
ECLI:CY:DDDP:2023:1108
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 1734/22
03 Αυγούστου, 2023
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.A.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Ν. Γεωργίου (κος) για Π. Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για την Αιτήτρια.
Ν. Ιερωνυμίδης (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 10/02/22 η οποία της κοινοποιήθηκε στις 03/03/22, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και με την οποία ενημερώθηκε για την απόφαση επιστροφής της ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Ιράν, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 14/03/19. Στις 19/11/21 και 01/12/21 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της στην Υπηρεσία Ασύλου και στις 04/01/22 λειτουργός ετοίμασε έκθεση με εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος της. Στις 13/01/22 απορρίφθηκε η αίτηση ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια στα πλαίσια της Γραπτής Αγόρευσης της υποστηρίζει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έδρασαν με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης χωρίς να διενεργηθεί δέουσα έρευνα, ενώ η αιτιολογία που παρασχέθηκε είναι ελλιπής. Υποδεικνύει ελλείψεις ευρημάτων του εξεταστή-λειτουργού σχετικά με τα κατατεθέντα έγγραφα προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι έχει ασπαστεί το Χριστιανισμό και την εσφαλμένη αξιολόγηση αυτών. Πέραν της βάπτισης της, η Αιτήτρια τόνισε την καθημερινή εξάσκηση του Χριστιανισμού, την εργασία της στην Ευαγγελική Εκκλησία, τα κίνητρά της προς ασπασμό του Χριστιανισμού σε συνδυασμό με την προσωπική της κατάσταση – ζητήματα που δεν διερευνήθηκαν επαρκώς από τον λειτουργό. Ούτε λήφθηκε υπόψιν ότι κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να παράσχει το σύνολο των διαθέσιμων σε αυτήν αποδεικτικών στοιχείων, όπως και η το συντομότερο δυνατό κατάθεση της αίτησής της για παροχή διεθνούς προστασίας. Σημειώνει δε ότι ενώ δεν ερωτήθηκε ρητά για τα «κίνητρα» που την ώθησαν να αλλάξει θρησκεία, τα ευρήματα του λειτουργού πεπλανημένα επικεντρώθηκαν σε αυτά.
Υποστηρίζει ότι ο λειτουργός δεν παραπέμπει σε κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι ο ίδιος κατέχει γνώσεις της Ευαγγελικής Εκκλησίας, αλλά κυρίως του τρόπου αξιολόγησης του ασπασμού του Ευαγγελικού δόγματος από την Αιτήτρια. Ούτε της έχουν παρασχεθεί ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις, ενόψει των ισχυρισμών της ότι έχει υπάρξει θύμα βιασμού, ενώ οι χρησιμοποιηθείσες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής σχετικά με τη μεταχείριση των Χριστιανών έπρεπε να είναι πρόσφατες ή/και επικαιροποιημένες. Ενόψει των ανωτέρω, η Αιτήτρια επικαλείται και παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και ότι η καθυστέρηση ως προς τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης καθιστά αυτήν άκυρη. Τέλος, εσφαλμένα δεν της αναγνωρίστηκε το προσφυγικό καθεστώς ή/και συμπληρωματικής προστασίας.
Οι Καθ' ων η αίτηση αντιτείνουν ότι δεν αιτιολογούνται επαρκώς οι λόγοι που προβάλλονται μέσω της Γραπτής Αγόρευσης της Αιτήτριας και ότι γίνεται μόνο αναπαραγωγή των λόγων ακύρωσης κατά παράβαση των διαδικαστικών κανονισμών. Η Αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη εφόσον δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες για να αποδείξει τους ισχυρισμούς της που έχουν σχέση με τα περιστατικά βιασμού, αλλαγής της θρησκείας της και των απειλών που δέχεται μέσω τρίτου από άτομα της χώρας καταγωγής της. Υποδεικνύουν συγκεκριμένες απαντήσεις της Αιτήτριας που δείχνουν, όπως αναφέρουν, την αναξιοπιστία των δηλώσεων της και τους πραγματικούς λόγους που την οδήγησαν να υποβάλει αίτημα ασύλου. Η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικά, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva(2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Ένα μεγάλο μέρος της Γραπτής Αγόρευσης της Αιτήτριας μέσω του δικηγόρου της αναλώνεται μόνο στην επανάληψη διατάξεων νόμων και κανόνων δικαίου χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση που δεν έχουν καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).
Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που αιτιολογούνται επαρκώς και μπορούν να τύχουν αξιολόγησης από το Δικαστήριο.
Προέχει η εξέταση του εγειρόμενου λόγου ακύρωσης αναφορικά με την καθυστέρηση που υπήρξε από την Υπηρεσία Ασύλου για ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος της.
Μετά από ενδελεχή έλεγχο του σχετικού διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ») διαπιστώνω ότι πράγματι η αίτηση της Αιτήτριας υποβλήθηκε στις 14/03/19 (ερυθρό 10 ΔΦ), διενεργήθηκε με καθυστέρηση η συνέντευξη της στις 19/11/21 και 01/12/21 (ερυθρά 52 & 27 ΔΦ) και στις 13/01/22 λήφθηκε η απόφαση απόρριψης ασύλου (ερυθρό 103 ΔΦ). Το σχετικό Άρθρο 13 του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 μέχρι 2022 (Ν.6(Ι)/2000) προνοεί, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει επί αυτού του σημείου, τα ακόλουθα:
«Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων
13.-(1) Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζει την αίτηση και προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, εκτός στις περιπτώσεις όπου τέτοια συνέντευξη δυνατό να έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 12Δ.
[…]
(5) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, με την επιφύλαξη της διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.
(6)(α) Με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου, η Υπηρεσία Ασύλου εξασφαλίζει ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να λάβει απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου έχει υποχρέωση-
(i) Να ενημερώνει τον αιτητή σχετικά με την καθυστέρηση∙ και
(ii) να του παρέχει, κατόπιν αιτήματός του, πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του.
[…]
(7) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (6), ο Προϊστάμενος δύναται να παρατείνει την προθεσμία των έξι (6) μηνών που ορίζεται στο εν λόγω εδάφιο, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα (9) επιπλέον μήνες, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όταν ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά ή/και νομικά ζητήματα·
(β) μεγάλος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών αιτούνται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι (6) μηνών·
[…]
(8) Κατ’ εξαίρεση, η Υπηρεσία Ασύλου, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δύναται να υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται στο εδάφιο (7) κατά τρεις (3) μήνες το πολύ, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο από τον Προϊστάμενο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].
(9) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 18Α και με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 19, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει την αναβολή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης αίτησης, στην περίπτωση που δεν μπορεί εύλογα να αναμένεται από την Υπηρεσία Ασύλου να λάβει απόφαση επί αίτησης εντός των χρονικών πλαισίων που αναφέρονται στα εδάφια (6), (7) και
[…]
(10) Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].»
Με βάση το πιο πάνω άρθρο του Νόμου κρίνω ότι οι προθεσμίες που ορίζονται σε αυτό δεν είναι ανατρεπτικές, αλλά ενδεικτικές. Ο Νόμος δεν ορίζει ρητά ότι οι προθεσμίες του 6μήνου, 9μηνού με ολόκληρο χρονικό πλαίσιο ολοκλήρωσης της εξέτασης της αίτησης εντός 21 μηνών είναι ανατρεπτικές, ότι δηλαδή συνεπάγεται σε ακυρότητα της όλης διοικητικής ενέργειας και διοικητικής πράξης η οποία εκδίδεται μετά την εκπνοή της. Οπότε η παραβίαση της δεν οδηγεί αυτόματα σε ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Ο νομοθέτης αν ήθελε να είναι η προθεσμία ανατρεπτική, θα το όριζε ρητά. Όμως λόγω της φύσης των υποθέσεων αυτών, ο νομοθέτης θέλησε να περιορίσει το χρόνο, χωρίς όμως να καθιστά προθεσμία ανατρεπτική, αυτό ενισχύεται και από την τελευταία παράγραφο του άρθρου που ορίζει ότι «Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.» (Βλέπε σχετικά Α.Ε. 67/08 Δημοκρατία ν. Pharmanet Ltd, ημερ.10/01/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση αν και υπάρχει κάποια υπέρβαση του χρόνου, εντούτοις ο χρόνος αυτός δεν είναι υπέρμετρος και ούτε φαίνεται να επίδρασε στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις της έκδοσης της πράξης (Βλέπε σχετικά Άρθρο 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999). Ούτε η Αιτήτρια έχει καταδείξει με ποιο τρόπο έχουν επηρεαστεί τα δικαιώματα της από την έστω καθυστερημένη έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. (Βλέπε Υπόθ.Αρ. 1458/2009 Postolachi Konstantin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ.25/02/2011). Πέραν τούτου στο ίδιο το άρθρο αναφέρεται ότι και ο ίδιος ο αιτών κατόπιν αιτήματός του στον Προϊστάμενο μπορεί να του παρασχεθούν πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του. Χωρίς να μεταφέρεται βέβαια το βάρος ενημέρωσης σχετικά με την πορεία της αίτησης στην Αιτήτρια είναι προφανές ότι ούτε η ίδια ενδιαφέρθηκε μέχρι την λήψη της απορριπτικής απόφασης και/ή για την πορεία της αίτησης της. Ούτε η παράλειψη ενημέρωσης της έχει επιφέρει και/ή έχει υποδείξει να επέφερε οποιαδήποτε συνέπεια στα δικαιώματα της. Η Αιτήτρια κατά τον χρόνο αξιολόγησης της αίτησης ασύλου και/ή μέχρι να εξετασθεί το αίτημα της, δεν έχει υποδείξει στο Δικαστήριο να είχε στερηθεί του δικαιώματος παραμονής της ως αιτούσα άσυλο ή ότι της είχαν στερηθεί υλικές συνθήκες και δικαιώματα υποδοχής (νοουμένου ότι δεν έχει επαρκείς πόρους). Ούτε η όποια παράλειψη της διοίκησης επί αυτού του σημείου αποτελεί παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης - καθότι αυτή η καθυστέρηση δεν επιδρά ουσιαστικά στο περιεχόμενο αυτής (Βλέπε σχετικά Άρθρο 13 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999), επίσης Σ. Δεληκωστόπουλου: «Η παράβασις ουσιώδους Τύπου ως Λόγος Ακυρώσεως Διοικητικών Πράξεων» (1970), καθώς και στις υποθέσεις Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2533 και Ζησίμου Χατζηττοφή ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1851, περαιτέρω, το όλο θέμα πραγματεύεται στο σύγγραμμα του ο Μ. Δ. Στασινόπουλος: «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών» 3η έκδ. σελ. 212-219.) Σύμφωνα δε και με την Ανδρέας Τρύφωνος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Εφόρου Επίσημου Παραλήπτη, (2009) 4 Α.Α.Δ. 1137:
« [...]
Έχει όμως νομολογηθεί ότι η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο, τα δε λαμβανόμενα κριτήρια για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης (δέστε το σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. σελ. 125-127, παρ. 499-500). Στην υπόθεση Παπαλούκας ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656, σελ. 663-665, αναφέρεται ότι η γενική αρχή του διοικητικού δικαίου είναι ότι:
«... η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνο εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για το διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.».
Εξάλλου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο εν λόγω ισχυρισμός, διότι ακόμα και να θεωρείτο ότι το αίτημα της εξετάσθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση - αυτή δεν ασκεί επιρροή στην κρίση επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας. Επομένως, με βάση τα πιο πάνω ο σχετικός ισχυρισμός της απορρίπτεται.
Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) προχωρεί σε εξέταση των στοιχείων του φακέλου της Αιτήτριας σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης σε συνδυασμό με γεγονότα που καταγράφονται στην Γραπτή της Αγόρευση που αποτελούν στην ουσία επανάληψη των όσων αναφέρθηκαν κατά την συνέντευξη. Σημειώνεται ότι, γεγονότα τα οποία καταγράφονται μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και δεν αποτελούν μέρος του φακέλου της δεν λαμβάνονται υπόψη καθότι δεν προσκομίστηκαν με την νενομισμένη διαδικασία (Βλέπε Sportsman Betting Co Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 συνεχίζουν να είναι καθοδηγητικές επί του ζητήματος - βλέπε επίσης Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106).
Κατά την καταγραφή του αιτήματός της, η Αιτήτρια δήλωσε διαζευγμένη, ότι εγκατέλειψε στις 08/03/19 τη χώρα της αεροπορικώς με τουριστική θεώρηση και εισήλθε στη Κυπριακή Δημοκρατία την ίδια ημέρα. Κατά το στάδιο της συνέντευξης, δήλωσε πως έχει πρόβλημα καρδίας εκ γενετής, αλλά βρίσκεται σε καλή κατάσταση την παρούσα στιγμή (ερυθρό 34 ΔΦ). Ως προς την εκπαίδευσή της, δήλωσε ότι έλαβε πρωτοβάθμια εκπαίδευση και δευτεροβάθμια μέχρι το Γυμνάσιο (ερυθρό 34 ΔΦ) και ότι μετά από το διαζύγιό της συνέχισε τις σπουδές της σε νυχτερινά σχολεία. Ανέφερε ότι δεν είναι μητέρα κάποιου τέκνου, ότι ο πατέρας της την απέρριψε έπειτα από το διαζύγιό της, η μητέρα της διαμένει στην κατοικία της γιαγιάς της και ότι έχει ετεροθαλή αδέλφια από την πλευρά του πατέρα της. Εξήγησε πως δε διατηρεί επικοινωνία με κάποιον από την οικογένειά της (ερυθρό 34 ΔΦ). Ως προς την επαγγελματική της εμπειρία, εξήγησε πως διατηρούσε κέντρο αθλητικών δραστηριοτήτων ως γυμνάστρια και στην συνέχεια είχε διοικητική θέση σε κέντρο αθλητικών δραστηριοτήτων (προσέφερε μαλάξεις και συναφείς θεραπείες) (ερυθρό 33 ΔΦ). Αρκετές φορές, ανέφερε, άλλαξε τον τόπο κατοικίας της στην περιοχή Mashad. (ερυθρό 33 ΔΦ)
Με βάση την αίτηση ασύλου της καταγράφει ότι έχει απωλέσει τα πάντα. Επρόκειτο να νυμφευθεί, ωστόσο η οικογένειά του συντρόφου της ανακάλυψε ότι είχε ασπαστεί το Χριστιανισμό, εγκαταλείποντας το Ισλάμ, την απείλησαν και ότι σε περίπτωση επιστροφής της, θα φυλακιστεί και θα τιμωρηθεί. Λόγω της μεταστροφής της δεν έχει κάποιο μέρος διαμονής, εργασία και μέλλον στη χώρα καταγωγής της και δεν είναι πλέον ασφαλής (ερυθρό 14 ΔΦ) Κατά το στάδιο της συνέντευξής της η Αιτήτρια εξήγησε πως εξαναγκάστηκε σε γάμο στην ηλικία των δεκαεπτά ετών με τον εξάδελφο της. Ο εν λόγω άνθρωπος συμφώνησε να την διαζευχθεί (ερυθρό 29 ΔΦ) και ότι ο πατέρας της αποπειράθηκε να τη σκοτώσει εξαιτίας του διαζυγίου, με την τελευταία να διασώζεται από την μητέρα της και περιοίκους (ερυθρό 29 ΔΦ). Με τη νοσηλεία της, πληροφορήθηκε για τα περιστατικά ο εξάδελφος της μητέρας της, ο οποίος κατείχε υψηλόβαθμη θέση στις Ιρανικές Ένοπλες Δυνάμεις (Sepah) (ερυθρό 71 ΔΦ, 32 ΔΦ) Η ίδια κατέφυγε σε αλλαγή του επιθέτου της και της ζωής της προκειμένου να μην εξευρεθεί από τον εν λόγω άνθρωπο ο οποίος επιθυμούσε σχέση μαζί της - προέβαινε σε απειλές εναντίον της και κάποια στιγμή την βίασε. (ερυθρό 28 ΔΦ) Η Αιτήτρια περιέγραψε ότι κατέφυγε στην Ταϋλάνδη, όπου ήρθε σε επαφή με το θείο στοιχείο και έμαθε την τεχνική των μαλάξεων (ερυθρό 32 ΔΦ) ωστόσο, εξαιτίας της δυσχαιρούς κατάστασης υγείας της μητέρας της, αναγκάστηκε να απευθυνθεί στον εξάδελφο της, ενόψει της επαγγελματικής του ιδιότητας (ερυθρό 32 ΔΦ) Μετά το πέρας χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η Αιτήτρια και η μητέρα της επισκέπτονταν το γραφείο του συγκεκριμένου προσώπου, ο τελευταίος της πρότεινε την παροχή μαλάξεων σε φιλικό του πρόσωπο (ερυθρό 32 ΔΦ) Όταν η Αιτήτρια επισκέφθηκε τον τελευταίο, υπέστη βιασμό (ερυθρό 31 ΔΦ). Μετά από το εν λόγω περιστατικό καταφθάνοντας στην κατοικία της, αντίκρισε τον εν λόγω άνδρα έμπροσθεν της κατοικίας της, με αποτέλεσμα να αποταθεί στην αστυνομία. Εκεί, ωστόσο, με την καταγραφή του ονόματος του δράστη, ζητήθηκε η αναμονή της Αιτήτριας όπου εμφανίστηκε ο τελευταίος, με αποτέλεσμα να συνειδητοποίει ότι πρόκειται για πρόσωπο ιεραρχικά ανώτερο του αστυνομικού (ερυθρό 31 ΔΦ) Ο ίδιος και η σύζυγός του κατηύθυναν την Αιτήτρια προς ορισμένο μέρος, όπου την απείλησαν ότι θα την κατηγορήσουν για αποστασία, καθώς προωθεί το διαλογισμό, την ενεργειακή θεραπεία και επιδίδεται σε μαλάξεις (ερυθρό 31 ΔΦ) Αναγνωρίζοντας την πολύπλοκη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, η Αιτήτρια αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει (ερυθρό 31 ΔΦ). Βοηθήθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της από τον αδελφό στενού φιλικού της προσώπου (ερυθρό 31-32 ΔΦ). Επιπλέον, εντός δύο μηνών από την προσέλευσή της στη Κυπριακή Δημοκρατία, ξεκίνησε το ενδιαφέρον της για το Χριστιανισμό (ερυθρό 59 Δ Φ). Αναζήτησε κάποια εκκλησία προκειμένου να απολαμβάνει την εκεί επικρατούσα ηρεμία, με τον πνευματικό της πατέρα να της προτείνει συγκεκριμένη εκκλησία (ερυθρό 58 ΔΦ) Βαπτίστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, περνώντας όλη την ημέρα της στην εκκλησία. Εξήγησε πως η σχέση της με το Ισλάμ ήταν πάντα κακή, εξαιτίας των άδικων πρακτικών σε βάρος των γυναικών, ειδικότερα μετά την επιστροφή της από την Ταϋλάνδη (ερυθρό 59 ΔΦ) Αναφέρει ότι είναι μέλος της Ευαγγελικής Εκκλησίας, ότι έχει δημοσιεύσει σε προσωπική της υπηρεσία ανταλλαγής μηνυμάτων το πιστοποιητικό της βάπτισής της (ερυθρό 56 ΔΦ) και ότι η οικογένεια της έχει πληροφορηθεί πλέον τη μεταστροφή της, με τον πατέρα της να την απειλεί εκ νέου ότι θα προβεί σε καταγγελία της (ερυθρό 56 ΔΦ) Η Αιτήτρια προσέθεσε ότι εκτελεί εργασίες σχετικές με παραγωγή υλικού και προβολή του θείου λόγου, ενώ είναι υπεύθυνη για τις προβολές κατά τη διάρκεια των λειτουργιών της εν λόγω εκκλησίας (ερυθρό 55, 58 ΔΦ) Δήλωσε ότι συνεργάζεται και με ραδιοφωνικούς σταθμούς (ερυθρό 58 ΔΦ)
Προσέθεσε πως εξαιτίας του χωρισμού της, της ιδιότητάς της ως μόνης γυναίκας δεν είχε υποστήριξη, διευκρινίζοντας έπειτα πως οι επιλογές της ήταν μειωμένες εξαιτίας του στίγματος που συνοδεύει τις γυναίκες οι οποίες έχουν διαζευχθεί (ερυθρό 29 ΔΦ). Εξήγησε ακόμα πως μέσω της μητέρας της πληροφορείται απειλές τις οποίες ο πατέρας της εξαπολύει περί παράδοσης της στην αστυνομία εξαιτίας της προσβολής της φήμης της οικογένειας (ερυθρό 72 ΔΦ) Σε περίπτωση επιστροφής της η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα κατηγορηθεί ως αποστάτρια από αξιωματούχους, συνδυαστικά και με τις παρούσες δραστηριότητές της οι οποίες περιλαμβάνουν τη δημόσια προώθηση του Χριστιανισμού (ερυθρό 29 ΔΦ).
Τα έγγραφα τα οποία κατέθεσε στην Υπηρεσία Ασύλου περιλαμβάνουν (α) πρωτότυπο του διαβατηρίου της (ερυθρό 13 - αντίγραφο να ανευρίσκεται στο ερυθρό 51 ΔΦ), (β) πιστοποιητικό γέννησης όπου αναφέρεται η αλλαγή του επιθέτου της Αιτήτριας όπως και η αλλαγή του ονόματός της (ερυθρό 43 ΔΦ), (γ) έγγραφο καταχώρισης διαζυγίου ημερομηνίας 31/05/04 και εκδοθέν από από το Γραφείο Καταχωρίσεως Διαζυγίων (ερυθρό 49 ΔΦ), (δ) πιστοποιητικό εκπλήρωσης μάθησης Thai Traditional Massage ημερομηνίας 30/06/12 (ερυθρό 38 ΔΦ), καθώς και αμετάφραστο έγγραφο το οποίο φέρει σφραγίδα «Παραδοσιακής Σχολής Massage» (ερυθρό 39 ΔΦ), (ε) πιστοποιητικό Βάπτισης με το όνομα της Αιτήτριας ημερομηνίας 16/06/19, εκδοθέν από την Ευαγγελική Εκκλησία της Λάρνακας (ερυθρό 41 ΔΦ), (στ) πιστοποιητικό λήψης μέρους σε εβδομαδιαίες σπουδές επί της Βίβλου, εκδοθέν από την Ευαγγελική Εκκλησία στις 17/11/21 (ερυθρό 42 ΔΦ). Η Αιτήτρια έχει ακόμα καταθέσει έγγραφα αποδεικτικά της παραμονής της στη Κυπριακή Δημοκρατία, μεταξύ των οποίων Συμφωνία Ενοικίασης (ερυθρό 45 ΔΦ) και Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών από την Υπηρεσία TECOMA (ερυθρά 46-47 ΔΦ)
Η Υπηρεσία Ασύλου σχημάτισε τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι (α) ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, (β) βιασμός της Αιτήτριας από δύο άνδρες το 2011 και 2018 αντίστοιχα, (γ) μεταστροφή της στο Χριστιανισμό, και (δ) απειλές που δέχθηκε κατά τη διαμονή της στη Κυπριακή Δημοκρατία και κατηγορίες για αποστασία τις οποίες θα αντιμετωπίσει με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής (ερυθρό 101 Δ Φ). Αποδεκτοί έγιναν οι ισχυρισμοί της που αφορούν το προφίλ της, ότι έχει αποξενωθεί από την οικογένειά της, ενώ αξιολογήθηκαν επίσης και έγιναν δεκτά όλα τα προσκομισθέντα έγγραφά της (μεταξύ άλλων - ονόματος και αλλαγής αυτού, τα πιστοποιητικά εκπαίδευσής της και τα έγγραφα διαζυγίου της) (ερυθρό 100 ΔΦ) Οι υπόλοιποι ωστόσο ισχυρισμοί της έτυχαν απόρριψης.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ειδικότερα το πρώτο περιστατικό βιασμού της, καταγράφεται στην έκθεση/εισήγηση του λειτουργού ότι όταν της ζητήθηκε να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα περιστατικά έλαβαν χώρα, αυτή δεν ήταν σε θέση να το πράξει (ερυθρό 32/χ1 , 29/χ2, 28/χ2, 71/χ1, 70/χ1, 99 ΔΦ) Ως γενικόλογες χαρακτηρίστηκαν οι δηλώσεις της επί των απειλών τις οποίες έλαβε, ενώ οι απαντήσεις της σε σχέση με τα πρόσωπα τα οποία είχαν γνώση του ζητήματος και τις αντιδράσεις τους κρίθηκαν υπερβολικά γενικές και χωρίς προσωπικό/βιωματικό στοιχείο (ερυθρό 70/χ2, 70/χ1, 70/χ3, 99 ΔΦ) Η Αιτήτρια κρίθηκε πως δεν ήταν σε θέση να απαντήσει διεξοδικά και/ή συνεκτικά επί των ερωτήσεων που της τέθηκαν (ερυθρό 99 ΔΦ), ενώ η περιγραφές της σε σχέση με τις περιστάσεις βιασμού της κρίθηκαν γενικόλογες τόσο κατά την πρώτη περίπτωση (ερυθρό 69/χ2, 99 ΔΦ) όσο και τη δεύτερη (ερυθρό 68/χ1, 68/χ2, 99 ΔΦ) που αυτοί κατ’ ισχυρισμό έλαβαν χώρα. Επιπλέον, ως προς το περιστατικό κλεισίματος της επιχείρησής της από το συγγενή της μητέρας της, η απάντησή της κρίθηκε γενικόλογη και ασαφής σε συνάρτηση με τις αντιφατικές δηλώσεις της ότι επρόκειτο για Ιατρό και Αρχιστράτηγο (Commander in Chief) (ερυθρό 67/χ1, 67/χ2, 99 Δ Φ). Αντίστοιχα, οι απαντήσεις της ως προς τυχόν έρευνα για τη σφράγιση της επιχείρησής της και τα σχετικά περιστατικά (ερυθρό 67/χ2, 98-99 ΔΦ), κρίθηκε ότι δε στοιχειοθετούν τον ισχυρισμό της, ούσες ανεπαρκείς και δεδομένης της έλλειψης του προσωπικού στοιχείου και συνοχής. Ως προς το δεύτερο περιστατικό βιασμού της, η Αιτήτρια κρίθηκε πως παρείχε γενικές απαντήσεις οι οποίες δεν εξηγούν την απόφασή της να επικοινωνήσει με το πρόσωπο από το οποίο προσπαθούσε να κρυφτεί για άνω της δεκαετίας και εξαιτίας του οποίου άλλαξε το επώνυμο και την τοποθεσία της (ερυθρό 64/χ1, 63/χ1, 63/χ2, 63/χ3, 98 ΔΦ) Κρίθηκε επιπλέον ως προς τις περιστάσεις του δεύτερου γεγονότος πως παρείχε μη ξεκάθαρες και ανεπαρκείς απαντήσεις και δεν ήτο σε θέση να εξηγήσει τους ισχυρισμούς της με ολοκληρωμένο τρόπο (62/1χ, 62/2χ, 98 ΔΦ), τους λόγους για όσα συνέβησαν, τα κίνητρα των κατ’ ισχυρισμό διωκτών της, την ανάμειξη των προσώπων στις καταστάσεις αυτές καθώς και τις προσωπικές της αποφάσεις και πράξεις πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από το πέρας των γεγονότων (ερυθρό 98 ΔΦ). Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρατέθηκαν πληροφορίες σχετικά το έγκλημα του βιασμού στο Ιράν καθώς και τις περιστάσεις ποινικής δίωξης του εγκλήματος. Τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία της δεν τεκμηριώθηκαν, επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός έτυχε απόρριψης (ερυθρό 86-85, 97-98 ΔΦ)
Σε σχέση με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό περί μεταστροφής της στο Χριστιανισμό, επίσης κρίθηκε πως οι δηλώσεις της για την κατ’ ισχυρισμό μεταστροφή της και βάπτισή της δεν είναι επαρκώς συγκεκριμένες, ενώ ελλείπει το αναμενόμενο προσωπικό στοιχείο. Οι απαντήσεις της και οι εξηγήσεις της σχετικά με τα κίνητρα της μεταστροφής της κρίθηκαν ανεπαρκείς (ερυθρό 59/χ1, 59/χ2, 59/χ4, 97 ΔΦ), ενώ αντίστοιχα μη λεπτομερείς και αόριστες κρίθηκαν οι γνώσεις της σχετικά με τη νέα της θρησκεία (ερυθρό 97 ΔΦ). Πιο συγκεκριμένα, οι απαντήσεις της ερωτηθείσα σχετικά με το Χριστιανισμό (ερυθρό 58/χ1, 97 ΔΦ), τη διαδικασία της μεταστροφής της (58/χ3, 97 ΔΦ) και τη σημασία του Ιησού στη ζωή της (ερυθρό 58/χ4, 97-96 ΔΦ) κρίθηκαν ως γενικόλογες και μη ενισχυτικές του ισχυρισμού της περί μεταστροφής, ελλείψει του βιωματικού στοιχείου. Ως προς τις βασικές της γνώσεις επί του Χριστιανισμού, ανέφερε την αρέσκειά της στο ρητό περί του Ιησού ως ποιμένα (ερυθρό 57/χ1, 96 Δ. Φ.), ενώ ερωτηθείσα λεπτομέρειες για το Χριστιανισμό κρίθηκε ότι απάντησε γενικόλογα (ερυθρό 57/χ2, 96 ΔΦ). Ερωτηθείσα ως προς την αναγραφόμενη στο Πιστοποιητικό σπουδή και έρευνα την οποία είχε πραγματοποιήσει πριν εγκαταλείψει το Ιράν, κρίθηκε ότι η απάντησή της δεν αντιστοιχεί στο «είδος της έρευνας και της επιμελούς μελέτης» την οποία διεξήγαγε πριν εγκαταλείψει την χώρα της (ερυθρό 56/χ1, 97 ΔΦ). Ερωτηθείσα ως προς προσευχές και τον τρόπο διεξαγωγής της λειτουργίας της Κυριακής, κρίθηκε πως παρείχε βασικές και γενικές πληροφορίες (ερυθρό 55/χ1, 55/χ2, 96 ΔΦ), ενώ ήταν σε θέση να ονοματίσει τις Χριστιανικές γιορτές. Ωστόσο, ερωτηθείσα σχετικά με τον τρόπο που η θρησκεία άλλαξε τη ζωή της, απάντησε απλώς ότι «τώρα έχει τα πάντα, το οποίο σημαίνει ελευθερία και πατρικές φιγούρες στη ζωή της» (ερυθρό 55/χ3, 54/χ3, 96 ΔΦ) Από τις δηλώσεις της ελλείπει η λεπτομέρεια, συνοχή και το προσωπικό στοιχείο, το οποίο είναι απαραίτητο σε προσωπικές διαδικασίες μεταστροφής και βάπτισης. Ως εκ τούτου, η εσωτερική της αξιοπιστία της δεν είχε στοιχειοθετηθεί. Στα πλαίσια διερεύνησης της εξωτερικής της αξιοπιστίας κρίθηκε πως τα κατατεθέντα έγγραφα δεν επαρκούν για να τεκμηριώσουν ότι πράγματι συνιστά πρόσωπο μεταστραφέν στο Χριστιανισμό, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό της μέσω των δηλώσεών της (ερυθρό 95 ΔΦ). Στο πλαίσιο των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής, παρατέθηκαν πηγές οι οποίες υποδεικνύουν τη μεταχείριση της αποστασίας από το Ισλάμ και των συλληφθέντων μεταστραφέντων (ερυθρό 84-80, 95 ΔΦ). Τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία της δεν τεκμηριώθηκαν, επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός έτυχε απόρριψης. Σημειώνεται δε ότι τα έγγραφα τα οποία υποβλήθηκαν, κρίθηκε ότι δεν μπορούν από μόνα τους να αποδείξουν τους ισχυρισμούς της, χωρίς διασύνδεση με τις προφορικές της δηλώσεις (ερυθρό 95 ΔΦ).
Απορρίφθηκε και ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός, περί απειλών που δέχθηκε από ανθρώπους στο Ιράν μέσω του πνευματικού της πατέρα - κατά την παρουσία της στη Κυπριακή Δημοκρατία. Αξιολογήθηκε ότι δεν δέχθηκε η ίδια απειλές, αλλά μέσω του πνευματικού της πατέρα, ενώ δύο εβδομάδες μετά από την άφιξή της στη Δημοκρατία, οι απειλές σταμάτησαν. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει, αλλά υποθέτει την ταυτότητα των εν λόγω προσώπων (ερυθρό 53/χ1, 54/χ2, 95 ΔΦ), δεν έχει περαιτέρω γνώση επ’ αυτού και δεν της έχει συμβεί οτιδήποτε (ερυθρό 53/χ1, 54/χ2, 95 ΔΦ). Κρίθηκε ότι ευλόγως αναμενόταν από την Αιτήτρια να έχει περαιτέρω γνώση σχετικά ή να έχει προσπαθήσει να αποκτήσει περαιτέρω πληροφορίες για το εν λόγω ζήτημα. Ελλείψει λεπτομερών και συνεκτικών πληροφοριών και, καθώς ο ισχυρισμός βασίζεται σε υποθέσεις, η εσωτερική αξιοπιστία της δε στοιχειοθετήθηκε. Ούτε η Αιτήτρια έχει καταθέσει έγγραφα προκειμένου να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της. Δήλωσε πως οι απειλές τις οποίες δέχθηκε ο πνευματικός της πατέρας ήταν σε προφορική μορφή, και καθώς δε γνώριζε ότι θα ήταν δυνατή η καταγγελία στις αρχές, δεν προέβη σε τέτοια ενέργεια. Ως εκ τούτου, δεν έχει κάποια σχετική ένδειξη (ερυθρό 95 ΔΦ), Επιπλέον, ενώ η Αιτήτρια ισχυρίστηκε την ύπαρξη απειλών εναντίον της, ωστόσο δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική επαφή η ίδια και μόνο υποθέτει την ταυτότητα των προσώπων που προέβησαν σε αυτές (ερυθρό 95 ΔΦ) Ελλείψει άλλων λεπτομερειών, πέρα από φημολογία η οποία οδηγεί σε προσωπικές υποθέσεις της Αιτήτριας, δεν ήτο δυνατή η έρευνα σε πηγές επί του ιδιωτικού αυτού ζητήματος (ερυθρό 95 ΔΦ). Ενόψει των ανωτέρω, ο ουσιώδης αυτός ισχυρισμός επίσης έτυχε απόρριψης από τον λειτουργό.
Με βάση τα αποδεκτά στοιχεία της αίτησης της Αιτήτριας, ήτοι προσωπικές λεπτομέρειες, κρίθηκε πως δε στοιχειοθετείται βάσιμος φόβος δίωξης είτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στο Ιράν (ερυθρό 94 ΔΦ). Ως προς την ιδιότητά της ως διαζευχθείσα, αξιολογήθηκε ότι έλαβε χώρα προ εικοσαετίας και πέραν της αποξένωσής της από την οικογένειά της και ιδίως τον πατέρα της δεν έλαβε χώρα κάποιο άλλο αποδεκτό/τεκμηριωμένο συμβάν. Δεν παρουσίασε οποιοδήποτε περιστατικό με την εν γένει κοινωνία, ούτε βίωσε κάποιο πρόβλημα στην καθημερινή της ζωή ως διαζευχθείσα γυναίκα. Εξάλλου, δήλωσε πως συνιστά μοναχικό πρόσωπο χωρίς μεγάλο αριθμό συναστροφών, το διαζύγιο κρίθηκε ότι δεν έθεσε οποιαδήποτε απειλή στην Αιτήτρια στο παρελθόν και δεν αναμένεται ευλόγως να αντιμετωπίσει ζητήματα στο μέλλον (ερυθρό 94 ΔΦ). Αξιολογήθηκε ακόμα ότι δε θα αντιμετωπίσει αντίστοιχο κίνδυνο ούτε ως ατυχώς αιτούσα άσυλο, δεδομένης της μη ανάμειξής της σε πολιτικό ακτιβισμό ή σε πράξεις προπαγάνδας σε βάρος του Ιράν (ερυθρό 79, 94 ΔΦ). Ενόψει της μη πλήρωσης του αντικειμενικού στοιχείου του φόβου για έναν από τους πέντε προβλεπόμενους λόγους του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000), κρίθηκε ότι δεν προκύπτει για την τελευταία βάσιμος φόβος δίωξης, ούτε προκύπτει πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στα πλαίσια του Άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000).
Μετά δε από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων/εγγράφων και των όσων ανέφερε κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου της[1] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία της Αιτήτριας δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της Αιτήτριας, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[2], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα της Αιτήτριας εμπεριέχει δηλώσεις που δεν θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς. Από τις απαντήσεις της, κατά την διαδικασία της συνέντευξης, διαπιστώνεται ότι δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, Ν.6(Ι)/2000, βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11[3]). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:
«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.
(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.
(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς. Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό (περιστατικά βιασμού) μετά από αξιολόγηση των πρακτικών της συνέντευξης, οι λεπτομέρειες του αφηγήματος της ήτο ασύνδετες, γενικές και όπως ορθά καταγράφεται στην έκθεση/εισήγηση ελλείπει το προσωπικό/βιωματικό στοιχείο. Μη ευλογοφανής προκύπτει και η περιγραφή της ως προς το περιστατικό κλεισίματος της επιχείρησής της από το συγγενή της μητέρας της σε συνάρτηση με το ότι επρόκειτο για ιατρό και Αρχιστράτηγο (Commander in Chief). Ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί, η απόφασή της Αιτήτριας να επικοινωνήσει με πρόσωπο (κατ΄ ισχυρισμό διώκτη της) από το οποίο προσπαθούσε να κρυφτεί για άνω της δεκαετίας και εξαιτίας του οποίου άλλαξε το επώνυμο και την τοποθεσία της. Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι στο αίτημα ασύλου της στο σημείο 19, καμία αναφορά γίνεται για βιασμό που υπέστη στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 19 ΔΦ), αλλά για άλλους λόγους. Ούτε στο Έντυπο Αναφοράς Ειδικών Αναγκών[4] κατά την συμπλήρωση του έγινε οποιαδήποτε αναφορά από την Αιτήτρια για καταγραφή (ερυθρό 10-9 ΔΦ).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της να μεταστραφεί στον Χριστιανισμό και τους λόγους που απέρριψε το Ισλάμ, από τις απαντήσεις της προκύπτει ότι εξέλιπε το βιωματικό στοιχείο, ήτο συνοπτική και ρηχή. Ενώ μέσα από τις ερωτήσεις του λειτουργού της δόθηκε η ευκαιρία να αποσαφηνίσει τους λόγους που την οδήγησαν να ασπαστεί τη νέα θρησκεία οι απαντήσεις της ήταν ανεπαρκείς και συγκεχυμένες. Ούτε οι απαντήσεις της σε ερωτήσεις για τις αλλαγές στη ζωή της από τη μεταστροφή της θεωρούνται ικανοποιητικές. Ενώ της δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει τις σκέψεις της σχετικά με τη Χριστιανική πίστη με ερωτήσεις ανοικτού τύπου, παρά ταύτα δεν κατόρθωσε να προβάλει ουσιαστική και βιωματική αναφορά σε αυτή, ούτε να δώσει λεπτομέρειες σχετικά με την απόφασή της και με την εσωτερική αλλαγή που ένιωσε λόγω της πράξης της. Οι δε απαντήσεις της για τις γνώσεις της για τη Χριστιανική πίστη ήταν επιφανειακές (γνώση ορισμένων ζητημάτων που άπτονται του Χριστιανισμού), χωρίς όμως να είναι σε θέση να εισχωρήσει σε πολλές και εις βάθος λεπτομέρειες. Η γνώση της και μόνο βασικών πληροφοριών δεν αρκεί από μόνο του προκειμένου να τεκμηριωθεί η μεταστροφή της σε μια άλλη θρησκεία. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ευλογοφανής η θέση του δικηγόρου της ότι επειδή βρισκόταν στην Ταϊλάνδη για ένα περίπου έτος (περί το 2011-2012) όπου σπούδασε θεραπευτικό μασάζ - είχε την ευκαιρία να αναπτύξει ενδιαφέρον για το Χριστιανισμό (ήτοι ότι κατά την παραμονή της στην Ταϊλάνδη, ήλθε σε επαφή με άτομα τα οποία ασπάζονταν το Χριστιανισμό, διαβάζοντας διαρκώς θρησκευτικά βιβλία και τη βίβλο). Καμία σύνδεση υπάρχει μεταξύ των δραστηριοτήτων που επιδόθηκε η Αιτήτρια πριν το 2011 στο Ιράν, των δραστηριοτήτων που ακολούθησαν στην Ταϊλάνδη το 2011-2012, των όσων διαδραματίστηκαν κατά επιστροφή της στο Ιράν και της μεταστροφής στο Χριστιανισμό το 2019 - ενώ βρισκόταν νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία για τουριστικούς λόγους. Αναφορικά δε με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον τρίτο που αφορά μεταστροφή - ήτοι περί απειλών που δέχθηκε μέσω του πνευματικού της πατέρα από ανθρώπους στο Ιράν κατά την παρουσία της στη Κυπριακή Δημοκρατία – η απόρριψη αυτού (ως επίσης εσωτερικά αναξιόπιστος) δημιουργεί περαιτέρω αμφιβολίες ως προς την συνολική αξιοπιστία της Αιτήτριας και τα κίνητρα της για υποβολή της αίτησης ασύλου αυτής. Ούτε ήταν σε θέση να γνωρίζει, αλλά να υποθέτει την ταυτότητα των προσώπων που την απείλησαν μέσω του πνευματικού της πατέρα, ενώ ευλόγως αναμενόταν να έχει περαιτέρω πληροφορίες για το εν λόγω ζήτημα.
Ως εκ της ανωτέρω ανάλυσης, κρίνω ότι δεν θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Τα γεγονότα της περίπτωσης της σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις της δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε με τα όσα καταγράφονται στην Γραπτή Αγόρευση του συνηγόρου της ανατρέπονται τα ευρήματα της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού. Ενώ δε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας υπήρχε η ευχέρεια να προσκομιστεί στο Δικαστήριο οποιαδήποτε σχετική υπό τις περιστάσεις μαρτυρία[5] (επί των τριών λόγων που η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα της) για να τύχει αξιολόγησης (Βλέπε Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατíaς (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, Α.Ε. 49/2012, Σάββα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 07/02/2018) δεν το έπραξε. Επέλεξε να ζητήσει να παρουσιάσει μαρτυρία η οποία δεν σχετιζόταν με τους λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει την χώρα της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, ούτε μπορούσε αυτή η μαρτυρία να βοηθήσει στην συνολική αξιολόγηση της αξιοπιστίας της[6], αλλά ούτε σχέση είχε με τα ευρήματα και/ή την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (απορρίφθηκε η σχετική αίτηση μαρτυρίας με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 20/03/23).
Αξίζει επί αυτού του σημείου να αναφερθεί ότι στις οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες (UNHCR) σχετικά με την εξέταση αιτημάτων ασύλου με θρησκευτικό περιεχόμενο, γίνεται σαφές ότι η γνώση και μόνο ενός αιτούντα διεθνούς προστασίας για μία θρησκεία δεν αρκεί από μόνη της προκειμένου να τεκμηριωθεί η μεταστροφή του σε αυτή:
«Αν και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων συχνά το θεωρούν χρήσιμο κατά τη διάρκεια της έρευνας και της προετοιμασίας, η εκτενής εξέταση ή δοκιμή των αρχών ή της γνώσης της θρησκείας του αιτούντος μπορεί να μην είναι πάντα απαραίτητη ή χρήσιμη. Σε κάθε περίπτωση, τα τεστ γνώσεων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ατομικές περιστάσεις, ιδίως επειδή η γνώση μιας θρησκείας μπορεί να ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με το κοινωνικό, οικονομικό ή μορφωτικό υπόβαθρο του ατόμου ή/και την ηλικία ή το φύλο του/της.»[7]
[…]
«Η εμπειρία έχει δείξει ότι είναι χρήσιμο να καταφεύγει κανείς σε μια αφηγηματική μορφή αμφισβήτησης, μεταξύ άλλων μέσω ερωτήσεων ανοιχτού τύπου που επιτρέπουν στον αιτούντα να εξηγήσει την προσωπική σημασία της θρησκείας σε αυτόν/αυτήν, τις πρακτικές στις οποίες έχει ασκήσει (ή έχει αποφύγει να εμπλακεί από φόβο δίωξης) ή οποιουδήποτε άλλου παράγοντα που σχετίζεται με τους λόγους για τον φόβο του να διωχθεί. Μπορεί να προκύψουν πληροφορίες σχετικά με τις θρησκευτικές εμπειρίες του ατόμου, όπως να του ζητηθεί να περιγράψει λεπτομερώς πώς υιοθέτησε τη θρησκεία, τον τόπο και τον τρόπο λατρείας ή τις τελετουργίες, τη σημασία της θρησκείας για το άτομο, ή τις αξίες που πιστεύει ότι η θρησκεία ασπάζεται. Για παράδειγμα, το άτομο μπορεί να μην είναι σε θέση να απαριθμήσει τις Δέκα Εντολές ή να ονομάσει τους Δώδεκα Ιμάμηδες, αλλά μπορεί να δείχνει μια κατανόηση των βασικών αρχών της θρησκείας γενικότερα. Η απόσπαση πληροφοριών σχετικά με τη θρησκευτική ταυτότητα ή τον τρόπο ζωής του ατόμου θα είναι συχνά πιο κατάλληλη και χρήσιμη και μπορεί ακόμη και να είναι απαραίτητη. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η λεπτομερής γνώση της θρησκείας του/της αιτούντος δεν συσχετίζεται απαραίτητα με την ειλικρίνεια των πεποιθήσεων».[8]
(ο τονισμός δικός μου)
Ιδιαίτερα ως προς τα αιτήματα ασύλου που αφορούν μεταστροφή ενός αιτούντα η οποία πραγματοποιήθηκε ενώ βρισκόταν ήδη σε μια χώρα υποδοχής (sur place) - (λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αιτήτρια βαπτίστηκε 3 μήνες μετά την άφιξη της στη Δημοκρατία), οι οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας αναφέρουν ότι:
«τα ζητήματα που θα πρέπει να αξιολογήσει ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων περιλαμβάνουν τη φύση και τη σύνδεση μεταξύ τυχόν θρησκευτικών πεποιθήσεων που τηρούνται στη χώρα καταγωγής και αυτών που κατέχονται τώρα, οποιαδήποτε δυσαρέσκεια με τη θρησκεία που τηρείται στη χώρα καταγωγής, για παράδειγμα, λόγω της θέσης της σε θέματα φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, πώς ο αιτών γνώρισε τη νέα θρησκεία στη χώρα ασύλου, την εμπειρία του από αυτή τη θρησκεία, την ψυχική του κατάσταση και την ύπαρξη επιβεβαιωτικών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη συμμετοχή και την ιδιότητα μέλους του νέου θρησκεία».[9]
Όπως φαίνεται από το πρακτικό της συνέντευξης, ο λειτουργός ακολούθησε τις συγκεκριμένες οδηγίες κατά την εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας. Δεν περιορίστηκε μόνο στις γνώσεις της για την νέα θρησκεία που επέλεξε να ακολουθήσει, αλλά έδωσε παράλληλα έμφαση στα βιώματα και στις αντιλήψεις που την οδήγησαν να λάβει αυτή την απόφαση. Ούτε τεκμαίρεται μεταστροφή της με την ύπαρξη και μόνο του πιστοποιητικού βάπτισής της που εκδόθηκε μόλις 3 μήνες μετά την άφιξη της στη Κυπριακή Δημοκρατία. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, οι οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας αναφέρουν ότι:
«Οι λεγόμενες δραστηριότητες “αυτοεξυπηρέτησης” δεν δημιουργούν βάσιμο φόβο δίωξης με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης στη χώρα καταγωγής του αιτούντος, εάν ο οπορτουνιστικός χαρακτήρας τέτοιων δραστηριοτήτων είναι εμφανής σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των αρχών εκεί, και δεν προκύπτει ότι θα υπάρξουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες εάν το άτομο επιστρεφόταν στη χώρα καταγωγής. Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ωστόσο, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνέπειες της επιστροφής στη χώρα καταγωγής και κάθε πιθανή βλάβη που θα μπορούσε να δικαιολογήσει το καθεστώς του πρόσφυγα ή μια συμπληρωματική μορφή προστασίας. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η αξίωση είναι ιδιοτελής αλλά ο αιτών έχει ωστόσο βάσιμο φόβο δίωξης κατά την επιστροφή, απαιτείται διεθνής προστασία. Όπου η ευκαιριακή φύση της δράσης είναι σαφώς εμφανής, αυτό θα μπορούσε να βαρύνει σοβαρά την ισορροπία κατά την εξέταση πιθανών λύσεων που μπορεί να είναι διαθέσιμες σε τέτοιες περιπτώσεις, καθώς και, για παράδειγμα, το είδος του καθεστώτος διαμονής».[10]
Καταληκτικά, η Αιτήτρια απέτυχε να τεκμηριώσει και/ή κρίθηκε συνολικά αναξιόπιστη ήτοι ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής, υπάρχει κίνδυνος δίωξης της για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, επομένως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000).
Απορρίπτονται και οι θέσεις του δικηγόρου της ότι οι αρνητικές συνέπειες επιστροφής της στο Ιράν την καθιστούν δικαιούχο διεθνούς προστασίας και/ή ότι η χώρα της δεν είναι ασφαλής ειδικά λόγω της «αποστασίας» της από το Ισλάμ. Καταρχάς ως η ανωτέρω ανάλυση η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε με τους ισχυρισμούς της ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000). Η Αιτήτρια έχει αποξενωθεί από την οικογένεια της και διαφαίνεται πως διατηρεί επαφή μόνο με τη μητέρα της (ερυθρό 100-94 ΔΦ). Από το ιστορικό της περίπτωσης της προκύπτει ότι αποχώρησε από την χώρα της για ένα μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και ξαναεπέστρεψε, προτού καταλήξει στη Δημοκρατία. Εξήλθε της χώρας της χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές του Ιράν (τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις), ενώ από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκύπτει ότι ως γυναίκα διαζευγμένη αν και νομοθετικά προβλέπεται η ελευθερία εσωτερικής μετακίνησης, «για τις γυναίκες συχνά απαιτούνταν η επίβλεψη ενός άνδρα κηδεμόνα ή συνοδού προκειμένου να ταξιδέψουν και αντιμετώπιζαν επίσημη και κοινωνική παρενόχληση εξαιτίας του ότι ταξίδευαν μόνες».[11] Αναφορά της DFAT για το 2020 αναφέρει ότι γυναίκες από οικογένειες περισσότερο θρησκευτικής νοοτροπίας γενικά απαιτούνταν να έχουν την άδεια του ενός άνδρα κηδεμόνα προκειμένου να ταξιδέψουν μόνες.[12] Οι προσωπικές της περιστάσεις, λοιπόν, βρίσκονται σε αντίφαση με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που υποδεικνύουν ότι οι ανύπανδρες γυναίκες στην ηλικία των 40 αναφέρεται ότι χρειάζονται την άδεια του πατέρα τους ή άλλων ανδρών συγγενών προκειμένου να αποκτήσουν διαβατήριο και να ταξιδέψουν στο εξωτερικό.[13] Σε σχέση δε με τη μεταχείριση των διαζευγμένων γυναικών, βάσει των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής, οι γυναίκες στο Ιράν έχουν κερδίσει περισσότερα δικαιώματα στο διαζύγιο τα τελευταία χρόνια, ενώ το διαζύγιο είναι περισσότερο κοινό σήμερα, ιδίως στις μεγάλες πόλεις. Οι δε διαζευγμένες γυναίκες, όπως η Αιτήτρια, (όπως και οι χήρες γυναίκες) έχουν το περισσότερο αυτόνομο καθεστώς όλων.[14]
Αναφορικά, τώρα, με το ζήτημα μεταστροφής - το Σύνταγμα του Ιράν αναγνωρίζει το Ισλάμ ως κρατική θρησκεία[15], με τους Χριστιανούς να αποτελούν μία από τις τρείς αναγνωρισμένες θρησκευτικές μειονότητές στις οποίες σύμφωνα με Άρθρο 13 του Συντάγματος αναγνωρίζεται το δικαίωμα στη θρησκευτική λατρεία.[16] Η μεταστροφή από το Ισλάμ σε άλλη θρησκεία αυτή απαγορεύεται από το νόμο[17], ενώ σε αναφορά του LandInfo αναφέρεται ότι η εγκατάλειψη του Ισλάμ «αποστασία», τιμωρείται με θάνατο για τους άνδρες και ισόβια κάθειρξη για τις γυναίκες, μέχρι πιθανή μετάνοιά της και επιστροφή στο Ισλάμ. H μόνη, όμως, «επίσημη» εκτέλεση Χριστιανού με κατηγορία αποστασίας φαίνεται να έλαβε χώρα το 1990[18]. Υπάρχουν δε αναφορές για μεταστραφέντες στο Χριστιανισμό ότι υποβάλλονταν σε αυθαίρετες συλλήψεις, κατάσχεση της προσωπικής τους περιουσίας, ποινική δίωξη με κατηγορίες εθνικής ασφάλειας και τιμωρίες όπως φυλάκιση, πρόστιμα και εσωτερική εξορία[19]. Σύμφωνα, όμως, με απόφαση του Ανωτατου Δικαστηριου του Ιράν τον 11ο/2021 έκρινε ότι η συμμετοχή των Χριστιανών σε εκκλησίες κατ’ οίκον δε συνιστά παραβίαση εθνικής ασφάλειας υπό τα άρθρα 498 και 499 του Ισλαμικού Ποινικού Κώδικα, άρθρα τα οποία απαγορεύουν τη συμμετοχή σε ομάδες οι οποίες αποσκοπούν στη διατάραξη της ασφάλειας της χώρας και χρησιμοποιούνται συχνά προκειμένου να προσαχθούν Χριστιανοί.[20] Κατόπιν δε αυτής της απόφασης, έλαβαν χώρα αθωώσεις και απελευθερώσεις Χριστιανών. Ως προς το ζήτημα της επιστροφής των μεταστραφέντων από την Ευρώπη, (σημειώνεται ότι η Αιτήτρια δεν έχει τεκμηριώσει μεταστροφή) η έκθεση του DIS/ DRC παρέχει σχετικές πληροφορίες. Υποδεικνύεται ότι σύμφωνα με δύο πηγές, οι μεταστραφέντες επιστραφέντες οι οποίοι δεν ασκούν δραστηριότητες σχετικά με το Χριστιανισμό με την επιστροφή τους, δε θα είναι του ενδιαφέροντος των αρχών. Η Middle East Concern διέκρινε μεταξύ του αν το μεταστραφέν πρόσωπο είναι γνωστό στις αρχές πριν την αναχώρησή του ή όχι, με την τελευταία περίπτωση να μην είναι προβληματική. Το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων και Εμπορίου της Αυστραλίας καταγράφει ότι «οι διεθνείς παρατηρητές αναφέρουν ότι οι αρχές του Ιράν έχουν μικρό ενδιαφέρον στην ποινική δίωξη των ατυχώς αιτούντων άσυλο για δραστηριότητες οι οποίες έλαβαν χώρα εκτός του Ιράν […] Αυτό συμπεριλαμβάνει τη μεταστροφή στο Χριστιανισμό. […] Σε τέτοιες περιπτώσεις το προφιλ κινδύνου του ιδιώτη θα είναι το ίδιο όπως οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στο Ιράν εντός της κατηγορίας αυτής. Αυτοί με υπάρχον υψηλό προφίλ ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν υψηλότερο κίνδυνο να γίνουν αντιληπτοί από επίσημη προσοχή κατά την επιστροφή τους στο Ιράν […]. Η μεταχείριση των επιστραφέντων, συμπεριλαμβανομένων των ατυχώς αιτούντων άσυλο εξαρτάται από το προφιλ του επιστραφέντα πριν αποχωρήσει από το Ιράν και από τις πράξεις του μετά την επιστροφή. Σύμφωνα με τοπικές πηγές, η μεγαλύτερη πρόκληση την οποία αντιμετωπίζουν οι ατυχώς αιτούντες άσυλο κατά την επιστροφή είναι η οικονομική ενσωμάτωση και η εξεύρεση εργασίας με νόημα»[21]
Σε σχέση δε με τη βαρύτητα που αποδίδουν οι αρχές του Ιράν σε βάπτιση στο εξωτερικό, (όπως η παρούσα περίπτωση) σχετικές πληροφορίες υποδεικνύουν ότι εάν ο μεταστραφείς βαπτίστηκε στο εξωτερικό και επιστρέψει στο Ιράν, η βάπτιση καθαυτή δε θα έχει σημασία. Εάν ο μεταστραφείς βιώνει μία ήσυχη ζωή, δε θα ήταν προβληματικό για κάποιον να είναι μεταστραφείς. Ωστόσο, εάν ο μεταστραφείς αρχίσει να εκπαιδεύει άλλους, θα δημιουργούσε ζήτημα.[22] Επομένως, το πιστοποιητικό βάπτισης και/ή η βάπτιση της Αιτήτριας από μόνη της δεν αποτελεί δείκτη αρνητικών συνεπειών κατά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής της και πιθανή βλάβη που θα μπορούσε να δικαιολογήσει το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής μορφής προστασίας.
Ούτε η Αιτήτρια αποτελεί δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο. Ειδικότερα, επί αυτού του σημείου, οι Ιρανοί αιτούντες άσυλο σε συνάρτηση με εξωτερικές πηγές ενημέρωσης αναφέρουν ότι οι ιρανικές αρχές δίνουν λίγη προσοχή στους αποτυχημένους αιτούντες άσυλο κατά την επιστροφή τους στο Ιράν. Οι Ιρανοί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα σε μεγάλους αριθμούς ύστερα από την επανάσταση του 1979 και οι αρχές αποδέχονται ότι πολλοί θα επιδιώξουν να ζήσουν και να εργαστούν στο εξωτερικό για οικονομικούς λόγους. Ούτε οι αρχές ελέγχουν τους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης των Ιρανών που επιστρέφουν από το εξωτερικό και διεθνείς παρατηρητές αναφέρουν ότι οι ιρανικές αρχές δεν ενδιαφέρονται για τη δίωξη των αποτυχημένων αιτούντων άσυλο για δραστηριότητες που διεξάγονται εκτός Ιράν. Αυτό περιλαμβάνει τη δημοσίευση σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (το φιλτράρισμα του Διαδικτύου σημαίνει ότι οι περισσότεροι Ιρανοί δεν θα δουν ποτέ σχόλια του αιτούντος στα μέσα κοινωνικού δικτύου), διαμαρτυρίες έξω από μια ιρανική διπλωματική αποστολή, μεταστροφή στον Χριστιανισμό ή ενασχόληση με δραστηριότητες LGBTI. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το προφίλ κινδύνου για το άτομο θα είναι το ίδιο με οποιοδήποτε άλλο άτομο στο Ιράν εντός αυτής της κατηγορίας. Όσοι έχουν ήδη υψηλό προφίλ μπορεί να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερο κίνδυνο να βρεθούν στο μικροσκόπιο των αρχών κατά την επιστροφή τους στο Ιράν, ιδιαίτερα όσοι είναι πολιτικοί ακτιβιστές. Η μεταχείριση των επιστρεφόντων, συμπεριλαμβανομένων των αποτυχημένων αιτούντων άσυλο, εξαρτάται από το προφίλ των επιστρεφόντων πριν αναχωρήσουν από το Ιράν και τις ενέργειές τους κατά την επιστροφή. Σύμφωνα με τοπικές πηγές, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι αποτυχημένοι αιτούντες άσυλο κατά την επιστροφή τους είναι η οικονομική επανένταξη και με ουσιαστική απασχόληση.[23] Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες για την χώρα προέλευσης και το βάσιμο της αξίωσης, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας η Αιτήτρια λόγω του χαμηλού της προφίλ να υποβληθεί σε μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στο Ιράν.
Ούτε η περίπτωση της Αιτήτριας εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτήν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται (ερυθρό 92 ΔΦ).
Μετά δε από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Ιράν, βάσει του portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), η χώρα δε βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης.[24] Κατά το διάστημα 01/01/22 με 01/01/23 η βάση δεδομένων ACLED κατέγραψε στη χώρα 733 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων επήλθαν 666 απώλειες. 46 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες, 500 ως εξεγέρσεις, 3 ως περιστατικά απομακρυσμένης βίας και 184 ως περιστατικά βίας κατά αμάχων.[25] Στις 16/09 ο θάνατος γυναίκας υπό την κράτηση της αστυνομίας ηθών αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία διαδηλώσεων σε όλη τη χώρα. Οι δυνάμεις ασφαλείας χρησιμοποίησαν πυροβόλα όπλα, όπλα εφόδου και όπλα χειρός κατά των διαδηλωτών σε μεγάλο βαθμό ειρηνικές καταστάσεις. Αντίστοιχα, νωρίτερα το 2022 απεργίες εργατικών ενώσεων και συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες σε βάρος των αυξανόμενων τιμών κλιμακώθηκαν και επίσης αντιμετωπίστηκαν με βία.[26] Σε σχέση με τον τόπο τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πόλη Mashhad, αυτή ανήκει στην περιφέρεια Razavi Khorasan.[27] Για τη χρονική περίοδο από 01/01/22 μέχρι και 01/01/23, στην ως άνω περιφέρεια καταγράφηκαν μόνο 34 περιστατικά ασφαλείας με 21 απώλειες. Εξ αυτών 2 περιστατικά καταγράφηκαν ως μάχες, 24 ως εξεγέρσεις και 8 ως βία κατά αμάχων.[28] Το μόνο περιστατικό το οποίο σχετιζόταν με δυνάμεις ανταρτών καταγράφηκε στην περιοχή, αφορούσε επιδρομή των δυνάμεων ασφαλείας του Ιράν σε μονάδα του Army of Justice στην πόλη της Mashhad, εμποδίζοντας πιθανή προγραμματισμένη επίθεση, κατάσχοντας μεγάλη ποσότητα οπλισμού και εκρηκτικών και συλλαμβάνοντας όλα τα μέλη της μονάδας.[29]
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του δικηγόρου της Αιτήτριας για ανεπάρκεια των ερωτήσεων και/ή δε διέθετε τα κατάλληλα προσόντα (για τα θέματα που άπτονται της ουσίας του αιτήματος της) ο λειτουργός που διενήργησε την συνέντευξη διαπιστώνω από σχετικά πρακτικά, ως και η ανωτέρω ανάλυση, ότι της έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές της περιστάσεις. Δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η διαδικασία της συνέντευξης ήτο σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 13 & 13Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000) και δεν ανατρέπεται το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης. Η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει – ενώ στα πλαίσια της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά του αιτούντα μέσω του συνηγόρου του. Ούτε η Αιτήτρια εξηγεί επαρκώς για ποιο λόγο ο λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη δε διέθετε τα κατάλληλα προσόντα, καθότι θα πρέπει να προβάλλονται ειδικοί και συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους κατά την άποψή της δεν ικανοποιείται ένα προαπαιτούμενο από το Νόμο (Βλέπε Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, ημερ.12/03/2001 και Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου της Αιτήτριας.
Ούτε διαπιστώνω από τα ενώπιον μου στοιχεία ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αποτελεί δε βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 05/06/2002, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου της Αιτήτριας ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).
Το ίδιο δε Δικαστήριο, στα πλαίσια των εξουσιών του ήτοι ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά από πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για όλους του πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022 (Ν6(Ι)/2000)
[2] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009, σκέψη 11.
[3] «Κατά κανόνα, όσο περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρονται και διατίθενται τόσο καλύτερη είναι η εικόνα που σχηματίζεται. Αυτό αφορά το γεγονός ότι τα γεγονότα που έχει πράγματι βιώσει κάποιος αναφέρονται με περισσότερη παραστατικότητα και αυθορμητισμό. Ωστόσο, ο χειριστής πρέπει να θυμάται ότι μπορεί να υπάρχει εύλογη εξήγηση σχετικά με το γιατί ο αιτών / η αιτούσα δεν μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του λεπτομέρειες ενός συγκεκριμένου γεγονότος και πρέπει να λαμβάνει υπόψη του πιθανές στρεβλώσεις (βλ. επίσης ενότητα 2.4 σχετικά με τους παράγοντες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στρεβλώσεις). Κατά συνέπεια, η έλλειψη λεπτομερειών δεν επηρεάζει την αξιοπιστία σε όλες τις περιπτώσεις. Η πτυχή της ιδιαιτερότητας αφορά τις προσωπικές, ατομικές περιστάσεις και τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται και εκφράζεται ένα γεγονός. Η βασική ιστορία πολλών υποθέσεων μπορεί να είναι ιδιαίτερα παρεμφερής, αλλά κάθε υπόθεση έχει τις δικές της μεμονωμένες ιδιαιτερότητες οι οποίες την καθιστούν μοναδική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ενδέχεται να είναι χρήσιμο να μη μένετε πολύ προσηλωμένοι στα κύρια στοιχεία των ισχυρισμών, αλλά να θέτετε περισσότερα ερωτήματα σχετικά με το γεγονός και με τον τρόπο αυτό να διαπιστώσετε τις ιδιαιτερότητες. Εάν η μαρτυρία του αιτούντος / της αιτούσας δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητα, αυτό ίσως αποτελεί ένδειξη έλλειψης αξιοπιστίας. Συνήθως, η προσωπική συνέντευξη αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη συλλογή όσο το δυνατόν περισσότερων λεπτομερειών και εξειδικευμένων πληροφοριών και εξαρτάται πολύ από τις δεξιότητες λήψης συνέντευξης του χειριστή (δημιουργία καλής ατμόσφαιρας, ορθές τεχνικές συνέντευξης, βασικές γνώσεις για την υπόθεση) ώστε να εκμαιεύσει τις ουσιώδεις λεπτομέρειες»
[4]Άρθρο 9ΚΔ του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000)
Αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής και διαδικαστικών αναγκών των ευάλωτων προσώπων
9ΚΔ.-(1) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 9ΚΓ, απαιτείται ατομική εκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο συγκεκριμένο πρόσωπο είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν αυτές οι ειδικές ανάγκες υποδοχής. Κατά τη διενέργεια της προαναφερόμενης εκτίμησης, απαιτείται ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ίδιο πρόσωπο είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν οι διαδικαστικές του ανάγκες και να τύχει της αναγκαίας υποστήριξης και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων. Οι εν λόγω εκτιμήσεις διενεργούνται χωρίς επηρεασμό της εκτίμησης των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Οι ατομικές εκτιμήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διενεργούνται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος κατά τα αρχικά στάδια υποβολής της αίτησης, χωρίς η εμβέλεια αυτής της εκτίμησης να περιορίζεται κατ’ ανάγκην στα αναφερόμενα στο ειδικό έντυπο που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3).
(3) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου -
(α) Ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης συμπληρώνει ειδικό έντυπο, ο τύπος του οποίου αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο, στο οποίο αναφέρει τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών, όπου αυτό είναι εφικτό∙
(β) στο πλαίσιο των αρχικών ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβάλλεται ο αιτητής δυνάμει του άρθρου 9Ζ, ο εξετάζων ιατρός, ψυχολόγος ή άλλος ειδικός ετοιμάζει έκθεση για την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών∙
(γ) σε περίπτωση που ο αιτητής φιλοξενείται σε κέντρο φιλοξενίας, οι κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι που εργάζονται σε αυτό διαπιστώνουν, μετά από διεξαγωγή προσωπικών συνεντεύξεων με τον κάθε διαμένοντα, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την εισδοχή του αιτητή στο κέντρο φιλοξενίας, κατά πόσο οι διαμένοντες στο κέντρο φιλοξενίας αντιμετωπίζουν οποιεσδήποτε ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες και ετοιμάζουν σχετική έκθεση στην οποία αναφέρουν και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙
(δ) οι λειτουργοί των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σε περίπτωση που ο αιτητής παρουσιαστεί ενώπιόν τους, εντοπίζουν όπου είναι δυνατό τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή και ενημερώνουν γραπτώς την Υπηρεσία Ασύλου για την ύπαρξη καθώς και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙
(ε) σε περίπτωση που οποιαδήποτε αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, διαπιστώσει την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου.
[…]»
[5] Επίσης, ο Κανονισμός 10 του περί τις Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμού του 2019 προνοεί ότι:
«Νέα έγγραφα και/ή επιπρόσθετα στοιχεία και/ή οποιαδήποτε επιπρόσθετη μαρτυρία να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώση όχι κατά τις διευκρινίσεις ή μεταγενέστερα, εκτός αν πρόκειται για στοιχεία τα οποία ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει κατά την πρωτοβάθμια εξέταση τις αίτησης του. Το Δικαστήριο δύναται να αποδεκτεί τέτοια μαρτυρία μόνο σε περιπτώσεις που κρίνει ότι τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας.».
[6] EASO-Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 1/2/2018, https://euaa.europa.eu/publications?field_category_target_id=15212&field_geo_coverage_target_id&field_keywords_target_id&title=&language=All&page=5, σελίδα 21
[7] UNHCR - Guidelines on International Protection No. 6: Religion-Based Refugee Claims under Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees (HCR/GIP/04/06), παράγραφος 28.
[8] UNHCR - Guidelines on International Protection No. 6: Religion-Based Refugee Claims under Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees (HCR/GIP/04/06), παράγραφος 29.
[9] UNHCR - Guidelines on International Protection No. 6: Religion-Based Refugee Claims under Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees (HCR/GIP/04/06), παράγραφος 34.
[10] UNHCR - Guidelines on International Protection No. 6: Religion-Based Refugee Claims under Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees (HCR/GIP/04/06), παράγραφος 36.
[11] USDOS, ‘2022 Country Reports on Human Rights Practices: Iran’ (2023) υπό 2D, διαθέσιμο σε https://www.state.gov/reports/2022-country-reports-on-human-rights-practices/iran/
[12] DFAT, ‘Country Information Report Iran’ (2020), 47 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2029778/country-information-report-iran.pdf
[13] DFAT, ‘Country Information Report Iran’ (2020), 47 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2029778/country-information-report-iran.pdf
[14] Finnish Immigration Service, ‘VIOLENCE AGAINST WOMEN AND HONOUR-RELATED VIOLENCE IN IRAN’ (2015), 14 διαθέσιμο σε https://migri.fi/documents/5202425/5914056/61597_Suuntaus-raportti_VakivaltaIran_finalFINAL_kaannosversio_EN.pdf/04123eff-529a-457a-aa0d-d5218d046ffe
[15] EASO, ‘COI Query Response Religious freedom and conversion’ (2021), 2 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2065696/2021_11_Q45_EASO_COI_Query_Response_CONVERSION_IRAN.pdf)
[16] Μεταφρασμένη έκδοση του Συντάγματος στα Αγγλικά από την Παγκόσμια Οργάνωση Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO) (https://wipolex.wipo.int/en/text/332330)
[17] USDOS, ‘2021 Report on International Religious Freedom: Iran’ (2022), υπό Section II Legal Framework, διαθέσιμο σε https://www.state.gov/reports/2021-report-on-international-religious-freedom/iran/)
[18] IRB Canada, ‘Iran: Situation and treatment of Christians by society and the authorities (2017–February 2021) (2021), διαθέσιμο σε https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458305&pls=1
[19] AI, ‘Iran 2022’ (2023), υπό Religious Minorities διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/middle-east-and-north-africa/iran/report-iran/ Βλέπε επίσης USDOS, ‘2021 Report on International Religious Freedom: Iran’ (2022), διαθέσιμο σε https://www.state.gov/reports/2021-report-on-international-religious-freedom/iran/ όπως επίσης, USCIRF, ‘Country Update Religious Freedom in Iran in 2022’ (2022), https://www.ecoi.net/en/file/local/2077155/2022+Iran+Country+Update_0.pdf
[20] USCIRF, ‘Country Update Religious Freedom in Iran in 2022’ (2022), 2-3 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2077155/2022+Iran+Country+Update_0.pdf)
[21] DFAT, ‘Country Information Report Iran’ (2020),70 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2029778/country-information-report-iran.pdf)
[22] DRC/ DIS, ‘Iran: House Churches and Converts’ (2018), 14 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/1426255/1788_1520517773_house-churches-and-converts.pdf)
[23] Australian Government, Department of foreign affairs and trade (April 2020), DFAT Country Information Report - Iran - 14 April 2020 (ecoi.net)
[24] https://www.rulac.org/browse/map
[25] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Event Date: 01/01/22-01/01/23, Event Type: Battles, Violence Against Civilians, Explosions/ Remote Violence, Riots, Region: Iran,
[26] HRW, ‘Iran: Events of 2022’ (2023), διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2023/country-chapters/iran - Βλέπε επίσης πηγές Διεθνούς Αμνηστίας
[27] http://www.geonames.org/124665/mashhad.html
[28] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Event Date: 01/01/22-01/01/23, Event Type: Battles, Violence Against Civilians, Explosions/ Remote Violence, Riots, Region: Iran: Razavi Khorasan,
[29] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Event Date: 01/01/22-01/01/23, Event Type: Battles, Violence Against Civilians, Explosions/ Remote Violence, Riots, Region: Iran: Razavi Khorasan, Actor Type: Rebel Forces,
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο