ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1683/2018, 1739/2018 και 1880/2018
19 Νοεμβρίου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
Υπόθεση Αρ. 1683/2018
Αναστασία Κωστοπούλου
Αιτήτρια
και
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου
Καθ' ης η Αίτηση
..........
Υπόθεση Αρ. 1739/2018
Χριστόδουλος Χριστοδούλου
Αιτητής
και
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου
Καθ' ης η Αίτηση
..........
Υπόθεση Αρ. 1880/2018
Μηνάς Πατσαλίδης
Αιτητής
και
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου
Καθ' ης η Αίτηση
![]()
Πάνος Παναγιώτου για Κωνσταντίνου, Παναγιώτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 1683/2018.
Βαρτενή Κασαπιάν (κα) για Χρίστος Πατσαλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1739/2018 και 1880/2018.
Θεογνωσία Κουσπή (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη αρ.1 Μάριο Χαραλάμπους, αρ.3 Βραχίμη Κουτσολουκά, αρ.4 Γιώργο Παναγιώτου, αρ.5 Αλέξη Βιολάρη, αρ.6 Κώστα Κωνσταντίνου, αρ.7 Κωνσταντίνο Ιωάννου, αρ.8 Νικόλα Νικολάου, αρ.9 Αντώνιο Αντωνίου, αρ.10 Θεοδώρα Ξέναρου, αρ.12 Γιάννη Άντωνα, αρ.13 Μαρία Τιτσινίδου, αρ.15 Μάριο Παπανδρέου, αρ.16 Τάσο Όμπασιη.
Άννα Κ. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Kαθ' ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ: Οι αιτητές με τις προσφυγές τους ζητούν την ακύρωση της απόφασης της καθ' ης η αίτηση με την οποία αποφάσισε να διορίσει από 1.10.2018 στις θέσεις Βοηθού Μηχανικού Δικτύου τους 1. Μάριο Χαραλάμπους, αρ.2 Σταύρο Σάουρο, αρ. 3 Βραχίμη Κουτσολουκά, αρ. 4. Γιώργο Παναγιώτου, αρ. 5 Αλέξη Βιολάρη, αρ. 6 Κώστα Κωνσταντίνου, αρ. 7 Κωνσταντίνο Ιωάννου, αρ. 8 Νικόλα Νικολάου, αρ. 9 Αντώνιο Αντωνίου, αρ. 10 Θεοδώρα Ξέναρου, αρ. 11 Παύλο Νικολαϊδη, αρ. 12 Γιάννη Άντωνα, αρ. 13 Μαρία Τιτσινίδου, αρ. 14 Ανδρέα Πάλλη, αρ. 15 Μάριο Παπανδρέου, αρ. 16. Τάσο Όμπασιη , αντί των αιτητών.
Τα γεγονότα της υπόθεσης καταγράφονται στην Ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, και το σχετικό περιεχόμενο των φακέλων αποτυπώνει την εικόνα της ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεσης ως ακολούθως.
Η Καθ’ ης η Αίτηση στη συνεδρία της ημερομηνίας 4.4.2017, ενέκρινε μεταξύ άλλων και το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Βοηθού Μηχανικού Δικτύου. Στις 12.4.2017 η Καθ’ ης η Αίτηση με τη Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων Πρώτου Διορισμού Αρ. Α/2-2017 προκήρυξε μεταξύ άλλων δύο (2) κενές θέσεις Βοηθού Μηχανικού Δικτύου (συνδυασμένη με τη θέση του Μηχανικού Δικτύου) Κλίμακα Ν3 στο Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς Κύπρου για τις οποίες υποβλήθηκαν 464 αιτήσεις. Από τους 464 αιτητές, προσήλθαν και παρακάθησαν στις γραπτές εξετάσεις που έγιναν στις 15.7.2017 οι 297 υποψήφιοι, ενώ οι εν λόγω εξετάσεις διεξήχθησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου Αρ.6(1) του 1998 έως 2008 (οι Περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμοι του 1998 έως 2006 και του Τροποποιητικού Νόμου 106(Ι) του 2008). Εν τω μεταξύ, οι θέσεις προς πλήρωση αυξήθηκαν κατά δύο (2). Σε προσωπική συνέντευξη με την Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Καθ’ ης η Αίτηση στις 17.10.2017, κλήθηκαν 12 υποψήφιοι (τριπλάσιος αριθμός των κενών θέσεων) κατά σειρά επιτυχίας στις γραπτές εξετάσεις οι οποίοι πληρούσαν το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, αφού απένειμε τις μονάδες που προνοούνται από το πιο πάνω Νόμο, κατάρτισε Πίνακα στον οποίο αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά επιτυχίας με βάση την τελική βαθμολογία. Τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Καθ’ ης η Αίτηση στη συνεδρία τους ημερομηνίας 14.11.2017 αφού μελέτησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία, ενέκριναν και υιοθέτησαν ομόφωνα τον Πίνακα Διοριστέων και αποφάσισαν την πλήρωση των τεσσάρων (4) θέσεων, βάσει της σειράς επιτυχίας των υποψηφίων. Ακολούθησε επιστολή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ημερομηνίας 9.5.2018, όπου ενημέρωσε την Καθ’ ης η Αίτηση ότι, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού της Βουλής σε συνεδρία της, αποφάσισε την εξαίρεση από την αναστολή πλήρωσης θέσεων είκοσι τριών (23) επιπρόσθετων θέσεων Βοηθού Μηχανικού Δικτύου με αποτέλεσμα να διοριστούν επτά (7) άτομα οι οποίοι ακολουθούσαν στον Πίνακα Διοριστέων από 1.7.2018. Με αυτούς τους διορισμούς ο Πίνακας Διοριστέων Βοηθού Μηχανικού Δικτύου που είχε αναρτηθεί στα κατά τόπους γραφεία της Καθ’ ης η Αίτηση στις 15.11.2017 εξαντλήθηκε, αφού όλοι οι υποψήφιοι που φαίνονται στον εν λόγω ΠΙΝΑΚΑ διορίστηκαν την 1.1.2018 και την 1.7.2018. Ο συνολικός αριθμός θέσεων που εκκρεμούσε να πληρωθεί περαιτέρω ανερχόταν στις δεκαέξι (16) θέσεις. Για τον λόγο αυτό, διεξάχθηκαν νέες προφορικές συνεντεύξεις για σαράντα οχτώ (48) υποψηφίους δηλαδή τον τριπλάσιο αριθμό των διαθέσιμων θέσεων και η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κατάρτισε πίνακα ο οποίος εγκρίθηκε στις 2.8.2018 από την Καθ' ης η αίτηση και στις 3.8.2018 ανακοινώθηκε ο πίνακας διοριστέων, ενώ στις 25.6.2018, διεξήγαγε προφορικές συνεντεύξεις. Ακολούθως διορίστηκαν οι πρώτοι δεκαέξι (16) στον πίνακα διοριστέων, δηλαδή τα ενδιαφερόμενα μέρη στις υπό κρίση προσφυγές.
Η Καθ' ης η αίτηση εγείρει τέσσερις προδικαστικές ενστάσεις των οποίων η εξέταση έχει προτεραιότητα. Εισηγείται καταρχήν ότι, οι αιτητές στερούνται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος να εγείρουν τις παρούσες προσφυγές καθότι αποδέκτηκαν ανεπιφύλακτα να συμμετέχουν σε διαδικασία διορισμού, την οποία γνώριζαν εκ των προτέρων και δεν έγειραν οποιαδήποτε ένσταση ή επιφύλαξη. Με την δεύτερη προδικαστική ένσταση ισχυρίζεται ότι, οι αιτητές στερούνται του απαραίτητου έννομου συμφέροντος να εγείρουν τις προσφυγές, καθότι η επίδικη απόφαση δεν διαμόρφωσε οποιαδήποτε νέα κατάσταση που να επηρεάζει το όποιο έννομο συμφέρον των αιτητών, αφού η μόνη κατάσταση και/ή πράξη που έχει επηρεάσει (αν έχει επηρεάσει) τους αιτητές είναι, αυτή ταύτη η πράξη και/ή απόφαση της κατάρτισης του Πίνακα Διοριστέων στις 3.8.2018 και όχι η προσβαλλόμενη απόφαση προσφοράς διορισμού στα ενδιαφερόμενα μέρη, βάση της σειράς κατάταξης τους στον Πίνακα Διοριστέων. Ως τρίτη προδικαστική ένσταση ότι, οι Προσφυγές είναι εκπρόθεσμες αφού καταχωρήθηκαν μετά την εκπνοή της αποκλειστικής προθεσμίας των 75 ημερών, καθότι, παρόλο που ο Πίνακας Διοριστέων για την πλήρωση των επίδικων θέσεων δημοσιεύτηκε στις 3.8.2018, οι προσφυγές καταχωρήθηκαν την 1.11.2018, 6.12.2018 και 13.12.2028. Η Καθ’ ης η Αίτηση εγείρει επίσης τέταρτη προδικαστική ένσταση ότι, η προσβαλλομένη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη εκτέλεσης, καθότι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη είναι η απόφαση της Καθ’ ης η Αίτηση για καταρτισμό του Πίνακα Διοριστέων ημερομηνίας 3.8.2018.
Οι αιτητές απορρίπτουν και τις τέσσερις, σχετικές μεταξύ τους, προδικαστικές ενστάσεις, αφού απαντούν ότι ο καταρτισμός του πίνακα διοριστέων είναι ενδιάμεση προπαρασκευαστική πράξη και ως τέτοια δεν παράγει εκτελεστή πράξη μέχρι τη λήψη απόφασης διορισμού ή προαγωγής. Συνεπώς, προβάλουν ότι, ορθώς δεν προσέβαλαν τον Πίνακα Διοριστέων αλλά την απόφασης της Καθ' ης η αίτηση να διορίσει τα Ε/Μ στις θέσεις Βοηθού Μηχανικού Δικτύου από 1.10.2028.
Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, το ζήτημα τήρησης της προθεσμίας των 75 ημερών που θέτει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος για καταχώρηση της αίτησης ακυρώσεως, αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης το οποίο εξετάζεται από το Δικαστήριο και αυτεπάγγελτα (Αθηνά Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 345/2003, ημερ. 14.6.2004 και L΄Union Nationale (Tourism and Sea Resort) Ltd ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (1998) 3 Α.Α.Δ. 513). Η δε εξέταση του εν λόγω ζητήματος προέχει της εξέτασης οποιουδήποτε άλλου ισχυρισμού, αφού, αν η προσφυγή όντως κριθεί εκπρόθεσμη, τότε οποιοσδήποτε άλλος εγειρόμενος ισχυρισμός και προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης παύει να έχει οποιαδήποτε σημασία, ως λογικά ακολουθών το εμπρόθεσμο της προσφυγής (Μιχάλης Χάλιου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 435/2008, ημερ. 5.3.2010).
Όπως καταγράφεται ανωτέρω στα γεγονότα της υπόθεσης, η προσβαλλόμενη πράξη επηρεάζεται από τον καταρτισμό του υπό αναφορά Πίνακα Διοριστέων. Ωστόσο, ο εν καταρτισμός του πίνακα ημερομηνίας 3.8.2018, δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει, άνευ ετέρου, τον διορισμό εκάστου υποψηφίου στις επίδικες θέσεις. Και τούτο, καθότι, ως ρητά προβλέπεται στο Νόμο, η διαδικασία διορισμού δεν ολοκληρώνεται με τον καταρτισμό του Πίνακα, αλλά απαιτούνται και άλλες ενέργειες και/ή πράξεις που θα πρέπει να λάβουν χώρα προκειμένου αυτό να συμβεί. Συγκεκριμένα, ως προβλέπεται στο σχετικό άρθρο του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου, Ν. 6(Ι)/1998 Νόμου :
«(7)(α) Η διορίζουσα αρχή προβαίνει στην πλήρωση των κενών θέσεων µε την προσφορά στους υποψηφίους διορισµού σε αυτές, µε βάση τη σειρά κατάταξής τους στον Πίνακα και µέχρι τη συµπλήρωση των κενών θέσεων:
Νοείται ότι η διορίζουσα αρχή µπορεί µε αιτιολογηµένη απόφαση της να µην προχωρήσει στην πλήρωση των θέσεων ή ορισµένων από αυτές, αν κρίνει ότι οι υποψήφιοι που έχουν σειρά διορισµού δεν είναι κατάλληλοι για διορισµό.».
Με βάση την πρόνοια του Άρθρου 7(α), η κατάταξη από μόνη της δεν οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι σίγουρα θα επιλεγεί υποψήφιος ο οποίος κατατάσσεται πιο πάνω από άλλον, έτσι ώστε στο στάδιο της δημοσίευσης του πίνακα διοριστέων να προκύπτει εκτελεστή πράξη που επηρεάζει τα συμφέροντα των αιτητών χωρίς να χρειάζεται να αναμένεται η τελική απόφαση, αλλά απαιτείται και η υπό της διορίζουσας αρχής υποβολή της προσφοράς διορισμού εκάστου υποψηφίου, ενώ ρητά προβλέπεται και η περίπτωση να µην προχωρήσει η αρμόδια αρχή στην πλήρωση των θέσεων ή ορισµένων από αυτές, αν κρίνει ότι οι υποψήφιοι που έχουν σειρά διορισµού, δεν είναι κατάλληλοι για διορισµό.
Λέγοντας αυτά, θα συμφωνήσω με την εισήγηση των αιτητών ότι ο καταρτισμός του πίνακα διοριστέων συνιστά προπαρασκευαστική πράξη και δεν θα μπορούσε να προσβληθεί αυτοτελώς. Κατ’ επέκταση οι προδικαστικές ενστάσεις οι οποίες εδράζονται ακριβώς στην ίδια βάση, ότι δηλαδή δεν είχε προσβληθεί ο Πίνακας Διοριστέων και ότι οι επίδικες προσφυγές είναι εκπρόθεσμες ή ότι προσβάλλουν βεβαιωτικές πράξεις, απορρίπτονται. Ειδικότερα, ως προς την εισήγηση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος των αιτητών λόγω ανεπιφύλακτης αποδοχής της διαδικασίας, θα καταπιαστώ στη συνέχεια, σχολιάζοντας τους λόγους ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές αναφορικά με το δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Προτού προχωρήσω στην εξέταση των λόγων ακύρωσης τους οποίους προωθεί έκαστος αιτητή, θα παραθέσω την αξιολόγηση της οποίας έτυχαν αιτητές και Ενδιαφερόμενα Μέρη, σημειώνοντας ότι η διαδικασία πλήρωσης των επίδικων θέσεων αποφασίστηκε όπως διεξαχθεί στη βάση των προνοιών του περί Αξιολόγησης για Διορισμό στην Δημόσια Υπηρεσία Νόμο (Ν. 6(1)/1998) και επομένως η επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων θα γινόταν στην βάση του πίνακα κατάταξης των υποψηφίων, μετά από συμψηφισμό της βαθμολογίας που ο καθένας εξ’ αυτών θα λάμβανε σε ένα έκαστο από τα προβλεπόμενα από το Νόμο κριτήρια. Περαιτέρω, κατά τη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΗΚ που έλαβε χώρα στις 5.9.2017 η αποφασίστηκε η κατανομή των προβλεπόμενων μονάδων. Συγκεκριμένα αποφασίστηκε για το κριτήριο των πρόσθετων προσόντων, μεταπτυχιακός τίτλος MSc ή ΜΒΑ θα λάβει 2 μονάδες και Διδακτορικός 3 μονάδες, ενώ σε ότι αφορά το κριτήριο της πείρας για κάθε συμπληρωμένο έτος, 1 μονάδα και συμπληρωμένα 5 έτη και άνω, 5 μονάδες.
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της Ένστασης και των οικείων διοικητικών φακέλων, η Αιτήτρια στην προσφυγή 1683/2018 Αναστασία Κωστοπούλου εξασφάλισε 70.40 στη γραπτή Εξέταση και 10.80 στην προφορική εξέταση, ο Αιτητής στην προσφυγή 1739/2018 Χριστόδουλος Χριστοδούλου εξασφάλισε 73.60 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 9.50 στην προφορική εξέταση και ο Αιτητής στην προσφυγή 1880/2018 Μηνάς Πατσαλίδης εξασφάλισε 64.70 μονάδες στη Γραπτή Εξέταση και 15.50 στην προφορική εξέταση.
Αντίστοιχα, ως προκύπτει από έγγραφα των οικείων διοικητικών φακέλων, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη εξασφάλισαν τις ακόλουθες βαθμολογίες:
1. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 1 Μάριος Χαραλάμπους εξασφάλισε 74.80 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 17.50 στην προφορική εξέταση
2. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 2 Σταύρος Σάουρος εξασφάλισε 75.10 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 17.90 στην προφορική εξέταση
3. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 3 Βραχίμης Κουτσόλουκας, εξασφάλισε 74.00 στη γραπτή εξέταση και 18.00 στην προφορική εξέταση
4. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 4 Γιώργος Παναγιώτου, εξασφάλισε 74.00 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 17.80 στην προφορική εξέταση
5. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 5 Αλέξης Βιολάρης εξασφάλισε 74.60 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 18.00 στην προφορική εξέταση
6. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 6 Κώστας Κωνσταντίνου εξασφάλισε 74.00 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 17.80 στην προφορική εξέταση
7. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 7 Κωνσταντίνος Ιωάννου, εξασφάλισε 71.90 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 17.60 στην προφορική εξέταση
8. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 8 Νικόλας Νικολάου εξασφάλισε 71.60 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 17.50 στην προφορική εξέταση
9. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 9 Αντώνης Αντωνίου εξασφάλισε 70.80 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 17.80 στην προφορική εξέταση
10. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 10 Θεοδώρα Ξέναρου εξασφάλισε 70.60 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 17.60 στην προφορική εξέταση
11. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 11 Παύλος Νικολαϊδης, εξασφάλισε 75.40 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 16.70 στην προφορική εξέταση
12. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 12 Γιάννης Άντωνας εξασφάλισε 70.50 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 16.00 στην προφορική εξέταση
13. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 13 Μαρία Τιτσινίδου εξασφάλισε 70.00 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 16.00 στην προφορική εξέταση
14. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 14 Ανδρέας Πάλλης εξασφάλισε 73.20 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 19.00 στην προφορική εξέταση
15. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 15 Μάριος Παπανδρέου εξασφάλισε 69.30 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 15.50 στην προφορική εξέταση
16. Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 16 Τάσος Όμπασιης εξασφάλισε 61.90 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 20.00 στην προφορική εξέταση.
Στα πρακτικά εντοπίζεται αποτυπωμένη αξιολόγηση στο σύνολο των κριτηρίων και την προφορική συνέντευξη στην οποία υποβλήθηκαν οι Αιτητές και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Ως το σχετικό πρακτικό της Καθ’ ης η αίτηση «[...] Κατά την προφορική συνέντευξη, οι εν λόγω υποψήφιοι, παρουσιάστηκαν ο καθένας ξεχωριστά ενωπιον των Μελών και κλήθηκαν να απαντήσουν όλοι τις ίδιες ερωτήσεις, με σκοπό την αξιολόγηση της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της ικανότητας των υποψηφίων για επικοινωνία, περιλαμβανομένης της έκφρασης, σαφήνειας, πειστικότητας και γενικά της ικανότητας τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και της απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.
Ακολούθως, τα Μέλη μελέτησαν και αξιολόγησαν προσεκτικά όλα τα εκτεθέντα ενώπιον τους στοιχεία και προέβησαν σε ενδελεχή και δική τους έρευνα για τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά.»
Παρατηρώντας πάντα τους πίνακες με τη Συγκεντρωτική Βαθμολογία, συμπεριλαμβανομένης της γραπτής εξέτασης, του προφορικού βαθμού, των πρόσθετων προσόντων και της πείρας, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 1683/2018 και ο Αιτητής στην προσφυγή 1880/2018 έλαβαν έκαστος συνολική βαθμολογία 88.20, ο Αιτητής στην προσφυγή 1739/2018 έλαβε συνολική βαθμολογία 88.10, δηλαδή έλαβαν χαμηλότερη βαθμολογία από όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, τα οποία έλαβαν από 100.30 το ΕΜ.1 μέχρι 88.90 το ΕΜ.16. Αναλυτικά, από τα δεδομένα των φακέλων προκύπτει ότι, ο Αιτητής στην προσφυγή 1880/2018 έχει εξασφαλίσει αρκετά χαμηλότερη βαθμολογία έναντι όλων των Ενδιαφερομένων Μερών πλην ενός στις γραπτές εξετάσεις και χαμηλότερη βαθμολογία στην προφορική συνέντευξη πάλι έναντι όλων των Ενδιαφερομένων Μερών πλην του ΕΜ αρ. 15 όπου έλαβαν την ίδια βαθμολογία. Ομοίως, η Αιτήτρια στην προσφυγή 1683/2018 έχει λάβει χαμηλότερη βαθμολογία από τα πλείστα Ενδιαφερόμενα Μέρη στην γραπτή εξέταση (πλην των Ενδιαφερομένων Μερών αρ. 13, 15 και 16 που έχουν λάβει ελαφρώς χαμηλότερη βαθμολογία έναντι της) αλλά και αισθητά χαμηλότερη βαθμολογία στην προφορική συνέντευξη έναντι όλων των Ενδιαφερομένων Μερών. Ο δε Αιτητής στην προσφυγή 1739/2018 έχει λάβει ελαφρώς μικρότερη βαθμολόγια στην Γραπτή Εξέταση έναντι κάποιων ΕΜ και ελαφρώς υψηλότερη έναντι άλλων, όμως έχει λάβει σαφώς μικρότερη βαθμολογία έναντι όλων των ΕΜ στην προφορική συνέντευξη. Επίσης, αυτός δεν κατέχει πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν και υστερεί έναντι όλων των Ενδιαφερομένων Μερών, που κατέχουν πρόσθετα προσόντα.
Νομικοί ισχυρισμοί από την Αιτήτρια στην προσφυγή 1683/2018.
Η αιτήτρια προωθεί μέσω της αγόρευσης της σειρά από λόγους ακύρωσης και εστιάζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του περί Αξιολόγησης για Διορισμό στην Δημόσια Υπηρεσία Νόμου (Ν. 6(Ι)/1998) αφού, όπως υποστηρίζει, οι επίδικες θέσεις υπερβαίνουν τις κλίμακες εισδοχής που προνοεί ο Νόμος, ενώ η απόδοση μονάδων για την προηγούμενη πείρα υποψηφίων παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Ακόμα επικαλείται έλλειψη δέουσας έρευνας και πάσχουσα αιτιολογία εκ μέρους της Καθ’ ης η αίτηση, όπως και παραβίαση της αρχής της ισότητας κατά τη διαδικασία της προφορικής εξέτασης. Ακόμα επικαλείται μη τήρηση άρτιων πρακτικών και λήψη απόφασης από όργανο υπό παράνομη σύνθεση.
Εξετάζοντας καταρχήν τον ισχυρισμό περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών και λήψης απόφασης από όργανο υπό παράνομη σύνθεση, διαπιστώνω τα ακόλουθα. Η αιτήτρια εισηγείται ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, διότι παρά το ότι οι προφορικές εξετάσεις διεξάχθηκαν σε τρεις διαφορετικές συνεδρίες, τηρήθηκε ένα πρακτικό και για τις τρεις συνεδρίες, ενώ οι υπογραφές δεν είναι πλήρεις. Εισηγείται ακόμα ότι, πάσχει η σύνθεση της Καθ' ης η αίτηση στη συνεδρία ημερομηνίας 2.8.2018 διότι τα πρακτικά υπογράφηκαν από τον πρόεδρο ο οποίος δεν μετείχε στην εν λόγω συνεδρία.
Ως η πάγια νομολογία, η τήρηση πρακτικών από ένα διοικητικό όργανο αποσκοπεί στο να επιτρέψει τον δικαστικό έλεγχο νομιμότητας της διαδικασίας. Η δε αρτιότητα ενός πρακτικού κρίνεται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι προφορικές εξετάσεις κατά παραδοχή της Καθ’ ης η αίτηση επεκτάθηκαν σε τρεις συνεδρίες. Η σύνταξη ενός ενιαίου πρακτικού στο οποίο περιλήφθηκαν όλοι οι υποψήφιοι αντί τριών, δεν επηρεάζει την αρτιότητά του εφόσον περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία και πληροφορίες που χρειάζονται για να διεκπεραιωθεί ο δικαστικός έλεγχος (βλ. Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Κεννέ-Μαρμαρά ν. ΑΤΗΚ, Υπόθεση Αρ. 1225/2007, 14.4.2009).
Ανατρέχοντας στα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω ότι, ούτε η εισήγηση περί μη αρτιότητας του ιδίου πρακτικού λόγω μη υπογραφής από τον προεδρεύοντα των συνεδριών ευσταθεί, αφού υπογράφεται ή μονογράφεται σε όλες τις σελίδες από τον Πρόεδρο. Όπως ορθά παρατηρεί η ευπαίδευτη δικηγόρος της Καθ' ης η αίτηση, στο Παράρτημα 11 της Ένστασης της, μετά από το κείμενο των πρακτικών και τον τελικό κατάλογοι επιτυχόντων για πρόσληψη επισυνάπτεται ο κατάλογος των 48 υποψηφίων που κλήθηκαν στη προφορική εξέταση επί 3 φορές και ο κάθε κατάλογος υπογράφεται από έκαστο μέλος της Συμβουλευτικςή Υπεπιτροπής.
Εισηγείται, επίσης, η αιτήτρια ότι πάσχει η σύνθεση της Καθ' ης η αίτηση ημερομηνίας 2.8.2018 διότι τα πρακτικά υπογράφηκαν από τον πρόεδρο ο οποίος δεν μετείχε στην εν λόγω συνεδρία. Ο λόγος που προβάλλεται δεν αφορά ούτε επηρεάζει τη νόμιμη σύνθεση του οργάνου, ως η εισήγηση της αιτήτριας. Πράγματι, φαίνεται να υπογράφονται από τον πρόεδρο και όχι τον προεδρεύοντα, όμως ρητώς καταγράφεται η σύνθεση του οργάνου κατά την εν λόγω συνεδρία, χωρίς τη συμπερίληψη του προέδρου ο οποίος δεν μετείχε λόγω επαγγελματικού κωλύματος. Συνεπώς, πρόκειται περί επουσιώδους παρατυπίας η οποία δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης. Ο ισχυρισμός της αιτήτριας, περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών και λήψης απόφασης από όργανο υπό παράνομη σύνθεση, απορρίπτεται.
Περαιτέρω, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι ενόψει της κλίμακας στην οποία ανήκει η επίδικη θέση πρώτου διορισμού (Ν3 η οποία αντιστοιχεί στην Κλίμακα Α9 του κυβερνητικού μισθολογίου) η Καθ' ης η Αίτηση εσφαλμένα έκρινε ότι εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο ήταν εν προκειμένω η διαδικασία διορισμού που προβλέπεται στον Ν. 6(Ι)/1998. Ωστόσο, κρίνω ότι η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται στην έγερση του υπό αναφορά λόγου ακύρωσης καθότι, η ίδια, λαμβάνοντας πλήρη γνώση ως προς την διαδικασία που θα ακολουθείτο για την πλήρωση των επίδικων θέσεων εφόσον καταγράφεται ρητά στη δημοσιευθείσα προκήρυξη, υπέβαλε αίτηση συμμετοχής και συμμετείχε ανεπιφύλακτα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Επομένως, η αιτήτρια στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος να υποβάλει και να προωθήσει τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, ενώ παράλληλα η προώθηση του προσκρούει στο δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Περαιτέρω, υπό τον γενικό τίτλο «έλλειψη δέουσας έρευνας» η αιτήτρια προωθεί σειρά από επιχειρήματα προς υποστήριξη της θέσης ότι, κατά την διαδικασία διορισμού των Ενδιαφερομένων Μερών στις επίδικες θέσεις, η Καθ’ ης η αίτηση υπέπεσε σε σειρά σφαλμάτων και πλημμελειών σε ότι αφορά την αξιολόγηση των αιτήσεων που υποβλήθηκαν από τους υποψηφίους. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι αρκετά από τα πιστοποιητικά που είναι κατατεθειμένα εντός των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και συνιστούν πιστοποιητικά που θα έπρεπε να είχαν υποβληθεί μαζί με την αίτηση τους για συμμετοχή στη διαδικασία των επίδικων θέσεων, φέρουν ένδειξη ότι κατατέθηκαν μετά από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων και ως εκ τούτου, η Καθ’ ης η αίτηση έκρινε υποψηφίους ως προσοντούχους των οποίων οι αιτήσεις δεν ήταν πλήρεις ή δεν συνοδεύονταν από τα απαραίτητα πιστοποιητικά, ενώ επίσης αξιολόγησαν τους υποψηφίους αυτούς στο κριτήριο των πρόσθετων προσόντων και της πείρας μόνο στη βάση των όσων καταγράφονται στην αίτηση τους και χωρίς η κατοχή τους να επικυρώνεται από οποιοδήποτε σχετικό πιστοποιητικό ή βεβαίωση. Προβάλει ακόμα ότι, εσφαλμένα ή πεπλανημένα πιστώθηκαν υπέρ των Ενδιαφερομένων Μερών μονάδες για την κατοχή πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων, όπως επίσης πεπλανημένα πιστώθηκαν υπέρ των Ενδιαφερομένων Μερών μονάδες για σχετική με τα καθήκοντα της θέσης προηγούμενη πείρα.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται, έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με πιστοποιητικά που κατά την ίδια, δεν υποβλήθηκαν ή υποβλήθηκαν χωρίς ημερομηνία ή με ημερομηνία μεταγενέστερη. Όπως όμως ορθά παρατηρεί η ευπαίδευτη δικηγόρος των Ενδιαφερομένων Μερών, ο ισχυρισμός της αιτήτριας δεν υποστηρίζεται από κανένα έγγραφο ή δεδομένο με αναφορά στο περιεχόμενο των οικείων διοικητικών φακέλων και συνεπώς πρόκειται για εικασία, η οποία δεν υποστηρίζεται από καμία απολύτως ένδειξη ως προς την εγκυρότητα της. Έχω διεξέλθει των διοικητικών φακέλων και δεν εντοπίζω οιαδήποτε παράλειψη της Καθ' ης η αίτηση να ερευνήσει δεόντως οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με τα έγγραφα που υπέβαλαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Αντίθετα, τα πιστοποιητικά των υποψηφίων είναι κατατεθειμένα δεόντως στους οικείους διοικητικούς φακέλους και πιστοποιούν τόσο την αλήθεια του περιεχομένου τους, όσο και τον πραγματικό χρόνο κατάρτισης τους. Η αιτήτρια όφειλε, ενόψει του βάρους απόδειξης που φέρει προς τεκμηρίωση των λόγων ακύρωσης που προωθεί, να καταδείξει ότι έχει παρεισφρήσει, τουλάχιστον, πιθανολόγηση πλάνης. Τίποτα στους οικείους διοικητικού φακέλους δεν αποκαλύπτει τέτοια πλάνη, ούτε πιθανολόγηση της. Επομένως ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται από το Δικαστήριο.
Η αιτήτρια περαιτέρω προβάλει ισχυρισμούς αναφορικά με τον χρόνο εγγραφής συγκεκριμένων Ενδιαφερομένων Μερών στο ΕΤΕΚ. Συγκεκριμένη αναφορά γίνεται στο Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 16 Όμπασιης, το οποίο έχει προσκομίσει την βεβαίωση εγγραφής ως μέλος στο ΕΤΕΚ με ημερομηνία μεταγενέστερη της τελευταίας ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων και ως εκ τούτου, κατά τη θέση της αιτήτριας, η υποψηφιότητα του θα έπρεπε εξ' αρχής να τύχει απόρριψης επειδή δεν είχε υποβάλει εμπροθέσμως την απαιτούμενη βεβαίωση. Περαιτέρω, σε ότι αφορά τα Ενδιαφερόμενα Μέρη αρ. 6 Κωνσταντίνου, αρ. 7 Ιωάννου και 13 Τιτσινίδου, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι, αντί να προσκομίσουν ως όφειλαν βεβαίωση εγγραφής στο ΕΤΕΚ προσκόμισαν αντίγραφο της άδειας εξασκήσεως επαγγέλματος του ΕΤΕΚ στην οποία δεν αποτυπώνεται και είναι αδύνατο να διαπιστωθεί πότε έγινε η εγγραφή τους στο Μητρώο Μελών. Ωστόσο και αυτός ο ισχυρισμός απορρίπτεται από το Δικαστήριο. Απόλυτα σχετική είναι εν προκειμένω η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Πετρόπουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, ΑΕ 41/2015 ημερ. 26.11.2021 όπου κρίθηκε ότι η ημερομηνία εγγραφής στο ΕΤΕΚ δεν αποτελεί αφ' εαυτης απαιτούμενο προσόν καθότι πρόκειται για διαδικασία αναγνώρισης ενός προσόντος η κατοχή του οποίου μάλιστα (αφ' εαυτης) δεν προϋποθέτει προηγούμενη δοκιμασία του υποβάλλοντος την αίτηση για εγγραφή και ως εκ τούτου η εγγραφή ήτο αρκετό να υπήρχε κατά την ημερομηνία του διορισμού.
Η διαπίστωση μου ανωτέρω αναφορικά με την υποβολή από συγκεκριμένα ΕΜ βεβαίωσης εγγραφής στο ΕΤΕΚ η οποία ήτο αρκετό να υπήρχε κατά την ημερομηνία του διορισμού, εν πολλοίς ισχύει και αναφορικά με την πιστοποίηση της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας. Συγκεκριμένη αναφορά κάνει η αιτήτρια στα Ενδιαφερόμενα Μέρη αρ. 10 Ξέναρου και αρ. 13 Τιτσινίδου, ότι αυτά δεν υπέβαλαν οποιοδήποτε πιστοποιητικό με το οποίο τεκμαίρουν την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής η οποία ήταν απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Επίσης, σε ότι αφορά το Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 15 Παπανδρέου, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι αυτός προσκόμισε το σχετικό πιστοποιητικό των αγγλικών (GCE Ο Level) σε χρόνο μεταγενέστερο της τελευταίας ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων, αφού φέρει σφραγίδα «πιστό αντίγραφο» με σημείωση ημερομηνίας 20.9.2018. Επαναλαμβάνοντας ότι δεν τίθεται ζήτημα εκπροθέσμου πιστοποιητικού με το οποίο τεκμαίρεται η πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, η οποία ήταν απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας, διαπιστώνω ότι το σύνολο των υποψηφίων, κατά την διεξαγωγή των Γραπτών Εξετάσεων της επίδικης διαδικασίας, εξετάστηκε και στο Κεφάλαιο των Αγγλικών. Εν προκειμένω, ούτε στο Νόμο, ούτε στο Σχέδιο Υπηρεσίας υπάρχει οποιαδήποτε ρητή πρόνοια σε σχέση με την μέθοδο αξιολόγησης των υποψηφίων για την κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης των Αγγλικών. Προς τούτο, η Καθ’ ης η αίτηση επέλεξε να το πράξει δια της διαδικασίας της Γραπτής Εξέτασης, επιλογή η οποία βρίσκεται σαφώς εντός της διακριτικής της ευχέρειας. Απόλυτα σχετική είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Κίττου ν. Μουρτουβάνη κ.α., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου 42/2016, ημερ. 5.10.2022 όπου εξετάστηκε πανομοιότυπο ζήτημα σε σχέση με την αξιολόγηση της κατοχής του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, όταν κατ' εφαρμογή του Ν. 6(Ι)/1998 διεξάγονται γραπτές εξετάσεις στις οποίες οι υποψήφιοι δοκιμάζονται και στην αγγλική γλώσσα. Συνεπώς και αυτός ο ισχυρισμός απορρίπτεται από το Δικαστήριο.
Κατ' αναλογία με τους πιο πάνω ισχυρισμούς που προωθούνται από την αιτήτρια, προωθείται και η θέση ότι σειρά Ενδιαφερομένων Μερών πιστώθηκαν με δύο μονάδες για την κατοχή μεταπτυχιακού επιπέδου ακαδημαϊκών προσόντων χωρίς να έχουν προσκομίσει νομότυπα και εμπρόθεσμα σχετικά πιστοποιητικά αντιστοιχίας και ισοτιμίας από το ΚΥΣΑΤΣ. Ειδικά, κατά την εισήγηση της, υπήρξε πλάνη και/ή ανεπαρκής έρευνα ως προς την πίστωση δύο μονάδων για την κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου στους υποψηφίους που είχαν φοιτήσει σε πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ελλάδας και απέκτησαν τίτλους σπουδών πενταετούς φοίτησης που τυγχάνουν αναγνώρισης ως πτυχιακοί τίτλοι και ταυτόχρονα μεταπτυχιακοί τίτλοι επιπέδου Μάστερ. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός της Αιτήτριας μπορεί να γίνει αποδεκτός. Η αναγνώριση που παρέχεται από το ΚΥΣΑΤΣ δεν μεταβάλει ούτε το περιεχόμενο του τίτλου ούτε τον χρόνο απόκτησης του, που στην περίπτωση και των επηρεαζόμενων Ενδιαφερομένων Μερών συνιστά χρόνο κατά πολύ προγενέστερο της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων. Σχετική είναι εν προκειμένω η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Παπαστεργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, ΑΕ 47/2015 ημερ. 14.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:C6, όπου πανομοιότυπος ισχυρισμός έτυχε απόρριψης από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Άλλος ισχυρισμός ο οποίος προβάλλεται από την Αιτήτρια είναι ότι η απόδοση μέχρι τριών μονάδων για τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων έγινε χωρίς τη δέουσα αιτιολόγηση. Επί τούτου επαναλαμβάνω ότι, οι απόδοση των αντίστοιχων μονάδων για πρόσθετα προσόντα που έγινε προβλέπεται στον Ν. 6(Ι)/1998 όπου προβλέπεται στη βάση ρητής πρόνοια ότι, τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων, τα οποία δεν αποτελούν πλεονέκτημα, λαμβάνουν μεταξύ 0 και 3 μονάδων.
Εν προκειμένω, η αιτήτρια έλαβε δύο μονάδες, όσες δηλαδή έλαβαν και Ενδιαφερόμενα Μέρη τα οποία κατέχουν πέραν του ενός μεταπτυχιακού τίτλου. Οι ισχυρισμοί της αιτητριας σε σχέση με την αξιολόγηση των ακαδημαϊκών προσόντων άλλων υποψηφίων που δεν έτυχαν διορισμού, αποτελούν (ενόψει της ισοδυναμίας της βαθμολογίας των προσόντων της αιτητριας με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη που κατέχουν μεταπτυχιακούς τίτλους), δεδομένα σχετικά με την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Παράλληλα, συντρέχει και εδώ κώλυμα, δηλαδή διαπιστώνεται έλλειψη εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας να προβάλει ισχυρισμό που να αφορά στην αιτιολογία απόδοσης πρόσθετων προσόντων, αφού η ίδια δεν επηρεάστηκε κατά οιονδήποτε τρόπο δυσμενώς κατά την αξιολόγηση των δικών της πρόσθετων προσόντων. Αποτελεί, πάγια θέση της νομολογίας του Ανωτάτου και του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι, όχι μόνο η προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακύρωσης θα πρέπει να προβάλλονται με έννομο συμφέρον (Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 ΑΑΔ 339, Χ”Σωτηρίου κ.ά ν Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 524, Marfin lnvestment Group Ανώνυμος Εταιρεία Συμμετοχών, ΑΕ 159/2011 ημερ. 18.10.2017). Εάν, κατά τον τρόπο που εισηγείται η αιτήτρια, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, επειδή δεν δόθηκε επαρκής αιτιολογία για την απόδοση μονάδων για τα πρόσθετα προσόντα των Ενδιαφερομένων Μερών, τότε το ίδιο αναιτιολόγητη είναι και η απόφαση που αφορά στην απόδοση δύο μονάδων για πρόσθετα προσόντα και στην ίδια, η οποία έχει του ίδιου επιπέδου και φύσης προσόντα με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Δεδομένων τούτων, ο ισχυρισμός της αιτήτριας καταλήγει ως αλυσιτελής, και ως τέτοιος υπόκειται σε απόρριψη, αφού δεν εξυπηρετεί ούτε στην προώθηση του ισχυρισμού της, ούτε προσθέτει οτιδήποτε στην υπόθεση της.
Η αιτήτρια, ακόμα, ισχυρίζεται παραβίαση της Αρχής της Ισότητας ως προς την αξιολόγηση της πείρας των υποψηφίων, που με βάση το Νόμο λαμβάνει 0 - 5 μονάδες. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι, η ίδια δεν αξιολογήθηκε ισότιμα αφού έλαβε τις ίδιες μονάδες πείρας με υποψηφίους που είχαν πολύ λιγότερα έτη προηγούμενης πείρας, ενώ, εισηγείται πάντα η αιτήτρια, πείρα ενός έτους ή δύο ετών, δεν θα έπρεπε να λάβει καμία βαθμολόγια.
Όπως έχω αναφέρει ανωτέρω, κατά τη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ημερ. 5.9.2017, με βάση το Νόμο, αποφασίστηκε η κατανομή των προβλεπόμενων μονάδων πείρας ως ακολούθως: πείρα λιγότερη του 1 έτους, 0 μονάδες, για κάθε συμπληρωμένο έτος - 1 μονάδα (2 μονάδες για 2 έτη, 3 μονάδες για 3 έτη κ.ο.κ) και συμπληρωμένα έτη και άνω, 5 μονάδες. Με αυτό ως εφαρμοστέα αρχή, η Καθ’ ης η Αίτηση απέδωσε τις σχετικές μονάδες που αναλογούσαν στους υποψηφίους. Σκοπός του Νόμου είναι προφανώς, η προηγούμενη πείρα κάποιου υποψηφίου, όταν είναι σχετική, να αξιολογείται και να προσμετράται υπέρ του και όταν είναι πολύ μικρότερης διάρκειας από τα 5 και πλέον έτη που έχει συμπληρώσει καθένα από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Εξετάζοντας τα όσα προτείνει η αιτήτρια, υπό το φως της νομολογίας (ενδεικτικά απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Μιχαηλίδου - Αρσένη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ (2007) 3 ΑΑΔ 486) δεν μπορώ παρά να διαφωνήσω μαζί της ότι πείρα ενός έτους ή δύο ετών, δεν θα έπρεπε να λάβει καμία βαθμολόγια και ότι μια τέτοια πρόνοια θα εξυπηρετούσε την αρχή της ισότητας και της ισότιμης αξιολόγησης των υποψηφίων, σε αντίθεση με ότι εφάρμοσε η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου.
Συνεπώς, θα απορρίψω και αυτήν την εισήγηση εκ μέρους της αιτήτριας ότι, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων από τη μη απόδοση μονάδων για την προηγούμενη πείρα υποψηφίων που δεν ανάγεται σε ένα αλλά σε πολλά έτη, ώστε η ίδια να λάβει το σύνολο των μονάδων, για την αναλογικά πολύ υπέρτερη, όπως ισχυρίζεται, πείρα της.
Συνεχίζοντας τον σχολιασμό των προβαλλόμενων εκ μέρους της αιτήτριας λόγων ακύρωσης, προχωρώ στην εξέταση της εισήγησης για παραβίαση της αρχής της ισότητας κατά τη διαδικασία της προφορικής εξέτασης. Συγκεκριμένα, σε ότι αφορά την αξιολόγηση των υποψηφίων ως προς την απόδοση τους στην προφορική συνέντευξη που διεξήχθη, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι, οι χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στα πρακτικά και η οποία συνοδεύει την βαθμολογία που η ίδια και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη έλαβαν αντίστοιχα, παράνομα περιλαμβάνει και δεκαδικούς αριθμούς. Ακόμα υποστηρίζει ότι η «πολύ χαμηλή βαθμολογία» που η ίδια έλαβε, έρχεται σε αντίθεση με την υπηρεσιακή της εικόνα ως υπάλληλος της ΑΗΚ σε άλλες θέσεις, αφού ουδέποτε είχε προκύψει θέμα με την απόδοση της και/ή τις γνώσεις της και στις Υπηρεσιακές της Εκθέσεις βαθμολογείται εξαίρετη. Υιοθετώντας και στη παρούσα τη θέση της Καθ’ ης η αίτηση, σημειώνω ότι ο Νόμος δεν αποκλείει την βαθμολόγηση των υποψηφίων με δεκαδικούς αριθμούς για την απόδοση τους στην προφορική συνέντευξη, όπως άλλωστε έχει συμβεί και στην Γραπτή Εξέταση. Ο Νόμος, διαπιστώνω επιπρόσθετα, δεν απαιτεί την περαιτέρω αιτιολόγηση της αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη πέραν της αριθμητικής βαθμολογίας, η Καθ' ης η Αίτηση όμως το έπραξε, ενώ από τα πρακτικά προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους καθένας εκ των υποψήφιων έλαβε την αντίστοιχη βαθμολογία.
Σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Νικολαΐδης κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, Συνεκ. Υπ. 92/2010 κ.α. ημερ. 26.5.2014, που με αναφορά στην Μιχαηλίδη - Αρσένη (πιο πάνω), απορρίφθηκαν ανάλογοι με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας λόγοι ακύρωσης. Παραθέτω εκτενές απόσπασμα (η έμφαση προστίθεται):
«Ο Ν. 6(Ι)/98 και ιδιαίτερα το άρθρο 3(1)(β) που καθορίζει τη βαρύτητα που δίδεται από τη διορίζουσα αρχή στα διάφορα κριτήρια, δεν επιβάλλει αιτιολόγηση των μονάδων που κατά περίπτωση απονέμονται. Στο άρθρο 6(4) όμως, προβλέπεται ότι η απόφαση αναφορικά με τις μονάδες που αποδίδονται κατά περίπτωση, καταγράφεται στα πρακτικά.
Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της, η ΕΔΥ ακολουθώντας την προβλεπόμενη διαδικασία, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της αίτησης του κάθε υποψηφίου αναφορικά με τα προσόντα και την πειρα του και αφού έλαβε υπόψη όλα τα συνημμένα στην αίτηση πιστοποιητικά σπουδών και πειρας, προχώρησε στην απονομή μονάδων. Οι βαθμολογίες που αποδόθηκαν σε κάθε υποψήφιο από τον Πρόεδρο και τα Μέλη της ΕΔ Υ καταχωρήθηκαν αναλυτικά και χωριστά στον Πίνακα που ενσωματώθηκε στα πρακτικά. Δεν υπήρξαν διαφοροποιήσεις μεταξύ των μελών του διορίζοντος οργάνου στις επιμέρους βαθμολογίες.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την κατανομή μονάδων ήταν σύμφωνη με το Νόμο και τη νομολογία.
Στην Σπυρούλα Μιχαηλίδου - Αρσένη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 486 και στη Χαραλαμπίδης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2010) 3 Α.Α.Δ. 129, εξετάστηκε η εγκυρότητα διορισμών που έγιναν σύμφωνα με τη διαδικασία του Ν. 6(Ι)/98 και κρίθηκε ότι ο καθορισμός ποσοστών βαρύτητας και η κατανομή μονάδων, κατά τρόπο ανάλογο με την παρούσα, ήταν απόλυτα νομότυπος.
Σχετική είναι επίσης και η Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2007) 4(Α) Α.Α.Δ. 115, στην οποία εξετάστηκαν παρόμοια ζητήματα και κρίθηκε ότι η καταχώριση των χωριστών βαθμολογιών και η απόδοση του μέσου όρου τους ως συνολικής βαθμολογίας, πάνω στη βάση των βεβαιώσεων των αιτήσεων, ήταν αρκετή, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αιτιολογία».
Σχετική είναι ακόμα, μεταξύ άλλων, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΕΔ Υ, υπ.αρ. 711/2012 ημερ. 9.9.2016 όπου επιβεβαιώνεται ότι ορθά καταγράφεται η βαθμολογία που δόθηκε από τα Μέλη του αποφασίζοντος οργάνου στα πρακτικά και ότι το άρθρο του Ν. 6 (Ι)/1998, δεν απαιτεί περαιτέρω αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, ενώ σχετική είναι επίσης και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Χαραλαμπίδης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2010) 3 ΑΑΔ 129, από όπου παραθέτω σχετικό απόσπασμα:
«Η πιο πάνω θέση είναι χωρίς έρεισμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε όσα το Διοικητικό Συμβούλιο διαπίστωσε για τον κάθε έναν υποψήφιο χωριστά, ορθά θεώρησε ότι σ' αυτά υπήρχε η αιτιολογία του χαρακτηρισμού που τους δόθηκε. Το Διοικητικό Συμβούλιο, στο πρακτικό του, κατέγραψε τις διαπιστώσεις του ως προς το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, προτού χαρακτηρίσει κάθε έναν από τους υποψηφίους. Είναι καλά γνωστό ότι το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου, ακόμη και αν θεωρεί ότι υποψήφιος θα έπρεπε να αξιολογηθεί διαφορετικά. Περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας. Η αξιολόγηση εδώ του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς προκύπτει, δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων αλλά και της συνολικής εικόνας. Το πρακτικό ημερομηνίας 28/11/2005 περιλαμβάνει με λεπτομέρεια τα θέματα που απασχόλησαν το Διοικητικό Συμβούλιο και την αιτιολογία της κατάληξής του για τον κάθε υποψήφιο στην προφορική εξέταση, ως και τη γενική αποτίμηση αυτών. Όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Διοικητικό Συμβούλιο, στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που αυτό έχει για την επιλογή των καταλληλοτέρων υποψηφίων, να καταλήξει στην απόφαση στην οποία κατέληξε».
Τέλος, η αιτήτρια ισχυρίζεται, με αναφορά στο δικό της γραπτό, ότι η βαθμολόγηση δεν έγινε σε όλες τις περιπτώσεις συγκεντρωτικά ανά θέμα αλλά σε κάποιες περιπτώσεις δόθηκε ξεχωριστά κατά ερώτημα, πως τίθεται ζήτημα νομιμότητας της διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης. Όλα τα πιο πάνω, ισχυρίζεται η αιτητρια, συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των άρθρων 22 και 24 του Νόμου 14(1)/2017 σχετικά με τον τρόπο βαθμολογίας των γραπτών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ερώτημα κατά πόσον παραβιάστηκε η αρχή της αμεροληψίας.
Όπως καταγράφω ανωτέρω στην απόφαση, η αιτήτρια έλαβε ελαφρώς υψηλότερη βαθμολογία στην Γραπτή Εξέταση από τα πλείστα εκ των Ενδιαφερόμενων Μερών και ειδικότερα από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 7 - 13, 15 και 16. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν θα επωφεληθεί από την ακύρωση και τυχόν επανάληψη των Γραπτών Εξετάσεων και κατ’ επέκταση τίθεται και σε αυτή τη περίπτωση ζήτημα εννόμου συμφέροντος για την προβολή του εν λόγω λόγου ακύρωσης εκ μέρους της αιτήτριας. Επιπρόσθετα, από τους ισχυρισμούς που προωθούνται σε σχέση με την εγκυρότητα των Γραπτών Εξετάσεων, διαπιστώνω ότι, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος που να αναδεικνύει είτε μεροληψία είτε νόθευση ή έστω πιθανολόγηση νόθευσης του αποτελέσματος τους, ενώ η θέση της αιτήτριας εμπεριέχει και πάλι εικασίες σε σχέση με πως θα μπορούσε δυνητικά να ερμηνευθεί μία χειρόγραφη σημείωση η συγκεντρωτική βαθμολόγηση ανά θέμα. Αδυνατώ να κατανοήσω δε πως η συγκεντρωτική βαθμολόγηση σε ένα θέμα μπορεί ή με κάποιο τρόπο επηρεάζει την αμεροληψία του βαθμολογητή ως προβάλλεται. Σε κάθε περίπτωση, η αναθεωρητική δικαιοδοσία του ακυρωτικού δικαστηρίου δεν επιτρέπει στον ακυρωτικό δικαστή να υπεισέλθει σε ζητήματα που αφορούν στην κατ' ουσίαν αξιολόγηση των υποψηφίων στις Γραπτές Εξετάσεις. Επομένως, και ο τελευταίο λόγος ακύρωσης της Αιτήτριας τυγχάνει απόρριψης από το Δικαστήριο, ως απαράδεκτος και κατ’ ουσία αβάσιμος.
Ολοκληρώνοντας με τον σχολιασμό των ισχυρισμών της αιτήτριας στην υπόθεση αρ. 1683/2018, προχωρώ στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που προβάλλουν οι άλλοι δύο αιτητές, Χριστόδουλος Χριστοδούλου αιτητής στην υπόθεση αρ. 1739/2018 και Μηνάς Πατσαλίδη αιτητής στην υπόθεση αρ. 1880/2018, στο βαθμό που αυτοί διαφέρουν από τα όσα εξετάστηκαν προηγουμένως.
Ο αιτητής στην υπόθεση αρ. 1739/2018 εισηγείται ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας διότι τέθηκαν οι ίδιες ερωτήσεις σε όλους τους υποψηφίους και στις τρεις μέρες της προφορικής εξέτασης με κίνδυνο να έγιναν γνωστές οι ερωτήσεις και η έλλειψη αιτιολογίας ως προς τη βαθμολογία που έλαβε κάθε υποψήφιος δεν είναι επαρκής, ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός της έλεγχος. Ακόμα ισχυρίζεται έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της απόφασης εκ μέρους της Καθ’ ης η αίτηση.
Ο αιτητής στην υπόθεση αρ. 1880/2018 εισηγείται ότι η μέθοδος που ακολουθήθηκε σε σχέση με τις γραπτές εξετάσεις οδήγησε σε άνιση μεταχείριση, ότι η διαδικασία της προφορικής εξέτασης παραβιάζει την αρχή της ισότητας και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και αιτιολογία, καθώς και ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ως προς την αξιολόγηση του ιδίου.
Καταρχήν, για σκοπούς αποφυγής περιττών επαναλήψεων, επαναλαμβάνω όσα έχουν απαντηθεί πιο πάνω σε αντίστοιχα επιχειρήματα τα όποια είχαν τεθεί και εκ μέρους της αιτήτριας στην προσφυγή 1683/2018 και ειδικότερα ως προς τη βαθμολογία που έλαβε κάθε υποψήφιος στη διαδικασία της προφορικής εξέτασης. Περαιτέρω δε, επαναλαμβάνω ότι οι πρόνοιες του Νόμου 6(Ι)/1998 είναι σαφείς, όπως σαφής είναι και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία έχω παραπέμψει και με την οποία έχει κριθεί ότι, η αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις δεν απαιτείται να αιτιολογείται πέραν από την αριθμητική βαθμολογία που δίδεται. Επίσης, με βάση την πάγια θέση της νομολογίας, δεν απαιτείται ούτε η καταγραφή των ερωτήσεων που υποβάλλονται, ούτε η καταγραφή των απαντήσεων που δίδονται. Επισημαίνω ακόμα ότι, το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική του δικαιοδοσία ασκεί έλεγχο νομιμότητας και όχι ουσίας, οπότε και δεν έχει την εξουσία να υπεισέρχεται στην εξέταση ζητημάτων τεχνικής φύσης, η αξιολόγηση των οποίων βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου.
Σχολιάζοντας και σε αυτό το στάδιο της απόφασης τη θέση ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας από τη διαδικασία που ακολούθησε η καθ' ης η αίτηση σε σχέση με την προφορική εξέταση, επειδή η εξέταση όλων των υποψηφίων ολοκληρώθηκε σε τρεις διαφορετικές μέρες με την πιθανότητα διαρροής των ερωτήσεων, κρίνω ότι δεν προβάλλεται μετ' εννόμου συμφέροντος αφού ήταν γνωστό εκ των προτέρων στους αιτητές ότι η προφορική εξέταση θα διεξαγόταν σε διαφορετικές μέρες. Εν προκειμένω, οι αιτητές συμμετείχαν χωρίς να προβάλουν, είτε γραπτώς είτε προφορικά, οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αμφισβήτηση και επομένως κωλύονται από το να προβάλλουν τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης ο οποίος ανατρέχει στη ρίζα της διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, οφείλω να σημειώσω ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν προκύπτει με ποιον τρόπο παραβιάζεται η αρχή της ισότητας εάν τέθηκαν οι ίδιες ερωτήσεις σε όλους τους υποψηφίους, αφού οι ερωτήσεις που φαίνεται να τέθηκαν ήταν ερωτήσεις γενικού ενδιαφέροντος και σχετικές με τα προσόντα και τη μόρφωση των υποψηφίων. Ακόμα φαίνεται ότι, αφορούσαν σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας. Συνεπώς, ουδόλως θα συμφωνήσω με τη προβαλλόμενη εκ των αιτητών θέση ότι υποψήφιος ο οποίος πιθανόν να γνώριζε εκ των προτέρων τις ερωτήσεις, θα βρισκόταν σε πλεονεκτικότερη θέση από κάποιον άλλο, αφού ο κάθε υποψήφιος, αρχίζοντας από όμοια βάση, θα μπορούσε να απαντήσει εντελώς διαφορετικά με βάση τις γνώσεις και την προσωπικότητα του και να τύχει όμοιας αξιολόγησης από τους εξεταστές, σε ζητήματα στα οποία θα έπρεπε ούτως ή άλλως να ήταν καλός γνώστης.
Καταλήγω πως, ούτε οι άλλοι δύο αιτητές έχουν προωθήσει βάσιμους λόγους προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου.
Λέγοντας αυτά, ολοκληρώνω το σχολιασμό των προβαλλόμενων από τους αιτητές λόγων ακύρωσης.
Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται, η δε προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον κάθε αιτητή και υπέρ της Καθ’ ης η αίτηση.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο