K.M.M.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3755/2021, 22/12/2023

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  3755/2021

22 Δεκεμβρίου, 2023

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

K.M.M.S.,

από Καμερούν

                                            Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτήτρια: Ε. Γεωργίου (κα) για Μ. Χατζηδάκη (κος)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Γ. Χατζηπροδρόμου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια αμφισβητεί την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 24.05.2021 με την οποίαν απέρριψαν την αίτηση της για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν, το οποίο εγκατέλειψε στις 02.03.2020 και αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 09.03.2020 χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 10.03.2020. Στις 22.05.2020 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια  από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO, νυν EUAA στο εξής αναφερόμενη ως «η EASO»), ο οποίος υπέβαλε στις 17.05.2021 Εισηγητική Έκθεση (Recommendation Report) προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 24.05.2021 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 11.06.2021 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 04.06.2021. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί η Αιτήτρια μέσω της υπό εξέταση προσφυγής της.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά τη γραπτή της αγόρευση, προβάλει νομικούς ισχυρισμούς περί παραβίασης του ενωσιακού δικαίου και των διεθνών συμβάσεων, περί πλάνης περί τα πράγματα και μη δέουσας έρευνας, περί μη επαρκούς και/ή νόμιμης αιτιολογίας, περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, περί παραβίασης του άρθρου 4 του περί Προσφύγων Νόμου και μεροληπτικής απόφασης, περί παραβίασης του δικαιώματος της Αιτήτριας στη χρηστή διοίκηση καθώς δεν της παραχωρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικαστικές εγγυήσεις, καθώς και περί μη εξέτασης του κατά πόσον η Αιτήτρια πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης. Υποστηρίζουν ότι οι λόγοι προσφυγής δεν δικογραφούνται δεόντως και ότι σε κάθε περίπτωση αναπτύσσονται κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Εξετάζοντας και αντικρούοντας ένα έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας, προωθούν ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Σχετικώς με την αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την απόφαση, επισημαίνουν πως η έγκριση της Εισηγητικής Έκθεσης έγινε από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο. Ισχυρίζονται τέλος, ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο η ίδια φέρει στους ώμους της, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή της, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Μελετώντας την γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, εύκολα διαπιστώνεται ότι πέραν των ζητημάτων αναρμοδιότητας, της μη παραχώρησης των προβλεπόμενων διαδικαστικών εγγυήσεων και της έλλειψης δέουσας έρευνας που εγείρονται επί τη βάση μιας σχετικής και συνοπτικής επιχειρηματολογίας, οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως προωθούνται με γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς  ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, όπως έλλειψη αιτιολογίας, μεροληπτικής κρίσης της Υπηρεσίας Ασύλου κ.ο.κ.., χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο, ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[2].

Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία επί των λόγων ακυρώσεως που προωθούνται χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται έκαστος λόγος ακυρώσεως[3]. Στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως, ουδόλως εξηγείται με τη γραπτή αγόρευση, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη μίας τέτοιας επιχειρηματολογίας. Η παράλειψη αυτή της Αιτήτριας επηρεάζει αναπόφευκτα τη νομική βάση των προωθημένων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο όλοι οι ισχυρισμοί πλην οι αναφερόμενοι στην αναρμοδιότητα, στην μη παραχώρηση των προβλεπόμενων διαδικαστικών εγγυήσεων και στην έλλειψη δέουσας έρευνας, απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αναιτιολόγητοι, αλλά και αλυσιτελείς.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[4], θα προχωρήσω να εξετάσω πρωτίστως τα ζητήματα αναρμοδιότητας και της μη παραχώρησης των προβλεπόμενων διαδικαστικών εγγυήσεων και ακολούθως την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

ΕΛΕΓΧΟΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας

 

Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ο οποίος και εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένος, όπως ακριβώς συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση αφού ο γενικός και αφηρημένος ισχυρισμός περί λήψης της απόφασης από αναρμόδιο πρόσωπο, ως αυτός περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της προσφυγής, πολλώ απέχει από τη δέουσα και επαρκή δικογράφησή του.   

 

Οι ισχυρισμοί αυτοί της Αιτήτριας εδράζονται στη θέση του ότι η απόφαση δεν υπογράφεται από κάποιον από τους εξουσιοδοτημένους από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητικούς λειτουργούς, ενώ η Εισηγητική Έκθεση για την απόρριψη της αίτησης της  Αιτήτριας δε φαίνεται να εγκρίθηκε από τον Υπουργό και φέρει μόνο την υπογραφή του λειτουργού της EASO, ο οποίος δεν φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου να αποτελεί εξουσιοδοτημένο υπάλληλο, με αποτέλεσμα να προκύπτει και παράβαση τύπου, καθώς ελλείπουν τα στοιχεία καθορισμού του οργάνου που ενέκρινε την εισήγηση.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις αιτιάσεις του συνηγόρου της Αιτήτριας. Διαπιστώνω μέσα από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι η υποβληθείσα στην υπό κρίση υπόθεση Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού της EASO  (Βλ. συναφώς ερυθρά 60-53 του διοικητικού φακέλου) ημερομηνίας 17.05.2021, φέρει στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής, σφραγίδα με την ένδειξη «Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», ημερομηνία 24.05.2021, μία μονογραφή και ακριβώς από κάτω μία σφραγίδα με το όνομα «Α.A[5].».

 

Ως εκ τούτου, στην παρούσα περίπτωση όπου προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στην μονογραφή, ήτοι Α.A., αφού υπάρχει μονογραφή πλησίον του ονόματος που λογικώς ανήκει στο πρόσωπο  το οποίο προβαίνει στην έγκριση, καθώς και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται, κρίνω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει η ίδια η Αιτήτρια, η οποία δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει[6].

 

Ο κύριος Α.A., είναι λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος ως φαίνεται από αντίγραφο επιστολής του Υπουργού Εσωτερικών, το οποίο έχει επισυναφθεί στην ένσταση των Καθ' ων η αίτηση και βρίσκεται κατατεθειμένο στο διοικητικό φάκελο της παρούσας προσφυγής (Βλ. ερυθρό 63 του δ.φ.) είναι εξουσιοδοτημένος να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. 

 

Η παραχώρηση της σχετικής εξουσιοδότησης είναι επιτρεπτή δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962). Συνάγεται ευθέως από το ερμηνευτικό άρθρο 2, ότι πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου.  Τέτοια εξουσιοδότηση εντοπίζεται και στην υπό κρίση υπόθεση, ως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί της Αιτήτριας στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτονται[7].

 

Απορριπτέος όμως είναι και ο ισχυρισμός του συνηγόρου της Αιτήτριας, ότι ελλείπουν τα στοιχεία καθορισμού του προσώπου που ενέκρινε την εισήγηση, καθώς ως έχω ήδη αναφέρει ανωτέρω, κάτω από τη μονογραφή που τέθηκε επί της Εισηγητικής Έκθεσης, εντοπίζεται σφραγίδα με το πλήρες όνομα του Α.A. ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί, ως επίσης αναφέρθηκε, από τον Υπουργό Εσωτερικών, ώστε να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας.

 

Εξίσου απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί του ότι ο λειτουργός της EASO δεν είναι εξουσιοδοτημένος υπάλληλος καθώς κατά τον χρόνο της συνέντευξης της Αιτήτριας αλλά και της έκδοσης της Εισηγητικής Έκθεσης υπήρχε σε ισχύ σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο για την χρονική περίοδο του 2021[8] μεταξύ  της EASO και Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ υπήρχε σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο για την χρονική περίοδο του 2020[9] όπως επίσης και για την χρονική περίοδο του 2022-2024[10]. Συνεπώς, η παροχή βοήθειας και υποστήριξης προς την Υπηρεσία Ασύλου από λειτουργό της EASO (νυν EUAA) έλαβε χώρα στα πλαίσια της υφιστάμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ενόσω είχε ήδη υπογραφεί και τεθεί σε ισχύ το επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της EUAA και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί παραβίασης του δικαιώματος σε χρηστή διοίκηση- μη παραχώρηση των προβλεπόμενων διαδικαστικών εγγυήσεων.

 

Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της για πληροφόρηση σε κατανοητή για την ίδια γλώσσα, περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει ως Αιτήτρια, σε σχέση με τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, ισχυριζόμενη, μεταφέροντας αυτούσιο το περιεχόμενο της παραγράφου 8 του άρθρου 11 του περί Προσφύγων  Νόμου, ότι καμία εκ των προβλεπομένων στην παράγραφο αυτή διαδικαστικών εγγυήσεων δεν έχει παραχωρηθεί στην περίπτωση της. Συναφώς, ισχυρίζεται επίσης ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν ήταν παρών μεταφραστής και ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να επικοινωνήσει με δικηγόρο.

 

Καταρχάς επισημαίνεται ότι δεν εντοπίζω οποιανδήποτε λυσιτέλεια στην προώθηση ενός τέτοιου ισχυρισμού, καθώς η Αιτήτρια, η οποία άσκησε το δικαίωμα της για καταχώρηση προσφυγής εμπρόθεσμα και προωθώντας την παρούσα προσφυγή, μέσω μάλιστα συνηγόρου, είναι σε θέση στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας να επιχειρήσει να ανατρέψει την επίδικη απόφαση χωρίς να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο από τις κατ' ισχυρισμό διαδικαστικές αυτές παραλείψεις. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί αυτοί εγείρονται και άνευ έννομου συμφέροντος καθώς δεν προκύπτει οποιαδήποτε ζημία την οποία να υπέστη, εξ αυτών των παραλείψεων, η Αιτήτρια.

Ειδικότερα, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Τούτο διότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς, η απλή επίκληση έλλειψης δέουσας έρευνας ή διαδικαστικών πλημμελειών δεν επαρκούν από μόνοι τους για να ανατρέψουν την επίδικη απόφαση. Η Αιτήτρια, θα πρέπει να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Το γεγονός ότι, όπως κατ' ισχυρισμό προβάλλει, στερήθηκε των διαδικαστικών εγγυήσεων που της παρέχει η παράγραφος 8 του άρθρου 11 κατά την διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου οργάνου, ουδεμία σημασία μπορεί να έχει πλέον υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου.

 

Εν πάση περιπτώσει οι ισχυρισμοί αυτοί της Αιτήτριας υπόκεινται σε απόρριψη με παραπομπή στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Ειδικότερα, ανατρέχοντας στο σχετικό πρακτικό της συνέντευξης (Βλ. ερυθρά 37-18 του δ.φ.), προκύπτει ότι η διαδικασία της συνέντευξης έλαβε χώρα παρουσία διερμηνέα  ενώ οι ερωτήσεις και απαντήσεις μεταφράζονταν δεόντως στην μητρική γλώσσα της Αιτήτριας (τα Γαλλικά) και αντίστροφα, ως επιμαρτυρείται από την υπογραφή τόσο της ίδιας όσο και του διερμηνέα που εντοπίζονται στο τέλος του πρακτικού της συνέντευξης, όπου δηλώνει ότι το πρακτικό αποτελεί ακριβή καταγραφή των δηλώσεων της. Δεδομένης, ως προαναφέρθηκε, της καταχώρισης προσφυγής αλλά και υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο αξιολογεί με βάση τα δεδομένα που τίθενται ενώπιόν του, την ορθότητα της επίδικης απόφασης, η Αιτήτρια  είναι σε θέση να προβάλει τους όποιους ισχυρισμούς και να παραθέσει τα στοιχεία τα οποία δεν της δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει, προσκομίσει ή καταθέσει ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 585, ημερ. 21.09.2006, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η Υπηρεσία Ασύλου, κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης του αιτητή, είχε στη διάθεση του διερμηνέα, έτσι ώστε ο ισχυρισμός του σε σχέση με τις αντιφάσεις δεν ευσταθεί. Εάν δεν αντιλαμβανόταν ο αιτητής οποιαδήποτε ερώτηση, θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις.»

 

Σχετικά είναι επίσης και τα λεχθέντα στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ.1694/11, Noel De Silva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημερ. 07.02.2014:

 

«Το σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι η τήρηση εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση της βασικής υποχρέωσης που απορρέει από το Νόμο και εστιάζεται στην διεξαγωγή της συνέντευξης σε γλώσσα καταληπτή από τον αιτητή. Έχει υποχρέωση η διοίκηση να βεβαιώνεται ότι, ο διερμηνέας, τον οποίο έχει επιλέξει για να βοηθήσει στη συνέντευξη, είναι γνώστης της γλώσσας στην οποία υποβάλλονται οι ερωτήσεις και δίδονται οι απαντήσεις. Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.

 

Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

 

Ενόψει των ως άνω, είναι η κατάληξη μου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει η ίδια η Αιτήτρια, η οποία δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τη θέση της Αιτήτριας, ως αυτή προωθείται με την κατ' ισχυρισμό  έλλειψη δέουσας έρευνας επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση. Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση των ανωτέρω, θεωρώ κρίσιμο να αναφερθούν καταρχήν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας ως αυτοί προωθήθηκαν κατά την διοικητική διαδικασία:

 

Η Αιτήτρια δήλωσε υπήκοος Καμερούν γεννηθείσα το 1995 στο NLohe της περιφέρειας Littoral. Αναφορικά με την πατρική της οικογένεια δήλωσε ότι αυτή αποτελείται από την μητέρα της, τις δύο αδελφές της και τον πατριό της, οι οποίοι διαμένουν στην περιοχή Moungo της επαρχίας Littoral στο Καμερούν. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι φοίτησε στο τμήμα της Ισπανικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Yaounde από το 2014 μέχρι το 2018, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει τις σπουδές της λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων.

 

Σύμφωνα με τα όσα η ίδια κατέγραψε στην αίτησή της, η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της καθώς υπήρξε θύμα σεξουαλικής βίας και εν γένει βίας από τον άνδρα με τον οποίο συζούσε. Πρόσθεσε ότι πολλές φορές προσπάθησε να ξεφύγει και να κρυφθεί σε άλλη πόλη στην χώρα καταγωγής της αλλά αυτός πάντα την εντόπιζε επειδή είναι ένας ισχυρός άνδρας που είχε χρήματα. Η Αιτήτρια τέλος, δήλωσε πως δεν άντεχε άλλο τις απειλές θανάτου και διέφυγε.

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε πως όταν ξεκίνησαν οι εντάσεις στο αγγλόφωνο Καμερούν, η μητέρα της έχασε την εργασία της στην περιοχή αυτή όπου και εργαζόταν, λόγω των συγκρούσεων και ο αδελφός της έχασε την ζωή του σε ηλικία 9 μηνών από αδιάκριτα πυρά με αποτέλεσμα λόγω των ανωτέρων συνθηκών ανασφάλειας η μητέρα της και ο νέος της σύζυγος να επιστρέψουν πίσω στο χωριό τους στην NLohe. Εξαιτίας της χειροτέρευσης της οικονομικής τους κατάστασης, η Αιτήτρια αναγκάστηκε να σταματήσει τις σπουδές της στην Yaoundé το 2018 και να επιστρέψει και η ίδια πίσω στην NLohe. Κατά την επιστροφή της εκεί, ο θείος της, της πρότεινε να παντρευτεί με έναν ευκατάστατο άνδρα φίλο του προκειμένου να λύσει το οικονομικό πρόβλημα της οικογένεια της. Η ίδια στην αρχή αρνήθηκε αλλά στην συνέχεια πήγε να διαμείνει μαζί του στο σπίτι του στην Nkongsamba, προκειμένου ο άνδρας αυτός (στο εξής αναφερόμενος για εύκολη αναφορά ως «ο συμβίος της») να πληρώνει το ενοίκιο της οικίας της οικογένειας της.

 

Κατά την διάρκεια της 8μηνης διαμονής μαζί του, η Αιτήτρια δήλωσε πως ο συμβίος της ασκούσε πίεση ώστε η ίδια να συνευρεθεί ερωτικά μαζί του και την χτυπούσε κάποιες φορές επειδή αρνείτο να συνευρεθεί μαζί του. Πρόσθεσε πως αυτός απουσίαζε από το σπίτι για περίπου ένα μήνα κάθε φορά αλλά όταν επέστρεφε δημιουργούνταν τα ίδια προβλήματα. Κληθείσα να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους καυγάδιζαν, δήλωσε κυρίως επειδή αυτός την πίεζε σε ερωτική συνεύρεση αλλά και επειδή δεν ήθελε η Αιτήτρια να βγαίνει από το σπίτι και να συναντά τους φίλους της. Αυτά τα προβλήματα δήλωσε ότι λάμβαναν χώρα περίπου 3 φορές τον μήνα και η ίδια τις περισσότερες φορές που την πίεζε να συνευρεθούν ερωτικά κατέφευγε στο σπίτι της μητέρας της. Προσπάθησε, ως ανέφερε, να καταγγείλει τον συμβίο της στις αρχές αλλά δεν την πίστεψαν επειδή αυτός είναι ένας πλούσιος άνδρας και έχει χρήματα. Πρόσθεσε πως πιστεύει ότι ο συμβίος της είναι διακινητής ναρκωτικών επειδή είχε συναντήσεις με εργάτες μόνο κατά την διάρκεια της νύχτας.

 

Εν συνεχεία, η Αιτήτρια δήλωσε πως ήθελε να συνεχίσει με τις σπουδές της για να εξεύρει μια καλύτερα εργασία και για να μην παραμείνει με τον άνδρα αυτόν. Έτσι μίλησε με τον φίλο της που της οργάνωσε το ταξίδι της, ο οποίος της είπε ότι θα μπορούσε να πάει στην Ευρώπη για να σπουδάσει και να βρει εργασία, όμως για να το κάνει αυτό χρειαζόταν χρήματα. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια αποφάσισε να κλέψει κάποια χρήματα από τον συμβίο της για να χρηματοδοτήσει το ταξίδι της. Μια μέρα ως δήλωσε πήρε τα χρήματα που συνήθως ο συμβίος της κρατούσε στη ντουλάπα και μετέβη για να μην εντοπισθεί στο σπίτι του φίλου της. Μέσα σε δύο εβδομάδες από το ανωτέρω γεγονός η Αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της. 

 

Η Αιτήτρια δήλωσε πως μετά την έξοδο της από την χώρα καταγωγής της, μίλησε με την μητέρα της, η οποία την ενημέρωσε πως ο συμβίος της ανακάλυψε ότι η Αιτήτρια του έκλεψε χρήματα και εξαιτίας αυτού σταμάτησε να τους συνδράμει οικονομικά. Πρόσθεσε πως η οικογένεια της έχει βρει σήμερα ένα νέο μικρότερο σπίτι και προσπαθούν να επιβιώσουν με κάποιες μικροεργασίες.

 

Ερωτηθείσα τι πιστεύει ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της δήλωσε πως δεν γνωρίζει, πιστεύει πως ίσως ο συμβίος της την σκοτώσει ή την βάλει στη φυλακή. Κληθείσα να επεξηγήσει για ποιο λόγο αυτός ο άνδρας θα την αναζητήσει σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε επειδή έκλεψε τα χρήματα του και επειδή αυτός ήξερε ότι η ίδια είναι μαζί του για την οικογένεια της.  Πρόσθεσε, ακόμη, πως σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της δεν θα μπορέσει να καλύψει τα έξοδα της οικογένειας της ως το μεγαλύτερο τέκνο αυτής και ίσως εξαναγκασθεί να παντρευτεί  με κάποιον άνδρα προκειμένου να επιβιώσει οικονομικά. Ερωτηθείσα εάν θα ήταν σε θέση να εξεύρει εργασία σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά, ισχυριζόμενη πως είναι δύσκολο λόγω της επικρατούσας εκεί οικονομικής και πολιτικής κατάστασης.

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας , ο λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας  σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο μεν πρώτος ισχυρισμός αφορά το προφίλ, την ταυτότητα και την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και ο δε δεύτερος ισχυρισμός της αφορά το ότι η ίδια αναγκάσθηκε να διαμείνει με έναν άνδρα ο οποίος την χτυπούσε και ο οποίος θα μπορούσε να την σκοτώσει. Ο πρώτος ισχυρισμός της Αιτήτριας έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι παρατέθηκε με επαρκή λεπτομέρεια και πως, βρισκόταν σε συμφωνία με τις εξωτερικές πηγές και τα έγγραφα ταυτοποίησης που η ίδια προσκόμισε. Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό της, αυτός, ωστόσο, απορρίφθηκε καθώς οι δηλώσεις της κρίθηκαν ως στερούμενες λεπτομερειών, συνοχής και σαφήνειας. Αρχικώς, ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε πως η Αιτήτρια χρησιμοποίησε λέξεις  βαρύνουσας σημασίας για να αναπτύξει τον ανωτέρω ισχυρισμό της, τις οποίες όταν κλήθηκε να επεξηγήσει απέδωσε διαφορετική ερμηνεία και ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός αναφέρθηκε στην δήλωση της Αιτήτριας περί του ότι υποχρεώθηκε να διαμείνει με τον εν λόγω άνδρα, ενώ από τις λοιπές τοποθετήσεις της προέκυψε ότι η ίδια συμφώνησε να διαμείνει στην οικία αυτού για οικονομικούς λόγους αλλά και στην δήλωση της περί του ότι η μητέρα της δέχθηκε απειλές από τον συμβίο της, οι οποίες εν τέλει δεν ήταν απειλές απλά αυτός σταμάτησε να πληρώνει το ενοίκιο της οικίας της οικογένειας της. Εν συνεχεία, κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει με επάρκεια τον ισχυρισμό της περί του ότι θα εντοπισθεί από τον συμβίο της αλλά και να επεξηγήσει με συγκεκριμένο και επαρκή τρόπο την φύση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του άνδρα αυτού ως ευλόγως θα αναμένονταν αφ’ης στιγμής η ίδια δήλωσε ότι αυτός είναι πλούσιος και αυτό το στοιχείο θα μπορούσε να επεξηγήσει ένας μέρος του φόβου της. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός ανέφερε σχετικά με την εξέλιξη της υπόθεσης της Αιτήτριας στην χώρα καταγωγής της πως ο συμβίος της, ως δήλωσε η Αιτήτρια, σταμάτησε να συνδράμει οικονομικά την οικογένεια της, πως η ίδια δεν έχει πλέον επικοινωνία μαζί του, και πως μάλλον ο άνδρας αυτός, ως πιστεύει η Αιτήτρια δεν ανέφερε την κλοπή των χρημάτων του από την ίδια στην αστυνομία ειδάλλως θα την είχε ενημερώσει η μητέρα της σχετικά με αυτό. Εκ των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως εάν ο συμβίος της ήθελε να την βλάψει θα το είχε πράξει με έναν δριμύτερο τρόπο παρά να σταματήσει απλώς να πληρώνει το ενοίκιο της οικίας της οικογένειας της. Επεσήμανε ακόμη ως προς τον φόβο της πως η Αιτήτρια κατά την συνέντευξη της στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησης της δήλωσε πως ο λόγος για τον οποίον έφυγε ήταν για να σπουδάσει και όχι για να αιτηθεί άσυλο. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός δεν προέβη σε έρευνα επί εξωτερικών πηγών πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας εξαιτίας της εγγενούς υποκειμενικής φύσης του ανωτέρω ισχυρισμού της και ως εκ τούτου απέρριψε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστο.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού της, ήτοι της χώρας καταγωγής και ταυτότητας της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως δεν συντρέχει εύλογη πιθανότητα βάσει των ατομικών περιστάσεων της ανωτέρω σε συνδυασμό με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής της να εκτεθεί η ίδια σε μεταχείριση που ισοδυναμεί σε δίωξη ή σοβαρό κίνδυνο βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της εκεί και ειδικότερα στην περιοχή συνήθους διαμονής της στην NLohe, της επαρχίας Littoral.

 

Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι, βάσει των δηλώσεων της Αιτήτριας, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και άρθρου 1 Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, ως εκ τούτου η Αιτήτρια δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα. Επιπλέον, κατά την αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στο Καμερούν δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15 (α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15 (β) της ανωτέρω Οδηγίας. Αναφορικά δε με το άρθρο 15 (γ)  της ανωτέρω Οδηγίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως, επί τη βάσει πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι στην Littoral , δεν μπορεί να συναχθεί πως η κατάσταση που επικρατεί εκεί δύναται να χαρακτηρισθεί ως διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη. Μάλιστα από τις πληροφορίες που παρέθεσε κατέληξε πως η ευρύτερη περιοχή από την οποία προέρχεται η Αιτήτρια (Littoral) είναι σχετικά ασφαλής και ανεπηρέαστη από τα περιστατικά ανασφάλειας που επηρεάζουν τις άλλες περιοχές της χώρας. Ως εκ τούτου δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται πως η Αιτήτρια κατά την επιστροφή της εκεί θα κινδυνεύσει, δια και μόνο της παρουσίας της εκεί, να έρθει αντιμέτωπη με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά την έννοια του άρθρου 15 (γ)  της ανωτέρω Οδηγίας.  Επομένως, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματός της περί χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση του λειτουργού της EASO η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι ορθά ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας κρίθηκε αξιόπιστος, ευρήματα για τα οποία το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό της Αιτήτριας, έχοντας ενώπιόν μου το πρακτικό της συνέντευξης, φρονώ πως οι Καθ’ ων η αίτηση δεν σχημάτισαν ορθώς τον ισχυρισμό αυτόν, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτόν στοιχεία του φόβου της Αιτήτριας («[…] who would kill her») παραλείποντας είτε να ενσωματώσουν σε αυτόν είτε να σχηματίσουν ως αυτοτελείς ισχυρισμούς ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία η Αιτήτρια ανέφερε κατά την συνέντευξη της, ήτοι την κατ’ ισχυρισμό κλοπή από την Αιτήτρια χρημάτων από τον συμβίο της, τις πιέσεις που ως δήλωσε δεχόταν από αυτόν για σεξουαλική συνεύρεση αλλά και τον ψυχολογικό εκβιασμό στον οποίο κατά τις δηλώσεις της υπόκειντο όταν αρνείτο να συνευρεθεί μαζί του, τα οποία αποτελούν σημαντικά στοιχεία για την ουσία της αίτησης της[11]. Επιπροσθέτως των ανωτέρω, παρατηρώ πως οι Καθ’ ων η αίτηση κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ανωτέρω ισχυρισμού προέβησαν σε αξιολόγηση που παραπέμπει περισσότερο σε αξιολόγηση κινδύνου παρά σε αξιολόγηση ισχυρισμών. Ειδικότερα, δεν έγινε καμία αξιολόγηση επί της αξιοπιστίας του στοιχείου που ενυπάρχει στον επίμαχο ισχυρισμό αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό  σωματική βία που υπέστη η Αιτήτρια από τον συμβίο της (“[…]who was beating her[…]”), αλλά η ανάλυση των Καθ’ ων η αίτηση επικεντρώθηκε κυρίως στο τμήμα του ανωτέρω ισχυρισμού  που αφορά τον κίνδυνο περί της ζωής της που επικαλέστηκε η Αιτήτρια κατά την συνέντευξη της σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της(«[…]who would kill her»).

 

Λαμβάνοντας συνεπώς υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι η Διοίκηση προέβη σε εσφαλμένη και ανεπαρκή αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, παραλείποντας κατά τούτο να λάβει υπόψιν της ουσιώδη πραγματικά γεγονότα.

 

Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν, είναι η κατάληξη μου στοιχειοθετείται λόγος ακυρώσεως που έγκειται στην έλλειψη δέουσας υπό τις  περιστάσεις έρευνας με αποτέλεσμα να πλήττεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο σχετικός λοιπόν λόγος ακυρώσεως τον οποίον προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας, επιτυγχάνει. 

 

ΕΛΕΓΧΟΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 

H ως άνω κατάληξη μου θα σφράγιζε την τύχη της παρούσας προσφυγής, εάν το παρόν Δικαστήριο ενεργούσε μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι το παρόν Δικαστήριο έχει διευρυμένες εξουσίες, αφού ενεργώντας και ως Δικαστήριο ουσίας έχει δικαιοδοσία δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, να προβαίνει σε έλεγχο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν λαμβάνοντας υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.

 

Οφείλω παρ’ όλα αυτά να επισημάνω ότι μια τέτοια εξέταση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα όρια του αντικειμένου της διαφοράς, το οποίο νοείται ως το αποτέλεσμα που επιδιώκει ένας διάδικος με τις αξιώσεις του, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των αιτημάτων και των ισχυρισμών που προβάλλονται προς τούτο. Η δυνατότητα δηλαδή του παρόντος Δικαστηρίου για έλεγχο ουσίας, δεν μπορεί να βαίνει μέχρι σημείου ώστε να αγνοηθούν ή να υπερκερασθούν τα όρια του αντικειμένου της διαφοράς όπως αυτό έχει καθορισθεί από τους διαδίκους με τις αξιώσεις τους, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των ισχυρισμών που προέβαλαν οι εν λόγω διάδικοι, και επομένως το εν λόγω εθνικό δικαστήριο δεν οφείλει να διευρύνει το αντικείμενο της ως άνω διαφοράς ώστε να βαίνει πέραν των αιτημάτων και των ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιόν του κατά παράβαση της αρχής της δικαστικής απόφανσης μέσα στα όρια της αίτησης (ne eat iudex ultra petita partiam).

 

Στη βάση των ως άνω λεχθέντων, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια επιζητεί με το αιτητικό Α της προσφυγής της: 

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση (…) με την οποία απέρριψαν το αίτημα της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας ως πολιτικού πρόσφυγα και/ή υποκατάστατου προστασίας είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος».

 

Η Αιτήτρια συνεπώς περιορίζει το αίτημα της, επιζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και όχι και την τροποποίηση αυτής, ή την απόδοση ή αναγνώριση ή χορήγηση σε αυτήν του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας. Παρ’ όλα αυτά η Αιτήτρια με το αιτητικό Β της προσφυγής της, επιζητεί από το παρόν Δικαστήριο:

 

«Οιανδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο»,

 

αίτημα το οποίο φρονώ ότι διασώζει τις παραλείψεις που εντοπίζονται στο επίδικο δικόγραφο της προσφυγής, παρέχοντας στο Δικαστήριο τη δυνατότητα άσκησης ελέγχου ουσίας ως άλλωστε αυτή η εξουσία επιφυλάσσεται στο Δικαστήριο τούτο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου. Επισημαίνω ωστόσο ότι οι εκάστοτε συνηγόροι των αιτητών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να είναι ιδιαίτερα επιμελείς κατά την σύνταξη των προσφυγών τους, ούτως ώστε να θέτουν το ορθό νομικό πλαίσιο και υπόβαθρο και κυρίως να επιζητούν την κατάλληλη, υπό τις περιστάσεις θεραπεία, διασφαλίζοντας κατά τούτο πλήρως τα δικαιώματα των αιτητών.

 

Παρά το γεγονός ότι η τροποποίηση της απόφασης ή η απόδοση του καθεστώτος αυτού δεν αποτελεί ρητό αίτημα της Αιτήτριας, εντούτοις, για τους λόγους που επεξήγησα, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για αναγνώριση της Αιτήτριας ως πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εξέταση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αίτησής

 

Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω και έχοντας ενώπιόν μου τα πρακτικά της συνέντευξης της Αιτήτριας και ασκώντας την εξουσία που δίδει ο νόμος στο παρόν Δικαστήριο, θα προχωρήσω στον εξ’ υπαρχής σχηματισμό του δεύτερου ισχυρισμού της Αιτήτριας ως εξής: (2) ότι η Αιτήτρια κατά το διάστημα διαμονής της στο σπίτι του εύπορου φίλου του θείου της, υπέστη σωματική βία, πιέσεις και ψυχολογικό εκβιασμό από τον ανωτέρω άνδρα ώστε να συνευρεθεί ερωτικά μαζί του, από τον οποίο εν συνεχεία έκλεψε χρήματα για να χρηματοδοτήσει το ταξίδι της εκτός της χώρας καταγωγής της.

 

Εν συνεχεία θα προχωρήσω στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ανωτέρω ισχυρισμού. Αρχικώς, παρατηρώ πως οι δηλώσεις της Αιτήτριας σχετικά με την οικονομική δυσπραγία της οικογένειας της, ένεκα της οποίας ως δήλωσε αναγκάσθηκε να αποδεχτεί την πρόταση του θείου της και να πάει να διαμείνει με τον εύπορο φίλο του ώστε αυτός να συνδράμει οικονομικά την οικογένεια της διέπονται από συνοχή, σαφήνεια και επάρκεια πληροφοριών και δεν προκύπτουν στοιχεία περί αντίθετης κρίσης επί αυτού.  Αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτέθηκε κατά το διάστημα της 8μηνης διαμονής της στο σπίτι του ανωτέρω άνδρα, κρίνω πως η Αιτήτρια αποκρίθηκε επαρκώς στις ερωτήσεις που της τέθηκαν σχετικά με το περιβάλλον στο οποίο αυτή εκτέθηκε κατά το διάστημα διαμονής της εκεί αλλά και ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες σε θέματα που άπτονται της κακοποιητικής συμπεριφοράς του συμβίου απέναντί της και τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτός ασκούσε σωματική και συναισθηματική βία απέναντί της. Ειδικότερα, παρέθεσε ότι δέχονταν σωματική βία από αυτόν όταν αρνείτο να συνευρεθεί ερωτικά μαζί του σε συχνότητα περίπου τριών φορών το μήνα, αναφέρθηκε ακόμη με επάρκεια στις επανειλημμένες πιέσεις που δέχονταν από τον συμβίο της προς ερωτική συνεύρεση μαζί του, στις προφορικές απειλές θανάτου που δέχονταν από αυτόν όταν καβγάδιζαν, αλλά και στον ψυχολογικό εκβιασμό που η ίδια υφίσταντο με σκοπό να πράξει η ίδια όσα εκείνος τις υπεδείκνυε(Βλ.Ερ.21 δ.φ.) Αναφέρθηκε ακόμη με επάρκεια και σαφήνεια στους περιορισμούς που υφίσταντο κατά το διάστημα της διαμονής της στο σπίτι του αλλά και στον φόβο που ένιωθε απέναντί του. Ειδικότερα ως δήλωσε η Αιτήτρια ο συμβίος της,  της απαγόρευε συχνά να βγαίνει από το σπίτι (Βλ.Ερ.19-1χ, Ερ. 16, Ερ. δ.φ) και να συναντά τους φίλους της αλλά και ότι αυτός δεν ήθελε την Αιτήτρια να συνεχίσει τις σπουδές της ώστε η ίδια να συνεχίσει να εξαρτάται οικονομικά από αυτόν.  

 

Συμφωνώ με τους Καθ’ ων η αίτηση ως προς το ότι θα αναμενόταν η Αιτήτρια να γνωρίζει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες του άνδρα με τον οποίο διέμενε περί τους 8 μήνες, εντούτοις κρίνω ότι επεξήγησε με επάρκεια τους λόγους για τους οποίους δεν γνώριζε συγκεκριμένα τι έκανε ο συμβίος της, αποκρινόμενη πως όταν έμενε μαζί του δεν ήθελε να γνωρίζει πολλά επειδή φοβόταν(Βλ.Ερ.17 δ.φ.). Επίσης, η Αιτήτρια με συνεκτικό τρόπο περιέγραψε το σχέδιο της να κλέψει χρήματα από τον εν λόγω άνδρα προκειμένου να χρηματοδοτήσει το ταξίδι της εκτός της χώρας καταγωγής της και να μην παραμείνει περισσότερο μαζί του. Αν και δεν ετέθησαν στην Αιτήτρια ερωτήσεις από τον αρμόδιο λειτουργό σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες η ίδια κατάφερε να κλέψει χρήματα από τον συμβίο της, παρά ταύτα όσες δηλώσεις της σχετίζονται με το ανωτέρω στοιχείο διέπονται από συνοχή και αληθοφάνεια.

 

Επιπρόσθετα, επισημαίνω πως λόγω της φύσης των ανωτέρω στοιχείων δεν αναμένεται από την Αιτήτρια να εισέλθει σε εξαντλητικές και λεπτομερείς περιγραφές των πράξεων βίας που υπέστη, αλλά να σκιαγραφήσει το προφίλ του συμβίου της και το περιβάλλον στο οποίο ήταν εκτεθειμένη, κάτι το οποίο φρονώ πως έπραξε με τρόπο επαρκή και ικανοποιητικό. Ακόμη, δέον να επαναλάβω ότι εσφαλμένα οι Καθ’ ων η αίτηση επικαλέστηκαν δηλώσεις της Αιτήτριας οι οποίες σχετίζονται με την εκτίμηση του μελλοντικού κινδύνου για να κρίνουν ως αναξιόπιστο τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ενώ αυτές θα έπρεπε και θα εξεταστούν σε επόμενο στάδιο, αυτό της εκτίμησης του μελλοντικού κινδύνου. Πιο συγκεκριμένα, το ότι ο συμβίος της σταμάτησε να συνδράμει οικονομικά την οικογένεια της όταν η ίδια εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της ή ότι η οικογένεια της βρήκε μετά από αυτό νέα κατοικία αλλά και ότι ο αυτός δεν την κατήγγειλε στην αστυνομία για την κλοπή ειδάλλως αυτή θα είχε ενημερωθεί, αποτελούν στοιχεία που δεν πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία του ανωτέρου ισχυρισμού της Αιτήτριας. Δεν ανατρέπουν δηλαδή το ότι η Αιτήτρια υπέστη σωματική βία ή ότι αναγκάσθηκε να διαμείνει με τον ανωτέρω άνδρα για οικονομικούς λόγους ή ότι έκλεψε ένα ποσό από τον ίδιο προκειμένου να εγκαταλείψει την χώρα παρά αποτελούν ευρήματα δυνάμενα να αξιολογηθούν στο πλαίσιο του ενδεχόμενου μελλοντικού κινδύνου, ζήτημα το οποίο εξετάζεται αυτοτελώς σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της Αιτήτριας.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των ανωτέρω ισχυρισμών της Αιτήτριας, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πληροφορίες αναφορικά με την έμφυλη βία στην χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, από την οποία διαφάνηκαν τα ακόλουθα:  

 

·                Σε έκθεση για την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας της Καναδικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Ασύλου (διάστημα αναφοράς 2020-2022), σημειώνεται ότι: «Πηγές αναφέρουν ότι η ενδοοικογενειακή βία στο Καμερούν είναι ‘ευρέως διαδεδομένη’.[12] Επίσης, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) αναφέρει ότι  ‘οι διακρίσεις κατά των γυναικών’ είναι ‘διαδεδομένες’ στο Καμερούν και ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι ‘ενδημική’».[13] […] Σύμφωνα με το RuWCED [Rural Women Center for Education and Development Cameroon], εκτός από το κοινωνικό ‘στίγμα’ για τους επιζώντες και τις οικογένειές τους, ‘οι περισσότερες’ γυναίκες από κοινωνικοοικονομικά ‘μειονεκτικά’ πλαίσια υφίστανται ενδοοικογενειακή βία επειδή εξαρτώνται οικονομικά από τους συζύγους τους».[14],[15] 
·                Πλήθος επιπρόσθετων εξωτερικών πηγών πληροφόρησης επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η βία με βάση το φύλο είναι ευρέως διαδεδομένη, και ότι η επικράτησή της είναι υψηλή σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της συχνής σεξουαλικής παρενόχλησης ασυνόδευτων γυναικών που ταξιδεύουν μόνες. Οι δράστες σπάνια διώκονται ποινικά, εν μέρει λόγω της απροθυμίας των θυμάτων να αναφέρουν τα περιστατικά κακοποίησης από φόβο αντεκδίκησης ή στιγματισμού.[16] 

 

·                Αναφορικά με την δυνατότητα κρατικής προστασίας, η ανωτέρω επικαλούμενη έκθεση σημειώνει πως «αν και το Σύνταγμα του Καμερούν εγγυάται ίσα δικαιώματα σε άνδρες και γυναίκες, πηγές αναφέρουν ότι στην πράξη αυτή η αρχή δεν εφαρμόζεται [πάντα] και οι γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση στα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες. Το Freedom House αναφέρει ότι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και βιασμού ‘σπάνια’ διώκονται ποινικά[17]. Ομοίως, η Baker McKenzie, μια διεθνής δικηγορική εταιρεία που παρέχει υπηρεσίες επιχειρηματικού δικαίου, υποδεικνύει ότι οι επιζώντες είναι απρόθυμοι να υποβάλουν καταγγελία στην αστυνομία, καθώς η αστυνομία δεν θεωρεί την ενδοοικογενειακή βία ‘σοβαρό ζήτημα’.[18] Η ίδια πηγή προσθέτει ότι οι δικαστές ‘γενικά’ αποδέχονται ότι ένας άνδρας έχει «πειθαρχικά δικαιώματα» στη σύζυγό του, σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο.[19],[20]

 

·                Σύμφωνα με έκθεση του USDOS για την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην χώρα, η οποία καλύπτει το έτος 2022, αναφέρεται πως «η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε καμία επίσημη πολιτική για τις διακρίσεις κατά των γυναικών σε τομείς όπως το διαζύγιο, την επιμέλεια των παιδιών, την απασχόληση, την αμοιβή, την ιδιοκτησία, την εκπαίδευση, και την στέγαση. Υπήρχαν νομικοί περιορισμοί στην απασχόληση των γυναικών σε ορισμένα επαγγέλματα και λιγότερες γυναίκες κατέλαβαν θέσεις ευθύνης[21]. Επίσης, η ίδια έκθεση σημειώνει ότι «υπήρχαν ‘σοβαρά προβλήματα’ με την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος στην χώρα το 2022 και πως για  πολίτες και οργανισμούς που αντιμετωπίζουν παραβιάσεις των πολιτικών τους δικαιωμάτων, αστικά ένδικα μέσα υπάρχουν μέσω διοικητικών ή νομικών διαδικασιών αλλά συνεπάγονται ‘μεγάλες καθυστερήσεις’[22].

 
Από τις ανωτέρω πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκύπτει πως η βία με βάση το φύλο αποτελεί διαδεδομένη πρακτική στο Καμερούν, με σχετικά χαμηλή απόκριση από τις αρχές προστασίας της χώρας αλλά και με μερικά μόνο περιστατικά έμφυλης βίας να αναφέρονται στις αρχές από τα θύματα, και με πολλές γυναίκες από χαμηλά οικονομικά στρώματα να υπομένουν την βία από σύντροφο/σύζυγο λόγω της οικονομικής σχέσης εξάρτησης με τους ανωτέρω. Ως εκ τούτου, ο ανωτέρω ισχυρισμός της Αιτήτριας γίνεται αποδεκτός ενόψει της στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας αυτού. 

 

Νομική εκτίμηση της εκπλήρωσης των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας

 

Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς.

 

Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου: 

 

«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ’ αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει γίνει ήδη αποδεκτό ότι η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν και, όντας στην Κύπρο, βρίσκεται εκτός της χώρας ιθαγενείας της αναζητώντας προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία, απομένει να εξεταστούν τα λοιπά συστατικά στοιχεία που τίθενται στο άρθρο 3.

 

Βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης Αιτήτριας- εκτίμηση κινδύνου

 

Έχοντας γίνει αποδεκτοί οι ανωτέρω ουσιώδεις ισχυρισμοί της Αιτήτριας θα προχωρήσω στην ανάλυση της αξιολόγησης του κινδύνου προκειμένου να διαπιστωθεί, επί τη βάσει των ανωτέρω αποδεκτών ισχυρισμών, κατά πόσο προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, το Καμερούν.

 

Το πρώτο ερώτημα λοιπόν που απασχολεί είναι κατά πόσο υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας. Προϋπόθεση της εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου είναι η ύπαρξη φόβου, τόσο ως ενδιάθετης κατάστασης του προσφεύγοντα (υποκειμενικός φόβος) όσο και ως πραγματικής κατάστασης (αντικειμενικός φόβος). Με τον όρο «υποκειμενικό στοιχείο του φόβου» υποδηλώνεται μία ενδιάθετη κατάσταση και ένα συγκεκριμένο, επιτακτικό κίνητρο φυγής από τη χώρα καταγωγής του, το οποίο δεν συνδέεται με άλλο λόγο φυγής. Εν προκειμένω το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου πληρούται καθώς η Αιτήτρια εξέφρασε φόβο για τη ζωή της, σε περίπτωση που αναγκαστεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της. Ως προς το αντικειμενικό στοιχείο, είναι αναγκαίο να αξιολογηθούν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, οι οποίοι δεν πρέπει ωστόσο να εκτιμώνται με τρόπο αφηρημένο, αλλά να εξετάζονται σε συσχετισμό με το όλο πλαίσιο της σχετικής κατάστασης στην χώρα καταγωγής. Ο φόβος του προσφεύγοντα πρέπει να θεωρείται δικαιολογημένος, εάν μπορεί να θεμελιωθεί σε έναν εύλογο βαθμό ότι η εξακολούθηση της παραμονής του στην χώρα προέλευσης του  έχει γίνει αφόρητη για τους λόγους που αναφέρονται στον ορισμό ή θα μπορούσε να του γίνει αφόρητη για τους ίδιους λόγους, εάν επέστρεφε σε αυτήν. Η εκτίμηση για το αν ο φόβος είναι βάσιμος απαιτεί τη διαπίστωση ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο φόβος του προσφεύγοντα να πραγματοποιηθεί κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.

 

Η αξιολόγηση λοιπόν της νομικής προϋπόθεσης του «βασίμου» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής. Ανακύπτει συνεπώς πρώτιστα το ερώτημα, κατά πόσο η Αιτήτρια έχει ήδη υποστεί «πράξη δίωξης».

 

Συνιστά η μεταχείριση την οποίαν υπέστη η Αιτήτρια «πράξη δίωξης»;

 

Η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 δεν περιέχει ορισμό της έννοιας της δίωξης, ωστόσο από το άρθρο 33 αυτής  συνάγεται ότι η απειλή κατά της ζωής ή της ελευθερίας για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα θεωρείται πάντοτε δίωξη. Άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί για τους ίδιους λόγους  να συνιστούν δίωξη.

 

Υπενθυμίζεται, πως όσον αφορά στις πράξεις δίωξης, το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει, μεταξύ άλλων, πως κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης για τους Πρόσφυγες, τέτοιες πράξεις πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δε χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Προς καθοδήγηση, στο άρθρο 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου τίθεται ένας μη εξαντλητικός κατάλογος πράξεων δίωξης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι «(α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας(…)». Ομοίως, επισημαίνεται πως κάθε πράξη βίας, απόπειρα ή απειλή σεξουαλικής φύσης η οποία έχει ως αποτέλεσμα, ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα, αρκούντως σοβαρή σωματική, ψυχολογική ή συναισθηματική βλάβη πληροί τις προϋποθέσεις, ώστε να χαρακτηρισθεί πράξη δίωξης[23].

 

Ως εκ των ανωτέρω, επισημαίνω πως η κατ’ εξακολούθηση σωματική και ψυχολογική/συναισθηματική βία[24] (προφορικές απειλές, εκβιασμός, περιορισμός) που η Αιτήτρια δήλωσε ότι υπέστη από τον ανωτέρω άνδρα κατά το διάστημα της 8μηνης διαμονής της μαζί του δύνανται να θωρηθεί ως πράξη δίωξης.

 

Προχωρώντας λοιπόν στην ανάλυση του ενδεχόμενου μελλοντικού  κινδύνου της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, απαραίτητη είναι και η συνεκτίμηση των προνοιών του άρθρου 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου:

 

«το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί».

 

Ως εκ τούτου, αυτό καθαυτό το γεγονός ότι η Αιτήτρια υπέστη προγενέστερη δίωξη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι υφίσταται κίνδυνος μελλοντικής δίωξης της. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ως αναφέρθηκε, πως οι αποδείξεις προγενέστερης δίωξης αποτελούν σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου δίωξης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δίωξη δεν θα επαναληφθεί.

 

Εν προκειμένω, διαπιστώνω πως δεν προκύπτουν βάσιμοι λόγοι, όπως αυτοί προκύπτουν από τα λεγόμενα της Αιτήτριας, να υποστεί η Αιτήτρια εκ νέου πράξεις βίας από τον (πρώην) συμβίο της κατά την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δήλωσε πως μετά την διαφυγή της από το σπίτι του εν λόγω άνδρα δεν δέχθηκε κάποια ενόχληση ή απειλή από αυτόν, ούτε εντοπίσθηκε από τον ίδιο στο σπίτι που είχε καταφύγει μέχρι την έξοδό της από την χώρα καταγωγής της, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος θα μπορούσε να την αναζητήσει λαμβάνοντας υπόψη τις δηλώσεις της Αιτήτριας, ήτοι ότι ο συμβίος της είναι πολύ πλούσιος άνδρας αλλά και ότι την εντόπιζε όταν κάποιες φορές μετά την σωματική βία που αυτός της ασκούσε κατέφευγε στο σπίτι της μητέρας της ή φίλων της(Βλ.Ερ.13-1χ δ.φ). Ομοίως, ούτε κάποιο μέλος της οικογένειας της δέχθηκε την οιανδήποτε απειλή ή ενόχληση από τον εν λόγω άνδρα σχετικά με το ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε την οικία του και τον ίδιο πέρα από το να σταματήσει αυτός την οικονομική υποστήριξη που παρείχε στην οικογένεια της(Βλ.Ερ.22, 19-4χ,2χ). Η Αιτήτρια, επίσης, δήλωσε πως δεν έχει καμία επικοινωνία με τον πρώην συμβίο της αλλά ούτε και η μητέρα της, με την οποία έχει επικοινωνία, της έχει μεταφέρει κάποια επιπρόσθετη πληροφορία σχετικά με αυτόν πέραν του ότι αυτός, όταν ανακάλυψε τα χρήματα που η Αιτήτρια έκλεψε από αυτόν, σταμάτησε να τους συνδράμει οικονομικά και ότι τους έδιωξε από το σπίτι που ενοικίαζαν μέχρι τότε. Ούτε προκύπτουν βάσιμοι λόγοι εκ των δηλώσεων της Αιτήτριας να υποστεί φυλάκιση ή οιονδήποτε κίνδυνο από τον άνδρα αυτό σχετικά με τα χρήματα που η ίδια έκλεψε με σκοπό να χρηματοδοτήσει το ταξίδι της. Ειδικότερα, η ίδια δήλωσε, ερωτηθείσα σχετικά με την κλοπή και την αντίδραση του συμβίου της επί της κλοπής, πως αυτός το μόνο που έκανε  όταν διαπίστωσε την κλοπή ήταν να σταματήσει να βοηθάει οικονομικά την οικογένεια της και δεν την κατήγγειλε στην αστυνομία ειδάλλως θα το γνώριζε από την μητέρα της(βλ.Ερ.19-4χ δ.φ.) αλλά και ούτε ο εν λόγω άνδρας προέβη σε οιανδήποτε άλλη βλαπτική ενέργεια εναντίον της οικογένειας της ώστε να πάρει πίσω αυτά τα χρήματα, ούτε δε, αξίωσε αυτά τα χρήματα από άλλο μέλος της οικογένειας της. Περαιτέρω, παρατηρώ πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να συγκεκριμενοποιήσει τι ακριβώς φοβάται ότι θα της συμβεί από τον ανωτέρω άνδρα, παρά  δήλωσε πως «δεν γνωρίζει, ότι φοβάται[…]» και στην συνέχεια επικαλέστηκε διάφορους γενικούς φόβους, τους οποίους ως εκ της ανωτέρω ανάλυσης φρονώ ότι δεν κατάφερε να θεμελιώσει (βλ.Ερ. 15-1χ, 2χ δ.φ.).

 

Yπενθυμίζεται δε, ότι η αξιολόγηση «πραγματικού κινδύνου δίωξης» προϋποθέτει τη συνεκτίμηση από την αρμόδια αρχή αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων[25]. Από τα ως άνω αντικειμενικά στοιχεία δεν προκύπτει βάσιμος κίνδυνος δίωξης της Αιτήτριας από τον εν λόγω άνδρα.

 

Επίσης, ούτε προκύπτουν, από τα στοιχεία της συνέντευξης της σε συνδυασμό με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, βάσιμοι λόγοι να θεωρείται πως η ίδια σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της δεν θα μπορέσει να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια της με αποτέλεσμα η ίδια να αναγκασθεί να συμβιώσει και πάλι με κάποιον άνδρα παρά τη θέλησή της, προκειμένου αυτός να την στηρίξει οικονομικά ως η ίδια ανέφερε ότι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της εκεί. 

 

Πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας καταγράφουν πως οι γυναίκες στο Καμερούν και ειδικότερα οι μόνες γυναίκες χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο αντιμετωπίζουν εμπόδια και διακριτική μεταχείριση στην πρόσβαση τους στην εργασία, υγεία και στέγαση[26]. Ειδικότερα, έκθεση του Συμβουλίου Μεταναστών και Προσφύγων του Καναδά σχετικά με τις συνθήκες των γυναικών που ηγούνται ενός νοικοκυριού, και ειδικότερα στην Yaoundé και Douala, καταγράφει σχετικά με την πρόσβαση των ανωτέρω στην εργασία «πως οι γυναίκες χωρίς γνώση γαλλικών και ενός σχετικού κοινωνικού δικτύου είναι δύσκολο να εξεύρουν εργασία στον επίσημο τομέα απασχόλησης, ενώ είναι ευκολότερο για τις γυναίκες που γνωρίζουν άτομα στο τομέα απασχόλησης τους να βρουν εργασία. Μάλιστα, όσο πιο «επίσημη» είναι η θέση εργασίας, τόσο πιο απαραίτητη είναι η γνώση των γαλλικών. Επίσης, οι γυναίκες με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση κατά την αναζήτηση εργασίας. Επιπλέον, όσες ήταν προηγουμένως αυτοαπασχολούμενες (όπως κομμώτριες, μικροέμποροι) μπορούν πιο εύκολα να ξεκινήσουν μια νέα επιχείρηση στην πόλη, αφού χρειάζονται «μικρό» κεφάλαιο εκκίνησης και έχουν ήδη τα απαραίτητα εργαλεία[27]. Έτερη απόκριση της ανωτέρω πηγής  αναφέρει πως είναι δυνατόν ανύπαντρες γυναίκες να ζήσουν μόνες τους στις μεγάλες πόλεις της Yaoundé και Douala εφόσον έχουν τους απαραίτητους πόρους και σημειώνεται πως το είδος της εργασίας που θα εξεύρουν εξαρτάται από τον βαθμό της εκπαίδευσης που κατέχουν. Είναι πιθανόν οι μη έγγαμες γυναίκες που ζουν μόνες τους να αποκτήσουν μια αρνητική/κακή φήμη καθώς σύμφωνα με την παράδοση στο Καμερούν οι γυναίκες ζουν με τους γονείς τους μέχρι να παντρευτούν[28]. Επίσης, διεθνείς  πηγές σημειώνουν πως πολλές μόνες γυναίκες στις πόλεις Yaoundé και Douala και σε μεγάλο βαθμό πολλές εκτοπισθείσες μόνες γυναίκες στις ανωτέρω πόλεις καταφεύγουν στην πορνεία εξαιτίας της αδυναμίας τους να βρουν πόρους για να επιβιώσουν[29].

 

Επομένως, εκ των ανωτέρω, βάσει και των ατομικών περιστάσεων της Αιτήτριας,  ήτοι ότι αυτή συνιστά γαλλόφωνη γυναίκα, με οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της (μητέρα, αδελφές, πατριός), με ένα σχετικά υψηλό μορφωτικό επίπεδο λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει φοιτήσει 4 έτη στο πανεπιστήμιο, με κοινωνικό δίκτυο (φίλους) και με μια σχετικά μικρή εργασιακή εμπειρία απασχολούμενη σε διάφορες μικροεργασίες  ούσα φοιτήτρια, δεν προκύπτει πως δεν θα καταφέρει να εξεύρει εργασία κατά την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της και έτσι να συνδράμει οικονομικά την οικογένεια της. Άλλωστε η ίδια κατά τις δηλώσεις της απέδωσε την μη ικανότητα της να εξεύρει εργασία σε περίπτωση επιστροφής της εκεί στην γενικότερη οικονομική και πολιτική κατάσταση που επικρατεί στην χώρα και όχι σε κάποια αδυναμία/δυσκολία που η ίδια αντιμετώπισε κατά την προσπάθεια της να βρει εργασία αλλά και ούτε συνάγεται από τις δηλώσεις της ότι αυτή αναζήτησε εργασία και δεν βρήκε κατά την διαμονή της εκεί. Επιπροσθέτως των ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν δέχθηκε κάποια πίεση από την μητέρα ή τον πατριό της ή κάποιο άλλο άρρενα μέλος της οικογένειας της ώστε να εξεύρει εργασία ή να τους συνδράμει οικονομικά, μάλιστα η μητέρα της, σε επικοινωνία μαζί της κατά την έξοδο της από την χώρα καταγωγής της, της είπε να μην ανησυχεί για το ότι ο συμβίος της σταμάτησε να τους βοηθάει οικονομικά και πως αυτοί βρήκαν νέο σπίτι και απασχολούνται σε μικροεργασίες για να ανταπεξέλθουν οικονομικά (Ερ.19-2χ δ.φ.). Ούτε και συμπεραίνεται από την αφήγηση της πως η οικογένεια της διαβιεί εκεί υπό συνθήκες ακραίας φτώχειας λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αιτήτρια είχε πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη στην χώρα καταγωγής της αλλά και ότι υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση εκεί.

 

Αναφορικά με το πρόβλημα υγείας από το οποίο η Αιτήτρια δήλωσε ότι έπασχε, ήτοι ίνωμα-όζο στον πνεύμονα, παρατηρώ πως η Αιτήτρια ανέφερε σχετικά με την παρούσα κατάσταση της υγείας της πως μετά την επέμβαση/αφαίρεση στην οποία υπεβλήθη στην χώρα καταγωγής της το 2019 αισθάνεται καλά, δεν υποφέρει από τους αυξημένης έντασης πόνους από τους οποίους υπέφερε πριν την επέμβαση της, δεν λαμβάνει κάποια σχετική φαρμακευτική αγωγή, απλά πρέπει ως δήλωσε να ελέγχεται τακτικά όταν νιώθει πόνους. Επομένως, από τα ανωτέρω συμπεραίνω δεν προκύπτει κάποια σοβαρή αναπηρία ή κάποιος κίνδυνος προς τη ζωή της Αιτήτριας βάσει της παρούσας κατάστασης της υγείας της Αιτήτριας ως αυτή εκτέθηκε από την Αιτήτρια, καθόσον δεν προσκόμισε η ίδια κάποιο σχετικό ιατρικό έγγραφο(βλ.Ερ.32 1χ, 24 δ.φ.).

 

Υπό  το φως της ανωτέρω ανάλυσης, σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις της Αιτήτριας δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Εν συνεχεία, αναφορικά με την εξέταση του κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί η  Αιτήτρια στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι  [έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου]: 

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι:

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η Αιτήτρια, ως ορθώς κατέληξαν οι Καθ’ ων η αίτηση, δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Ειδικότερα, δεν προκύπτει από το προαναφερόμενο ιστορικό της Αιτήτριας, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται η ίδια να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής  [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)]  ούτε προκύπτει ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της  στη χώρα καταγωγής της  [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

Απομένει συνεπώς η εξέταση των προϋποθέσεων που θέτει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2). Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε  στην  απόφασή  του C-901/19, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημερομηνίας 10/06/2021[30] ότι αυτοί είναι:

 

 «(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»

 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του στην υπόθεση Sufi and Elmi κατά Ηνωμ. Βασιλείου, ημερομηνίας 28.11.2011[31], αξιολόγησε, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji vStaatssecretaris van Justitie, ημερ. 17.02.2009[32] [έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου]:

 

«34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36.     Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37.   Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38.      Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39.   Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[33] λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής της Αιτήτριας, έκρινα σκόπιμο όπως προχωρήσω σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη περιφέρεια  Littoral του Καμερούν(στην οποία υπάγεται γεωγραφικά το χωριό Nlohe), που αποτελεί τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, από την οποία διαφάνηκαν τα ακόλουθα:

 

Ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής, βάσει του portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict)[34] παρατηρώ ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στην περιοχή Far North. Στις περιοχές Northwest και Southwest, αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών.[35] Οι απαρχές της σύγκρουσης εντοπίζονται κατά το 2016 όταν αγγλόφωνοι δικηγόροι, μαθητές και δάσκαλοι ξεκίνησαν να διαδηλώνουν λόγω της υποεκπροσώπησής τους και της περιθωριοποίησής τους από την κυβέρνηση, ενώ η συμβολική μονομερής ανακήρυξη του ανεξάρτητου κράτους της Αμπαζονίας την πρώτη Οκτωβρίου 2017 επέφερε την άμεση χρήση του στρατού στις αγγλόφωνες περιοχές.[36] Προέκυψαν από τις άνω εξελίξεις διάφορες αυτονομιστικές ομάδες οι οποίες υποστηρίζουν τη δημιουργία της «Δημοκρατίας της Αμπαζονίας» στη βορειοδυτική και τη νοτιοδυτική περιφέρεια[37].

 

Οι αντιμαχόμενες πλευρές αποτελούνται από τις δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν και από τις ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες. Οι δυνάμεις των αυτονομιστών παρουσιάζονται διαιρεμένες, αν και το μεταξύ τους επίπεδο συνεργασίας παραμένει ασαφές[38].

 

Παρατηρείται διαρκώς αυξανόμενη προσπάθεια των ομάδων προς συνεργασία, μεταξύ των οποίων η πραγματοποίηση συναντήσεων το Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2022, όπου αποπειράθηκαν να ευθυγραμμίσουν τους σκοπούς και να εξεύρουν κοινή στρατηγική στις διενέξεις αυτών[39]. Οι ομάδες αυτές φαίνεται να πολλαπλασιάζονται και να αποκτούν οικονομική και αποφασιστική αυτονομία έναντι της διασποράς στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη η οποία  έδιδε πολιτική κατεύθυνση σε αυτές[40]. H στρατιωτική ικανότητα των αυτονομιστών αξιολογείται περί τις δύο με τέσσερις χιλιάδες μαχητές[41].

 

Περαιτέρω ως προς τις χρησιμοποιούμενες τακτικές, μεθόδους, μέσα και όπλα πολέμου αξιολογούνται τα κάτωθι. Το 2021 φαίνεται να έλαβε χώρα στρατιωτική αναδιοργάνωση εντός των αποσχιστικών ομάδων οι οποίες προκρίνουν την τακτική της φθοράς και στοχεύουν συγκεκριμένα το στρατό[42]. Πιο συγκεκριμένα αντί να χτυπούν τα αστικά κέντρα προς δημιουργία χάους προκρίνουν κατά προτεραιότητα τη στοχοποίηση του στρατού από την αρχή της χρονιάς[43]. Ένας περισσότερο τελειοποιημένος εξοπλισμός και ελαφρύς οπλισμός, ο οποίος καθιστά δυσχερή την αναγνώριση των αυτονομιστών έχει βοηθήσει στη στρατηγική αυτή[44]. Κατά τη διάρκεια των επιθέσεών τους στο στρατό, οι αυτονομιστές χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και περισσότερο προηγμένα όπλα όπως εκτοξευτές αντιαρματικών[45]. Σύμφωνα με έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών η οποία δημοσιεύθηκε το Μάιο του 2022 αναφέρεται πως «στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές Περιφέρειες, εκατοντάδες χιλιάδες άμαχοι συνέχισαν να ζουν με διαρκή φόβο για επιθέσεις, επιχειρήσεις κατά της εξέγερσης ή αντίποινα που στρέφονταν εναντίον τους από όλα τα μέρη για υποστήριξη στους αντιπάλους»[46].

 

Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας στη περιφέρεια Littoral (όπου ανήκει η περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας) του Καμερούν, για την πληρότητα της έρευνας παρατίθενται και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED (Τhe Armed Conflict Location  & Event Data Project):

 

Κατά την χρονική περίοδο 08.12.2022 έως 08.12.2023 καταγράφονται στην ανωτέρω βάση στην περιφέρεια Littoral 32 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 24 απώλειες, εκ των οποίων τα 3 καταγράφηκαν ως μάχες «battles», τα 15 ως εξεγέρσεις «riots» και τα 14 ως βία κατά αμάχων «violence against civilians»[47]. Η πλειοψηφία των ανωτέρω περιστατικών, περί τα 23 (εκ των 32) περιστατικά ασφαλείας, έλαβαν χώρα σύμφωνα με την ανωτέρω βάση στην Douala[48]. Επίσης, δεν υπάρχει καμία καταγραφή για το χωριό Nlohé στην ανωτέρω βάση, ωστόσο στο τμήμα Moungo που υπάγεται το ανωτέρω χωριό της περιφέρειας Littoral καταγράφεται ένα(1) περιστατικό ασφαλείας στην Mbanga  με καμία απώλεια, το οποίο έλαβε χώρα στις 19/04/2023 κατά το οποίο δυνάμεις ασφαλείας από το αστυνομικό τμήμα Mbanga επιτέθηκαν σε πολίτες, τους οποίους συνέλαβαν, γύρω από το Mbanga (Mbanga, Moungo, Littoral)[49].

 

Ομοίως, σύμφωνα με νεότερο ενημερωτικό σημείωμα του ACLED το οποίο συνοψίζει τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στο Καμερούν, στην περιφέρεια Littoral σημειώθηκαν κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2023, 12 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν 9 άτομα σε θάνατο. Οι περιοχές που επηρεάστηκαν περισσότερο ήταν  οι Bonaberi, Douala, Kotto, Matouke, Mbanga[50]. Σύμφωνα με έτερο ενημερωτικό σημείωμα του ACLED το οποίο καταγράφει τα περιστατικά ασφαλείας (στο σύνολο τους) που έλαβαν χώρα στο Καμερούν κατά το έτος 2022, αναφέρεται για την περιφέρεια Littoral ότι έλαβαν χώρα 13 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν στο θάνατο 6 ανθρώπους[51].

 

Από τις ανωτέρω παρατεθείσες πληροφορίες προκύπτει ότι οι συγκρούσεις μεταξύ αποσχιστών και στρατού εντοπίζονται κυρίως στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας, με την κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια Littoral να παρουσιάζεται σχετικά πιο ήρεμη και ένα μικρό αριθμό περιστατικών ασφαλείας να καταγράφεται  κατά το έτος 2023 στην εν λόγω περιφέρεια. Επομένως, από τα όσα έχουν αναλυθεί ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι η περιφέρεια Littoral του Καμερούν, στην οποία ανήκει γεωγραφικά το χωριό Nlohe, και το  οποίο το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται, βάσει και της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, ως παρατέθηκε ανωτέρω, ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité.

 

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, ως αυτές ήδη αναλύθηκαν ανωτέρω, παρατηρώ ότι αυτή είναι ενήλικη γυναίκα, υγιής υπό τις παρούσες συνθήκες, μορφωμένη και με υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της με το οποίο διατηρεί επαφές. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία της Αιτήτριας που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου  ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεών της. . Περαιτέρω, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Ενόψει την κατάληξης μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία απορρίπτεται. 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962,  και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[3] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018

[4] Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018)

[5] Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[6] (Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν.  Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)

[7] Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385

[8] OPERATING PLAN AGREED BY EASO AND THE REPUBLIC OF CYPRUS, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/CY_OP2021_for_signature.pdf

[9] EASO Operational and Technical Assistance Plan to Cyprus 2020, https://www.easo.europa.eu/sites/default/files/operating-plan-cyprus-2020.pdf.

[10] OPERATING PLAN1 2022-2024 AGREED BY THE EUROPEAN ASYLUM SUPPORT OFFICE2 AND THE REPUBLIC OF CYPRUS, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/OP_CY_2022-2024.FINAL_.pdf

[11]  «ουσιώδεις ισχυρισμοί αποτελούν εκείνα τα γεγονότα και οι περιστάσεις που είναι νομικά σχετικοί για τον καθορισμό της αναγνώρισης διεθνούς προστασίας», Βλσχετικά EUAA, 'Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System Judicial Analysis - Second Edition' (2023), 22 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf 

[12] Bertelsmann Stiftung, Bertelsmann Stiftung's Transformation Index (BTI) 2022, ‘Country Report: Cameroon’, σελ. 14, https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2022_CMR.pdf ; Freedom House, ‘Freedom in the World 2022: Cameroon’, Ερώτημα G3, https://freedomhouse.org/country/cameroon/freedom-world/2022  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[13] Human Rights Watch (HRW), ‘World Report 2022: Events of 2021: Cameroon’ https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/cameroon#827df3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[14] Rural Women Center for Education and Development Cameroon (RuWCED), Αλληλογραφία με το Τμήμα Έρευνας της Καναδικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Ασύλου, 25 Απριλίου 2022 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[15] Immigration and Refugee Board of Canada, Responses to Information Requests, ‘Cameroon: Domestic violence, including legislation; support services available to victims, including mental health services; the impact of COVID19; state protection (2020–April 2022)’, CMR201035.FE, 1 Ιουνίου 2022, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458626&pls=1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[16] UN SDGs, UNITED NATIONS SUSTAINABLE DEVELOPMENT COOPERATION FRAMEWORK FOR CAMEROON 2022–2026 σελ. 13, https://unsdg.un.org/sites/default/files/2021-06/Cameroon_Cooperation_Framework_2022-2026-ENG.pdf; OECD, Gender Index, σελ. 4, CM.pdf (genderindex.org), (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

; USDOS – US Department of State: 2020 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 30 March 2021, σελ.29, https://www.ecoi.net/en/document/2048145.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30.08.2023); Freedom House: Freedom in the World 2022 - Cameroon, 24 February 2022 https://www.ecoi.net/en/document/2071860.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[17] Freedom House, ‘Freedom in the World 2022: Cameroon’, Ερώτημα G3, https://freedomhouse.org/country/cameroon/freedom-world/2022 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/12/2023)

[18] Baker McKenzie, ‘Baker McKenzie Launches Fighting Domestic Violence Comparative Law Tool’, 1 Δεκεμβρίου 2021, https://www.bakermckenzie.com/en/newsroom/2021/12/fighting-domestic-violence σ. 1(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/12/2023)

[19] Baker McKenzie, ‘Baker McKenzie Launches Fighting Domestic Violence Comparative Law Tool’, 1 Δεκεμβρίου 2021, https://www.bakermckenzie.com/en/newsroom/2021/12/fighting-domestic-violence σ. 1(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/12/2023)

[20] Immigration and Refugee Board of Canada, Responses to Information Requests, ‘Cameroon: Domestic violence, including legislation; support services available to victims, including mental health services; the impact of COVID19; state protection (2020–April 2022)’, CMR201035.FE, 1 Ιουνίου 2022, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458626&pls=1(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/04/2023)

[21] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 20 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089132.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/12/2023)

[22] Ό.π., σ. 20

[23] Βλ.  https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf , σελ 41, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.07.2023)

[24] Η ψυχολογική βία αναγνωρίζεται ως μορφή έμφυλης βίας στο άρθρο 33 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και αναφέρεται ως ένα είδος βίας στο οποίο ένα άτομο χρησιμοποιεί απειλές και προκαλεί φόβο για να ελέγξει ένα άλλο άτομο. Βλέπε σχετικά άρθρο 33 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης διαθέσιμο σε   https://isotita.gr/wp-content/uploads/2017/04/Convention_violence-against-women_2011_el_edited.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/12/2023)

 

[25]  Βλ. ΔΕΕ, απόφαση C-71/11 και C-99/11, Y,Z, ημερομηνίας 5.9.2012, παρ.70. (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[26] Freedom House (Author): Freedom in the World 2023 - Cameroon, 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2094348.html, UN SDGs, UNITED NATIONS SUSTAINABLE DEVELOPMENT COOPERATION FRAMEWORK FOR CAMEROON 2022–2026 σελ. 16, https://unsdg.un.org/sites/default/files/2021-06/Cameroon_Cooperation_Framework_2022-2026-ENG.pdf, USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 20 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089132.html, Cameroon: Situation and treatment of single women and women who head their own households, including their ability to live on their own and access housing, income, education, health care, and support services, particularly in Douala and Yaoundé; impact of COVID-19 (2020–May 2022) [CMR201034.E], 8 June 2022
https://www.ecoi.net/en/document/2074600.html  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[27] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Cameroon: Situation and treatment of single women and women who head their own households, including their ability to live on their own and access housing, income, education, health care, and support services, particularly in Douala and Yaoundé; impact of COVID-19 (2020–May 2022) [CMR201034.E], 8 June 2022
https://www.ecoi.net/en/document/2074600.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/12/2023)

[28] Canada, IRB, Cameroon: Forced marriages; treatment of and protection available to women who try to flee a forced marriage; whether it is possible for a woman to live alone in the country’s large cities such as Yaoundé and Douala [CMR104129.FE], 20 September 2012, https://www.ecoi.net/en/document/1067526.html , EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Cameroon; Situation of single women in Yaoundé and Douala [Q2-2022], 26 January 2022
https://www.ecoi.net/en/file/local/2067455/2022_01_Q2_EUAA_COI_Query_Response_CAMEROON_Single_Women.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[29] Cameroon Intelligence Report, Forced into prostitution in Yaoundé: the nightmare of trying to survive in a divided Cameroon, 3 November 2020, https://www.cameroonintelligencereport.com/forced-into-prostitution-in-yaounde-the-nightmare-of-trying-to-survive-in-a-divided-cameroon/ , Freedom House: Freedom in the World 2022 - Cameroon, 24 February 2022 https://www.ecoi.net/en/document/2071860.html

(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[30] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[31] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-105434%22]}

[32] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/12/2023)

[33] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[34] Rulac, ‘Cameroon’ (last updated 21/1/2021) διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[35] Rulac, ‘Cameroon’ (last updated 30/08/2021) διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[36] CGVS/CGRA (Belgium), ‘COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE’ (19.11.2021), 7-8 διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_Crise_anglophone_situation_s%C3%A9curitaire_%2020211119.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[37] Acaps, ‘Cameroon’ (2/12/2022), διαθέσιμο σε https://www.acaps.org/country/cameroon/crisis/country-level (υπό Overview) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[38] Rulac, ‘Non-international Armed Conflicts in Cameroon’ (last updated 12/1/2023) διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[39] Rulac, ‘Non-international Armed Conflicts in Cameroon’ (last updated 12/1/2023) διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[40] CGVS/CGRA (Belgium), ‘COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE’ (19.11.2021), 7-8 διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_Crise_anglophone_situation_s%C3%A9curitaire_%2020211119.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[41] CGVS/CGRA (Belgium), ‘COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE’ (19.11.2021), 36 διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_Crise_anglophone_situation_s%C3%A9curitaire_%2020211119.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[42] rfi, ‘Cameroun: la nouvelle stratégie des séparatistes’ (23/9/2021) διαθέσιμο σε https://www.rfi.fr/fr/afrique/20210923-cameroun-la-nouvelle-strat%C3%A9gie-des-s%C3%A9paratistes (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[43] rfi, ‘Cameroun: la nouvelle stratégie des séparatistes’ (23/9/2021) διαθέσιμο σε https://www.rfi.fr/fr/afrique/20210923-cameroun-la-nouvelle-strat%C3%A9gie-des-s%C3%A9paratistes (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[45] Rulac, ‘Non-international Armed Conflicts in Cameroon’ (last updated 12/1/2023), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/12/2023)

[46] United Nations, Security Council, 26 May 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2074211/N2235337.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/05/2023) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/12/2023)

[47] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED, με τις κάτωθι παραμέτρους έρευνας Cameroon, Littoral, 08/12/2022-08/12/2023, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/12/2023)

[48] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED, με τις κάτωθι παραμέτρους έρευνας Cameroon, Littoral, Douala, 08/12/2022-08/12/2023, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/12/2023)

[49] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED, με τις κάτωθι παραμέτρους έρευνας Cameroon, Littoral, 08/12/2022-08/12/2023, Moungo, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[50] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): Kamerun, 2. Quartal 2023: Kurzübersicht über Vorfälle aus dem Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 6 September 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2097281/2023q2Cameroon_de.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

[51] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): CAMEROON, FOURTH QUARTER 2022: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 12 April 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2090437/2022q4Cameroon_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12.12.2023)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο