ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ.1181/18
8 Δεκεμβρίου 2025
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Αιτητή,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1.ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
2.ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Καθ’ ων η αίτηση
__________________________________
Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τον αιτητή.
Β. Χριστοφόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ,Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιζητεί την ακόλουθη θεραπεία:
«Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 12.6.2018 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 15.6.2018 (Παράρτημα «Α») και με την οποία κρίθηκε ότι η κατ’ ισχυρισμό των Καθ 'ων η Αίτηση άρνηση του Αιτητή να ικανοποιήσει το αίτημα της παραπονούμενης κας. Α.Π για πρόσβαση της στο περιεχόμενο αξιολογήσεων ανεξάρτητων κριτών και συστατικών επιστολών, εντός των προθεσμιών που δόθηκαν συνιστά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 12 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος αρ. 138(1)/2001, είναι άκυρη και/ ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση έχουν ως ακολούθως:
Στις 19.6.2017 υποβλήθηκε παράπονο στην Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (εφεξής «η Επίτροπος») από Επίκουρη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κύπρου εναντίον του Πανεπιστημίου για άρνησή του να παράσχει στην παραπονούμενη πρόσβαση στο περιεχόμενο αξιολογήσεων ανεξάρτητων κριτών. Στην επιστολή της η παραπονούμενη επισύναψε μεταξύ άλλων και αντίγραφο εσωτερικού σημειώματος ημερομηνίας 16.2.2017 του Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών του Πανεπιστημίου, με το οποίο ενημερώνετο η παραπονούμενη για την απόφαση της Συγκλήτου να μην κοινοποιούνται, ως ορίζει και ο Κανονισμός 9(7) των περί Πανεπιστήμιου Κύπρου (Εκλογή και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμοί 1996 έως 2015, στους υποψηφίους οι επιστολές αξιολόγησης ανεξάρτητων κριτών και συστατικές επιστολές που προσκομίζονται στην Ειδική Επιτροπή κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, η οποία λήφθηκε στα πλαίσια προγενέστερου αντίστοιχου παραπόνου που υποβλήθηκε από την παραπονούμενη προς την Επίτροπο Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ως δε επεξηγείται στην απόφαση της Συγκλήτου, η οποία επίσης επισυνάφθηκε στο εν λόγω παράπονο, αυτή: «είναι η πρακτική που ακολουθείται διαχρονικά σε ακαδημαϊκές κρίσεις και ανελίξεις και κρίνεται αναγκαίο να διασφαλίζεται η ανωνυμία των κριτών, ώστε να εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα τους. Ειδικότερα, η Σύγκλητος φρονεί ότι, με βάση και τη διεθνή πρακτική, οι επιστολές αξιολόγησης και οι συστατικές επιστολές ειναι πιο αξιόπιστες και στηρίζονται στα δεδομένα του έργου του υποψηφίου αντί σε πλέγματα σχέσεων εξειδικευμένης επιστημονικής συνεργασίας εντός της κάθε κοινότητας, όταν τυγχάνουν εμπιστευτικής διαχείρισης, δεν κοινοποιούνται στον υποψήφιο και δεν διαρρέουν στην επιστημονική κοινότητα που θεραπεύει το αντίστοιχο αντικείμενο.»
Για την υποβολή του εν λόγω παραπόνου ενημερώθηκε σχετικώς το Πανεπιστήμιο με επιστολή της Επιτρόπου ημερομηνίας 10.7.2017 στην οποία σημειώνετο, η εκ πρώτης όψεως άποψη της Επιτρόπου, ότι το Πανεπιστήμιο θα μπορούσε να ικανοποιήσει το αίτημα της παραπονούμενης, ως έχει υποχρέωση από το άρθρο 12 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001, Νόμος 138(1)/2001 (στο εξής «ο Νόμος») που αφορά στο δικαίωμα πρόσβασης, παρέχοντας αντίγραφο της αξιολόγησης του ανεξάρτητου κριτή και σκιαγραφόντας/μαυρίζοντας το όνομα αυτού και άλλα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του, κατά τρόπο που να διατηρηθεί η ανωνυμία του. Ως εκ τούτου ζητούντο οι απόψεις του Πανεπιστήμιου για την πιο πάνω εισήγηση μέχρι τις 31.7.2017.
Ακολούθησε, στις 21.7.2017, η επιστολή του Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών εκ μέρους του Πανεπιστημίου με την οποία πληροφορούσε την Επίτροπο ότι το εν λόγω ζήτημα θα τίθετο για εξέταση στην επόμενη συνεδρία της Συγκλήτου που ήταν προγραμματισμένη στις 6.9.2017.
Στις 12.9.2017 στάλθηκε από την Επίτροπο υπενθυμητική επιστολή προς τον αιτητή με την οποία ζητούσε όπως το Πανεπιστήμιο επισπεύσει την απάντηση του.
Με επιστολή του ημερομηνίας 25.9.2017 το Πανεπιστήμιο ενημέρωσε την Επίτροπο ότι η Σύγκλητος αποφάσισε όπως ζητήσει νομική γνωμάτευση και ακολούθως εξετάσει το ζήτημα σε επόμενη συνεδρία της.
Στις 14.11.2017, η Επίτροπος με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας κάλεσε το Πανεπιστήμιο όπως υποβάλει τις θέσεις του μέχρι και τις 30.11.2017, διαφορετικά, ως σημειώνετο, θα προχωρούσε στην έκδοση Απόφασης βάσει των στοιχείων που είχε ενώπιον της.
Με επιστολή του ημερομηνίας 30.11.2017, το Πανεπιστήμιο ανταπάντησε ότι η Σύγκλητος εξέτασε εκ νέου το ζήτημα και αποφάσισε όπως, λόγω της σοβαρότητας του, η συζήτηση του θα πρέπει να συνεχιστεί και σε επόμενες συνεδρίες προς λήψη τελικής απόφασης.
Με επιστολή της ημερομηνίας 24.1.2018 η Επίτροπος ενημέρωσε το Πανεπιστήμιο ότι θεωρεί ότι δεν συντρέχουν λόγοι για την περαιτέρω παράταση προς συζήτηση του θέματος σε επόμενες συνεδρίες της Συγκλήτου και το κάλεσε όπως ικανοποιήσει το αίτημα της παραπονούμενης μέχρι τις 31.1.2018, ενημερώνοντας το ότι σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρήσει στην έκδοση Απόφασης απευθύνοντας Προειδοποίηση προς το Πανεπιστήμιο με αποκλειστική προθεσμία για άρση της συνεχιζόμενης παράβασης.
Ακολούθησε η επιστολή του Πρύτανη του Πανεπιστημίου ημερομηνίας 30.1.2018 με την οποία πληροφορούσε την Επίτροπο ότι η Σύγκλητος και κατόπιν των υποδείξεων της Επιτρόπου δεν ολοκλήρωσε τη συζήτηση του θέματος ενώ σημείωνε ότι σε περίπτωση που η Σύγκλητος αποφασίσει την υιοθέτηση των εισηγήσεων της Επιτρόπου ήτοι να επιτραπεί η πρόσβαση στις εκθέσεις των ανεξάρτητων κριτών με απόκρυψη/σκίαση των ονομάτων τους, τότε θα πρέπει να τροποποιηθεί η οικεία νομοθεσία του Πανεπιστημίου η οποία με σαφήνεια απαγορεύει την πρόσβαση σε εκθέσεις ανεξάρτητων κριτών, μεσούσης της διαδικασίας αξιολόγησης των υποψηφίων για ανέλιξη. Στην ίδια επιστολή αναφέρετο πρόσθετα ότι η παραπονούμενη καταχώρησε Προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του Πανεπιστημίου για τη μη ανέλιξη της και ότι στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας έχει δικαίωμα να επιθεωρήσει το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης στον οποίο περιλαμβάνονται και οι εκθέσεις των ανεξάρτητων κριτών με σκιασμένα ονόματα και συνεπώς, κατέληγε, ότι το υπό αναφορά παράπονο καθίστατο αλυσιτελές.
Εν συνεχεία, η Επίτροπος και με επιστολή της ημερομηνίας 21.5.2018 πληροφορούσε το Πανεπιστήμιο ότι η άρνηση του να ικανοποιήσει το αίτημα της παραπονούμενης για πρόσβαση της στο περιεχόμενο αξιολογήσεων ανεξάρτητων κριτών και συστατικών επιστολών, εκ πρώτης όψεως, παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 12 του Νόμου. Σημείωνε δε μεταξύ άλλων: «ακόμη και αν δεχτώ ότι, η απόκρυψη/σκίαση των ονομάτων δεν ειναι δόκιμη λύση διότι σε πολύ μικρές επιστημονικές κοινότητες, είναι εύκολο από τα γραφόμενα του κριτή να αναγνωριστεί από τον αξιολογούμενο, έχω την άποψη ότι υπάρχει εύκολη θεραπεία για το θέμα αυτό , λ.χ δίνοντας σαφείς οδηγίες στον κριτή όπως αποφύγει να περιλάβει στην έκθεση προσωπικές αναφορές που δυνατό να αποκαλύψουν την ταυτότητα του». Ως εκ τούτου ζητείτο από το Πανεπιστήμιο όπως, στα πλαίσια του δικαιώματος ακρόασης, υποβάλει τις θέσεις του μέχρι τις 29.5.2018.
Κατόπιν σχετικού αιτήματος του Πανεπιστημίου δόθηκε παράταση ως προς την υποβολή των θέσεων του μέχρι και τις 8.6.2018, ημερομηνία κατά την οποία αυτές υποβλήθηκαν με σχετική επιστολή του Πρύτανη.
Στις 12.6.2018 η Επίτροπος εξέδωσε την απόφαση της δια της οποίας και αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό του παραπόνου και στις διατάξεις του άρθρου 12 του Νόμου, έκρινε ότι η άρνηση του Πανεπιστημίου να ικανοποιήσει το αίτημα της παραπονούμενης για πρόσβαση της στο περιεχόμενο αξιολογήσεων ανεξάρτητων κριτών και συστατικών επιστολών, εντός των προθεσμιών που δόθηκαν, συνιστούσε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 12 του Νόμου. Περαιτέρω και βάσει της παρεχόμενης εξουσίας της από το άρθρο 25 του Νόμου, η Επίτροπος απεύθυνε στο Πανεπιστήμιο αυστηρή προειδοποίηση για υιοθέτηση εσωτερικών διαδικασιών που θα επιτρέπουν σύμφωνα με το Νόμο την ικανοποίηση αιτημάτων, από μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού, για πρόσβαση τους σε αξιολογήσεις και συστατικές επιστολές ανεξάρτητων κριτών που τα αφορά. Ως προς τούτο η Επίτροπος κάλεσε το Πανεπιστήμιο όπως μέχρι τις 29.6.2018 την ενημερώσει για τις ενέργειες στις οποίες θα προέβαινε προς συμμόρφωση. Κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσιο το σκεπτικό στο οποίο η Επίτροπος στήριξε την κατάληξη της:
«Σκεπτικό
3.1. Το δικαίωμα πρόσβασης αποτελεί την πεμπτουσία του Νόμου αφού, από αυτό πηγάζουν άλλα δικαιώματα, ήτοι τα δικαιώματα εναντίωσης, διόρθωσης και διαγραφής, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος. Το δικαίωμα πρόσβασης αφορά μόνο σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν στο υποκείμενο των δεδομένων. H ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη δεδομένων που αφορούν σε άλλο πρόσωπο. Στην Αναφορά 63 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή στις 25 Μαΐου τ.ε., μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι:
«Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα ή τις ελευθερίες άλλων, όπως το επαγγελματικό απόρρητο ή το δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας και, ειδικότερα, το δικαίωμα δημιουργού που προστατεύει το λογισμικό. Ωστόσο, οι παράγοντες αυτοί δεν θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση παροχής κάθε πληροφορίας στο υποκείμενο των δεδομένων».
3.2. Γι' αυτό, εισηγήθηκα στο Πανεπιστήμιο την απόκρυψη/σκίαση των ονομάτων των ανεξάρτητων κριτών. Το Πανεπιστήμιο απέτυχε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους Θεώρησε αδόκιμη την εισήγησή μου.
3.3. Το Πανεπιστήμιο είχε υποχρέωση να ικανοποιήσει το αίτημα πρόσβασης της παραπονούμενης εντός τεσσάρων εβδομάδων από την υποβολή του αιτήματος ή να την ενημερώσει για τους λόγους απόρριψής του. Αφού την ενημέρωσε για το σκεπτικό της απόρριψης του αιτήματος, η παραπονούμενη άσκησε το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον μου. Παρά το γεγονός ότι, δόθηκε στο Πανεπιστήμιο αρκετός χρόνος για συμμόρφωση με τις υποδείξεις μου, το αίτημα της παραπονούμενης δεν ικανοποιήθηκε εντός των χρονικών προθεσμιών που του δόθηκαν.
3.4. Το Πανεπιστήμιο θεώρησε ότι, το αίτημα της παραπονούμενης κατέστη αλυσιτελές όταν κατόπιν της προσφυγής της, παραχώρησε στην παραπονούμενη πρόσβαση στο διοικητικό φάκελο των ανελίξεων, που περιείχε και αντίγραφα των αξιολογήσεών της. Ωστόσο, το Πανεπιστήμιο, με την πράξη αυτή, εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη διοικητική διαδικασία της προσφυγής και όχι τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το άρθρο 12 του Νόμου. Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται ανά πάσα στιγμή και η ικανοποίησή του ουδεμία σχέση έχει με πρόσβαση σε έγγραφα που παρέχονται σε διοικητική διαδικασία προσφυγών.»
Η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης, η οποία κοινοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο στις 15.6.2018, συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής.
Παρεμβάλλεται ότι το Πανεπιστήμιο με επιστολή του που ακολούθησε ημερομηνίας 29.6.2018 προς την Επίτροπο σημείωνε, μεταξύ άλλων, ότι βασική αρχή για την εκζητούμενη πολιτική που θα καταρτίσει αναφορικά με την πρόσβαση είναι ότι το δικαίωμα πρόσβασης θα μπορεί να ικανοποιείται μόνο μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανέλιξης και λήψης τελικής απόφασης από τα συλλογικά όργανα του Πανεπιστημίου με σκοπό τη διαφύλαξη της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας της τελικής απόφασης.
Με τις γραπτές της αγορεύσεις η πλευρά του αιτητή και προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προωθεί σειρά λόγων ακύρωσης προβάλλοντας ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, ελλιπούς έρευνας, αντιφατικής και μη επαρκούς αιτιολογίας καθώς και ότι εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Ειδικότερα και μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ο αιτητής ότι η Επίτροπος παρέλειψε να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει ουσιώδη γεγονότα και νομικές παραμέτρους όπως ότι το μόνο έγγραφο που μπορούσε να δοθεί καθ΄ όσον χρόνο διαρκούσε η διαδικασία αξιολόγησης της παραπονούμενης για ανέλιξη ή μη, ήταν, συμφώνως και με το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τη διαδικασία, η έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, η οποία και της δόθηκε με σκοπό την υποβολή σχολίων πριν τη λήψη απόφασης από το Εκλεκτορικό Σώμα. Η Επίτροπος δεν έλαβε υπόψη, συνεχίζει η πλευρά του αιτητή, το γεγονός ότι οι αξιολογήσεις των Ανεξάρτητων Κριτών δεν μπορούσαν να δοθούν στην παραπονούμενη, εκκρεμούσης της διαδικασίας ανέλιξής της κάτι που ως τονίζει απαγορεύεται ρητώς από τον Κανονισμό 9(7) των περί Πανεπιστήμιου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών. Κυρίως όμως, εισηγείται ο αιτητής, η Επίτροπος δεν εξέτασε και δεν αξιολόγησε τον «εξειδικευμένο λόγο» για τον οποίο ο αιτητής δεν μπορούσε να παρέχει πρόσβαση στις αξιολογήσεις των κριτών μεσούσης της διαδικασίας και δη κατά πόσο ο περιορισμός στο δικαίωμα πρόσβασης ήταν δικαιολογημένος για σκοπούς προστασίας άλλων σκοπών. Επί τούτου εισηγείται ότι παραγνωρίστηκαν τα όσα η Σύγκλητος ανέφερε και ήταν ενώπιον της Επιτρόπου σχετικά με την ανάγκη διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας των αξιολογήσεων των ανεξάρτητων κριτών και την ανάγκη για εμπιστευτική διαχείριση και μη διαρροή τους στην επιστημονική κοινότητα. Και βεβαίως, υποβάλλει ο αιτητής, αυτή η περίπτωση δεν αφορά σε δικαίωμα πρόσβασης σε προσωπικό φάκελο και ουδόλως συσχετίζεται με την εγκύκλιο υπ' αριθμό 181/2017 «Πολιτική Τήρησης, Οργάνωσης και Διαχείρισης Προσωπικών Φακέλων Προσωπικού», την οποία η παραπονούμενη επισύναψε κατά την υποβολή του παραπόνου της, αφού οι αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών συνιστούν μέρος του διοικητικού φακέλου ανέλιξης και όχι του προσωπικού φακέλου. Συναφώς υποβάλλεται ότι η Επίτροπος παρέλειψε να εξετάσει εάν εν τέλει είχε ικανοποιηθεί το δικαίωμα πρόσβασης μέσα από την παροχή της Έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής η οποία συμπεριλαμβάνει και τις αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών καθώς και κατά πόσο οι αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν μόνο την παραπονούμενη δεδομένου ότι αφορούν γνώμη τρίτου και επομένως όφειλε να εξεταστεί κατά πόσο θα έπρεπε να ληφθεί, ως η Οδηγία[1] που η ίδια Επίτροπος εξέδωσε στα πλαίσια του Νόμου, η συγκατάθεση του τρίτου ή κατά πόσο η αποκάλυψη δεδομένων συνιστά παραβίαση της εμπιστοσύνης τρίτου. Ούτε και όμως απασχόλησε την Επίτροπο, συνεχίζει ο αιτητής, ότι το δικαίωμα πρόσβασης είναι αναγκαίο προκειμένου να ασκηθούν το δικαίωμα διορθώσεως και το δικαίωμα διαγραφής των δεδομένων και οι αξιολογήσεις των κριτών δεν μπορούσαν ούτε να διορθωθούν ούτε και να διαγράφουν. Τονίζει δε η πλευρά του αιτητή με εκτεταμένες αναφορές στην αρχή της αναλογικότητας ότι ο περιορισμός που τέθηκε στο δικαίωμα πρόσβασης ήταν εύλογος, αναγκαίος και ανάλογος με το σκοπό που επιδιώκει, ήτοι την ανάγκη διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας των ανεξάρτητων κριτών και της αντικειμενικής και αμερόληπτης κρίσης τους καθώς και τη διαφύλαξη της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας της τελικής απόφασης για ανέλιξη ή μη του υποψηφίου. Περαιτέρω υποβάλλεται ότι η Επίτροπος υπό πλάνη προχώρησε στην εξέταση ενός παραπόνου, το οποίο δεν υφίστατο πλέον κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης και τούτο διότι η παραπονούμενη είχε κάθε δικαίωμα να επιθεωρήσει τις αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών και των συστάσεων τους, με σκιασμένα ονόματα, στο πλαίσιο της Προσφυγής 24/2018 που καταχώρησε κατά της απόφασης για μη ανέλιξη της.
Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αντέτεινε ότι η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει ουδεμία πλάνη κατά τη λήψη της.
Σημειώνεται ότι οι δυο προδικαστικές ενστάσεις που είχαν εγερθεί με τη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή και περί εφαρμογής του δόγματος της απαγόρευσης της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, αποσύρθηκαν -και ορθά βεβαίως- από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ΄ων η αίτηση κατά το στάδιο των διευκρινήσεων.
Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.
Η προσφυγή θα πρέπει να έχει επιτυχή κατάληξη.
Καταρχάς κρίνεται σκόπιμο να υπομνησθεί ότι ο περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος του 2001, Ν.138(Ι)/2001, ως αυτός ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης και επομένως και το άρθρο 12 του Νόμου, ως αυτό εμπεριέχετο σ΄αυτόν, έχει καταργηθεί από τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμος του 2018, Ν. 125(Ι)/18. Σημειώνεται δε ότι στις 28.5.2018 τέθηκε σε ισχύ ο Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων).Εξού και για σκοπούς αποτελεσματικής εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του υπό αναφορά Κανονισμού, τέθηκε σε ισχύ στις 31.7.2018, ως αναφέρεται και στο προοίμιο αυτού, ο Ν.125(Ι)/18.
Το άρθρο 12 του καταργηθέντος Ν. 138 (Ι)/2001, ως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, διαλάμβανε τα ακόλουθα:
«Δικαίωμα πρόσβασης
12.—(1) Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει αν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν, αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως και να του παρέχει αντίγραφο με τα προσωπικά του δεδομένα κατόπιν σχετικού αιτήματος του υποκειμένου των δεδομένων, όπου αυτό δεν προϋποθέτει δυσανάλογη προσπάθεια.
(2) Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς υπερβολική καθυστέρηση και δαπάνη-
(α) Πληροφορίες ως προς-
(i) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, τα οποία έχουν υποστεί επεξεργασία καθώς και τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την προέλευσή τους·
(ii) τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, καθώς και τις κατηγορίες των δεδομένων που υπόκεινται ή θα υποστούν επεξεργασία·
(iii) την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του·
(iv) τη λογική στην οποία στηρίζεται κάθε αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων τα οποία αναφέρονται σ' αυτό, στις περιπτώσεις αποφάσεων που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 16(1).
(β) Τη διόρθωση, διαγραφή ή κλείδωμα των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ειδικότερα λόγω ανακριβειών ή ελλείψεων.
(γ) Την κοινοποίηση σε τρίτους στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή κλειδώματος που γίνεται δυνάμει της παραγράφου (β), εκτός αν αυτό είναι αδύνατο ή συνεπάγεται δυσανάλογες προσπάθειες.
(3) Αν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει μέσα σε τέσσερις εβδομάδες από την υποβολή της αίτησης ή αν η απάντησή του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στον Επίτροπο.
(4) Με απόφαση του Επιτρόπου, ύστερα από αίτηση του υπευθύνου επεξεργασίας, η υποχρέωση πληροφόρησης σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2), δύναται να αρθεί, εν όλω ή εν μέρει, εφόσον η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται για λόγους εθνικών αναγκών ή αναγκών εθνικής ασφάλειας της Δημοκρατίας ή για την πρόληψη, διερεύνηση, διακρίβωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή για λόγους σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων.
(5) Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων με τη συνδρομή ειδικού.
(6) Δεδομένα που αφορούν την υγεία γνωστοποιούνται στο υποκείμενο των δεδομένων μέσω ιατρού.
(7) Το δικαίωμα πρόσβασης ασκείται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο επεξεργασίας και την ταυτόχρονη καταβολή χρηματικού ποσού, το ύψος του οποίου, ο τρόπος καταβολής του και κάθε άλλο συναφές ζήτημα ρυθμίζονται με Κανονισμούς. Το ποσό αυτό επιστρέφεται στον αιτητή, αν το αίτημά του για διόρθωση ή διαγραφή των δεδομένων κριθεί βάσιμο είτε από τον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε από τον Επίτροπο, σε περίπτωση προσφυγής του σε αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να χορηγήσει στον αιτητή, χωρίς καθυστέρηση, δωρεάν και σε γλώσσα κατανοητή, αντίγραφο του διορθωμένου μέρους της επεξεργασίας που τον αφορά.»
Ως έχει ήδη υπομνησθεί κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης είχε ήδη τεθεί σε ισχύ ο Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679, στο άρθρο 15 του οποίου προβλέπεται το δικαίωμα πρόσβασης. Αυτό που εν πρώτοις παρατηρείται είναι ότι ορθά η Επίτροπος έστρεψε την προσοχή της στην αιτιολογική σκέψη 63 του υπό αναφορά Κανονισμού υπό το φως της οποίας οφείλει να ερμηνεύεται το δικαίωμα πρόσβασης. Τούτο διότι σειρά αποφάσεων του ΔΕΕ υποδεικνύουν ότι βάσει της αρχής της αναλογικότητας και ως ρητώς προβλέπεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, το δικαίωμα πρόσβασης δεν θα πρέπει να επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα ή τις ελευθερίες άλλων.
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ (επί προδικαστικής παραπομπής) ημερομηνίας 27.2.2025 στην υπόθεση C‑203/22, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«53 Όσον αφορά, ειδικότερα, το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 15 του ΓΚΠΔ, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το δικαίωμα αυτό πρέπει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να βεβαιωθεί ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν είναι ακριβή και ότι η επεξεργασία τους γίνεται με νόμιμο τρόπο [αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2023, Österreichische Datenschutzbehörde και CRIF, C‑487/21, EU:C:2023:369, σκέψη 34, και της 26ης Οκτωβρίου 2023, FT (Αντίγραφα του ιατρικού φακέλου), C‑307/22, EU:C:2023:811, σκέψη 73].
54 Το δικαίωμα προσβάσεως είναι αναγκαίο προκειμένου το υποκείμενο των δεδομένων να μπορεί να ασκήσει, ενδεχομένως, το δικαίωμα διορθώσεως, το δικαίωμα διαγραφής των δεδομένων («δικαίωμα στη λήθη») και το δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας, τα οποία του αναγνωρίζονται, αντιστοίχως, από τα άρθρα 16, 17 και 18 του ΓΚΠΔ, το δικαίωμα να αντιταχθεί στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 21 του ΓΚΠΔ, καθώς και το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή και το δικαίωμα αποζημιώσεως, τα οποία προβλέπονται αντιστοίχως στα άρθρα 79 και 82 του ΓΚΠΔ (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, Österreichische Datenschutzbehörde και CRIF, C‑487/21, EU:C:2023:369, σκέψη 35).[..]
68 Συναφώς, επισημαίνεται εξαρχής ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 του ΓΚΠΔ, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα και πρέπει να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, ο ΓΚΠΔ σέβεται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις ελευθερίες και τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη και κατοχυρώνονται στις Συνθήκες [απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2023, FT (Αντίγραφα του ιατρικού φακέλου), C‑307/22, EU:C:2023:811, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
69 Επιπλέον, κατά την αιτιολογική σκέψη 63 του ΓΚΠΔ, το δικαίωμα κάθε υποκειμένου των δεδομένων να αποκτά πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία συλλέχθηκαν και το αφορούν δεν θα πρέπει να επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα ή τις ελευθερίες άλλων, συμπεριλαμβανομένου του επαγγελματικού απορρήτου ή του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας και, ειδικότερα, του δικαιώματος δημιουργού που προστατεύει το λογισμικό.
70 Ωστόσο, οι ανωτέρω παράγοντες δεν θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση παροχής κάθε πληροφορίας στο υποκείμενο των δεδομένων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του ΓΚΠΔ προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι περιορισμός του περιεχομένου των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 15 του ΓΚΠΔ είναι δυνατός μόνον όταν σέβεται την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.
71 Όσον αφορά το συγγενικό δικαίωμα λήψεως αντιγράφου, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, το Δικαστήριο έχει ήδη επισημάνει ότι η εφαρμογή του δεν πρέπει να θίγει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τρίτων, συμπεριλαμβανομένων του επαγγελματικού απορρήτου ή της διανοητικής ιδιοκτησίας, ιδίως του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας που προστατεύει το λογισμικό (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, Österreichische Datenschutzbehörde και CRIF, C‑487/21, EU:C:2023:369, σκέψη 43).
72 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ, αφενός, της ασκήσεως του δικαιώματος πλήρους προσβάσεως στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και, αφετέρου, των δικαιωμάτων ή των ελευθεριών τρίτων, θα πρέπει να γίνεται στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Οσάκις είναι δυνατόν, θα πρέπει να επιλέγονται τρόποι κοινοποιήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι οποίοι δεν προσβάλλουν τα δικαιώματα ή τις ελευθερίες τρίτων, λαμβανομένου, εντούτοις, υπόψη ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 63 του ΓΚΠΔ, τέτοιοι παράγοντες δεν πρέπει «να έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση παροχής κάθε πληροφορίας στο υποκείμενο των δεδομένων» (απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, Österreichische Datenschutzbehörde και CRIF, C‑487/21, EU:C:2023:369, σκέψη 44).»
Επομένως αυτό που παρατηρείται είναι ότι ορθά μεν η Επίτροπος έστρεψε την προσοχή της στην αιτιολογική σκέψη 63 του Κανονισμού, αλλά όχι ολοκληρωμένα. Εν προκειμένω, η Επίτροπος περιορίστηκε στο να κρίνει ότι το Πανεπιστήμιο απέτυχε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους θεώρησε αδόκιμη την εισήγηση της περί απόκρυψης/σκίασης των ονομάτων των ανεξάρτητων κριτών. Το ζήτημα όμως δεν εξαντλείτο εδώ. Τούτο διότι η σκίαση των ονομάτων με σκοπό τη διαφύλαξη της ανωνυμίας των ανεξάρτητων κριτών ήταν μόνο μια εκ των παραμέτρων και δεν κάλυπτε όλα τα δεδομένα και τα αναδυόμενα συγκρουόμενα συμφέροντα που η Επίτροπος όφειλε να εξισορροπήσει (CNP CYPRIALIFE LTD και Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Ε.Δ.Δ αρ.81/16, ημερομηνίας 26/7/23) και δη ως αυτά είχαν τεθεί ενώπιον της με τις παραστάσεις του αιτητή. Εν προκειμένω, το ίδιο το Πανεπιστήμιο υπέβαλε ρητά με τις παραστάσεις του ότι μεσούσης της διαδικασίας αξιολόγησης για ανέλιξη ή μη του υποψηφίου δεν μπορούσε να παρέχει τέτοια πρόσβαση πριν τη λήψη της τελικής απόφασης. Επί τούτου, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν αυτούσια τα όσα το ίδιο το Πανεπιστήμιο σημείωσε, τονίζοντας μάλιστα την ετοιμότητα του να συμμορφωθεί με την υπόδειξη της Επιτρόπου και να παρέχει πρόσβαση στις εκθέσεις των ανεξάρτητων κριτών ενόψει του γεγονότος ότι, πλέον, η τελική απόφαση στην οποία απέληξε η διαδικασία αξιολόγησης είχε ήδη ληφθεί:
«1.Το συγκεκριμένο αίτημα για πρόσβαση στις εκθέσεις των ανεξάρτητων κριτών είχε υποβληθεί από την παραπονούμενη προς το Πανεπιστήμιο, μεσούσης της διαδικασίας αξιολόγησης της για ανέλιξη πριν τη λήψη τελικής απόφασης. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου δεν επέτρεψε την πρόσβαση της παραπονούμενης στις εκθέσεις αξιολόγησης των ανεξάρτητων κριτών ενόσω ακόμη εκκρεμούσε εν λόγω διαδικασία αξιολόγησης της.
2. Ενόψει του ότι η διαδικασία αξιολόγησης της παραπονούμενης έχει ολοκληρωθεί και έχει ληφθεί τελική απόφαση (την οποία απόφαση, εν πάση περιπτώσει, προσβάλλει ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και συνεπώς μπορεί οποτεδήποτε το επιθυμεί να επιθεωρήσει το διοικητικό φάκελο της διαδικασίας ανέλιξης της και στον οποίο περιλαμβάνονται οι εκθέσεις των ανεξάρτητων κριτών), το Πανεπιστήμιο συμμορφώνεται με την απόφασή σας και επιτρέπει την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στα σχετικά έγγραφα όπως αυτά ειναι αρχειοθετημένα στο φάκελο της διαδικασίας ανέλιξης ( δηλαδή με σκιασμένα τα ονόματα των ανεξάρτητων κριτών, όπως εξάλλου ήταν και η δική σας εισήγηση στην πιο πάνω επιστολή σας).
3. Γενικότερα, σημειώνεται ότι η απόφαση για ανέλιξη αποτελεί σύνθετη διοικητική πράξη, με την τελική απόφαση να λαμβάνεται από το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, μετά από απόφαση της Συγκλήτου και του Εκλεκτορικού Σώματος και πρόταση της Ειδικής Επιτροπής. Πρόσβαση σε στοιχεία που αφορούν τη διαδικασία αξιολόγησης ενός υποψηφίου πριν τη λήψη της τελικής απόφασης δεν μπορεί, ούτε και πρέπει να δίδεται. Το μόνο έγγραφο που δίδεται στον υποψήφιο υπό ανέλιξη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολόγησης του είναι η έκθεση της ειδικής επιτροπής με σκοπό ο υποψήφιος να υποβάλει τυχόν σχόλια προτού ληφθεί απόφαση από το Εκλεκτορικό Σώμα, κάτι το οποίο αποτελεί μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης όπως αυτή καθορίζεται στην οικεία νομοθεσία, ασκώντας έτσι παράλληλα ο υποψήφιος το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης πριν τη λήψη εκτελεστικής διοικητικής απόφασης που τον αφορά.»
Τα πιο πάνω δεν φαίνεται να απασχόλησαν την Επίτροπο και δη ότι επρόκειτο για στάδιο ενδιάμεσης διαδικασίας καθώς και ότι η διαδικασία αξιολόγησης βρισκόταν σε εξέλιξη ώστε, ως η πλευρά του αιτητή εισηγείται, να διακυβεύοντο ενδεχομένως άλλα, όπως η ανάγκη διαφύλαξης της εμπιστευτικότητας των ανεξάρτητων κριτών και της αντικειμενικής και αμερόληπτης κρίσης τους καθώς και η διαφύλαξη της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας της όλης διαδικασίας μέχρι τη λήψη της τελικής απόφασης για ανέλιξη ή μη του υποψηφίου. Άλλωστε, υπενθυμίζεται ότι πλην των όσων είχαν υποδειχθεί στα πλαίσια των παραστάσεων του Πανεπιστημίου και η ίδια η Σύγκλητος είχε προηγουμένως αιτιολογήσει τους λόγους για τους οποίους ήταν αναγκαία η διατήρηση της εμπιστευτικής διαχείρισης και μη διαρροής των αξιολογήσεων, θέσεις οι οποίες ήταν ενώπιον της Επιτρόπου. Σημειώνω ότι δεν διαλανθάνει της προσοχής μου ό,τι διαλαμβάνεται και στην ίδια την αιτιολογική σκέψη 63 ήτοι ότι οι έτεροι παράγοντες (ήτοι για παράδειγμα το επαγγελματικό απόρρητο) δεν θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση παροχής κάθε πληροφορίας στο υποκείμενο των δεδομένων. Το Πανεπιστήμιο όμως δεν αμφισβήτησε με τις παραστάσεις του ότι η παραπονούμενη είχε δικαίωμα πρόσβασης. Με άλλα λόγια το Πανεπιστήμιο δεν αρνήθηκε γενικώς τη μη ικανοποίηση του αιτήματος της παραπονούμενης για πρόσβαση αλλά αρνήθηκε τέτοια πρόσβαση μεσούσης της διαδικασίας συμμορφούμενο με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 9 (7) των σχετικών Κανονισμών περί απαγόρευσης κοινοποίησης στον υποψήφιο των αξιολογήσεων των ανεξαρτήτων κριτών και κοινοποίησης σ’ αυτόν μόνο της έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής πριν από την εξέταση του θέματος ανέλιξης του από το εκλεκτορικό σώμα.
Εν προκειμένω, η Επίτροπος δεν φαίνεται να έστρεψε την προσοχή της επί του κατά πόσο οι ειδικότερες αυτές περιστάσεις δεδομένης και της θέσης που υπεβλήθη από το Πανεπιστήμιο περί σύνθετης διοικητικής ενεργείας η οποία ήταν εν εξελίξει, θα δικαιολογούσαν, ενδεχομένως, ως το Πανεπιστήμιο υπέβαλε, οποιαδήποτε διαφοροποίηση, ως προς το χρόνο συμμόρφωσης, με την υπόδειξη της Επιτρόπου, για παροχή δικαιώματος πρόσβασης στην παραπονούμενη. Επομένως και ο χρόνος συμμόρφωσης ήταν ένα στοιχείο το οποίο θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί και να συσταθμιστεί αλλά τούτο δεν απασχόλησε ειδικά την Επίτροπο, η οποία αρκέστηκε να αναφέρει ότι το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται ανά πάσα στιγμή.
Και βεβαίως δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να προβεί πρωτογενώς σε μια τέτοια διεργασία και να υποκαταστήσει με τη δίκη του εκτίμηση την ελλείπουσα έρευνα και κρίση του αρμοδίου οργάνου. Τουναντίον τούτο αποτελεί αποκλειστικό έργο της διοίκησης προς άσκηση καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των στοιχείων και παραμέτρων (Μελή v Δημοκρατίας( 2013) 3 Α.Α.Δ 703).
Συνεπακόλουθα και στη βάση των ανωτέρω διαπιστώσεων δεν μπορεί να αποκλειστεί, ούτε το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης στο συλλογισμό του καθ΄ου η αίτηση (Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228 και Δημοκρατίας ν. Μαυρομμάτη κ.α. (1991) 3 ΑΑΔ 543).
Με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, παρέλκει η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προώθησε ο αιτητής.
Συνεπώς η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €1800 πλέον Φ.Π.Α υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.
Κελεπέσιη Δ.Δ.Δ
[1] Οδηγία Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για την Επεξεργασία Προσωπικών Δεδομένων στον Τομέα των Εργασιακών Σχέσεων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο