Sarabjit Kaur ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 1021/2021, 4/12/2025
print
Τίτλος:
Sarabjit Kaur ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 1021/2021, 4/12/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1021/2021

                                             

     4 Δεκεμβρίου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Sarabjit Kaur

Αιτήτρια

 

Και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

1. Υπουργού Εσωτερικών

2. Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

Τούλα Α. Άνιφτου για τον Αιτήτρια

Τατιάνα Ιακωβίδου για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Ινδίας και στις 04.05.2016 αφίχθη στη Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εισόδου για σκοπούς εργασίας ως οικιακή βοηθός. Στις 27.07.2016 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής «ΤΑΠΜ») εξέδωσε άδεια προσωρινής παραμονής για την Αιτήτρια ως οικιακή βοηθός, η οποία ακολούθως ανανεώθηκε. Στις 28.06.2019 η Αιτήτρια και η εργοδότρια της υπέγραψαν συμφωνία αποδέσμευσης (release agreement). Στις 08.08.2019, ή Αιτήτρια τέλεσε πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Λιβαδιών με Κύπριο πολίτη (εφεξής ο «ΚΠ»).

 

Στις 28.02.2020 η Αιτήτρια υπέβαλε στο ΤΑΠΜ αίτηση για έκδοση άδειας παραμονής η οποία εκδόθηκε με ισχύ μέχρι τις 20.02.2021.

 

Στις 08.07.2020, Λειτουργός του ΤΑΠΜ εισηγήθηκε όπως διενεργηθεί έλεγχος γνησιότητας γάμου του ζεύγους. Στις 13.09.2020 διενεργήθηκε από την ΥΑΜ έλεγχος της γνησιότητας γάμου του ζεύγους και με βάση τα ευρήματα, έγινε εισήγηση από την ΥΑΜ όπως η άδεια της Αιτήτριας ακυρωθεί. Στις 06.11.2020 ο ΚΠ προσκόμισε υπεύθυνη δήλωση ότι δεν συζεί με την Αιτήτρια.

 

Στις 25.02.2021, το ΤΑΠΜ απέστειλε επιστολή προς την Αιτήτρια και την ενημέρωσε ότι η άδεια παραμονής της ως σύζυγος Κύπριου πολίτη έληξε στις 20.02.2021 και την ενημέρωσε ότι δεν έχει δικαίωμα ανανέωσης καθότι δε συμβιώνει με τον ΚΠ καλώντας την να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία εντός 14 ημερών. Στις 12.03.2021 τα στοιχεία της Αιτήτριας καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων της αστυνομίας.

 

Στις 03.03.2021 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης και στις 30.06.2021 η YAM Λάρνακας ενημέρωσε το ΤΑΠΜ ότι επικοινώνησε με τον ΚΠ, ο οποίος ανέφερε ότι δεν είχε καμία επικοινωνία με την Αιτήτρια από το 2020 και ότι προσπαθεί να εξασφαλίσει τους πόρους για να προχωρήσει τη διαδικασία διαζυγίου.

 

Το ΤΑΠΜ στις 14.07.2021, απέστειλε επιστολή στην Αιτήτρια, με την οποία ενημερώθηκε ότι η αίτηση της, η οποία υποβλήθηκε στις 03.03.2021 απερρίφθη καθότι δε συμβιώνει με τον ΚΠ.

 

Στις 19.08.2021 τα στοιχεία της Αιτήτριας καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενών προσώπων.

 

Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση ημερομηνίας 14.07.2021. Με την αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της, η Αιτήτρια υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη είναι προϊόν πλάνης, παράβασης αρχών καλής πίστης / χρηστής διοίκησης και πλημμελούς έρευνας και αιτιολογίας. Οι Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Καταρχάς να σημειώσω ότι, εντός του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε μετά τις διευκρινίσεις, εντοπίζονται έγγραφα (Κ. 257-256), βάσει των οποίων προκύπτει ότι η Αιτήτρια αναχώρησε από τη Δημοκρατία στις 08.12.2023 αφού ζήτησε και έλαβε χρηματικό αντάλλαγμα στη βάση Απόφασης Εθελούσιας Επιστροφής. Το γεγονός αυτό εκ των πραγμάτων φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της απώλειας αντικειμένου της προσφυγής. Σχετική η πρόσφατη απόφασή μου στην Υπόθεση Αρ. 945/2021 Baljit Singh ν. Δημοκρατίας ημερ. 21.10.2025 και η εκεί αναφερόμενη νομολογία.

 

Σε κάθε περίπτωση, έχοντας μελετήσει τις υποβολές των μερών και τη νομολογία στην οποία με παραπέμπουν, δε θεωρώ ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας επαληθεύονται.

 

Καταρχάς, σε συμφωνία με τη θέση των Καθ΄ ων  η αίτηση ως προς τη πλημμελή δικογράφηση, δεν μπορεί, θεωρώ, βασίμως να γίνεται λόγος για πλημμελή έρευνα ή αιτιολογία ή πλάνη περί τον νόμο της προσβαλλόμενης χωρίς να δικογραφείται το νομικό πλαίσιο που αυτή παραβιάζει, παρά μόνο να γίνεται επίκληση νομολογίας. Αναμένεται ότι για να μπορεί να υποστηριχθεί πλημμελής έρευνα, αιτιολογία ή πλάνη στη διοικητική απόφαση που εκδίδεται επί (οποιουδήποτε) νομίμου αιτήματος, πρέπει το ελάχιστον να διατυπωθεί η νομοθετική πρόνοια που υποστηρίζει το αίτημα αυτό ή η νομοθετική πρόνοια που παραβιάζεται. Αυτό στην παρούσα, δεν γίνεται. Σχετική περί τούτου είναι και η απόφασή μου στην Πρ. Αρ. 807/2020 Seashell Development Limited ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 16.04.2024 όπου αναφέρθηκε (υπογράμμιση στην παρούσα):

 

«στη βάση της σχετικής νομολογίας, εάν η Αιτήτρια είχε παράπονο ότι παραβιάσθηκε η σχετική (..) νομοθεσία (..), όφειλε να είχε δικογραφήσει δεόντως επί της αίτησης ακυρώσεως τη θέση της αυτή με συγκεκριμένη αναφορά στις παραβιασθείσες πρόνοιές της και όχι να εγείρει τον ισχυρισμό αυτό (πιο σαφώς μάλιστα μόλις στην απαντητική της) στα πλαίσια της ανάπτυξης ισχυρισμού περί πλημμελούς αιτιολογίας».

 

Και η Υπόθεση Αρ. ΔΚ 904/2023 S A ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 04.08.2023 όπου με αναφορά στην απόφαση Svetlana Shalaeva (2010) 3 ΑΑΔ 598, την οποία επικαλείται (επί άλλου σημείου, το οποίο σχολιάζω πιο κάτω) και η συνήγορος της Αιτήτριας, αναφέρθηκε:

 

Με τα δεδομένα αυτά, ακόμα κι αν δεν ετίθετο το καθοριστικό ζήτημα της μεταγενέστερης αποστολής των νεώτερων προσωπικών του στοιχείων στη διοίκηση (ως εκτέθηκε ανωτέρω), και πάλι δεν θα μπορούσε τελικά ο Αιτητής να επιτύχει στα επιχειρήματά του περί πλάνης, έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας από τη στιγμή που ο ίδιος τελικά δεν ανέπτυξε συγκεκριμένους λόγους ακυρότητας περί παράβασης του Νόμου. Στην απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 ΑΑΔ 598, στην οποία παραπέμπει και η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, αναφέρθηκε (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Για το λόγο ακύρωσης που αφορούσε στην πλάνη, δύο ήταν τα θέματα που εν πάση περιπτώσει ηγέρθηκαν πρωτοδίκως στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης: (α) πλάνη ως προς την έλλειψη αρμοδιότητας του κ. Πηλαβά και (β) έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με την ύπαρξη έγκυρου γάμου.  Σε σχέση με το πρώτο θέμα, έγινε αναφορά στο Άρθρο 71 του Νόμου 92(Ι)/2003.  Όμως καμιά άλλη διασύνδεση του πιο πάνω Νόμου δεν έγινε με άλλα ζητήματα και κατά την άποψή μας δεν έπρεπε η υπόθεση να κριθεί στη βάση του πιο πάνω Νόμου.  Δεν υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου ένα τέτοιο επίδικο θέμα, αφού όχι μόνο δεν τέθηκε ως νομικό σημείο στην προσφυγή, αλλά ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε αιτιολόγηση που έστω και χαλαρά να θεωρηθεί ότι εγείρει ένα τέτοιο ζήτημα.  Ούτε στην γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης υπήρξε πρωτοδίκως οποιαδήποτε αναφορά (πλην του Άρθρου 71) στο ότι ο Νόμος εφαρμόζεται στην περίπτωση της Εφεσίβλητης και ότι η διοίκηση παρέβη συγκεκριμένες πρόνοιές του».

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο νομολογία, για να θεωρηθεί ως επίδικο ένα ζήτημα πρέπει όχι μόνον να εγείρεται στην αίτηση ακυρώσεως αλλά και να αναπτύσσεται στην Αγόρευση, η δε οποιαδήποτε κρίση ως προς την εφαρμογή ή παράβαση ενός συγκεκριμένου νόμου, τότε μόνον είναι δυνατόν να διαπιστωθεί δικαστικώς, όταν ακριβώς ο αιτητής έχει δικογραφήσει και αναπτύξει τις νομοθετικές πρόνοιες που επιθυμεί στα ευεργετήματά τους να προστρέξει. Σημειώνεται μάλιστα ότι στη Shalaeva, οι Καθ' ων η αίτηση δεν είχαν καν εγείρει πρωτοδίκως οποιεσδήποτε προδικαστικές ενστάσεις αναφορικά με ζητήματα δέουσας δικογράφησης ή ανάπτυξης λόγων ακύρωσης παρ' όλα αυτά το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε τους λόγους έφεσης των Καθ' ων η αίτηση για το ζήτημα αυτό.

 

Με την ίδια συνεπώς συλλογιστική, δεν θα μπορούσε το παρόν Δικαστήριο να κρίνει την υπόθεση στη βάση ενός ουσιαστικά εικαζόμενου ισχυρισμού μη δέουσας έρευνας ή διερεύνησης των προϋποθέσεων εφαρμογής συγκεκριμένων άρθρων του Νόμου εφόσον η παράβασή τους ουδέποτε αναπτύχθηκε ώστε να αποτελέσει επίδικο ζήτημα ενώπιόν του. Και άρα και στη βάση αυτής της προσέγγισης και πάλι οι σχετικοί ισχυρισμοί του Αιτητή είναι καταδικασμένοι σε απόρριψη».

 

Ασφαλώς η αρχή που διατυπώνει η πιο πάνω απόφαση Shalaeva ως προς τη δέουσα δικογράφηση και ανάπτυξη των λόγων ακύρωσης παραμένει αναλλοίωτη, διαχρονική και εφαρμόζεται στην παρούσα. Είναι δε σαφές ότι τα πραγματικά δεδομένα και νομικό καθεστώς που ίσχυε στην απόφαση αυτή (αναφορικά με γεγονότα ετών 2001-2005 αλλά και στην απόφαση Zaharijevic Victoria ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 56 (επίσης για γεγονότα 2000-2005), την οποία επίσης επικαλείται η Αιτήτρια, δεν ομοιάζει με της παρούσας, συνεπώς ακόμα και αν η δικογράφηση ήταν εντός των δικονομικών πλαισίων, η απλή και μόνο επίκλησή της εν λόγω νομολογίας και πάλι δε θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακύρωση. Για παράδειγμα, στα πλαίσια των ως άνω αποφάσεων, στο Κεφ. 105 περιλαμβανόταν, ως αναφέρεται και στην Zaharijevic, πρόνοια ότι:

 

 «ημεδαπή σύζυγος» σημαίνει αλλοδαπή σύζυγο Κύπριου πολίτη που δεν τελεί σε χωρισμό από το σύζυγό της «δυνάμει απόφασης αρμόδιου δικαστηρίου*.

 

*Το Άρθρο 2 του Νόμου, προβλέπει ότι.-

 

«2.-(1) Στο Νόμο αυτό, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο -

 

..........................................

 

«ημεδαπός Κύπριος» σημαίνει-

 

..............

 

(β) αλλοδαπή σύζυγο πολίτη της Δημοκρατίας, που δεν τελεί σε χωρισμό από το σύζυγο της δυνάμει απόφασης αρμόδιου δικαστηρίου και η οποία διαμένει με αυτό για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο του ενός έτους.  Νοείται ότι θα θεωρείται ως «ημεδαπός Κύπριος» και κάθε αλλοδαπή σύζυγος πολίτη της Δημοκρατίας η οποία συνέζησε με αυτό για περίοδο μικρότερη του ενός έτους, αν ο Διευθυντής ήθελε, υπό ειδικές συνθήκες οποιασδήποτε συγκεκριμένης περίπτωσης, κρίνει τούτο εύλογο».

 

Η πιο πάνω πρόνοια (περί έκδοσης δικαστικής απόφασης διαζυγίου) δεν υφίστατο πλέον στους επίδικους με την παρούσα υπόθεση χρόνους το 2021. Περαιτέρω, σε αντίθεση με το τι έγινε στα γεγονότα της (επίσης αναφερόμενης από την Αιτήτρια) απόφασης στη Προσφυγή Αρ. 170/2011 Irina Levacheva ν. Δημοκρατίας ημερ. 14.05.2013, εδώ προσβαλλόμενη είναι η απόφαση επί της αίτησης ανανέωσης της Αιτήτριας και όχι οποιαδήποτε απόφαση ακύρωσης της προηγούμενης άδειάς της, άλλωστε οι Καθ’ ων η αίτηση, παρότι πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης (25.02.2021) ενημέρωσαν την Αιτήτρια ότι η άδειά της έληξε και ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία, ακολούθως προχώρησαν και εξέτασαν κανονικά την αίτηση της Αιτήτριας για ανανέωση της άδειάς της. Στη Levacheva το ακυρωτικό εύρημα ως προς την παράβαση όρου της εκεί ανακληθείσας/ακυρωθείσας άδειας και παράβασης αρχής καλής πίστης και χρηστής διοίκησης, αναφερόταν ακριβώς στο ότι (το απόσπασμα είναι από τη Levacheva):

 

«Οι Καθ' ων η αίτηση όφειλαν σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης, να αναμένουν τη λήξη της άδειας παραμονής της και τότε, μετά από δέουσα έρευνα, να αποφασίσουν αν θα ανανέωναν ή όχι την άδεια της Αιτήτριας, εκτός αν η νομική ισχύς του γάμου της τερματιζόταν προηγουμένως από το δικαστήριο, οπότε θα μπορούσαν με βάση το άρθρο 54 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) να ανακαλέσουν την άδεια, επικαλούμενοι τη μεταβολή των πραγματικών συνθηκών που αποτελούσαν προϋπόθεση για την έκδοσή της.

 

Συνεπώς εμφανώς η Levacheva δε βρίσκει εφαρμογής ως έρεισμα ακύρωσης της παρούσας, εφόσον εδώ επίδικη δεν είναι η ακύρωση της προηγούμενης άδειας (με τους εκεί όρους της).

 

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εάν αγνοήσω το ζήτημα της δικογράφησης αλλά και το ότι η πιο πάνω νομολογία δεν εφαρμόζεται για τα δεδομένα της παρούσας, δε διαπιστώνω ότι η προσβαλλόμενη είναι αναιτιολόγητη ή πεπλανημένη ούτε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα, εφόσον προκύπτει ότι διερεύνησαν επαρκώς την περίπτωση της Αιτήτριας και του γάμου της με τον ΕΚ, έχοντας λάβει πληροφορίες από τον ίδιο τον ΕΚ περί της μη συμβίωσής τους και της πρόθεσης διαζυγίου τους ενώ η Αιτήτρια δεν εντοπίστηκε στη διεύθυνση που είχε δώσει ούτε απαντούσε στο τηλέφωνο (Κ.144 σε διοικητικό φάκελο-Τεκμήριο 1) προκειμένου να εξεταστεί αναφορικά με τον γάμο αυτό. Συνεπώς δε βλέπω τι άλλο μπορούσαν ή όφειλαν οι Καθ’ ων η αίτηση να πράξουν προς εξέταση της αίτησής της ή οποιαδήποτε πλημμέλεια της απόφασής τους.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προσφυγή είναι και ουσία αβάσιμη και άρα απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη επικυρώνεται με €1.500 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο