
ECLI:CY:DDDP:2022:1189
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.3530/21
30η Σεπτεμβρίου 2022
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E. G.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κος Χ. Αλεξάνδρου, Δικηγόρος για αιτήτρια
Κος Ρ. Χρυσάνθου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία αναφέρεται στην επιστολή ημ.08/06/21, και η οποία κοινοποιήθηκε στις 09/06/21 με, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από την Γεωργία, εισήλθε στη Δημοκρατία νόμιμα, στις 06/10/18 και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 08/04/21 (ερ.1-3, 9, 12, 18-20).
Στις 17/05/21 διεξήχθη συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.14-20). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και Εισήγηση (ερ.26-29) και στις 28/05/21 το αίτημα διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της επιδόθηκε διά χειρός στις 09/06/21, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα στη μητρική της γλώσσα, μαζί με την αιτιολογία αυτής (ερ.31-32).
Επί της τροποποιημένης αιτήσεως ο συνήγορος της αιτήτριας καταγράφει αρκετά νομικά σημεία, αρκετά εκ των οποίων αναπτύσσει στις αγορεύσεις που ακολούθησαν. Στις αγορεύσεις λοιπόν η αιτήτρια αναφέρει ότι η προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση είναι προιόν πλάνης περί τα πράγματα, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, δεν αιτιολογείται και/ή δεν αιτιολογείται επαρκώς και/ή αιτιολογείται εσφαλμένα και ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της σε ακρόασης προτού ληφθεί η απόφαση.
Περαιτέρω αναφέρει ότι ελλείπει η εξουσιοδότηση προς το πρόσωπο που έλαβε την απόφαση και πως, σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει πρακτικό της απόφασης επιστροφής αφού, ακόμα και αν γίνει δεκτό, ως αναφέρει, ότι η κ. Ανδρέου ήταν η δεόντως εξουσιοδοτημένη να λάβει την απόφαση απόρριψης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, δεν υπάρχει υπογραφή κάτω από την σφραγίδα στο ερ.29 όπου αναφέρεται η απόφαση επιστροφής και συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί ποιος έλαβε την απόφαση αυτή. Επί τούτου δε σημειώνει ότι, στη βάση του ερ.23 η κ. Ανδρέου εξουσιοδοτείται να λαμβάνει αποφάσεις με βάση τον περί Προσφύγων Νόμου και όχι του ΚΕΦ.105, ως η απόφαση επιστροφής. Συνεπώς, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι ήταν η κ. Ανδρέου που έλαβε την απόφαση επιστροφής, αυτή δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα.
Επί των ως άνω ο συνήγορος της αιτήτριας επιχειρηματολόγησε περαιτέρω προφορικώς κατά τις διευκρινήσεις.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Επί του ζητήματος ειδικώς της αρμοδιότητας του αποφασίζοντος την επιστροφή της αιτήτριας οργάνου αλλά και των λοιπών συνδεδεμένων ζητημάτων που ήγειρε η αιτήτρια οι καθ’ ων η αίτηση αρκέστηκαν στην παραπομπή του Δικαστηρίου στο ερ.29 και στο αρ.13 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, όπου, ως εισηγήθηκαν κατά τις Διευκρινήσεις, δίδεται αρμοδιότητα στον αποφασίζοντα επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας να εκδώσει απόφαση επιστροφής δυνάμει του ΚΕΦ.105.
Προέχει φυσικά η ενασχόληση με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λαμβάνοντος της προσβαλλόμενη απόφαση αφού, ως λόγος ακύρωσης που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται, σε κάθε περίπτωση, αυτεπαγγέλτως και κατά προτεραιότητα.
Προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού θεωρώ ότι προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό των αποφάσεων τόσο της απόρριψης της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας όσο και της απόφασης επιστροφής, ώστε να εξεταστεί αν αυτές λήφθηκαν από αρμόδιο ή μη όργανο.
Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι θεωρώ σαφές ότι το πρακτικό τόσο της απόφασης απόρριψης της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας όσο και της απόφασης επιστροφής περιέχεται στις σφραγίδες που εντοπίζονται επί της 1ης σελίδας της έκθεσης-εισήγησης (ερ.29). Στο ερυθρό αυτό, στο πάνω δεξί μέρος της σελίδας, η εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως, εγκρίνεται και υπογράφεται από την εγκρίνουσα λειτουργό. Στο πάνω αριστερά μέρος αυτής εντοπίζεται μια σφραγίδα που αναφέρεται σε απόφαση επιστροφής, χωρίς να εντοπίζεται υπογραφή της εγκρίνουσας. Το ερ.23 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας συνίσταται σε εξουσιοδότηση ημ.13/10/20, όπου ο Υπουργός εξουσιοδοτεί την εγκρίνουσα την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του νυν Υπουργού Εσωτερικών.
Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».
Περαιτέρω, στο αρ.13 (2) (δ) του Νόμου, αναφέρεται ότι ο προϊστάμενος δύναται «να απορρίψει την αίτηση και εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου»
Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), είναι κατάληξη μου είναι ότι η εξουσιοδότηση προς την εγκρίνουσα την σχετική έκθεση-εισήγηση και δια τούτο λαμβάνουσα την απόφαση απόρριψης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, είναι έγκυρη.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι, στην βάση του αρ.13 (2) (δ) του Νόμου ο προϊστάμενος – και συνεπώς οιοσδήποτε εξουσιοδοτείται δεόντως να ασκεί τις εξουσίες αυτού – δύναται, στα πλαίσια απόφασης επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας, να εκδώσει απόφαση επιστροφής, θεωρώ ότι, εν προκειμένω, η κ. Ανδρέου θα μπορούσε νομίμως και εγκύρως να εκδώσει απόφαση επιστροφής.
Παρά όμως τα ως άνω δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι στην παρούσα, ως ορθώς εισηγείται και ο συνήγορος της αιτήτριας, η απόφαση επιστροφής συνίσταται σε σφραγίδα η οποία εντοπίζεται στο πάνω αριστερά άκρο του ερ.29. Κάτω ή κοντά δε σε αυτήν, η αιτιολογία της οποίας δεν εντοπίζεται πουθενά στην έκθεση εισήγηση (ερ.26-29), δεν υπάρχει υπογραφή. Η μόνη δε υπογραφή, ως και πιο πάνω αναφέρεται, είναι αυτή της κ. Ανδρέου που βρίσκεται κάτω από την απόφαση απόρριψης της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, στο άλλο άκρο του ερυθρού αυτού.
Επί τούτου σχετικά είναι τα όσα ανέφερε η αδελφή μου Δικαστής Χ. Μιχαηλίδου στην απόφαση της στην υπ. αρ. ΔΔΠ 345/19 Ρ.Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.18/01/21, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στην περί τούτου νομολογία, εκ της οποίας παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, στην απουσία έγγραφης καταχώρησης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση έχει ληφθεί από το αρμόδιο όργανο, το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν μπορεί να προσδώσει νομιμότητα στις πράξεις αυτές.
[…]
Σχετικό είναι το απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ’αριθμόν 984/17, Lambrou & Poutziouris Construction, ημερομηνίας 9/9/2020, στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Οι πιο πάνω αρχές τονίστηκαν εκ νέου στην, δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ιωάννης Αδάμου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 54/2014 κ.α., ημερ. 25.6.2015, όπου εξετάστηκαν παρόμοια ζητήματα και επισημάνθηκαν συναφώς τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Ισχύει εξάλλου εν προκειμένω πλήρως αυτό που επισημάνθηκε στην απόφαση Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576.
«Οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την ύπαρξη σχετικής εξουσιοδότησης και συνεπώς απέτυχαν να αποδείξουν την αρμοδιότητα του οργάνου που απέρριψε την σχετική αίτηση του εφεσείοντα.
Έχει νομολογηθεί ότι τα διοικητικά όργανα πρέπει να τηρούν έγγραφες καταχωρήσεις των αποφάσεων τους. Αυτό επιβάλλεται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης».
Η ανάγκη έγγραφης καταχώρησης της πράξης τονίστηκε ακόμη και στις υποθέσεις Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252, Medcon Construction and others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535
[…]
Συμπνέουμε απόλυτα με τα λεχθέντα στην υπόθεση Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987 στη σελ.994 όπου αναφέρεται:
«Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρήσεων, το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων με τη δικαιολογία ότι είχαν ενεργήσει ύστερα από οδηγίες των αρμοδίων οργάνων.»
[….]
Από όλα τα πιο πάνω και τις περιπλοκές που ακολούθησαν λόγω της μη εφαρμογής του ορθού τύπου όχι ως τυπολατρία αλλά ως θέμα νομιμότητας, καταδεικνύεται η σοβαρότητα και το ουσιώδες της δέουσας τήρησης των κανόνων, ώστε η διοικητική διαδικασία να είναι εύρωστη και να μην παρατηρούνται τέτοιου είδους πλημμέλειες.».»
Στην Medcon Construction and others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535, τονίστηκε η ανάγκη για τήρηση έγγραφων πρακτικών για τις αποφάσεις της διοίκησης ως εκφάνσεις της χρηστής και ορθώς διοίκησης και λέχθηκαν τα εξής:
«It is essential for the propriety of proceedings of public collective organs that they should keep such written records of such proceedings as are required for purposes of good and proper administration. This was stressed in relation to the Tender Board in Petri v. The Police (1968) (2) C.L.R. 40 at p. 80; and in Georghiades and The Republic (1966) 3 C.L.R. 252 at p. 283, it was held that the total absence of any written record regarding a step in the handling of a matter by the Public Service Commission, was "so inconsistent with the minimum of essential requirements of proper proceedings before a public collective organ" that its relevant decision was Vitiated by a basic defect and had to be annulled. »
Στην απουσία λοιπόν έγγραφης καταχώρησης ή άλλων στοιχείων που θα καταδείκνυαν την ταυτότητα του λαμβάνοντος την απόφαση επιστροφής οργάνου – προκειμένου το Δικαστήριο να είναι σε θέση να ελέγξει καθηκόντως την αρμοδιότητα αυτού - δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτός ο σχετικός ισχυρισμός της αιτήτριας περί απουσίας πρακτικού της απόφασης επιστροφής.
Ενόψει των ανωτέρω με έχει προβληματίσει κατά πόσο, δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου να «[π]ροβαίνει έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» [αρ.11 (3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)], θα μπορούσε, παρά την ως άνω διαπίστωση να προχωρήσω σε εξέταση της παρούσας αναφορικά με «[…] την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας […]».
Και επί τούτου θα συμφωνήσω με τα λεχθέντα στην απόφαση ΔΔΠ 345/19 (ανωτέρω) ως καταγράφονται στο πιο κάτω απόσπασμα το οποίο και υιοθετώ:
«Η διαφορά μεταξύ ακυρωτικού και ουσιαστικού ελέγχου έγκειται στο ότι το Δικαστήριο ουσίας δεν αναπέμπει την υπόθεση στη διοίκηση όπως στον ακυρωτικό έλεγχο, αλλά προβαίνει στην ουσιαστική εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου, και με την απόφασή του διαμορφώνει την έννομη σχέση και με δυνατότητα τροποποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης.
[…]
Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπου η απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, είναι σαν να μην έχει επιληφθεί της αίτησης το αρμόδιο όργανο και το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίσει επί της αίτησης σε πρώτο βαθμό.
Όπως επίσης επεξηγεί ο Πάνος Λαζαράτος, στο σύγγραμμά του «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 3η έκδοση, σελίδα 439 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Οι περιπτώσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:
(α) Αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από συλλογικό όργανο που δεν έχει νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση (79 παρ. 3 περ. α’).
[…..]
Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των περιπτώσεων είναι μία ratio η οποία φαίνεται να συνέχει την όλη νομοθετική σύλληψη. Ο νομοθέτης επιθυμεί να ενεργεί το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ως «διοίκηση δεύτερου βαθμού» όταν προηγουμένως έχει υπάρξει μία πρώτη κρίση του αρμόδιου οργάνου ληφθείσα με νόμιμη διαδικασία.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις (γ) και (δ) δεν έχει καν υπάρξει κρίση του οργάνου. Στην περίπτωση (α) δεν έχει κρίνει το αρμόδιο όργανο, ενώ στην περίπτωση (β) δεν υπήρξε κρίση με νόμιμη διαδικασία. Υπό αυτή την έννοια δεν υπήρξε ποτέ πλήρης κρίση της διοικήσεως σε πρώτο βαθμό. Τούτο σημαίνει κατ’ ακολουθία ότι αν το τδδ τροποποιούσε την πράξη και στις περιπτώσεις αυτές, θα προέβαινε εκείνο σε το πρώτον κρίση της υποθέσεως στη θέση της διοικήσεως, πράγμα το οποίο θα δημιουργούσε, κατά την κρατούσα αντίληψη, προβλήματα συμφωνίας με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.).»
[…]
Ο έλεγχος ουσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί πανάκεια σε όλες τις διοικητικές διαφορές. Σε αυτές τις περιπτώσεις ως η παρούσα, το Δικαστήριο ουσίας περιορίζεται σε ακύρωση της πράξης και σε αναπομπή της υπόθεσης στην διοίκηση με σκοπό να εκδοθεί απόφαση από το αρμόδιο όργανο ούτως ώστε να τύχει πρώτης εξέτασης το αίτημα του αιτητή.»
Ενόψει της ως άνω κατάληξης παρέλκει η εξέταση οιουδήποτε άλλου λόγου ακυρώσεως.
Εν προκειμένω, ως προνοείται από το αρ.13 (2) (δ), η απόφαση επιστροφής, η οποία εκδίδεται στα πλαίσια απόρριψης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, «αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής». Οιαδήποτε λοιπόν πλημμέλεια αφορά την απόφαση επιστροφής εκτείνεται – αναπόφευκτα – και επηρεάζει και την απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, την οποία συμπαρασύρει σε ακυρότητα.
Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω η παρούσα επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο