ΦΕΛΙΞ ΠΟΥΡΣΑΝΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, Υπόθεση Αρ. 130/2024, 9/12/2025
print
Τίτλος:
ΦΕΛΙΞ ΠΟΥΡΣΑΝΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, Υπόθεση Αρ. 130/2024, 9/12/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 130/2024)

 

 9 Δεκεμβρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                 ΦΕΛΙΞ ΠΟΥΡΣΑΝΙΔΗΣ

                                                                             Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

 

Καθ’ ης η Αίτηση

 

Χ. Τιμοθέου, για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, για Αιτητή

Α. Καλησπέρα (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ης η Αίτηση

         

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής ζητά-

«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή της ημερομηνίας 21/11/2023, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση-επιστολή του ημερομηνίας 16/11/2023 για ανανέωση Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού κατηγορίας «Τ» είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.».

 

Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Κατά το έτος 2018, ο αιτητής απέκτησε Πιστοποιητικό Επαγγελματικής Κατάρτισης Οδηγού κατηγορίας «Τ» (Ταξί), μετά από επιτυχία σε σχετική εξέταση.

 

Ακολούθως, στις 8.10.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για να τού χορηγηθεί Επαγγελματική Άδεια Οδηγού (ΕΑΟ), προσκομίζοντας προς τούτο και σχετικά έγγραφα.

 

Στη συνέχεια, ο αιτητής απέστειλε χειρόγραφη επιστολή προς το Τμήμα Οδικών Μεταφορών (ΤΟΜ), η οποία λήφθηκε στις 16.11.2023, με την οποία ζητούσε να του αποσταλεί μια επιστολή που να αναγράφεται ο λόγος για τον οποίο δεν ανανεωνόταν η Επαγγελματική του Άδεια Οδηγού.

 

Εις απάντηση, το ΤΟΜ απέστειλε στον αιτητή επιστολή ημερομηνίας 21.11.2023, δια της οποίας πληροφορείτο ο αιτητής ότι δεν ήταν δυνατή η ανανέωση της ΕΑΟ του. Όπως αναφερόταν στην εν λόγω επιστολή:

 

«(i) Σύμφωνα με το Άρθρο 6 του περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Νόμου του 2011 (Ν.80(Ι)/2011), για την χορήγηση ή ανανέωση της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού απαιτείται μεταξύ άλλων, όπως ο αιτητής προσκομίσει πιστοποιητικό μητρώου χορηγούμενο από τον Αρχηγό Αστυνομίας στο οποίο να φαίνεται ότι αυτός δεν έχει στερηθεί της ικανότητας να κατέχει Επαγγελματική Άδεια Οδηγού.

 

(ii) Τα αδικήματα για τα οποία έχετε καταδικαστεί σύμφωνα με το Πιστοποιητικό Μητρώου για Χορήγηση Επαγγελματικής Άδειας που καταθέσατε, εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου 2(ζ) του άρθρου του Νόμου 80(Ι)/2011 σύμφωνα με το οποίο πρόσωπο το οποίο έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου στερείται δια παντός του δικαιώματος να αποκτήσει ή να κατέχει άδεια για μηχανοκίνητο όχημα κατηγοριών «Λ» και «Τ».».

 

Ο αιτητής αντέδρασε και κατά της περιεχόμενης στην πιο πάνω επιστολή πράξης και/ή απάντησης του Τμήματος, καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή, στις 29.1.2024.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον αιτητή προώθησε δια των γραπτών του αγορεύσεων σειρά λόγων ακύρωσης. Ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης και κατά παράβαση της υπό του περί Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Νόμου (Ν.80(Ι)/2011), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), προβλεπόμενης διαδικασίας, ενώ, περαιτέρω, υποστήριξε ότι η πράξη αυτή στηρίχθηκε σε αντισυνταγματική νομοθεσία, η οποία προσκρούει στο Άρθρο 25 του Συντάγματος, διότι προβλέπει περιορισμούς στο δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος, που είναι εντελώς δυσανάλογοι με τον επιδιωκόμενο σκοπό και/ή «δεν είναι αναφερόμενοι αποκλειστικώς εις τα συνήθως απαιτούμενα δια την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος προσόντα». Έτι δε περαιτέρω, η υπό του Νόμου προβλεπόμενη προϋπόθεση περί προσκόμισης λευκού ποινικού μητρώου, για αδικήματα άσχετα με την οδική συμπεριφορά και/ή ικανότητα του αιτητή, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

 

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό ότι το άρθρο 8Β(2) του Νόμου, επί του οποίου και στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση, είναι αντισυνταγματικό ως αντιβαίνον στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και την εκεί κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας.

 

Τέλος, στη βάση των πιο πάνω, εγείρεται ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες ήσαν οι θέσεις της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, η οποία, αντικρούοντας όλους τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας και εγκυρότητας των ενεργειών της Διοίκησης.

 

Ωστόσο, πριν από την εξέταση της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας επί των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται στην γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή, προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που ήγειρε και προώθησε, για πρώτη φορά δια της γραπτής της αγόρευσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι με την παρούσα, δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα και, συνακόλουθα, η υπό κρίση προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη ως απαράδεκτη. Προβάλλεται επίσης, εν είδει δεύτερης προδικαστικής ενστάσεως, ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας και για το λόγο ότι αποτελεί αυτή προπαρασκευαστική πράξη και δεν δημιούργησε η ίδια άμεσα έννομα αποτελέσματα έναντι του αιτητή.

 

Είναι καλά γνωστό και νομολογιακά παγιωμένο ότι ζητήματα δημοσίας τάξεως, όπως είναι εν προκειμένω αυτό που εγείρεται δια της προεκτεθείσας προδικαστικής ενστάσεως, εξετάζονται κατά προτεραιότητα, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (Τάσος Μιχαηλίδης ν. Οργανισμού Συγκοινωνιών Επαρχίας Λευκωσίας (Ο.Σ.Ε.Λ.) Λίμιτεδ, Ε.Δ.Δ. 78/20, ημερ. 14.4.2025, THERMPHASE LIMITED ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2714, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314). Και βεβαίως, η εκτελεστότητα μιας διοικητικής πράξης, ως ζήτημα αντικειμενικής προϋπόθεσης του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, συνιστά ζήτημα δημοσίας τάξεως, του οποίου η εξέταση ακολουθεί αμέσως πιο κάτω, κατά προτεραιότητα (Στεφανίδης κ.α. ν. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 Α.Α.Δ. 49, Lavar Shipping Co Ltd ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 260 και Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου, ανωτέρω).

 

Η έννοια του όρου «εκτελεστή διοικητική πράξη» έχει απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων και έχει αποτελέσει το αντικείμενο εξέτασης σε πληθώρα αποφάσεών του. Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γεναγρίτης v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029, λέχθηκαν τα εξής, άμεσα σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα:

 

«Η έννοια του όρου "εκτελεστή διοικητική πράξη" έχει επεξηγηθεί στη Δημοκρατία v. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:

 

"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους."

Σύμφωνα με το "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις.

 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της "εκτελεστής διοικητικής πράξεως" είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170).

 

Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες "δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα στην παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων".

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

"Εις προσβολήν δι' αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι' ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."

(Βλ. και Θ. Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", εκ. τρίτη, σελ. 120-121: "Κατά την νομολογίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι πράξις εκτελεστή η περιέχουσα ειδοποίησιν ή απλήν ανακοίνωσιν των απόψεων της διοικήσεως")».

 

Συνεπώς, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη, η οποία παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα, μη υφιστάμενα πριν από την έκδοσή της, που επηρεάζουν ευθέως τον διοικούμενο, κατά τρόπο που να δημιουργεί σε αυτόν έννομο συμφέρον να την προσβάλει (βλ. και Νικόλα Χ’’ Νικόλα κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 84/18, ημερ. 7.2.2024, Χριστοδούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1103). Σημασία έχει ότι η απόφαση του διοικητικού οργάνου αποκτά «οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο» (Πέτρος Σιαμμασιάν ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 665).

 

Παράλληλα, το θέμα της πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα, ως άμεσα σχετιζόμενο με την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης, έχει τεθεί από την ημεδαπή νομολογία ως ακολούθως:

 

Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί για μια κατάσταση πραγμάτων, για μια ήδη εκδοθείσα απόφαση ή για τις πρόνοιες ενός νόμου ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της Διοίκησης, δεν είναι εκτελεστή πράξη και δεν εμπίπτει στο πεδίο του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου (βλ. Republic a.o. v. Demetriou a.o. (1972) 3 C.L.R. 219, Krashias Modern Land & Building Developers Ltd. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208, Phylaktides v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1328, Κεφάλα v. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 133, Economides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 219, Ioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1002, Spyrou v. Republic (1983) 3(Α) C.L.R. 354, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3(Α) C.L.R. 474, Φρειδερίκος κ.α. v. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1451 και Γεναγρίτης, ανωτέρω). Σχετική είναι επίσης η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αλεξάνδρου κ.α. v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 368, στην οποία εξετάζεται η έννοια της πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της έννοιας του όρου εκτελεστή διοικητική πράξη (βλ. επίσης Ανδρέας Νικόλα Σουτζιή κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 1088, η οποία αν και πρωτόδικη, δεν ανετράπη).

 

Εξετάζοντας τη φύση της προσβαλλόμενης στην παρούσα προσφυγή πράξης, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, και λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία επί του θέματος, κρίνω ότι αυτή δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά πράξη που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα.

Αφετηρία για την εν λόγω διαπίστωση, αποτελεί η ίδια η χειρόγραφη επιστολή του αιτητή προς τους καθ’ ων η αίτηση, η οποία λήφθηκε από το ΤΟΜ στις 16.11.2023 (παράρτημα 3 στο δικόγραφο της ένστασης) και στην οποία ο αιτητής ξεκάθαρα διατυπώνει το αίτημά του: ζητεί από τους καθ’ ων η αίτηση, ως αυτολεξεί αναγράφεται, μια γραπτή επιστολή που θα αναγράφεται ο λόγος για τον οποίο δεν ανανεώνεται η ΕΑΟ του. Πέραν τούτου, ουδέν. Συνεπώς, είναι πρόδηλο ότι ο αιτητής δεν έθεσε ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση κανένα αίτημα για ανανέωση της ΕΑΟ του, αλλά δια της εν λόγω επιστολής ζητούσε να πληροφορηθεί τον λόγο για τον οποίο δεν ανανεώνεται η εν λόγω άδεια. Ακολούθως, οι καθ’ ων η αίτηση, εις απάντηση, απέστειλαν στον αιτητή την επίδικη επιστολή ημερομηνίας 21.11.2023, δια της οποίας τον πληροφορούσαν για τους λόγους που δεν ήταν δυνατή η ανανέωση της ΕΑΟ του. Είναι επ’ αυτού του σημείου που διαφοροποιείται η παρούσα περίπτωση από τα κριθέντα στην Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1139/2023, ημερ. 24.10.2025, την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του αιτητή, εφόσον σε εκείνη την περίπτωση, και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, οι καθ’ ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους προς εξέταση σαφή αίτηση για ανανέωση επαγγελματικής άδειας οδηγού, την οποία και απέρριψαν.  Αντίθετα, στην υπό κρίση περίπτωση, όπου, ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, ουδέν αίτημα για ανανέωση της επαγγελματικής άδειας οδηγού του αιτητή υποβλήθηκε, τυγχάνουν εφαρμογής τα κριθέντα υπό του Δικαστηρίου τούτου στην Χαριλάου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 982/2019, ημερ. 6.4.2022, όπου, επί παρομοίου ζητήματος, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Σε κάθε δε περίπτωση, για να εξεταστεί οποιοδήποτε αίτημα για χορήγηση ή ανανέωση (που είναι εδώ η περίπτωση) ΕΑΟ, ρητά απαιτείται από το Νόμο και δη το άρθρο 6(1) αυτού, η υποβολή γραπτής αίτησης επί ειδικού εντύπου, το οποίο συνοδεύεται από συγκεκριμένα πιστοποιητικά και άλλα έγγραφα που καθορίζονται σε Κανονισµούς. Πράγματι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(1) των περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Κανονισμών (Κ.Δ.Π 53/1991), για την ανανέωση επαγγελματικής άδειας οδηγού, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει στην αρμόδια αρχή αίτηση σε ειδικό έντυπο (πρόκειται για το έντυπο «Ε» που εκτίθεται στο πρώτο Παράρτημα των εν λόγω Κανονισμών), «η οποία περιέχει τα καθοριζόμενα σε αυτό στοιχεία». Στην δε παράγραφο (2) του ιδίου Κανονισμού, προβλέπονται τα έγγραφα και/ή πιστοποιητικά που θα πρέπει να συνοδεύουν αίτηση για ανανέωση επαγγελματικής άδειας οδηγού (αντίγραφο ισχύουσας άδειας του αιτούντος για την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος της κατηγορίας που ζητείται ανανέωση της επαγγελματικής άδειας οδηγού, την επιζητούμενη να ανανεωθεί επαγγελματική άδεια οδηγού, πιστοποιητικό καλού χαρακτήρα και σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό περί της φυσικής ικανότητας του αιτούντος).

 

Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν υποβλήθηκε οποιαδήποτε αίτηση από τον αιτητή σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών και/ή κατά τον τρόπο που προνοεί ο Νόμος, προκειμένου αυτή να τύχει εξέτασης και να λάβει απάντηση ο αιτητής επί του αιτήματός του για ανανέωση της ΕΑΟ του. Σαφώς η απάντηση της Διοίκησης σε αίτηση υποβληθείσα κατά τον πιο πάνω, εκ του Νόμου προβλεπόμενο, τρόπο δύναται να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Εξάλλου, παρατηρώ ότι τόσο κατά το έτος 2011 όσο και κατά το έτος 2014, που ο αιτητής είχε προβεί σε ανανέωση της ΕΑΟ του, υπέβαλε προς τούτο την αίτησή του ως προέβλεπε ο Νόμος, ήτοι γραπτώς και επί του ειδικού εντύπου και επισυνάπτοντας όλα τα απαιτούμενα έγγραφα (σχετικά είναι τα παραρτήματα 10 και 11 της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση). Αντίθετα, στην υπό κρίση περίπτωση, για την ανανέωση της ΕΑΟ του αιτητή που έληγε στις 25.7.2019, εστάλη η προαναφερθείσα επιστολή του δικηγόρου του αιτητή, ημερομηνίας 14.5.2019. Ωστόσο, είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι από τη στιγμή που δεν υποβλήθηκε, δεόντως και/ή σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του Νόμου, μια τέτοια αίτηση, δεν θα μπορούσε το Τμήμα έγκυρα και σύννομα να εξετάσει και να αποφασίσει επί του αιτήματος του αιτητή για ανανέωση της άδειάς του. Διαφορετική προσέγγιση θα συνιστούσε εσφαλμένη εφαρμογή και παραβίαση των διατάξεων του Νόμου και των Κανονισμών και της εκεί προβλεπόμενης σχετικής διαδικασίας. Συνεπώς, η απάντηση, με το όποιο περιεχόμενο, της Διοίκησης επί της εν λόγω επιστολής του δικηγόρου του αιτητή δεν συνιστά και ούτε θα μπορούσε σύμφωνα με το Νόμο να συνιστά απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για ανανέωση της ΕΑΟ του: εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, θα συνιστούσε η (απορριπτική) απάντηση του Τμήματος επί αίτησης του αιτητή που θα είχε υποβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου.

 

Συνεπώς, με την περιεχόμενη στην επίδικη επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 23.5.2019 απάντηση, δεν επήλθε, και ούτε θα μπορούσε να έχει επέλθει, οποιαδήποτε έννομη συνέπεια και/ή μεταβολή στη θέση και/ή κατάσταση του αιτητή, η οποία δεν υφίστατο πριν από την εν λόγω επιστολή, όσον αφορά στο ζήτημα της ανανέωσης της ΕΑΟ του.

Η ως αμέσως πιο πάνω προσέγγιση επιβεβαιώνεται και από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Νόμου, στο οποίο μάλιστα είναι ο συνήγορος του αιτητή που αναφέρθηκε δια της γραπτής του αγορεύσεως, προκειμένου να υποστηρίξει την επιχειρηματολογία του ότι η πράξη που περιέχεται στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας του Τμήματος 23.5.2019, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 3(2) του Νόμου (η έμφαση προστέθηκε)-

 

«(2) Οι δυνάµει του παρόντος Νόµου και των Κανονισµών αποφάσεις του Τµήµατος, µε τις οποίες απορρίπτεται η χορήγηση, αναστέλλεται ή ανακαλείται άδεια δυνάµει των διατάξεων του άρθρου 8 του παρόντος Νόµου, υπόκεινται σε προσφυγή σύµφωνα µε το άρθρο 146 του Συντάγµατος

 

Είναι λοιπόν σαφές από το αμέσως πιο πάνω εδάφιο ότι μόνον οι αποφάσεις του Τμήματος που λαμβάνονται δυνάμει του Νόμου και των εξ’ αυτού απορρεόντων Κανονισμών μπορούν να προσβληθούν δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Είναι δε αυτονόητο ότι για να θεωρείται ότι μια τέτοια απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα, θα πρέπει να έχει ακολουθηθεί και η υπό του Νόμου και των Κανονισμών προβλεπόμενη προς τούτο διαδικασία, που στην υπό κρίση περίπτωση επέβαλλε την συμφώνως του άρθρου 6(1) του Νόμου υποβολή αίτησης ανανέωσης της ΕΑΟ του αιτητή.

 

Αντίθετα, η περιεχόμενη στην επίδικη επιστολή πράξη αποτελεί πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, μη δυνάμενη ωσαύτως να προσβληθεί δια προσφυγής. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, ως αυτό έχει εκτεθεί και πιο πάνω αυτολεξεί, αλλά και ως ρητά αναγράφεται σε δυο σημεία της ίδιας της επιστολής, ο Διευθυντής του Τμήματος πληροφόρησε τον δικηγόρο του αιτητή για το περιεχόμενο των προνοιών του Νόμου και δη αυτών του άρθρου 6, οι οποίες, σύμφωνα πάντα με την εν λόγω επιστολή, δεν επέτρεπαν την ανανέωση της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού του αιτητή.».

 

Παρομοίως, και στην υπό κρίση περίπτωση, οι καθ’ ων η αίτηση, δια της επίδικης επιστολής, πληροφόρησαν τον αιτητή για τους λόγους που δεν ήταν δυνατή η ανανέωση της ΕΑΟ του, ως ο ίδιος είχε ζητήσει.

 

Ενόψει των πιο πάνω και στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων, προκύπτει με σαφήνεια ότι και στην υπό εξέταση περίπτωση, με την περιεχόμενη στην επίδικη επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 21.11.2023 απάντηση προς τον αιτητή, δεν επήλθε, και ούτε θα μπορούσε να έχει επέλθει, οποιαδήποτε έννομη συνέπεια και/ή μεταβολή στη θέση και/ή κατάσταση του, η οποία δεν υφίστατο πριν από την εν λόγω επιστολή, όσον αφορά στο ζήτημα της ανανέωσης της ΕΑΟ του. Συνεπώς, και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, κρίνω ότι η πρώτη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει, εφόσον η προσβαλλόμενη δια της παρούσας πράξη δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη να προσβληθεί δια προσφυγής σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα.

 

Αυτή η διαπίστωση σφραγίζει και την τύχη της παρούσας προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ’ ης η αίτηση.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο