ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 189/2021)
19 Νοεμβρίου, 2025
[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]
ΤΑΣΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η Αίτηση.
…………………………
Ε. Λοϊζίδου (κα) για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.
Μ. Κοτσώνη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.
Λ. Κωνσταντίνου (κα) για Orestis Laos LLC, για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής στρέφεται κατά της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 23.12.2020 να προαγάγει αναδρομικά από τις 15.3.2013 κατόπιν δεύτερης διαδικασίας επανεξέτασης τα ενδιαφερόμενα μέρη Κ. Αριστείδου και Ε. Παναγιώτου στη μόνιμη θέση ανώτερου τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων.
Η πρώτη απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών που λήφθηκε το 2013 ακυρώθηκε στα πλαίσια της προσφυγής Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1422/2013, 20.7.2017. Ακολούθησε διαδικασία επανεξέτασης η οποία οδήγησε στη λήψη απόφασης το 2018 για προαγωγή των ιδίων προσώπων. Ακυρώθηκε και αυτή η απόφαση στα πλαίσια της προσφυγής Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 244/2018, 12.3.2020. Ακολούθησε δεύτερη διαδικασία επανεξέτασης η οποία οδήγησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής συνοψίζονται σε παραβίαση του δεδικασμένου λόγω ύπαρξης πλάνης σχετικά με την αρχαιότητα του αιτητή τόσο από τον διευθυντή όσο και από την καθ’ ης η αίτηση, πάσχουσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή και της τελικής απόφασης της καθ’ ης η αίτηση και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Σχετικό με την εισήγηση του αιτητή για παραβίαση του δεδικασμένου είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την Κωνσταντίνου του 2020:
«Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και της επιχειρηματολογίας των διαδίκων, ως αυτή έχει καταγραφεί πιο πάνω, η οποία αποτέλεσε το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Κρίνω δε ότι ο πρώτος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης περί παραβίασης του δεδικασμένου ευσταθεί.
Ως έχει προαναφερθεί, το Διοικητικό Δικαστήριο στην ακυρωτική του απόφαση, εντόπισε κενό αιτιολογίας, καθότι, ενώ ο Γενικός Διευθυντής του αρμόδιου Υπουργείου στην πρότασή του, αναφέρθηκε σε τέσσερεις προσοντούχους υποψηφίους για την πλήρωση των δυο επίδικων θέσεων, η Ε.Δ.Υ. και η Αν. Διευθύντρια του Τμήματος Δημοσίων Έργων αναφέρθηκαν σε τρεις υποψηφίους, «χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε αιτιολογία για την διαφορετική αυτή εκτίμηση», ενώ από τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων προέκυπτε «σοβαρό ενδεχόμενο, η αναφορά στην πρόταση σε τέταρτο προσοντούχο υποψήφιο να πρόκειται για τον αιτητή και θα έπρεπε να αιτιολογηθεί η διαφορετική εκτίμηση, σε σχέση με το σοβαρό αυτό ζήτημα.». Η δε αιτιολογία, σύμφωνα και με την ακυρωτική απόφαση, θα πρέπει να είναι σαφής, ειδική και συγκεκριμένη και να παρέχει στο Δικαστή όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διακρίβωση της νομιμότητας της πράξης, υποκείμενη ωσαύτως στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο. Επισημάνθηκε συναφώς από το Δικαστήριο ότι παρέμεινε αναπάντητο το βασικό επιχείρημα του αιτητή, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η άσκηση του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου της πράξης, σύμφωνα με το οποίο αυτός είχε διοριστεί, όπως και τα Ε.Μ., με βάση το Νόμο, δυνάμει του άρθρου 8(4) του οποίου, υπαγόταν, όπως και τα Ε.Μ., στο εναλλάξιμο προσωπικό, με μόνη διαφορά ότι αυτός τοποθετήθηκε στο Υπουργείο Άμυνας, ενώ τα Ε.Μ. στο Τμήμα Δημοσίων Έργων
Υπό το φως των πιο πάνω, προκύπτει ότι αυτό που όφειλε να πράξει η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση ήταν να αιτιολογήσει το συμπέρασμα και/ή τη διαφορετική, σε σχέση με τον Γενικό Διευθυντή, εκτίμησή της αναφορικά με την κατάληξή της ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος λόγω μη συμπλήρωσης της απαιτούμενης δεκαεξαετούς πείρας και ότι, συνακόλουθα, δεν μπορούσε να είναι υποψήφιος για προαγωγή. Πράγματι, σύμφωνα και με το σχετικό πρακτικό της συνεδρίας της ημερομηνίας 24.1.2018, η Ε.Δ.Υ. παρέθεσε τους λόγους που έκρινε ότι ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο, στον οποίο ανατρέχει η επανεξέταση, δεν είχε συμπληρωμένη την απαιτούμενη για προαγωγή δεκαεξαετή υπηρεσία και, συνακόλουθα, δεν μπορούσε να είναι υποψήφιος για προαγωγή. Ωστόσο, η αιτιολογία αυτή δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ελλιπής και σε κάθε περίπτωση ανεπαρκής, εφόσον στερείται της αναγκαίας συγκεκριμενοποίησης και σαφήνειας, μη δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (βλ. Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
[…]
Από τα πιο πάνω, προκύπτει ότι ο αιτητής κρίθηκε πως δεν ικανοποιούσε την απαίτηση του οικείου σχεδίου υπηρεσίας για δεκαεξαετή υπηρεσία και, άρα, μη προσοντούχος, καθότι, σύμφωνα με την Ε.Δ.Υ., η εν λόγω απαίτηση δεν μπορεί να καλύπτει υπηρεσία σε οποιεσδήποτε άλλες ομοειδείς θέσεις που υπάγονται σε οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία, όπως η θέση Τεχνικού, Υπουργείο Άμυνας, στην οποία είχε υπηρετήσει ο αιτητής για τρία χρόνια: και τούτο καθότι, ως ρητά αναγράφεται στην απόφαση, η ιεραρχική πυραμίδα των θέσεων της δημόσιας υπηρεσίας καθορίζεται με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο και ο περί Προϋπολογισμού Νόμος, κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο, προέβλεπε χωριστή και διακριτή πυραμίδα θέσεων Τεχνικού στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, για την επίδικη δε θέση, ήτοι αυτήν του Ανώτερου Τεχνικού στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, «το ισχύον κατά τον ουσιώδη χρόνο Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε δεκαεξαετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Τεχνικού ή/και στις προηγούμενες θέσεις Τεχνικού, 1ης και 2ης Τάξης, απαίτηση που αφορούσε θέση Τεχνικού στην ίδια πυραμίδα, όπως αυτή καθορίζεται στο σχετικό περί Προϋπολογισμού Νόμο, δηλαδή στο Τμήμα Δημοσίων Έργων».
Ωστόσο, πουθενά στην επίδικη απόφαση δεν προσδιορίζεται σε ποια νομική διάταξη και σε ποιον συγκεκριμένο Νόμο στηρίζονται τα πιο πάνω και ασφαλώς η γενική αναφορά σε «περί Προϋπολογισμού Νόμο, κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο», δεν είναι σε καμία περίπτωση επαρκής για σκοπούς δέουσας αιτιολόγησης αλλά και δυνατότητας διενέργειας του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου. Η απουσία, ειδικά από το σώμα της επίδικης απόφασης, οποιασδήποτε αναφοράς στο νομικό έρεισμα αυτής δημιουργεί κενό αιτιολογίας, αφού δεν προκύπτει ούτε ποιος συγκεκριμένος νόμος, αλλ’ ούτε ποιες διατάξεις του νόμου αυτού τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό αναφορά περίπτωση, ούτε πως και γιατί η περίπτωση του αιτητή εμπίπτει στις εν λόγω διατάξεις.»
Το Δικαστήριο στην Κωνσταντίνου κατέληξε σε ακύρωση της απόφασης επειδή έκρινε ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν αιτιολόγησε αρκούντως την κρίση της ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για κατοχή τουλάχιστο δεκαεξαετούς υπηρεσίας στη θέση τεχνικού. Κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, όμως, όπως διαφαίνεται από το πρακτικό της συνεδρίας της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 2.9.2020 η καθ’ ης η αίτηση έκρινε κατά πλειοψηφία ότι ο αιτητής ικανοποιεί την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας σχετικά με τη δεκαεξαετή τουλάχιστο συνολική υπηρεσία στη θέση τεχνικού. Συνεπώς, επειδή κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης η πλειοψηφία της καθ’ ης η αίτηση αντίστρεψε την απόφαση που είχε ληφθεί στην προηγούμενη διαδικασία και αποτέλεσε τον λόγο ακύρωσης στην Κωνσταντίνου κρίνοντας αυτή τη φορά ότι ο αιτητής πληροί το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, δεν προκύπτει ζήτημα παραβίασης του δεδικασμένου ως εισηγείται ο αιτητής.
Εξετάζοντας το κριτήριο της αρχαιότητας η καθ’ ης η αίτηση έκρινε ως ακολούθως:
«Στη συνέχεια, αναφορικά με τον καθορισμό της αρχαιότητας των υποψηφίων, η πλειοψηφία της Επιτροπής (κ.κ. Πρόεδρος, Α. Βασιλειάδης, Α. Γιορδαμλής και Α. Παπαδόπουλος) θεωρεί ότι εφαρμόζεται το άρθρο 49 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, σύμφωνα με το οποίο:
«49.-(1) Η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια μόνιμη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, είτε μόνιμα είτε προσωρινά είτε από μήνα σε μήνα είτε με απόσπαση, είτε με σύμβαση, κρίνεται με βάση την ημερομηνία της ισχύος του διορισμού, της προαγωγής ή απόσπασης τους στη συγκεκριμένη θέση ή τάξη, ανάλογα με την περίπτωση, ανεξάρτητα από τον τρόπο κατοχής της.»
Η αρχαιότητα υπαλλήλων σε προηγούμενη θέση μετρά για σκοπούς σύγκρισης μεταξύ τους όταν ο διορισμός τους στην ίδια θέση, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η θέση Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων, έγινε ταυτόχρονα, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.
Ο κ. Δ. Ηλιοδώρου συμφώνησε με τη θέση που διατύπωσε η πλειοψηφία, στην οποία αναφέρεται ότι «Η αρχαιότητα καθορίζεται από το άρθρο 49 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων και μετρά από την ημερομηνία που κατέχει κάποιος τη συγκεκριμένη θέση», αλλά, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την απόφαση του Δικαστηρίου όσο και το γεγονός ότι η θέση είναι εναλλάξιμη με βάση το άρθρο 24 των Νόμων, κρίνει ότι η αρχαιότητα θα πρέπει να μετρήσει από το 1997.»
Η καθ’ ης η αίτηση επικαλούμενη το Άρθρο 49(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990 (στο εξής ο «Νόμος»), σύμφωνα με το οποίο η αρχαιότητα στην περίπτωση υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια μόνιμη θέση κρίνεται με βάση την ημερομηνία διορισμού, έκρινε ότι ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατείχαν την ίδια μόνιμη θέση συνεπώς, η αρχαιότητά τους υπολογίστηκε με βάση το πότε έκαστος διορίστηκε στην ίδια θέση. Ως αποτέλεσμα, τα ενδιαφερόμενα μέρη – που διορίστηκαν την 1.1.1997 – έχουν προβάδισμα έναντι του αιτητή – ο οποίος διορίστηκε στις 15.12.1999 – σχεδόν δύο έτη 15.12.1999.
Η εισήγηση του αιτητή για την εναλλαξιμότητα της θέσης στην οποία διορίστηκε το 1997 στη βάση του Νόμου 107(Ι)/1996 με συνέπεια να μπορούσε να προσμετρήσει ως αρχαιότητα δεν ευσταθεί εφόσον – όπως πολύ ορθά εισηγείται η συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση – ο εν λόγω νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός και είναι κατ’ επέκταση, ανεφάρμοστος.
Εισηγείται, επίσης, ο αιτητής ότι προκύπτει αντίφαση στην απόφαση της καθ’ ης η αίτηση η οποία έκρινε, αφενός, ότι ο αιτητής πληροί την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας προηγούμενη πείρα εφόσον την κατείχε σε άλλη υπηρεσία και, αφετέρου, ότι αυτή η υπηρεσία δεν μπορεί να προσμετρήσει για σκοπούς αρχαιότητας.
Το σκεπτικό της πλειοψηφίας της καθ’ ης η αίτηση όταν έκρινε πως ο αιτητής κατέχει την απαιτούμενη πείρα καταγράφεται στο πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 2.9.2020 ως ακολούθως:
«Η πλειοψηφία της Επιτροπής σημείωσε ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, πουθενά δεν αναφέρεται ότι η υπηρεσία αυτή πρέπει να είναι στο Τμήμα Δημοσίων Έργων. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τις λέξεις «συνολική υπηρεσία», όπου η έννοια της υπηρεσίας, όπως αυτή καθορίζεται στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους, σημαίνει «…..κάθε υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία…..».»
Ως obiter dictum η πιο πάνω κατάληξη της καθ’ ης η αίτηση ότι ο αιτητής πληροί το σχέδιο υπηρεσίας δεν βρίσκει σύμφωνο το παρόν Δικαστήριο. Το σχέδιο υπηρεσίας είναι για συγκεκριμένη θέση αυτή του ανώτερου τεχνικού σε συγκεκριμένο τμήμα αυτό των Δημοσίων Έργων. Δεδομένου ότι πρόκειται για θέση προαγωγής, η απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για δεκαεξαετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Τεχνικού δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στη θέση τεχνικού στο εν λόγω τμήμα (βλ. Άρθρο 28(1)(γ) του Νόμου). Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ζήτημα που δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπάγγελτα και βεβαίως ούτε το προβάλλει ο αιτητής.
Σύμφωνα με το Άρθρο 35(3) του Νόμου, «οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή αποφασίζονται µε βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα». Ο υπολογισμός του κριτηρίου της αρχαιότητας προνοείται κατά τρόπο εξαντλητικό στο Άρθρο 49:
«49.—(1) Η αρχαιότητα µεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια µόνιµη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, είτε µόνιµα είτε προσωρινά είτε από µήνα σε µήνα είτε µε απόσπαση, είτε µε σύµβαση, κρίνεται µε βάση την ηµεροµηνία της ισχύος του διορισµού, της προαγωγής ή απόσπασης τους στη συγκεκριµένη θέση ή τάξη, ανάλογα µε την περίπτωση, ανεξάρτητα από τον τρόπο κατοχής της.
(2) Σε περίπτωση ταυτόχρονου διορισµού, προαγωγής ή απόσπασης στη συγκεκριµένη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, η αρχαιότητα κρίνεται σύµφωνα µε την προηγούµενη αρχαιότητα των υπαλλήλων.
(3) Η αρχαιότητα µεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν διαφορετικές θέσεις µε τους ίδιους µισθοδοτικούς όρους κρίνεται σύµφωνα µε τις ηµεροµηνίες της ισχύος των διορισµών, προαγωγών ή αποσπάσεών τους στις παρούσες θέσεις τους, ανεξάρτητα από τον τρόπο κατοχής τους, ή, αν οι ηµεροµηνίες είναι ίδιες, σύµφωνα µε την προηγούµενη αρχαιότητα τους.
(4) Η αρχαιότητα µεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν θέσεις µε διαφορετικούς µισθοδοτικούς όρους κρίνεται σύµφωνα µε τους µισθοδοτικούς όρους των αντίστοιχων θέσεων.
(5) Η αρχαιότητα υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια θέση ή τάξη της ίδιας θέσης ή διαφορετικές θέσεις µε τους ίδιους µισθοδοτικούς όρους, ο µισθός και ο τίτλος της οποίας ή των οποίων άλλαξαν ως συνέπεια αναθεώρησης µισθών ή αναδιοργάνωσης, κρίνεται σύµφωνα µε την αµέσως πριν από την τέτοια αναθεώρηση ή αναδιοργάνωση αρχαιότητα των υπαλλήλων.
(6) Η αρχαιότητα υπαλλήλου που επαναδιορίστηκε στην ίδια θέση ή τάξη της ίδιας θέσης ύστερα από διακοπή υπηρεσίας κρίνεται, τηρουµένων των υπόλοιπων διατάξεων του άρθρου αυτού και των διατάξεων κάθε άλλου νόµου, µε βάση την ηµεροµηνία της ισχύος του επαναδιορισµού του.
(7) Στο άρθρο αυτό —
«µισθοδοτικοί όροι» σε σχέση µε κάποιες θέσεις σηµαίνει τον πάγιο µισθό των θέσεων ή, προκειµένου περί µισθοδοτικών κλιµάκων, το ανώτατο σηµείο των κλιµάκων και σε περίπτωση κλιµάκων του ίδιου ανώτατου σηµείου, το κατώτατο σηµείο των κλιµάκων, και προκειµένου περί συνδυασµένων µισθοδοτικών κλιµάκων θέσης ή τάξης κάποιας θέσης, το ανώτατο σηµείο της ψηλότερης κλίµακας κάθε θέσης ή τάξης και σε περίπτωση κλιµάκων του ίδιου ανώτατου σηµείου, το κατώτατο σηµείο της χαµηλότερης κλίµακας κάθε θέσης ή τάξης·
«προηγούµενη αρχαιότητα» σηµαίνει αρχαιότητα των υπαλλήλων στη θέση ή τάξη που κατεχόταν από αυτούς αµέσως πριν από τη κατοχή της παρούσας θέσης τους ή τάξης και αν η αρχαιότητα αυτή είναι η ίδια, η προηγούµενη αρχαιότητα κρίνεται µε την ίδια µέθοδο, αφού εφαρµοστεί αναδροµικά µέχρι τους πρώτους διορισµούς των υπαλλήλων στη δηµόσια υπηρεσία. Σε περίπτωση που η αρχαιότητα στους πρώτους διορισµούς είναι η ίδια, η προηγούµενη αρχαιότητα κρίνεται µε βάση την ηλικία των υπαλλήλων·
«τάξη της ίδιας θέσης» σηµαίνει τάξη κάποιας θέσης η οποία είναι συνδυασµένη µε άλλη τάξη στην ίδια θέση, και οι οποίες τάξεις έχουν ενιαίο τον ανώτατο αριθµό θέσεων.»
Προκύπτει, θεωρώ, με σαφήνεια από τις πιο πάνω πρόνοιες ότι η αναφορά σε ίδια θέση σημαίνει ακριβώς αυτό και συνεπώς, η κρίση της καθ’ ης η αίτηση επί του υπολογισμού της αρχαιότητας των τριών υποψηφίων είναι ορθή.
Ο αιτητής εισηγείται επιπρόσθετα, ότι πάσχει η σύσταση του διευθυντή ως αναιτιολόγητη. Η σύσταση έχει το εξής λεκτικό:
«Έχω μελετήσει την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου και προκειμένου να προβώ σε σύσταση έχω διαβουλευθεί με τους οικείους προϊσταμένους των υποψηφίων και έχω μελετήσει τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων τους που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο. Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, αξία – προσόντα – αρχαιότητα, καθώς και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας των υπό επανεξέταση δύο θέσεων Ανώτερου Τεχνικού, κρίνω ως καταλληλότερους και συστήνω για προαγωγή τους Αριστείδου Κυριάκο και Παναγιώτου Ελίζα.»
Δεν συμφωνώ με την εισήγηση του αιτητή ότι η αναφορά στη σύσταση σε διαβούλευση με τους οικείους προϊσταμένους θα έπρεπε να αναφέρει συγκεκριμένα τί λέχθηκε. Είναι προφανές από την κατάληξη της σύστασης ποιους πρότειναν οι οικείοι προϊστάμενοι. Εάν η σύσταση του διευθυντή δεν παρουσιάζει ασυμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει ακόμα και εάν η σύσταση είναι λακωνική. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν προκύπτει ασυμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη που σύστησε ο διευθυντής υπερέχουν του αιτητή σε αρχαιότητα και επομένως, η σύσταση υπέρ τους δόθηκε εύλογα. Ούτε πρόθεση ή ένδειξη θυματοποίησης του αιτητή εντοπίζω επειδή δεν συστήθηκε ο ίδιος αλλά τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Σε σχέση, τέλος, με την εισήγηση του αιτητή για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης λόγω της μη προσμέτρησης της υπηρεσίας του αιτητή σε άλλη υπηρεσία για σκοπούς αρχαιότητας, δεν ευσταθεί εφόσον η καθ’ ης η αίτηση δεσμεύεται να εφαρμόσει τον Νόμο και ο Νόμος, ως έχει εξεταστεί ανωτέρω, εφαρμόστηκε ορθά.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο