IYAD K.H. ALJAIAB ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 734/2022, 10/11/2025
print
Τίτλος:
IYAD K.H. ALJAIAB ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 734/2022, 10/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 734/2022 (i-Justice))

 

10 Νοεμβρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

    IYAD K.H. ALJAIAB

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

                          ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ε. Οικονόμου (κα), για Έλλη Δ. Οικονόμου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Σ. Πλατής, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών («ο Υπουργός»), που περιέχεται σε επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 14.2.2022 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, καθότι, όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή προς τον αιτητή, αυτός δεν έχει επαρκείς πόρους για τη διαβίωση του ιδίου και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του στη Δημοκρατία και, ως εκ τούτου, υπάρχει κίνδυνος να καταστεί βάρος στα δημόσια οικονομικά της χώρας. Επιπρόσθετα, σύμφωνα πάντα με την επιστολή, διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής δεν γνώριζε βασικές πληροφορίες που αφορούν στην ιστορία και τους θεσμούς της Δημοκρατίας, ενώ ούτε την Ελληνική γλώσσα γνωρίζει.

 

Ο αιτητής είναι υπήκοος Ιράκ, γεννηθείς κατά το έτος 1962, ο οποίος αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα μέσω των κατεχομένων περιοχών της Δημοκρατίας και ο οποίος, ακολούθως, υπέβαλε αίτηση ασύλου, η οποία απορρίφθηκε την 31.5.2011. Κατά της εν λόγω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία στις 8.7.2015, αποφάσισε να παραχωρήσει το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στον αιτητή και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. Ας σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει και από τον οικείο διοικητικό φάκελο και δη από σχετική επιστολή του Τμήματος προς τον αιτητή, ημερομηνίας 9.5.2017, αυτός είχε προβεί παράνομα σε αλλαγή του ονόματός του, ενόσω βρισκόταν στη Δημοκρατία.

 

Την 1.3.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης της εν λόγω αίτησης, διενεργήθηκε προσωπική συνέντευξη στον αιτητή, στις 30.10.2020, ενώ στη συνέχεια, την ίδια μέρα, ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε σχετική Έκθεση/Σημείωμα στον Υπουργό, ο οποίος τελικά, στις 25.10.2021, αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση.

 

Η επίδικη απόφαση εστάλη στον αιτητή διά της προαναφερθείσας επιστολής ημερομηνίας 14.2.2022 και την 21.4.2022, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.

 

Σημειώνεται ότι στις 3.11.2021, είχε χορηγηθεί στον αιτητή άδεια παραμονής ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας, με ισχύ μέχρι τις 3.11.2023.

 

Στην προμετωπίδα της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί παράνομης απόφασης και παντελώς εσφαλμένης αιτιολόγησης αυτής. Και τούτο, κατά τη σχετική εισήγηση, καθότι οι καθ’ ων η αίτηση, χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, στήριξαν την επίδικη κρίση τους σε κριτήρια που δεν προβλέπει ο περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμος (Ν. 141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος») και δη το άρθρο 111 αυτού, και «ασχολήθηκαν με επουσιώδη θέματα», ενώ ο αιτητής πληρούσε τα υπό του εν λόγω άρθρου προβλεπόμενα.

 

Ισχυρίζεται περαιτέρω η συνήγορος του αιτητή ότι τα πιο πάνω, και η εν γένει συμπεριφορά των καθ΄ων η αίτηση, οι οποίοι κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή ενήργησαν με προχειρότητα και βασίστηκαν σε εσφαλμένα κριτήρια, στοιχειοθετούν και πρόσθετο λόγο ακύρωσης, αυτόν της παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και του άρθρου 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), αλλά και της χρηστής διοίκησης.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τα πιο πάνω, προβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε δε ορθά και σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις και δη τις πρόνοιες του Νόμου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Επισημαίνουν οι καθ’ ων η αίτηση, με αναφορά στο άρθρο 111 του Νόμου, ότι το ζήτημα της πολιτογράφησης αλλοδαπού εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, ο δε Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για πολιτογράφηση, αλλά δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Τέτοια δε εξουσία ασκείται νόμιμα, εφόσον ασκείται καλόπιστα και το Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας αυτής. Στην υπό εξέταση περίπτωση, ως υποβάλλει ο κ. Πλατής, η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, στηριζόμενη στο σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιον της, τα οποία και αξιολογήθηκαν δεόντως.

 

Απαντητική αγόρευση εκ μέρους του αιτητή, δεν καταχωρήθηκε.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Στο άρθρο 111 του Νόμου, προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα». Με βάση την προεκτεθείσα διάταξη, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, αφού έχει κατ' επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και πιο πρόσφατα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, ότι το ζήτημα της χορήγησης της Κυπριακής υπηκοότητας, άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας. Όπως λέχθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024, με αναφορά και στην Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024, το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. και Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203) και η διακριτική ευχέρεια του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις «είναι ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (Michael Kamel Barakat  v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916, Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371)». Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/2012, ημερ. 24.10.2018, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).

Τονίζεται, επιπρόσθετα, ότι, κατά πάγια επίσης νομολογία, ακόμα και η υφ’ ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής του σχετικού αιτήματος, αλλά δεν παρέχει αφ’ εαυτής δικαίωμα στον αλλοδαπό για απόκτηση της υπηκοότητας (Reyes, ανωτέρω) και δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της αίτησης (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009).

 

Συνεπώς, αυτό που εξετάζεται σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι το κατά πόσον η Διοίκηση, κατά την ενάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ενεργεί καλόπιστα. Η τήρηση της αρχής της καλής πίστης είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ. Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No.193, σελ.19). Υπάρχει δε μαχητό τεκμήριο ότι οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια της Διοίκησης, είναι καλόπιστη (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).

 

Εν προκειμένω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα, κατ' ορθήν ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, διενεργώντας τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης και δεν διαπιστώνω να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη, ως αβάσιμα η πλευρά του αιτητή ισχυρίζεται. Όπως προκύπτει τόσο από το έντυπο της διενεργηθείσας προσωπικής συνέντευξης του αιτητή, όσο και από την υποβληθείσα Έκθεση/Σημείωμα προς τον Υπουργό, ημερομηνίας 30.10.2020, λήφθηκε υπόψη για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης των καθ’ ων η αίτηση το γεγονός ότι ο αιτητής, παρόλο που, όπως αναλυτικά καταγράφεται, πληρούσε τα τυπικά προσόντα που καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, εργαζόταν από το έτος 2019 μέχρι τον χρόνο εξέτασης της αίτησής του σε συγκεκριμένη εταιρεία με μηνιαίες απολαβές εκ €200, ενώ τα προηγούμενα χρόνια δεν εργαζόταν και ήταν λήπτης Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ), η δε σύζυγός του δεν εργαζόταν. Φαίνεται επίσης από τα πιο πάνω έγγραφα, ότι ο αιτητής διέμενε με τη σύζυγό του σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα με μηναίο ενοίκιο εκ €250, ενώ είχε, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, καταθέσεις σε τραπεζικό ίδρυμα της Κύπρου, ανερχόμενες σε €2.300. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται τόσο στο έντυπο προσωπικής συνέντευξης, όσο και στο υποβληθέν προς τον Υπουργό Σημείωμα, ο αιτητής, πέραν του ότι δεν διαθέτει σταθερούς και τακτικούς οικονομικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του, δεν μιλά την Ελληνική γλώσσα (η συνέντευξη διεξήχθη πλήρως στα Αγγλικά), ενώ δεν απάντησε τις περισσότερες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν σχετικά με την Κυπριακή ιστορία και πραγματικότητα. Όπως επίσης καταγράφεται στο έντυπο προσωπικής συνέντευξης, μέσα από τις απαντήσεις που έδωσε, ο αιτητής δεν κατάφερε να καταδείξει οποιουσδήποτε βιοτικούς δεσμούς (οικογενειακούς, εργασιακούς, οικονομικούς, κοινωνικούς) με την Κύπρο. Όπως δε έχει προαναφερθεί, η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε για δυο λόγους, εν πρώτοις, επειδή αυτός δεν έχει επαρκείς πόρους για τη διαβίωση του ιδίου και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του στη Δημοκρατία και, ως εκ τούτου, υπάρχει κίνδυνος να καταστεί βάρος στα δημόσια οικονομικά της χώρας και, επιπρόσθετα, επειδή διαπιστώθηκε ότι δεν γνώριζε βασικές πληροφορίες που αφορούν την ιστορία και τους θεσμούς της Δημοκρατίας, ενώ ούτε την Ελληνική γλώσσα γνωρίζει.

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν τη διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, ενεργώντας εντός των ορίων της ορθής ενάσκησης της εξουσίας και διακριτικής τους ευχέρειας, καθόλα ορθά και σύννομα έλαβαν υπόψη τους και προσμέτρησαν δεόντως στην τελική τους κρίση, και την οικονομική κατάσταση και τους οικονομικούς πόρους συντήρησης του αιτητή στη Δημοκρατία, που ενέχουν τον κίνδυνο αυτός να καταστεί βάρος στα δημόσια οικονομικά της χώρας, αλλά και τη μη ένταξή του στην Κυπριακή κοινωνία, αφού δεν έχει αναπτύξει κοινωνικούς και οικογενειακούς δεσμούς στη Δημοκρατία και δε γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα και βασικές πληροφορίες αναφορικά με τους θεσμούς και την ιστορία της χώρας: πρόκειται για παράγοντες που, σύμφωνα και με τη νομολογία (Angela Siomina Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, L.C.W. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1343/2022 (i-Justice), ημερ. 7.4.2025), επιβάλλεται να διερευνώνται και να λαμβάνονται υπόψη από τη Διοίκηση στην τελική της κρίση επί αιτήσεων πολιτογράφησης, πέραν από τη διερεύνηση άλλων λόγων που ενδεχομένως να συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του εκάστοτε αιτητή. Όπως δε ελέχθη και πιο πάνω, ακόμα και η υφ’ ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής του σχετικού αιτήματος, αλλά δεν παρέχει αφ’ εαυτής δικαίωμα στον αλλοδαπό για απόκτηση της υπηκοότητας (Reyes, ανωτέρω) και δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της αίτησης.

 

Από όλα τα πιο πάνω, προκύπτει με επαρκή σαφήνεια το σύνολο των ενεργειών της Διοίκησης που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης του αιτητή, καθώς και το σύνολο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη  για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης των καθ' ων η αίτηση, με αποτέλεσμα η επίδικη, απορριπτική απόφαση, στην οποία βεβαίως περιλαμβάνονται και οι λόγοι απόρριψης της αίτησης, ως αυτοί έχουν προεκτεθεί και περιέχονται στην επιστολή που εστάλη στον αιτητή, να κρίνεται ως επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270), εφόσον εκτίθενται σε αυτήν τα πραγματικά στοιχεία και/ή γεγονότα και αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, Ε.Δ.Δ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης, σύμφωνα και με το άρθρο 29 του Νόμου 158(Ι)/1999, από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και δη το έντυπο προσωπικής συνέντευξης, αλλά και από το προαναφερθέν Σημείωμα που είχε αρμοδίως ετοιμαστεί στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης πολιτογράφησης, και από τα οποία προκύπτουν οι λόγοι απόρριψης της εν λόγω αίτησης από τη Διοίκηση (Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν ευσταθούν και απορρίπτονται οι ισχυρισμοί της πλευράς του αιτητή περί αναιτιολόγητης και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης, όπως απορριπτέοι ως αβάσιμοι κρίνονται και οι ισχυρισμοί περί εμφιλοχωρήσασας πραγματικής και/ή νομικής πλάνης και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας.

 

Δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας, η οποία, αντίθετα, κρίνεται επαρκής και/ή η δέουσα. Ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση υπήρχαν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, προκειμένου να ληφθεί η, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή, απόφαση για απόρριψη της αίτησης για πολιτογράφηση. Κατά πάγια νομολογία, η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία έρευνας του υπό εξέταση θέματος, ποικίλει ανάλογα με το αντικείμενό του. Η δε έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού και ουσιώδους γεγονότος, που παρέχει τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 102/09, 14.3.2013, Logicom Public Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.α., Α.Ε. Αρ. 153/09, 14.1.2014).

 

Εν προκειμένω, η τελική κατάληξη των καθ' ων η αίτηση, κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορούν να έχουν έρεισμα ούτε και οι ισχυρισμοί περί κακόπιστης ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση. Έχουν εκτεθεί λεπτομερώς, πιο πάνω, οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή, οι οποίες και συνηγορούν υπέρ της καλόπιστης ενάσκησης της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης. Εφόσον δε τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της Διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (Ήρωα, ανωτέρω).

 

Ολοκληρώνοντας, τονίζω εκ νέου ότι η ευχέρεια του κράτους να παράσχει την υπηκοότητά του σε άτομα, είναι κατά πάγια νομολογία αναγνωρισμένη και άπτεται των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Η απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας συνιστά το ύψιστο καθεστώς που μπορεί να λάβει ένας αλλοδαπός στη Δημοκρατία και αποτελεί βασικό κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να αποφασίσει για τα άτομα που αποτελούν υπηκόους του (Aylin Arakelian v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 130/20, ημερ. 10.3.2025, Hamdan v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.141/18, ημερ. 6.3.2024, Ήρωα, ανωτέρω).

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι εν προκειμένω οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα, καλόπιστα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη (βλ. και τις απορριπτικές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις M.N.L. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1401/2022, ημερ. 18.9.2025, L.C.W, ανωτέρω, M.N.A. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 24/2022 (i-Justice), ημερ. 7.2.2025, N.G. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1736/2022 (i-Justice), ημερ. 6.11.2024, I. B.M. A. Ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 707/2020, ημερ. 17.1.2023, I.J. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 744/2019, ημερ. 14.9.2022, Cabardo v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1514/2019, ημερ. 6.5.2022, όπου εξετάστηκαν παρόμοια ζητήματα).

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο