MUNISH KUMAR ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 997/2025, 12/11/2025
print
Τίτλος:
MUNISH KUMAR ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 997/2025, 12/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

 

(Υπόθεση Αρ. 997/2025)

 

12 Νοεμβρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                MUNISH KUMAR                                                                                             Αιτητής

                                                 ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                            

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27.10.2025

 

Π. Πιερίδης, για Αιτητή

Α. Πάλλη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Ο αιτητής καταχώρησε στις 10.9.2025, την προσφυγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, δια της οποίας προσβάλλει την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 4.9.2025, με την οποία αυτός κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης, καθώς και την συνακόλουθη έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ίδιας ημερομηνίας, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η εν λόγω προσφυγή, εμπίπτει στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 11A(2)(B) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου (Ν. 131(Ι)/2015), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), θα πρέπει να εκδικαστεί εντός ενός μηνός από την καταχώρησή της, ωστόσο, λόγω και της υπό του αιτητή καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης, η οποία μάλιστα στη συνέχεια έτυχε τροποποίησης, η εν λόγω προθεσμία παρεκτάθηκε κατόπιν εισήγησης του παρόντος Δικαστηρίου και τη σύμφωνη γνώμη των δυο πλευρών.

 

Εκκρεμούσης της προσφυγής, καταχωρήθηκε στις 27.10.2025, η υπό κρίση αίτηση, δια της οποίας ζητείται-

 

«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο δίδεται άδεια για προσαγωγή της μαρτυρίας του αιτητή Munish Kumar, που παρατίθεται ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του Μιχάλη Πιερίδη που συνοδεύει την παρούσα αίτηση.

 

Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο δίδεται άδεια για προσαγωγή της έγγραφης μαρτυρίας η οποία παρατίθεται ως Τεκμήριο Α στην προτιθέμενη ένορκη δήλωση του αιτητή που παρατίθεται ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του  Μιχάλη Πιερίδη που συνοδεύει την παρούσα αίτηση ».

 

Τα δε Τεκμήρια 1 και Α, αντίστοιχα, στα οποίο περιέχεται η μαρτυρία που ο αιτητής επιθυμεί να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, συνίστανται στην ένορκη δήλωση του αιτητή (Τεκμήριο 1) και στο δελτίο εγγραφής και πιστοποιητικό γέννησης του παιδιού του αιτητή (Τεκμήριο Α), τα οποία επισυνάπτονται σε αυτήν και τα οποία, κατά τον ενόρκως δηλούντα, κ. Μιχάλη Πιερίδη, είναι απαραίτητο όπως προσαχθούν ως μαρτυρία, καθότι είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και δη με τη βάση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, αφορούν σε γεγονότα σχετικά με την υπόθεση, τα οποία προϋπήρχαν της προσβαλλόμενης απόφασης και είναι αναγκαία για την αντίκρουση των ισχυρισμών των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι διατείνονται ότι διενήργησαν τη δέουσα έρευνα και έλαβαν επαρκή γνώση όλων των γεγονότων της υπόθεσης, καθώς και ότι η απόφασή τους είναι δεόντως αιτολογημένη.

 

Η ουσία της ένορκης δήλωσης του αιτητή, της οποίας η προσαγωγή επιδιώκεται, έγκειται στον ισχυρισμό ότι αυτός, όταν συνελήφθη σε δρόμο του Δήμου Στροβόλου από αστυφύλακες, την 3.9.2025, δήλωσε ότι διαμένει σε συγκεκριμένη διεύθυνση μαζί με το ανήλικο παιδί του και την μητέρα του παιδιού, οι οποίοι είναι αιτητές ασύλου. Αναφέρει επίσης ο αιτητής ότι υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση παραχώρησης διεθνούς προστασίας, ημερομηνίας 3.2.2023, ενόψει νέων στοιχείων, επί της οποίας ακόμα δεν έλαβε απάντηση και/ή απόφαση. 

Στην ένορκη δήλωσή του που συνοδεύει την αίτηση, ο κ. Μιχάλης Πιερίδης, δικηγόρος στο δικηγορικό γραφίο του κ. Παναγιώτη Πιερίδη, αναφέρει εν πρώτοις ότι είναι πλήρως εξουδιοτημένος από τον αιτητή να προβεί σε αυτήν, τα όσα δε δηλώνει, τα γνωρίζει από τον ίδιο τον αιτητή, από τον δικηγόρο του αιτητή και από τον φάκελο που διατηρείται στο δικηγορικό γραφείο που τον εκπροσωπεί. Εν συνεχεία, και αφού παραθέτει το ιστορικό και την οικογενειακή κατάσταση του αιτητή, ο ενόρκως δηλών τονίζει ότι είναι ουσιώδους σημασίας και προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να επιτραπεί η προσκόμιση της προτεινόμενης μαρτυρίας, για να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το πλήρες και ορθό υπόβαθρο των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπόθεση του αιτητή, αλλά και προκειμένου το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ορθή, ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, ούτως ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει ορθή κρίση, καθότι ο διοικητικός φάκελος είναι ελλιπής και απουσιάζουν από αυτόν ουσιώδη γεγονότα.

 

Τα ίδια εν πολλοίς αναφέρονται και στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, που, με αναφορά και σε σχετική επί του θέματος νομολογία, τονίζει τη σχετικότητα της αιτούμενης προς προσαγωγή μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα, ιδίως σε σχέση με την εγκυρότητα του επίδικου διατάγματος κράτησης, η οποία και θα βοηθήσει το Δικαστήριο στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και θα το διαφωτίσει ως προς τα θέματα αυτά με τη διαμόρφωση μιας πιο σφαιρικής εικόνας των πραγμάτων, εφόσον ο διοικητικός φάκελος είναι ελλιπής ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και δη ως προς την ύπαρξη συμβίας και ενός ανήλικου τέκνου του αιτητή, υποβάλλοντας τελικά την εισήγηση ότι η υπό εξέταση αίτηση θα πρέπει να επιτύχει και να επιτραπεί η προσκόμιση της εν λόγω μαρτυρίας.

 

Η προσκόμιση της αιτούμενης μαρτυρίας, συνεχίζει ο κ. Πιερίδης, είναι απαραίτητη για να καταδειχθεί ότι δεν εξετάστηκε «η άμεση μετά τη σύλληψή του, πληροφόρηση του Αιτητή προς τη διοίκηση ότι έχει ανήλικο τέκνο και κατ’ επέκταση τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού και η οικογενειακή ζωή», καθώς και το εσφαλμένο της διαπίστωσης των καθ’ ων η αίτηση ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή και ότι δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Καταλήγει ο δικηγόρος του αιτητή, ισχυριζόμενος ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε χωρίς καθυστέρηση, ενώ το αν ο αιτητής καθυστέρησε να ενημερώσει τη Διοίκηση για την ύπαρξη τέκνου, «είναι θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας σε περίπτωση που η παρούσα αίτηση γίνει αποδεκτή».

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, αρχικώς δια της ενστάσεώς τους και εν συνεχεία δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου τους, εισηγούνται την απόρριψη της αίτησης, προβάλλοντας κυρίως ότι-

 

1. Με την υπό εξέταση αίτηση, ο αιτητής επιδιώκει να θέσει και/ή να προσαγάγει μαρτυρία, η οποία δεν είναι σχετική με την εγκυρότητα των προσβαλλόμενων διοικητικών αποφάσεων, αλλ’ ούτε και αναγκαία, αφού δεν είναι δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε λόγο ακύρωσης των επίδικων πράξεων και, συνακόλουθα, δεν μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο στην επίλυση των επίδικων θεμάτων·

 

2. Η επιδιωκόμενη προς προσαγωγή μαρτυρία δεν είναι αποδεικτική οποιουδήποτε γεγονότος που να τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. Όλο δε το σχετικό υλικό βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου και αυτό, κατά τη σχετική εισήγηση, είναι αρκετό για να δώσει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφασίσει εάν ορθά, δίκαια και αιτιολογημένα άσκησαν οι καθ’ ων η αίτηση τη διακριτική τους εξουσία·

 

3. Ο αιτητής επιδιώκει με την αίτησή του να θέσει μαρτυρία προς απόδειξη ισχυρισμών αναφορικά με ζητήματα, τα οποία πρέπει απαραιτήτως και αποκλειστικά να αποφασίζονται με βάση το περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου, ο οποίος αποτελεί το μόνο νόμιμο υπόβαθρο της επίδικης απόφασης. Με την αποδοχή δε της αιτούμενης μαρτυρίας, διαφοροποιείται και/ή αλλοιώνεται και/ή μεταβάλλεται το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, γεγονός που καθιστά ανεπίτρεπτη την αποδοχή μαρτυρίας επί τέτοιου θέματος·

 

4. Δεν έχει παρουσιαστεί από τον αιτητή οποιοσδήποτε πειστικός λόγος, για τον οποίο δεν παρουσίασε νωρίτερα την επιδιωκόμενη προς προσαγωγή μαρτυρία·

 

5. Με την σκοπούμενη μαρτυρία, επέρχεται κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

Την ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, συνοδεύει ένορκη δήλωση του κ. Μάσσιμο Αμπελώμου, Δικηγόρου στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, στην οποία αναφέρονται εν πολλοίς τα όσα περιέχονται στην ένσταση και έχουν ήδη εκτεθεί πιο πάνω.

 

Ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωσή του, γνωρίζει δε αυτός τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, ενώ σε σχέση με τα νομικά σημεία που εγείρονται στην αίτηση, προβαίνει στη δήλωσή του μετά από νομική συμβουλή που έλαβε από τη Δικηγόρο της Νομικής Υπηρεσίας, που χειρίζεται την υπόθεση. Τονίζει ο κ. Αμπελώμος ότι οι καθ’ ων η αίτηση, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, είχαν ενώπιον τους έγγραφα που περιέχονται στον σχετικό διοικητικό φάκελο, στον οποίο περιλαμβάνονται όλα τα σχετικά αναγκαία έγγραφα, τα οποία λήφθηκαν υπόψη και οδήγησαν στη λήψη της απόφασης αυτής. Σε κάθε περίπτωση, η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί γίνεται καταχρηστικά, κατ’ υπερφαλάγγιση των οικείων δικονομικών διατάξεων, και δεν είναι είναι αναγκαία, ούτε αποδεικτική οποιοσδήποτε θέματος, ούτε και σχετική με την ορθότητα ή νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Επιπρόσθετα, ο ομνύων τονίζει ότι, όπως προκύπτει και από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής ουδέποτε υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του, ούτε και ανέφερε την ύπαρξη τέκνου κατά τη σύλληψή του. Η δε Διοίκηση δεν προέβη στην εξέταση του εν λόγω ισχυρισμού, καθότι αυτός δεν ετέθη έγκαιρα ενώπιον της, αλλ’ αντιθέτως, έλαβε την επίδικη απόφαση στη βάση του συνόλου των ενώπιον της τεθέντων κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Επισημαίνει επίσης ο ενόρκως δηλών, την αντίφαση μεταξύ των ισχυρισμών του αιτητή στην προσφυγή του και αυτών στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτησή του και εισηγείται την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης, τονίζοντας ότι τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, θα επιφέρει κατασπατάληση του δικαστικού χρόνου και δεν είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

 

Οι πιο πάνω θέσεις αναπτύσσονται, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, και στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση. Τονίζει ιδιαίτερα η κα Πάλλη το ανεπιθύμητο της αλλοίωσης του διοικητικού φακέλου και της μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της Διοίκησης κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης. Εν προκειμένω, κατά τη σχετική εισήγηση, η επιδιωκόμενη προς προσαγωγή μαρτυρία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και ούτε αυτή τέθηκε έγκαιρα ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση, εξ’ υπαιτιότητας του ιδίου του αιτητή. Με αποτέλεσμα, κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, οι καθ’ ων η αίτηση να μην γνώριζαν ότι ο αιτητής είναι πατέρας ενός ανήλικου τέκνου, ως ο ίδιος ισχυρίζεται. Καταλήγει η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ισχυριζόμενη ότι το σύνολο των γεγονότων που σχετίζονται με το πρόσωπο του αιτητή και με τα επίδικα διατάγματα, καλύπτεται από το δικόγραφο της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Έχω εξετάσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, είτε υπέρ είτε κατά της βασιμότητας της υπό εξέταση αίτησης, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τις επίδικες πράξεις, τους σχετικούς προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης που προωθούνται στην προσφυγή, αλλά και τα γεγονότα της περίπτωσης σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου.

 

Υπενθυμίζω, εν πρώτοις, ότι η νομολογία  αντιμετωπίζει τις αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας με εξαιρετική φειδώ, επιβεβαιώνουσα το γνωστό κανόνα ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ουδέποτε υπεισέρχεται σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων ή στην αξιολόγηση των δεδομένων από πλευράς πραγματικών στοιχείων, ούτε  βέβαια προβαίνει σε κρίση επί αντικρουόμενων θέσεων (Κωνσταντίνος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 529/2009, ημερ. 25.2.2011, Φώτης Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 52/2009, ημερ. 30.12.2010).

 

Πρωταρχικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας, δεδομένου του εξεταστικού χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας, είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία είναι εύλογα σχετική και αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος (Petrolina Ltd κ.α. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αριθ. 223/2000, ημερ. 4.4.2002, Ζαρβός ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106, Kyriakides v. Republic, 1 RSCC 66).  Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων μπορεί να τεκμηριώσει ισχυρισμό αναφορικά με οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης (Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992, Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.1999). Επιπρόσθετα, η έγκριση του αιτήματος για προσαγωγή μαρτυρίας θα πρέπει να είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης (Tasni Enviro Ltd και Telmen Ltd ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 862/2005, ημερ. 26.6.2008).

 

Ταυτόχρονα, έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο, και το οποίο πηγάζει από τη φύση της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και από τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης και, ως εκ τούτου, πηγή πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Αν δε τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνισή τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο, που έχει και την ευθύνη για την αξιολόγησή τους (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91 ημερ. 24.9.92 και Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 325).

 

Περαιτέρω, έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί ότι «όταν εγείρεται θέμα ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, τα ζητήματα αυτά πρέπει αποκλειστικά να αποφασίζονται με βάση το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων και αποδοχή μαρτυρίας για τα ζητήματα αυτά δυνατό να διαφοροποιήσει, αλλοιώσει ή μεταβάλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη και τέτοια πορεία δεν τυγχάνει της επιδοκιμασίας της νομολογίας» (βλ. Δημοκρατία ν. D.J. Karapatakis Sons Ltd Consortium, Α.Ε. 125/14, ημερ. 13.7.2015 και Μ. Σχίζα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 691/2002, ημερ. 16.9.2004).

 

Όλες οι πιο πάνω νομολογιακές κατευθυντήριες, είχαν διατυπωθεί προηγουμένως στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 507, από την οποία παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα (βλ. Phedias Kyriakides v. The Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66, Skourides v. Attorney General (1967) 3 C.L.R. 518, Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72 και Antoniou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 417). To θέμα εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Α. 106, όπου το Δικαστήριο υιοθετώντας την απόφαση Phedias Kyriakides παρατήρησε ότι,

 

"...ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οποιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδειχτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και μπορεί ή όχι να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του." (βλ. επίσης Constantinides v. The Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 387, Λέλλα Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, 668/90 της 30/9/93, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 ΑA.Δ. 145,162 και Μάρω Ράφτη και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Δ.Δ. 335).

 

Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι "δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης", αφού "το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη". (Βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδης και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ. 549).

 

Πρέπει να τονιστεί ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για  την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως (βλ. Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281)».

 

Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη τις, δια της προσφυγής προσβαλλόμενες, πράξεις, αλλά και υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω ότι η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και δεν μπορεί να επιτραπεί η προσκόμιση της μαρτυρίας που ζητεί ο αιτητής δι’ αυτής.

 

Έχοντας διεξέλθει με ιδιαίτερη προσοχή το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, δεν έχω εντοπίσει πουθενά οτιδήποτε που να υποστηρίζει τους ισχυρισμούς του αιτητή περί ύπαρξης τέκνου και συμβίας ή συζύγου του αιτητή (σημειώνεται ότι στην σκοπούμενη προς προσαγωγή ένορκη δήλωση του αιτητή αναφέρεται ότι πρόκειται για συμβία, ενώ στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, γίνεται λόγος για σύζυγο). Πολύ δε περισσότερο, από κανένα σημείο του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει ότι ο αιτητής είχε θέσει ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση έγκαιρα ή/και κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, οτιδήποτε σε σχέση με την ύπαρξη τέκνου ή/και συμβίας ή/και συζύγου του. Αντιθέτως, όπως διαπιστώνεται τόσο από τον διοικητικό φάκελο, αλλά και από το δικόγραφο της ένστασης και τα εκεί περιεχόμενα έγγραφα, ο αιτητής κατά τη σύλληψή του δεν ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με το πιο πάνω θέμα: αυτό προκύπτει τόσο από την επιστολή/έκθεση γεγονότων της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λευκωσίας προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, ημερομηνίας 3.9.2025 (παράρτημα 3 στο δικόγραφο της ένστασης), όσο και από την κατάθεση του Αστυφύλακα Αθανασίου, ημερομηνίας 3.9.2025, ο οποίος και είχε προβεί στη σύλληψη του αιτητή την ίδια μέρα για παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας.

 

Υπ’ αυτά τα δεδομένα, και δεδομένου του τεκμηρίου της νομιμότητας υπέρ των πράξεων της Διοίκησης, δεν μπορεί να επιτραπεί η προσκόμιση της επιδιωκόμενης μαρτυρίας. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι είναι ανεπιθύμητη και ανεπίτρεπτη η διαφοροποίηση, αλλοίωση ή μεταβολή των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο: δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης και, ως εκ τούτου, πηγή πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (βλ. Ρούσος, ανωτέρω και Ράφτη, ανωτέρω). Επαναλαμβάνω ότι, από το σύνολο το διοικητικού φακέλου, αλλά και των παραρτημάτων του δικογράφου της ένστασης, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση βρισκόταν οποιαδήποτε πληροφορία περί ύπαρξης τέκνου ή/και συμβίας ή συζύγου του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης.

 

Παρομοίως, πουθενά δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή, ως ο ίδιος ισχυρίζεται, για παροχή διεθνούς προστασίας. Εν πάση δε περιπτώσει, θεωρώ ότι η αναφορά σε καταχώρηση τέτοιας αίτησης, ακόμα και αν θα μπρούσε να στοιχειοθετηθεί, δεν θα μπορούσε να ενισχύσει τις θέσεις ή/και τους ισχυρισμούς του αιτητή κατά της νομιμότητας των επίδικων πράξεων, δεδομένου ότι αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και η συνακόλουθη έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 4.9.2025 και η υποβολή και μόνον μιας τέτοιας αίτησης, δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί την απόκτηση δικαιώματος παραμονής στη Δημοκρατία (Ruth Nash v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 20/2024, ημερ. 22.10.2024).

 

Περαιτέρω δε, ούτε ο ισχυρισμός που περιέχεται στην σκοπούμενη προς προσαγωγή ένορκη δήλωση, ότι η συμβία και/ή σύζυγος του αιτητή και το παιδί τους είναι αιτητές ασύλου, δύναται να επιδράσει με οποιοδήποτε τρόπο το καθεστώς παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, ούτε και μπορεί να επηρεάσει το γεγονός ότι στις 4.9.2025, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή τα επίδικα διατάγματα καθότι διαπιστώθηκε ότι αυτός παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένος μετανάστης από 23.9.2022, όταν και απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ) η προσφυγή του κατά της απόρριψης της αίτησής του από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή ότι είχε δηλώσει συγκεκριμένη διεύθυνση διαμονής κατά τη σύλληψή του, επισημαίνεται, όπως άλλωστε προκύπτει και από το ίδιο το λεκτικό του επίδικου διατάγματος κράτησης, ότι ο διαπιστωθείς κίνδυνος διαφυγής του αιτητή εδράζεται στη μη συμμόρφωσή του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής, καθώς και στην απροθυμία του να επαναπατριστεί, όχι όμως και στη μη δηλωθείσα διεύθυνσή του. Ως εκ τούτου, η αναφορά στο εν λόγω ζήτημα ήταν αχρείαστη για την εκτίμηση του κινδύνου διαφυγής του αιτητή.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αιτούμενη προς προσαγωγή μαρτυρία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως εκ της φύσης της αλλά και του κινδύνου διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που υπήρχαν ενώπιον της Διοίκησης και λήφθηκαν υπόψη κατά τη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης. Είναι σαφές, ότι τυχόν αποδοχή της, θα προσέκρουε ευθέως στις προεκτεθείσες αρχές της νομολογίας. Υπενθυμίζεται ότι το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης πηγάζει από τη φύση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και από τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων (Ιωσηφίδης, ανωτέρω).

 

Το κατά πόσον οι καθ’ ων η αίτηση ορθά και νόμιμα εξέδωσαν τις προσβαλλόμενες πράξεις, είναι θέμα που θα κριθεί στο πλαίσιο εξέτασης της βασιμότητας των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, με βάση το υλικό των οικείων διοικητικών φακέλων που θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου και τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η Διοίκηση κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης.

 

Ας σημειωθεί ότι παρόμοια προσέγγιση σε αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, ακολουθήθηκε από το Δικαστήριο τούτο στις S.M.A.Y. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 238/2024, ημερ. 26.3.2024 και Α.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 518/2020, ημερ. 5.7.2023.

 

 

Κατά συνέπεια, η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της προσφυγής.

 

Η προσφυγή ορίζεται για περαιτέρω οδηγίες στις 13.11.2025 και ώρα 9.30 π.μ..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο