ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 234/2020
10 Νοεμβρίου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
S. S.
Αιτήτρια,
και
ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Καθ' ων η Αίτηση
__________________
Αντιγόνη Ταμπούρλα για Κωνσταντίνο Ταμπούρλα, δικηγόρο της Αιτήτριας.
Τατιάνα Ιακωβίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση.
___________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια ζητά «Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση ημερομηνίας 9/12/2019 η οποία γνωστοποιήθηκε εις την αιτήτρια την 29/12/2019 και δια της οποίας η καθ' ης η αίτηση απέρριψε την αίτηση της για να της παραχωρηθεί η Κυπριακή υπηκοότητα είναι άκυρη στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος και ότι η αιτήτρια δικαιούται να της παραχωρηθεί η Κυπριακή υπηκοότητα».
Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ’ων η αίτηση και προκύπτει αντίστοιχα από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα έχουν ως εξής;
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Πακιστάν γεννηθείσα στις 04/08/1978 η οποία αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Δημοκρατία στις 13/02/2009 με άδεια εισόδου με σκοπό την φοίτηση και της δόθηκε η σχετική άδεια μέχρι τις 31/01/2010. Έκτοτε ανανέωνε διαδοχικά την παραμονή της μέχρι που στις 22/03/2018 υπέβαλε την τελευταία αίτηση για ανανέωση της παραμονής της ως φοιτήτρια η οποία απορρίφθηκε στις 23/01/2019. Η αιτήτρια ενημερώθηκε με επιστολή για τους λόγους απόρριψης του αιτήματος της και κλήθηκε να αναχωρήσει από την Δημοκρατία, αφού προηγουμένως και συγκεκριμένα στις 22/01/2019 το κολλέγιο στο οποίο φοιτούσε με επιστολή του ενημέρωνε το Τμήμα ότι η αλλοδαπή διέκοψε την φοίτηση της από τον Μάιο του 2018. Έκτοτε η αιτήτρια δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό την ανανέωση της παραμονής της. Η αιτήτρια είναι παντρεμένη στη χώρα καταγωγής της και από το γάμο αυτό απέκτησε ένα παιδί το οποίο γεννήθηκε στην Κύπρο στις 16/04/2016 αλλά ουδέποτε προέβη σε ενέργειες για να διευθετήσει την παραμονή του. Στις 02/08/2017 υπέβαλε αίτηση Μ.127 για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Κατά την διάρκεια εξέτασης της αίτησης για πολιτογράφηση διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια δεν ήταν κάτοχος άδειας παραμονής αφού η τελευταία αίτηση για άδεια παραμονής που είχε υποβάλει στις 22/03/2018 ως φοιτήτρια, απορρίφθηκε και έκτοτε παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία. Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε αφού η απόφαση του Υπουργού βασίστηκε στα δεδομένα του προσωπικού φακέλου της και κυρίως στο γεγονός ότι αυτή δεν είναι πλέον κάτοχος άδειας παραμονής ως η προϋπόθεση του Τρίτου Πίνακα 1(δ) και παραμένει στη Δημοκρατία παράνομα. Η αιτήτρια ενημερώθηκε για τους λόγους απόρριψης του αιτήματος της με επιστολή ημερομηνίας 9/12/2019, η οποία αναφέρει τα εξής:
«Κυρία,
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας ημερ. 2/8/217 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτηση σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι βρίσκεστε στη Δημοκρατία χωρίς άδεια παραμονής από το Μάιο του 2018 όπου διακόψατε τη φοίτηση σας από το κολλέγιο στο οποίο φοιτούσατε περιφρονώντας τη Δημοκρατία.
2. Καταληκτικά σας πληροφορώ ότι έχετε το δικαίωμα υποβολής προσφυγής κατά της απόφασης αυτής στο Διοικητικό Δικαστήριο με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας εντός 75 ημερών από τη γνωστοποίηση της παρούσας επιστολής.»
Όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια μέσω του δικηγόρου της, ενημερώθηκε λαμβάνοντας την επιστολή ημερομηνίας 9/12/2019 στις ημερομηνίας 29/12/2019 και στις 3/03/2020 καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο την υπό κρίση προσφυγή.
Η Αιτήτρια, στο δικόγραφο της προσφυγής της προβάλει συνολικά έξι λόγους ακύρωσης, ως εξής (παραθέτω αυτούσια τα νομικά σημεία της προσφυγής):
«1. Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.
2. Η απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα.
3. Η απόφαση στερείται αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας.
4. Η απόφαση καταπατά τις αρχές της ίσης μεταχείρισης.
5. Η απόφαση λήφθηκε υπό συνθήκες δυσμενούς διάκρισης.
6. Η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του νόμου.»
Μέσω της σύντομης στη γραπτής της αγόρευσης, επαναλαμβάνει εν μέρει τα γεγονότα που συνοδεύουν την υπόθεση της και προωθεί τους λόγους ακύρωσης μέσω της εξής παραγράφου «Για να μην κουράζω το Σεβαστό Δικαστήριο με επαναλήψεις, συνενώνω όλου τους λόγους της προσφυγής μου και ευσεβάστως υποβάλλω ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση είναι προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα, λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα, στερείται αιτιολογίας, καταπατά τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, λήφθηκε υπό συνθήκες δυσμενούς διάκρισης και κατά παράβαση του νόμου». Ταυτόχρονα θέτει, υπό τη μορφή ερωτημάτων, διάφορες παρατηρήσεις ως προς τη στάση της διοίκησης, τα οποία επαναλαμβάνει και μέσω της απαντητικής γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου της.
Αντίθετα, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση αφού καταρχήν προβάλει προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, ισχυρίζεται ότι, η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί για πλείονες του ενός λόγους. Παραθέτω τη θέση της εκπροσώπου της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, ως ακολούθως.
Πρωτίστως, τέθηκε εξαρχής μέσω της Ένστασης των Καθ’ ων η Αίτηση προδικαστική ένσταση, όπου καταγράφεται ότι η επιστολή ημερομηνίας 9/12/2019 απεστάλη με το ταχυδρομείο την αναγραφόμενη ημέρα, ενώ η αιτήτρια καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο την υπό κρίση προσφυγή στις 3/3/2020, ήτοι την 85η ημέρα, καθιστώντας αυτό την παρούσα προσφυγή εκπρόθεσμη.
Επί της ουσίας της υπόθεσης, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση σχολιάζει τα όσα προβάλει ως λόγους ακύρωσης η πλευρά της αιτήτριας και υποδεικνύει ότι, η αιτήτρια στην αγόρευσή της δεν αναπτύσσει ούτε αναλύει τους ισχυρισμούς της επαρκώς. Περαιτέρω, αναφέρει στην αγόρευσή των Καθ’ ων η Αίτηση ότι, με την αγόρευσή της η αιτήτρια προβάλει μια «γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, όπως έλλειψη έρευνας, κατάχρηση εξουσίας κλπ, χωρίς να δίδεται οποιοδήποτε στοιχείο ή επιχείρημα που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς της». Αυτό, ως τονίζει με αναφορά στην νομολογία η κα.Ιακωβίδου, δεν αρκεί, αλλά τέτοιοι ισχυρισμοί θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από την αιτήτρια η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης τους και ως εκ τούτου η παρούσα υπόθεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Προχωρώντας περαιτέρω σε υπεράσπιση της προσβαλλόμενης πράξης, υποστηρίζει ότι αυτή είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η αίτηση κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Σχετικά παραθέτει αποσπάσματα από τους ισχύοντες κανονισμούς, τις σύννομες ενέργειες της διοίκησης και αντίστοιχη νομολογία αναφορικά με υποθέσεις πολιτογράφησης.
Καταγράφοντας τις εκατέρωθεν θέσεις, προχωρώ στην εξέταση των ζητημάτων που έχουν τεθεί και κατά προτεραιότητα στο ζήτημα του εκπροθέσμου της προσφυγής, το οποίο εγείρεται μέσω της Προδικαστικής Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση.
Επί τούτου, η θέση της κας.Ιακωβίδου είναι ότι η επιστολή ημερομηνίας 9/12/2019 απεστάλη με το ταχυδρομείο την αναγραφόμενη ημέρα, ενώ η αιτήτρια καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο την υπό κρίση προσφυγή στις 3/3/2020, δηλαδή 85 ημέρες αργότερα και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμή. Η αιτήτρια, αντίθετα, ισχυρίζεται ότι καταχώρησε στο Δικαστήριο την υπό κρίση προσφυγή εμπρόθεσμα, αφού παρέλαβε την επιστολή στις 29/12/2019. Ενώ με τις γραπτές αγορεύσεις της η αιτήτρια αποφεύγει να απαντήσει επί του εκπροθέσμου της προσφυγής που τονίζουν εξαρχής οι Καθ’ ων η αίτηση, κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων, η δικηγόρος της πρόβαλε τον αυξημένο όγκο εργασίας των κυπριακών ταχυδρομείων κατά τη περίοδο των Χριστουγέννων, ούτως ώστε να δικαιολογήσει το χρόνο που μεσολάβησε, θέση η οποία έτυχε της αποδοκιμασίας της εκπροσώπου της νομικής υπηρεσίας.
Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, δεν εντοπίζω οιοδήποτε αποδεικτικό έγγραφο ή έστω σημείωση επί της επιστολής ημερομηνίας 9/12/2019 ότι, η εν λόγω επιστολή απεστάλη με το ταχυδρομείο την αναγραφόμενη ή άλλη ημέρα. Ωστόσο, διαπιστώνω ότι, η αναγραφόμενη επί της επιστολής διεύθυνση της αιτήτριας στη Λάρνακα, είναι η τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση στις αρχές ως φαίνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, ενώ ακόμα η επιστολή κοινοποιήθηκε και στo δικηγορικό γραφείο το οποίο την εκπροσωπεί και στην επίδικη διαδικασία.
Ως είναι παγίως νομολογημένο, όταν μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί, αλλά δεν έχει επιστραφεί, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο παράδοσης της, εντός ευλόγου χρόνου, ήτοι εντός κάποιων ημερών, στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται (Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos and Others (1965) 1 C.L.R. 9), Latifundia Properties Ltd v. Ψακή κ.ά. (2003) 1 ΑΑΔ 670, Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 415). Mετατίθεται συνεπώς στους ώμους του αιτητή το βάρος να αποδείξει ότι παρέλαβε καθυστερημένα ή και καθόλου την επιστολή, έξω δηλαδή από την προθεσμία των μερικών ημερών από την αποστολή της (HadjiGavriel v. Republic (1986) 3(A) C.L.R. 52, Πατάτας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248, Α.Ε. 49/12 Σάββα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.2.2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, επίδικο ζήτημα αποτελεί ότι η επιστολή παρελήφθη στην αναγραφόμενη διεύθυνση, 20 ημέρες μετά την ημερομηνία αποστολής της στις 29/12/2019. Δοθέντος ότι αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η επιστολή παραλήφθηκε στην ορθή διεύθυνση και συνεπώς ταχυδρομήθηκε, θεωρείται ότι έχει δημιουργηθεί τεκμήριο παραλαβής-λήψης της εν λόγω επιστολής και ότι η επιστολή κατά τεκμήριο είχε φθάσει στον προορισμό της εντός του ευλόγου χρονικού διαστήματος μερικών ημερών. Επομένως, σύμφωνα και με τη πάγια νομολογία, η αιτήτρια είχε πλέον το βάρος απόδειξης στους ώμους της να ανατρέψει το μαχητό τεκμήριο παραλαβής εντός ευλόγου χρόνου και να αποδείξει ότι παρέλαβε καθυστερημένα σε χρόνο αργότερο από αυτόν που θεωρείτο εύλογος υπό τις περιστάσεις την επιστολή ημερομηνίας 9/12/2019 (Taranjit Singh v Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.86/22, ημερομηνίας 20/7/22) B.S. και Δημοκρατία (Υπόθεση αρ. 957/21, ημερομηνιας 28/11/23), Πατάτας v. Δημοκρατίας (1990)3Α.Α.Δ. 248, HadjiGavriel v. Republic (1986)3(Α) C.L.R.52).
Αντίστοιχο ζήτημα εξετάστηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Θεμιστοκλέους κ.α v Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ 415) τα λεχθέντα της οποίας τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση:
«Το θέμα αφορούσε στις επιπτώσεις από την ταχυδρόμηση της επιστολής ημερομηνίας 30.6.03. Το θέτουμε έτσι γιατί, όπως διευκρινίστηκε και ενώπιόν μας, δεν τέθηκε ζήτημα μη πράγματι ταχυδρόμησής της, μάλιστα στη σωστή διεύθυνση. Περαιτέρω, όπως διαπιστώνεται, ούτε περί τη μη επιστροφή της επιστολής. Η επί του θέματος αναφορά των εφεσειουσών περιορίστηκε στον ισχυρισμό, και αυτό με την αγόρευσή τους, πως οι δικηγόροι δεν παρέλαβαν την επιστολή, όπως είχαν ισχυριστεί προηγουμένως και με την επιστολή τους ημερομηνίας 25.2.04[..]
Είναι σαφές πως τίποτε από τα πιο πάνω δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αλλά είναι και χωρίς δυσκολία που προκύπτει πως η σχετική πρόνοια του άρθρου 2 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1, «επίδοση με ταχυδρομείο», δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση να είναι ασφαλισμένες οι επιστολές στις οποίες αναφέρεται. (Βλ. συναφώς Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 Α.Α.Δ. 566). Ενώ, παράλληλα, καμιά άλλη νομοθετική πρόνοια δεν προτάθηκε ως επιβάλλουσα τέτοια υποχρέωση. Και η εισήγηση των εφεσιβλήτων πως δεν υπάρχει τέτοια, παρέμεινε αναπάντητη. Από την άλλη, ενώ πράγματι το τεκμήριο λήψης, ενόψει της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας και της νομολογίας (βλ. Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery (1965)1 C.L.R9, Πιττάκα ν. Γ & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ 1895) προϋποθέτει ταχυδρόμηση στην ορθή διεύθυνση και μη επιστροφή, όπως ήδη σημειώσαμε, εδώ κάθε άλλο παρά διατυπώθηκε αμφισβήτηση επί αυτών, ενόψει της οποίας, ως προς εγειρόμενο επίδικο θέμα πλέον, οι εφεσίβλητοι θα είχαν βάρος να αποσείσουν με εν τέλει κριτή το Δικαστήριο, αναλόγως με τους χειρισμούς, το υλικό του φακέλου και την όποια μαρτυρία θα επέτρεπε να προσαχθεί.(Θεοφάνης Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά., Προσφυγή Αρ. 846/01, ημερομηνίας 30.5.03 και συναφώς Busy Bodys Wine Bar & Rest. Ltd v. Εφόρου Φ.Π.Α. (1999) 2 Α.Α.Δ. 516). Ούτε και επιχειρήθηκε ανατροπή του τεκμηρίου με την προσαγωγή μαρτυρίας ως προς τη μη λήψη της επιστολής (βλ. Katsiantonis v. Frantzeskou (ανωτέρω). Ορθώς, λοιπόν, ο συνάδελφός μας χαρακτήρισε τον ισχυρισμό ως ατεκμηρίωτο. Τελικά, τα περί την ανάγκη να είναι πλήρης η γνώση, κατευθύνεται προς άλλη πτυχή του θέματος άσχετη με την εξεταζόμενη.»
Τα πιο πάνω καθορίζουν και τη κατάληξη της προδικαστικής ένστασης αφού κατ' επιταγή της προαναφερθείσας νομολογίας, η αιτήτρια όφειλε να προσκομίσει στο Δικαστήριο την απαιτούμενη μαρτυρία προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού της ότι παρέλαβε την επίμαχη επιστολή σε μεταγενέστερο από το συνήθη χρόνο και συγκεκριμένα στις 29/12/2019 ως υποστήριξε και συνεπώς να αποδείξει την εμπρόθεσμη καταχώρηση της προσφυγής της, πράγμα που δεν έπραξε (Εμπορική Εταιρεία Παλαιχωρίου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 178). Συνεπώς, και στη βάση των ανωτέρω, κρίνω ότι, η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και ως εκ τούτου η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη, η οποία σφραγίζει και την τύχη της παρούσας υπόθεσης, δεν θα μπορούσα να αγνοήσω τις παρατηρήσεις της κας Ιακωβίδου ότι η αιτήτρια δεν αναπτύσσει και δεν αναλύει τους ισχυρισμούς της επαρκώς και δεν είναι αρκετή η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων στην αγόρευσή της, (Tahir Mahmolld ν Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α αρ. 254/2006, ημερ. 15.5.07).
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αόριστοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να εξετάζονται από το Δικαστήριο (Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α Δ.196 και Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631, Μούστρας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α,Δ.70). Αυτό, λυπάμαι να παρατηρήσω ότι, ισχυει και στη παρούσα υπόθεση, αφού η πλευρά της αιτήτριας μέσω των γενικόλογων και ιδιαίτερα σύντομων της αγορεύσεων δεν αιτιολόγησε επακριβώς τους ισχυρισμούς της και υποδεικνύοντας συγκεκριμένα σημεία τα οποία παραβιάστηκαν από την ληφθείσα απόφαση του διοικητικού οργάνου.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα 1600 Ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο