
ECLI:CY:DDDP:2023:1161
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
17 Αυγούστου, 2023
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J.K.,
από Δημοκρατία της Γουινέας
δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ης η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτήτρια: Χ. Αλεξάνδρου (κος) για Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού
Δικηγόρος για Καθ’ ης η αίτηση: Β. Καρακασίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή, επιζητεί τις ακόλουθες θεραπείες:
Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 21.04.2022 με επιστολή ίδιας ημερομηνίας και με την οποία απέρριψαν το αίτημά της για παραχώρηση σε αυτή διεθνούς προστασίας με το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, και/ή με την οποία εξέδωσαν απόφαση επιστροφής, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, και απόφαση και/ή δήλωση του Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίζεται η Αιτήτρια ως πρόσφυγας και/ή ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας.
Β. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δικαία υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο.
Γ. Έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., πλέον έξοδα επίδοσης.
Η υπό εξέταση προσφυγή καταχωρίστηκε στις 20.05.2022, ενώ στις 23.06.2022 η απόφαση επιστροφής, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης, ανακλήθηκε από την Καθ’ ης η αίτηση χωρίς ωστόσο αυτή η ανάκληση να συμπεριλάβει και την απόφαση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Ενόψει τούτου, ο συνήγορος της Αιτήτριας εγείρει ζήτημα συμπαράσυρσης σε ακύρωση, όπως την χαρακτηρίζει, και της κύριας απόφασης για απόρριψη της αίτησής της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας.
Αρκεί για τον προσδιορισμό του ιδιότυπου ζητήματος που εγείρεται η παράθεση του πυρήνα των γεγονότων.
Ως προκύπτει από έγγραφο υπό την αρίθμηση 53, το οποίο επισυνάπτεται ως Παράρτημα 7 στην Ένσταση της Καθ’ ης η αίτησης, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε στις 23.06.2022, εισήγηση για ανάκληση της απόφασης επιστροφής της Αιτήτριας καταγράφοντας συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«Μετά από προσεκτική μελέτη του άρθρου 10(1) της οδηγίας επιστροφών 2008/115/ΕΚ (επισυνάπτεται), θεωρώ ότι εκ παραδρομής εκδόθηκε απόφαση επιστροφής για την υπό εξέταση ανήλικη.
Ως εκ τούτου, παρόλο που η αίτηση διεθνούς προστασίας της υπό εξέταση ανήλικης έχει ήδη απορριφθεί σε σχέση με το καθεστώς του πρόσφυγά και σε σχέση με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον πρόκειται για ασυνόδευτο ανήλικο πρόσωπο εισηγούμαι την ανάκληση της απόφασης για επιστροφή της ανήλικης στη χώρα καταγωγής της, Γουινέα, ημερομηνίας 20/04/2022 (Βλ. ερυθρό 44).»
Η ως άνω εισήγηση εγκρίθηκε στις 23.06.2022 από τον ασκούντα καθήκοντα προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και η Αιτήτρια ενημερώθηκε για την ανακλητική αυτή απόφαση με σχετική επιστολή ημερ. 24.06.2022 η οποία παραλήφθηκε διά χειρός από αυτήν στις 24.06.2022. Με την επιστολή αυτή η Αιτήτρια ενημερώθηκε ότι η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε «to revoke the return decision to Guinean dated 20/04/2022», ενώ περαιτέρω ενημερώθηκε «that the above-mentioned revocation decision against you, does not affect the outcome of your application for international protection».
Μετά την καταχώριση της Ένστασης της Καθ’ ης η αίτηση, δόθηκαν οδηγίες στον συνήγορο της Αιτήτριας για καταχώριση γραπτής αγόρευσης. Ωστόσο, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας ήγειρε, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την αναγκαιότητα εκδίκασης κατά προτεραιότητας ενός νομικού ζητήματος το οποίο ανέκυψε, ενόψει της ανακλητικής απόφασης. Ειδικότερα, προώθησε την θέση ότι ένεκα της παραγράφου (δ) του εδαφίου 2 του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, Ν. 6(Ι)/2000 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»), δυνάμει της οποίας η απόφαση επιστροφής συνιστά αναπόσπαστο μέρος της απόφασης για απόρριψη του αιτήματος για χορήγηση διεθνούς προστασίας, η ανάκληση της απόφασης επιστροφής συμπαρασύρει άνευ ετέρου λόγου σε ακύρωση και την απόφαση απόρριψης του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας.
Το Δικαστήριο, αφότου έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό του συνηγόρου της Αιτήτριας, έκρινε ότι το εν λόγω νομικό ζήτημα που έχει ανακύψει πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα λόγω της θεμελιώδους σημασίας του για την κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης. Το εν λόγω νομικό ζήτημα αποτελεί συνεπώς το αντικείμενο της παρούσας ενδιάμεσης απόφασης.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια, μέσω του συνηγόρου της, στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, την οποία καταχώρισε κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου προς υποστήριξη της θέσης της, ισχυρίζεται, κατά πρώτον, ότι η ανάκληση της απόφασης επιστροφής αποτελεί δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης απόρριψης του αιτήματος ασύλου της και συνεπώς συμπαρασύρει σε ακύρωση ολόκληρη την εκδοθείσα πράξη, ήτοι και την απόφαση απόρριψης του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ότι η πρόθεση και ο σκοπός του νομοθέτη, το πνεύμα του περί Προσφύγων Νόμου και η γραμματική ερμηνεία των συγκεκριμένων άρθρων του Νόμου [άρθρα 12Δ(3)(γ), 13(2)(δ) και 18(7Β)(α1)], είναι σαφείς και συνηγορούν στη μη ύπαρξη δυνατότητας απόσπασης και διαχωρισμού της απόφασης επιστροφής από την απόφαση απόρριψης του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας.
Κατά τρίτον, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, αφ’ ης στιγμή το αρμόδιο-αποφασίζον όργανο καταλήγει στην απόφαση για απόρριψη του αιτήματος ασύλου ενός αιτητή, τότε οφείλει κατά δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει απόφαση επιστροφής εναντίον του αιτητή. Ως εκ τούτου, υποβάλλει ότι, δια του ειδικού νόμου που προβλέπει και ρυθμίζει το εν λόγω ζήτημα, απαγορεύεται η απόσπαση και ο διαχωρισμός της απόφασης επιστροφής από την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και ότι η ανάκληση της απόφασης επιστροφής, ήτοι η ανάκληση αναπόσπαστου μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω παραβίασης διάταξης του ενωσιακού δικαίου, αναπόδραστα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της.
Τέλος, η Αιτήτρια παραπέμπει μέσω του συνηγόρου της σε απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, υπό άλλη σύνθεση, στην προσφυγή αρ. 3530/21 μεταξύ E.G. και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομ. 30.09.2022, όπου κατά τη θέση της, κρίθηκε ότι η απόφαση επιστροφής και η απόφαση για απόρριψη αίτησης ασύλου είναι μία και ενιαία και ότι ακύρωση απόφασης επιστροφής συμπαρασύρει σε ακύρωση και την απόφαση για απόρριψη της αίτησης ασύλου. Στο πλαίσιο δε αυτό, επισημαίνει ότι η εν λόγω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε από την Καθ’ ης η Αίτηση.
Από την πλευρά της, η ευπαίδευτη συνήγορος της Καθ’ ης η αίτηση, μέσω της γραπτής της αγόρευσης, υποβάλλει καταρχάς ότι ο προωθούμενος λόγος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έχει δικογραφηθεί και ως εκ τούτου τυγχάνει για τον λόγο αυτό απορριπτέος, ενώ δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως καθώς δεν αποτελεί ούτε ζήτημα δημοσίας τάξεως αλλά ούτε και τίθεται ζήτημα παραδεκτού της προσφυγής. Πρόσθετα, υποβάλλει ότι ο ισχυρισμός περί πάσχουσας Έκθεσης – Εισήγησης εκφεύγει του πλαισίου του παρόντος προδικαστικού ζητήματος και άπτεται της ουσίας της προσφυγής για την οποία πρέπει να αξιολογηθούν γεγονότα υπό το πρίσμα της νομοθεσίας και όχι επί του επίμαχου εγερθέντος νομικού σημείου, υποβάλλοντας ότι σε κάθε περίπτωση δεν αποδέχεται τον εν λόγω ισχυρισμό.
Περαιτέρω, ως προς την ουσία του ζητήματος, η Καθ’ ης η αίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας στο σύνολό τους. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, κατά πρώτον, ως προκύπτει από την σχετική αιτιολογική έκθεση του τροποποιητικού νόμου Ν. 142(Ι)/2020, με τον οποίο εισήχθη η υπό συζήτηση πρόνοια, η βούληση και/ή ο σκοπός του νομοθέτη ήταν η διευκόλυνση των σχετικών δικαστικών διαδικασιών με την αποφυγή της ανάγκης προσφυγής σε δύο διαφορετικά δικαστήρια από τον ίδιο αιτητή και ως εκ τούτου δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να εκδίδεται υποχρεωτικά απόφαση επιστροφής σε όλες τις περιπτώσεις όπου απορρίπτεται ένα αίτημα για διεθνή προστασία, ούτε δύναται η γραμματική ερμηνεία των λέξεων να υποκαταστήσει την ξεκάθαρα εκπεφρασμένη βούληση του νομοθέτη ως αυτή έχει εκτεθεί στην αιτιολογική έκθεση.
Κατά δεύτερον, είναι η θέση της ότι στην παρούσα υπόθεση η απόφαση για ανάκληση της απόφασης επιστροφής λήφθηκε στη βάση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και ως εκ τούτου αυτή δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, υποβάλλοντας ότι, απεναντίας, η ανάκληση της εν λόγω απόφασης ενεργεί προς το συμφέρον της Αιτήτριας και σε καμία περίπτωση δεν δύναται να συμπαρασύρει την απόφαση επί του αιτήματός της για διεθνή προστασία. Κατά τρίτον, διαφωνεί με τη θέση της Αιτήτριας ότι υπάρχει δέσμια αρμοδιότητα για έκδοση απόφασης επιστροφής σε περίπτωση απόρριψης μίας αίτησης για διεθνή προστασία, υποβάλλοντας περαιτέρω ότι κατάληξη περί συμπαράσυρσης σε ακυρότητα και της απόφασης επί της αίτησής για διεθνή προστασία, θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα εκτός των σκοπών του Νόμου. Τέλος, η Καθ’ης η αίτηση υποβάλλει ότι τα γεγονότα της υπόθεσης που περιβάλλουν την προσφυγή αρ. 3530/21 μεταξύ E.G. και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, την οποία επικαλείται η Αιτήτρια, διαφέρουν ουσιωδώς από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Καταρχάς απορρίπτω ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της Καθ’ ης η αίτηση, ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί συμπαράσυρσης σε ακυρότητα και/ή ανάκληση της απορριπτικής του αιτήματος της για διεθνή προστασία απόφασης, ενόψει της ανακλητικής απόφασης, δεν έχει δικογραφηθεί και ότι κατά τούτο δεν δύναται να εξεταστεί. Πρωτίστως, διότι η ανακλητική απόφαση έλαβε χώρα μετά την καταχώριση της υπό εξέταση προσφυγής και συνεπώς δεν υπήρχε δυνατότητα δικογράφησής του κατά τον χρόνο καταχώρισης της προσφυγής. Κυρίως όμως, ο ισχυρισμός της Καθ’ ης η αίτηση είναι απορριπτέος διότι, το ζήτημα που εδώ εγείρεται είναι ζήτημα δημόσιας τάξης εφόσον συνδέεται αναπόδραστα με ζητήματα παραδεκτού της προσφυγής. Και τούτο διότι στην περίπτωση που ο ισχυρισμός της Αιτήτριας, ότι έχει ανακληθεί και/ή ακυρωθεί και η απόφαση για απόρριψη του αιτήματός της για άσυλο, ευσταθεί τότε στο προσκήνιο υπεισέρχονται πλέον ζητήματα κατάργησης της δίκης λόγω ελλείψεως αντικειμένου αλλά και εννόμου συμφέροντος της Αιτήτριας να προωθεί την υπό κρίση προσφυγή. Είναι νομολογημένο ότι εάν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας η ίδια η διοίκηση αποφασίσει να ανακαλέσει την προσβληθείσα με την προσφυγή πράξη, τότε δύναται να επέλθει κατάργηση της δίκης εκτός εάν παρά την ανάκληση διαφαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπό για το οποίο ενδεχομένως να προκύπτει θέμα αποζημίωσης, με βάση το άρθρο 146(6) του Συντάγματος, οπότε η προσφυγή διατηρεί το αντικείμενο της. Τα ζητήματα αυτά είναι αδιαμφισβήτητα ζητήματα δημόσιας τάξης δυνάμενα να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ακόμα και αν αυτά δεν έχουν δεόντως δικογραφηθεί. Επισημαίνω συνεπώς στο σημείο αυτό, ότι και οι δύο πλευρές αντιλήφθηκαν εσφαλμένα το υπό συζήτηση νομικό ζήτημα, αφού αυτό που εδώ εξετάζεται, δεν είναι λόγος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά πρόκειται για ζήτημα, που αν κριθεί πράγματι ότι υπάρχει συμπαράσυρση σε ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της, τότε αναπόφευκτα αναδύεται ζήτημα κατάργησης της δίκης.
Αναφορικά δε με το δεύτερο ισχυρισμό της Αιτήτριας (ως ανωτέρω καταγράφηκε) ότι πάσχει και η ίδια η Έκθεση – Εισήγηση που εγκρίθηκε από την ασκούσα καθήκοντα Προϊσταμένης αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, μέρος της οποίας αποτελεί η εισήγηση για έκδοση απόφασης επιστροφής, η οποία κατόπιν ανακλήθηκε, αυτός δεν δύναται να εξεταστεί στο πλαίσιο εξέτασης του υπό συζήτηση νομικού ζητήματος, καθώς, σε συμφωνία και με τα όσα η ευπαίδευτη συνήγορος της Καθ’ ης η αίτηση υποβάλλει, ο ισχυρισμός αυτός άπτεται της ουσίας της προσφυγής για την οποία πρέπει να αξιολογηθούν γεγονότα υπό το πρίσμα της νομοθεσίας και όχι επί του επίμαχου εγερθέντος νομικού σημείου.
Έχοντας σκιαγραφήσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία προχωρώ στην εξέταση του ζητήματος που εδώ απασχολεί. Προκειμένου να αποφασιστεί το κατά πόσο η ανάκληση της απόφασης επιστροφής, συμπαρασύρει σε ανάκληση (ως θα ήταν ορθότερο να διατυπωθεί) και την απόφαση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, κρίνεται σκόπιμη η εξέταση της νομικής φύσης των πράξεων αυτών.
Καταρχάς επιβάλλεται η εξέταση των προνοιών της νομοθεσίας, επί των οποίων και ερείδεται η θέση περί ενιαίας και αναπόσπαστης απόφασης.
Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, όπως εν προκειμένω, το άρθρο 13 (2) του περί Προσφύγων Νόμου, διαλαμβάνει ότι ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του:
«(α) (…)
(δ) να απορρίψει την αίτηση και να εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:
Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8».
Σχετικό είναι και το άρθρο 18, το οποίο διαλαμβάνει τις αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλων αρχών της Δημοκρατίας, στο εδάφιο (7Β) του οποίου προβλέπει ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας:
«(α) Αναφέρει στην απόφασή του τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της απόρριψης,
(α1) διατάσσει την επιστροφή και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εφόσον δε υφίσταται ήδη σε ισχύ άλλη απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή απέλασης, θεωρείται ότι η εν λόγω απόφαση ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, (…)”
Προκύπτει λοιπόν κατά τα ανωτέρω ότι η απόφαση επιστροφής, κατά κανόνα, και από την θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 142(Ι)/2020 με τον οποίο εισήχθησαν οι ως άνω πρόνοιες και έπειτα, δεν αποτελεί αυτοτελή διοικητική πράξη, αλλά το αρμόδιο όργανο εκδίδει μία μόνο πράξη, στην οποία αναφέρεται η απόρριψη του αιτήματος χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αλλά ορίζεται ταυτόχρονα και η υποχρέωση επιστροφής και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου.
Έχουμε συνεπώς μία ενιαία απόφαση στην οποία συγχωνεύονται τόσο η απόφαση απόρριψη της αίτησής του αιτητή όσο και η απόφαση για επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.
Εξέτασης χρήζει καταρχάς κατά πόσο η ενιαία αυτή πράξη αποτελείται από εκτελεστές διοικητικές πράξεις οι οποίες συγκροτούν σύνθετη διοικητική ενέργεια. Ορισμό της σύνθετης διοικητικής ενέργειας περιέχει η απόφαση ΣτΕ 3619/1995 της Ολομέλειας, κατά τη σκέψη 5 της οποίας, δύο ή περισσότερες εκτελεστές πράξεις μπορούν να θεωρηθούν ότι συγκροτούν σύνθετη διοικητική ενέργεια, όταν εκδίδονται στο πλαίσιο της ίδιας νομοθεσίας, η οποία, περαιτέρω, προβλέπει τη διαδοχική έκδοση αυτών για την επίτευξη συγκεκριμένης ενέργειας που συντελείται με την έκδοση της τελικής πράξης. Στη διαδικασία της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, οι προηγούμενες πράξεις αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους, δηλαδή τον εκτελεστό χαρακτήρα τους, και ενσωματώνονται στην τελική. Δικονομική συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι με την άσκηση της αίτησης ακύρωσης κατά της τελικής πράξης, της μόνης παραδεκτώς προσβαλλομένης, αφού οι προηγούμενες απέβαλαν με την έκδοσή της τον εκτελεστό χαρακτήρα τους, επιτρέπεται, κατ’απόκλιση από την αρχή του ανελέγκτου εκτελεστών πράξεων που διέφυγαν την ευθεία προσβολή, να προβληθούν πλημμέλειες των προηγούμενων πράξεων[1].
Ο δεσμός μεταξύ των πράξεων που συγκροτούν τη σύνθετη διοικητική ενέργεια είναι τελολογικός: πρόκειται για πράξεις «ων η συνδρομή τυγχάνει νόμω απαραίτητος δια την επέλευσιν του σκοπουμένου αποτελέσματος» [ΣτΕ 2718/1975, σ. 339] το οποίο συντελείται με την έκδοση της τελικής πράξης [ΣτΕ Ολ 3619/1995]. Ακριβέστερα, μια σειρά εκτελεστών διοικητικών πράξεων συνιστά σύνθετη διοικητική ενέργεια, όταν οι προηγούμενες πράξεις εκδόθηκαν ειδικά για να καταστήσουν δυνατή την έκδοση της τελικής πράξης, η οποία είναι αναγκαία για να παραγάγουν όλες αυτές τα έννομα αποτελέσματά τους, οπότε και αποτελεί την κυρίαρχη πράξη της όλης διαδικασίας. Η πράξη δηλαδή που εκδίδεται στο τέλος της αλυσίδας δημιουργεί μια νομική πραγματικότητα λόγω της συνδρομής και μόνο της προηγούμενης υποχρεωτικής διαδικασίας, ενώ η ενδιάμεση ή οι ενδιάμεσες πράξεις δεν μπορούν να παραγάγουν το σύνολο των εννόμων συνεπειών τους, ή ορθότερα, να τροποποιήσουν οριστικά την νομική κατάσταση του αποδέκτη παρά μέσω της έκδοσης της τελικής πράξης που τους προσδίδει την πλήρη νομική τους υπόσταση. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για πράξεις που δεν πραγματώνουν οι ίδιες τον σκοπό τους. Μολονότι είναι λογικώς ανεξάρτητες μεταξύ τους και συχνά ετερόκλητες, συνδέονται με έναν αδιάρρηκτο ουσιαστικό δεσμό, όχι μόνον υπό την έννοια της χρονικής αλληλουχίας, αλλά υπό την έννοια κυρίως ότι η προηγούμενη απόφαση δεν μπορεί να καταλήξει παρά στην επόμενη, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια, παρά την επόμενη[2].
Ο τελολογικός σύνδεσμος, δηλαδή ο κοινός σκοπός των πράξεων που συγκροτούν τη σύνθετη διοικητική ενέργεια πρέπει, κατά ρητή νομολογιακή επιταγή, να προκύπτει από την ίδια τη νομοθεσία στην οποία αυτές στηρίζονται. Απαιτώντας την έκδοση των πράξεων της σύνθετης διοικητικής ενέργειας «στα πλαίσια της ίδιας νομοθεσίας», η νομολογία δεν εννοεί ότι οι πράξεις πρέπει να ερείδονται στο ίδιο νομοθετικό ή κανονιστικό κείμενο, αλλά ότι τα νομικά τους ερείσματα, έστω και αν πρέπει να αναζητηθούν σε διαφορετικές διατάξεις, εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό[3].
Εδώ λοιπόν το ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: επιτελούν οι δύο αυτές αποφάσεις τον ίδιο σκοπό;
Η απόφαση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, είναι το αποτέλεσμα εξέτασης των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 3 (για αναγνώριση πρόσφυγα) και το άρθρο 19 (για αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας) του περί Προσφύγων Νόμου, οι οποίες αφού κρίθηκε ότι αυτές δεν πληρούνται, η αίτηση της Αιτήτριας απορρίφθηκε.
Τουναντίον, η απόφαση επιστροφής είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και ασφαλώς επιτελεί διαφορετικό σκοπό. Η ερμηνεία της, εντοπίζεται στο άρθρο 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ.105), στον οποίο άλλωστε παραπέμπει το άρθρο 7Β(α1) ανωτέρω, σύμφωνα με το οποίο:
"απόφαση επιστροφής" σημαίνει διοικητική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής·
Περαιτέρω,
"επιστροφή" σημαίνει διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας, είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά -
(α) στη χώρα καταγωγής του/της, ή
(β) σε χώρα διέλευσης σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις, ή
(γ) σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός/ή∙
Δεδομένου λοιπόν των ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δύο αποφάσεις που εδώ εξετάζουμε -απορριπτική απόφαση αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και απόφαση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της- δεν επιτελούν τον ίδιο σκοπό, ενώ οι αποφάσεις αυτές είναι αυθύπαρκτες αφού πραγματώνουν οι ίδιες και από μόνες τους, τον σκοπό τους δεν μπορεί να κριθεί ότι πρόκειται για σύνθετη διοικητική ενέργεια. Πέραν τούτου, βασικό κριτήριο των σύνθετων διοικητικών πράξεων είναι η προηγούμενη πράξη να εκδίδεται αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να εκδοθεί η τελική πράξη, κάτι που επίσης δεν συμβαίνει εν προκειμένω.
Έχω καταλήξει συνεπώς ότι η απόφαση επιστροφής, ως εκδιδόμενη κατ’ εφαρμογή ιδιαίτερης νομοθεσίας (ήτοι των διατάξεων του Κεφαλαίου 105), η οποία αποβλέπει σε διαφορετικό σκοπό από την απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, δεν αποτελεί τμήμα ή τέρμα αυτής, αλλά πρόκειται για άλλη διοικητική ενέργεια, η οποία συνιστά πράξη απλώς συναφή δεδομένου ότι προϋπόθεση για την έκδοση της, είναι η ύπαρξη απορριπτικής απόφασης επί αιτήματος ασύλου. Σύμφωνα με τη νομολογία, συνάφεια υπάρχει όταν μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση άλλης ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (βλ.Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σελ. 274, Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, 271).
Σύμφωνα με τον Καθηγητή Σπηλιωτόπουλο στο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 5η έκδοση:
«Με την αίτηση ακυρώσεως είναι δυνατό να συμπροσβάλλονται περισσότερες πράξεις που αναφέρονται ρητά στο δικόγραφο, εφόσον είναι συναφείς. Υπάρχει δε συνάφεια και όταν η μία πράξη εκδόθηκε κατ' εφαρμογή προγενέστερης, και συνεπώς στηρίζεται σ' αυτήν, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση της έκδοσής της (ΣΕ 510/1983) ή όταν έχει το ίδιο αντικείμενο.»
Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε και από την κυπριακή νομολογία. Στην υπόθεση Κωστάκης Στέλιου Χριστοδούλου κ.ά. ν. Νεοφύτου κ.ά. (2001) 3Α Α.Α.Δ. 576, η οποία υιοθετεί σωρεία προηγούμενων αποφάσεων επί του θέματος, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Συνάφεια υπάρχει όταν μία πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, κατά την ίδια διοικητική διαδικασία.»
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι συναφείς πράξεις παύουν να είναι δικονομικά αυτοτελείς, διότι είναι εντελώς διακριτές και μπορούν να προσβληθούν ευθέως, δεν ενσωματώνονται η μία στην άλλη και προσβάλλονται δικαστικά αυτοτελώς, παρά το γεγονός ότι είναι επιτρεπτή η συνεκδίκαση και/ή η προσβολή τους με το ίδιο δικόγραφο. Αυτό σημαίνει ότι ακύρωση της πρώτης πράξης επί της οποίας βασίζεται η δεύτερη, συμπαρασύρει σε ακύρωση και τη μεταγενέστερη πράξη. Δεν συμβαίνει παρά ταύτα το αντίθετο, ήτοι ακύρωση της μεταγενέστερης πράξης δεν συμπαρασύρει σε ακύρωση και την προγενέστερη πράξη, η οποία είναι ανεξάρτητη αυτής.
Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες της νομοθεσίας επί του υπό εξέταση ζητήματος, ως ανωτέρω παρατέθηκαν, δυνάμει των οποίων εκδίδεται μία ενιαία διοικητική πράξη, απομένει τώρα να εξετάσω, κατά πόσο είναι νομικά δυνατός ο διαχωρισμός της μίας απόφασης από την άλλη κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η μερική ανάκληση της πράξης. Και τούτο κατ’ αναλογία με τη νομολογία που αποδέχεται ότι οι διοικητικές πράξεις δύναται να είναι μερικώς παράνομες (άκυρες ή ακυρώσιμες), διότι είναι, αντίστοιχα, μερικώς ελαττωματικές. Στην περίπτωση αυτή χωρεί μερική ακύρωση της μερικώς ελαττωματικής διοικητικής πράξης, εφόσον αυτή είναι διαιρετή, δηλαδή εφόσον είναι νομικά δυνατός ο διαχωρισμός του νόμιμου τμήματος της από το παράνομο[4].
Εξέταση λοιπόν του διαιρετού η όχι της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφασιστεί κατά πόσο αυτή επιδέχεται διάσπασης, ούτως ώστε η ανακλητική απόφαση να περιορίζεται στην απόφαση επιστροφής, αφήνοντας άθικτη την απόφαση για απόρριψη του αιτήματος ασύλου. Ειδικότερα, χρήζει εξέτασης το κατά πόσο χωρεί μερική ανάκληση της, κατά την κρίση της διοίκησης, μερικώς ελαττωματικής πράξης, εφόσον αυτή είναι διαιρετή, δηλαδή εφόσον είναι νομικά δυνατός ο διαχωρισμός του νόμιμου -κατά τη διοίκηση πάντα- τμήματος της από το παράνομο.
Ο συνήγορος της Αιτήτριας, ισχυρίζεται ότι τόσο η πρόθεση και ο σκοπός του νομοθέτη, όσο και το πνεύμα του περί Προσφύγων Νόμου και η γραμματική ερμηνεία των επίδικων άρθρων, είναι σαφείς και συνηγορούν στη μη ύπαρξη δυνατότητας απόσπασης και διαχωρισμού της απόφασης επιστροφής από την απόφαση απόρριψης του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας. Ισχυρίζεται κατά τούτο, ότι απαγορεύεται η απόσπαση και ο διαχωρισμός της απόφασης επιστροφής από την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και ότι η ανάκληση της απόφασης επιστροφής, ήτοι η ανάκληση αναπόσπαστου μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω παραβίασης διάταξης του ενωσιακού δικαίου, αναπόδραστα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της. Ισχυρίζεται τέλος ότι αφ’ ης στιγμή το αρμόδιο-αποφασίζον όργανο καταλήγει στην απόφαση για απόρριψη του αιτήματος ασύλου ενός αιτητή, τότε οφείλει κατά δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει απόφαση επιστροφής εναντίον του αιτητή.
Στην αντίπερα όχθη η Καθ’ ης η αίτηση παραπέμπει στην αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω αναφερόμενου τροποποιητικού νόμου Ν. 142(Ι)/2020, δια της οποίας προκύπτει κατά τη θέση της, ότι η βούληση και/ή ο σκοπός του νομοθέτη ήταν η διευκόλυνση των σχετικών δικαστικών διαδικασιών με την αποφυγή της ανάγκης προσφυγής σε δύο διαφορετικά δικαστήρια από τον ίδιο αιτητή και ως εκ τούτου δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να εκδίδεται υποχρεωτικά απόφαση επιστροφής σε όλες τις περιπτώσεις όπου απορρίπτεται ένα αίτημα για διεθνή προστασία, ούτε δύναται η γραμματική ερμηνεία των λέξεων να υποκαταστήσει την ξεκάθαρα εκπεφρασμένη βούληση του νομοθέτη ως αυτή έχει εκτεθεί στην αιτιολογική έκθεση. Διαφωνεί επίσης η κα Καρακασίδου, με τη θέση της Αιτήτριας περί ύπαρξης δέσμιας αρμοδιότητα να εκδώσουν απόφαση επιστροφής σε περίπτωση απόρριψης μίας αίτησης για διεθνή προστασία.
Εν προκειμένω η πρόθεση και ο σκοπός του νομοθέτη αποτυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση του τροποποιητικού νόμου Ν. 142(Ι)/2020, κατά την οποία (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Σκοπός του παρόντος νομοσχεδίου είναι η τροποποίηση του βασικού νόμου ώστε να χορηγηθεί εξουσία στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ταυτόχρονα με την έκδοση απορριπτικής απόφασης επί του αιτήματος ασύλου να εκδίδει απόφαση επιστροφής ή απομάκρυνσης ή διάταγμα απέλασης σε μια ενιαία διοικητική πράξη, ενέργεια που θα διορθώσει την παραδοξότητα του δικαιώματος προσφυγής για τον ίδιο αιτητή σε δύο διαφορετικά Δικαστήρια, όπως ισχύει μέχρι σήμερα, δηλαδή αφενός στο Διοικητικό Δικαστήριο για το διάταγμα απέλασης ή την απόφαση επιστροφής ή απομάκρυνσης και αφετέρου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας για την απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος ασύλου» .
Διαφαίνεται συνεπώς ότι η θέσπιση της ειδικής αυτής διάταξης, έγινε χάριν της οικονομίας της δίκης με την πρόθεση του νομοθέτη να μην είναι άλλη από την επίλυση πρακτικών ζητημάτων τα οποία προέκυπταν από τον κατακερματισμό της διαδικασίας σε δύο Δικαστήρια. Ο χαρακτηρισμός λοιπόν ως ενιαίας διοικητικής πράξης, της απορριπτικής απόφασης του αιτήματος ασύλου και της απόφασης επιστροφής, με την απόφαση επιστροφής να ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, αποδίδεται σε λόγους δικονομικής σκοπιμότητας, που αφορούν την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης. Η ανάγκη σύγκλισης αλλά και λόγοι δικονομικού ρεαλισμού επέβαλαν τη νομοθετική αυτή ρύθμιση, χωρίς, όμως, οι πράξεις να παρουσιάζουν ως έχει ήδη επεξηγηθεί, από πλευράς περιεχομένου, επαρκή σύνδεσμο μεταξύ τους.
Στο σημείο αυτό, επισημαίνω, ότι δε συμφωνώ με τον ισχυρισμό του ευπαίδευτου συνηγόρου της Αιτήτριας ότι σε περίπτωση που το αρμόδιο όργανο καταλήξει σε έκδοση απόφασης για απόρριψη του αιτήματος ασύλου ενός αιτητή, τότε έχει δέσμια αρμοδιότητα και όχι διακριτική ευχέρεια να εκδώσει απόφαση επιστροφής εναντίον του αιτητή. Μια τέτοια ανάγνωση καταστρατηγεί βασικές αρχές τόσο της σύμβασης της Γενεύης, όσο και της εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας (όπως, μεταξύ άλλων το δικαίωμα της μη επαναπροώθησης). Προκύπτει από τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, ως ανωτέρω παρατέθηκαν, ότι η απόφαση επιστροφής, εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, νοουμένου δηλαδή ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του εν λόγω νόμου. Το δε άρθρο 18ΟΗ που καθορίζει τις προϋποθέσεις έκδοσης απόφασης επιστροφής, αναφέρει ότι μία τέτοια απόφαση εκδίδεται με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στα εδάφια (2) μέχρι (5) του ίδιου άρθρου. Τίθενται συνεπώς εξαιρέσεις για την έκδοση μίας τέτοιας απόφασης, γεγονός που υποδηλοί την αναγκαιότητα άσκησης διακριτικής ευχέρειας και όχι δέσμιας αρμοδιότητας κατά την έκδοση της. Πέραν τούτου, το άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105 απαιτεί όπως κατά την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του άρθρου 18ΟΗ θα πρέπει να τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης και να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, η οικογενειακή ζωή και η κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας.
Πρόνοια που και πάλι απαιτεί την ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας.
Προκύπτει λοιπόν από το συνδυασμένο αποτέλεσμα των ως άνω διατάξεων ότι οι δύο αυτές αποφάσεις δεν συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, ενώ η απόφαση επιστροφής δεν αποτελεί μέρος του αδιαίρετου μηχανισμού που οδηγεί στην έκδοση απόφασης επί αιτήματος διεθνούς προστασίας, αλλά είναι ανεξάρτητη από αυτήν. Με απλά λόγια, απόρριψη αίτησης για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, δεν συνεπάγεται και την άνευ όρων έκδοση απόφασης επιστροφής του αιτούντος. Τουναντίον, ως οι νομοθετικές διατάξεις καταδεικνύουν, η έκδοση απόφασης επιστροφής απαιτεί άλλη διοικητική διεργασία προκειμένου να καταδειχθεί η αναγκαιότητα έκδοσης της. Αυτή η διοικητική διεργασία, κρίθηκε από την Καθ’ ης η αίτηση ότι εκ παραδρομής δεν ακολουθήθηκε, εξ ου και αποφάσισε την ανάκληση της απόφασης της αυτής. Τούτο προκύπτει από το Παράρτημα 7 της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση, όπου καταγράφεται ότι «Μετά από προσεκτική μελέτη του άρθρου 10(1) της οδηγίας επιστροφών 2008/115/ΕΚ (επισυνάπτεται), θεωρώ ότι εκ παραδρομής εκδόθηκε απόφαση επιστροφής για την υπό εξέταση ανήλικη». Το υπό αναφορά άρθρο, διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Άρθρο 10
Επιστροφή και απομάκρυνση ασυνόδευτων ανηλίκων
1. Πριν αποφασισθεί η έκδοση απόφαση επιστροφής έναντι ασυνόδευτου ανηλίκου, παρέχεται βοήθεια από κατάλληλους φορείς άλλους από τις αρχές που διενεργούν την επιστροφή, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού.
2. Πριν απομακρυνθεί ασυνόδευτος ανήλικος από το έδαφος κράτους μέλους, οι αρχές του κράτους μέλους αυτού εξακριβώνουν ότι ο ασυνόδευτος ανήλικος θα επιστραφεί σε μέλος της οικογένειάς του/της, ορισθέντα κηδεμόνα ή κατάλληλες εγκαταστάσεις υποδοχής στο κράτος επιστροφής».
Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η προσβαλλομένη πράξη εμφανίζεται ως ενιαία, εντούτοις αυτή διαλαμβάνει δύο αυτοτελείς πράξεις, το νομοθετικό περιβάλλον των οποίων αναδεικνύει ότι τα νομικά έρεισματα έκαστης πράξης δεν υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, ούτε υφίσταται αδιάσπαστος ουσιαστικός δεσμός μεταξύ των πράξεων αυτών. Γεγονός που αποδεικνύει ότι κάθε πράξη μπορεί να ιδωθεί βάσει της δικής της εννοιολογικής ταυτότητας, ενώ οι δύο αυτές πράξεις μπορούν να αποχωρισθούν από τη συνολική διοικητική ενέργεια και να ελεγχθούν αυτοτελώς.
Εφόσον η απόφαση επιστροφής δύναται να αποσπαστεί από την υπόλοιπη πράξη – ήτοι την απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου- αυτή είναι ως εκ τούτου διαχωρίσιμη από την κύρια πράξη, το νομικό περιεχόμενο της τελευταίας δεν επηρεάζεται, αλλά ούτε και μεταβάλλεται η ουσία της που δεν είναι άλλη από την απόρριψη του αιτήματος ασύλου.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι η απόφαση επιστροφής αποτελεί, κατά το νομοθέτη, αναπόσπαστο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν εμποδίζει την ανάκληση της χωρίς ταυτόχρονα να ανακαλείται ή να συμπαρασύρεται σε ανάκληση και η κύρια απόφαση, λόγω του ότι ως επεξηγήθηκε, η απόφαση επιστροφής δεν αποτελεί αδιάσπαστο σύνολο αυτής.
Η μελέτη των επίδικων διατάξεων σε συνάρτηση με την αιτιολογική έκθεση αλλά και το σύνολο των διατάξεων που αφορούν τον σκοπό της απόφασης επιστροφής, αποκαλύπτει πως η ανάκληση του μέρους της απόφασης που εμπερικλείει την απόφαση επιστροφής, μπορεί να γίνει χωρίς να επηρεαστεί με οποιαδήποτε τρόπο το υπόλοιπο μέρος της απόφασης που αφορά την απόρριψη του αιτήματος ασύλου, που μπορεί να επιβιώσει ως ανεξάρτητη και αυθύπαρκτη οντότητα, χωρίς να καταστρέφεται η δομή και η λειτουργικότητα της.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας, παραπέμπει προς καθοδήγηση του παρόντος Δικαστηρίου στα όσα λέχθηκαν από τον αδελφό μου Δικαστή Α. Χριστοφόρου στην υπόθεση 3530/2021, E.G. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 30.09.2021, ως προς το σημείο που εδώ ενδιαφέρει, ήτοι: «Εν προκειμένω, ως προνοείται από το αρ. 13(2)(δ), η απόφαση επιστροφής η οποία εκδίδεται στα πλαίσια απόρριψης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, «αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής». Οιαδήποτε λοιπόν πλημμέλεια αφορά την απόφαση επιστροφής εκτείνεται- αναπόφευκτα- και επηρεάζει και την απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, την οποία συμπαρασύρει σε ακυρότητα».
Για τους λόγους που εκτενώς έχω επεξηγήσει ανωτέρω, η δική μου προσέγγιση και κατάληξη, είναι με όλο τον σεβασμό προς τον αδελφό μου Δικαστή, διαφορετική.
Την κατάληξη μου αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι η απόφαση για απόρριψη του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας, είναι χρονικά ή αν μη τι άλλο διαδικαστικά προγενέστερη της απόφασης επιστροφής. Πρωτίστως δηλαδή εξετάζεται η αίτηση ασύλου και αν αυτή κριθεί ότι δεν δύναται να επιτύχει και απορρίπτεται, ακολούθως εξετάζεται το κατά πόσο δύναται να εκδοθεί η απόφαση επιστροφής. Η απορριπτική λοιπόν απόφαση, ως προηγηθείσα πράξη της απόφασης επιστροφής, δεν επηρεάζεται από την ανάκληση της απόφασης επιστροφής. Τουναντίον, στην περίπτωση που η απόφαση για απόρριψη της αίτησης ασύλου, ακυρωθεί, αυτή συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την απόφαση επιστροφής, η οποία αυτή και μόνο αυτή, αποτελεί πράξη-συνέπεια της απορριπτικής απόφασης.
Ως προς το τι αποτελεί πράξη – συνέπεια θέμα έχει απασχολήσει την Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου στο σύγγραμμα της «Αι συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», Έκδοση 1988, σελ. 126-127, από το οποίο παραθέτω το κατωτέρω απόσπασμα (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Εφ' όσον η πράξις η αποτελούσα «την προϋπόθεσιν» προς νόμιμον έκδοση της προσβαλλομένης τοιαύτης ηκυρώθη, η τελευταία αυτή καθίσταται «άνευ ερείσματος» και είναι ακυρωτέα, ή ότι η Διοίκησις υποχρεούται ν' ανακαλέση και πάσαν πράξιν «τελούσαν εν στενώ συνδέσμω προς την ακυρωθείσαν», ή ότι «ακυρουμένης αποφάσεως τινος, είναι συνακυρωτέα και η εις εκτέλεσιν αυτής εκδοθείσα».
Επίσης εκρίθη ότι η κατάργησις ακυρωθείσης πράξεως «επεκτείνεται» επί πάσης πράξεως «εν τω μεταξύ» εκδοθείσης και «εχούσης προϋπόθεσιν» την ακυρωθείσαν12. Ή ότι ακυρουμένης πράξεως «συνακυρούνται» πάσαι «αι μεταγενέστεραι αι επί εκείνης στηριζόμεναι», επέρχεται δε ακυρότης «μόνον των επιγενομένων ουχί δε και των προηγηθεισών πράξεων».
Δηλαδή, η νομολογία του ΣτΕ απαιτεί στενόν σύνδεσμον μεταξύ της ακυρωθείσης πράξεως και της επιγενομένης ή συγχρόνου αυτής εκτελεστής πράξεως, τον οποίον όμως αναγνωρίζει ότι υφίσταται οσάκις η δευτέρα πράξις έχει ως «προϋπόθεσιν» την ακυρωθείσαν ή «εστηρίχθη» ή «ερείδεται» ή εξεδόθη «επί τη βάσει» της ακυρωθείσης.
12 ΣτΕ. 1063/39, 608/45, 1586/48 δια της οποίας αποφάσεως εκρίθη ότι πάσα διοικητική πράξις εκδοθείσα κατά το ενδιάμεσον διάστημα μεταξύ του χρόνου της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως και του χρόνου εκδόσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, στηριζομένη δε εις την ακυρωθείσαν ή έχουσα ταύτην ως προϋπόθεσιν, είναι ωσαύτως άκυρος.»
Για τους πιο πάνω λόγους, είναι η κατάληξη μου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αυτή αφορά την απορριπτική της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας απόφαση, δεν έχει ανακληθεί και/ή δεν συμπαρασύρεται σε ανάκληση και ως εκ τούτου η προσφυγή δεν έχει απωλέσει το αντικείμενο της. Κατά τούτο, η εκδίκαση αυτής θα συνεχιστεί επί της εξέτασης της νομιμότητας και ορθότητας της απόρριψης της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Ενόψει τούτου, η υπόθεση ορίζεται στις 05.10.2023, με οδηγίες όπως η Καθ’ης η αίτηση καταχωρίσει τη γραπτή της αγόρευση εντός τεσσάρων (4) εβδομάδων από σήμερα και ακολούθως εντός δύο (2) εβδομάδων μετέπειτα να ακολουθήσει η απαντητική αγόρευση της Αιτήτριας.
Ενόψει του ιδιαίτερου νομικού ζητήματος που εξετάστηκε, δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. μελέτη της Ευγ. Πρεβεδούρου «Η σύνθετη διοικητική ενέργεια (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, ΠΜΣ Διοικητικό Δίκαιο, 19-03-2014», παρ. 2; Σημ.: Για υποβοήθηση του αναγνώστη, η εν λόγω μελέτη μπορεί να ανευρεθεί στο διαδίκτυο στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.prevedourou.gr/%CE%B7-%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%B8%CE%B5%CF%84%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CE%BD%CE%AD%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C/
[3] Βλ. ο.π. παρ.9.
[4] Σιαπίτης Xαραλαμπος ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (1993) 4 ΑΑΔ 2616 και Κακουλλής Ανδρέας ν. Δήμου Παραλιμνίου (2006) 4 ΑΑΔ 849
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο