ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1162/2025 (Κ))
8 Δεκεμβρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BESHOY GAMIL AZMY BEBAWY
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή
Ν. Κουρσάρης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Αιγύπτου, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 4.10.2025.
Ο αιτητής εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 19.5.2022, με σχετική άδεια που εξασφάλισε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), για να εργασθεί ως εργάτης σε συγκεκριμένη εταιρεία, στο χωριό Ξυλοτύμπου, της Επαρχίας Αμμοχώστου. Προς τούτο, τού παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας με ισχύ μέχρι τις 17.8.2022.
Ωστόσο, μια μέρα αργότερα, στις 20.5.2022, ο αιτητής εγκατέλειψε τον χώρο εργασίας του χωρίς καμία προειδοποίηση και αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση, παίρνοντας μαζί του και το διαβατήριό του. Την 21.5.2022, έγινε η σχετική καταγγελία στο Κλιμάκιο Αλλοδαπών Αμμοχώστου από τον Διευθυντή της προαναφερθείσας εταιρείας.
Συνεπεία των πιο πάνω, η παραχωρηθείσα προς τον αιτητή άδεια ακυρώθηκε και τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων, στις 20.6.2022.
Στις 13.7.2022, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 14.9.2022. Ο αιτητής έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης δια σχετικής επιστολής ημερομηνίας 3.8.2023.
Εν συνεχεία, στις 30.7.2024, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, η οποία την ίδια μέρα κρίθηκε απαράδεκτη και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά της εν λόγω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), στις 2.8.2024, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 10.1.2025. Εν συνεχεία, στις 6.2.2025, ο αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία την ίδια μέρα απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Κατά της εν λόγω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε νέα προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η οποία και εκκρεμεί.
Στις 3.10.2025, ο αιτητής εντοπίστηκε από μέλη της Αστυνομίας στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού, να οδηγεί όχημα χωρίς άδεια οδηγού, χωρίς ασφάλεια και με ληγμένη άδεια κυκλοφορίας από 30.6.2025. Την ίδια μέρα, ο αιτητής συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση για τα αυτόφωρα αδικήματα που διέπραξε, μεταξύ αυτών και για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας, ενώ στις 4.10.2025, εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθότι αυτός, όπως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα, ήταν απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105, εφόσον παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα από 5.9.2023.
Στις 17.10.2025, το επίδικο διάταγμα απέλασης ανεστάλη, δεδομένου του ανασταλτικού χαρακτήρα της προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε στις 16.10.2025.
Η συνήγορος του αιτητή προβάλλει εν πρώτοις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, αλλά και υπό καθεστώς ουσιώδους νομικής και πραγματικής πλάνης, κατά κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Κατά τον σχετικό ισχυρισμό, εσφαλμένα στα επίδικα διατάγματα αναφέρεται ότι ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από 5.9.2023, εφόσον «παραγνωρίζεται το γεγονός της υποβολής της δεύτερης μεταγενέστερης του αίτησης στην Υπηρεσία Ασύλου στις 06/02/2025, με την οποία επανάκτησε το νόμιμο καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας μέχρι ολοκληρωτικής εξέτασης της» και επί της οποίας κατά τον ουσιώδη χρόνο εκκρεμούσε και συνεχίζει να εκκρεμεί η προσφυγή του αιτητή στο ΔΔΔΠ. Την εν λόγω δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, συνεχίζει η κα Χαραλαμπίδου, ο αιτητής την καταχώρησε «σε ανύποπτο χρόνο», στις 6.2.2025, και πολύ πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, επομένως δεν μπορούν οι καθ’ ων η αίτηση να εισηγούνται, ούτε και έχουν αποδείξει τον ισχυρισμό τους ότι αυτή καταχωρήθηκε με σκοπό να καθυστερήσει την εκτέλεση της απόφασης που θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία. Συνεπώς, κατά τον σχετικό ισχυρισμό, εσφαλμένα και πεπλανημένα, επί πάσχουσας αιτιολογικής βάσης, χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από 5.9.2023, δεδομένης της καταχώρησης της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, ημερομηνίας 6.2.2025, αλλά και της προσφυγής του στο ΔΔΔΠ, η οποία και εκκρεμεί. Η δε πλάνη που εμφιλοχώρησε, είναι ουσιώδης εφόσον έχει επηρεάσει την τελική κρίση της Διοίκησης και, συνακόλουθα, οι προσβαλλόμενες πράξεις θα πρέπει να ακυρωθούν. Προς υποστήριξη των θέσεων της, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή αναφέρεται εκτενώς σε αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου, αλλά και του ΔΔΔΠ.
Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό ότι τα επίδικα διατάγματα παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης, καθότι ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο διατηρούσε το νόμιμο καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας και δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία. Ούτε και έγινε η παραμικρή έρευνα από τους καθ’ ων η αίτηση περί του ενδεχομένου επαναπροώθησης του αιτητή σε χώρα που θα υποστεί δίωξη. Προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας της, η συνήγορος του αιτητή αναφέρεται εκτενώς σε αποφάσεις του Δ.Ε.Ε..
Περαιτέρω, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν τις διατάξεις του Κεφ. 105 και δη αυτές του άρθρου 18ΠΣΤ, εφόσον, δεδομένης της υπό του αιτητή υποβολής μεταγενέστερης αίτησης, δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσής του και, εφόσον δεν υπόκειται σε διαδικασίες επιστροφής, «η κράτηση του παύει να δικαιολογείται και θα πρέπει να απολυθεί αμέσως». Με αναφορά σε νομολογία υποστηρικτική των θέσεών της, η κα Χαραλαμπίδου εισηγείται ότι εν προκειμένω, δεδομένης της εκκρεμούσας εξέτασης της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή και του γεγονότος ότι το επίδικο διάταγμα απέλασης είναι ουσιαστικά ανενεργό, δεν υφίσταται το αναγκαίο υπόβαθρο για τη συνέχιση ισχύος του επίδικου διατάγματος κράτησης.
Τέλος, ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης προωθούνται ισχυρισμοί περί παραβίασης του άρθρου 18Θ(1) του Κεφ. 105 αναφορικά με την μη παραχώρηση στον αιτητή επαρκούς χρόνου για οικειοθελή αναχώρησή του από τη Δημοκρατία και, σε άμεση συνάρτηση, περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης.
Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτές επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένες και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη τους. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων.
Αποτελεί πραγματικό γεγονός, προκύπτει εξάλλου και από τον οικείο διοικητικό φάκελο που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι ο αιτητής είχε αρχικά υποβάλει αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 14.9.2022, η δε απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε σε αυτόν δι’ επιστολής ημερομηνίας 3.8.2023. Κατ’ αυτής της απόφασης, ο αιτητής δεν άσκησε οποιοδήποτε ένδικο μέσο. Αποτελεί επίσης παραδεκτό γεγονός ότι στις 30.7.2024, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, η οποία την ίδια μέρα κρίθηκε απαράδεκτη και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, κατ’ αυτής δε της απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο ΔΔΔΠ στις 2.8.2024, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 10.1.2025. Αναντίλεκτο γεγονός αποτελεί και το ότι ο αιτητής, μετά τη δικαστική απόρριψη της προσφυγής του, δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για διευθέτηση της παραμονής του στη Δημοκρατία, αλλά συνέχιζε να παραμένει παράνομα στη χώρα, ενώ στις 6.2.2025, αυτός υπέβαλε και δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία την ίδια μέρα απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Κατά της εν λόγω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε νέα προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η οποία, κατά την επιφύλαξη της παρούσας απόφασης, συνέχιζε να εκκρεμεί.
Όλα τα πιο πάνω, εκτίθενται και στην επιστολή της ΥΑΜ Λεμεσού προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, ημερομηνίας 4.10.2025 (παράρτημα 3 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου και γίνεται εισήγηση για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, καθότι δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, ενώ ούτε και η αρχή της μη επαναπροώθησης παραβιάζεται.
Στις 4.10.2025, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105. Όπως αναφέρεται σε αυτά, κατά το χρόνο έκδοσής τους, ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι αυτός παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από 5.9.2023, όταν και παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης του αιτητή από τη χώρα.
Είναι πρόδηλο ότι ο αιτητής, σε κάθε περίπτωση, κατά το χρόνο κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης ως διαμένων παράνομα στη χώρα. Άμεσα σχετική είναι η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου στην Ruth Nash v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 20/2024, ημερ. 22.10.2024, όπου, με αναφορά και στην Madber v Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ. 8/22, ημερ. 17.11.2022, το Δικαστήριο τόνισε, με τρόπο που δεν επιδέχεται πολλαπλής ερμηνείας, ότι το καθεστώς διεθνούς προστασίας τερματίζεται με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ επί προσφυγής κατά απόρριψης αίτησης διεθνούς προστασίας και ότι μετά την έκδοση μιας τέτοιας απόφασης, η παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία, εκκρεμούσης της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν είναι νόμιμη.
Λαμβανομένων λοιπόν υπόψη των γεγονότων της υπό κρίση υπόθεσης και υπό το φως των διαπιστώσεων στην Madber, ανωτέρω και πιο πρόσφατα στη Nash, ανωτέρω, είναι σαφές ότι το καθεστώς διεθνούς προστασίας του αιτητή, σε κάθε περίπτωση, τερματίστηκε στις 10.1.2025, με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ επί της προσφυγής του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 30.7.2024, να απορρίψει την πρώτη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή. Κατά συνέπεια, η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, αλλά και η απόφαση κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, επί της οποίας βασίστηκαν τα επίδικα διατάγματα, ημερομηνίας 4.10.2025, κρίνονται ορθές και νόμιμες, εφόσον πράγματι ο αιτητής κατά το χρόνο της σύλληψής του και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105.
Οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν στα επίδικα διατάγματα ότι ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης ως παραμένων παράνομα στη Δημοκρατία, από 5.9.2023, όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησής του από τη χώρα. Και τούτο, καθότι ήδη από 3.8.2023 είχε επιδοθεί στον αιτητή η αρχική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 14.9.2022, με την οποία είχε απορριφθεί η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας. Κατ’ αυτής της απόφασης, ο αιτητής ουδέν ένδικο μέσο άσκησε, με αποτέλεσμα αυτή η απόφαση να καταστεί οριστική και να αναπτύσσει πλήρη έννομα αποτελέσματα, έχοντας πλέον περιβληθεί τον μανδύα του τεκμηρίου της νομιμότητας (Καρατασουσίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 836/2016, ημερ. 25.9.2020). Συνεπώς, ορθώς αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα ότι ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης ως παραμένων παράνομα στη Δημοκρατία, από 5.9.2023, όταν παρήλθε η προθεσμία που τού δόθηκε για την αναχώρησή του από τη χώρα και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της συνηγόρου του δεν έχουν έρεισμα.
Εν πάση όμως περιπτώσει, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα ότι ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης από την ως αμέσως πιο πάνω ημερομηνία, αυτό ουδόλως επηρεάζει την εγκυρότητα και νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ούτε και την τελική κατάληξη και διαπίστωση πως, ούτως ή άλλως, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, στις 4.10.2025, ο αιτητής, υπό το φως των διαπιστώσεων στην Madber, ανωτέρω και στη Nash, ανωτέρω, ήταν απαγορευμένος μετανάστης και διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, εφόσον ήδη στις 10.1.2025, εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση του ΔΔΔΠ επί της προσφυγής του αιτητή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 30.7.2024, να απορρίψει την πρώτη μεταγενέστερη αίτησή του.
Δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας, ούτε αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, ενώ και οι ισχυρισμοί περί εμφιλοχώρησης πλάνης στερούνται ερείσματος.
Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση της Διοίκησης για επιστροφή στη χώρα του και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 4.10.2025, όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, καθότι είναι σίγουρο ότι εάν αυτός αφεθεί ελεύθερος θα εξαφανιστεί, «λόγω της μη ύπαρξης σταθερού τόπου διαμονής, λόγω προηγούμενης εγκατάλειψης του και της απροθυμίας του για επαναπατρισμό», με αποτέλεσμα να μην υφίσταται περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Επίσης, στην ίδια επιστολή τονίζεται ότι με την απέλαση του αιτητή, δεν παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης.
Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή ο αιτητής είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 4.10.2025, απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-
«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-
[.]
(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».
Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Η Διευθύντρια του Τμήματος έκρινε ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήταν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και πιο πρόσφατα του παρόντος Δικαστηρίου, στην T.B.F. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1523/2024 (Κ), ημερ. 24.2.2025 και G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice) ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή, εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-
«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-
(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής
(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».
Αυτό που προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, είναι ότι ο Υπουργός Εσωτερικών (και, κατόπιν εξουσιοδότησης, η Διευθύντρια) έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, που διαπιστώθηκε ότι υφίστατο κίνδυνος διαφυγής, αλλά και ότι ο αιτητής δεν είχε συμμορφωθεί σε προηγούμενες αποφάσεις της Διοίκησης και του Δικαστηρίου, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της συνηγόρου του αιτητή.
Η απόφαση κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, εφόσον περιέχονται σε αυτήν τόσο οι νομικοί όσο και οι πραγματικοί λόγοι έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270) και αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, Ε.Δ.Δ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης, σύμφωνα και με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης.
Περαιτέρω, κρίνω ότι δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση περί του ενδεχομένου επαναπροώθησης του αιτητή σε χώρα που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι θα υποστεί δίωξη, καθώς και ότι δεν δύναται να απελαθεί ο αιτητής από τη στιγμή που «μέχρι σήμερα δε θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης».
Επί των πιο πάνω, τονίζεται εν πρώτοις και κυρίως ότι αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, είναι μόνον ο έλεγχος της νομιμότητας και εγκυρότητας των επίδικων διαταγμάτων, καθώς και της προηγηθείσας απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, αποφάσεις οι οποίες κρίνονται ως καθόλα σύννομες και ληφθείσες εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, εφόσον, ως ήδη ελέχθη, ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων. Εξάλλου, το Δικαστήριο τούτο ενεργεί εν προκειμένω ως ακυρωτικό Δικαστήριο και δεν υπεισέρχεται στο ρόλο της Διοίκησης, υποκαθιστώντας τους καθ' ων η αίτηση δια της έκδοσης διοικητικής απόφασης με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό της επίδικης (T.B.F. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1523/2024, ημερ. 24.2.2025).
Εν πάση δε περιπτώσει, θεωρώ πως είχε ο αιτητής σε προγενέστερο στάδιο, πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, και δη από τον Αύγουστο του 2023, όταν και του γνωστοποιήθηκε η πρώτη απορριπτική απόφαση, το χρόνο και τη δυνατότητα να μεριμνήσει και να διευθετήσει τα της νόμιμης παραμονής του στη Δημοκρατία, χωρίς να χρειαστεί στο στάδιο τούτο να επικαλείται ανθρωπιστικούς λόγους για παραμονή στη χώρα, ήτοι ζητήματα τα οποία εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (Μ.Υ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1025/2025(Κ), ημερ. 22.10.2025).
Λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υπόθεσης και με βάση τις ενέργειες στις οποίες προέβη η Διοίκηση, δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε παραβίαση της εκ του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105 προβλεπόμενης αρχής της μη επαναπροώθησης, ενώ ούτε και διενέργεια πλημμελούς έρευνας εντοπίζεται. Ούτε και μπορεί να τίθεται άνευ ετέρου ζήτημα παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, λόγω έκδοσης διατάγματος απέλασης του αιτητή. Εξάλλου, ο αιτητής κατά το χρόνο σύλληψής του, δεν ανέφερε το παραμικρό αναφορικά με βάσιμο φόβο δίωξης και/ή κίνδυνο να εκτεθεί αυτός σε απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση σε περίπτωση επαναπροώθησής του στη χώρα καταγωγής του, και αυτό προκύπτει τόσο από την προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ Λεμεσού προς τη Διευθύντρια του Τμήματος, ημερομηνίας 4.10.2025, δια της οποίας υποβάλλεται η εισήγηση για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, όσο και από την κατάθεση της Αστυφύλακα Π. (παράρτημα 3 στο δικόγραφο της ένστασης), η οποία και προέβη στη σύλληψη του αιτητή.
Έτι δε περαιτέρω, οι θέσεις του συνηγόρου του αιτητή επί του συγκεκριμένου ζητήματος και δη ότι εσφαλμένα δεν εξετάστηκε από τους καθ' ων η αίτηση κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος ο αιτητής να εκτεθεί σε απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση σε περίπτωση απέλασης στη χώρα καταγωγής του, φαίνεται να παραγνωρίζουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο αιτητής ουδέποτε αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας στην Κυπριακή Δημοκρατία. Γενικότερα δε, ο αιτητής δεν έχει προβάλει και/ή καταδείξει οτιδήποτε που να στοιχειοθετεί τον ισχυρισμό ότι αυτός διατρέχει εύλογο και/ή βάσιμο κίνδυνο δίωξης ή/και ότι θα υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση εάν επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ούτε και είχαν οι καθ’ ων η αίτηση υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια σε σχέση με το ζήτημα της μη επαναπροώθησης του αιτητή στη χώρα καταγωγής του (βλ. και τις αποφάσεις στις B.D.M. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 556/2025, ημερ. 20.6.2025 και Ζ.Η. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1696/2023 (Κ), ημερ. 8.12.2023). Και βεβαίως, δεν μπορεί να αναμένεται από τη Διοίκηση να προβεί σε έρευνα κατά πόσον, μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης ως προς το αίτημα του αιτητή να του παρασχεθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, διαφοροποιήθηκαν τα δεδομένα στη χώρα καταγωγής του, ή ακόμα και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, χωρίς προηγουμένως να έχει τεθεί οτιδήποτε σχετικό ενώπιον της από την πλευρά του αιτητή (βλ. Μ.Υ., ανωτέρω). Πουθενά στον οικείο διοικητικό φάκελο, ούτε και από κανένα παράρτημα στο δικόγραφο της ένστασης προκύπτει ότι τέθηκε οτιδήποτε σχετικό ενώπιον των καθ' ων η αίτηση πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Τουναντίον, αυτό που προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, είναι ότι ο αιτητής ουδέποτε δήλωσε ενώπιον της Διοίκησης το παραμικρό περί φόβου δίωξής του, ούτε και ανέφερε κατά τη σύλληψή του, οτιδήποτε σχετικό. Αντίθετα, η πρώτη φορά που ο αιτητής προβάλλει, ακροθιγώς, ισχυρισμό περί βάσιμου φόβου δίωξης και/ή κινδύνου να υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση, είναι μέσω της συνηγόρου του, δια της προσφυγής, αλλά και εν συνεχεία, της γραπτής της αγόρευσης, η οποία βεβαίως συνιστά ανεπίτρεπτη μαρτυρία και δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος του διοικητικού φακέλου (Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824). Κατά πάγια νομολογία, μαρτυρία μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο αν γίνει δεκτό σχετικό αίτημα για προσαγωγή (Γιάννης Κώστα Κασάπης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 31/2017, ημερ. 11.10.2023). Εν προκειμένω βεβαίως, δεν έγινε οποιοδήποτε αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας εκ μέρους του αιτητή. Αποτελεί καλά εμπεδωμένη αρχή στο χώρο του Διοικητικού Δικαίου ότι ο έλεγχος τη νομιμότητας της προσβαλλόμενης δια προσφυγής πράξης διενεργείται στη βάση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου από το Δικαστήριο, το οποίο και είναι το μόνο αρμόδιο να αποφασίσει για τη νομιμότητα μίας διοικητικής πράξης, στη βάση των αρχών που ισχύουν στη διοικητική δίκη ως προς το σχετικό έλεγχο που πρέπει να διενεργηθεί και ως προς το σχετικό βάρος απόδειξης και τους συναφείς ισχύοντες δικονομικούς κανόνες. Κατά πάγια νομολογία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης, πηγή δε πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335).
Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι, για να εμπίπτει μία περίπτωση στο ουσιαστικό πεδίο της αρχής της μη επαναπροώθησης, επιβάλλεται να υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι που να πείθουν ότι ο αιτών θα διατρέξει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Όπως λέχθηκε σχετικά από το Δικαστήριο τούτο στην M.I.U.H. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1507/23(Κ), ημερ. 25.10.2023,-
Κατά πάγια νομολογία του Δ.Ε.Ε., αλλά και όπως έχει κατ’ επανάληψη υποδειχθεί μέσα από διάφορα συγγράμματα επί του θέματος, προκειμένου να παρέχεται προστασία κατ’ εφαρμογήν της αρχής της μη επαναπροώθησης, θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον αιτητή ότι αυτός θα υποστεί κακή μεταχείριση, «που θα ξεπερνά τα ελάχιστο κατώφλι σοβαρότητας» (βλ. Π. Νάσκου Περράκη Μηχανισμοί προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου-Διεθνείς πράξεις, θεωρία και πρακτική- εκδόσεις Σάκκουλα 2008, σελ. 369), η δε ύπαρξη κινδύνου κακομεταχείρισης, εξετάζεται σε σχέση με τα γεγονότα τα οποία γνωρίζει ή οφείλει τα κράτος να γνωρίζει κατά το χρόνο της έκδοσης απόφασης απομάκρυνσης ή/και εκτέλεσης της απέλασης (βλ. C-482/01 και C-493/01 Ορφανόπουλου κ.α. και Raffaele Oliveri κατά Land Baden-Wurtenmberg σκέψεις 77-79).
Συνεπώς, και στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτητής ήταν αυτός που όφειλε να θέσει ενώπιον των αρμόδιων αρχών και να αποδείξει ότι θα υποστεί απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, κάτι ωστόσο που σε καμία περίπτωση δεν έπραξε.».
Επαναλαμβάνεται ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ουδέν είχε τεθεί ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών οργάνων αναφορικά με τις προσωπικές περιστάσεις ή/και την ύπαρξη οικογένειας του αιτητή στη Δημοκρατία και, συνεπώς, τα όσα εκ των υστέρων θέτει ο αιτητής ουδόλως μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα και εγκυρότητα των εν λόγω διαταγμάτων, δεδομένης βεβαίως και της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία.
Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, και ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Τέλος, ούτε ο ισχυρισμός ότι δεν δόθηκε στον αιτητή προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης με βρίσκει σύμφωνο. Εν πρώτοις, υπενθυμίζω ότι ήδη με την απόφασή της να απορρίψει την αίτηση του αιτητή για διεθνή προστασία, ημερομηνίας 14.9.2022, η Υπηρεσία Ασύλου παρέσχε στον αιτητή χρόνο για οικειοθελή αναχώρηση από την χώρα. Ο αιτητής, ωστόσο, ουδέν έπραξε. Εν πάση δε περιπτώσει, οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν στη συνέχεια, δυνάμει της διακριτικής ευχέρειας που τους παρέχεται από τις πρόνοιες της παραγράφου (4) του άρθρου 18ΟΘ του Κεφ. 105, να μην χορηγήσουν οποιοδήποτε χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης στον αιτητή, εφόσον όπως, νομίμως ήδη κρίθηκε, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος διαφυγής του. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη:
«(4) Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης δύναται είτε να μη χορηγεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης είτε να χορηγεί χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.»
Συνεπώς, και στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, η κρίση της Διοίκησης να μην παραχωρήσει στον αιτητή χρονικό διάστημα για οικειοθελή αναχώρηση, κρίνεται ορθή και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας (G.S.D.A.M και Δημοκρατίας (Υποθ. Αρ. 626/2023(Κ) (i-Justice), ημερ. 9.6.2023, V.E.A. v. Δημοκρατίας (Υποθ. Αρ. 583/2023, ημερ. 2.6.2023).
Ως εκ των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1300 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο