ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 340/2022 (i-Justice))
4 Νοεμβρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
Μ. Παρασκευάς, για Αιτητή
Α. Αχιλλέως (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή προς τον αιτητή, ημερομηνίας 21.12.2021, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή του κατά της προηγηθείσας απόφασης του Γενικού Διευθυντή των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 20.1.2021, για απόρριψη της αίτησής του για ένταξη στο σχέδιο Προστασίας της Κύριας Κατοικίας («Σχέδιο Εστία»).
Αρχικά στις 18.1.2021, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («το Υπουργείο») για ένταξή του στο Σχέδιο Εστία.
Η αίτηση απορρίφθηκε και η απορριπτική απόφαση εστάλη στον αιτητή δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 20.1.2021. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, η αίτηση απορρίφθηκε καθότι διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής δεν είχε προσκομίσει όλα τα απαραίτητα παραστατικά, τα οποία απαιτούνταν για την αξιολόγηση αυτής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με την επιστολή, ο αιτητής δεν είχε προσκομίσει κατάσταση ηλεκτρικού ρεύματος.
Κατά της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής υπέβαλε ένσταση την 1.2.2021, η οποία παραλήφθηκε από το Υπουργείο στις 3.2.2021.
Η ένσταση εξετάστηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, η οποία υπέβαλε στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («ο Υπουργός») την εισήγηση για απόρριψή της, καθότι, ως αναφέρεται στο σχετικό Έντυπο Αξιολόγησης, «δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του ορισμού της «Κύριας Κατοικίας», όπως αναγράφονται στο Παράρτημα Α του Σχεδίου». Η εισήγηση της Επιτροπής έγινε δεκτή από την Υπουργό, η οποία, με απόφασή της ημερομηνίας 20.12.2021, απέρριψε την ένσταση του αιτητή.
Ο αιτητής έλαβε γνώση της απορριπτικής, επίδικης, απόφασης δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 21.12.2021 και στις 8.3.2022, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.
Βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του αιτητή, αποτελεί ο ισχυρισμός περί εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους διοικούμενου. Ως υποβάλλει ο κ. Παρασκευάς, συνιστά παραβίαση των πιο πάνω αρχών η συμπεριφορά των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, έναν χρόνο μετά που ο αιτητής είχε χωρίσει με τη σύζυγό του και ενώ αυτός κατέβαλλε συστηματικά την οφειλόμενη δόση του δανείου του, αποφάσισαν ότι η αίτησή του δεν ενέπιπτε στους όρους ή/και στις προϋποθέσεις του ορισμού της «Κύριας Κατοικίας», κατά παράβαση μάλιστα και της τελολογικής ερμηνείας του συγκεκριμένου ορισμού.
Προβάλλει επίσης ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον αιτητή ότι οι πρόνοιες της παραγράφου 2.8 του Σχεδίου (με τίτλο «Χειρισμός περιπτώσεων χωρισμένου ζεύγους») τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση του αιτητή και την πρώην συζύγου του και αν οι καθ’ ων η αίτηση ενεργούσαν καλόπιστα, αυτό θα μπορούσε να διαπιστωθεί πολύ εύκολα και η αίτησή του δεν θα απορριπτόταν.
Περαιτέρω, ο συνήγορος του αιτητή υποβάλλει την εισήγηση ότι σκοπός του Σχεδίου Εστία είναι η παροχή προστασίας σε ευάλωτους δανειολήπτες, με την οικονομική συνδρομή του κράτους, ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν τις διανειακές τους υποχρεώσεις και όχι να υφίστανται την εις βάρος τους διαστρέβλωση των όρων του Σχεδίου και να απορρίπτεται η αίτησή τους παραπλανητικά, όπως συνέβη στην περίπτωση του αιτητή.
Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και καλόπιστα, υπήρξε δε αυτή πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.
Τονίζει η κα Αχιλλέως ότι ο αιτητής παρέλειψε να ανταποκριθεί και/ή να προσκομίσει τα αναγκαία έγγραφα και/ή στοιχεία προς υποστήριξη της αίτησης και/ή της ένστασής του, με αποτέλεσμα οι καθ’ ων η αίτηση, κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των, επιτακτικής φύσεως, προνοιών του Σχεδίου, να απορρίψουν την αίτηση και ένσταση του αιτητή. Η δε ευθύνη προσκόμισης όλων των αναγκαίων εγγράφων και/ή στοιχείων προς υποστήριξη της αίτησής του, ήταν στους ώμους του αιτητή, ο οποίος ωστόσο απέτυχε να ανταποκριθεί. Με αποτέλεσμα, δεδομένης και την ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού/κανονιστικού πλαισίου, στη βάση του οποίου ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση, να είναι εξ’ υπαρχής αβάσιμοι και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης.
Έχω εξετάσει την επίδικη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι αρχικά, η αίτηση του αιτητή για ένταξη στο Σχέδιο απορρίφθηκε, καθότι αυτός δεν είχε προσκομίσει κατάσταση ηλεκτρικού ρεύματος από το έτος 2013 και εντεύθεν, για την οικία διαμονής του αιτητή και των μελών της οικογένειάς του (κύρια κατοικία), η οποία ήταν απαραίτητη για την αξιολόγηση της αίτησής του, σύμφωνα και με το Μέρος Α’ της αίτησης. Εις απάντηση, ο αιτητής, δια της υποβληθείσας ένστασής του, πράγματι προσκόμισε αναλυτική κατάσταση λογιαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος για τα έτη 2013 έως και 2020, που αφορούσε διεύθυνση συγκεκριμένης οικίας. Ωστόσο, η εν λόγω κατάσταση λογαριασμού ήταν επ’ ονόματι της πρώην συζύγου του αιτητή, από την οποία ο αιτητής, σύμφωνα και με τα ενώπιον μου στοιχεία, είχε πάρει διαζύγιο την 31.5.2010.
Εν προκειμένω, καίριας σημασίας είναι οι διατάξεις της παραγράφου 4 του περί του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου (Υποβολή Αίτησης Άλλης Κοινωνικής Παροχής - Σχέδιο ΕΣΤΙΑ) Διατάγματος του 2019 (Κ.Δ.Π. 226/2019), η οποία τυγχάνει εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, κάθε αίτηση για ένταξη στο Σχέδιο πρέπει απαραίτητα να είναι πλήρως συμπληρωμένη και να συνοδεύεται από όλα τα παραστατικά που ορίζονται σε αυτήν. Ως δε έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, στο Μέρος Α της αίτησης («Απαραίτητα Παραστατικά για την Υποβολή της Αίτησης»), την οποία υπέβαλε και ο αιτητής, προβλέπεται, στο μέρος «Στοιχεία Αιτητή της Οικογένειάς του», και η «6. Αναλυτική κατάσταση κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος ή υδατοπρομήθειας ανα διμηνία, από το 2013 για την οικία διαμονής του αιτητή και της οικογένειάς του». Εξάλλου, την υποχρέωση προσκόμισης όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών εγγράφων, προβλέπει και η παράγραφος 5.1 του Σχεδίου. Τα εν λόγω έγγραφα, τα οποία προβλέπονται ως απαιτούμενα, ως πιο πάνω έχει αναφερθεί, είναι απαραίτητα για την τεκμηρίωση της διαμονής ενός αιτητή και των μελών της οικογένειάς του στην κύρια κατοικία, η οποία, σύμφωνα με το Παράρτημα Α του Σχεδίου, ορίζεται ως η «κατοικία που βρίσκεται εντός των περιοχών που ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο η Κυπριακή Δημοκρατία και χρησιμοποιείται ως ο κύριος χώρος διαμονής του ιδιοκτήτη κύριας κατοικίας ή/και των μελών της οικογένειάς του για περίοδο πέραν των έξι (6) μηνών κατ’ έτος [.]».
Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω, ότι υφίσταται εν προκειμένω συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει το ζήτημα της υποβολής αίτησης για ένταξη στο Σχέδιο Εστία και εντός του πλαισίου αυτού εντάσσονται και οι όροι και/ή προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται προκειμένου η εξέταση και/ή αξιολόγηση μιας τέτοιας αίτησης να έχει επιτυχή έκβαση. Σαφώς και οι προεκτεθείσες διατάξεις είναι επιτακτικού χαρακτήρα και δεν επιδέχονται πολλαπλής ερμηνείας. Με αποτέλεσμα, οι καθ’ ων η αίτηση να μην είχαν άλλη επιλογή από του να τις εφαρμόσουν, όπερ και έπραξαν. Δεν υπήρχε περιθώριο ενάσκησης διακριτικής εξουσίας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, αλλά επρόκειτο για περίπτωση πράξεως εκδοθείσας κατά δέσμια αρμοδιότητα. Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, οι πράξεις δέσμιας αρμοδιότητας ελέγχονται ως προς τη νομιμότητά τους για την εφαρμογή και/ή συνταγματικότητα του Νόμου που επιβάλλει συγκεκριμένη δράση της Διοίκησης, όχι όμως για ζητήματα υπέρβασης άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας ή παράβαση της χρηστής διοίκησης, ως οι πράξεις διακριτικής ευχέρειας (APZ DEVELOPERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 6287/2013, ημερ. 15.3.2019, Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 999/2016, ημερ. 17.10.2018, Λάμπρος Παπαθεοδότου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 589/2015, ημερ. 28.9.2018). Συνακόλουθα, οι καθ’ ων η αίτηση ορθά και σύννομα, κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, απέρριψαν αρχικά την αίτηση του αιτητή και εν συνεχεία την ένσταση, εφόσον αυτός δεν είχε υποβάλει όσα απαιτούνταν και του ζητήθηκαν, προκειμένου να υποστηρίξει τη διαμονή του στην κατοικία για την οποία ζητούσε να ενταχθεί στο Σχέδιο Εστία, ήτοι στην «κύρια κατοικία», ως αυτή ορίζεται στο Σχέδιο, και, πιο συγκεκριμένα, δεν υπέβαλε κατάσταση λογαριασμού της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου για τα έτη 2013-2020 επ’ ονόματι του, αλλά επ’ ονόματι της πρώην συζύγου του, με την οποία είχαν χωρίσει από το έτος 2010, δυνάμει δικαστικού διατάγματος. Αποκλειστικά υπεύθυνος για την προσκόμιση όλων των απαραίτητων πιστοποιητικών προς τεκμηρίωση των απαιτήσεων του Σχεδίου και, πιο συγκεκριμένα, της μόνιμης διαμονής του στην κύρια κατοικία, ήταν ο ίδιος ο αιτητής, ο οποίος όφειλε να τεκμηριώσει ό,τι δήλωνε επί της αιτήσεώς του, κάτι που απέτυχε να πράξει (Δ.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1065/2021, ημερ. 7.10.2025).
Ως εκ των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, δεν έχουν έρεισμα και υπόκεινται σε απόρριψη. Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού-κανονιστικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ενήργησαν οι καθ' ων η αίτηση στην υπό εξέταση υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016). Στην O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, επισημάνθηκε ότι «οι έννοιες της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης, ως γενικές από τη φύση τους αρχές, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους, όπως τονίστηκε στην Κώστας Παναγή ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. Υποθ. Αρ. 1250/12, ημερ. 19/12/2013, στην οποία λέχθηκε περαιτέρω ότι θα πρέπει «να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής. Πρέπει να υπάρχουν αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν το διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη διοικητική συμπεριφορά την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημιά του πολίτη» (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην HERMES AIRPORTS LTD ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, Υποθ. Αρ. 1123/2015, ημερ. 14.10.2021).
Τέλος, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου τούτου, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση του κ. Παρασκευά ότι στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η παράγραφος 2.8 του Σχεδίου, κάτι που οι καθ’ ων η αίτηση, ενεργώντας κακόπιστα, αγνόησαν και προχώρησαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Η συγκεκριμένη παράγραφος φέρει μεν τίτλο «Χειρισμός περιπτώσεων χωρισμένου ζεύγους», αλλά, όπως προκύπτει από το λεκτικό των προνοιών της, ρυθμίζει τις περιπτώσεις Αναδιαρθρωμένου Δανείου Κύριας Κατοικίας και προβλέπει για τον ρόλο που έχει κάθε μέρος/σύζυγος στο Αναδιαρθρωμένο Δάνειο Κύριας Κατοικίας. Εν πάση δε περιπτώσει, στην εν λόγω παράγραφο, ούτως ή άλλως, προβλέπεται ότι τα κριτήρια και/ή οι προϋποθέσεις για ένταξη στο Σχέδιο, θα πρέπει να πληρούνται και από τους δυο συζύγους, ξεχωριστά.
Ούτε και τα όσα αναφέρει, πρόσθετα στην αρχική του επιχειρηματολογία, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, δια της απαντητικής γραπτής του αγόρευσης, δύνανται να αναιρέσουν τις πιο πάνω διαπιστώσεις του παρόντος Δικαστηρίου και δη ότι κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης, υφίστατο συγκεκριμένο νομοθετικό-κανονιστικό πλαίσιο, στη βάση του οποίου ορθώς και σύννομα οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν και έλαβαν την επίδικη απόφαση. Πέραν όμως τούτου, είναι πρέπον να επισημανθεί ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί δεν τέθηκαν δια της αρχικής γραπτής του συνηγόρου του αιτητή και ανεπίτρεπτα τίθενται το πρώτον δια της απαντητικής γραπτής του αγόρευσης. Έχει νομολογηθεί ότι, εκτός από λόγους δημόσιας τάξης, δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη λόγων που τίθενται για πρώτη φορά με την απαντητική αγόρευση (Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, Marina Bota v. Υπουργείο Εσωτερικών (Τμήμα Μετανάστευσης), Υποθ. Αρ. 1150/2015, ημερ. 12.1.2017).
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο