Κ. Η. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.4815/21, 19/12/2023
print
Τίτλος:
Κ. Η. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.4815/21, 19/12/2023

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.4815/21

 

19 Δεκεμβρίου 2023

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Κ. Η. Μ.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Π. Πιερίδης, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Λ. Μιχαηλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία του κοινοποιήθηκε στις 22/07/21 με επιστολή ημ.06/07/21, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό, εισήλθε ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, από τα κατεχόμενα, στις 07/03/19 και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 12/03/19 (ερ.1-3, 33-35, 80).

Στις 07/12/20 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.71-80). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και Εισήγηση (ερ.106-116) και, στις 17/06/21, απορρίφθηκε το αίτημα διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 22/07/21, μαζί με την αιτιολογία αυτής, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα (ερ.120-121).

Επί της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι έπεσε, με την αδερφή του, θύμα της σφαγής μου έλαβε χώρα στην πόλη Yumbi. Συγκεκριμένα, ως αναφέρει, καθώς διέμενε στη συγκεκριμένη πόλη μαζί με την οικογένειά του, αποφάσισε να πάει μαζί με την αδερφή του διακοπές Χριστουγέννων στη Δημοκρατία του Κονγκό (Congo Brazzaville), λόγω της εγγύτητας των δύο περιοχών. Λίγες ώρες μετά την άφιξή του στη Δημοκρατία του Κονγκό, άκουσε ότι στην πόλη που διέμενε έλαβε χώρα σφαγή, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν 100 άμαχοι λόγω πυροβολισμών και εμπρησμών. Ο ίδιος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους γονείς του, ωστόσο αυτό δεν κατέστη δυνατό και έκτοτε αγνοεί τη τύχη τους. Στη συνέχεια, συνάντησε ένα κύριο ο οποίος βοήθησε τον ίδιο και την αδερφή του να φτάσουν στη Κύπρο, καθώς είχαν μαζί τους χρήματα. Όταν έφτασαν εδώ ο εν λόγω κύριος εξαφανίστηκε, παρακρατώντας τα έγγραφά τους και τα χρήματα που τους απέμειναν.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Κινσάσα και το 2017 εγκαταστάθηκε στην πόλη Yumbi, όπου είχε επιχειρήσεις ο πατέρας του.  Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε άγαμος και άτεκνος, ενώ σε σχέση με την οικογένεια του δήλωσε ότι αμφότεροι οι γονείς του σφαγιάστηκαν το 2018 στην πόλη Yumbi.  Έχει μια αδερφή, με την οποία ήρθαν μαζί στη Δημοκρατία και έχει και αυτή αιτηθεί διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω δήλωσε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Balobo και είναι Καθολικός Χριστιανός. Φοίτησε σε σχολείο από το 2006 μέχρι το 2018, οπότε και διέκοψε την εκπαίδευσή του και δεν έχει εργαστεί ποτέ. Σε σχέση με το ταξίδι του μέχρι τη Δημοκρατία, ο αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε αεροπορικώς τη Δημοκρατία του Κονγκό στις 06/03/19 και εισήλθε στην Κύπρο στις 07/03/19. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού άλλαξε αεροπλάνο αλλά δεν ήταν σε θέση να παραθέσει άλλες πληροφορίες. 

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε ότι αφού εγκαταστάθηκε στην πόλη Yumbi από το 2017, στις 15/12/18, με την άδεια των γονέων του, αποφάσισε να πάει διακοπές με την νεότερη αδερφή του στη γειτονική Δημοκρατία του Κονγκό όταν, μόλις έφτασε στη Δημοκρατία του Κονγκό με την αδερφή του διασχίζοντας το ποτάμι, άκουσε ήχους πυροβολισμών και είδε φωτιές και καπνούς από τη μεριά της πόλης που διέμενε και τότε άρχισε να καταφτάνει πλήθος ατόμων χρησιμοποιώντας κανό και βάρκες. Τα άτομα που κατέφτασαν στη Δημοκρατία του Κονγκό του μετέφεραν ότι νεαρά άτομα της εθνοτικής ομάδας Balobo παρενόχλησαν την κηδεία του αποβιώσαντος αρχηγού της εθνοτικής ομάδας Bantende στην χωρίο Balobo, με αποτέλεσμα τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Batende να προχωρήσουν σε σφαγή των κατοίκων του χωριού πυροβολώντας αδιακρίτως, βιάζοντας γυναίκες και καίγοντας  τα σπίτια τους. Η συγκεκριμένη επίθεση έγινε, συν τοις άλλοις, διότι τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Batende θεωρούν την περιοχή Yumbi δική τους και πιστεύουν ότι οι Balobo δεν θα πρέπει να έχουν δικαιώματα εκεί. Ο ίδιος, μόλις αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, άρχισε να καλεί τηλεφωνικώς τους γονείς του πλην όμως όχι μόνο δεν κατέστη δυνατό να επικοινωνήσει μαζί τους αλλά έκτοτε αγνοεί την τύχη τους, συνάγοντας ότι οι γονείς του σφαγιάστηκαν κατά τη διάρκεια του περιστατικού που ανέφερε. Τότε ένας αγνώστων λοιπών στοιχείων κύριος βοήθησε τον ίδιο και την αδερφή του να εγκαταλείψουν τη Δημοκρατία του Κονγκό, καθώς είχαν χρήματα μαζί τους.

Ερωτηθείς να προσδιορίσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής ο αιτητής δήλωσε ότι φοβάται ότι θα τον απειλήσουν ή θα τον σκοτώσουν τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Batende λόγω των διαφορών τους με την εθνοτική ομάδα στην οποία ο ίδιος ανήκει, ήτοι τους Balobo. Ερωτηθείς αν μπορεί, σε περίπτωση επιστροφής του, να εγκατασταθεί ασφαλώς σε κάποια άλλη περιοχή, δήλωσε ότι αυτό δεν είναι εφικτό καθώς έχει χάσει την οικογένειά του και δεν έχει κανένα.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή

2.    Οι γονείς του αιτητή αγνοούνται από το Δεκέμβριο 2018 καθώς βρισκόταν στην πόλη Yumbi κατά τη διάρκεια της σφαγής που έγινε στην περιοχή από μέλη της φυλής Batende

3.    Τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Batende αποστερούν τα δικαιώματα των μελών της εθνοτικής ομάδας Balobo

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τους 1ο και 2ο ως άνω ισχυρισμούς, απέρριψαν δε στο τον 3ο ισχυρισμό του αιτητή.

Σε σχέση με τον 2ο ισχυρισμό του αιτητή, αυτός απορρίφθηκε, ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση, για τους εξής λόγους. Κατ’ αρχήν κρίθηκε ότι πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία, καθώς οι δηλώσεις του αιτητή παρουσιάστηκαν λεπτομερείς, σαφείς και με συνοχή. Συγκεκριμένα αξιολογήθηκε ότι ο αιτητής αιτιολόγησε επαρκώς τον λόγο για τον οποίο βρέθηκε με την αδερφή του στη Δημοκρατία του Κονγκό τον Δεκέμβριο του 2018 και περιέγραψε με σαφήνεια και περιγραφική λεπτομέρεια τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η σφαγή από μέλη της φυλής Batende. Τέλος, οι δηλώσεις του σχετικά με τον τρόπο που γνώρισε τον κύριο ο οποίος βοήθησε αυτόν και την αδερφή του να ταξιδέψουν προς τη Κύπρο από τη Δημοκρατία του Κονγκό κρίθηκε ως σαφείς.  Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι καθ’ ων η αίτηση αναζήτησαν και εντόπισαν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν ως γεγονός τη σφαγή που έλαβε χώρα στην πόλη Yumbi το Δεκέμβριο του 2018.

Σε σχέση με τον 3ο ισχυρισμό, ήτοι ότι τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Batende στερούσαν τα δικαιώματά του λόγω του ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Balobo, κρίθηκε ότι δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία καθώς οι δηλώσεις του αιτητή δεν στοιχειοθέτησαν επαρκώς τον ισχυρισμό του περί στοχοποίησης της εθνοτικής  ομάδας Balobo από την εθνοτική ομάδα Batende αφού – ως οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν - δεν ήταν σε θέση, αρχικώς,  να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με την εθνοτική ομάδα Balobo ενώ δήλωσε  σαφώς ότι πριν τη σφαγή που έλαβε χώρα το 2018, δεν είχε αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα από τα μέλη της φυλής Batende. Περαιτέρω, ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, εντοπίστηκαν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν συγκρούσεις και διαφυλετικές διαμάχες στις περιοχές Mai-Ndombe, Ituri, Tanganyika και Haut-Katanga της ΛΔΚ, πλην όμως, ως επισημαίνεται στην έκθεση, δε βρέθηκαν πληροφορίες για στοχοποίηση της εθνοτικής ομάδας Balobo από την εθνική ομάδα Batende.

Υπό το φως τον ανωτέρω κρίθηκε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι, στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή, δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ήτοι την πόλη Κινσάσα, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Αναφορικά με τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει ο αιτητής προσωπική δίωξη λόγω της εθνοτικής του καταγωγής, αξιολογήθηκε ότι οι διαφυλετικές εντάσεις στη χώρα σημειώνονται ανάμεσα στις εθνοτικές ομάδες Batende και Banunu με αποτέλεσμα να μην προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής του αιτητή από μέλη της εθνοτικής ομάδας Batende λόγω του ότι ανήκει στη φυλή Balobo, συνυπολογίζοντας και το ότι δεν προέκυψαν στοιχεία προσωπικής στοχοποίησής του αιτητή από μέλη της εθνοτικής ομάδας Batende.

Σε σχέση με τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης, κατόπιν σχετικής έρευνας των καθ’ ων η αίτηση, προέκυψε ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, ήτοι τη Κινσάσα, η κατάσταση ασφαλείας είναι σταθερή, χωρίς να παρατηρείται δράση ένοπλων ομάδων και συνεπώς δεν συντρέχουν λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε συνθήκες εσωτερικής ή διεθνούς σύρραξης.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Σημειώνεται ότι ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή προσωπικά όμως, στην πορεία, διόρισε δικηγόρο, ο οποίος, κατόπιν σχετικής άδειας από το Δικαστήριο, προέβη στη καταχώρηση τροποποιημένης προσφυγής και, ακολούθως, γραπτής αγόρευσης.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί οι οποίοι δικογραφούνται και εξειδικεύονται δεόντως στη προσφυγή και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση.

Με την αγόρευση του αιτητή προωθούνται ισχυρισμοί ότι δεν εξετάστηκαν δεόντως οι ισχυρισμοί του αιτητή και πως, δεδομένης της αποδοχής του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή περί σφαγής των γονέων του στα πλαίσια εθνοτικής βίας στον τόπο διαμονής τους, θα πρέπει να θεωρηθεί αντιφατική η απόρριψη του παρεμφερούς 3ου ισχυρισμού του ότι η φυλή Batende διώκει τα μέλη της φυλής του αιτητή. Περαιτέρω οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε δέουσα έρευνα σε σχέση με την εθνοτική βία και την απουσία προστασία από τις δυνάμεις ασφαλείας της χώρας και προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται και/ή είναι ελλιπής και/ή μη επαρκής για την περίπτωση.

Περαιτέρω ο συνήγορος του αιτητή παραθέτει συνδέσμους και συνάπτει στην αγόρευση του εκτυπώσεις από πηγές στις οποίες , ως αναφέρει, επιβεβαιώνεται η διαφυλετική βία και συχνές συγκρούσεις μεταξύ μελών διαφορετικών εθνοτικών ομάδων, κατά τις οποίες οι δυνάμεις ασφαλείας δρουν μεροληπτικά και εις βάρος εθνοτικών ομάδων, μεταξύ των οποίων και η φυλή του αιτητή. Αναφέρει δε σχετικώς ότι ο αιτητής ανήκει στη φυλή Banunu και όχι Balobo, ως οι καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν και ότι η πόλη Υumbi και το χωριό Bolobo εφάπτονται γεωγραφικά.

Πέραν των ως άνω, ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι τόσο ο λειτουργός του EASO ο οποίος διενέργησε την συνέντευξη όσο και ο λειτουργός που ετοίμασε την επίδικη έκθεση, στην οποία βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένοι να πράξουν τούτο, κατά παράβαση των αρ.13Α (1Α) του νόμου και αρ.6 του κανονισμού 2010/439/ΕΕ,  καθότι, ο μεν διενεργών τη συνέντευξη λειτουργός του EASO δεν δύναται παρά μόνον να συμμετέχει μαζί με λειτουργούς της Υπηρεσίας και όχι να διενεργεί μόνος του συνεντεύξεις και ο μεν συγγράφων την επίδικη έκθεση δεν εξουσιοδοτείται προς τούτο, παρά μόνο έχει συμβουλευτικό ρόλο. Περαιτέρω, ως αναφέρει, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι τα άτομα που προσδιορίζονται ως CW056 και CW026 διέθεταν την κατάλληλη κατάρτιση. Δεδομένου λοιπόν του ότι, ως ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται, το όργανο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση (έγκριση - ερ.116) δεν προέβη σε ίδια έρευνα των στοιχείων που αφορούν την παρούσα υπόθεση, παρά μόνο βασίστηκε σε εισήγηση, η οποία υποβλήθηκε από άτομο που δεν έχει τέτοια εξουσία, ήτοι λειτουργό του EASO, η απόφαση πάσχει και για τον λόγο αυτό.

Οι καθ' ων η αίτηση, απαντώντας σε έκαστο των προωθούμενων ισχυρισμών του αιτητή, αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και ορθή επί της ουσίας αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, δόθηκε δεόντως η ευκαιρία στον αιτητή να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω αναφέρουν ότι δεν τίθεται κάτι από τον αιτητή που θα ανέτρεπε το τεκμήριο της κανονικότητας, σε σχέση με τους ισχυρισμούς περί αναρμοδιότητας του λειτουργού που τέλεσε τη συνέντευξη και ετοίμασε την επίδικη έκθεση, και πως η υπογραφή της ενημερωτικής επιστολής δια και εκ μέρους του προϊσταμένου της Υπηρεσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε ελλείψει σχετικής εξουσιοδότησης, προτάσσοντας και πάλι το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδικασίας και παραθέτοντας πλούσια επί των ως άνω νομολογία και παραπέμπουν σε αποφάσεις και του παρόντος Δικαστηρίου, όπου κρίθηκαν τα ζητήματα αυτά.

Έχω διέλθει με προσοχή τα όσα κατέγραψαν αμφότερα τα μέρη δια των συνηγόρων τους στις εκατέρωθεν αγορεύσεις που καταχωρήθηκαν καθώς και το περιεχόμενο του φακέλου της επίδικης αίτησης.

Σε σχέση με τη συμμετοχή στη διαδικασία λειτουργών του EASO, σε πρόσφατη απόφαση μου στην υπ. αρ.5757/22, G. L. M. N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.29/11/23, όπου ηγέρθηκαν όμοια με την παρούσα ζητήματα, αναφέρω τα εξής, τα οποία και βρίσκουν βεβαίως εφαρμογή και εν προκειμένω.

«Προέχει η ενασχόληση με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λαμβάνοντος τη συνέντευξη και συγγράφοντος την έκθεση, περί έλλειψης δέουσας κατάρτισης αυτού και του ότι, ως ο αιτητής ισχυρίζεται, δεν δόθηκε η ευκαιρία σ’ αυτόν να εκθέσει διεξοδικά τους ισχυρισμούς τους κατά τη συνέντευξη και δεν έγιναν ερωτήσεις επί των κενών και αντιφάσεων που εντοπίστηκαν.

Επί του ισχυρισμού του αιτητή ότι ο διενεργών τη συνέντευξη και συγγράφων την επίδικη έκθεση λειτουργός του EASO στερείται σχετικής εξουσιοδότησης να πράττει τούτο και ότι δε διαθέτει τη κατάλληλη κατάρτιση, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται στην γραπτή τους αγόρευση, με την ΚΔΠ 297/2019 (που, ως δευτερογενής νομοθεσία, αποτελεί αντικείμενο δικαστικής γνώσης), παρατηρώ ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, ως δύναται να πράξει βάσει του αρ.13Α (1Α) του Περί Προσφύγων Νόμου, έχει δεόντως εξουσιοδοτήσει εμπειρογνώμονες του EASO να διενεργούν συνεντεύξεις για όσο καιρό βρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλωστε στο αρ.13Α (1Α) (β) του Νόμου προνοείται ρητά η δυνατότητα να διενεργούνται συνεντεύξεις από προσωπικό άλλο από της Υπηρεσίας Ασύλου, εφόσον εξουσιοδοτείται δεόντως, ως εν προκειμένω. Ενόψει των ως άνω και δεδομένου ότι δεν τέθηκε υπόψη μου οιονδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι δεν ευρίσκεται σε ισχύ σήμερα Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, πλέον καλούμενης EUAA, καταλήγω ότι ο διενεργών τη συνέντευξη λειτουργός του EASO ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να πράξει τούτο.

Αναφορικά δε με την μη κατάλληλη κατάρτιση του διενεργούντος την επίδικη συνέντευξη λειτουργού, είναι κατάληξη μου ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο, δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Όμοια με τα εδώ εγειρόμενα ζητήματα, ως ανωτέρω αναλύονται, έχουν εγερθεί και ενώπιον της αδελφής δικαστού Κ. Κλεάνθους, τα οποία πραγματεύεται στην πρόσφατη απόφαση της στην υπ. αρ.106/23, Α. Μ. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.14/11/23, όπου ειπώθηκαν επί τούτου τα εξής, με τα οποία συμφωνώ και υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσης.

«Ανεξαρτήτως της ανωτέρω κατάληξης παρατηρείται ότι δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών.

19.        Η Κ.Δ.Π. 297/2019, ημερομηνίας 13.9.2019, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί τα εξής: «Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων.».

20.        Ούτε το γράμμα αλλά ούτε και το πνεύμα του νόμου έχουν την έννοια ότι οι λειτουργοί της EUAA θα είναι απλοί παρατηρητές των εν λόγω συνεντεύξεων καθώς μια τέτοια ερμηνεία θα ερχόταν σε δυσαρμονία με τον πραγματικό σκοπό θέσπισης της εν λόγω διάταξης που δεν είναι άλλος από την ουσιαστική συνδρομή του εν λόγω οργανισμού στην ταχύτερη διεκπεραίωση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Οι συνθήκες δε που επιβάλλουν την ύπαρξη της εν λόγω συνδρομής δεν έχουν μεταβληθεί από το χρόνο θέσπισης της εν λόγω πράξης, ήτοι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εκκρεμουσών αιτήσεων ασύλου προς εξέταση.

21.        Επιπλέον, όπως προκύπτει το άρθρο 18(2Α), του περί Προσφύγων Νόμου, το προσώπου που λαμβάνει τη συνέντευξη στον εκάστοτε αιτητή καταρχήν συντάσσει ταυτόχρονα και την εισηγητική έκθεση, η οποία υποβάλλεται στον Προϊστάμενο, καθώς πρόκειται για ενέργεια σύμφυτη με την εξουσία λήψης της συνέντευξης. Συνεπώς, μη ρητή αναφορά στις παρεπόμενες εξουσίες/ ενέργειες που δύναται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου να λάβει το πρόσωπο που διενήργησε τη συνέντευξη δεν συνεπάγεται ότι αυτό ενήργησε εκτός του πεδίου της εν λόγω εξουσιοδότησης. Η ερμηνεία αυτή πέραν από το γράμμα του νόμου επιβεβαιώνεται και από την τελεολογία του νόμου υπό το φως της αρχής της ταχύρρυθμης και αποτελεσματικής εξέτασης των αιτήσεων ασύλου.

22.        Όλες οι υπόλοιπες διαδικαστικής φύσεως πλημμέλειες, τις οποίες επικαλείται ο Αιτητής ήτοι ανωνυμία λειτουργού EUAA, προσόντα λειτουργού και διερμηνέα επαναλαμβάνεται ότι εγείρονται αλυσιτελώς για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω και οι οποίοι συνδέονται με τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Αλυσιτελώς συγκεκριμένα προβάλλει ο Αιτητής ελλείψεις κατά το στάδιο της συνέντευξης, καθώς και σε αυτή την περίπτωση δεν κατορθώνει να καταδείξει τη ζημία που κατ' ισχυρισμό έχει υποστεί και κυρίως τι ισχυρισμούς και ποιες επισημάνσεις θα προσέθετε, οι οποίες επιπλέον θα ήταν ικανές να ανέτρεπαν το αποτέλεσμα της επίδικης πράξης. Οι διαδικαστικές πλημμέλειες που υποδεικνύει άπτονται της ικανότητας του Αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Εν προκειμένω ο Αιτητής δεν επεξηγεί με ποιο τρόπο η ακολουθηθείσα διαδικασία επηρέασε αυτή τη δυνατότητα και το κυριότερο, λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα να εκθέσει εκ νέου τις θέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί αυτή η κατ’ ισχυρισμό παράλειψη είναι καταλυτικής φύσεως σε σχέση με το  δικαίωμά του αυτός να εκθέσει διεξοδικά τις θέσεις του.  Ο Αιτητής παρατηρώ ότι δεν προβάλλει οποιοδήποτε νέο ισχυρισμό στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, τον οποίο δεν μπόρεσε να προβάλει εξαιτίας των κατ’ ισχυρισμόν παραλείψεων της διοίκησης. Αντίθετα παρατηρώ ότι προσυπογράφει το πρακτικό της συνέντευξης και ότι κατανόησε πλήρως τα διαμειφθέντα.

23.        Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι και αβάσιμος καθώς παρατηρώ από τα πρακτικά της συνέντευξης και ειδικότερα από το τελευταίο μέρος αυτών ότι δόθηκε η δυνατότητα στον Αιτητή να προσθέσει οτιδήποτε επιπλέον συναφές με την αίτησή του και ρητώς του δόθηκε η δυνατότητα επιβεβαίωσης των πληροφοριών που καταγράφηκαν στα πρακτικά, κατ’ εφαρμογή ακριβώς του άρθρου 18(2Α) του περί Προσφύγων Νόμου. Υποβλήθηκαν δε επαρκείς ερωτήσεις στον Αιτητή ικανές να καλύψουν τον πυρήνα του αιτήματος του για άσυλο, ενώ από τα πρακτικά της συνέντευξης, τα οποία αποτελούν και το μόνο σχετικό τεκμήριο, προκύπτει ότι ο Αιτητής κατανοούσε τη γλώσσα της διαδικασίας και ανταποκρινόταν στα συναφή ερωτήματα. Η ύπαρξη κωδικού ταυτοποίησης του λειτουργού της EUAA σε συνάρτηση με την υπογραφή του στα πρακτικά της συνέντευξης, δεν καθιστούν ικανή την ανατροπή του τεκμηρίου της κανονικότητας έκδοσης της επίδικης απόφαση για μόνο το λόγο ότι δεν προκύπτει με σαφήνεια εκ των προτέρων το πλήρες όνομα του υπό αναφορά λειτουργού. Τέλος, η  γενική επίκληση απουσίας εκ του νόμου προϋπόθεσης, ήτοι των προσόντων του μεταφραστή και του λειτουργού, χωρίς οποιαδήποτε προβολή ισχυρισμών που να επεξηγούν πού εδράζεται η εν λόγω θέση πάσχει από αοριστία.»

[…] Ομοίως απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί μη κατοχής των απαιτούμενων προσόντων από τον διενεργών τη συνέντευξη και την έκθεση αλλά και της μη παροχής ευκαιρίας στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να δώσει επ’ αυτών περαιτέρω λεπτομέρειες.

Ειδικώς ως προς τον ισχυρισμό ότι δε δόθηκε η ευκαιρία με κατάλληλες ερωτήσεις να δώσει λεπτομέρειες στα σημεία που κρίθηκαν ότι ελλείπουν, προσθέτω και τα εξής.

Δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου να προβαίνει «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» [αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)], ο αιτητής διατηρεί κάθε δικαίωμα να προσφέρει στα πλαίσια της προσφυγής ισχυρισμούς, είτε προγενέστερους είτε μεταγενέστερους της προσβαλλόμενης πράξης (βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21 και αρ.11 (2) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018).

Εντούτοις ουδέν έπραξε αφού ούτε στα πλαίσια της παρούσης προσέφερε οιονδήποτε μαρτυρία ή στοιχείο το οποίο – ως επικαλείται – στερήθηκε της ευκαιρίας να αναφέρει ενώπιον της διοίκησης, ένεκα του ότι δεν έγιναν σχετικές ερωτήσεις επί των κενών και ελλείψεων που εντοπίστηκαν στους ισχυρισμούς του.

Σχετική με τα ανωτέρω είναι θεωρώ τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-517/17, Milkiyas Addis, ECLI:EU:C:2020:579, ημ.16/07/20, όπου, εις απάντηση ερωτήματος που υπεβλήθη στο Δικαστήριο σχετικά με τις συνέπειες παράβασης της υποχρέωσης παροχής στον αιτούντα διεθνή προστασία της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης από τη διοίκηση πριν τη λήψη απόφασης περί απαραδέκτου, αναφέρονται τα εξής (σκέψεις 73-74), τα οποία θεωρώ πως τυγχάνουν εφαρμογής και εν προκειμένω, τηρουμένων των αναλογιών:

«73       Εν κατακλείδι, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν, στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, δόθηκε ή μπορεί ακόμη να δοθεί στον Μ. Addis η δυνατότητα ακρόασης, τηρουμένων πλήρως των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να εκθέσει αυτοπροσώπως, σε γλώσσα την οποία κατέχει, την άποψή του σχετικά με την εφαρμογή στην περίπτωσή του του λόγου που προβλέπεται από το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής. Σε περίπτωση που το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής, σ’ αυτό εναπόκειται να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής.

74         Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι τα άρθρα 14 και 34 της οδηγίας περί διαδικασιών έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η παράβαση της υποχρέωσης παροχής στον αιτούντα διεθνή προστασία της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης προτού ληφθεί απόφαση περί απαραδέκτου στηριζόμενη στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής δεν συνεπάγεται την ακύρωση της εν λόγω απόφασης και την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής, εκτός αν η ρύθμιση αυτή παρέχει τη δυνατότητα στον αιτούντα, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής κατά τέτοιας απόφασης, να εκθέσει αυτοπροσώπως όλα τα επιχειρήματά του κατά της εν λόγω απόφασης κατά τη διάρκεια ακρόασης, τηρουμένων των εφαρμοστέων προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων που προβλέπονται από το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, και τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να τροποποιήσουν την ίδια απόφαση

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Ως εκ της κατ’ αναλογία εφαρμογής εδώ του λόγου (ratio) της ως άνω απόφασης του ΔΕΕ προκύπτει, σε περίπτωση που αιτητής στερηθεί οιουδήποτε διαδικαστικού δικαιώματος του, δεν θα πρέπει να οδηγήσει άνευ ετέρου στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στα πλαίσια της οποίας έχει στερηθεί του δικαιώματος  αυτού, εφόσον είχε την ευκαιρία «να εκθέσει αυτοπροσώπως όλα τα επιχειρήματά του κατά της εν λόγω απόφασης κατά τη διάρκεια ακρόασης» στα πλαίσια της παρούσης «και τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να τροποποιήσουν την ίδια απόφαση.».

Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι - δεδομένου και του ότι δεν αναφέρθηκε στα πλαίσια της παρούσης κάποιος συγκεκριμένος περαιτέρω ισχυρισμός, τον οποίο δεν είχε την ευκαιρία να αναφέρει, ως ισχυρίζεται, ο αιτητής κατά τη συνέντευξη – αλυσιτελώς προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης η κατ’ ισχυρισμό μη υποβολή περαιτέρω ερωτήσεων στον αιτητή. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι εν προκειμένω, ως προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης υποβλήθηκε σωρεία ερωτήσεων επί όλων των ισχυρισμών του αιτητή. Είναι ως αποτέλεσμα των απαντήσεων που έδωσε επί των ερωτήσεων αυτών, που εξάχθηκαν τα συμπεράσματα των καθ’ ων η αίτηση.»

Δεδομένων των ως άνω δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι η υιοθέτηση της εισήγησης του λειτουργού της EASO στο σύνολο της, ως αυτή υποβλήθηκε επιμολύνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την επίδικη διαδικασία και την προσβαλλόμενη απόφαση.

Σχετικά είναι και τα όσα λέχθηκαν στην Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294, όπου λέχθηκε ότι «Το γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί  άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.» Στην απόφαση στην υπ. αρ.6447/2013, Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημ.30/09/15, με αναφορά στην σχετική επί του ζητήματος νομολογία, λέχθηκε ότι «Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, υποθ. αρ. 718/2012, ECLI:CY:AD:2014:D151, ημερ. 26.2.2014). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.».

Το δε αρ.17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) προνοεί ότι «[δ]ε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Εδώ η εξουσιοδοτημένη προς τούτο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθετώντας στο σύνολο της, ως δύναται να πράξει, και εγκρίνοντας σχετική εισήγηση του – ως ανωτέρω εξηγείται – λειτουργού της EASO, δεόντως ενεργούντως στα πλαίσια εξουσιοδότησης, εξάσκησε θεωρώ δεόντως την σχετική εξουσία που της δίδει ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

Προχωρώ λοιπόν με επί της ουσίας εξέταση των επίδικων ισχυρισμών του αιτητή.

Εν προκειμένω – ως ανωτέρω καταγράφεται – ο μόνος μη αποδεκτός από τους καθ’ ων η αίτηση ισχυρισμός του αιτητή ήταν οι πράξεις δίωξης που υπόκειται η φυλή του (Bolobo) από μέλη της εθνοτικής ομάδας Batende και συνεπώς είναι και ο μόνος ισχυρισμός που θα εξεταστεί ως προς την αξιοπιστία του, δεδομένης της αποδοχής στα πλαίσια της επίδικης απόφασης των λοιπών ισχυρισμών του αιτητή. Σημειώνω επί τούτου ότι, ως ο συνήγορος του αναφέρει στη γραπτή αγόρευση του, ο αιτητής ανήκει στην εθνοτική ομάδα Banunu και όχι στην Balobo.

Συνεπώς προέχει ο καθορισμός της φυλής του αιτητή, στη βάση πάντοτε των ενώπιον μου στοιχείων, αφού ο καθορισμός αυτής αποτελεί απαραίτητο προαπαιτούμενο για την εξέταση του ισχυρισμού του αιτητή ότι η φυλή εκ της οποίας κατάγεται διατρέχει κίνδυνο εκ μόνης της εθνοτικής του καταγωγής, λαμβανομένου υπόψη ότι – ως ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε κατά τη συνέντευξη – ουδεμία πράξη υπέστη από μέλη της φυλής Batende ο ίδιος.

Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης δεν εντοπίζω σημείο όπου ο αιτητής να αναφέρει ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Banunu, ως ο συνήγορος του στην αγόρευση του ισχυρίζεται. Αντιθέτως, ως και οι καθ’ ων η αίτηση ορθώς εισηγούνται στην αγόρευση τους, ο αιτητής επανειλημμένα αναφέρει ότι ανήκει στην ομάδα (clan) Balobo (βλ. ερ.73).

Δεδομένης λοιπόν της παντελούς απουσίας αναφοράς εκ του αιτητή ότι ανήκει στη φυλή Banunu, οι όποιες περί τούτου αναφορές του συνηγόρου του παραμένουν αίολες, αφού δεν τεκμηριώνονται στα στοιχεία του φακέλου και δεν υπάρχει ενώπιον μου άλλη επ’ αυτού μαρτυρία.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Ως οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, το περιστατικό της σφαγής τον Δεκέμβριο 2018, ως ο αιτητής το περιγράφει, επιβεβαιώνεται από πλήθος πηγών [1].

Θα πρέπει προτού προχωρήσω να σημειωθεί ότι η εξέταση της επίδικης αιτήσεως από τους καθ’ ων η αίτηση σε συνάρτηση με την πρωτεύουσα Κινσάσα δεν είναι ορθή καθώς δεν βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου, αφού αναμφισβήτητα ο αιτητής καθορίζει ως τόπο συνήθους διαμονής του ήδη από το 2017 την πόλη Yumbi, όπου διέμενε με την οικογένεια του και όχι τη Κινσάσα. Συνεπώς η εξέταση από τους καθ’ ων η αίτηση των αναγκών διεθνούς προστασίας σε συνάρτηση με τη Κινσάσα είναι βεβαίως λανθασμένη.

Σε σχέση τώρα με τη γενική εικόνα διαφυλετικής βίας στην περιοχή συνήθους διαμονής του αιτητή στο Yumbi, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η ευρύτερη περιοχή και επαρχία μαστίζεται από βίαιες συγκρούσεις μεταξύ μελών διαφόρων φυλών και εθνοτήτων.

Κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Balobo στην περιοχή Μai-Ndombe και ειδικότερα στην πόλη Yumbi, δεν προέκυψαν στοιχεία στοχοποίησης τους από άλλες εθνοτικές ομάδες ή κρατικούς φορείς. Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή, εντοπίζω ότι η ένοπλη σύγκρουση συνεχίζεται σε πολλά μέρη της επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων των επαρχιών Βόρειου Κίβου, Νότιου Κίβου, Ιτούρι, Τανγκανίκα, Ανατολικού Κασάι, Κεντρικού Κασάι, Κασάι και Μάι-Ντόμπε. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι υπήρξαν νέες αιχμές διακοινοτικής βίας στις κεντρικές και δυτικές περιοχές. Από τον Σεπτέμβριο 2022, η βία είχε αποτέλεσμα τουλάχιστον 150 θανάτους, εκατοντάδες τραυματίες και περισσότερους από 11.000 εκτοπισμένους.[2] 

Έκθεση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα το Σεπτέμβριο 2022 αναφορικά με την ανθρωπιστική κατάσταση στην περιοχή Nai-Ndombe αναφέρει ότι, μια έξαρση της ενδοκοινοτικής βίας στην επαρχία Mai-Ndombe (όπου βρίσκεται η πόλη Yumbi),  είχε αποτέλεσμα διωγμούς και θανατώσεις, κάψιμο χωριών και δημιουργίες οδοφραγμάτων. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και διέσχισαν τον ποταμό Kwa για να βρουν καταφύγιο στην επικράτεια του Bolobo.[3] Σε έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αναφέρεται ότι η επαρχία ήταν σε γενικώς ειρηνική κατάσταση τις τελευταίες δεκαετίες αν και μακροχρόνιες διαμάχες μεταξύ των διαφόρων εθνοτικών ομάδων στην περιοχή έχουν κατά καιρούς πυροδοτήσει βίαιες αντιπαραθέσεις σχετικά με την πρόσβαση στη γη, ηγεσία και τις διοικητικές οριοθετήσεις. Πριν από τα φαινόμενα βίας του 2022 και 2023, η πιο πρόσφατη αιματοχυσία από τέτοιους ανταγωνισμούς ήταν το 2018 στο Yumbi, το οποία περιέγραψε ο αιτητής κατά τη συνέντευξη. Παράλληλα, η ίδια πηγή σημειώνει ότι τα περισσότερα περιστατικά ασφαλείας εντοπίζονται στην περιοχή Kwamouth καθώς αναφέρει ότι η διακοινοτική βία στη δυτική επικράτεια Kwamouth της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό από τον Ιούνιο του 2022 έως τον Μάρτιο του 2023 έχει σκοτώσει τουλάχιστον 300 ανθρώπους σε κύκλους επιθέσεων και αντιποίνων [4].

Σύμφωνα με το ACLED, για τη χρονική περίοδο 28/04/22 μέχρι 28/04/23, στην περιοχή Nai-Ndombe, αναφέρθηκαν 46 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 349 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 18 ήταν περιστατικά μαχών (195 θάνατοι), 28 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (154 θάνατοι) και 2 ήταν περιστατικά διαμαρτυριών, στα πλαίσια των οποίων δεν έχουν καταγραφεί θάνατοι.[5]

Δεν πρέπει δε να παραγνωρισθεί ότι ο αιτητής αναφέρει κατά τη συνέντευξη ότι ουδέποτε είχε στοχοποιηθεί ή υπήρξε δέκτης πράξεως δίωξης ο ίδιος. Άλλωστε δεν έχω εντοπίσει κάποια αναφορά εκ της οποίας να συνάγεται συμπέρασμα ότι η ομάδα Balobo (clan) στην οποία ανήκει ο αιτητής, ως ο ίδιος ανέφερε, είναι αντικείμενο βίας ή άλλης μορφής δίωξης από άλλα εθνοτικά σύνολα της περιοχής.

Σημειώνεται περαιτέρω ότι – ανεξαρτήτως της αποδοχής του ισχυρισμού περί θανάτωσης των γονέων του στο βίαιο περιστατικό τον Δεκέμβριο 2018 – η περίπτωση του αιτητή θα εξεταστεί στη βάση μελλοντοστραφούς ελέγχου του κατά πόσο υφίσταται σήμερα εύλογη πιθανότητα να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή του στον τόπο διαμονής του, στην πόλη Yumbi. Στην απουσία δε προσωπικής στοχοποίησης αλλά και δεδομένων τα οποία επιτρέπουν συμπέρασμα περί εύλογης πιθανότητας δίωξης για λόγους που σχετίζονται με το προσφυγικό καθεστώς ή σοβαρής βλάβης στη βάση του αρ.19 (2) (α) και (β), απομένει η εξέταση του κατά πόσο, δεδομένων των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, δυνατόν να διατρέξει κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου.

Επανερχόμενος στις ως άνω πληροφορίες προκύπτει ότι από σύνολο των 349 θανάτων στην περιοχή Nai-Ndombe κατά την περίοδο 28/04/22 μέχρι 28/04/23, οι 300 έλαβαν χώρα στην περιοχή Kwamouth η οποία απέχει περί τα 150 χιλιόμετρα από την πόλη Yumbi, η οποία αποτελεί τόπο διαμονής του αιτητή [6], με πληθυσμό περί των 30.000 κατοίκων [7]. Εκ τούτου συνάγεται ότι, παρότι ομολογουμένως παρατηρούνται περιστατικά ασφαλείας, τα επίπεδα βίας είναι χαμηλής έντασης και συχνότητας ώστε, συνδυαστικά με τον πληθυσμό της πόλης καθώς και την απουσία επιβαρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του αιτητή, δεν μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής θα κινδυνεύσει αποκλειστικά λόγω της παρουσίας του εκεί υπό την έννοια του αρ.19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Επί τούτου, στο εγχειρίδιο «Άρθρο 15 (γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ)», Δικαστική ανάλυση, του EASO, αναφέρεται, σελ.26, ότι «[ο] αιτών μπορεί να θεωρηθεί ότι διατρέχει γενικό κίνδυνο τέτοιας απειλής εάν, κατ’ εξαίρεση, ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη είναι τόσο υψηλός ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην οικεία περιοχή ή περιφέρεια. Με άλλα λόγια, η «εξατομίκευση» που απαιτείται για να καταδειχθεί ότι η απειλή είναι «προσωπική» μπορεί να επιτευχθεί είτε λόγω παραγόντων «ειδικού κινδύνου», οι οποίοι σχετίζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή τις περιστάσεις ενός προσώπου, είτε λόγω παραγόντων «γενικού κινδύνου», οι οποίοι προκύπτουν από εξαιρετική κατάσταση πολύ υψηλού βαθμού βίας. »

Στη σελ.19 του ίδιου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:

«Το ΔΕΕ έχει επισημάνει ότι απαιτείται η ύπαρξη «εξαιρετικής κατάστασης» για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο γ) στους αμάχους εν γένει. Στη σκέψη 37 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι για να ισχύει κάτι τέτοιο:

«[…] ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη … [πρέπει να] είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας.»

Ενόψει των ως άνω δεν θεωρώ ότι τεκμηριώνεται εύλογη πιθανότητα, σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στον τόπο διαμονής του, να διατρέξει κίνδυνο σοβαρής βλάβης - κατά τα διαλαμβανόμενα από το αρ.19 (2) (γ) του νόμου - εκ μόνης της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ να εντοπίσω, δεδομένων των όσων πιο πάνω σε σχέση με τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και την απουσία αναφορών για στοχοποίηση της ομάδας (clan) Balobo, ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της πόλης, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [8] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, υπ. C-901/19, CF and DN).

Η ως άνω κατάληξη μου δεν διαφοροποιείται από τις πληροφορίες που ο συνήγορος του αιτητή επισυνάπτει στην αγόρευση αφού δεν αλλοιώνουν την εικόνα για την κατάσταση ασφαλείας, όπως διαγράφεται από τις πιο πάνω πληροφορίες. Άλλωστε οι 2 εκτυπώσεις αφορούν το περιστατικό στο Yumbi, το οποίο είναι αποδεκτό, η δε εκτύπωση από Wikipedia που αφορά το Bolobo και τις φυλές που διαμένουν εκεί δεν διαφοροποιεί ομοίως τα δεδομένα που αναφέρω πιο πάνω.

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται στην προκείμενη περίπτωση «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

 

Εν προκειμένω λοιπόν το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο παρά το εντοπίστηκαν, ως πιο πάνω καταγράφονται, πλημμέλειες αναφορικά με την πορεία εξέτασης των επίδικων ισχυρισμών του αιτητή από τους καθ’ ων η αίτηση.

Η προσφυγή απορρίπτεται.

Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν αναφορικά με την εξέταση της επίδικης αιτήσεως σε σχέση με την αξιολόγηση των αναγκών διεθνούς προστασίας σε συνάρτηση με τη Κινσάσα και όχι τον ορθό τόπο διαμονής του αιτητή, ήτοι το Yumbi, ως ανωτέρω καταγράφονται, δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] More than 500 Banunu killed in attacks by rival ethnic group in DR Congo: U.N. investigation – Reuters – 12/03/19 - https://www.reuters.com/article/us-congo-violence-un/more-than-500-banunu-killed-in-attacks-by-rival-ethnic-group-in-dr-congo-u-n-investigation-idUSKBN1QT148/

[3] MSF, Thousands affected by inter-communal violence in Maï-Ndombe province, September 2022, διαθέσιμο σε https://www.msf.org/thousands-affected-inter-communal-violence-mai-ndombe-province,

[4] HRW, DR Congo: Rampant Intercommunal Violence in West, 2022, διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/news/2023/03/30/dr-congo-rampant-intercommunal-violence-west, [ημερομηνία τελευταίας προσπέλασης 08/05/2023]

[5] ACLED, DRC, Nai- Ndombe, reference period 28/04/22-28/04/2023, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[8] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο