BEHZAD MORMAEN FAAL ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1383/2023 και 1030/2025, 5/12/2025
print
Τίτλος:
BEHZAD MORMAEN FAAL ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1383/2023 και 1030/2025, 5/12/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

(Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1383/2023 και 1030/2025)

 

 5 Δεκεμβρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ.1383/2023)

         

           BEHZAD MORMAEN FAAL                                                                                               Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ  ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

                                                                  

(Υπόθεση Αρ. 1030/2025)

              

        BEHZAD MORMAEN FAAL                                                                                  Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

                                                                  

 

Α. Δημητρίου, για Αιτητή

Φ. Χριστοφίδης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Οι δυο προσφυγές συνεκδικάζονται δυνάμει διατάγματος του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 6.11.2025, μετά από αίτηση συνεκδίκασης ημερομηνίας 31.10.2025, εφόσον η προσβαλλόμενη δια της προσφυγής αρ. 1383/2023 πράξη αποτελεί την γενεσιουργό αιτία και/ή τη βάση της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) και της συνακόλουθης έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 4.9.2025, των οποίων η νομιμότητα και εγκυρότητα προσβάλλεται με την προσφυγή αρ. 1030/2025. Με την προσφυγή αρ. 1383/2023, προσβάλλεται η απόφαση που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 4.7.2023, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, ως συντρόφου πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθότι, όπως αναφέρεται στην επιστολή, αυτός δεν πληρούσε τα απαιτούμενα κριτήρια, ως αυτά προβλέπονται στον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο (Ν. 7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).

 

Ο αιτητής είναι Ιρανός υπήκοος και το ιστορικό του στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι μακρύ και ανάγεται στο έτος 2000, όταν αυτός αφίχθηκε στη χώρα για πρώτη φορά.

 

Στις 15.1.2001, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής και του παραχωρήθηκε η σχετική άδεια, με ισχύ μέχρι τις 28.2.2021. Στη συνέχεια, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για να του παρασχεθεί το καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα, η οποία απορρίφθηκε στις 12.1.2002.

 

Στις 20.5.2002, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με Ελληνοκύπρια, ενώ στις 11.7.2003, το Τμήμα εξέδωσε άδεια παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, η οποία ανανεωνόταν ανά διαστήματα.

 

Ακολούθως, στις 30.10.2008, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή, η οποία απορρίφθηκε, λόγω της, σύμφωνα με την επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 31.8.2010, προηγούμενης παράνομης παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία.

 

Με απόφασή της, ημερομηνίας 1.2.2011, η Διευθύντρια του Τμήματος κήρυξε τον αιτητή ως ανεπιθύμητο μετανάστη βάσει του άρθρου 6(1)(δ) του Κεφ. 105, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων που είχε διαπράξει και για τα οποία ο αιτητής καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης.

 

Στις 8.10.2013, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία ωστόσο ακυρώθηκαν στις 10.4.2014, καθότι αυτός κρατείτο ήδη στις Κεντρικές Φυλακές λόγω ενταλμάτων προστίμου.

 

Ακολούθησε αίτημα των τότε δικηγόρων του αιτητή προς την Υπουργό Εσωτερικών, για αναθεώρηση της απόφασης απόρριψης του αιτήματος του αιτητή για ανανέωση της άδειας παραμονής και εργασίας του στη Δημοκρατία, το οποίο απορρίφθηκε από την Υπουργό, καθότι ο αιτητής αποτελούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, δεδομένης της καταδίκης του για σοβαρό ποινικό αδίκημα κατά το έτος 2011. Η απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή δι’ επιστολής ημερομηνίας 8.10.2013. Καλείτο δε ο αιτητής δια της ίδιας επιστολής όπως αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία, διαφορετικά θα λαμβάνονταν μέτρα για την απομάκρυνσή του.

 

Εν συνεχεία, στις 27.2.2014, ο αιτητής συνελήφθη για τροχαία αδικήματα.

 

Στις 15.4.2014, ο αιτητής αποφυλακίστηκε από τις Κεντρικές Φυλακές και την ίδια μέρα συνελήφθη δυνάμει σχετικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.

 

Την 1.2.2017, το Τμήμα εξέδωσε άδεια παραμονής και εργασίας στον αιτητή ως σύζυγο Κύπριας πολίτιδος, η οποία στη συνέχεια ανανεωνόταν. Στις 27.4.2019, η σύζυγος του αιτητή απεβίωσε.

 

Ο αιτητής, στις 10.11.2020, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής, η οποία απορρίφθηκε στις 12.2.2023.

 

Στις 28.3.2022, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής ως επισκέπτης μέλους οικογένειας Κύπριου πολίτη, η οποία απορρίφθηκε από το Τμήμα στις 11.5.2022, καθότι αυτός δεν διατηρούσε δικαίωμα διαμονής από Κύπρια πολίτιδα.

 

Παρομοίως, με την επίδικη απόφαση του Τμήματος, ημερομηνίας 4.7.2023, απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή για άδεια παραμονής με σκοπό τη μισθωτή απασχόληση. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή, ο αιτητής δεν πληρούσε τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα κριτήρια για απόκτηση του δικαιώματος παραμονής στη Δημοκρατία. Στην αίτησή του, ο αιτητής είχε επισυνάψει ένορκη δήλωση του ιδίου και της Βουλγάρας συντρόφου του, στην οποία και οι δυο ανέφεραν ότι διέμεναν μαζί.

 

Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρήθηκε η προσφυγή αρ. 1383/2023, στις 23.8.2023.

 

Στις 14.8.2025, ο αιτητής συνελήφθη για εντάλματα προστίμου που εκκρεμούσαν εναντίον του και αυτός μεταφέρθηκε ως κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές. Στις 3.9.2025, η ποινή φυλάκισής του ανεστάλη και την ίδια μέρα, ο αιτητής συνελήφθη στον χώρο των Κεντρικών Φυλακών για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας (βλ. σχετική επιστολή Υπεύθυνου Επαρχιακού Κλιμακίου ΥΑΜ Λευκωσίας προς τη Διευθύντρια του Τμήματος, ημερομηνίας 3.9.2025, παράρτημα 37 στο δικόγραφο της ένστασης).  Στις 4.9.2025, εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105.

 

Κατά της ως αμέσως ανωτέρω απόφασης, καταχωρήθηκε η προσφυγή αρ. 1030/2025, στις 18.9.2025.

 

Με την προσφυγή αρ. 1383/2023 εγείρονται ισχυρισμοί περί εμφιλοχώρησης πραγματικής και νομικής πλάνης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή, καθώς και απόφασης ληφθείσας κατά κατάχρηση και/ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

 

Ειδικότερα, ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι δεν προκύπτει να διερευνήθηκε με την απαιτούμενη επάρκεια το κατά πόσον πράγματι ο αιτητής συζούσε με την Ευρωπαία σύντροφό του.  Στο πλαίσιο αυτό, υποβάλλεται ότι, εάν οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχονταν τις ένορκες δηλώσεις «και τα λοιπά πιστοποιητικά» που είχε προσκομίσει ο αιτητής, δεν θα είχαν αμφιβολίες για την κοινή συμβίωσή του με την Ευρωπαία σύντροφό του.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής, ενώ ούτε για παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης μπορεί να γίνεται λόγος.

 

Τονίζει ο κ. Καρασαμάνης ότι εν προκειμένω, οι καθ’ ων η αίτηση ορθώς ερμήνευσαν και εφάρμοσαν τις διατάξεις του Νόμου και έλαβαν την επίδικη απόφαση. Ως εισηγείται, ουσιώδες γεγονός, βάσει του οποίου λήφθηκε η επίδικη απόφαση, αποτέλεσε η μη απόδειξη  συμβίωσης του αιτητή με την Ευρωπαία σύντροφό του, κάτι που όφειλε ο αιτητής να πράξει, με αποτέλεσμα να μην υφίστατο περιθώριο για θετική έκβαση της αίτησής του. Τονίζεται επίσης από την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση η ευρεία διακριτική εξουσία ενός κράτους να επιτρέπει ή να απαγορεύει την είσοδο και/ή διαμονή αλλοδαπών στο έδαφός του, ως έκφανση της εδαφικής του κυριαρχίας, με μόνο περιορισμό την καλόπιστη ενάσκηση των εξουσιών του.

 

Έχω εξετάσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις υπό το πρίσμα του διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας των επίδικων πράξεων.

 

Ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, στις 8.7.2022, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση ως σύντροφος Ευρωπαίας πολίτη, η οποία απορρίφθηκε από το Τμήμα στις 4.7.2023. Στην επίδικη απόφαση του Τμήματος προς τον αιτητή, αναφέρονταν και τα εξής:

 

«[.] you do not meet the criteria for acquisition of the right of residence in the Republic of Cyprus, according to the relevant provisions of Law 7(1)/2007 of the Right of Union Citizens and their family members to Move and reside freely within the Territory of the Republic of Cyprus.

 

According to the article 4(2)(b) of the Law, you can apply for a residence permit with an MGEN or MVIS application, as the partner of an EU citizen, provided you can prove that you have a durable relationship, duly attested with an EU citizen. A sworn declaration of cohabitation is not considered adequate evidence of a durable relationship. In addition, you did not provide any other evidence (e.g. a joint bank account) that you have a durable relationship, duly attested with the EU citizen.

 

For the above reasons, your application is rejected and you are requested to leave the Republic within 30 days.».

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρουν-

«(2) Χωρίς επηρεασμό τυχόν ιδίου δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των ενδιαφερομένων διευκολύνεται η είσοδος και διαμονή στη Δημοκρατία σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, των ακόλουθων προσώπων:

(α) [.]

(β) του/της συντρόφου με τον/την οποίο/α ο πολίτης της Ένωσης έχει διαρκή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη.

 

(3) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (2), η αρμόδια αρχή αναλαμβάνει εκτενή εξέταση της προσωπικής κατάστασης των αναφερομένων στο εν λόγω εδάφιο προσώπων, περιλαμβανομένης της διεξαγωγής συνεντεύξεων με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όπου αυτό απαιτείται, και αιτιολογεί κάθε άρνηση εισόδου ή διαμονής των προσώπων αυτών στη Δημοκρατία.

 

(4) Σε περίπτωση αμφιβολίας και, για σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσο υφίσταται διαρκής σχέση κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των άρθρων 7Α και 7Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου αναφορικά με τον εικονικό γάμο.».

 

Όπως προκύπτει και από το παράρτημα 33 του δικογράφου της ενστάσεως, η αίτηση του αιτητή υποβλήθηκε στο έντυπο MGEN2 και αφορούσε σε άδεια παραμονής του με σκοπό τη μισθωτή απασχόληση. Στην αίτηση αυτή, επισυνάφθηκαν μόνο δυο ένορκες δηλώσεις, μια του αιτητή και μια της Βουλγάρας συντρόφου του, ημερομηνίας 8.7.2022, στις οποίες αναφέρεται ότι ο αιτητής και η εν λόγω σύντροφός του διαμένουν μαζί, σε συγκεκριμένη διεύθυνση στη Λεμεσό. Πέραν τούτου, ουδέν.

 

Όπως προκύπτει από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, ημερομηνίας 4.7.2023, οι καθ’ ων η αίτηση, με παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 4(2)(β) του Νόμου, αποφάνθηκαν πως ο αιτητής δεν απέδειξε την ύπαρξη μιας διαρκούς και/ή ανθεκτικής (“durable”) σχέσης με τη σύντροφό του, αφού δεν προσκόμισε οποιαδήποτε επαρκή μαρτυρία προς τούτο. Η δε προσκόμιση ένορκης δήλωσης συμβίωσης δεν θεωρείται επαρκής απόδειξη διαρκούς και/ή ανθεκτικής σχέσης.

 

Η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση είναι σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Πράγματι, από κανένα σημείο είτε των εγγράφων της ένστασης, είτε του οικείου διοικητικού φακέλου και εν γένει του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, δεν προκύπτει η παραμικρή ένδειξη ότι ο αιτητής είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, διαρκή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη (“duly attested”) με οποιανδήποτε πολίτιδα της Ένωσης, ως ο ίδιος ισχυρίζεται. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η μοναδική φορά που αναφέρεται η ύπαρξη συντρόφου και το όνομα αυτής (P. M.), που κατά τους ισχυρισμούς του αιτητή αποτελεί το όνομα της Βουλγάρας συντρόφου του, είναι στις προαναφερθείσες ένορκες δηλώσεις.

 

Γενικότερα δε, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω πως εύλογα οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα κριτήρια, προκειμένου να του εκδοθεί δελτίο διαμονής ως συντρόφου πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία είχε διαρκή σχέση, εφόσον μια τέτοια σχέση δεν μπορούσε επ’ ουδενί να αποδειχθεί με βάση τα ενώπιον τους τεθέντα στοιχεία. Ορθώς δε επεσήμαναν οι καθ’ ων η αίτηση στον αιτητή ότι η ένορκη δήλωση από μόνη της, δεν ήταν επαρκής απόδειξη ανθεκτικής σχέσης. Εν προκειμένω, πέραν της συγκεκριμένης ένορκης δήλωσης, ο αιτητής ουδέν προσκόμισε, με το οποίο να στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός του περί συμβίωσης και/ή διαρκούς σχέσης με την υπό αναφορά Βουλγάρα υπήκοο.

 

Κατά συνέπεια, ενόψει των πιο πάνω, εύλογα μπορεί να λεχθεί ότι δεν προέκυπτε καμία αμφιβολία στους καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το κατά πόσον πράγματι υφίστατο οποιαδήποτε διαρκής σχέση μεταξύ του αιτητή και της προαναφερθείσας Βουλγάρας υπηκόου, κατά την έννοια της προεκτεθείσας παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του Νόμου, οπότε και μόνον θα ετύγχαναν εφαρμογής, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των άρθρων 7Α και 7Β του Κεφ. 105 αναφορικά με τον εικονικό γάμο. Ελλείψει οποιασδήποτε αμφιβολίας επί του θέματος, αλλά και δεδομένου του προεκτεθέντος μεταναστευτικού προφίλ του αιτητή, οι καθ’ ων η αίτηση δεν χρειαζόταν να προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια πριν από την επίδικη κατάληξή τους. Εξάλλου, δεν ήταν η Διοίκηση που όφειλε να ζητήσει επιπλέον στοιχεία από τον αιτητή, προς απόδειξη της συγκεκριμένης απαίτησης του Νόμου, αλλά ο ίδιος ο αιτητής, ο οποίος δεν επικαλέστηκε καν ύπαρξη διαρκούς σχέσης με την ευρωπαία, ούτε και προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο, πέραν των προεκτεθεισών ενόρκων δηλώσεων, με αποτέλεσμα η αίτηση να κρίνεται ανεπαρκής.

 

Κατά συνέπεια, δεν εντοπίζεται κενό έρευνας, αλλ’ ούτε και να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στην κρίση της Διοίκησης (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην MD M. R. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1477/2021, ημερ. 20.2.2024, όπου ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση επί παρόμοιου θέματος). Παρόμοιο ζήτημα, με πανομοιότυπα γεγονότα, εξετάστηκε και πιο πρόσφατα, από την Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ., στην Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 206/2022 (i-Justice), ημερ. 18.3.2025, όπου, με αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 4 του Νόμου, λέχθηκαν και τα εξής, άμεσα σχετικά:

 

«Η αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, κρίνεται ως ελλιπής και ατεκμηρίωτη των θέσεών του. Στις σελιδώσεις 80-70 του Τεκμηρίου 1, περιέχεται η επίδικη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, ημερομηνίας 27.7.2021. Σε αυτήν, όπως ήδη ανέφερα ανωτέρω, επισυνάπτονται μόνο έγγραφα που αφορούν τον ίδιο τον αιτητή, ήτοι βεβαίωση από τον εργοδότη του και κατάσταση μισθοδοσίας του, όπως επίσης και ασφάλιση υγείας του ίδιου. Το μόνο έγγραφο, το οποίο επισύναψε ο αιτητής στην επίδικη αίτηση, που αφορά την ευρωπαία πολίτιδα, είναι μία ένορκη δήλωση ημερομηνίας 22.7.2021, στην οποία δηλώνει η ίδια πως γνωρίζει τον αιτητή και πως τους τελευταίους έξι μήνες διαμένουν μαζί σε συγκεκριμένη διεύθυνση που καταγράφεται.

 

Δεν έχει προσκομιστεί κανένα προσωπικό στοιχείο της ευρωπαίας, δεν προσκομίστηκε ούτε κοινό ενοικιαστήριο έγγραφο του συγκεκριμένου υποστατικού, ούτε και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, προς τεκμηρίωση της κατ' ισχυρισμόν συμβίωσης. 

 

Ο λόγος που απορρίφθηκε η αίτηση, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι η μη προσκόμιση στοιχείων προς απόδειξη της ύπαρξης διαρκούς σχέσης του αιτητή με την ευρωπαία.

[.]

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω πως ακόμα και στο μοναδικό έγγραφο το οποίο προσκομίστηκε από τον αιτητή, σε σχέση με την ευρωπαία, δεν γίνεται καμία αναφορά σε μεταξύ τους διαρκή σχέση. Το μόνο που αναφέρεται εκ μέρους της ευρωπαίας, στη σελίδωση 72 του Τεκμηρίου 1, είναι πως γνωρίζει τον αιτητή και πως διαμένουν μαζί τους τελευταίους έξι μήνες. Δεν γίνεται επομένως, καμία αναφορά σε ύπαρξη διαρκούς σχέσης μεταξύ τους. Το ίδιο και σε ό,τι αφορά τον αιτητή, στη σελίδωση 71.

 

Επομένως, σε αντίθεση με τις θέσεις του αιτητή, υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν είναι η διοίκηση που όφειλε να ζητήσει επιπλέον στοιχεία από τον ίδιο, προς απόδειξη της απαίτησης του Νόμου, αλλά ο ίδιος ο αιτητής, ο οποίος δεν επικαλέστηκε καν ύπαρξη διαρκούς σχέσης με την ευρωπαία. Ούτε επισύναψε, έστω, κοινό ενοικιαστήριο έγγραφο, παρά μόνον, η υποβληθείσα αίτηση ημερομηνίας 27.7.2021, ήταν ουσιαστικά, κενή περιεχομένου. Δεδομένης της μη υποβολής εκ μέρους του οποιωνδήποτε στοιχείων που να τεκμηριώνουν, έστω, κάτι κοινό με την ευρωπαία, δεν θεωρώ πως η διοίκηση είχε υποχρέωση να προβεί σε συνέντευξη των ενδιαφερομένων προσώπων, ή να εφαρμόσει κατ' αναλογίαν τις διατάξεις των άρθρων 7Α και 7Β του Κεφ. 105, σε σχέση με τους εικονικούς γάμους.».

 

Στη βάση των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας δέουσας έρευνας και εμφιλοχώρησης πλάνης, ως και οι ισχυρισμοί περί απόφασης ληφθείσας κατά κατάχρηση και/ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας, στερούνται ερείσματος και απορρίπτονται.

 

Τέλος, και δεδομένων των πιο πάνω, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά του αιτητή ότι δεν παρασχέθηκε στον αιτητή το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Όπως λέχθηκε στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014-

 

«Το άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ταξινομεί τις περιπτώσεις παροχής προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης όταν η έκδοση πράξης ή το διοικητικό μέτρο που θα ληφθεί είναι «... πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.». Η ερμηνευτική άσκηση που πρέπει να γίνει οφείλει να συμπλέει με την έννοια του κειμένου και η φράση «άλλως πως δυσμενούς φύσης», πρέπει να διαβαστεί ejusdem generis με τις προηγούμενες λέξεις που σαφώς υποδηλώνουν ότι το διοικητικό μέτρο ή η απόφαση επηρεάζει τη σχέση του διοικούμενου με την διοίκηση πειθαρχικώς ή που ενέχει κύρωση, περιέχοντας δηλαδή μομφή ως προς τον τρόπο ενάσκησης των καθηκόντων του διοικούμενου ή άπτεται της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του.  Με άλλα λόγια, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα.».

 

Είναι σαφές ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί αυτή ούτε κύρωση αλλ’ ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης. Εξάλλου, είχε τη δυνατότητα και/ή την ευκαιρία ο αιτητής, πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, να παρουσιάσει όποιο δεδομένο και/ή να προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο επιθυμούσε και να παραθέσει τις θέσεις του δια της αιτήσεώς του (Ocean Food Ltd v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 80/2017, ημερ. 10.1.2024).

Ενόψει των πιο πάνω, δεν εντοπίζεται βάσιμος λόγος ακύρωσης, η δε προσβαλλόμενη δια της προσφυγής αρ. 1383/2023 απόφαση, ημερομηνίας 4.7.2023, κρίνεται ορθή και σύννομη.

 

Ως έχει ήδη λεχθεί, η απόφαση ημερομηνίας 4.7.2023, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, ως συντρόφου πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτέλεσε τη βάση και/ή τη γενεσιουργό αιτία λήψης της απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής αρ. 1030/2025 και σύμφωνα με την οποία ο αιτητής κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105 και εναντίον του εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 4.9.2025. Όπως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα, ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης καθότι παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από 12.8.2023, όταν και παρήλθε η προθεσμία αναχώρησής του από τη χώρα.

 

Στο πλαίσιο της προσφυγής αρ. 1030/2025, ο συνήγορος του αιτητή προωθεί εν πρώτοις τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης του αιτητή σε χώρα (Ιράν) που υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή του και/ή κίνδυνος να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, ζήτημα που, ως προβάλλει ο κ. Δημητρίου, θα πρέπει να εξετάζεται κατά τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση για την απέλαση του αιτητή. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση ως προς τα πραγματικά περιστατικά της περίπτωσης του αιτητή και/ή τις εξατομικευμένες παραμέτρους αναφορικά με τον αιτητή και δη το γεγονός ότι βρίσκεται στη Δημοκρατία για 25 περίπου χρόνια, ότι ήταν σύζυγος Κύπριας πολίτιδος για περίπου 16 χρόνια, τον κίνδυνο που διατρέχει εάν επιστρέψει στο Ιράν, τις προσπάθειες διευθέτησης της παραμονής του στη Δημοκρατία και τους δεσμούς του με την Κύπρο. Κατά τον κ. Δημητρίου, οι καθ' ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη, ως όφειλαν, τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, με αποτέλεσμα να υφίσταται διαδικαστική παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης της επαναπροώθησης, αλλά και ουσιαστική παραβίαση, καθότι υπάρχει  σοβαρός  κίνδυνος  σε περίπτωση  απέλασής του  αιτητή στο Ιράν, αυτός να υποστεί απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση ή/και να κινδυνεύει με παραβίαση του δικαιώματός του στη ζωή.

 

Επιπρόσθετα, σε άμεση συνάρτηση, προωθείται ο ισχυρισμός ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις του Κεφ. 105, αλλά και της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων τρίτων χωρών.

 

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, και σε άμεση διασύνδεση με τους πιο πάνω εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, έγκειται στον ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος του αιτητή στην ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή.

 

Προβάλλεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων πάσχει λόγω μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, εμφιλοχώρησης πλάνης, ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας και κακής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση. Στο πλαίσιο αυτό, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι οι καθ' ων η αίτηση εσφαλμένα και κατά παράβαση των διατάξεων του Κεφ. 105, δεν εφάρμοσαν την αρχή της αναλογικότητας και δεν εξέτασαν το ενδεχόμενο λήψης εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Τέλος, ο κ. Δημητρίου ισχυρίστηκε ότι ο αιτητής ουδέποτε έλαβε γνώση της προαναφερθείσας απόφασης ημερομηνίας 4.7.2023 περί απόρριψης της αίτησής του και από πουθενά δεν προκύπτει ότι η επίδικη επιστολή ταχυδρομήθηκε στην ορθή διεύθυνση διαμονής του αιτητή.

 

Ο συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ημερομηνίας 4.9.2025 λήφθηκαν ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ' ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ' ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ' ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτές επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένες και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη τους. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης, εφόσον ήδη από 4.7.2023 είχε απορριφθεί η αίτησή του για έκδοση δελτίου διαμονής στη Δημοκρατία.

 

Με αναφορά σε σχετική νομολογία υποστηρικτική των δικών τους θέσεων, οι καθ' ων η αίτηση επιχειρηματολογούν υπέρ της νομιμότητας της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ενώ επισημαίνουν ότι, σε καμία περίπτωση, δεν παραβιάστηκε η αρχή της μη επαναπροώθησης. Αντικρούεται επίσης ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος του αιτητή στην ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή.

 

Εν πρώτοις, στη βάση των όσων εξετάστηκαν στην προσφυγή αρ. 1383/2023, ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο ότι δεν μπορεί να έχει έρεισμα ο ισχυρισμός του αιτητή ότι δεν έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης ημερομηνίας 4.7.2023. Τα ίδια τα γεγονότα διαψεύδουν τον αιτητή, δεδομένου ότι κατά της πιο πάνω απόφασης, ως ήδη ελέχθη, αυτός καταχώρησε εμπρόθεσμα την ως άνω αναφερόμενη προσφυγή, στις 23.8.2023. Επιπρόσθετα δε, ουδείς ισχυρισμός ηγέρθη εκ μέρους του αιτητή στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής σε σχέση με εσφαλμένη διεύθυνση αποστολής και/ή μη ταχυδρόμηση της επιστολής ημερομηνίας 4.7.2023, της οποίας εν πάση περιπτώσει ο αιτητής έλαβε γνώση και εμπρόθεσμα αντέδρασε καταχωρώντας την προσφυγή αρ. 1383/2023.

 

Περαιτέρω, δεδομένων των προεκτεθεισών διαπιστώσεων και της κατάληξης του παρόντος Δικαστηρίου αναφορικά με την προσφυγή αρ. 1383/2023, δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο αιτητής, κατά τον χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 4.9.2025, βρισκόταν παράνομα στη Δημοκρατία και ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Υπενθυμίζεται ότι η επιστολή που περιέχει την απορριπτική απόφαση που προσβλήθηκε με την προσφυγή αρ. 1383/2023 φέρει ημερομηνία 4.7.2023 και δι’ αυτής καλείτο ο αιτητής να αναχωρήσει εντός ενός 30 ημερών από τη λήψη της, αλλιώς θα λαμβάνονταν μέτρα για την απομάκρυνσή του. Ο αιτητής ουδέν έπραξε. Συνεπώς, ορθά αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα ότι ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης, ως παραμένων παράνομα στη Δημοκρατία, από τις 12.8.2023, όταν και παρήλθε η προθεσμία αναχώρησής του από τη χώρα.

 

Στη βάση των αμέσως πιο πάνω, κρίνω ότι δεν στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί περί ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.

 

Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, στο οποίο ο συνήγορος του αιτητή κάνει ειδική αναφορά, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση της Διοίκησης για επιστροφή στη χώρα του και της απροθυμίας και/ή άρνησής του να επαναπατριστεί, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην επιστολή της ΥΑΜ, ημερομηνίας 3.9.2025 (παράρτημα 37 στο δικόγραφο της ένστασης στην προσφυγή αρ. 1030/2025), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, καθότι υπάρχει πιθανότητα διαφυγής του και αυτός δεν συναινεί στον επαναπατρισμό του, με αποτέλεσμα να μην υφίστανται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.

 

Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή ο αιτητής είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 4.9.2025, απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

 

[.]

 

(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».

 

Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ' ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ' ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Η Διευθύντρια του Τμήματος έκρινε ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήταν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και πιο πρόσφατα του παρόντος Δικαστηρίου, στις Μ.Υ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1025/2025(Κ), ημερ. 22.10.2025, T.B.F. ν.  Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1523/2024(Κ), ημερ. 24.2.2025 και G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023(Κ), ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή, εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-

 

«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-

 

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής

 

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».

 

Αυτό που προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, είναι ότι ο Υπουργός Εσωτερικών (και, κατόπιν εξουσιοδότησης, η Διευθύντρια) έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, που διαπιστώθηκε ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής, αλλά και ότι ο αιτητής είναι αρνητικός στον επαναπατρισμό του, οι ενέργειες των καθ' ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του συνηγόρου του αιτητή.

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, ούτε πλάνης περί το νόμο ή/και τα πράγματα όσον αφορά στην απόφαση κράτησης του αιτητή για σκοπούς απέλασης, εφόσον αυτός είχε τεθεί υπό κράτηση ως απαγορευμένος και/ή παράνομος μετανάστης βάσει του Κεφ. 105 (Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) i-Justice, ημερ. 16.1.2023, E.Υ.O. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 351/2023 (Κ) i-Justice, ημερ. 10.4.2023).

 

Επιπρόσθετα, δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση ως προς τα πραγματικά περιστατικά της περίπτωσης του αιτητή, μεταξύ άλλων της πολυετούς παραμονής του στη Δημοκρατία, και τους κινδύνους που υφίστανται σε περίπτωση επαναπροώθησής του σε χώρα που υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή του και/ή κίνδυνος να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ. Εγείρει, συναφώς, ο κ. Δημητρίου, σε άμεση συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, ζήτημα παραβίασης της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του αιτητή.

 

Επί των πιο πάνω, τονίζεται εν πρώτοις και κυρίως, ότι αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής είναι μόνον ο έλεγχος της νομιμότητας και εγκυρότητας των  επίδικων διαταγμάτων, καθώς και της προηγηθείσας απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, αποφάσεις οι οποίες κρίνονται ως καθόλα σύννομες και ληφθείσες εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση. Το Δικαστήριο τούτο ενεργεί εν προκειμένω ως ακυρωτικό Δικαστήριο και δεν υπεισέρχεται στο ρόλο της Διοίκησης, υποκαθιστώντας τους καθ' ων η αίτηση δια της έκδοσης διοικητικής απόφασης με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό της επίδικης (T.B.F. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1523/2024, ημερ. 24.2.2025).

 

Εξάλλου, θεωρώ πως είχε ο αιτητής, από τον Ιούλιο του 2023, το χρόνο και τη δυνατότητα να μεριμνήσει και να διευθετήσει τα της νόμιμης παραμονής του στη Δημοκρατία, σε προγενέστερο στάδιο, πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, χωρίς να χρειαστεί στο στάδιο τούτο να επικαλείται ανθρωπιστικούς λόγους για παραμονή στη χώρα, ήτοι ζητήματα τα οποία εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (Μ.Υ., ανωτέρω).

Εν πάση δε περιπτώσει, λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υπόθεσης και με βάση τις ενέργειες στις οποίες προέβη η Διοίκηση, δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε παραβίαση της εκ του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105 προβλεπόμενης αρχής της μη επαναπροώθησης, ενώ ούτε και διενέργεια πλημμελούς έρευνας εντοπίζεται. Ούτε και μπορεί να τίθεται άνευ ετέρου ζήτημα παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, λόγω έκδοσης διατάγματος απέλασης του αιτητή. Εξάλλου, ο αιτητής κατά το χρόνο σύλληψής του, δεν ανέφερε το παραμικρό αναφορικά με την ύπαρξη συντρόφου ή/και πιθανών οικογενειακών δεσμών στη Δημοκρατία, και αυτό προκύπτει τόσο από την προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ Λευκωσίας προς τη Διευθύντρια του Τμήματος, ημερομηνίας 3.9.2025, δια της οποίας υποβάλλεται η εισήγηση για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, όσο και από την κατάθεση του Αστυφύλακα Ε., ιδίας ημερομηνίας, ο οποίος προέβη στη σύλληψη τον αιτητή.

 

Έτι δε περαιτέρω, οι θέσεις του συνηγόρου του αιτητή επί του συγκεκριμένου ζητήματος και δη ότι εσφαλμένα δεν εξετάστηκε από τους καθ' ων η αίτηση κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος ο αιτητής να εκτεθεί σε απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση σε περίπτωση απέλασης στη χώρα καταγωγής του, φαίνεται να παραγνωρίζουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο αιτητής ουδέποτε αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας στην Κυπριακή Δημοκρατία. Μάλιστα, όπως ορθώς επισημαίνει ο συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο, με απόφασή της ημερομηνίας 12.1.2002, απέρριψε την αίτηση του αιτητή για παραχώρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα, καθότι έκρινε ότι αυτός δεν εγκατέλειψε την χώρα του (Ιράν) λόγω βάσιμου φόβου δίωξης (“well-founded fear of prosecution”). Ούτε και έχει προβάλει και/ή καταδείξει ο αιτητής οτιδήποτε που να στοιχειοθετεί τον ισχυρισμό ότι αυτός διατρέχει εύλογο και/ή βάσιμο κίνδυνο δίωξης ή/και ότι θα υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση εάν επιστρέψει στο Ιράν, η δε επιχειρηματολογία του επί του θέματος αυτού, έγκειται εν πολλοίς στον ισχυρισμό ότι έχει διαμείνει για πολλά χρόνια στην Κύπρο και έχει ενσωματωθεί στον τρόπο ζωής της χώρας. Συνεπώς, οι όποιοι ισχυρισμοί του αιτητή περί φόβου δίωξής του ή πραγματικού κινδύνου να υποστεί βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής του, δεν στοιχειοθετούνται. Ούτε και είχαν οι καθ’ ων η αίτηση υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια σε σχέση με το ζήτημα της μη επαναπροώθησης του αιτητή στη χώρα καταγωγής του (βλ. και τις αποφάσεις στις B.D.M. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 556/2025, ημερ. 20.6.2025 και Ζ.Η. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1696/2023 (Κ), ημερ. 8.12.2023).

 

Και βεβαίως, δεν μπορεί να αναμένεται από τη Διοίκηση να προβεί σε έρευνα κατά πόσον, μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης ως προς το αίτημα του αιτητή να του παρασχεθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, διαφοροποιήθηκαν τα δεδομένα στη χώρα καταγωγής του, ή ακόμα και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, χωρίς προηγουμένως να έχει τεθεί οτιδήποτε σχετικό ενώπιον της από την πλευρά του αιτητή (βλ. Μ.Υ., ανωτέρω). Πουθενά στον οικείο διοικητικό φάκελο, ούτε και από κανένα παράρτημα στο δικόγραφο της ένστασης προκύπτει ότι τέθηκε οτιδήποτε σχετικό ενώπιον των καθ' ων η αίτηση πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Τουναντίον, αυτό που προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, είναι ότι ο αιτητής ουδέποτε ανέφερε το παραμικρό περί φόβου δίωξής του και περί ύπαρξης οικογένειας ή/και συντρόφου και ουδέποτε δήλωσε ενώπιον της Διοίκησης, ούτε και κατά τη σύλληψή του, οτιδήποτε σχετικό. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ, ημερομηνίας 3.9.2025, αλλά και την κατάθεση του Αστυφύλακα Ε., ίδιας ημερομηνίας, αναφορικά με τη σύλληψη του αιτητή, ο οποίος ουδέν ανέφερε κατά το χρόνο σύλληψής του. Αντίθετα, η πρώτη φορά που ο αιτητής προβάλλει ισχυρισμούς περί βάσιμου φόβου δίωξης και/ή κινδύνου να υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση, είναι μέσω του συνηγόρου του, δια των ισχυρισμών που προβάλλονται στην προσφυγή, αλλά και εν συνεχεία, στην γραπτή του αγόρευση, η οποία βεβαίως συνιστά ανεπίτρεπτη μαρτυρία και δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος του διοικητικού φακέλου (Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824). Κατά πάγια νομολογία, μαρτυρία μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο αν γίνει δεκτό σχετικό αίτημα για προσαγωγή (Γιάννης Κώστα Κασάπης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 31/2017, ημερ. 11.10.2023). Εν προκειμένω βεβαίως, δεν έγινε οποιοδήποτε αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας εκ μέρους του αιτητή. Αποτελεί καλά εμπεδωμένη αρχή στο χώρο του Διοικητικού Δικαίου ότι ο έλεγχος τη νομιμότητας της προσβαλλόμενης δια προσφυγής πράξης διενεργείται στη βάση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου από το Δικαστήριο, το οποίο και είναι το μόνο αρμόδιο να αποφασίσει για τη νομιμότητα μίας διοικητικής πράξης, στη βάση των αρχών που ισχύουν στη διοικητική δίκη ως προς το σχετικό έλεγχο που πρέπει να διενεργηθεί και ως προς το σχετικό βάρος απόδειξης και τους συναφείς ισχύοντες δικονομικούς κανόνες. Κατά πάγια νομολογία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης, πηγή δε πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335).

Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι, για να εμπίπτει μία περίπτωση στο ουσιαστικό πεδίο της αρχής της μη επαναπροώθησης, επιβάλλεται να υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι που να πείθουν ότι ο αιτών θα διατρέξει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Όπως  λέχθηκε σχετικά από το Δικαστήριο τούτο, στην M.I.U.H. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1507/23(Κ), ημερ. 25.10.2023,-

 

Κατά πάγια νομολογία του Δ.Ε.Ε., αλλά και όπως έχει κατ’ επανάληψη υποδειχθεί μέσα από διάφορα συγγράμματα επί του θέματος, προκειμένου να παρέχεται προστασία κατ’ εφαρμογήν της αρχής της μη επαναπροώθησης, θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον αιτητή ότι αυτός θα υποστεί κακή μεταχείριση, «που θα ξεπερνά τα ελάχιστο κατώφλι σοβαρότητας» (βλ. Π. Νάσκου Περράκη Μηχανισμοί προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου-Διεθνείς πράξεις, θεωρία και πρακτική- εκδόσεις Σάκκουλα 2008, σελ. 369), η δε ύπαρξη κινδύνου κακομεταχείρισης, εξετάζεται σε σχέση με τα γεγονότα τα οποία γνωρίζει ή οφείλει τα κράτος να γνωρίζει κατά το χρόνο της έκδοσης απόφασης απομάκρυνσης ή/και εκτέλεσης της απέλασης (βλ. C-482/01 και C-493/01 Ορφανόπουλου κ.α. και Raffaele Oliveri κατά Land Baden-Wurtenmberg σκέψεις 77-79).

 

Συνεπώς, και στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτητής ήταν αυτός που όφειλε να θέσει ενώπιον των αρμόδιων αρχών και να αποδείξει ότι θα υποστεί απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, κάτι ωστόσο που σε καμία περίπτωση δεν έπραξε.».

 

Επαναλαμβάνεται ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ουδέν είχε τεθεί ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών οργάνων αναφορικά με τις προσωπικές του περιστάσεις ή/και την ύπαρξη οικογένειας του αιτητή στη Δημοκρατία και, συνεπώς, τα όσα εκ των υστέρων θέτει ο αιτητής ουδόλως μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα και εγκυρότητα των εν λόγω διαταγμάτων, δεδομένης βεβαίως και της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία.

 

Η περί του αντιθέτου θέση του συνηγόρου του αιτητή, ότι τα εκδοθέντα διατάγματα συνιστούν προϊόν ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας, καθότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι περιστάσεις της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του αιτητή, με αποτέλεσμα αυτή να παραβιάζεται, είναι προδήλως εσφαλμένη. Όπως λέχθηκε στην Limon ν. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ. 126/2021, ημερ. 20.4.2022, το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια μιας χώρας, κατ' επίκληση διατάξεων που προστατεύουν το θεσμό της οικογένειας, δεν διασφαλίζεται ούτε από την ΕΣΔΑ, ούτε από το Σύνταγμα, κατά τον απόλυτο τρόπο που ισχυρίζεται ο αιτητής, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση, ως η παρούσα, που ο αλλοδαπός δεν έχει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα και παραμένει σε αυτήν παράνομα (Kedoum ν. Δημοκρατίας, (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, Hasnas Natalia ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 921/2015,  ημερ. 23.7.2015, M.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 990/2023 (Κ), ημερ. 31.8.2023). Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά στην Kashif v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 144/2008, ημερ. 11.7.2008, «Η οικογενειακή ζωή δεν αποτελεί από μόνη της στοιχείο για να διαφοροποιηθεί υπέρ του αιτητή μια κατά άλλα έκδηλα παράνομη κατάσταση, ιδιαίτερα στον τομέα της απέλασης όπου το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους είναι προεξάρχον στον καθορισμό της πολιτικής, εφόσον ουδείς δικαιούται να παραμένει στην Κύπρο άνευ αδείας. [.] Η Ολομέλεια συμφώνησε επίσης με την πρωτόδικη κρίση ότι η γέννηση παιδιού στην Κύπρο από μόνη της, δεν παρέχει αυτόματο και αυτοτελές δικαίωμα παραμονής του στην Κύπρο» (βλ. και Alan Augustine v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 80/2011  ημερ. 14.6.2013, Μ.Υ., ανωτέρω και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Β.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 820/2023, ημερ. 20.7.2023).

 

Περαιτέρω, ανεπίδεκτες δικαστικής κρίσης, και ως εκ τούτου απορριπτέες, κρίνονται και οι αναφορές του αιτητή, οι οποίες εγείρονται προς επίρρωση της θέσης περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, και που έχουν ως έρεισμα ζητήματα ουσιαστικής παραβίασης της αρχής και έγκεινται στους κατ' ισχυρισμό κινδύνους που εξακολουθούν να επαπειλούν τον αιτητή σε περίπτωση απέλασης του, στη χώρα καταγωγής του, καθότι είναι σαφές ότι, πέραν της ελλιπούς τεκμηρίωσης με την οποία προβάλλονται, τέτοιοι ισχυρισμοί εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, τόσο ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, όσο και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του αιτητή, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης ούτε δια της προσφυγής αρ 1030/2025. Η απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και η συνακόλουθη έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, κρίνονται ορθές και νόμιμες.

 

Κατά συνέπεια, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Επιδικάζονται €1800 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται.

 

 

 

 

                                                                                                 Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο