ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. ΔΚ 4/2024
20 Μαρτίου 2024
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S. S.
Aιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
Καθ’ ων η αίτηση
………………………………..
Νατ. Χαραλαμπίδου (κα) για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Χρ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια αιτείται την έκδοση απόφασης με την οποία να ακυρώνεται το Διάταγμα Κράτησης ημερομηνίας 17/01/2024, εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 και να διατάζεται η άμεση απελευθέρωσή της, διαζευκτικά, αιτείται την έκδοση απόφασης με την οποία να ακυρώνει ή τροποποιεί το εν λόγω Διάταγμα Κράτησης και στη θέση του να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήρια Α και Β [Τεκμήριο Α - διοικητικός φάκελος του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και Τεκμήριο Β - διοικητικός φάκελος της Υπηρεσίας Ασύλου] τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση είναι τα εξής:
Η Αιτήτρια είναι ενήλικας, υπήκοος Γουινέας, η οποία σύμφωνα με δηλώσεις της εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 13/02/2020 και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Την 21/02/2020 η Αιτήτρια συμπλήρωσε και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.
Ως προκύπτει από το έγγραφο επικοινωνίας με την Αιτήτρια (ερυθρά 22-23 Τεκμήριο Β) η Υπηρεσία Ασύλου προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με αυτήν, στον αριθμό 96136408 στις 29/03/2023 με σκοπό τον προγραμματισμό της συνέντευξής της για τις 06/06/2023 (ερυθρό 22 στο Τεκμήριο Β), ανεπιτυχώς και ακολούθως στον ίδιο αριθμό τηλεφώνου στις 12/04/2023, 25/04/2023 και 17/07/2023 για προγραμματισμό της συνέντευξής της, για «April ‘23» όπως αυτολεξεί αναγράφεται επί του εντύπου (ερυθρό 23 στο Τεκμήριο Β) επίσης ανεπιτυχώς. Σημειώνω την ανακολουθία και αοριστία που παρατηρείται επί του εντύπου επικοινωνίας, ήτοι την αόριστη ημερομηνία συνέντευξης «Απρίλιος 2023» και δη το γεγονός ότι η τελευταία προσπάθεια ήτοι 17/07/2023 έγινε με σκοπό το προγραμματισμό της συνέντευξης για τον προηγούμενο Απρίλιο.
Εφόσον δεν επιτεύχθηκε επικοινωνία με την Αιτήτρια, η Υπηρεσία Ασύλου συνέταξε επιστολή η οποία φέρει ημερομηνία 03/08/2023 απευθυνόμενη προς την Αιτήτρια στην τελευταία δηλωθείσα από την ίδια διεύθυνση, με την οποία καλείτο όπως παρευρεθεί σε συνέντευξη στις 06/09/2023 ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία όπως προκύπτει από τα ενώπιον του δεδομένα, δεν φαίνεται να έχει ταχυδρομηθεί στην Αιτήτρια. Επί τούτου θα αναφερθώ πιο κάτω.
Την 07/09/2023, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, προέβη σε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, σύμφωνα με την οποία γίνεται εισήγηση για κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας εφόσον αυτή «Στις 29/03/2023, 12/04/2023, 25/04/2023 και 17/07/2023 κλήθηκε τηλεφωνικώς για να παραστεί σε συνέντευξη, χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός της (Π.Β. ερυθ 22-23). Στις 03/08/2023, η ΑΔΠ κλήθηκε μέσω ταχυδρομικής επιστολής στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση της, για να παραστεί σε συνέντευξη προγραμματισμένη για τις 06/09/2023 (Π.Β. ερυθ.24-28). Παρά τις προσπάθειες τηλεφωνικής επικοινωνίας και την αποσταλθείσα επιστολή, η ΑΔΠ δεν προσήλθε στην προκαθορισμένη ημερομηνία συνέντευξης της».
Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, αυθημερόν, μέσω δεόντως εξουσιοδοτημένου λειτουργού να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, εξέτασε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, δυνάμει του άρθρου 16Β(1) και 16Β(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Την ίδια ημέρα συντάχθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ενημερωτική επιστολή απευθυνόμενη προς την Αιτήτρια στην οποία παρέχεται ενημέρωση τόσο για το κλείσιμο του φακέλου και τη διακοπή εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 16Β(1)(i) του περί Προσφύγων Νόμου, όσο και για τα μέσα θεραπείας καθώς επίσης και για την έκδοση απόφασης επιστροφής εναντίον της και την υποχρέωση της για εθελοντική αναχώρηση εντός επτά ημερών. Επιπλέον, ενημερώνεται η Αιτήτρια ότι τόσο η απόφαση επιστροφής όσο και η εθελοντική περίοδος αναχώρησης αναστέλλονται μέχρι τη λήξη των αναφερόμενων προθεσμιών χωρίς την υποβολή προσφυγής ή μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας σε περίπτωση καταχώρησης προσφυγής. Η αναφερόμενη αυτή επιστολή (ερυθρό 37 στο Τεκμήριο Β), φέρει σφραγίδα «POSTAL 27 SEP 2023 Asylum Service Ministry of Interior» ωστόσο όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου – Τεκμήριο Β, ερυθρό 38 και επιπλέον αποτελεί κοινώς παραδεκτό γεγονός από τους συνηγόρους των μερών, ταχυδρομήθηκε με συστημένο ταχυδρομείο στις 06/10/2023 με αριθμό αποστολής RB007956379CY.
Σύμφωνα με επιστολή της ΥΑΜ Πάφου προς την Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 19/11/2023, (ερυθρό 46 στο Τεκμήριο Α) γίνεται ενημέρωση πως κατόπιν συντονισμένης επιχείρησης που διενεργήθηκε για εντοπισμό και σύλληψη αλλοδαπών που διαμένουν παράνομα στην πόλη και επαρχία Πάφου, την ίδια ημέρα, ήτοι 19/11/2023 εντοπίστηκε η Αιτήτρια και κατόπιν ελέγχου που έγινε στο μηχανογραφημένο σύστημα της Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι αυτή διέμενε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία από 26/10/2023. Συνεπεία τούτου η Αιτήτρια συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και τέθηκε υπό κράτηση. Γίνεται επίσης αναφορά ότι η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 21/02/2020, η οποία στις 07/09/2023 αποσύρθηκε σιωπηρά και της αποστάλθηκε στις 27/09/2023, συνεχίζοντας ότι «η αλλοδαπή μέχρι σήμερα δεν υπέβαλε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας και από 26/10/2023 διαμένει παράνομα στην Κύπρο (δεν υπάρχει θέμα μη επαναπροώθησης)». Να σημειώσω ότι επί της εν λόγω επιστολής (ερυθρό 47 – Τεκμήριο Α) αναγράφεται αρχικά διαφορετική ημερομηνία η οποία διαφοροποιείται σε 26/10/2023 χειρόγραφα χωρίς την οποιαδήποτε περαιτέρω εξήγηση. Γίνεται εν τέλει εισήγηση για έκδοση διατάγματος κράτησης και απέλασης εναντίον της Αιτήτριας «λόγω της παράνομης παραμονής της, του κινδύνου διαφυγής και της παρεμπόδισης της διαδικασίας απέλασης, της μη συμμόρφωσης της αλλοδαπής να αναχωρήσει σύμφωνα με απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, και επειδή δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων».
Ακολούθως στις 20/11/2023 εκδόθηκαν εναντίον της Αιτήτριας σχετικά διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105, καθότι κρίθηκε ότι παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 26/10/2023 όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης της από τη Δημοκρατία και επειδή διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, δεδομένου ότι δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και είναι αρνητική στον επαναπατρισμό της, επιπλέον κρίθηκε ότι δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Εναντίον των πιο πάνω διαταγμάτων η Αιτήτρια προχώρησε με την συνδρομή συνηγόρου σε καταχώρηση της υπ’ αριθμό 1998/23 προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Την 21/11/2023, ήτοι την αμέσως επόμενη ημέρα της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της/μεταγενέστερη αίτηση, ισχυριζόμενη ότι ποτέ δεν παρευρέθηκε σε συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ότι ο φάκελος της έκλεισε με σιωπηρή απόσυρση, χωρίς ποτέ να έχει εξεταστεί. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι μόλις το αντιλήφθηκε αμέσως υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της δυνάμει του άρθρου 16Ε του περί Προσφύγων Νόμου ώστε να εξεταστεί η αίτησή της. Από το διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι η αίτησή της, στις 07/12/2023 κρίθηκε παραδεκτή.
Με σχετικό σημείωμα της Λειτουργού Μετανάστευσης, ημερομηνίας 16/01/2024 «στη βάση του μεταναστευτικού ιστορικού της αλλοδαπής, στο γεγονός ότι η αίτηση ασύλου της απορρίφθηκε λόγω σιωπηρής απόσυρσης, στο γεγονός ότι δεν συμμορφώθηκε με αποφάσεις επιστροφής και υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση αφού συνελήφθηκε και κρατήθηκε για τον επαναπατρισμό της, στο ότι οι λόγοι που αναφέρει στην μεταγενέστερη αίτησή της, εκ πρώτης όψεως δεν δικαιολογούν την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, στην μη κατοχή ταξιδιωτικών εγγράφων, στην μη συνεργασία της για τον επαναπατρισμό της και στο ότι, εκ των πιο πάνω υπάρχει κίνδυνος η αλλοδαπή να διαφύγει σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερη», γίνεται εισήγηση ακύρωσης του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 20/11/2023 και έκδοση νέου διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) καθώς επίσης αναστολή του διατάγματος απέλασης μέχρι την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το επανάνοιγμα της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Σημειώνω ότι μέχρι και την ημερομηνία των ενώπιον του Δικαστηρίου διευκρινήσεων της παρούσας, δηλώθηκε από τα μέρη ότι εξακολουθεί να εκκρεμεί η εξέταση της αίτησης της Αιτήτριας. Η εισήγηση έτυχε της έγκρισης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης η οποία εξέδωσε την 17/01/2024 νέο Διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, το δε Διάταγμα απέλασης ανεστάλη μέχρι το τέλος της διαδικασίας εξέταση του αιτήματος ασύλου.
Εμπρόθεσμα, η Αιτήτρια υπέβαλε την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλοντας την απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για έκδοση Διατάγματος Κράτησης ημερομηνίας 17/01/2024.
Με την γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας, ισχυρίζεται η ότι προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα και το Νόμο, εξαιτίας ελλιπούς έρευνας, μη χρηστής διοίκησης, κατάχρησης εξουσίας και κακής πίστης εκ μέρους της διοίκησης. Η κ. Χαραλαμπίδου προβάλλει τη θέση ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής, παραπλανητική και λανθασμένη, προϊόν επίσης πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο.
Αποτελεί θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας, ότι η επιστολή, ημερομηνίας 07/09/2023 (ερυθρό 37 στο Τεκμήριο Β) με παραλήπτη την Αιτήτρια, όπως διαφαίνεται από το δελτίο ενημέρωσης του διοικητικού φακέλου ουδέποτε αποστάλθηκε στην Αιτήτρια, καθώς επίσης και ότι η σφραγίδα «postal 27 Sep 2023» δεν αποτελεί σαφή ένδειξη για την ταχυδρόμηση της επιστολής, τη στιγμή μάλιστα που η πρωτότυπη επιστολή βρίσκεται κατατεθειμένη στο διοικητικό φάκελο, γεγονός που δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσο στην πραγματικότητα έχει ταχυδρομηθεί. Ως εκ των πιο πάνω, ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν ολοκληρώθηκε και παρέμεινε internum – εσωτερικό μέτρο της διοίκησης το οποίο δεν έχει εξωτερικευθεί και συνεπώς δεν παρήγαγε κανένα έννομο συμφέρον, η δε παραμονή της Αιτήτριας κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν νόμιμη ως αιτήτρια διεθνούς προστασίας εκκρεμούσης της εξέτασης της αίτησής της. Δεδομένων των πιο πάνω, συνεχίζει η συνήγορος της Αιτήτριας ότι το υπόβαθρο επί του οποίου εκδόθηκε στην συνέχεια το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης, πάσχει, δεδομένου ότι στηρίζεται στο γεγονός ότι η Αιτήτρια είχε παραλάβει τόσο την επιστολή 03/08/2023 με την οποία καλείτο να παρευρεθεί σε συνέντευξη, όσο και την ενημερωτική επιστολή 07/09/2023 για διακοπή εξέτασης της αίτησής της, ενώ στην πραγματικότητα δεν προκύπτει να έχουν παραληφθεί. Η συνήγορος της Αιτήτριας αμφισβητεί το κατά πόσο η πρώτη επιστολή περί κλήσης σε συνέντευξη είχε ταχυδρομηθεί στην Αιτήτρια δεδομένου ότι κατόπιν έρευνας που διενήργησε στο διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι η πρωτότυπη βρίσκεται στο φάκελο και δεν προκύπτει οποιαδήποτε σημείωση για αποστολή της, ενώ η δεύτερη περί διακοπής εξέτασης της αίτησης στην πραγματικότητα δεν προκύπτει ότι έχει παραληφθεί.
Πέραν των πιο πάνω, η κ. Χαραλαμπίδου ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας και δέουσας έρευνας αλλά και παράλειψης διεξαγωγής εξατομικευμένης αξιολόγησης από πλευράς των Καθ΄ ων η αίτηση σε σχέση με τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας, εισηγείται δε ότι η έκδοση του διατάγματος κράτησης στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) εμπεριέχει τόσο πραγματική όσο και νομική πλάνη και εκδόθηκε ενάντια στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης ενεργώντας η Διευθύντρια καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.
Προσθέτει η κ. Χαραλαμπίδου ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν νομιμοποιούνται να προβάλλουν ως αιτιολογία για την κράτηση της Αιτήτριας τη μη συμμόρφωση της με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής τη στιγμή που η ίδια η Αιτήτρια τελούσε υπό πλήρη άγνοια για τη σιωπηρή απόσυρση της αίτησης της και την διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής της, εφόσον ουδέποτε της κοινοποιήθηκε η εν λόγω απόφαση.
Με ξεχωριστό λόγο ακύρωσης, η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας, ισχυρίζεται παραβίαση του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και κατ’ επέκταση των άρθρων 6 και 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι Καθ’ ων η αίτηση με τη δική τους αγόρευση υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση. Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Εισηγείται ότι η απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, σύμφωνη με την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
Τονίζει η κ. Δημητρίου, την θέση των Καθ’ ων η αίτηση, ότι η Αιτήτρια προέβη σε διαβήματα για καταχώρησης αίτησης επανανοίγματος του φακέλου της μετά την κράτησή της στη βάση του Κεφ. 105, και μάλιστα δύο μήνες μετά την σιωπηρή απόσυρση της αρχικής της αίτησης, απορρίπτοντας τη θέση της Αιτήτριας. Το γεγονός αυτό, ως ισχυρίζεται συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα ως εκ τούτου εισηγείται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση άσκησαν ορθά τη διακριτική τους ευχέρεια εκδίδοντας το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης αξιολογώντας το μεταναστευτικό προφίλ της Αιτήτριας, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια προσπάθησε να εμποδίσει την απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, οι δε ισχυρισμοί της ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου αντικρούονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου από το οποίο προκύπτει ότι σχετική επιστολή στάλθηκε στην Αιτήτρια στην τελευταία δηλωθείσα από την ίδια διεύθυνση διαμονής της. Με βάση όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, γίνεται εισήγηση ότι στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν ήταν λογικά εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.
Κατά τις διευκρινίσεις κάθε ένας από τους συνηγόρους, επανέλαβε ουσιαστικά τις θέσεις του, εμμένοντας στους ισχυρισμούς τους, με την πλευρά της Αιτήτριας να υπερτονίζει την άγνοια της προς την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία αποφασίστηκε το κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της, δυνάμει του άρθρου 16Β(2) και την πλευρά των Καθ’ων η αίτηση να υποστηρίζουν ότι εν λόγω ενημερωτική επιστολή ημερομηνίας 07/09/2023 ταχυδρομήθηκε στη τελευταία δηλωθείσα από την Αιτήτρια διεύθυνση διαμονής στις 27/09/2023.
Ανατρέχοντας στο διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου, Τεκμήριο Β, το Δικαστήριο κάλεσε τα μέρη να τοποθετηθούν ως προς το ερυθρό 38 το οποίο αποτελεί κατάσταση απεσταλθένων αποφάσεων μέσω των Κυπριακών Ταχυδρομείων και φέρει τίτλο «Οκτώβριος 2023 – Απόφαση» μεταξύ των οποίων φαίνεται και το όνομα της Αιτήτριας. Μετά από έρευνα που διεξήγαγαν από κοινού του μέρη με την χρήση του αριθμού δελτίου ταχυδρομικής αποστολής, προέκυψε ότι η εν λόγω επιστολή ταχυδρομήθηκε εν τέλει στις 06/10/2023 και μέχρι και την 25/11/2023 ημερομηνία μεταγενέστερη της σύλληψης της Αιτήτριας δεν παραλήφθηκε από την Αιτήτρια, ωστόσο αποτελεί θέση της κ. Δημητρίου, παραπέμποντας στο άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 ότι επίδοση με ταχυδρομείο λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχεται το έγγραφο και εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδιδόταν με την συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου.
Έχω μελετήσει με δέουσα προσοχή τα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων, όπως αυτά περιέχονται στις γραπτές τους αγορεύσεις αλλά και όσα προφορικά υποστήριξαν στο στάδιο των διευκρινήσεων καθώς και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων.
Θεωρώ ορθό όπως τεθεί αρχικά το νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει την κράτηση αιτητών διεθνούς προστασίας, εφόσον κατά κανόνα η κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας, λόγω μόνο της ιδιότητας του/της ως αιτητή/τρια ασύλου απαγορεύεται. Κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας μπορεί να διαταχθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως αυτές καθορίζονται στον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000 ο οποίος υιοθετεί το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις περί Συνθηκών Υποδοχής των αιτούντων διεθνούς προστασίας.
Το άρθρο 9ΣΤ του Νόμου, προνοεί τα ακόλουθα:
«9ΣΤ. (1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[…]
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» (ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου).
Από το πιο πάνω άρθρο του Νόμου, γίνεται αντιληπτό ότι κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας, μπορεί να διαταχθεί μετά από ατομική αξιολόγηση και αφού κριθεί ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά της κράτησης μέτρα. Αναδεικνύεται υποχρέωση του Υπουργού Εσωτερικών, [βλ. 9ΣΤ (2)(δ)] όπως τεκμηριώσει συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο/η αιτητής/τρια επιδιώκει την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής. Λαμβάνεται περαιτέρω υπόψη το γεγονός ότι ο/η αιτητής/τρια είχε την δυνατότητα πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου, αλλά επέλεξε να το πράξει μετά την λήψη απόφασης επιστροφής του/της.
Ως εκ των πιο πάνω, συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις για ενεργοποίηση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) είναι: να εκκρεμεί απόφαση επιστροφής εναντίον του/της αιτητή/τριας, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο/η αιτητής/τρια υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, περιλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο/η αιτητής/τρια είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και δεν το έπραξε.
Είναι γνωστό, ότι η στέρηση της ελευθερίας ατόμου, δεν μπορεί να τεκμηριώνεται βάση της σπουδαιότητας οπουδήποτε μεμονωμένου παράγοντα αλλά μέσω της εξέτασης όλων των στοιχείων σωρευτικά.
Στην 15η αιτιολογική σκέψης τη Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, προνοείται ότι:
«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής».
Σύμφωνα με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, θα πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της κράτησης και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, που στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας απομάκρυνσης της Αιτήτριας. Το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει τα εναλλακτικά μέτρα για να διασφαλίσει με άλλο αποτελεσματικό τρόπο τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ. C18/16 K. v. Stagtsse Cretans van Veiligheide Justice, ημερομηνίας 4/05/2017, σκέψεις 5, 6, 72,76).
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, προχωρώ στην εξέταση του κατά πόσο η περίπτωση της Αιτήτριας μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσω αυτούσιο το επίδικο διάταγμα κράτησης για σκοπούς εξέτασης των προβαλλόμενων από την Αιτήτρια λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης και δη της πάσχουσας έρευνας, της πλάνης περί τα πράγματα και της πάσχουσας αιτιολογίας.
« ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000 – 2020)
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
ΕΠΕΙΔΗ η S.S. υπήκοος ΓΟΥΙΝΕΑΣ είναι αιτήτρια διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι η S.S. κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης της, και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι η S.S. από την ημερομηνία της απορριπτικής απόφασης της ΥΠΑΣ, λόγω σιωπηρής απόσυρσης η αλλοδαπή, μέχρι και τη σύλληψή της και κράτησή της δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε ενέργειες για να διευθετήσει την παραμονή της και αντ’ αυτού υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου αφού συνελλήφθηκε και κρατήθηκε με σκοπό τον επαναπατρισμό της, και επειδή εκ πρώτης όψεως, οι λόγοι που αναφέρει ότι εγκατέλειψε την πατρίδα της, στη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου της δεν δικαιολογούν την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασίας επαναπατρισμού της.
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο η S.S. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000 – 2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερα περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000 – 2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους.
1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής: (1) απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας ασύλου ημερομηνίας 25/09/2023 και 2) Διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον της στις 20/11/2023.
2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν είναι κάτοχος ταξιδιωτικού εγγράφου. Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι δεν είναι κάτοχος Τ/Ε
3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν συναινεί στον επαναπατρισμό της, όπως ενημερώνει η ΥΑΜ.
4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένη μετανάστρια δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του άρθρου 6 των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952 – 2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος της εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 20/11/2023
5. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό της, κρίνω ότι η αίτηση της για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού της.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000 – 2020) και το Άρθρο 188(3) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε μένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως η S.S. ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, που αναφέρονται πιο πάνω.
Με το παρόν διάταγμα, εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.
ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 17η ημέρα του Ιανουαρίου, 2024».
Αποτελεί ουσιαστική και κύρια θέση της Αιτήτριας ότι αυτή ουδέποτε έλαβε γνώση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της, συνεπεία σιωπηρής απόσυρσης της αίτησης διεθνούς προστασίας ή υπαναχώρησης της Αιτήτριας από αυτή, παρά μόνο κατά την σύλληψή της, ισχυρισμός ο οποίος κρίνω ότι θα πρέπει να εξεταστεί πρώτος.
Το άρθρο 8(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί ότι
«Ο τόπος διαμονής αιτητή καθορίζεται στην βεβαίωση υποβολής αίτησης. Ο αιτητής, σε περίπτωση αλλαγής του τόπου διαμονής του, υποχρεούται να ενημερώσει το συντομότερο δυνατό το Κλιμάκιο, συμπληρώνοντας έντυπο κατά τον τύπο που αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο…».
Το άρθρο 16Β(2)(β) του Νόμου προνοεί ότι η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρεί ότι ο/η αιτητής/τρια, σιωπηρά, έχει αποσύρει την αίτηση του όταν διαπιστώνει ότι
«(β) διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή βρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την Υπηρεσία Ασύλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, όπως την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του».
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο/η κάθε αιτητής/ρια έχει υποχρέωση να ενημερώσει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή σε περίπτωση αλλαγής του χώρου διαμονής του/της και των στοιχείων επικοινωνίας του/της και, αντίστοιχα, η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να συμπεράνει σε περίπτωση αλλαγής αυτών χωρίς ενημέρωση της από τον/τη αιτητή/τρια, ότι αυτός/τη έχει αποσύρει την αίτησή του/της ή ότι έχει υπαναχωρήσει από αυτήν.
Στην προκειμένη περίπτωση, η Αιτήτρια φαίνεται να συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις του Νόμου, γνωστοποιώντας από το έτος 2021 (ερυθρό 2 στο Τεκμήριο Α), την αλλαγή στη διεύθυνση διαμονής της, συμπληρώνοντας και υποβάλλοντας ενυπόγραφα το Έντυπο Δήλωσης Αλλαγής Διεύθυνσης καθώς και για τον αριθμό τηλεφωνικής επικοινωνίας δηλώνοντας τον αριθμό 960128681, η δε αρμόδια αρχή, Υπηρεσία Ασύλου, καταχώρησε στο ηλεκτρονικό της σύστημα την αλλαγή διεύθυνσης διαμονής πλην όμως όχι τον επικαιροποιημένο αριθμό κινητού τηλεφώνου, με αριθμό τηλεφώνου να καταγράφεται στο σύστημα το 96136408 αντί του δηλωθέντος από την Αιτήτρια αριθμού 96012861.
Όπως προκύπτει από το Τεκμήριο Β, η Υπηρεσία Ασύλου προσπάθησε σε διάφορες ημερομηνίες και ώρες (τέσσερις στο σύνολο όπως αναφέρονται με λεπτομέρεια πιο πάνω) να επικοινωνήσει με την Αιτήτρια για προγραμματισμό της συνέντευξης της, πλην όμως καλώντας στον αρχικό αριθμό τηλεφώνου και όχι στον νέο δηλωθέν από την Αιτήτρια αριθμό και αυτό ανεπιτυχώς.
Αναφορικά δε με την επιστολή ημερομηνίας 03/08/2023 η οποία απευθύνεται προς την Αιτήτρια στην τελευταία δηλωθείσα από την Αιτήτρια διεύθυνση διαμονής σύμφωνα με την οποία καλείται όπως παρευρεθεί σε συνέντευξη σε συγκεκριμένη ημερομηνία, διαπιστώνω ότι πράγματι δεν προκύπτει από πουθενά η αποστολή της και παραμένει αμφισβητούμενο γεγονός το κατά πόσο εν τέλει αυτή απεστάλη στην Αιτήτρια. Παρ’ όλα αυτά κρίνω ότι δεν καθίσταται μοιραίο για την έκβαση της υπόθεσης, εφόσον ο ισχυρισμός αυτός θα μπορούσε να εξεταστεί σε προσφυγή ενώπιον Δικαστηρίου στα πλαίσια εξέτασης της νομιμότητας της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και κλείσιμο του φακέλου της, η οποία όπως προκύπτει επίσης από το διοικητικό φάκελο περιέχεται στην επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 07/09/2023 και σύμφωνα με το ερυθρό 38 του Τεκμηρίου Β αλλά και τις δηλώσεις των μερών αυτή απεστάλη μέσω συστημένου ταχυδρομείου στις 06/10/2023. Ωστόσο δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι επί της επιστολής ημερομηνίας 07/09/2023 τίθεται σφραγίδα με την οποία φαίνεται η επιστολή αυτή να έχει ταχυδρομηθεί στις 27/09/2023 και όλοι οι λοιποί χειρισμοί των Καθ’ ων η αίτηση βασίζονται επί αυτής της ημερομηνίας και όχι της πραγματικής ημερομηνίας αποστολής που είναι η 6η Οκτωβρίου 2023.
Στην απόφαση Socrates Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos and others (1965) 1 C.L.R. 9, κρίθηκε ότι εάν αποδειχθεί ότι η επιστολή έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, αυτό συνιστά, εκ πρώτης όψεως, απόδειξη της παράδοσης της στο πρόσωπο προς το οποίο αυτή απευθύνεται. Συνεπώς, όπου η προσβαλλόμενη πράξη αποστέλλεται με σύνηθες ταχυδρομείο, θεωρείται κατά τεκμήριο ότι αυτή έχει φθάσει στον προορισμό της εντός εύλογου χρόνου εφόσον δεν επεστράφη (βλ Παπαδόπουλος κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 657/2012, ημερομηνίας 27.06.2014 και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415.). Δημιουργείται δηλαδή μαχητό τεκμήριο παράδοσης της στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ηλεκτρονικό δελτίο αποστολής της επιστολής ημερομηνίας 07/09/2023 το οποίο κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας από κοινού από τις συνηγόρους των μερών, σε σχέση με την πορεία της αποστολής της επιστολής, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Η επιστολή, ταχυδρομήθηκε στις 06/10/2023 από Λευκωσία προς Πάφο, στις 09/10/2023 έγινε πρώτη ανεπιτυχής προσπάθεια παράδοσης της στον παραλήπτη της, στις 21/11/2023 έγινε δεύτερη ανεπιτυχής προσπάθεια παράδοσης της στον παραλήπτη της και την 22/11/2023 απεστάλη από την Πάφο προς την Λευκωσία για επιστροφή στον αποστολέα της, ο οποίος όπως προκύπτει από το συγκεκριμένο έγγραφο, την παρέλαβε τελικά στις 08/12/2023, παρόλα αυτά δεν βρίσκεται εντός του διοικητικού φακέλου, ως η υποχρέωση των Καθ’ ων η αίτηση για αρχειοθέτηση της στο διοικητικό φάκελο.
Υπενθυμίζω ότι η Αιτήτρια συνελήφθη για παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας στις 19/11/2023 ημερομηνία προγενέστερη της προσπάθειας παράδοσης της επιστολής με την οποία η Υπηρεσία Ασύλου της γνωστοποιούσε την απόφασή της για κλείσιμο του φακέλου της και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της για διεθνή προστασία, επιβεβαιώνοντας πως δεν ήταν εφικτή η παράδοση της επιστολής εφόσον εκ των πραγμάτων δεν βρισκόταν στην διεύθυνση διαμονής της στις 21/11/2023, αλλά ήτο ήδη υπό κράτηση.
Τούτων λεχθέντων, κρίνω ότι ο ισχυρισμός της συνηγόρου της Αιτήτριας σύμφωνα με τον οποίο η τελευταία ουδέποτε έλαβε γνώση της διακοπής της εξέτασης της αίτησης της για διεθνή προστασία ευσταθεί, εφόσον αποδεικνύεται η μη λήψη της επιστολής από την ιδία.
Σύμφωνα με τα πιο πάνω, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ ων η αίτηση (i) προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με την Αιτήτρια για προγραμματισμό της συνέντευξης της σε προηγούμενο καταχωρημένο αριθμό τηλεφώνου χωρίς να έχουν οι ίδιοι επικαιροποιήσει το ηλεκτρονικό τους σύστημα, (ii) προσπάθησαν να αποστείλουν επιστολή προς την Αιτήτρια για προγραμματισμένη συνέντευξη η οποία δεν προκύπτει να έχει εν τέλει ταχυδρομηθεί ή με οποιοδήποτε τρόπο κοινοποιηθεί στην Αιτήτρια[1] και (iii) ενώ η προσπάθεια παράδοσης της επιστολής ημερομηνίας 07/09/2023 προς την Αιτήτρια εκκρεμούσε, η Αιτήτρια είχε ήδη συλληφθεί για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία από 19/11/2023. Ως εκ τούτου κρίνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενεργούσαν υπό πλάνη, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνη η οποία επενεργεί σε βάρος της Αιτήτριας.
Παραπέμπω στην απόφαση Κυρμίτσης ν Δημοκρατίας (1993) 4 ΑΑΔ 1900 όπως λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Όπως είχε λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία v. Όλγας Μαυρομμάτη και Άλλου (1991) 3 Α.Α.Δ. 543, ακόμη και η υπόνοια πως η πλάνη λειτούργησε σε βάρος του εφεσίβλητου είναι αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη. Η ύπαρξη πλάνης ανατρέπει και το βάθρο της αιτιολογίας. Στο σημείο αυτό ο καθηγητής Δ. Κόρσος "Διοικητικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος" Τεύχος Α', σελ. 150 αναφέρει:
"Αλλ' ακόμη η αιτιολογία πρέπει, όπως είπαμε, να είναι ακριβής και όχι πεπλανημένη. Αιτιολογία στηριζομένη επί πραγματικών περιστατικών ανυποστάτων, ελέγχεται ως πλημμελής και οδηγεί στην ακύρωση της επί των ανυπάρκτων αυτών περιστατικών στηριζομένης διοικητικής πράξεως."».
Πέραν των πιο πάνω, αποτελεί επιπλέον ισχυρισμό της Αιτήτριας, ότι από το πιο προσβαλλόμενο Διάταγμα ελλείπει η απαιτούμενη αιτιολογία. Ισχυρίζεται η συνήγορος της ότι η υπάρχουσα στο Διάταγμα αιτιολογία είναι ανυπόστατη, ατεκμηρίωτη και παντελώς λανθασμένη.
Από ανάγνωση του προσβαλλόμενου Διατάγματος κράτησης διαπιστώνω οι Καθ’ ων η αίτηση στηρίζουν την απόφασή τους για κράτηση της Αιτήτριας στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι ότι αυτή κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή της ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, συνεπώς η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Νόμου ικανοποιείται.
Ως προς την δεύτερη προϋπόθεση του συγκεκριμένου άρθρου θα πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια τα οποία να τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι η Αιτήτρια υπέβαλε την μεταγενέστερη αίτησή της με σκοπό να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.
Οι Καθ’ ων η αίτηση αιτιολογούν την απόφασή τους στο γεγονός (i) ότι από την ημερομηνία της απορριπτικής απόφασης της ΥΠΑΣ, λόγω σιωπηρής απόσυρσης μέχρι και τη σύλληψη και κράτησή της δεν προέβη σε οποιεσδήποτε ενέργειες για να διευθετήσει την παραμονή της και αντ΄ αυτού υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου αφού συνελήφθη και κρατήθηκε με σκοπό τον επαναπατρισμό της.
Όπως ήδη εξετάστηκε πιο πάνω, προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι η Αιτήτρια δεν κλήθηκε ποτέ σε συνέντευξη για εξέταση της αίτησής της για διεθνή προστασία, εφόσον η Υπηρεσία Ασύλου, πεπλανημένα και χωρίς δέουσα έρευνα δεν επικαιροποίησε τα στοιχεία της Αιτήτριας, με αποτέλεσμα να προβαίνει σε προσπάθειες εντοπισμού της καλώντας σε λανθασμένο αριθμό τηλεφώνου, παράλληλα δε, δεν προκύπτει η αποστολή της επιστολής ημερομηνίας 03/08/2023, αλλά ούτε η παραλαβή της επιστολής ημερομηνίας 07/09/2023.
(ii) Στηρίζουν οι Καθ’ ων η αίτηση την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος στο γεγονός ότι εκ πρώτης όψεως, οι λόγοι που αναφέρει ότι εγκατέλειψε την πατρίδα της στην μεταγενέστερη αίτησή της δεν δικαιολογούν την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Ανατρέχοντας στους διοικητικούς φακέλους διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια αιτήθηκε την 21/11/2023 το επανάνοιγμα του φακέλου της αναφέροντας στην αγγλική γλώσσα ότι ουδέποτε πραγματοποιήθηκε συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ότι φάκελος της έκλεισε με σιωπηρή απόσυρση χωρίς να εξεταστεί ο πυρήνας του αιτήματος της. Ωστόσο είναι γεγονός ότι επί της μεταγενέστερης αίτησής της περιέχεται και μια παράγραφος σε άλλη γλώσσα χωρίς να ανευρίσκεται στους φακέλους οποιαδήποτε μετάφραση αυτού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Λειτουργό Μετανάστευσης (ερυθρό 102 στο Τεκμήριο Α) υπό τον τίτλο «Μεταγενέστερη αίτηση ασύλου ημερ. 21/11/2023 (παραδεκτή 07/12/2023)» αναφέρονται τα ακόλουθα: (ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου)
«(α) Ως έχει προαναφερθεί πιο πάνω, η αλλοδαπή αφίχθηκε στην Κύπρο παράτυπα σε άγνωστη ημερομηνία. Στις 21/02/2020 η αλλοδαπή υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί διεθνής προστασία η οποία στις 07/09/2023 αποσύρθηκε σιωπηρά και της αποστάλθηκε στις 27/09/2023. Η ΥΑΜ αναφέρει ότι μέχρι την ημερομηνία της επιστολής της δεν είχε υποβάλει προσφυγή στο ΔΔΔΠ και από τις 26/10/2023 διέμενε παράνομα στην Κύπρο. Στις 19/11/2023 η αλλοδαπή εντοπίσθηκε και συνελήφηκε για παράνομη παραμονή και εδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης με τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο. Στις 06/12/2023, ενώ κρατείτιο υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου η οποία κρίθηκε παραδεκτή στις 07/12/2023.
(β) Στην μεταγενέστερη αίτησή της η αλλοδαπή αρχικά έγραψε το κείμενο της εν μέρει στην τοπική της διάλεκτο «Susu» και στα Αγγλικά επίσης. Καθώς δεν υπήρχε μεταφραστής για την τοπική διάλεκτο, ζητήθηκε από την αλλοδαπή να συμπληρώσει εκ νέου την αίτησης της μαζί με τον μεταφραστή της ΥΠΑΣ, στην επίσημη γλώσσα του κράτους της, στα Γαλλικά. Η αίτηση αυτή στάλθηκε στο ΤΑΠΜ στις 15/01/2024. Στη αίτησή της η αλλοδαπή αναφέρει σχετικά με τους λόγους που την έκαναν να εγκαταλείψει την χώρα της, γενικά στον πόλεμο, την πολιτική κλπ χωρίς να συγκεκριμενοποιεί κάποιο κίνδυνο που να απορρέει από αυτά. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει ότι η μητέρα της πέθανε και η γυναίκα του πατέρα της η οποία πήγε να ζήσει μαζί τους, τους φέρεται άσχημα και ότι εγκατέλειψε το σπίτι της για αυτό το λόγο και αρρωστά όταν αυτή τους φέρεται άσχημα. Επίσης αναφέρει ότι έχει αιμορροΐδες. Στα στοιχεία που προσκομίζει αναφέρει ότι έχει ένα βίντεο, χωρίς περαιτέρω πληροφορίες. Τα πιο πάνω εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να δικαιολογούν την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Τα πιο πάνω δείχνουν ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι πρόκειται για πρόσωπο που εκ πρώτης όψεως υπέβαλε αίτηση ασύλου καταχρηστικά προκειμένου να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την απέλασή της καθώς οι λόγοι που αναφέρει δεν αιτιολογούν εκ πρώτης όψεως, παραχώρηση καθεστώτος Διεθνούς Προστασίας και υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση αφού συνελήφθηκε και κρατήθηκε και όχι αμέσως μετά την απόρριψη της αίτησης της λόγω σιωπηρής απόσυρσης»
Από τα πιο πάνω παρατηρώ ότι ενώ γίνεται αναφορά στον τίτλο «Μεταγενέστερη αίτηση ασύλου ημερ. 21/11/2023 (παραδεκτή 07/12/2023)» στην συνέχεια γίνεται αναφορά για υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης «στις 06/12/2023 ενώ κρατείτο…η οποία κρίθηκε παραδεκτή στις 07/12/2023»
Ανατρέχοντας στους διοικητικούς φακέλους διαπιστώνω ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ της λειτουργού μετανάστευσης με αρμόδιο λειτουργό της υπηρεσίας ασύλου ημερομηνίας 18/12/2023 (ημερομηνία μεταγενέστερη της σύναξης της εισηγητικής έκθεσης της λειτουργού μετανάστευσης) σύμφωνα με την οποία ενημερώνει ότι «δεν είναι εφικτό να εξετάσω εκ πρώτης όψεως τη μεταγενέστερη αίτησή της, γράφει και σε μια άλλη γλώσσα την οποία δεν κατανοούμε» νοώντας την αίτηση ημερομηνίας 21/11/2023 η οποία κρίθηκε παραδεκτή 07/12/2023.
Ακολούθως φαίνεται να υπάρχει άλλη μια αίτηση από την Αιτήτρια στην γαλλική χωρίς ημερομηνία και υπογραφή, ερυθρά 81-85 στο τεκμήριο Α η οποία επίσης δεν είναι μεταφρασμένη ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να εξετάσει το περιεχόμενο της, δημιουργώντας αμφιβολίες για την πηγή γνώσης της λειτουργού μετανάστευσης ως προς το περιεχόμενο των αναφορών της στο σχετικό σημείωμα.
Τα πιο πάνω, δεν μπορούν να αποτελούν την αιτιολογία διατάγματος κράτησης της Αιτήτριας. Διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια αμέσως μετά τη σύλληψή της και την ενημέρωσή της για το κλείσιμο του φακέλου της προέβη σε διαβήματα για επανάνοιγμα του φακέλου της ισχυριζόμενη την μη εξέταση της αρχικής της αίτησης. Τα όσα επιπλέον αναφέρονται από την λειτουργό μετανάστευσης δεν συνάδουν με τα πραγματικά γεγονότα, ως εκ τούτου προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ερεύνησαν με επιμέλεια όλα τα ενώπιον τους στοιχεία πριν την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος καθιστώντας την δοθείσα αιτιολογία πάσχουσα. Επιπλέον και εφόσον αποτελεί πραγματικό γεγονός ότι η αρχική αίτηση της Αιτήτριας ουδέποτε εξετάστηκε από την αρμόδια αρχή, ήτοι την Υπηρεσία Ασύλου, αφού ουδέποτε πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας, δεν καθίσταται εύλογο ότι η λειτουργός μετανάστευσης ήταν σε θέση να προβαί εκ πρώτης όψεως στο συμπέρασμα ότι δεν δύναται να παραχωρηθεί στην Αιτήτρια διεθνή προστασία.
Αξίζει να σχολιαστεί και η αναφορά επί του διατάγματος κράτησης εναντίον της Αιτήτριας, ότι καθίσταται αναγκαία η κράτησή της εφόσον αυτή «δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής: 1) απορριπτική επιστολή Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 25/09/2023 και 2) Διάταγμα απέλασης, το οποίο εκδόθηκε εναντίον της στις 20/11/2023».
Κρίνω ότι και σε αυτό το σημείο ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν πεπλανημένα και πλημμελώς εφόσον δεν προκύπτει από πουθενά η οποιαδήποτε απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 25/09/2023 την οποία αναγράφουν στο διάταγμα κράτησης. Η μοναδική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου φέρει ημερομηνία 07/09/2023 η οποία όπως ήδη αναφέρθηκε ταχυδρομήθηκε όχι στις 27/09/2023 ως η επ’ αυτής σφραγίδα αλλά στις 06/10/2023 και εκκρεμούσης της παράδοσης της η Αιτήτρια συνελήφθη. Την 25/09/2023 ουδεμία απόφαση προκύπτει να έχει εκδοθεί από την Υπηρεσία Ασύλου.
Στην βάση των πιο πάνω, κρίνω ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι λανθασμένη καθότι δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας με σκοπό να καθυστερήσει τη διαδικασία απομάκρυνσής της, εφόσον σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο δέχεται ότι η Αιτήτρια δεν ενημερώθηκε ποτέ για την απόφαση για κλείσιμο του φακέλου και διακοπή εξέτασης της αίτησης της. Είναι φανερό ότι δεν υφίστανται επαρκή στοιχεία ενώπιον μου, για να καταδείξουν ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε επαρκή έρευνα σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με την υποχρέωση που είχαν να εκδώσουν το διάταγμα κράτησης υπό το φως των αρχών της αναγκαιότητας και αναλογικότητας. Δεν περιέχονται στους διοικητικούς φάκελους της υπόθεσης τέτοια στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός υποβολής της μεταγενέστερης αίτησης / επανάνοιγμα του φακέλου της Αιτήτριας ήταν η καθυστέρηση και/ή παρεμπόδιση της απέλασης της και ότι η έκδοση διατάγματος κράτησης ήταν αναγκαία και αναλογική.
Οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να εξετάσουν με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια όλα τα περιστατικά της Αιτήτριας, προτού καταλήξουν στο μέτρο του περιορισμού της ελευθερίας της. Όφειλαν να λάβουν υπόψη τους την όλη συμπεριφορά της Αιτήτριας, το μεταναστευτικό ιστορικό της καθώς επίσης ολοκληρωμένη την αίτησή ασύλου που υπέβαλε, μεταφρασμένη στα ελληνικά και όχι αποσπασματικά ώστε να τα συνεκτιμήσουν στην απόφασή τους∙ Όπου δε υπάρχουν κενά στα γεγονότα, οι Καθ’ ων η αίτηση οφείλουν να λαμβάνουν πληροφορίες από τους ίδιους τους Αιτητές. Κάτι τέτοιο δεν απασχόλησε τους Καθ’ ων η αίτηση οι οποίοι δεν φαίνεται να προέβησαν σε έρευνα παρά μόνο έσπευσαν να εκδώσουν διάταγμα κράτησης εναντίον της Αιτήτριας η οποία σε κάθε περίπτωση και όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε λάβει γνώση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για κλείσιμο του φακέλου της και διακοπή εξέτασης της αίτησης ασύλου.
Επαναλαμβάνω ότι δεν διαφαίνεται η απαιτούμενη αιτιολογία στην επίδικη απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση και ούτε αυτή προκύπτει από το περιεχόμενο των διοικητικών ενώπιον μου φακέλων. (βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1171 και άρθρο 29 του Ν, 158(Ι)/1999). Η αιτιολόγηση των διοικητικών αποφάσεων είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσο η απόφαση είναι σύμφωνη με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι ο λόγος ακύρωσης σε σχέση με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης όπως υποβλήθηκε από την Αιτήτρια, ευσταθεί. Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχείων των διοικητικών φακέλων. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς να προηγηθεί η απαραίτητη έρευνα από πλευράς της αρμόδιας αρχής.
Πέραν των πιο πάνω, το παρόν Δικαστήριο, κέκτηται εξουσίας όπως προβεί σε έλεγχο ουσίας του διατάγματος κράτηση, πέραν από τον έλεγχο νομιμότητας όπως καθορίστηκε και στην απόφαση του ΔΕΕ C-924/19 και C- 925/19, FMS, FNZ, SA, SA junior, ημερ. 14 Μαΐου 2020.
Συνεπώς λόγω της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου προχωρώ να εξετάσω κατ’ ουσία το Διάταγμα κράτησης και να αποφασίσω εάν μπορεί στην περίπτωση του Αιτητή, να τύχει εφαρμογής το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000.
Στην απόφαση του ΔΕΕ C‑534/11, Mehmet Arslan ν Policie CR Krajsjke reditelstvi policie Usteckeho kraje, ημερομηνίας 30/05/2013, σκέψεις 57-59, αναφέρεται ότι «όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.».
Στην σκέψη 62 της ίδιας απόφασης αναφέρει: «το γεγονός από μόνο του ότι ένας αιτητής ασύλου, κατά τον χρόνο της υποβολής της αίτησής του υπόκειτο σε απόφαση επιστροφής και κρατείτο στην βάση του άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115 δεν επιτρέπει τη θεώρηση, χωρίς εξατομικευμένη αξιολόγηση των συνθηκών, ότι η εν λόγω αίτηση έγινε απλώς και μόνο για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης της κράτησης και ότι η εν λόγω απόφαση ήταν αντικειμενικά αναγκαία και ανάλογη ώστε να δικαιολογείται η συνέχιση της κράτησης».
Όπως ήδη ανέφερα πιο πάνω, το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα, καθορίζει ότι μπορεί ένας αιτητής/τρια ασύλου να κρατηθεί όταν αφενός κρατείται ήδη στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσής του/της και αφετέρου όταν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο/η αιτητής/τρια υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.
Στα αντικειμενικά κριτήρια βάσει του προαναφερόμενου άρθρου συμπεριλαμβάνεται το γεγονός ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και δεν το έπραξε. Αυτό αν και στοιχείο μη καθοριστικό, λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο που αιτιολογεί την κράτηση αιτητή/τριας δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), ωστόσο η Αιτήτρια είχε υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας από 21/02/2020 και ανέμενε την εξέτασή της.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η Αιτήτρια πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κρατείτο με το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 20/11/2023 δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και δυνάμει διατάγματος απέλασης ίδιας ημερομηνίας βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασής της. Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της/ μεταγενέστερη αίτηση ασύλου την επόμενη της κράτησης της ημέρα, την 21/11/2023 ενώ εκκρεμούσαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης. Συνεπώς, συντρέχει η πρώτη εκ των δύο προϋποθέσεων του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ).
Προς εξέταση του δεύτερου κριτηρίου εφαρμογής του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), σημειώνω τα ακόλουθα. Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, προκύπτει ότι η Αιτήτρια την 19/11/2023 εντοπίστηκε από μέλη της ΥΑΜ Πάφου και μετά από έλεγχο διαπιστώθηκε ότι αυτή βρίσκεται στην Δημοκρατία παράνομα από 26/10/2023 εφόσον από 07/09/2023 η αίτησή της για διεθνή προστασία αποσύρθηκε σιωπηρά. Δεν παραγνωρίζω ότι από το περιεχόμενο των ενώπιον μου στοιχείων δεν προκύπτει ξεκάθαρα από που συμπεραίνεται ότι από 26/10/2023 η Αιτήτρια βρίσκεται στην Δημοκρατία παράνομα, εφόσον η ενημερωτική επιστολή ημερομηνίας 07/09/2023 ταχυδρομήθηκε στις 06/10/2023 παρέχοντάς της περίοδο οικοθελούς αναχώρησης 7 ημερών και δικαίωμα προσβολής της απόφασης 15 ημερών με σαφή ενημέρωση ότι οι αναφερόμενες προθεσμίες αναστέλονται ως πιο πάνω αναφέρω. Εκκρεμούσης της παράδοσης της εν λόγω επιστολής η Αιτήτρια την 19/11/2023 συνελήφθη και κρατήθηκε αφού εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 20/11/2023. Την 21/11/2023 η Αιτήτρια υπέβαλε αιτηση επανανοίγματος/ μεταγενέστερη αίτηση ασύλου.
Έχει νομολογηθεί ότι η ταχύτητα με την οποία υποβάλλεται η αίτηση ασύλου αποτελεί ένδειξη της γνησιότητας του αιτήματός του (Βλ.Υπόθεση Αρ. 2319/2006, MD Jakir Hossain v. AAΠ (2008) 4 ΑΑΔ 568, ημερ. 16.7.2008). Αυτό αν και στοιχείο μη καθοριστικό λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο που να αιτιολογεί την υπαγωγή ενός αιτητή/τριας στην περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ).
Στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αιτήτρια συνελήφθη στις 19/11/2023 και μόλις ενημερώθηκε για το κλείσιμο του φακέλου της στις 21/11/2023 υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της / μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, αιτούμενη την εξέταση της αίτησής της, θεωρώ ότι δεν διαφαίνεται περίπτωση όπου υποβάλλεται αίτηση με σκοπό την καθυστέρηση ή τη ματαίωση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής. Κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, η Αιτήτρια δεν είχε υποβληθεί σε συνέντευξη ώστε να υπάρξει κάποια ένδειξη ως προς τον πυρήνα του αιτήματος ασύλου και κατ' επέκταση ως προς τη γνησιότητα αυτής. Οι Καθ’ ων η αίτηση, άγνωστο πως, γενικά και αόριστα συμπεραίνουν, πως «εκ πρώτης όψεως οι λόγοι που αναφέρει ότι εγκατέλειψε την πατρίδα της στη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου της δεν δικαιολογούν την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας», χωρίς όμως να έχουν ενώπιον τους μεταφρασμένη ολόκληρη την αίτηση της Αιτήτριας για σκοπούς εξακρίβωσης εκ πρώτης όψεως της γνησιότητας του αιτήματος. Δεν είναι έργο του παρόντος Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας να διερευνήσει περαιτέρω την γνησιότητα ή μη του αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία.
Ως εκ τούτου από τα ενώπιον μου δεδομένα δεν προκύπτει ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση ασύλου είναι προκειμένου να παρεμποδίσει τη διαδικασία απέλασής της.
Επισημαίνω στο σημείο αυτό ότι το βάρος απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) φέρουν οι Καθ' ων η αίτηση. Επιπλέον υπογραμμίζω την εξαιρετική φύση του μέτρου της κράτησης σε περίπτωση αιτητών άσυλο.
Υπό τω φως των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) καθώς δεν υφίστανται στην περίπτωση της Αιτήτριας τα αντικειμενικά εκείνα δεδομένα από τα οποία να προκύπτει ότι αυτή υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου/ μεταγενέστερη αίτηση με μόνο σκοπό να καθυστερήσει ή/και παρεμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής της.
Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης κρίνω ότι το επίδικο διάταγμα δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου ακύρωσης.
Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης μου, η εξέταση για επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων δεν μπορεί να γίνει. Αυτό στη βάση του σκεπτικού της απόφασης ΔΕΕ C-924/19 και C- 925/19, FMS (πιο πάνω) όπου θα πρέπει ο λόγος για τον οποίο κρατήθηκε η Αιτήτρια να παραμένει σε ισχύ. Παραπέμπω στις παραγράφους 292 και 293 της εν λόγω απόφασης όπου αναφέρονται τα εξής:
«292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.
293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C 146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.»
Για όλους τους πιο πάνω αναφερόμενους λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Διατάζεται η άμεση απελευθέρωση της Αιτήτριας. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ, Δ.Δ.Δ.Π.
[1] A.G.S.D. v Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., αρ. προσφυγής 2146/2022(i) ημερομηνίας 25/04/2023
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο