Τ.Β.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 265/2022, 30/4/2024

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  265/2022

30 Απριλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Τ.Β.Α.,

εκ Καμερούν

                                            Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Κ. Κουπαρή (κα)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Παπανικολάου για Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, το οποίο εγκατέλειψε στις 26.09.2021 και αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές με φοιτητική άδεια, δια μέσου των οποίων διήλθε στις 17.10.2021 στις ελεγχόμενες περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα,  υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 10.11.2021. Στις 22.11.2021 και στις 25.11.2021 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις στον Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υπέβαλε στις 13.12.2021 Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 14.12.2021 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 15.12.2021 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 14.12.2021. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής επικαλείται κατά πρώτον υπέρβαση εξουσίας και παράβασης διαδικασίας καθότι δεν του επεξηγήθηκαν, ως ισχυρίζεται, βασικά δικαιώματά του όπως η δυνατότητά του να παρίσταται δικηγόρος, ενώ η τελική απόφαση πάρθηκε από κατώτερο λειτουργό χωρίς ανεξάρτητη έρευνα από τον προϊστάμενο. Είναι κατά δεύτερον η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με πλάνη περί το νόμο και κατά κατάχρηση εξουσίας. Ισχυρίζεται τέλος ότι, βάσει της επικινδυνότητας που προκύπτει από τον εμφύλιο πόλεμο που λαμβάνει χώρα στο Καμερούν, ο Αιτητής δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας. Τους ίδιους ισχυρισμούς επαναλαμβάνει και στο πλαίσιο της απαντητικής γραπτής του αγόρευσης, ενώ κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, η κα Κουπαρή ισχυρίστηκε ότι δεν παρασχέθηκε στον Αιτητή διερμηνέας κατά την συνέντευξή του, παρά την υποχρέωση των Καθ’ ων η αίτηση να εξασφαλίσουν στον ίδιο διερμηνέα, ενώ η συναίνεση του Αιτητή για την μη παραχώρηση διερμηνέα δεν είναι αρκετή λόγω νομικής άγνοιας. Παραπέμπει προς τούτο στην απόφαση της αδελφής μου Δικαστή, Προέδρου του ΔΔΔΠ, κας Παπαντωνίου στην υπόθεση αρ. 1061/2022, ημερ. 11.09.2023.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης. Εξετάζοντας και αντικρούοντας ένα έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, ισχυριζόμενοι ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Σχετικώς με την αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την απόφαση, επισημαίνουν πως η έγκριση της Έκθεσης/Εισήγησης έγινε από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο. Ισχυρίζονται τέλος, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του , όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 

Αναφορικά με τα όσα η κα Κουπαρή επιχειρηματολόγησε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, η κα Παπανικολάου επισήμανε ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει δικογραφηθεί και ότι εν πάσει περιπτώσει υπάρχει στο πρακτικό της συνέντευξης, η δήλωση του Αιτητή ότι έχει κατανοήσει τα όσα λέχθηκαν κατά τη συνέντευξη.

 

Αξιολόγηση εκατέρωθεν ισχυρισμών

 

Επί του λόγου ακυρώσεως που άπτεται της αναρμοδιότητας

 

Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ο οποίος προωθείται με την Απαντητική Αγόρευση του Αιτητή, χωρίς να έχει δικογραφηθεί δεόντως αλλά και χωρίς να έχει εγερθεί, ως θα έπρεπε, στο πλαίσιο της αρχικής αγόρευσης του Αιτητή. Ωστόσο, ως έχει παγίως νομολογηθεί, το ζήτημα της αρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου υπάγεται στα ζητήματα που μπορούν, αλλά και πρέπει, να εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ως άρρηκτα συνδεδεμένο με τη διασφάλιση της δημοσίας τάξης.

 

Με αναφορά στο άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου, η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή προωθεί στα πλαίσια της γραπτής της αγόρευσης, τη θέση ότι η εξέταση και η εισήγηση απόρριψης καθώς και η τελική απόφαση απόρριψης λήφθηκε από κατώτερους λειτουργούς, χωρίς την εμπλοκή δύο τουλάχιστον προσώπων: λειτουργού και προϊσταμένου. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει εξέταση και εισήγηση από κατώτερο λειτουργό και απλά υπογραφή και έγκριση από τον διοικητικό λειτουργό Α.Α.,[1] ενώ η εξουσία από τον Υπουργό την δεδομένη περίοδο είχε δοθεί στην προϊσταμένη Κ.Α.[2] Τούτο, κατά τον ισχυρισμό, συνεπάγεται την αναρμοδιότητα της Α.Α. να λάβει την επίδικη απόφαση, κατά παράβαση του  άρθρου  13 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις αιτιάσεις της συνηγόρου του Αιτητή. Διαπιστώνω ότι η υποβληθείσα στην υπό κρίση υπόθεση Έκθεση-Εισήγηση της λειτουργού Κ.Α. της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 13.12.2021, φέρει στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής, σφραγίδα με την ένδειξη «Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», ημερομηνία 14.12.2021, μία μονογραφή και ακριβώς από κάτω μία σφραγίδα με την ένδειξη «Απόφαση επιστροφής» και το όνομα «Α.Α.».

 

Ως εκ τούτου, στην παρούσα περίπτωση όπου προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στην μονογραφή, ήτοι Α.Α., υπάρχει μονογραφή πλησίον του ονόματος που λογικώς ανήκει στο πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην έγκριση καθώς και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται, κρίνω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει[3].

 

Ο κύριος  Α.Α. είναι λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος, ως προκύπτει από αντίγραφο επιστολής/εξουσιοδότησης του Υπουργού Εσωτερικών, το οποίο έχει επισυναφθεί στην ένσταση των Καθ'ων η αίτηση και βρίσκεται κατατεθειμένο στο διοικητικό φάκελο της παρούσας προσφυγής του (βλ. ερυθρά 85 του Δ.Φ.) είναι εξουσιοδοτημένος να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. 

 

Η παραχώρηση της σχετικής εξουσιοδότησης είναι επιτρεπτή δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962).  Συνάγεται ευθέως από το ερμηνευτικό άρθρο 2, ότι πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου.  Τέτοια εξουσιοδότηση εντοπίζεται και στην υπό κρίση υπόθεση, ως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί του Αιτητή στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτονται[4].

 

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως περί παραβίασης του δικαιώματος σε χρηστή διοίκηση

 

Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του για πληροφόρηση σε κατανοητή για τον  ίδιο  γλώσσα, περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει ως Αιτητής, σε σχέση με τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, ισχυριζόμενος, μεταφέροντας αυτούσιο το περιεχόμενο της παραγράφου 8 του άρθρου 11 του περί Προσφυγών Νόμου, ότι καμία εκ των προβλεπομένων στην παράγραφο αυτή διαδικαστικών εγγυήσεων δεν έχει παραχωρηθεί στην περίπτωση του.  . Συναφώς, ισχυρίζεται επίσης ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν του δόθηκε η ευκαιρία να επικοινωνήσει με δικηγόρο.

 

Καταρχάς επισημαίνεται ότι δεν εντοπίζω οποιανδήποτε λυσιτέλεια στην προώθηση ενός τέτοιου ισχυρισμού, καθώς ο Αιτητής, ο οποίος άσκησε το δικαίωμα του για καταχώριση προσφυγής εμπρόθεσμα και προωθώντας την παρούσα προσφυγή, μέσω μάλιστα συνηγόρου, είναι σε θέση στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας να επιχειρήσει να ανατρέψει την επίδικη απόφαση χωρίς να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο από τις κατ' ισχυρισμό διαδικαστικές αυτές παραλείψεις. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί αυτοί εγείρονται και άνευ έννομου συμφέροντος καθώς δεν προκύπτει οποιαδήποτε ζημία την οποία να υπέστη, εκ των κατ’ ισχυρισμό παραλείψεων, ο Αιτητής.

 

Ειδικότερα, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Τούτο διότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς, η απλή επίκληση έλλειψης δέουσας έρευνας ή διαδικαστικών πλημμελειών δεν επαρκούν από μόνοι τους για να ανατρέψουν την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής, θα πρέπει να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την  υπαγωγή του  στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Το γεγονός ότι, όπως κατ' ισχυρισμό προβάλλει, στερήθηκε των διαδικαστικών εγγυήσεων που του παρέχει η παράγραφος 8 του άρθρου 11 κατά την διαδικασία ενώπιόν του αρμόδιου οργάνου, ουδεμία σημασία μπορεί να έχει πλέον υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου.

 

Εν πάση περιπτώσει, δεδομένης, ως προαναφέρθηκε, της καταχώρισης προσφυγής αλλά και υπό το φως της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, το οποίο αξιολογεί με βάση τα δεδομένα που τίθενται ενώπιόν του, την ορθότητα της επίδικης απόφασης, ο Αιτητής  είναι σε θέση να προβάλει τους όποιους ισχυρισμούς και να παραθέσει τα στοιχεία τα οποία δεν του δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει, προσκομίσει ή καταθέσει ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

  

Ως προς τον ισχυρισμό περί μη παραχώρησης διερμηνέα

 

Είναι η θέση της κας Κουπαρή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί καθώς δεν παρασχέθηκε στον Αιτητή διερμηνέας, παρά το γεγονός ότι υπήρχε σχετική υποχρέωση των Καθ’ ων η αίτηση δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Παραπέμπει προς τούτο, στην απόφαση της αδελφής μου Δικαστή, Προέδρου του ΔΔΔΠ, κας Παπαντωνίου στην υπόθεση S.A.A. v. Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, αρ. 1061/2022, ημερ. 11.09.2023. Ισχυρίζεται ότι ο ισχυρισμός της αυτός έχει δικογραφηθεί – παραπέμποντας στις παραγράφους 14 των γεγονότων της προσφυγής και 6 των νομικών σημείων της προσφυγής- και ότι εν πάση περιπτώσει, είναι ζήτημα το οποίο εξετάζεται αυτεπαγγέλτως γιατί συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, πλήττει τη δημόσια τάξη και κατ’ επέκταση το Δικαστήριο υποχρεούται να το εξετάσει.

 

Στην αντίπερά όχθη η κα Παπανικολάου επισήμανε ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει δικογραφηθεί και ότι εν πάσει περιπτώσει υπάρχει στο πρακτικό της συνέντευξης, η δήλωση του Αιτητή ότι έχει κατανοήσει τα όσα λέχθηκαν κατά τη συνέντευξη.

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την σχετική επιχειρηματολογία. Επισημαίνω κατά πρώτον ότι ο σχετικός ισχυρισμός, υπό τη μορφή που έχει προωθηθεί δια της σχετικής επιχειρηματολογίας της κας Κουπαρή, έχει δικογραφηθεί στο πλαίσιο των γεγονότων της προσφυγής του Αιτητή (βλ. παράγραφος 14 αυτής). Ωστόσο, αυτός δεν έχει αναπτυχθεί δεόντως, ως όφειλε, στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή, που είναι και το μέσο για προώθηση όλης της σχετικής επιχειρηματολογίας. Εν πάση περιπτώσει, λαμβάνοντας υπόψη την δικογράφηση του στο πλαίσιο της καταχωρισθείσας προσφυγής, προχωρώ στην εξέταση του ισχυρισμού αυτού.

 

Το ζήτημα της παροχής κατάλληλου διερμηνέα προβλέπεται στο άρθρο 18 του περί Προσφυγών Νόμου και ειδικότερα στο εδάφιο (2) αυτού το οποίο διαλαμβάνει ότι (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον αιτητή, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές».

Τα ίδια προβλέπονται και στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), όπου στο άρθρο 12(1)(β) διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:

 

«1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:

[.]

β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα. Σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες περιπτώσεις όπου όπου οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτούντα, οι εν λόγω υπηρεσίες αμείβονται από το Δημόσιο·»

 

Είναι φρονώ ξεκάθαρες οι ως άνω διατάξεις από τις οποίες προκύπτει ότι δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις η παροχή υπηρεσιών διερμηνέα, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου αυτό είναι αναγκαίο. Οι ίδιες διατάξεις, με καθαρότητα, εξειδικεύουν και το πότε κρίνεται ότι αυτό είναι αναγκαίο, διαλαμβάνοντας ότι είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών καλείται σε συνέντευξη και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα.

 

Με το ίδιο ζήτημα απασχολήθηκε πολύ πρόσφατα και ο αδελφός μου Δικαστής Μ. Στυλιανού στην υπόθεση Ρ.Ο.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου[5] όπου αφού παρέθεσε τις ως άνω νομοθετημένες διατάξεις, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Καθίσταται σαφές τόσο από τις πρόνοιες εθνικής νομοθεσίας όσο και από την ίδια την Οδηγία, που αφορά κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ότι η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν απαιτείται, λοιπόν, η παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη οριζόντια και/ή σε όλες τις περιπτώσεις, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για την διεξαγωγή της συνέντευξης ως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή. Ο ίδιος ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του καταγράφει ότι μητρική του γλώσσα είναι Αγγλική (ερυθρό 3 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρό 16 «ΔΦ») και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα. Με το πέρας της συνέντευξης και/ή από τα ερυθρά 16-9 του ΔΦ προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος των πρακτικών της συνέντευξης, ο Αιτητής υπέγραψε το εξής περιεχόμενο: «I, the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to   nor  to  question  any  of the information submitted in the interview»,  

βεβαιώνοντας  πως  όσα καταγράφονται (στο πρακτικό)αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του (ερυθρό 9 ΔΦ). Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης του. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης (ερυθρό 15 ΔΦ) γίνεται ενδελεχής ενημέρωση του για την διαδικασία της συνέντευξης, της διενέργειας της στην Αγγλική και/ή κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την διαδικασία, ειδικότερα εντοπίζονται τα ακόλουθα:

 

       (...)

 

Σημειώνεται ότι, και στην επιστολή κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης (που υπογράφει ο Αιτητής ότι έλαβε γνώση και επισυνάπτεται στην προσφυγή του) αναγράφεται ότι «The applicant stated that he understands and speaks the English language and does not need the help of an interpreter» (ερυθρό 52 ΔΦ). Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ο ισχυρισμός για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απορρίπτεται ως αβάσιμος (ως η ανωτέρω ανάλυση).

 

Ίδια είναι και η δική μου κατάληξη. Και στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Αιτητής δηλώνει στην αίτηση ασύλου, ως μητρική του γλώσσα την αγλλική, ενώ η όλη συνέντευξη διεξήχθη στην αγγλική γλώσσα, χωρίς ο Αιτητής, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, να δηλώσει ότι δεν κατανοεί τα όσα ερωτάτο παρά το γεγονός ότι ήδη από την έναρξη της συνέντευξης, ο αρμόδιος λειτουργός επισήμανε στον Αιτητή: «In case, during the interview you face any difficulty in understanding/or communication, please let me know immediately, so I can clarify/explain.».

 

Έπειτα, μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης, ο Αιτητής έθεσε τη μονογραφή του σε κάθε σελίδα του πρακτικού της συνέντευξης και πρόσθετα, επιβεβαίωσε με την υπογραφή του ότι: «I, the undersigned, confirm that all information in the  the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to question any of the information submitted in the interview».

 

Αναφορικά με την επίκληση των όσων λέχθηκαν από την αδελφή μου Δικαστή, κα Παπαντωνίου στην S.A.A. (ανωτέρω), επισημαίνω ότι εκεί είχε εξεταστεί διαφορετική επιχειρηματολογία στη βάση ενός διάφορου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος δεν έχει προωθηθεί στην παρούσα. Ειδικότερα, στην υπόθεση S.A.A., το Δικαστήριο εξέτασε τη θέση του συνηγόρου του Αιτητή ότι «απουσιάζει οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η γνώση και/ή το επίπεδο γνώσης της αγγλικής από την αρμόδια λειτουργό και η ικανότητα αυτής να προβεί σε διεξαγωγή της συνέντευξης στην αγγλική χωρίς τη συνδρομή διερμηνέα.» Στη βάση αυτού του ισχυρισμού και αφού το Δικαστήριο παρατήρησε ότι κανένα στοιχείο δεν παρουσιάστηκε από τους Καθ'ων η Αίτηση προς αντίκρουση του εν λόγω ισχυρισμού, ενώ δεν εντοπίζετο οποιοδήποτε στοιχείο από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που να επιβεβαιώνει τη γνώση και το επίπεδο γνώσης της αγγλικής από την αρμόδια λειτουργό, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Εν προκειμένω, δεν έχει τεθεί αντίστοιχος ισχυρισμός περί ανεπάρκειας της λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξή ως προς την γνώση της αγγλικής γλώσσας, ούτε εξάλλου ένας τέτοιος ισχυρισμός έχει δεόντως δικογραφηθεί ούτως ώστε να δύναται να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο.  Η έλλειψη δέουσας και επαρκούς δικογράφησης εμποδίζει το Δικαστήριο από την δυνατότητα να εξετάσει ένα τέτοιο ισχυρισμό, εφόσον εκφεύγει των πλαισίων που καθορίστηκαν ως επίδικα με το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής. Ούτε συνιστά ζήτημα δημόσιας τάξης δυνάμενο να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Ως τέτοια ζητήματα η Κυπριακή νομολογία έχει μέχρι σήμερα αναγνωρίσει εκείνα που  αφορούν στη  δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και επομένως το παραδεκτό της προσφυγής - το εμπρόθεσμο, την εκτελεστότητα και το έννομο συμφέρον- όπως επίσης και την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση[6]. Παρά το γεγονός ότι δεν έχει αποκλειστεί η επέκταση των ζητημάτων δημόσιας τάξης[7], εντούτοις οι ήδη αναγνωρισμένες περιπτώσεις δημόσιας τάξης αποτελούν από την φύση τους απαραίτητη προϋπόθεση για θεμελίωση του δικαιώματος προσφυγής ή την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και συνεπώς δεν θα μπορούσε ο ισχυρισμός αυτός να ενταχθεί με οποιονδήποτε τρόπο στις περιπτώσεις αυτές..

 

Πέραν τούτου, όπως έχει σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονιστεί, όπως για παράδειγμα στη Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 801/1999, ημερ. 12.3.2001, η διοίκηση, τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δε συμβαίνει. Και εδώ τίποτε δεν δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη.

 

Ενόψει των ως άνω, είναι η κατάληξη μου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας καθώς και πλάνης περί τα πράγματα

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προωθείται με την κατ' ισχυρισμό  έλλειψη δέουσας έρευνας επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.

 

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση των ανωτέρω, θεωρώ κρίσιμο να αναφερθούν καταρχήν οι ισχυρισμοί του Αιτητή ως αυτοί προωθήθηκαν κατά την διοικητική διαδικασία:

 

Ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος Καμερούν γεννηθείς την 19/02/1996 στο Bota της περιοχής Southwest. Προέβαλε ότι διαβιούσε με την οικογένειά του στο χωριό Wotutu, ενώ κατά το διάστημα προτού εγκαταλείψει οριστικά το Καμερούν διαβιούσε στην περιοχή Bomono της Douala. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε ότι είναι άγαμος και άτεκνος. Ως προς την πατρική του οικογένεια ισχυρίστηκε ότι η μητέρα του και τα τρία αδέρφια του βρίσκονται στο Καμερούν, στο χωριό Wotutu, και υπάρχει μεταξύ τους τακτική επικοινωνία. Ως προς το εκπαιδευτικό του επίπεδο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ήταν φοιτητής τραπεζικών και οικονομικών σπουδών, ωστόσο δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του λόγω της κατάστασης ασφαλείας στο Καμερούν. Ως προς την επαγγελματική του εμπειρία ισχυρίστηκε πως διατηρούσε κατάστημα πώλησης αλκοολούχων και μη αλκοολούχων ποτών.

 

Σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος κατέγραψε στην αίτησή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του  καθώς η ζωή του απειλήθηκε τόσο από την Κυβέρνηση της χώρας όσο και από τους αποσχιστές Amba boys. Ο Αιτητής εξήγησε ότι αφενός μεν οι Amba boys τον κατηγόρησαν ότι συνεργάζεται με τον στρατό, αφετέρου δε η Κυβέρνηση τον κατηγόρησε ότι είναι αποσχιστής.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε πως τον Δεκέμβριο του 2019 οι Amba boys τον απήγαγαν κατηγορώντας τον για συνεργασία με τον κρατικό στρατό. Ακολούθως, τον μετέφεραν στις θαμνώδεις περιοχές (bushes) και τον κράτησαν εκεί για μία εβδομάδα, αφήνοντας τον ελεύθερο αφού τους υποσχέθηκε ότι θα τους κατέβαλε χρηματικό ποσό ύψους 1.000.000 CFA. Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν κατέβαλε τα συγκεκριμένα χρήματα και πως πήγε στον αστυνομικό σταθμό του Limbe για να καταγγείλει το περιστατικό της απαγωγής του, ωστόσο δεν του δόθηκε η απαραίτητη σημασία από τις αρχές. Μερικές μέρες αργότερα, και ενώ βρισκόταν στην οικία του, σύμφωνα πάντα με το αφήγημά του Αιτητή, ο στρατός τον επισκέφθηκε και τον συνέλαβε με την κατηγορία ότι είναι Amba boy, ενώ παρέμεινε φυλακισμένος για διάστημα ενός μήνα. Ο Αιτητής προέβαλε ότι ο επιθεωρητής της αστυνομίας συνειδητοποίησε κατά τη διάρκεια ελέγχου ότι ήταν φυλακισμένος και τον βοήθησε να αποδράσει, ωστόσο στις 19 Φεβρουαρίου οι Amba boys τον απήγαγαν εκ νέου απειλώντας ότι θα τον σκοτώσουν. Ο Αιτητής δήλωσε ότι τους πλήρωσε 2.000.000 CFA για να τον απελευθερώσουν, όμως οι Amba boys δεν τον άφηναν ελεύθερο, ωστόσο μια ημέρα, ο στρατός εισέβαλε στο στρατόπεδο των Amba boys και κατά τη διάρκεια των πυροβολισμών ο Αιτητής βρήκε την ευκαιρία να αποδράσει. Έπειτα από την απόδρασή του ο Αιτητής δήλωσε ότι μετέβη σε έναν φίλο του, στην περιοχή Bomono, όπου και διέμεινε περίπου για 18 μήνες. Ωστόσο, καθώς πληροφορήθηκε από κάποιους γείτονες ότι ο στρατός τον αναζητούσε, αποφάσισε να εγκαταλείψει το Καμερούν (βλ. ερυθρά 23 4Χ του Δ.Φ.).

 

Ως προς τον λόγο της πρώτης σύλληψής του από τους Amba boys ο Αιτητής επανέλαβε τον ισχυρισμό του περί του ότι οι Amba boys θεωρούσαν ότι συνεργαζόταν με τον κρατικό στρατό δηλώνοντας παράλληλα ότι δε γνωρίζει κάτι περισσότερο, ωστόσο σε επανάληψη της ερώτησης, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον κατηγόρησαν πως είναι black leg ήτοι ότι διαδίδει εμπιστευτικές πληροφορίες. Ως ισχυρίστηκε, δε θυμάται την ημέρα που τον συνέλαβαν, ωστόσο δήλωσε ότι η σύλληψή του πραγματοποιήθηκε στον χώρο εργασίας του και πως όταν μεταφέρθηκε στον χώρο κράτησης είδε να βρίσκονται στον χώρο και άλλοι κρατούμενοι. Ως προς τα άτομα που τον συνέλαβαν, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως δεν γνωρίζει τον αριθμό τους και πως δεν αναγνώρισε τα πρόσωπά τους. Ο Αιτητής δήλωσε ότι τον μετέφεραν σε ένα χώρο συγκέντρωσής τους στις θαμνώδεις περιοχές (bushes), δηλώνοντας ωστόσο άγνοια ως προς την τοποθεσία του εν λόγω χώρου, ενώ προσέθεσε ότι οδηγήθηκε εκεί πεζός, χωρίς να θυμάται ποιες περιοχές πέρασαν έως ότου φτάσουν εκεί. Ως προς τις συνθήκες απελευθέρωσής του ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως απελευθερώθηκε αφού τους υποσχέθηκε την καταβολή χρηματικού ποσού. Ο Αιτητής δήλωσε ότι δε θυμάται τη διαδρομή που ακολούθησε προκειμένου να φτάσει πίσω στο χωριό του.

 

Σχετικά με τη σύλληψή του από τον στρατό, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κατηγορήθηκε ότι είναι Amba boy και φυλακίστηκε, τοποθετώντας χρονικά το περιστατικό αυτό στον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, λίγες ημέρες έπειτα από την απελευθέρωσή του από τους Amba boys. Ερωτηθείς ως προς τις συνθήκες σύλληψής του ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως ήρθαν έξω από την οικία του στρατιωτικοί οι οποίοι μιλούσαν γαλλικά και του είπαν ότι υπάρχει ένταλμα σύλληψης εις βάρος του. Ως ο ίδιος προέβαλε δεν είδε ποτέ το εν λόγω ένταλμα και δεν έχει στην κατοχή του κάποιο αποδεικτικό στοιχείο περί του ότι φυλακίστηκε. Προσέθεσε ότι μεταφέρθηκε στις κεντρικές φυλακές του Limbe. Του ζητήθηκε να προσδιορίσει μαζί με πόσα άτομα κρατείτο με τον Αιτητή να αναφέρει πως μερικές φορές έφερναν νέους κρατούμενους και άλλες φορές άφηναν άλλους ελεύθερους, ενώ ως δήλωσε, στη φυλακή υπήρχαν πολλοί αστυνομικοί. Ως προς τις συνθήκες απελευθέρωσής του ο Αιτητής περιέγραψε πως ορισμένες φορές ο επιθεωρητής ερχόταν για έλεγχο και πως μια ημέρα, καθώς τον ήξερε λόγω του ότι είχε παντρευτεί μέλος της οικογένειας του Αιτητή, τον αναγνώρισε και τον βοήθησε. Δε θυμόταν ωστόσο την ακριβή ημερομηνία απελευθέρωσής, η οποία έγινε εντός του μηνός Ιανουαρίου. Περαιτέρω ο Αιτητής κατονόμασε τον επιθεωρητή που τον βοήθησε να αποδράσει και πως το κατάφερε αυτό χρηματίζοντας κάποια άτομα τα οποία, ωστόσο, ο Αιτητής δεν ήξερε να κατονομάσει. Σε μετέπειτα ερώτηση ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως δε ξέρει ακριβώς τον τρόπο που κατόρθωσε να τον βοηθήσει να αποδράσει.

 

Ως προς το δεύτερο περιστατικό σύλληψής του από τους Amba boys ο Αιτητής προέβαλε πως αυτό έλαβε χώρα στις 19 Φεβρουαρίου 2020. Δήλωσε ότι δε γνωρίζει εάν τον πήγαν στον ίδιο χώρο κράτησης ή σε διαφορετικό. Κρατήθηκε στον χώρο αυτό για διάστημα τριών μηνών, χωρίς ωστόσο να θυμάται την ακριβή ημερομηνία απελευθέρωσής του. Ως προς την πληρωμή των 2.000.000 CFA  ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το χρηματικό αυτό ποσό πληρώθηκε από τους γονείς του Αιτητή μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής αποστολής χρημάτων.

 

Ο Αιτητής ερωτήθηκε επίσης και αναφορικά με το διαβατήριό του, το οποίο έφερε ημερομηνία έκδοσης την 27.02.2020, ήτοι ημερομηνία κατά την οποία ο Αιτητής ήταν κρατούμενος των Amba boys. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε σχετικά πως είχε μεταβεί στη Yaounde πριν την ημερομηνία σύλληψής του από τους Amba boys (19η Φεβρουαρίου) και πως το διαβατήριο φέρει μεταγενέστερη ημερομηνία έκδοσης καθότι δεν εκδόθηκε αυθημερόν. Ζητήθηκε από τον Αιτητή να αποσαφηνίσει τη δήλωσή του αναφορικά με το ότι δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα κατά την έκδοση του διαβατηρίου του συγκριτικά με το ότι εξέδωσε διαβατήριο αφότου είχε φυλακιστεί από τον στρατό και κατηγορηθεί ότι είναι Amba boy. Σχετικά, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν είδε ποτέ του κάποιο ένταλμα και πως οι γονείς του του είπαν ότι εκκρεμεί ένταλμα εις βάρος του όταν εκείνος είχε ήδη μεταβεί στο Bomono της Douala.

 

Ως προς τη διαμονή του στο Bomono ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως δεν του συνέβη κάτι καθώς ούτε ο στρατός ούτε οι Amba boys γνώριζαν πως κρυβόταν εκεί, αλλά προσέθεσε παράλληλα πως η ζωή του δεν ήταν ισορροπημένη καθώς ήταν αναγκασμένος να κρύβεται. Περαιτέρω ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γείτονές του στο Bomono του είπαν μία μέρα ότι ο κρατικός στρατός τον αναζητά, ενώ και οι γονείς του τού είπαν ότι ο στρατός τον αναζητούσε στην πατρική του οικία καθώς και ότι υπάρχει εις βάρος του ένταλμα σύλληψης. Για τον λόγο αυτό ο Αιτητής δήλωσε ότι αποφάσισε να φύγει οριστικά από το Καμερούν.

 

Ως προς τις συνθήκες εξόδου του από το Καμερούν, ο Αιτητής κλήθηκε να διευκρινίσει τον τρόπο που κατόρθωσε να φύγει από τη χώρα με νόμιμο τρόπο από τη στιγμή που ήταν καταζητούμενο πρόσωπο, δηλώνοντας πως ο επιθεωρητής τον βοήθησε να αποδράσει και πως ήταν ντυμένος με τρόπο που δεν μπορούσε να αναγνωριστεί.

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο μεν πρώτος ισχυρισμός αφορά το προφίλ, την ταυτότητα και την χώρα καταγωγής του Αιτητή και ο δε δεύτερος αφορά την ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή από τις στρατιωτικές αρχές της χώρας του υπό την κατηγορία της συμμετοχής του στην οργάνωση Amba boys, καθώς και της ισχυριζόμενης δίωξής του από την οργάνωση Amba boys εξαιτίας της κατηγορίας ότι υπήρξε “black leg” διαδίδοντας εμπιστευτικές πληροφορίες της οργάνωσης.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι παρατέθηκε με επαρκή λεπτομέρεια και πως, βρισκόταν σε συμφωνία με τις εξωτερικές πηγές και τα έγγραφα ταυτοποίησης που ο ίδιος προσκόμισε. Συγκεκριμένα, έγινε αποδεκτό ότι ο Αιτητής αποτελεί υπήκοο Καμερούν, με τόπο καταγωγής και διαμονής το χωριό Wotutu στην περιοχή Southwest του Καμερούν, ο οποίος έχει επίσης ζήσει για διάστημα 17 – 18 μηνών στην περιοχή Bomono της Douala.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό του, αυτός απορρίφθηκε καθώς οι δηλώσεις του κρίθηκαν ως στερούμενες λεπτομερειών και ευλογοφάνειας, ενώ εντοπίστηκαν αντιφάσεις και χρονικές ασάφειες στα λεγόμενά του. Τα όσα εκτενώς παρατίθενται στην Έκθεση/Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού αποκαλύπτουν τους λόγους απόρριψης του ισχυρισμού αυτού, ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστου, και δεν κρίνω σκόπιμη την παράθεση αυτών στο πλαίσιο της απόφασης αυτής (βλ. 82-76 του δ.φ.).

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού της, ήτοι της χώρας καταγωγής και ταυτότητας του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως με βάση τις πληροφορίες που έχουν παρατεθεί και αφορούν τον συγκεκριμένο ισχυρισμό διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης,

 

Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι, βάσει των δηλώσεων του Αιτητή, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και άρθρου 1 Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Επιπλέον, κατά την αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ο Αιτητής κατά την επιστροφή του  στο Καμερούν δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15 (α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15 (β) της ανωτέρω Οδηγίας. Αναφορικά δε με το άρθρο 15 (γ)  της ανωτέρω Οδηγίας, η αρμόδια λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή Southwest, καταλήγοντας ότι η εν λόγω περιοχή βρίσκεται σε κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και πως υπάρχουν περιστατικά αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε πως δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται πως ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή κατά την έννοια του άρθρου 15 (γ)  της ανωτέρω Οδηγίας.  Επομένως, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Τέλος, η αρμόδια λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματός του  περί χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι ορθά ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή κρίθηκε αξιόπιστος, ευρήματα για τα οποία το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, έχοντας ενώπιόν μου το πρακτικό της συνέντευξης, φρονώ πως οι Καθ’ ων η αίτηση δημιούργησαν έναν ισχυρισμό – ομπρέλα, ο οποίος εμπεριέχει επιμέρους ισχυρισμούς. Ωστόσο, καθότι οι επιμέρους αυτοί ισχυρισμοί έχουν αξιολογηθεί με τρόπο που να διακρίνεται εμφανώς ο ένας από τον άλλον, φέροντας ξεχωριστές επικεφαλίδες, κρίνω ότι, παρ’ όλο που θα ήταν ορθότερη η δημιουργία ξεχωριστών ισχυρισμών, εντούτοις δεν πάσχει η μέθοδος έρευνας και αξιολόγησης που εφάρμοσε εν προκειμένω η αρμόδια λειτουργός.

 

Όσον αφορά τον εν λόγω ισχυρισμό, ο Αιτητής διά της γραπτής του αγόρευσης εκθέτει αρχικά τα σημεία εκείνα της συνέντευξής του τα οποία δεν αξιολογήθηκαν, κατά την θέση του, ορθώς από την λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την εξέταση του ισχυρισμού που κρίθηκε απορριπτέος.

 

Αξιολογώντας τα σημεία αυτά σε συνάρτηση με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί πλάνης περί τα πράγματα, επισημαίνω τα ακόλουθα: Ο  Αιτητής δια της συνηγόρου του υποβάλει ότι δεν ήταν ορθή και επαρκώς τεκμηριωμένη η αξιολόγηση της λειτουργού περί του ότι ο Αιτητής ήταν αδύνατο να αναφερθεί επαρκώς στο λόγο σύλληψής του. Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή, ωστόσο, διαπιστώνω ότι η αρμόδια λειτουργός έδωσε στον Αιτητή πολλές φορές την ευκαιρία να αναφερθεί στους λόγους για τους οποίους συνελήφθη, όπως και στον λόγο για τον οποίο στοχοποιήθηκε ο ίδιος προσωπικά. Ωστόσο, οι απαντήσεις του Αιτητή επί των ερωτηθέντων ήταν επαναλαμβανόμενες, ενώ απουσίαζε πλήρως το βιωματικό στοιχείο. Σημειώνεται ότι στα πλαίσια της διερεύνησης των λόγων σύλληψης του Αιτητή ζητήθηκε από τον ίδιο να αναφερθεί συγκεκριμένα τόσο στο τι του είπαν οι Amba boys όσο και στο τι τους απάντησε εκείνος. Παρά  ταύτα ο Αιτητής απάντησε μονολεκτικά επαναλαμβάνοντας τις κατηγορίες περί συνεργασίας του με την Κυβέρνηση και προσθέτοντας αόριστα και ατεκμηρίωτα ότι εκείνος «απλώς τους παρακαλούσε». Τούτο παρά το γεγονός ότι θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο οι απαντήσεις του Αιτητή να διακατέχονται από λεπτομέρεια και βιωματικές περιγραφές.  Περαιτέρω, ο ίδιος δεν υπήρξε σαφής ούτε στην αναφορά του σχετικά με τον λόγο που οι Amba boys στοχοποίησαν τον ίδιο συγκεκριμένα, παρά μόνο δήλωσε πως πρόκειται για γενική πρακτική των Amba boys, θέση η οποία δεν είναι ικανοποιητική δεδομένου ότι δεν αναφέρθηκε, έστω και υποθετικά, σε περιστατικά που ενδεχομένως να τον έθεσαν στο στόχαστρο των Amba boys (βλ. ερυθρά 44 1Χ – 7Χ του Δ.Φ.).

 

Η συνήγορος του Αιτητή καταγράφει επίσης τη διαφωνία της με την εισηγητική έκθεση της αρμόδιας λειτουργού ως προς την αδυναμία του Αιτητή να περιγράψει αναλυτικά τον χώρο κράτησής του. Δεν θα συμφωνήσω όμως ούτε με τον ισχυρισμό αυτό, καθώς κατόπιν μελέτης του υλικού που έχω ενώπιόν μου διαφαίνεται πως παρά τις πολλαπλές ευκαιρίες που του δόθηκαν,  ο Αιτητής δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια σαφή εικόνα ως προς τον χώρο όπου κρατείτο. Αρχικά, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να προσδιορίσει ούτε κατά προσέγγιση το μέρος όπου κρατήθηκε την πρώτη φορά που απήχθη από τους Amba boys. Δεδομένου ότι αφού αφέθηκε ελεύθερος επέστρεψε στο χωριό του μόνος του, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να περιγράψει έστω τη διαδρομή που ακολούθησε μέχρι να φτάσει στο χωριό του ούτως ώστε να δημιουργηθεί μία σαφής εικόνα ως προς το τι διαδραματίστηκε και σε τι συνθήκη βρέθηκε ο Αιτητής. Ως προς τη δεύτερη περίοδο κράτησής του, δεδομένου ότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως έμεινε κρατούμενος για διάστημα τριών μηνών, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να αναφερθεί σε λεπτομέρειες όπως για παράδειγμα στον ακριβή χώρο όπου κρατείτο, σε τυχόν εγκαταστάσεις που υπήρχαν στον χώρο συγκέντρωσης των Amba boys, στο πόσοι Amba boys υπήρχαν στον συγκεκριμένο χώρο ή στον χώρο όπου κρατούνταν οι λοιποί κρατούμενοι. Λαμβάνεται δε υπόψη ως αρνητικός δείκτης αξιοπιστίας οι αντικρουόμενες και αναιτιολόγητες απαντήσεις του Αιτητή ως προς το εάν κρατήθηκε στον ίδιο χώρο με την πρώτη φορά ή σε διαφορετικό. Η κατάληξή του περί του ότι κρατήθηκε σε διαφορετικό χώρο σε σχέση με την πρώτη φορά παρέμεινε αναιτιολόγητη καθώς ο Αιτητής δεν επεξήγησε την ειδοποιό διαφορά των δύο χώρων κράτησης, στοιχείο που θα εισέφερε στη δημιουργία μιας βιωματικής εικόνας.

 

Περαιτέρω προβάλλεται ότι, σχετικά με την ημερομηνία έκδοσης του διαβατηρίου του, ο Αιτητής είχε προβεί στην αίτηση έκδοσης ταξιδιωτικού εγγράφου πριν το δεύτερο περιστατικό σύλληψής του και λόγω του φόβου του από τις προγενέστερες διώξεις του. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι, παρ’ όλο που ο Αιτητής ερωτήθηκε ευθέως (βλ. ερυθρά 41 6Χ – 8Χ του Δ.Φ.), εντούτοις ουδέποτε δήλωσε την ακριβή χρονική στιγμή που προέβη στο αίτημα για έκδοση ταξιδιωτικού εγγράφου. Η αρμόδια λειτουργός αντιπαρέβαλε στον Αιτητή τόσο το ότι η ημερομηνία έκδοσης του διαβατηρίου συμπίπτει με την ημερομηνία κατά την οποία ήταν αιχμάλωτος όσο και το ότι ήταν ήδη καταζητούμενο πρόσωπο για τις αρχές της χώρας καταγωγής του, ωστόσο ο Αιτητής δεν αποσαφήνισε την ακριβή ημερομηνία της αίτησης δηλώνοντας αόριστα και ατεκμηρίωτα ότι δεν το παρέλαβε αυθημερόν. Σε κάθε περίπτωση το διαβατήριο παρελήφθη από τον Αιτητή μετά τις 27.02.2020 και, συνεπώς, δεν είναι εύλογο να το παρέλαβε χωρίς να αντιμετωπίσει το οποιοδήποτε πρόβλημα από τη στιγμή που είχε προηγηθεί η σύλληψή του από τον κρατικό στρατό και η απελευθέρωσή του.

 

Τέλος, ο Αιτητής προβάλλει ότι η αξιολόγηση της αρμόδιας λειτουργού περί του εντάλματος σύλληψης είναι αυθαίρετη και αντιφατική καθώς αφενός μεν ο Αιτητής αναφέρει ότι δεν είδε ποτέ το εν λόγω ένταλμα, αφετέρου δε η λειτουργός χρησιμοποίησε ως επιχείρημα κατά της αξιοπιστίας του Αιτητή τη μη προσκόμιση του εντάλματος. Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης διαπιστώνω πως ο Αιτητής όντως επιβεβαίωσε ότι δεν είδε ποτέ το ένταλμα σύλληψης που κατ’ ισχυρισμόν υπήρχε εις βάρος του. Συνεπώς, συντάσσομαι με τη συνήγορο του Αιτητή αναφορικά με το ότι το συγκεκριμένο στοιχείο δεν χρησιμοποιήθηκε ορθώς ως δείκτης έλλειψης αξιοπιστίας του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Ωστόσο, συντάσσομαι με την κρίση της λειτουργού περί του ότι ο Αιτητής δεν κατέστη εφικτό να στοιχειοθετήσει τον τρόπο με τον οποίον μπόρεσε τελικώς να λάβει στα χέρια του το διαβατήριό του και να αναχωρήσει από το Καμερούν με νόμιμο τρόπο.

 

Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρ’ όλο που οι Καθ’ ων η αίτηση διεξήγαγαν έρευνα σχετικά με την επιβεβαίωση τοποθεσιών και ονομάτων που ανέφερε ο Αιτητής, εντούτοις διαπιστώνω πως δεν διεξήγαγαν έρευνα αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση περί απαγωγών από τους Amba boys στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν όσο και για συλλήψεις από τις Κυβερνητικές δυνάμεις για την υποψία συμμετοχής στην εν λόγω αποσχιστική οργάνωση.

 

Ενόψει των πιο πάνω, αλλά και για λόγους πληρότητας της απόφασης, το Δικαστήριο διεξήγαγε ανεξάρτητη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τις απαγωγές / συλλήψεις που διαπράττονται από τους Ambazonians από την οποία διαφάνηκαν τα ακόλουθα:

 

·                Σύμφωνα με άρθρο του ειδησεογραφικού πρακτορείου France24, δημοσιευθέν το 2019, οι απαγωγές με λύτρα και οι εκβιασμοί έχουν πολλαπλασιαστεί στις δύο περιοχές (Northwest και Southwest), όπως και οι επιθέσεις σε στρατεύματα και αστυνομία, καθώς και οι εμπρηστικές επιθέσεις σε δημόσια κτίρια και σχολεία[8].

 

·                Αναφορά του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch) του 2022 κάνει λόγο πως από το 2017, οι ένοπλοι αυτονομιστές έχουν απαγάγει εκατοντάδες ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων φοιτητών, δασκάλων, ιατρικού προσωπικού, εργαζομένων σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, κληρικών και κυβερνητικών αξιωματούχων[9].

 

·                Αυτό επιβεβαιώνεται και από έτερη αναφορά του Παρατηρητηρίου, επίσης δημοσιευθείσα το 2019, η οποία καταγράφει απαγωγές πολιτικών και φοιτητών,[10] αλλά και από πιο πρόσφατα άρθρα[11].

 

·                Όπως καταγράφεται σε άρθρο του Africa News, ένοπλες ομάδες ανταρτών πραγματοποιούν τακτικά απαγωγές αμάχων προκειμένου να λάβουν λύτρα για την απελευθέρωσή τους[12].

 

Εκ των ανωτέρω πληροφοριών συνάγεται πως οι Ambazonians πράγματι πραγματοποιούν απαγωγές. Ωστόσο, τόσο στην αρθρογραφία όσο και στις αναφορές που συμβουλεύτηκε το Δικαστήριο, δεν ανευρέθηκαν πηγές που να κάνουν λόγο για απαγωγές ατόμων με την υποψία ότι συνεργάζονται με τον στρατό. Όπως αναλύθηκε και ανωτέρω, οι πηγές που ανευρέθηκαν αφορούν τις απαγωγές πολιτικών, φοιτητών καθώς και απαγωγές για λύτρα. Συνεπώς, πλην της πάσχουσας εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή, ο ισχυρισμός δεν κατέστη εφικτό να υποστηριχθεί ούτε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Σχετικά με συλλήψεις που πραγματοποιούνται από τις Κυβερνητικές δυνάμεις, πληροφορίες που ανευρέθηκαν από την ανεξάρτητη έρευνα του Δικαστηρίου επιβεβαιώνουν τις αυθαίρετες συλλήψεις που διενεργούνται από τις αρχές[13]. Με βάση τις ανευρεθείσες πληροφορίες του Δικαστηρίου, οι εν λόγω αυθαίρετες συλλήψεις πραγματοποιούνται με βάση έναν «αρκετά ευρύ» αντιτρομοκρατικό νόμο του 2014[14]. Ωστόσο, παρά τις πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τις εν λόγω πρακτικές, ο εν λόγω ισχυρισμός στερείται εσωτερικής αξιοπιστίας και, συνεπώς, δε μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Όσον αφορά την ένορκη δήλωση του πατέρα του η οποία προσκομίστηκε από τον Αιτητή κατά την προσωπική του συνέντευξη, συντάσσομαι με το συμπέρασμα της αρμόδιας λειτουργού περί το ότι το εν λόγω έγγραφο δεν αποδεικνύει την αληθοφάνεια των ισχυρισμών του Αιτητή καθότι αποτελεί αυτό-αναφορά του πατέρα του.

 

Επισημαίνω ωστόσο ότι σύμφωνα με τον πρακτικό οδηγό της EUAA (τέως EASO) περί της αξιολόγησης αποδεικτικών στοιχείων τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι οι μαρτυρικές καταθέσεις τρίτων ατόμων, πρέπει να εξετάζονται με προσοχή και να αξιολογούνται ως προς τον τρόπο με τον οποίο στηρίζουν ή έρχονται σε αντίφαση με τη μαρτυρία του αιτούντος[15]. Συνεπώς, μελετώντας την εν λόγω δήλωση, παρατηρώ επιπροσθέτως ότι ο πατέρας του Αιτητή παρουσιάζει ένα διαφορετικό αφήγημα σε σχέση με τα όσα ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά τη συνέντευξή του. Ειδικότερα, ο πατέρας του Αιτητή αναφέρει πως ο Αιτητής στοχοποιήθηκε από τους Amba boys λόγω του ότι στο κατάστημά του πωλούσε προϊόντα που προέρχονταν από τις γαλλόφωνες περιοχές του Καμερούν (βλ. ερυθρά 36, 35 του Δ.Φ.). Σημειώνεται ότι ο Αιτητής, παρά το ότι ερωτήθηκε επανειλημμένως από την αρμόδια λειτουργό, ουδέποτε ανέφερε το γεγονός ότι στο κατάστημά του πωλούσε προϊόντα που προέρχονταν από τις γαλλόφωνες περιοχές της χώρας ως λόγο στοχοποίησής του από τους Amba noys (βλ. ερυθρά 45 – 44 του Δ.Φ.), στοιχείο που συνηγορεί περαιτέρω στη μη αξιοπιστία των λεγομένων του καθώς δεν είναι ευλογοφανές ο λόγος προσωπικής στόχευσης του Αιτητή να δηλώνεται από τον πατέρα του Αιτητή και παράλληλα ο ίδιος ο Αιτητής να δηλώνει άγνοια.

 

Αξιολόγηση κινδύνου

 

Λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι περί των προσωπικών του στοιχείων, θα προχωρήσω στην ανάλυση της αξιολόγησης του κινδύνου προκειμένου να διαπιστωθεί, επί τη βάσει του ισχυρισμού αυτού και του προφίλ του Αιτητή ως αυτό διαμορφώνεται, κατά πόσο προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του  στην χώρα καταγωγής του , το Καμερούν.

 

Αρχικώς, και προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση του κινδύνου, υπενθυμίζεται πως όσον αφορά στις πράξεις δίωξης, το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης για τους Πρόσφυγες πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δε χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

 

Υπενθυμίζεται, προτού προχωρήσω στην εκτίμηση του μελλοντικού κινδύνου, πως το άρθρο 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου, προβλέπει ότι «το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί». Ως εκ τούτου, αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ο Αιτητής υπέστη προγενέστερη δίωξη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι υφίσταται κίνδυνος μελλοντικής δίωξης του. . Από τα ανωτέρω συνάγεται, ως αναφέρθηκε, πως οι αποδείξεις προγενέστερης δίωξης αποτελούν σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου δίωξης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δίωξη δεν θα επαναληφθεί.

 

Εν προκειμένω, διαπιστώνω πως δεν προκύπτουν βάσιμοι λόγοι, όπως αυτοί προκύπτουν από τα λεγόμενα του Αιτητή, να υποστεί ο Αιτητής δίωξη λόγω των προσωπικών του στοιχείων. Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι ένας νέος και υγιής άντρας, μέσου μορφωτικού επιπέδου, με ισχυρό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του και σημαντική επαγγελματική εμπειρία. Εξάλλου, ο ισχυρισμός περί του ότι ο Αιτητής στοχοποιήθηκε τόσο από τους Amba boys όσο και από την Κυβέρνηση της χώρας του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος από την αρμόδια λειτουργό, με το παρόν Δικαστήριο να συντάσσεται και να υιοθετεί την εν λόγω αξιολόγηση.

 

Υπενθυμίζεται δε, ότι η αξιολόγηση «πραγματικού κινδύνου δίωξης» προϋποθέτει τη συνεκτίμηση από την αρμόδια αρχή αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων[16]. Από τα ως άνω αντικειμενικά στοιχεία δεν προκύπτει βάσιμος κίνδυνος δίωξης του Αιτητή.

 

Υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης, σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του Αιτητή δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν συνεχεία, αναφορικά με την εξέταση του κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί η  Αιτητή στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι  (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):  

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι:

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, ο Αιτητής, ως ορθώς κατέληξαν οι Καθ’ ων η αίτηση, δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Ειδικότερα, δεν προκύπτει από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή, ότι ενόψει των προσωπικών του  περιστάσεων, πιθανολογείται ο  ίδιος  να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής[17]ούτε προκύπτει ότι αυτός  διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

Απομένει συνεπώς η εξέταση των προϋποθέσεων που θέτει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2). Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε  στην  απόφασή  του C-901/19, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημ. 10.06.2021[18] ότι αυτοί είναι:

 

 «(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»

 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του στην υπόθεση Sufi and Elmi κατά Ηνωμ. Βασιλείου, ημ. 28.11.2011[19], αξιολόγησε, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην Elgafaji[20] (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37.  Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39.   Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[21] λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του Αιτητή, έκρινα σκόπιμο όπως προχωρήσω σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη περιφέρεια  Southwest του Καμερούν(στην οποία υπάγεται γεωγραφικά το χωριό Wotutu), που αποτελεί τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, από την οποία διαφάνηκαν τα ακόλουθα:

 

·                Ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής, βάσει του portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict)[22] παρατηρώ ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στην περιοχή Far North. Στις περιοχές Northwest και Southwest, αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών[23]. Οι απαρχές της σύγκρουσης εντοπίζονται κατά το 2016 όταν αγγλόφωνοι δικηγόροι, μαθητές και δάσκαλοι ξεκίνησαν να διαδηλώνουν λόγω της υπό-εκπροσώπησής τους και της περιθωριοποίησής τους από την κυβέρνηση, ενώ η συμβολική μονομερής ανακήρυξη του ανεξάρτητου κράτους της Αμπαζονίας την 1η Οκτωβρίου 2017 επέφερε την άμεση χρήση του στρατού στις αγγλόφωνες περιοχές[24]. Από τις εξελίξεις αυτές προέκυψαν διάφορες αυτονομιστικές ομάδες οι οποίες υποστηρίζουν τη δημιουργία της «Δημοκρατίας της Αμπαζονίας» στη βορειοδυτική και τη νοτιοδυτική περιφέρεια[25].

 

·                Οι αντιμαχόμενες πλευρές αποτελούνται από τις δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν και από τις ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες. Οι δυνάμεις των αυτονομιστών παρουσιάζονται διαιρεμένες, αν και το μεταξύ τους επίπεδο συνεργασίας παραμένει ασαφές[26].

 

·                Παρατηρείται διαρκώς αυξανόμενη προσπάθεια των ομάδων προς συνεργασία, μεταξύ των οποίων η πραγματοποίηση συναντήσεων το Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2022, όπου αποπειράθηκαν να ευθυγραμμίσουν τους σκοπούς και να εξεύρουν κοινή στρατηγική στις διενέξεις αυτών[27]. Οι ομάδες αυτές φαίνεται να πολλαπλασιάζονται και να αποκτούν οικονομική και αποφασιστική αυτονομία έναντι της διασποράς στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη η οποία η οποία έδιδε πολιτική κατεύθυνση σε αυτές[28]. H στρατιωτική ικανότητα των αυτονομιστών αξιολογείται περί τις δύο με τέσσερις χιλιάδες μαχητές[29].

 

·                Περαιτέρω ως προς τις χρησιμοποιούμενες τακτικές, μεθόδους, μέσα και όπλα πολέμου προκύπτουν τα ακόλουθα: Το 2021 φαίνεται να έλαβε χώρα στρατιωτική αναδιοργάνωση εντός των αποσχιστικών ομάδων οι οποίες προκρίνουν την τακτική της φθοράς και στοχεύουν συγκεκριμένα το στρατό[30]. Πιο συγκεκριμένα αντί να χτυπούν τα αστικά κέντρα προς δημιουργία χάους προκρίνουν κατά προτεραιότητα τη στοχοποίηση του στρατού από την αρχή της χρονιάς[31]. Ένας περισσότερο τελειοποιημένος εξοπλισμός και ελαφρύς οπλισμός, ο οποίος καθιστά δυσχερή την αναγνώριση των αυτονομιστών έχει βοηθήσει στη στρατηγική αυτή[32]. Κατά τη διάρκεια των επιθέσεών τους στο στρατό, οι αυτονομιστές χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και περισσότερο προηγμένα όπλα όπως εκτοξευτές αντιαρματικών[33]. Σύμφωνα με έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών η οποία δημοσιεύθηκε το Μάιο του 2022 αναφέρεται πως «στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές Περιφέρειες, εκατοντάδες χιλιάδες άμαχοι συνέχισαν να ζουν με διαρκή φόβο για επιθέσεις, επιχειρήσεις κατά της εξέγερσης ή αντίποινα που στρέφονταν εναντίον τους από όλα τα μέρη για υποστήριξη στους αντιπάλους»[34] .

 

·                Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας στη περιφέρεια Southwest (όπου ανήκει η περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή) του Καμερούν, για την πληρότητα της έρευνας παρατίθενται και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project): Κατά την χρονική περίοδο 15.03.2023 έως 15.03.2024 καταγράφονται στην ανωτέρω βάση στην περιφέρεια Southwest 86 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 180 απώλειες, εκ των οποίων τα 34 καταγράφηκαν ως μάχες «battles» (τα 10 ως εξεγέρσεις «riots», τα 6 ως εκρήξεις / απομακρυσμένη βία «explosions / remote violence», και τα 36 ως βία κατά αμάχων «violence against civilians»[35], Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της περιοχής Southwest ανερχόταν σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2015 σε 1.553.300 κατοίκους[36].

 

·                Δεν υπάρχει καμία καταγραφή για το χωριό Wotutu στην ανωτέρω βάση, ωστόσο στην περιοχή Limbe που βρίσκεται πλησίον του Wotutu καταγράφηκαν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα δύο περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα μία απώλεια. Ειδικότερα, στις 17 Αυγούστου 2023, όχλος ατόμων επιτέθηκε σε έναν άνδρα με την υποψία ότι ήταν αυτονομιστής μαχητής και ο οποίος είχε δολοφονήσει μια γυναίκα. Η αστυνομία επενέβη πριν το εν λόγω άτομο χάσει τη ζωή του. Επιπρόσθετα, στις 9 Σεπτεμβρίου 2023, ένας αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός που τοποθετήθηκε από άτομα που πιθανολογείται ότι ήταν αυτονομιστές Ambazonians πυροδοτήθηκε στο Soccer City στο Half Mile του Limbe. Ένας αναβάτης εμπορικού ποδηλάτου σκοτώθηκε και άλλοι τραυματίστηκαν. Η έκρηξη κατέστρεψε μερικώς ένα σούπερ μάρκετ στην άκρη του δρόμου που ονομάζεται Lancement[37].

 

Από τις ανωτέρω παρατεθείσες πληροφορίες προκύπτει ότι ο αριθμός περιστατικών ασφαλείας κατά το τελευταίο έτος είναι μικρός συγκριτικά με τον πληθυσμό της περιοχής Southwest. Παράλληλα στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή δεν καταγράφηκε κάποιο εξ’ αυτών των περιστατικών ασφαλείας, ενώ στο Limbe που βρίσκεται πλησίον του χωριού του Αιτητή σημειώθηκαν μόλις δύο περιστατικά με μία ανθρώπινη απώλεια. Επομένως, από τα όσα έχουν αναλυθεί ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι το χωριό Wotutu, το  οποίο το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται, βάσει και της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, ως παρατέθηκε ανωτέρω, ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité.

 

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ως αυτές ήδη αναλύθηκαν ανωτέρω, παρατηρώ ότι αυτός είναι ενήλικας άντρας, υγιής υπό τις παρούσες συνθήκες, μορφωμένος και με ισχυρό υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής του, με το οποίο μάλιστα διατηρεί επαφές. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου  ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεών του. Περαιτέρω, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ενόψει, ωστόσο, της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω ελλιπούς έρευνας, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω,

 

 

 

αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η αίτηση του  Αιτητή  για διεθνή προστασία απορρίπτεται, χωρίς έξοδα.  

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1]  Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[2]  Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[3] Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν.  Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.04.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

[4] Bλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385

[5] Ρ.Ο.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υποθ. αρ. 3534/2023, 14.02.2024

[6] Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255

[7] Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.

[8] France 24 (2019), ‘At least 30 people abducted by separatists in Anglophone Cameroon’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: 'At least 30 people abducted' by separatists in Anglophone Cameroon (france24.com) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[9] Human Rights Watch (2022), ‘Cameroon: Separatist Abuses in Anglophone Regions’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: Separatist Abuses in Anglophone Regions | Human Rights Watch (hrw.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[10] Human Rights Watch (2019), ‘Kidnappings Endemic in Cameroon’s Anglophone Regions’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Kidnappings Endemic in Cameroon’s Anglophone Regions | Human Rights Watch (hrw.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[11] The Africa Report (2024), ‘Ambazonians in Anglophone Cameroon step up the pressure ahead of 11 February’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Ambazonians in Anglophone Cameroon step up the pressure ahead of 11 February - The Africa Report.com, Reuters (2022), ‘Nine health workers kidnapped in restive Northwest Cameroon’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Nine health workers kidnapped in restive northwest Cameroon | Reuters, HumAngle (2023), ‘Cameroon Separatists Kidnap Students For Sitting For Public Exams’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon Separatists Kidnap Students For Sitting For Public Exams - HumAngle (humanglemedia.com) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[12] Africanews (2023), ‘Cameroon: 30 women kidnapped by Anglophone separatists’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: 30 women kidnapped by Anglophone separatists | Africanews (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[13] Amnesty International (2022), ‘Cameroon: More than a hundred detainees from Anglophone regions and opposition party languishing for speaking out’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: More than a hundred detainees from Anglophone regions and opposition party languishing in jail for speaking out - Amnesty International, Front Line Defenders (2023), ‘Arbitrary arrest and continued detention of human rights defender Abdul Karim Ali’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Arbitrary arrest and continued detention of human rights defender Abdul Karim Ali | Front Line Defenders, Amnesty International (2023), ‘Human Rights Violations in Cameroon’s Anglophone North – West Region’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Human Rights Violations in Cameroon’s Anglophone North-West Region - Amnesty International (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[14] Amnesty International (2022), ‘Cameroon: More than a hundred detainees from Anglophone regions and opposition party languishing for speaking out’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: More than a hundred detainees from Anglophone regions and opposition party languishing in jail for speaking out - Amnesty International (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[15] European Asylum Support Office (2015), ‘Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων (europa.eu), σελ. 9-10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

 

[16]  Βλ. ΔΕΕ, απόφαση C-71/11 και C-99/11, Y,Z, ημερομηνίας 5.9.2012, παρ.70. (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2024)

 

[17] Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32.

[18] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland)

[19] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-105434%22]}

[20] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie

 

[21] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[22] Rulac, ‘Cameroon’ (last updated 21/1/2021) διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[23] Rulac, ‘Cameroon’ (last updated 30/08/2021) διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[24] CGVS/CGRA (Belgium), ‘COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE’ (19.11.2021), 7-8 διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_Crise_anglophone_situation_s%C3%A9curitaire_%2020211119.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[25] Acaps, ‘Cameroon’ (2/12/2022), διαθέσιμο σε https://www.acaps.org/country/cameroon/crisis/country-level (υπό Overview) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[26] Rulac, ‘Non-international Armed Conflicts in Cameroon’ (last updated 12/1/2023) διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[27] Rulac, ‘Non-international Armed Conflicts in Cameroon’ (last updated 12/1/2023) διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[28] CGVS/CGRA (Belgium), ‘COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE’ (19.11.2021), 7-8 διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_Crise_anglophone_situation_s%C3%A9curitaire_%2020211119.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[29] CGVS/CGRA (Belgium), ‘COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE’ (19.11.2021), 36 διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_Crise_anglophone_situation_s%C3%A9curitaire_%2020211119.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[30] rfi, ‘Cameroun: la nouvelle stratégie des séparatistes’ (23/9/2021) διαθέσιμο σε https://www.rfi.fr/fr/afrique/20210923-cameroun-la-nouvelle-strat%C3%A9gie-des-s%C3%A9paratistes (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[31] rfi, ‘Cameroun: la nouvelle stratégie des séparatistes’ (23/9/2021) διαθέσιμο σε https://www.rfi.fr/fr/afrique/20210923-cameroun-la-nouvelle-strat%C3%A9gie-des-s%C3%A9paratistes (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[33] Rulac, ‘Non-international Armed Conflicts in Cameroon’ (last updated 12/1/2023), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[34] United Nations, Security Council, 26 May 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2074211/N2235337.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/05/2023) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2024)

[35] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED, με τις κάτωθι παραμέτρους έρευνας Cameroon, Sud-ouest 15/03/2023 – 15/03/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024)

[36] Citypopulation, ‘Cameroon: Regions, Major Cities and Towns’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: Regions, Major Cities & Towns - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Web Information (citypopulation.de)

[37] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED, με τις κάτωθι παραμέτρους έρευνας Cameroon, Sud-ouest 15/03/2023 – 15/03/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.03.2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο