
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 4837/2021
16 Νοεμβρίου, 2023
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
R. A. N. K.
A. A. M. I.
K. R. A. N. K.
J. R. A. N.
J. R. A. N. K.
Αιτητές
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η Αίτηση
Κ. Αλεξάνδρου (κ) για Μ. Μπαγιαζίδου (κα), Δικηγόρος για τους Αιτητές
Μ. Σουρουλλά (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή αρ. 1 (από τούδε και στο εξής αναφερόμενος ως «Αιτητής») στις 02/08/2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά τους για διεθνή προστασία.
Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής είναι Αιγύπτιος υπήκοος και είναι κάτοχος διαβατηρίου της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου (εφεξής «Αίγυπτος»). Κατέφθασε στην Κυπριακή Δημοκρατία νόμιμα μαζί με τη σύζυγό του, Αιτήτρια 2, η οποία είναι επίσης Αιγύπτια υπήκοος και κάτοχος διαβατηρίου της Αιγύπτου, με τουριστική άδεια εισόδου στις 04/02/2018. Στις 12/02/2018 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 07/10/2020 διεξήχθη συνέντευξη του Αιτητή και στις 08/10/2020 διεξήχθη συνέντευξη της συζύγου του στα γραφεία του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (πρώην EASO και νυν EUAA) προς εξέταση του αιτήματός τους. Οι Αιτητές 3, 4 και 5 είναι ανήλικα τέκνα των Αιτητών 1 και 2.
Στις 05/07/2021, λειτουργός του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (εφεξής «αρμόδιος λειτουργός») ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία εγκρίθηκε από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό στις 16/07/2021. Στις 30/07/2021 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή, συνοδευόμενη από επιστολή αιτιολόγησης της απόφασης. Η επιστολή παραδόθηκε ιδιοχείρως στον Αιτητή στις 02/08/2021, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.
Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε στις 02/08/2021.
Ο Αιτητής στην αίτηση ακυρώσεως που καταχώρησε αυτοπροσώπως δεν εξειδικεύει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης. Αναφέρει γενικά ότι δεν μπορεί ο ίδιος και η οικογένειά του να επιστρέψουν στη χώρα τους, καθότι είναι Χριστιανοί και κινδυνεύουν από τους Μουσουλμάνους. Σε μεταγενέστερο στάδιο ο Αιτητής διόρισε νομικό εκπρόσωπο. Στις 22/12/2021 εκδόθηκε Διάταγμα τροποποίησης της προσφυγής και στις 16/03/2022 καταχωρήθηκε η τροποποιημένη προσφυγή.
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η συνήγορος των Αιτητών ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα και επαρκή έρευνα των ισχυρισμών των Αιτητών σχετικά με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν σε περίπτωση επιστροφής τους στην Αίγυπτο. Προσθέτει ότι οι ερωτήσεις που τους τέθηκαν χαρακτηρίζονται από προχειρότητα και γενικότητα και ότι ο λειτουργός δεν προέβη σε ορθή εκτίμηση και αξιολόγηση τόσο των ισχυρισμών των Αιτητών, όσο και των στοιχείων που εξηύρε ο ίδιος. Επεσήμανε ότι η έρευνα σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στην Αίγυπτο ήταν ελλιπής και επιφανειακή και παραπέμπει σε περιστατικό κατά το οποίο εκκλησία στο Κάιρο κάηκε με συνέπεια την απώλεια 40 ανθρώπινων ζωών. Οι Καθ’ ων η αίτηση αντέκρουσαν τον ανωτέρω ισχυρισμό υποβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν δέουσας έρευνας και ότι η αρμόδια αρχή έλαβε υπόψη τα ουσιώδη γεγονότα, στοιχεία και περιστατικά της υπόθεσης.
Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, η συνήγορος των Αιτητών ισχυρίζεται πως κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης οι Καθ’ ων η αίτηση τελούσαν υπό πλάνη περί τα πράγματα, καθότι βασίστηκαν σε εξωγενή και/ή αυθαίρετα κριτήρια ή συμπεράσματα και/ή δεν έλαβαν δεόντως και/ή καθόλου υπόψη τα σχετικά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση. Οι Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι ανυπόστατος και αβάσιμος.
Ως προς τον ισχυρισμό της συνηγόρου των Αιτητών περί έλλειψης επαρκούς, δέουσας και νόμιμης αιτιολογίας, οι Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν πως η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι επαρκής, σαφής και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
Κατά τις διευκρινίσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο ζήτησε από τη συνήγορο των Αιτητών να τοποθετηθεί ως προς το κατά πόσο ο φόβος δίωξής τους είναι μελλοντοστραφής και η συνήγορος των Αιτητών ανέφερε ότι οι Αιτητές της παρουσίασαν στοιχεία από μέσο κοινωνικής δικτύωσης ότι υπάρχει δίωξη των Χριστιανών στην Αίγυπτο. Επιπρόσθετα, ανέφερε πως ο Αιτητής είναι κωφός και επειδή συντηρεί την οικογένειά του, πιθανόν να μην έχει τη δυνατότητα εάν επιστρέψει στη χώρα του να εργαστεί. Η δε συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής της αγόρευσης και επεσήμανε πως δεν υφίσταται μελλοντοστραφής κίνδυνος για τους Αιτητές, καθότι αυτός αξιολογήθηκε, τόσο σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς τους, όσο και με έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Συμπλήρωσε πως η Αίγυπτος κατατάσσεται στις ασφαλείς χώρες και πως οι Αιτητές μπορούν να αποταθούν στις αρχές της χώρας για περιστατικά βίας ή διακρίσεων.
Κρίνω σκόπιμο όπως εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν υπό πλάνη μαζί, αφού συνδέονται ως προς τα πραγματικά γεγονότα και την αξιολόγηση των ισχυρισμών που προέβαλε ο Αιτητής και η σύζυγός του. Επισημαίνω στο σημείο αυτό ότι το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας της, και όχι μόνο υπό την ακυρωτικής φύσεως δικαιοδοσία του, αφού η παρούσα υπόθεση πληροί τις προϋποθέσεις του ισχύοντος άρθρου 11(2), (3) και (4) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/ 2018). Δεδομένων των ανωτέρω κρίνω σκόπιμη την παράθεση των ισχυρισμών των Αιτητών, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός τους και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Ο Αιτητής στη γραπτή του αίτηση ανέφερε ότι αναχώρησε με την οικογένειά του από τη χώρα του λόγω δίωξης, επειδή δεν τους επέτρεπαν να τελούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα και λόγω άλλων προσωπικών θεμάτων (βλ. ερυθρό 19 και μετάφραση ερυθρό 73 του διοικητικού φακέλου).
Κατά την προφορική του συνέντευξη, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στο χωριό Al-Kushh της επαρχίας Dar-al-Salam όπου έζησε μέχρι το 2002, χρονολογία κατά την οποία μετέβη στο Κουβέιτ για να εργαστεί. Επέστρεψε στο χωριό του γύρω στο 2005-2006 όπου παρέμεινε μέχρι το 2011, χρονολογία κατά την οποία μετέβη στην πόλη Hurghada όπου παρέμεινε για πέντε με έξι μήνες και στη συνέχεια πήγε στη Γκίζα, όπου έμεινε μέχρι την αναχώρησή του για την Δημοκρατία. Αναφορικά με τη θρησκεία του δήλωσε ότι είναι Χριστιανός-Κόπτης. Αναχώρησε νόμιμα από την Αίγυπτο μαζί με τη σύζυγο και τα τρία παιδιά του στις 04/02/2018.
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το 1998, έλαβαν χώρα κάποια περιστατικά στο χωριό του, κατά τα οποία κατηγορήθηκαν Χριστιανοί ως υπαίτιοι για τον θάνατο κάποιου σημαντικού για το χωριό μουσουλμάνου. Κατά την αφήγησή του ανέφερε ότι οδηγήθηκε ο ίδιος μαζί με άλλα άτομα σε αστυνομικό σταθμό όπου τους αφαίρεσαν τα ρούχα και τους έδεσαν τα μάτια. Ανέφερε ότι εξαιτίας των περιστατικών του 1998 συνέβησαν κι άλλα περιστατικά το 2000, κατά τα οποία σκοτώθηκαν γύρω στους 22 Χριστιανούς και κάηκαν καταστήματα και οικίες. Ο Αιτητής δήλωσε ότι η έλλειψη ασφάλειας στο χωριό επανήλθε το 2011 και ως εκ τούτου μετέβη στην Hurghada.
Λόγω έλλειψης εργασιών, μετακόμισε στην Γκίζα, όπου άνοιξε κατάστημα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Εκεί αντιμετώπισε προβλήματα με Μουσουλμάνους. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι διέρρηξαν το κατάστημά του, γιατί δεν έδινε προϊόντα δωρεάν όπως αναμενόταν από τους Χριστιανούς να κάνουν. Αναφέρθηκε και σε περιστατικό κατά το οποίο κτύπησαν τον γιο του στο σχολείο και σε περιστατικό απόπειρας απαγωγής της θυγατέρας του έξω από το σχολείο. Σχετικά με την απαγωγή, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η θυγατέρα του κατάφερε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και να διαφύγει. Δήλωσε ότι σε καμία περιοχή δεν αισθάνονταν ασφαλείς και ως εκ τούτου αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.
Ερωτηθείς σχετικά με το περιστατικό κράτησής του το 1998, ο Αιτητής ανέφερε ότι τον συνέλαβαν επειδή θεώρησαν λόγω ομοιότητας στη φυσιογνωμία και στο όνομα ότι είναι ο αδερφός του και ισχυρίστηκε ότι υπήρξε τυχερός, καθότι λόγω ενός επιθεωρητή που επισκέφθηκε το αστυνομικό τμήμα, αφέθηκε ελεύθερος μετά από μία μέρα. Κληθείς να αναφέρει εάν κινδύνεψε κατά τα περιστατικά του 2000, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν συνέβη οτιδήποτε στον ίδιο και πρόσθεσε ότι η γενικότερη κατάσταση στο χωριό τους προκαλούσε αισθήματα ανασφάλειας. Ερωτηθείς για την περίοδο από το 2006, όταν επέστρεψε από το Κουβέιτ μέχρι το 2011, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν συνέβη οτιδήποτε που τους επηρέασε προσωπικά, αλλά βίωναν την πίεση. Ούτε στην πόλη Hurghada τους συνέβη οτιδήποτε, καθότι ως ισχυρίστηκε, η κυβέρνηση φροντίζει για την ασφάλεια της περιοχής με σκοπό να προσελκύσει τουρίστες. Σχετικά με την περίοδο όπου έμεναν στην Γκίζα, ο Αιτητής αναφέρθηκε στην κλοπή προϊόντων από το κατάστημά του, την οποία γνωρίζει ποιος διέπραξε, αλλά δεν μπόρεσε να καταγγείλει για να μην θέσει σε κίνδυνο τα παιδιά του.
Κληθείς να εξηγήσει για ποιο λόγο θεωρεί ότι τα περιστατικά με τα παιδιά του είχαν θρησκευτικά κίνητρα, ο Αιτητής σχετικά με το περιστατικό του υιού του, ανέφερε ότι ζητήθηκε από αυτόν να μάθει κάποιους στίχους από το Κοράνι και κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος, φίλοι του Μουσουλμάνοι τον κτύπησαν επειδή ήταν Χριστιανός που διάβασε το Κοράνι. Αναφορικά με την απόπειρα απαγωγή της θυγατέρας του, ο Αιτητής ανέφερε ότι παρόλο που δεν έχουν αποδείξεις ότι υπήρχαν θρησκευτικά κίνητρα, οι περισσότερες απαγωγές αφορούν Χριστιανά παιδιά. Ερωτηθείς για την παρούσα κατάσταση ασφαλείας στην Αίγυπτο, ο Αιτητής δήλωσε πως επικρατεί φτώχεια και υπάρχουν ακόμη θρησκευτικής φύσεως προβλήματα. Σε ερώτηση για το τι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι θα τον συλλάβουν επειδή είναι Χριστιανός ο οποίος αιτήθηκε διεθνούς προστασίας, τα παιδιά του δεν θα μπορούν να ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον και θα βρεθούν στον ίδιο κίνδυνο που αισθάνονταν προηγουμένως. Ερωτηθείς κατά πόσο θα μπορούσε να ζήσει σε κάποια άλλη περιοχή στη χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να ζήσει στην Αίγυπτο και πως εάν κάποια περιοχή ήταν ασφαλής θα πήγαινε εκεί.
Η σύζυγος του Αιτητή κατά την προφορική της συνέντευξη δήλωσε ότι γεννήθηκε στο χωριό Al-Κushh της Αιγύπτου, όπου έζησε μέχρι τα δεκατέσσερά της χρόνια και στη συνέχεια μετακόμισαν στην Γκίζα λόγω της δουλειάς του πατέρα της. Εκεί παρέμειναν για εννέα χρόνια και στη συνέχεια παντρεύτηκε και επέστρεψε στο χωριό Al-Kushh όπου έμειναν με τον σύζυγό της για επτά με οκτώ χρόνια. Λόγω προβλημάτων και πίεσης που βίωνε ο σύζυγός της, μετέβησαν στην Hurghada όπου έμειναν για περίπου έξι μήνες, αλλά εξαιτίας της έλλειψης εργασιακών ευκαιριών, πήγαν στην Γκίζα όπου και παρέμειναν μέχρι την αναχώρησή τους από την Αίγυπτο.
Αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η σύζυγος του Αιτητή δήλωσε ότι τα προβλήματα στην περιοχή τους άρχισαν το 1998 (επεσήμανε ότι δεν ήταν ακόμη παντρεμένη με τον σύζυγό της), όταν μετά από ένα περιστατικό κατά το οποίο κάποιος απεβίωσε πίνοντας αλκοολούχο ποτό που του είχαν δώσει, άρχισαν να κατηγορούν και να διώκουν τους Χριστιανούς. Εκείνη την περίοδο ανέφερε ότι αρκετά άτομα φυλακίστηκαν, ανάμεσα σε αυτά και ο σύζυγός της. Τα προβλήματα επανεμφανίστηκαν δύο χρόνια αργότερα, περίοδο κατά την οποία Μουσουλμάνοι προέβησαν σε απειλές, σε εμπρησμό οικιών, σε κλοπές από καταστήματα Χριστιανών και σε δολοφονία 22 ατόμων. Ο σύζυγός της τότε ταξίδεψε στο Κουβέιτ και η ίδια στο Κάϊρο και το 2004 παντρεύτηκαν και αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο χωριό Al-Kushh.
Η σύζυγος του Αιτητή δήλωσε πως βίωναν εξευτελιστικές εμπειρίες και πιέσεις από Μουσουλμάνους, επειδή ο Αιτητής ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, καθότι είχε δύο καταστήματα, ένα διαμέρισμα και ένα αυτοκίνητο. Ως εκ τούτου μετακόμισαν στην Hurghada όπου ο σύζυγός της άνοιξε κατάστημα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων, αλλά λόγω μειωμένου τουρισμού στην περιοχή μετακόμισαν στην Γκίζα. Εκεί, ως ισχυρίστηκε, αντιμετώπισαν εκ νέου προβλήματα από τους Μουσουλμάνους. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι ο γιος τους ήταν δέκτης εκφοβισμού και κακοποίησης από συμμαθητές του λόγω του ότι είναι Χριστιανός. Η σύζυγος του Αιτητή αναφέρθηκε και σε απόπειρα απαγωγής της θυγατέρας τους το 2015 έξω από το σχολείο, όπου την περίμενε ένα μικρό αυτοκίνητο και κάποιος την άρπαξε, αλλά κατάφερε να διαφύγει. Μετά τα πιο πάνω περιστατικά, ενέγραψαν τα παιδιά σε ιδιωτικό σχολείο για να είναι ασφαλή.
Κληθείσα η σύζυγος του Αιτητή να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες για το περιστατικό απόπειρας απαγωγής της θυγατέρας τους, ανέφερε ότι γνώριζαν ότι είναι Χριστιανοί, καθότι ούτε η ίδια, ούτε η κόρη της φέρουν κάλυμμα κεφαλής και επιπλέον φοράνε σταυρό. Ερωτηθείσα κατά πόσο η ίδια αντιμετώπισε οποιαδήποτε προβλήματα λόγω της θρησκείας της, απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε ότι τις απειλές και τα προβλήματα τα βίωνε ο σύζυγός της. Σε ερώτηση αναφορικά με το τι θα αντιμετωπίσουν σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα τους, η σύζυγος του Αιτητή δήλωσε ότι θα υποστούν δίωξη, δεν θα είναι ασφαλείς και δεν θα έχουν ένα καλό βιοτικό επίπεδο.
Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε στην έκθεση - εισήγησή του τέσσερα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από τις δηλώσεις του Αιτητή και της συζύγου του:
1. Ο Αιτητής και η σύζυγός του είναι υπήκοοι της Αιγύπτου και Χριστιανοί στο θρήσκευμα, με περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής το χωριό Al-Kushh της επαρχίας Dar al-Salam του κυβερνείου Sohug.
2. Ισχυριζόμενο περιστατικό απόπειρας απαγωγής της Αιτήτριας 4 (θυγατέρας) έξω από το σχολείο της το 2015.
3. Ο Αιτητής 3 (υιός) υπήρξε κατ’ ισχυρισμό θύμα διακρίσεων από συμμαθητές του λόγω της θρησκείας του μεταξύ του 2012 και του 2015.
4. Ισχυριζόμενες απειλές από Μουσουλμάνους προς τον Αιτητή με αφορμή το κατάστημά του στο χωριό Al-Kushh.
Με παραπομπές στις δηλώσεις του Αιτητή και της συζύγου του και αναφορές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ο λειτουργός έκανε αποδεκτό το πρώτο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό. Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, την κατ’ ισχυρισμό απόπειρα απαγωγής της θυγατέρας τους, ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις τόσο του Αιτητή, όσο και της συζύγου του υπήρξαν συνεπείς, σαφείς και λεπτομερείς. Επιπρόσθετα, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι υπάρχει αύξηση στις απαγωγές παιδιών στην Αίγυπτο από το 2011 (ερυθρά 177-173 του διοικητικού φακέλου). Ως εκ τούτου αποδέχτηκε το δεύτερο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό.
Αποδεκτό έγινε και το τρίτο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό. Σε σχέση με την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του τρίτου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι παρόλο που οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δεν υποστηρίζουν το περιστατικό στο πλαίσιο της γενικευμένης κατάστασης στην Αίγυπτο (ερυθρά 172-171 του διοικητικού φακέλου), το γεγονός ότι τόσο ο Αιτητής, όσο και η σύζυγός του ήταν πρόθυμοι να περιγράψουν με επαρκή λεπτομέρεια και συνέπεια τα περιστατικά διακρίσεων που βίωσε ο γιος τους σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο υποδηλώνει ότι οι ισχυρισμοί τους είναι αξιόπιστοι.
Σχετικά με το τέταρτο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, ο λειτουργός έκρινε ότι τόσο ο Αιτητής, όσο και η σύζυγός του αναφέρθηκαν γενικά σε απειλές και εκφοβισμό που υφίστατο ο Αιτητής λόγω του καταστήματός του, χωρίς συγκεκριμένες και λεπτομερείς αναφορές σε περιστατικά. Επίσης, λόγω του ότι ο Αιτητής δήλωσε ότι ουδέποτε έλαβε άμεσες απειλές, ο λειτουργός δεν έκανε αποδεκτό τον εν λόγω ισχυρισμό. Ο λειτουργός επεσήμανε ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε γενικά σε περιστατικά κατά τα οποία έπαιρναν προϊόντα από το κατάστημά του χωρίς να πληρώσουν και ότι δεν προέβη σε καταγγελίες για να αποφύγει πιθανά προβλήματα. Βάσει έρευνας στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός, διαπιστώθηκε ότι τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός και η σοβαρότητα των βίαιων περιστατικών που στοχοποιούν τους Χριστιανούς-Κόπτες έχει μειωθεί σημαντικά (ερυθρά 170-168 του διοικητικού φακέλου).
Ακολούθως, κατά την εκτίμηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή και της οικογένειάς του στην περιοχή καταγωγής τους στη χώρα τους, με βάση τα αποδεκτά ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, ήτοι την καταγωγή τους, την απόπειρα απαγωγής της θυγατέρας τους και τα περιστατικά διακρίσεων που βίωσε ο γιος τους στο σχολείο, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε στην εισήγησή του ότι έκτοτε και συγκεκριμένα από το 2015 μέχρι και την αναχώρησή τους από τη χώρα τους, το 2018 δεν βίωσαν παρόμοια περιστατικά και από το 2016, με βάση τους ισχυρισμούς τόσο του Αιτητή, όσο και της συζύγου του, υπήρξε σημαντική βελτίωση, καθότι πήραν την απόφαση να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο.
Κατόπιν σχετικής έρευνας, ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε ότι τα τελευταία χρόνια ο αριθμός και η σοβαρότητα των βίαιων περιστατικών με στόχο τους Χριστιανούς -Κόπτες μειώθηκε σημαντικά σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης κατέγραψε ότι ευρήματα έρευνας καταδεικνύουν ότι οι περισσότεροι Αιγύπτιοι ζουν, εργάζονται και κοινωνικοποιούνται μαζί, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές διαφορές. Ωστόσο, διαφορές μικρής κλίμακας, όπως διαφωνίες στη γειτονιά, μπορούν κατά περίπτωση να αποκτήσουν θρησκευτικές προεκτάσεις και να κλιμακωθούν σε επίπεδο κοινοτικής βίας, συνήθως με τη μορφή βανδαλισμών και καταστροφής περιουσιών. Εξωτερικές πηγές που παρέθεσε ο λειτουργός και στις οποίες ανέτρεξε και το Δικαστήριο αναφέρουν ότι τον Δεκέμβριο του 2018, η κυβέρνηση της Αιγύπτου ανακοίνωσε ότι θα συγκροτήσει επιτροπή με αποστολή την ανάπτυξη μιας γενικής στρατηγικής για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των κοινοτικών επεισοδίων. Επιπλέον, ο λειτουργός κατέγραψε ότι με βάση ευρήματα έρευνας, πολλοί χριστιανοί αναφέρουν ότι προστατεύονται καλύτερα υπό τον Πρόεδρο Σίσι από (ερυθρά 170-165 του διοικητικού φακέλου).
Λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεκτά ουσιώδη περιστατικά, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στην εισήγησή του ότι δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής και η οικογένειά του να υποστούν μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή να αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους.
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε νομική ανάλυση, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή και της συζύγου του, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους σε οιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως αναφέρεται στην εισήγησή του, βάσει των ισχυρισμών των Αιτητών, του προσωπικού τους προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου εισηγήθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στους Αιτητές το καθεστώς του πρόσφυγα.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσουν ευλόγως ο Αιτητής και η οικογένειά του κατά την επιστροφή τους στην Αίγυπτο δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας. Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, ο λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Αίγυπτος (εκτός από την περιοχή του Βόρειου Σινά, από όπου όμως δεν κατάγεται ο Αιτητής και η οικογένειά του) έχει πλέον χαμηλά ποσοστά σοβαρών και βίαιων περιστατικών και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, λόγω της οποίας ο Αιτητής και η οικογένειά του θα αντιμετωπίσουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής τους ακεραιότητας ως άμαχοι λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας. Ως εκ τούτου, o αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια ούτε για το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι δυνάμει του άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, ο Αιτητής φέρει καταρχήν το βάρος να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Από την άλλη πλευρά, αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησης (Βλ. Προτάσεις της Γενικής εισαγγελέως, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-148/13, C-149/13 και C-150/13, A, B και C, 17 Ιουλίου 2014, σημεία 73 και 74).
Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου διαπιστώνω ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τέθηκε τόσο στον Αιτητή, όσο και στη σύζυγό του επαρκής αριθμός ερωτήσεων και τους δόθηκε η ευκαιρία να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους και να αναπτύξουν και να τεκμηριώσουν το αίτημά τους, σε περίπτωση που πράγματι υφίστατο φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής τους ή πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να τους παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Οι απαντήσεις δε, που έδωσαν, αξιολογήθηκαν από αρμόδιο λειτουργό σε συνάρτηση με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής τους και διαπιστώθηκε ότι οι λόγοι που εγκατέλειψαν τη χώρα τους και δεν επιθυμούν να επιστρέψουν σε αυτή δεν στοιχειοθετούν φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη. Τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού ήταν ορθά και τεκμηριωμένα, με παραπομπές στους ισχυρισμούς που προέβαλαν τόσο ο Αιτητής, όσο και η σύζυγός του κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών τους, καθώς και σε πηγές πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής τους προς υποστήριξη της νομικής ανάλυσης.
Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99). Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή και της οικογένειάς του. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής και η σύζυγός του, όπως αναλύεται ανωτέρω.
Πέραν των ανωτέρω, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, οι Αιτητές μέσω της συνηγόρου τους δεν ανέφεραν ενώπιον μου οποιονδήποτε λόγο που να καταδεικνύει ότι έχουν γνήσιο αίτημα διεθνούς προστασίας ή ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε παράνομα και/ή λανθασμένα. Η συνήγορος των Αιτητών αναφέρθηκε γενικά σε δίωξη από Μουσουλμάνους, χωρίς να εξειδικεύει και να στοιχειοθετεί τον εν λόγω ισχυρισμό. Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματός του βαραίνει αρχικά τον ίδιο τον Αιτητή (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου).
Παρά το γεγονός ότι οι Αιτητές δεν παρουσίασαν οποιοδήποτε στοιχείο που να στοιχειοθετεί το αίτημά τους κατά την παρούσα διαδικασία, το Δικαστήριο προέβη σε ανεξάρτητη και επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τη μεταχείριση των Χριστιανών στην Αίγυπτο. Το Σύνταγμα της Αιγύπτου ορίζει το Ισλάμ ως κρατική θρησκεία και τις αρχές της Sharia ως την κύρια πηγή νομοθεσίας. Ωστόσο, το Σύνταγμα δηλώνει ότι «η ελευθερία της πίστης είναι απόλυτη» καθώς και ότι «η ελευθερία της άσκησης θρησκευτικών τελετουργιών και της δημιουργίας χώρων λατρείας για τους οπαδούς των θείων [αβρααμικών] θρησκειών είναι δικαίωμα που ρυθμίζεται από το νόμο». Το Σύνταγμα δηλώνει επίσης ότι οι πολίτες «είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω θρησκείας και καθιστά έγκλημα την «υποκίνηση σε μίσος» με βάση «θρησκεία, πεποιθήσεις, φύλο, καταγωγή, φυλή ή οποιονδήποτε άλλο λόγο». Το Σύνταγμα απαγορεύει την πολιτική δραστηριότητα ή το σχηματισμό πολιτικών κομμάτων με βάση τη θρησκεία. Επιπρόσθετα, στις διατάξεις του αναγράφεται ότι «καμία πολιτική δραστηριότητα δεν επιτρέπεται να ασκείται ή να σχηματίζονται πολιτικά κόμματα με βάση τη θρησκεία ή [επιτρέπονται] διακρίσεις βάσει φύλου, καταγωγής, αίρεσης ή γεωγραφικής θέσης».
Η κυβέρνηση της χώρας αναγνωρίζει ως επίσημες θρησκείες το σουνιτικό Ισλάμ, τον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό και επιτρέπει μόνο στους οπαδούς τους όπως ορίζονται από την κυβέρνηση να ασκούν δημόσια τη θρησκεία τους και να χτίζουν μέρη λατρείας.[1] Εντούτοις, οι θρησκευτικές μειονότητες και οι άθεοι έχουν αντιμετωπίσει διώξεις και βία, με τους Κόπτες Χριστιανούς να έχουν υποστεί πολλές περιπτώσεις αναγκαστικού εκτοπισμού, σωματικών επιθέσεων, επιθέσεων με βόμβες και εμπρησμούς και παρεμπόδισης της ανέγερσης εκκλησιών τα τελευταία χρόνια.[2]
Με βάση την πιο πρόσφατη έκθεση, η οποία καλύπτει τα γεγονότα του 2022, η κυβέρνηση κάλεσε, δίκασε και καταδίκασε αρκετά άτομα, συμπεριλαμβανομένων μουσουλμάνων, χριστιανών και άθεων συγγραφέων, δημιουργών περιεχομένου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ιδιωτών, για ενέργειες που θεωρήθηκαν προσβλητικές για το Ισλάμ ή τον Χριστιανισμό. Αναφέρεται επίσης ότι οι αρχές άφησαν ελεύθερους τον Κόπτη ερευνητή και ακτιβιστή Ramy Kamel, που κρατείτο από το 2019 για βλασφημία, και τον κορανιστή Reda Abdel Rahman, που κρατείτο από το 2020 με κατηγορίες, μεταξύ άλλων για συμμετοχή στο ISIS. Δικαστήριο απελευθέρωσε μια γυναίκα που κρατούνταν επί πέντε μήνες αφού κατήγγειλε ότι συνάδελφοί της της είχαν επιτεθεί επειδή δεν φορούσε χιτζάμπ. Το ειδησεογραφικό πρακτορείο Middle East Monitor ανέφερε ότι τον Απρίλιο, οι αρχές της Αιγύπτου απελευθέρωσαν εννέα Κόπτες που είχαν συλληφθεί στις 30 Ιανουαρίου μετά από ειρηνική διαμαρτυρία στο Σαμαλούτ της επαρχίας Μίνια.
Η κυβέρνηση συνέχισε τη διαδικασία καταγραφής των μη αδειοδοτημένων εκκλησιών που είχαν κτιστεί πριν από το 2017, νομιμοποιώντας το καθεστώς 125 τέτοιων εκκλησιών κατά τη διάρκεια του έτους. Μετά από μια πυρκαγιά που ξέσπασε κατά λάθος σε εκκλησία της Γκίζας, η οποία προκάλεσε τον θάνατο 41 πιστών τον Αύγουστο, οι ηγέτες των εκκλησιών επέκριναν τους κυβερνητικούς περιορισμούς στην ανακαίνιση ή την κατασκευή εκκλησιών και την ανεπαρκή κυβερνητική ετοιμότητα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Η μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) Coptic Solidarity δήλωσε ότι υπάρχει "γυάλινο οροφή 2%" για τους Κόπτες σε θέσεις στο δικαστικό, στρατιωτικό, αστυνομικό και διπλωματικό σώμα, καθώς και περιορισμοί στη συμμετοχή τους στις ανώτερες βαθμίδες άλλων κυβερνητικών θέσεων. Στις 8 Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος Σίσι εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διόρισε τον δικαστή, Boulos Fahmy Iskandar Boulos, ο οποίος είναι Χριστιανός-Κόπτης, επικεφαλής του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου και είναι ο πρώτος χριστιανός που διορίστηκε με αυτόν τον τρόπο.
Τρομοκρατικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένου του Ισλαμικού Κράτους-Χερσόνησος του Σινά (ISIS-SP), συνέχισαν τις σποραδικές επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών, πολιτικών στόχων και στόχων ασφαλείας στο κυβερνείο του Βόρειου Σινά. Τον Αύγουστο, τρομοκρατικές ομάδες σκότωσαν τουλάχιστον δύο άμαχους Κόπτες στο Σινά, σύμφωνα με πληροφορίες με βάση τη θρησκευτική τους ταυτότητα. Κατά τη διάρκεια του έτους υπήρξαν αναφορές για μουσουλμάνους που σκότωσαν και τραυμάτισαν Κόπτες λόγω της θρησκευτικής τους ταυτότητας. Οι κοπτικές κοινότητες συνέχισαν να αναφέρουν περιστατικά εξαφάνισης γυναικών μελών της κοινότητας που, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οικογένειες δήλωσαν ότι σχετίζονταν με απαγωγές ή εξαναγκαστική μεταστροφή στο Ισλάμ.[3]
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, παρατηρείται πως η Χριστιανική κοινότητα της Αιγύπτου αντιμετωπίζει ορισμένες διακρίσεις από τις κρατικές αρχές, διοικητικού κυρίως χαρακτήρα. Επιπλέον, Χριστιανοί έχουν αποτελέσει στόχο επιθέσεων με θρησκευτικά κίνητρα, ωστόσο διαφαίνεται ότι σε αρκετές περιστάσεις οι αρχές της χώρας ενήργησαν συλλαμβάνοντας και καταδικάζοντας τους δράστες. Εντούτοις και παρά τα μεμονωμένα περιστατικά τα οποία υπόκεινται Χριστιανοί στην Αίγυπτο, δεν προκύπτει ότι έχουν τέτοια φύση και ένταση ούτως ώστε να θεωρείται ότι απλώς και μόνο η Χριστιανική ταυτότητα ενός ατόμου αρκεί ώστε να στοιχειοθετηθεί φόβος δίωξης, για τον οποίο πρέπει να αποδειχθεί υψηλό επίπεδο κινδύνου. Όπως ορθά επεσήμανε και ο αρμόδιος λειτουργός, από το 2016 έως και το 2018, ο Αιτητής και η οικογένειά του δεν αντιμετώπισαν οποιοδήποτε προσωπικό πρόβλημα κατά την παραμονή τους στην Αίγυπτο.
Υπόψιν πρέπει να ληφθούν ακόμη περαιτέρω παράμετροι, όπως η ενδεχόμενη πολιτική και ακτιβιστική δράση του Αιτητή, καθώς με βάση τις παρατεθείσες πληροφορίες άτομα με αυξημένη ορατότητα λόγω του προφίλ τους φαίνεται να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερους κινδύνους. Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής και η οικογένειά του είναι άτομα χαμηλού προφίλ και δε φαίνεται να έχουν κάποιο από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά που απαιτούνται έτσι ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσον υπάρχει εύλογη πιθανότητα δίωξης ή σοβαρής βλάβης λόγω του ότι είναι Χριστιανοί.
Ως εκ τούτου και λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές τους περιστάσεις δεν προκύπτει ότι οι Αιτητές διατρέχουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω θρησκείας, κατά την έννοια του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης και στο αντίστοιχο 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε πιθανολογείται ευλόγως, ότι διατρέχουν, λόγω της ασκήσεως της εν λόγω ελευθερίας στη χώρα καταγωγής τους, πραγματικό κίνδυνο, μεταξύ άλλων, να διωχθούν ή να υποβληθούν σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά το άρθρο 3Β του Περί Προσφύγων Νόμου, Επιπλέον, ούτε η βλάβη που επικαλείται ο Αιτητής (ήτοι γενικές απειλές από Μουσουλμάνους λόγω του καταστήματος που έχει) είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή, ότι ο Αιτητής αντιμετωπίζει προβλήματα ακοής και πιθανόν να επηρεάσει την ικανότητά του για εργασία, όπως ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε κατά τη συνέντευξή του, έχει λάβει ήδη ιατρική περίθαλψη και διαθέτει ακουστικά, γεγονός το οποίο καθιστά τον ισχυρισμό της συνηγόρου του αβάσιμο.
Ως εκ τούτου απορρίπτεται ο ισχυρισμός της συνηγόρου των Αιτητών ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς και ανεπαρκούς έρευνας, αφού στην παρούσα υπόθεση διαφαίνεται, ως ανωτέρω αναλύθηκε, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή και της συζύγου του εξετάστηκαν ενδελεχώς και σε συνάρτηση με τις προϋποθέσεις που τίθενται από τον περί Προσφύγων Νόμο, ορθώς απορρίφθηκε το αίτημά τους για διεθνή προστασία. Η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ενώ η αιτιολογία φαίνεται καθαρά στο κείμενο της απόφασης που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή (βλ. Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, θεωρώ πως οι Αιτητές δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι στο πρόσωπό τους πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Πέραν των όσων ανέφερα πιο πάνω, λαμβάνω υπόψιν μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή και της οικογένειάς του, η Αίγυπτος, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών (Κ.Δ.Π. 166/2023).
Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.000 έξοδα εναντίον των Αιτητών και υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] US Department of State, 'Report on International Religious Freedom: Egypt', https://www.state.gov/reports/2021-report-on-international-religious freedom/egypt/
(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/11/2023)
[2] Freedom House (2022) Egypt: Freedom in the World 2020
Egypt: Freedom in the World 2022 Country Report | Freedom House
(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/11/2023)
[3] US Department of State, 2022 Report on International Religious Freedom: Egypt
https://www.ecoi.net/en/document/2091890.html
(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/11/2023)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο