κάποια οριακή αξία εάν όλα τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα, (Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, Θεοδώρα Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 376/2011, ημερ. 17.7.2012 και Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 917/2000, ημερ. 18.1.2002).».

 

Συνεπώς, δεδομένων των πιο πάνω, η σύσταση, ως συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων, κρίνεται ως καθόλα σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή, προσθέτει δε αυτή στην αξία των τριών Ε.Μ. ως ανεξάρτητος και αυτοτελής δείκτης (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Ροζάννα-Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/10, ημερ. 10.9.2015, Παντελής Λοϊζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 663). Η σύσταση αποτελεί, ως εκ της ιδιαίτερης γνώσης του Διευθυντή, για την καταλληλότητα των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης, επαυξητικό παράγοντα της αξίας τους (βλ. και Ευριδίκη Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 141/2019).

Συνακόλουθα, δεν εντοπίζεται σφάλμα ούτε στην τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, λαμβάνοντας μεταξύ άλλων, υπόψη και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, επέλεξε για προαγωγή τα τρία Ε.Μ., αναφέροντας τα εξής στη δική της απόφαση:

 

«Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια -αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ' αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, έκρινε ότι οι παρακάτω υπερέχουν των άλλων υποψηφίων, τις επέλεξε ως τις πιο κατάλληλες και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτές προαγωγή στη μόνιμη θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας Α', Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, από 01.04.2022:

 

1.   ΠΑΥΛΟΥ Μαρία

2.   ΡΟΥΣΟΥ Έλενα

3.   ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Άντρη

 

Η Επιτροπή, επιλέγοντας την υποψήφια με α/α 2, Παύλου Μαρία, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι εναντίον της εκκρεμεί πειθαρχική υπόθεση. Η Επιτροπή επανέλαβε ότι λειτουργεί υπέρ της υπαλλήλου το τεκμήριο της αθωότητας και από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιόν της δεν διαπιστώνεται ο,τιδήποτε που να τεκμηριώνει ο,τιδήποτε αρνητικό σε σχέση με την ακεραιότητα του χαρακτήρα της επιλεγείσας.

Επιλέγοντας τις υποψήφιες Ρούσου Έλενα (α/α 3) και Βενιζέλου Άντρη (α/α 4), η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτές υπερέχουν σε αρχαιότητα των μη επιλεγέντων υποψηφίων, με εξαίρεση έναντι της Κουπεπίδου-Νικολάου Ελένης (α/α 1), με την οποία γίνεται ιδιαίτερη σύγκριση πιο κάτω. [.] Σε ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων χρόνων, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι οι επιλεγείσες, αξιολογηθείσες ως καθόλα εξαίρετες, ουδενός υστερούν. Επιπλέον, οι επιλεγείσες διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων.

 

Επιλέγοντας την υποψήφια Παύλου Μαρία (α/α 2), η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή υπερέχει σε αρχαιότητα των μη επιλεγέντων υποψηφίων, με εξαίρεση έναντι της Κουπεπίδου-Νικολάου Ελένης (α/α 1), με την οποία γίνεται ιδιαίτερη σύγκριση πιο κάτω. [.] Σε ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων χρόνων,  στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η επιλεγείσα βρίσκεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με τους μη επιλεγέντες, αξιολογηθείσα στα τέσσερα από τα τελευταία πέντε έτη ως καθόλα εξαίρετη και στο έτος 2018 ως εξαίρετη στα πέντε στοιχεία και με πολύ ικανοποιητικά στα τρία. Επιπλέον, η επιλεγείσα διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων.

 

Περαιτέρω, σ' ό,τι αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή σημείωσε ότι τόσο και οι τρεις επιλεγείσες όσο και οι μη επιλεγέντες υποψήφιοι διαθέτουν επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι, όμως, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, τους απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα. Ειδικότερα, οι επιλεγείσες και οι υπόλοιποι μη επιλεγέντες υποψήφιοι, με εξαίρεση την Κουπεπίδου-Νικολάου Ελένη, διαθέτουν μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Μάστερ, όπως αναφέρονται αναλυτικά πιο πάνω στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Η Κουπεπίδου-Νικολάου Ελένη κατέχει Graduate Diploma in Marketing από το Chartered lnstitute of Marketing, το οποίο δεν είναι μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Μάστερ, επειδή όμως είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης η Επιτροπή το έλαβε υπόψη, αποδίδοντάς του τη δέουσα βαρύτητα.

 

Τέλος, συγκρινόμενες οι επιλεγείσες Ρούσου και Βενιζέλου με την υποψήφια με α/α 1, Κουπεπίδου-Νικολάου Ελένη, η οποία προηγείται αυτών σε αρχαιότητα, που προκύπτει από την κατοχή άλλων θέσεων πριν την παρούσα τους θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, την οποία κατέχουν από την ίδια ημερομηνία, η Επιτροπή έκρινε ότι το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγεισών, σημειώνοντας ότι η υποψήφια με α/α 1 δεν διαθέτει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και παρουσιάζεται με μειωμένες αξιολογήσεις στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των δύο από τα τρία τελευταία έτη. Επιπλέον, οι επιλεγείσες διαθέτουν επιπρόσθετο προσόν επιπέδου Master, σε αντίθεση με την Κουπεπίδου-Νικολάου Ελένη, της οποίας το επιπρόσθετο προσόν που διαθέτει είναι χαμηλότερου επιπέδου.

 

Συγκρινόμενη η επιλεγείσα Παύλου Μαρία με την υποψήφια με α/α 1, Κουπεπίδου-Νικολάου Ελένη, η οποία προηγείται αυτής σε αρχαιότητα, που προκύπτει από την κατοχή άλλων θέσεων πριν την παρούσα τους θέση Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, την οποία κατέχουν από την ίδια ημερομηνία, η Επιτροπή έκρινε ότι το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας, σημειώνοντας ότι η υποψήφια με α/α 1 δεν διαθέτει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και δεν υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα πέντε τελευταία έτη. Επιπλέον, όμως, η επιλεγείσα, πέραν της υπέρ της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, διαθέτει επιπρόσθετο προσόν επιπέδου Master, σε αντίθεση με την Κουπεπίδου-Νικολάου Ελένη, της οποίας το επιπρόσθετο προσόν που διαθέτει είναι χαμηλότερου επιπέδου.».

 

Η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ., κρίνεται ορθή και σύννομη, εύλογα επιτρεπτή, ενώ συνάδει και με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων. Η επιλογή των Ε.Μ., οι οποίες έχουν υπέρ τους την δοθείσα σύσταση και υπερέχουν σε προσόντα, αλλά και σε αξία έναντι της αιτήτριας, κρίνεται νόμιμη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή.  Η δε προαναφερθείσα υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, και η εξ’ αυτής συνεπαγόμενη υπέρτερη πείρα (Μουρτζή v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία v. Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756), για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, δεν μπορούν να επιδράσουν ουσιωδώς στη νομιμότητα και εγκυρότητα της τελικής, επίδικης, απόφασης.

 

Ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, κατά πάγια νομολογία, το διορίζον όργανο αξιολογεί και σταθμίζει τα πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, αποφεύγοντας δυο άκρα, ήτοι, αφενός, να μη δοθεί σ' αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Γιαννάκης Κολώνας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 94/2016 κ.α. ημερ. 26.7.2023, Σολομωνίδη, ανωτέρω, Πούρος, ανωτέρω, Ζωδιάτης, ανωτέρω). Εν προκειμένω, και δεδομένης της συνολικής υπηρεσιακής εικόνας αιτήτριας και Ε.Μ., δεν εντοπίζω να εκφεύγει των πιο πάνω ορίων η υπό της καθ’ ης η αίτηση αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το διορίζον όργανο, κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για συγκεκριμένη θέση, δύναται να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ό,τι σε άλλον, στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας (Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 82, lerides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 180, Θέσπις Παντζαρή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 744/98, ημερ. 26.5.1999, Ανδρέας Χρίστου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθ. Αρ. 134/96, ημερ. 19.3.1997). Πεδίο δε για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης, κάτι που εν προκειμένω δεν εντοπίζεται.

 

Όπως, με βάση τα προεκτεθέντα, δεν εντοπίζεται κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Από τα σχετικά πρακτικά και δη αυτό της συνεδρίας 17.3.2022, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, προκύπτουν με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή των Ε.Μ., έναντι της αιτήτριας, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Προκύπτει από το εν λόγω πρακτικό ότι λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων, οι φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στα πέντε τελευταία χρόνια, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων. Από το πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας, προκύπτει ευκρινώς το σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. και η διενέργεια της δικής της, δέουσας έρευνας. Στην απόφασή της, η καθ’ ης η αίτηση καταγράφει τα κριτήρια αξιολόγησης και γενικότερα όλα όσα έλαβε υπόψη της προκειμένου να επιλέξει τα Ε.Μ., ενώ προβαίνει και σε συγκριτική αντιπαραβολή των Ε.Μ. με τους άλλους υποψηφίους, περιλαμβανομένης και της αιτήτριας, που έχουν επιπρόσθετα προσόντα, παρόλο που έχει πολλάκις νομολογηθεί πως το διορίζον όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να αναφερθεί ονομαστικά σε υποψηφίους που δεν επιλέγει (Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 291, Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1999) 3 Α.Α.Δ. 110). Ειδικά δε σε σχέση με το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας, ρητά καταγράφηκε ότι λήφθηκε υπόψη και του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα. Η δε αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί, και όντως συμπληρώνεται, από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, Ε.Δ.Δ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022).

 

Ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται. Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και ούτε επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017). Επαρκής θεωρείται η έρευνα που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, 450), η δε έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία επί της έρευνας που θα ακολουθηθεί είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023).

 

Οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι αποκρυσταλλωμένες: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός, ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).

 

Εν προκειμένω, κρίνω ότι η καθ’ ης η αίτηση έδρασε εντός ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η οικεία νομοθεσία και η νομολογία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της καθ’ ης η αίτηση, αλλ’ ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου: η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των θεσμοθετημένων κριτηρίων προαγωγής, στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης (βλ. Θεοκλέους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.α., Αναθεωρ. Έφεση Αρ. 90/2013, ημερ. 26.11.2019 Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7/2011, ημερ. 21.12.2016 και Κούσιου Κορφιώτου, ανωτέρω) και, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σύννομη και ορθή και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή.

 

Υπενθυμίζεται, καταληκτικά, ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκεί όπου απουσιάζει έκδηλη υπεροχή, ώστε να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, εκτός αν πράγματι προκύπτει μια τέτοια έκδηλη υπεροχή (Χρίστος Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 901/2010, ημερ. 8.10.2013, ΕΔΥ ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3Γ Α.Α.Δ. 1318). Στην υπό κρίση περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια εντός των ορίων που της παρέχει ο Νόμος και σε καμία περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας έναντι των Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου, η οποία, κατά πάγια νομολογία, είναι δυνατή μόνον όπου διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή έναντι του επιλεγέντος υποψηφίου (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023).

 

Εν κατακλείδι, έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, η δε προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €1600 έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο