ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 1201/2022
08 Σεπτεμβρίου 2023
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ε.Ο.Ν, ασυνόδευτου ανήλικου, Δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ημερομηνίας 02/03/2023
Μ. Μακλάσκυ (κα), Δικηγόρος της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, εκ μέρους του Αιτητή
Χ. Παλαικυθρίτη (κα) και Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 14/12/2021 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 01/02/2022 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας.
Στις 02/03/2023, η συνήγορος του αιτητή καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση, με την οποία επιζητείται η χορήγηση άδειας από το Δικαστήριο για προσαγωγή μαρτυρίας. Ειδικότερα, ο αιτητής αιτείται τα ακόλουθα:
« (Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να παρέχεται άδεια για προσαγωγή ενώπιον του μαρτυρίας υπό την μορφή καταχώρησης ένορκης δήλωσης του Αιτητή που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα.
(Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να παρέχεται άδεια για προσαγωγή ενώπιον του μαρτυρίας υπό την μορφή καταχώρησης ένορκης δήλωσης του Αιτητή στην με την πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή, με την οποία να τίθενται ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου (α) γεγονότα και ισχυρισμούς του αιτητή που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με τις διαφορές στη θρησκεία του Αιτητή με την θρησκεία στην οποία ανήκει ο θείος του Αιτητή και σε σχέση με εγκληματικές οργανώσεις (β) γεγονότα που αφορούν την αξιολόγηση της μελλοντοστραφούς εκτίμησης.
(Γ) Οποιεσδήποτε άλλες και/ή περαιτέρω και/ή παρεπόμενες θεραπείες και/ή οδηγίες θεωρήσει το Δικαστήριο κατάλληλες, εύλογες και δίκαιες υπό τις περιστάσεις.
(Δ) Έξοδα και Φ.Π.Α ….»
Η παρούσα αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση ημερ. 02/03/2023 του κ. Τσανάκα, Λειτουργού του Γραφείου της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού. Ως ισχυρίζεται ο ομνύοντας, με την προτεινόμενη μαρτυρία – προτεινόμενη ένορκη δήλωση, η οποία προέρχεται από την ίδιο τον αιτητή (στο εξής ‘προτεινόμενη ένορκη δήλωση’) επιχειρείται όπως ο αιτητής παρουσιάσει όλα τα προσωπικά του στοιχεία και γεγονότα σχετικά με τους φόβους δίωξης του, ώστε να αποδείξει ότι πάσχει η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση λόγω μη ενδελεχής έρευνας από τους καθ΄ων η αίτηση. Με την προτεινόμενη ένορκη δήλωση του αιτητή, ο τελευταίος παραθέτει όλα τα προσωπικά του στοιχεία, ενώ επιπλέον αναφέρεται στην κακομεταχείριση την οποία υφίστατο από τον αδελφό του πατέρα του για λόγους θρησκευτικούς (παρ. 12 της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης Αιτητή), αφού οι δύο τους ασπάζονταν διαφορετικές θρησκείες (παρ. 3, 8 της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης Αιτητή). Ισχυρίζεται ακόμα ότι ο θείος του ανήκε σε εγκληματική οργάνωση, έχοντας εξαναγκάσει τον Αιτητή να τον συνοδεύσει σε ορισμένη κατοικία προκειμένου να τη ληστέψουν (παρ. 9 της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης Αιτητή). Αναφέρει ότι στην κατοικία στην οποία διέμενε με το θείο του, διακινούνταν χρήματα ενώ διέμεναν σε μη μόνιμη βάση άλλα περίπου τριάντα πρόσωπα (παρ. 8, 10 της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης Αιτητή). Εξέφρασε το φόβο τον οποίο βίωνε ότι αν δεν υπάκουε το θείο του, τα πρόσωπα αυτά θα τον δολοφονούσαν (παρ. 10 της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης Αιτητή). Ο Αιτητής προσθέτει τις δυσχερείς συνθήκες διαβίωσής του, ελλείψει βασικών υποδομών, όπως ενδεικτικά καθαρού νερού (παράγραφος 11 της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης Αιτητή), ενώ επαναλαμβάνει ότι δεν έχει φοιτήσει σε σχολείο (παρ. 7 της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης Αιτητή). Σε περίπτωση επιστροφής του, εκφράζει το φόβο του ότι θα δολοφονηθεί από το θείο του ή άλλο μέλος της οργάνωσης στην οποία αυτός συμμετέχει, εξαιτίας μεταξύ άλλων των θρησκευτικών τους διαφορών (παράγραφος 18 της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης Αιτητή). Επί της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης του αιτητή, επισυνάπτονται έγγραφα, πηγές πληροφόρησης και εκθέσεις, ως ακολούθως:
Παράρτημα Α - Έρευνα στην ιστοσελίδα Wikipedia, για τη γενική εικόνα για τις θρησκείες στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Παράρτημα Β - Έκθεση 2018 Report on International Religious Freedom: Democratic Republic of the Congo.
Παράρτημα Γ – Έκθεση United States Department of State, Office of International Religious Freedom, REPUBLIC OF THE CONGO 2020 INTERNATIONAL RELIGIOUS FREEDOM REPORT.
Παράρτημα Δ – Χάρτης τοποθεσίας πολιτικού γραφείου Bundu Dia Kongo στη περιοχή Kinshasa.
Παράρτημα Ε – Σημείωμα για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου των θυμάτων των οργανωμένων συμμοριών της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε για τους πρόσφυγες, Μάρτιος 2010.
Παράρτημα Στ – Θέση της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε για τους πρόσφυγες για τις επιστροφές στις περιοχές North Kivu, South Kivu, Ituri και παρακείμενων περιοχών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό που επηρεάζονται από συνεχόμενες συγκρούσεις και βία, Νοέμβριος 2022.
Οι Καθ' ων η αίτηση στην παρούσα αίτηση, στις 09/03/2023 προχώρησαν στην καταχώρηση της ένστασης τους ως προς την προσαγωγή της προτεινόμενης μαρτυρίας, συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση της κας Τρεμούρη, δικηγόρου για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Οι καθ΄ων η αίτηση προέβαλαν αρκετούς λόγους απόρριψης της αίτησης, όπου μεταξύ άλλων αντιτάσσουν την μη σχετικότητα της μαρτυρίας και τη μη αύξηση της πιθανότητας χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στον αιτητή. Επισημαίνουν δε, ότι η μαρτυρία που επιχειρεί ο αιτητής να προσαγάγει περιλαμβάνει ζητήματα που δεν αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου, που δεν τέθηκαν ενώπιον του αρμόδιου οργάνου λόγω υπαιτιότητας του αιτητή και που διαφοροποιεί ή αλλοιώνει τα στοιχεία που ήταν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης. Πρόσθετα, οι καθ΄ων η αίτηση προβάλουν ότι η μαρτυρία που επιχειρεί ο αιτητής να προσαγάγει αφορά καινοφανή ισχυρισμό, περί φόβου δίωξης που δεν προβλήθηκε κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης διεθνούς προστασίας. Σε σχέση με τα Παραρτήματα που επιθυμεί να προσαγάγει ο αιτητής, υποστηρίζουν ότι δεν αποτελούν έγκυρες πηγές πληροφόρησης, αφορούν σε άλλες πόλεις της ΛΔΚ και όχι την Κινσάσα από την οποία προέρχεται ο αιτητής ενώ επίσης σε ορισμένα παραρτήματα, προωθείται ο καινοφανής ισχυρισμός που δεν προβλήθηκε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών, καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους.
Ο Αιτητής στην Γραπτή του Αγόρευση αναφέρει πως οι νομικοί ισχυρισμοί που προβάλλει αφορούν την πραγματική και νομική πλάνη, την έλλειψη αιτιολογίας, την έλλειψη έρευνας για την επικρατούσα κατάσταση σε ότι αφορά τη διαφορά της θρησκείας του με τη θρησκεία του θείου του και τα μέλη εγκληματικών οργανώσεων, την λανθασμένη διεξαγωγή συνέντευξης με μη επαρκή εκπροσώπηση του Αιτητή και την παραβίαση της αρχής του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού. Υποστηρίζει ότι τα όσα επιχειρεί να προσαγάγει με την προτεινόμενη ένορκη δήλωση του είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και αναγκαία και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και της πλήρους παρουσίασης της υπόθεσης, καθώς και αναγκαία για να μπορέσει το παρόν Δικαστήριο να διενεργήσει πλήρης και ex nunc έλεγχο. Είναι η θέση του Αιτητή ότι ουδέποτε ερωτήθηκε για τον λόγο κακομεταχείρισης του, ούτε εάν πήγαινε σχολείο ούτε ή εάν ο θείος του ανήκει σε κάποια οργάνωση. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι ουδεμία μεταβολή του πλαισίου των γεγονότων και ισχυρισμών επιχειρείται, αλλά διευκρινίζει γεγονότα και εισάγει στοιχεία ώστε να διαφανεί ότι υπάρχει έλλειψη στοιχείων στο διοικητικό φάκελο. Ο αιτητής αναφέρει ότι δεν υφίσταται αλλοίωση του Διοικητικού Φακέλου λόγω της διευρυμένης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, με το οποίο παρέχεται η εξουσία στο Δικαστήριο για έλεγχο τόσο ορθότητας όσο και νομιμότητας, παραπέμποντας και στο εδάφιο 5, όπου το Δικαστήριο, ως αναφέρει, είναι σε θέση να αποδεχθεί γεγονότα που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, είτε προγενέστερα είτε μεταγενέστερα αυτής.
Με την γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ'ων η αίτηση, βάλλει κατά της σχετικότητας της μαρτυρίας η οποία επιχειρείται να προσαχθεί. Εισηγείται πιο συγκεκριμένα ότι, ο Αιτητής επιδιώκει να προσαγάγει μαρτυρία, η οποία δεν τέθηκε ενώπιον του αρμόδιου οργάνου κατά τον ουσιώδη χρόνο λόγω δικής του υπαιτιότητας και η οποία διαφοροποιεί ουσιαστικά το περιεχόμενο των στοιχείων που ήταν ενώπιον των Kαθ’ ων η αίτηση κατά την έκδοση της απόφασης. Ειδικά ως προς το σκέλος της επιδιωκόμενης να προσαχθεί μαρτυρίας το οποίο και αφορά τη συμμετοχή του θείου του Αιτητή σε εγκληματική οργάνωση και τις συναφείς περιστάσεις, επισημαίνουν ότι σχετικός ισχυρισμός δεν προωθήθηκε από τον Αιτητή ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ενώ ταυτόχρονα δεν επεξηγείται η σχετικότητα με τα επίδικα θέματα και δεν παρατίθεται οποιαδήποτε αιτιολογία για το λόγο που επιχειρείται να προσαχθεί η συγκεκριμένη μαρτυρία. Περαιτέρω, και ως προς το σκέλος το οποίο αφορά την κακομεταχείριση του Αιτητή από το θείο του λόγω θρησκευτικής διαφοράς, επίσης οι Καθ’ ων η αίτηση βάλλουν κατά της σχετικότητας του εν λόγω ισχυρισμού ο οποίος επιχειρείται να προσαχθεί με τα επίδικα θέματα. Υποδεικνύουν ότι οποιαδήποτε αναφορά δεν έλαβε χώρα κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης. Είναι ακόμα η θέση τους ότι κατά κανένα τρόπο οι ισχυρισμοί που επιχειρούνται να προσαχθούν δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας στον Αιτητή. Βάλλοντας ακόμα κατά της σχετικότητας των παραρτημάτων τα οποία επιδιώκεται να προσαχθούν με την επίδικη αίτηση, οι Καθ’ ων καταλήγουν ότι τυχόν έγκριση της υπό εξέταση μαρτυρίας δε θα είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, συντελώντας σε εκτροχιασμό της δίκης και των επίδικων θεμάτων καθώς και σε άσκοπη καθυστέρηση στην αποπεράτωση της διαδικασίας.
Στα πλαίσια της ακρόασης της αίτησης, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, όπως και η ευπαίδευτη συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα υιοθέτησαν τις γραπτές τους αγορεύσεις.
Ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, προχωρώ να εξετάσω την παρούσα αίτηση.
Στον Κανονισμό 16, του περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αναφέρεται:
«16. Οι πρόνοιες του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2022, θα τυγχάνουν εφαρμογής για τις υποθέσεις που καταχωρίζονται μετά τις 19 Σεπτεμβρίου, 2022. Για τις υποθέσεις που καταχωρίστηκαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία, θα τυγχάνει εφαρμογής ο Βασικός Διαδικαστικός Κανονισμός, ως είχε μετά την τροποποίηση της 27ης Μαΐου, 2022…»
Επομένως, ενόψει του γεγονότος ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 02/03/2022, το δικονομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο το Δικαστήριο θα προβεί στην εξέταση της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης, καθορίζεται σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στους Κανονισμούς 2, 7 και 10 των Διαδικαστικών Κανονισμών του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, ως κατωτέρω:
Ειδικότερα, στον Κανονισμό 2, λέγεται:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
Ακολούθως, στον Κανονισμό 7, αναφέρεται:
«Το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, συνεντεύξεων του αιτητή ασύλου ή δικαιούχου διεθνούς προστασίας και άλλων διαδικασιών σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο αρ. 6(Ι)/2000 ως εκάστοτε τροποποιείται και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο,(Ε.Υ.Υ.Α) όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις».
Στον Κανονισμό 10 των περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, λέγεται:
«Νέα έγγραφα και/ή επιπρόσθετα στοιχεία και/ή οποιαδήποτε επιπρόσθετη μαρτυρία να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώση όχι κατά τις διευκρινίσεις ή μεταγενέστερα, εκτός αν πρόκειται για στοιχεία τα οποία ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του. Το Δικαστήριο δύναται να αποδεκτεί τέτοια μαρτυρία μόνο σε περιπτώσεις που κρίνει ότι τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας.».
Είναι πάγια και διαχρονική η θέση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της ακυρωτικής του αρμοδιότητας, στα πλαίσια της διοικητικής δίκης, όσον αφορά την προσαχθείσα μαρτυρία. Οι εν λόγω αρχές έχουν συνοψιστεί στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γρηγόριος Θαλασσινός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αν. Έφεση αρ. 3420, (2003) 3 ΑΑΔ 507, όπου αναφέρεται ( παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα):
«……..Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. (Βλ. Phedias Kyriakides v. The Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66, Skourides v. Attorney General (1967) 3 C.L.R. 518, Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72 και Αntoniou ν. Republic (1971) 3 C.L.R. 417). Το θέμα εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, όπου το Δικαστήριο υιοθετώντας την απόφαση Phedias Kyriakides παρατήρησε ότι,
"... ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οποιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδειχτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και μπορεί ή όχι να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του."
(Βλ. επίσης Constantinides v. The Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 387, Λέλλα Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, 668/90 της 30/9/93, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145, 162 και Μάρω Ράφτη και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι "δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης", αφού "το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη". (Βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδης και Άλλων (1999) 3 Α.Α.Δ. 549).
Πρέπει να τονιστεί ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως. (Βλ. Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281)…..».
Πρόσθετα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπόθεση Ιωσηφίδης v. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, (2006) 3 ΑΑΔ 677 κρίθηκε ότι για να μπορέσει το Δικαστήριο να κρίνει την σχετικότητα της μαρτυρίας, πρέπει η προτεινόμενη μαρτυρία να συγκεκριμενοποιείται τόσο στην αίτηση όσο και στην ένορκη δήλωση. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα ( υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
« …….Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι η ενδιάμεση απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του εφεσείοντος για προσαγωγή μαρτυρίας, είναι εσφαλμένη. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Ορθά ο συνάδελφος απέρριψε το αίτημα πάνω στη βάση ότι ο εφεσείων δεν είχε, με την αίτηση και την ένορκο δήλωση, συγκεκριμενοποιήσει την προτεινόμενη μαρτυρία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κριθεί η σχετικότητα της με οποιαδήποτε από τα επίδικα θέματα. Πρόσθετα, και πάλιν ορθά, ο συνάδελφος, δοθέντος ότι ο εφεσείων είχε συγκεκριμενοποιήσει την προτεινόμενη μαρτυρία στην αγόρευσή του, αφού τόνισε ότι κάτι τέτοιο δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της νομολογίας, διαπίστωσε ότι, εν πάση περιπτώσει, η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας δε θα μπορούσε να επιτύχει για το λόγο ότι η αποδοχή της θα ισοδυναμούσε με διαφοροποίηση, αλλοίωση ή μεταβολή του περιεχομένου των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από τους εφεσίβλητους, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καλείται να προβεί σε πρωτογενή κρίση στη βάση στοιχείων που δεν είχαν τεθεί ούτε βρίσκονταν ενώπιον των εφεσιβλήτων….»
Στην απόφαση Κωνσταντίνου ν. Συμβ. Υδατ. Λ/σού (Αρ.1) (1992) 4 ΑΑΔ 3330, λέχθηκε:
« ……Στη Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας - (1989) 3(B) Α.Α.Δ. 1023, επισημάναμε ότι το κριτήριο για την προσαγωγή μαρτυρίας στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, όπως και στον τομέα της πολιτικής δικαιοδοσίας, είναι εκείνο της σχετικότητας προς τα επίδικα θέματα. Η σχετικότητα είναι θέμα λογικής και πρέπει να καταδεικνύεται από τη συνάφεια της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα. Το πρωταρχικό θέμα κάθε προσφυγής είναι η νομιμότητα της διοικητικής απόφασης ή πράξης που προσβάλλεται. Κάθε θέμα που άπτεται της νομιμότητας της κρινόμενης απόφασης, είναι σχετικό προς τα επίδικα θέματα. Αυτά είναι η πράξη ή απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας, και τα γεγονότα που τη στοιχειοθετούν, σε συνδυασμό με το νομικό πλαίσιο λειτουργίας του οργάνου που εκδίδει την απόφαση ή προβαίνει στην πράξη και τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.
Εφόσον η μαρτυρία η οποία επιδιώκεται να προσαχθεί τείνει να διαφωτίσει, ως προς τα επίδικα θέματα, είναι παραδεκτή. Για το λόγο αυτό, ο διοικητικός φάκελος ή φάκελοι που αποκαλύπτουν και στοιχειοθετούν την απόφαση, γίνονται απαρέγκλητα δεκτοί ως μαρτυρία. Είναι επίσης αποδεκτή μαρτυρία η οποία άπτεται της εγκυρότητας γεγονότων και εγγράφων τα οποία θεμελιώνουν την απόφαση για τη διερεύνηση ισχυρισμού για ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα, η ορθή καθοδήγηση ως προς τα οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο της εγκυρότητας της απόφασης. Με το ίδιο πνεύμα και για ανάλογους λόγους, μπορεί να προσαχθεί μαρτυρία η οποία τείνει να αποκαλύψει ουσιώδη γεγονότα τα οποία δεν ήλθαν σε φως ή αγνοήθηκαν για να διερευνηθεί ισχυρισμός για την ανεπάρκεια της διεξαχθείσας έρευνας….”
Επομένως, ως διαπιστώνεται ανωτέρω, παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να δεχτεί μαρτυρία, εφόσον βέβαια τηρηθούν οι δικονομικοί κανόνες που καθορίζονται από τους διαδικαστικούς κανονισμούς, ως έχουν αναφερθεί ανωτέρω όπως και οι κατευθυντήριες γραμμές που έχουν καθοριστεί από την νομολογία.
Επισημαίνεται σε αυτό το σημείο, ότι το παρόν Δικαστήριο, παρά την εφαρμογή των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, έχει μια πιο διευρυμένη εξουσία εξέτασης και αποδοχής αιτήσεων προσαγωγής μαρτυρίας, ενόψει της δικαιοδοσίας του καθότι σύμφωνα με το άρθρο 11 του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, το παρόν Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει την νομιμότητα και ορθότητα της απόφασης, προβαίνοντας σε έλεγχο επι της ουσίας και εξέτασης ex nunc των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που άπτονται της αιτήσεως ασύλου του εκάστοτε αιτητή. Παρόμοια προσέγγιση ακολούθησε και η αδελφή μου Δικαστής Κ. Κλεάνθους, στην υπόθεση SD ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου , Υπόθεση Αρ.: ΔΔΠ 273/19, 16/4/2021, όπου το σκεπτικό της οποίας υιοθετώ, παραθέτοντας το σχετικό απόσπασμα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«….22. Όπως προκύπτει τόσο από το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32, το παρόν δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάζει ex nunc τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που άπτονται της αιτήσεως ασύλου του εκάστοτε αιτούντος άσυλο. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη χρονική επέκταση, το Δικαστήριο μπορεί να κάνει αποδεκτή την προσαγωγή μαρτυρίας η οποία δεν είχε τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου (παρακάμπτωντας την αρχή που ισχύει στο πλαίσιο της ακυρωτικής φύσεως διαδικασίας ότι δεν επιτρέπεται αλλοίωση και διαφοροποίηση των δεδομένων που ήταν ενώπιον του διοικητικού οργάνου κατά τη λήψη της απόφασής του) όταν καταδειχθεί ότι η παράλειψη αυτή δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του αιτούντος άσυλο και αδυνατούσε να τα προσκομίσει. Περαιτέρω, όταν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας….”
Πρόσθετα, στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 αναφέρεται:
«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:
α) απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:
i) με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας,
…………….
3. Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95], τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου [βοηθήματος] ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
…………….»
Στην απόφαση του ΔΕΕ της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ. C-652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, είχε τεθεί σχετικό προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 ήτοι κατά πόσο το δικαστήριο έχει υποχρέωση να εξετάσει νέους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι προβλήθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, μολονότι σχετίζονται με γεγονότα ή απειλές που προϋπήρχαν πριν από την έκδοση της απόφασης από την αρμόδια αρχή ή πριν από την υποβολή της αίτησης ασύλου. Στην αναφερόμενη απόφαση, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη του νέα στοιχεία που προέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης από την αρμόδια αρχή, όπως και στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη της η αρμόδια αρχή. Διευκρινίζει όμως ότι σε περίπτωση που αναφερθεί νέος λόγος παροχής διεθνούς προστασίας ενώπιον του Δικαστηρίου για πρώτη φορά, ενώ ο συγκεκριμένος λόγος προϋπήρχε χωρίς να έχει προβληθεί ενώπιον της αρμόδιας αρχής, θα πρέπει να προηγηθεί συμπληρωματικός έλεγχος της περίπτωσής του από την αποφαινόμενη αρχή. Πρόσθετα, το ΔΕΕ καταλήγει ότι σε περίπτωση προβολής λόγου παροχής διεθνούς προστασίας για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, ο οποίος προϋπήρχε και δεν εγέρθηκε ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ο συγκεκριμένος λόγος θεωρείται «νέο διάβημα» κατά την έννοια του άρθρου 40 (μεταγενέστερη αίτηση), παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, και το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι έχει διαπιστώσει ότι υποβλήθηκε ο συγκεκριμένος λόγος εγκαίρως ενώπιον του και διατυπώθηκε σαφώς για να μπορεί να εξεταστεί. Εφόσον το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι πληρούνται τα πιο πάνω και επομένως δύναται να εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο, τότε μόνο οφείλει να ζητήσει την εξέτασή του από την αποφαινόμενη αρχή, το αποτέλεσμα της οποίας θα πρέπει να γνωστοποιηθεί στον δικαστή πριν αυτός προβεί στην ακρόαση της προσφυγής που βρίσκεται ενώπιον του.
Παραθέτω κατωτέρω τα σχετικά αποσπάσματα από την εν λόγω απόφαση ( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«….92 Το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 ορίζει το περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής που πρέπει, κατά το άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, να αναγνωρίζεται στους αιτούντες διεθνή προστασία έναντι των αποφάσεων επί της αιτήσεώς τους (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 105). Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την εν λόγω οδηγία μεριμνούν ώστε το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας να προβαίνει, σε πρώτο τουλάχιστον βαθμό, σε «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, [σε] εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95]».
93 Στο πλαίσιο αυτό, η έκφραση «ex nunc» καταδεικνύει ότι ο δικαστής υποχρεούται, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής. Όσον αφορά το επίθετο «πλήρης», η χρήση του επιθέτου αυτού επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που αφορούν το διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης της αρχής αυτής (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 111 και 113).
94 Μολονότι από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διαμορφώνουν τη νομοθεσία τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εξέταση των προσφυγών να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων βάσει των οποίων δύναται ο δικαστής να προβεί σε επικαιροποιημένη εξέταση της υπόθεσης (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 110), εντούτοις δεν προκύπτει ότι ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί, χωρίς να προηγηθεί συμπληρωματικός έλεγχος της περίπτωσής του από την αποφαινόμενη αρχή, να μεταβάλει τους λόγους της αίτησής του και, συνεπώς, τα όρια της συγκεκριμένης υπόθεσης, επικαλούμενος, κατά τη διαδικασία της προσφυγής, λόγο παροχής διεθνούς προστασίας ο οποίος, καίτοι σχετίζεται με γεγονότα ή απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης της εν λόγω αρχής ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, αλλά δεν προβλήθηκε ενώπιον της εν λόγω αρχής.
95 Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι από το άρθρο 2, στοιχεία δʹ και στʹ, καθώς και από τα άρθρα 10 και 15 της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι η διεθνής προστασία μπορεί να χορηγηθεί εάν υπάρχει βάσιμος φόβος δίωξης είτε για λόγους σχετικούς με τη φυλή, τη θρησκεία, την ιθαγένεια, την ιδιότητα του μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τις πολιτικές πεποιθήσεις, λόγους οι οποίοι ορίζονται, ο καθένας χωριστά, στο άρθρο 10, είτε για λόγους σχετικούς με τις περιπτώσεις σοβαρής βλάβης που απαριθμούνται στο άρθρο 15.
96 Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από την αποφαινόμενη αρχή, η οποία αποτελεί διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο που διαθέτει ειδικά μέσα και εξειδικευμένο προσωπικό, αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών τις οποίες θεσπίζει η οδηγία 2013/32 και ότι το αναγνωριζόμενο από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας δικαίωμα του αιτούντος σε διενέργεια πλήρους και ex nunc εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου δεν αναιρεί την υποχρέωση του εν λόγω προσώπου να συνεργάζεται με το διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 116).
97 Το ουσιώδες αυτό στάδιο ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής θα παρακάμπτονταν εάν ο αιτών μπορούσε, χωρίς καμία διαδικαστική συνέπεια, να επικαλεστεί, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση ή την αντικατάσταση από το δικαστήριο της απορριπτικής απόφασης της αρχής αυτής, λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας ο οποίος, μολονότι σχετίζεται με γεγονότα ή απειλές που φέρονται να έχουν προηγηθεί, εντούτοις δεν προβλήθηκε ενώπιον της εν λόγω αρχής και, συνεπώς, δεν κατέστη δυνατόν να εξεταστεί από αυτήν.
98 Κατά συνέπεια, η προβολή για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής ενός εκ των λόγων χορήγησης διεθνούς προστασίας που παρατίθενται στη σκέψη 95 της παρούσας απόφασης, σχετιζόμενου με γεγονότα ή απειλές που συνέβησαν πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «νέο διάβημα» κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32. Όπως προκύπτει από την εν λόγω διάταξη, συνέπεια του χαρακτηρισμού αυτού είναι ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της προσφυγής υποχρεούται να εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο στο πλαίσιο της εξέτασης της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι οι «αρμόδιες αρχές», στις οποίες περιλαμβάνεται όχι μόνον το δικαστήριο, αλλά και η αποφαινόμενη αρχή, είχαν τη δυνατότητα να εξετάσουν το νέο διάβημα στο προαναφερθέν πλαίσιο.
99 Για να διαπιστωθεί εάν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το νέο διάβημα στο πλαίσιο της προσφυγής, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει εάν, βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων, ο λόγος χορήγησης διεθνούς προστασίας που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν του προβλήθηκε εγκαίρως κατά τη διαδικασία της προσφυγής και διατυπώθηκε κατά τρόπον αρκούντως σαφή ώστε να μπορεί να εξεταστεί.
100 Εφόσον από την εξακρίβωση αυτή διαπιστωθεί ότι ο δικαστής δύναται να λάβει υπόψη του τον συγκεκριμένο λόγο κατά την εξέταση της προσφυγής, οφείλει να ζητήσει από την αποφαινόμενη αρχή να προβεί, εντός προθεσμίας σύμφωνης με τον επιδιωκόμενο από την οδηγία 2013/32 σκοπό της ταχείας διεκπεραίωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 109), στην εξέταση του συγκεκριμένου λόγου, εξέταση της οποίας το αποτέλεσμα και το σκεπτικό στο οποίο αυτό στηρίχθηκε πρέπει να γνωστοποιηθούν στον αιτούντα και στον δικαστή πριν αυτός προβεί στην ακρόαση του αιτούντος και στην αξιολόγηση της συγκεκριμένης περίπτωσης.
…………………………………»
Υπό το φως λοιπόν των πιο πάνω κατευθυντήριων νομολογιακών αρχών τόσο των εθνικών δικαστηρίων όσο και του ΔΕΕ, προχωρώ να εξετάσω την παρούσα αίτηση.
Επαναλαμβάνω ότι η Αιτητής αιτείται την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο να δίδεται άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης του Αιτητού πλέον Παραρτημάτων Α- ΣΤ.
Κατά την υποβολή της αίτησής του προς παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς δεχόταν απειλές (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 20 του Δ. Φ.). Κατά το στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ο Αιτητής δήλωσε πως ο θείος του προέβαινε σε ξυλοδαρμούς σε βάρος του, καθώς και σε απειλές κατά της ζωής του (ερυθρό 28 του Δ. Φ.) Ο Αιτητής ανέφερε πως υποβλήθηκε σε εγχείρηση εξαιτίας της ως άνω συμπεριφοράς, ενώ επιπλέον έπειτα από περιστατικό ξυλοδαρμού έχασε τις αισθήσεις του (ερυθρό 28 του Δ. Φ.). Όταν του ζητήθηκαν διευκρινίσεις σχετικά με τις απειλές κατά της ζωής του, ο Αιτητής εξήγησε πως έπειτα από το περιστατικό της λιποθυμίας του, ο θείος του δεν του παρείχε ιατρική ή νοσοκομειακή περίθαλψη, ενώ δεν του παρείχε ούτε τροφή (ερυθρό 27 του Δ. Φ.). Ο Αιτητής εγκατέλειψε την κατοικία του με τη συνδρομή φιλικού προσώπου του πατέρα του, γεγονός που όταν ο θείος του πληροφορήθηκε προέβη σε απειλές κατά των δύο (ερυθρό 27 του Δ. Φ.) Εν συνεχεία, κατά την Έκθεση- Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχηματίσθηκε ως δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός ο κατ’ ισχυρισμός φόβος δίωξης του Αιτητού από το θείο του (ερυθρό 56-57 του Δ. Φ.) ο οποίος έτυχε απόρριψης εξαιτίας της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας αυτού (ερυθρό 56 του Δ. Φ.)
Κατά ορισμένα σημεία της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης του Αιτητού, αυτός επιχειρεί την προσκόμιση μαρτυρίας βάσει της οποίας η κακομεταχείριση την οποία υφίστατο από το θείο του οφειλόταν σε θρησκευτικές διαφορές μεταξύ των δύο (παράγραφος 12 της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης του Αιτητή). Παρατηρώ ότι ο Αιτητής είχε αναφερθεί ενώπιον των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) (παραπέμπω στο ερυθρό 16 του Δ.Φ.) σε απειλές τις οποίες δεχόταν από τον πατρικό του θείο προκειμένου να ασπαστεί τη θρησκεία του τελευταίου και βία. Τα σχετιζόμενα με τις θρησκευτικές διαφορές του Αιτητή με το θείο του σημεία, παρίστανται άμεσα σχετικά με τα όσα ο πρώτος ανέφερε κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης. Πράγματι, ο Αιτητής φαίνεται να διευκρινίζει τους λόγους κακομεταχείρισής του από το θείο του, ουσιώδη ισχυρισμό τον οποίο προέβαλε ενώπιον της διαδικασίας από την Υπηρεσία Ασύλου. Λαμβάνω εξάλλου υπόψιν ότι ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του δεν ερωτήθηκε για το λόγο της κακομεταχείρισής του, καίτοι το έγγραφο των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας βρισκόταν, ενώπιον του Προϊσταμένου κατά τη στιγμή έγκρισης της Έκθεσης- Εισήγησης του αρμόδιου λειτουργού. Εξάλλου, στην προσφυγή του o Αιτητής έχει προωθήσει ως λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης την έλλειψη δέουσας έρευνας, η οποία μεταξύ άλλων αφορά την παράλειψη διερεύνησης των αιτίων της κακομεταχείρισης του Αιτητή από το θείο του. Ως εκ τούτου, κρίνω πως είναι άμεσα σχετική η μαρτυρία η οποία επιδιώκεται να προσαχθεί κατά το σκέλος αυτό με τα επίδικα θέματα.
Επισημαίνω ότι το παραπάνω εύρημα συνάφειας με τα σχετικά ζητήματα, δεν συνιστά θετική αξιολογική κρίση ως προς τη βαρύτητα της μαρτυρίας και την αξιοπιστία της ( βλ. σχετικά απόφαση ΔΔΔΠ, υπόθεση ΔΔΠ 369/19, M.M.E κ.α και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 27.05.2021).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Κανονισμό 10 των περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, το Δικαστήριο δύναται να κάνει αποδεκτή μαρτυρία μόνο σε περιπτώσεις που κρίνει ότι τα σχετικά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό κρίνω ότι η απόδοση της κακομεταχείρισης του Αιτητή σε ορισμένο λόγο, εφόσον φυσικά τούτο κριθεί αξιόπιστο, συνιστά στοιχείο σημαντικό το οποίο δύναται να ενισχύσει τον ισχυρισμό του Αιτητή, φωτίζοντας διαφορετικές πτυχές του. Ως εκ τούτου αύξηση των πιθανοτήτων χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί. Σαφώς το αν η μαρτυρία οδηγήσει σε ενδεχόμενη ανατροπή του ευρήματος της Υπηρεσίας Ασύλου περί αναξιοπιστίας του σχετικού ισχυρισμού θα αξιολογηθεί στο πλαίσιο εκδίκασης της προσφυγής, όπου θα καθοριστεί η βαρύτητα η οποία θα δοθεί στη μαρτυρία και η αξιοπιστία της, υπό το φως σαφώς του συνόλου των διαθέσιμων ενδείξεων.[1] Επομένως, η μαρτυρία που αφορά το σκέλος που προβάλλεται περί κακομεταχείρισης του αιτητή την οποία υφίστατο από το θείο του και οφειλόταν ως ισχυρίζεται σε θρησκευτικές διαφορές, γίνεται αποδεχθεί προς προσαγωγή για σκοπούς εξέτασης της από το παρόν Δικαστήριο.
Περαιτέρω, ως προς το σκέλος της μαρτυρίας η οποία επιχειρείται να προσαχθεί και σχετίζεται με συμμετοχή του θείου του Αιτητή σε εγκληματική οργάνωση η οποία προέβαινε σε κλοπές και διακίνηση χρημάτων, εξαναγκασμό του Αιτητή σε ενέργειες σχετικές με τη δράση της ως άνω ομάδας, καθώς και της ύπαρξης άλλων προσώπων τα οποία διέμεναν σε μη μόνιμη βάση στην κατοικία του θείου του Αιτητή, παρατηρώ ότι πρόκειται για καινοφανή ισχυρισμό και νέο εγειρόμενο λόγο παροχής διεθνούς προστασίας. Πράγματι σε κανένα σημείο της συνέντευξης του Αιτητή, καίτοι αυτός ερωτήθηκε κατά τρόπο ανοιχτό για τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του και για την περιγραφή της κατάστασης μεταξύ του ιδίου και του θείου του, δεν ανέφερε οποιαδήποτε εξαναγκασμό του σε εργασία από το θείο του προς όφελος της εν λόγω οργάνωσης ή οποιοδήποτε φόβο του ότι θα δολοφονηθεί από τα πρόσωπα αυτά τα οποία επί προσωρινής βάσης διέμεναν στην κατοικία του θείου του (ερυθρό 27-28 Δ. Φ.) Αντιθέτως, ερωτηθείς για την καθημερινότητά του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής ανέφερε πως συνέδραμε τη σύζυγο του θείου του στα οικοκυρικά (ερυθρό 29 Δ. Φ.), ενώ επιπλέον ερωτηθείς σχετικά με τη διαμονή άλλων προσώπων στην κατοικία του θείου του δεν προέβη στην παραμικρή αναφορά λοιπών προσώπων (ερυθρό 29 Δ. Φ.) Αντίστοιχα η έλλειψη βασικών υποδομών, όπως η ύπαρξη καθαρού νερού, και φριχτών συνθηκών διαβίωσης με το θείο του συνιστούν καινοφανή ισχυρισμό.
Εμφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι καινοφανής και αποτελεί νέο εγειρόμενο λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας, ο οποίος προϋπήρχε πριν την έκδοση της επίδικης απόφασης όπως και πριν την υποβολή της αίτησης ασύλου και ο οποίος ουδέποτε τέθηκε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου από τον αιτητή. Ενόψει της ήδη παρατεθείσας ανωτέρω νομολογίας του ΔΕΕ, στα πλαίσια της απόφασης του C-652/16, Ahmedbekova, ως αναλύθηκε ανωτέρω, σχετικά με την προβολή νέου λόγου παροχής διεθνούς προστασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, το ΔΕΕ κατέληξε ότι το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει νέο προβαλλόμενο λόγο παροχής διεθνούς προστασίας μόνο υπό την προϋπόθεση ότι α) έχει προβληθεί εγκαίρως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και β) έχει εξειδικευτεί σαφώς για να μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της προσφυγής (σκέψη 99, απόφασης του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova). Σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι πληρούνται οι ως άνω προυποθέσεις α) και β) και επομένως δύναται να εξετάσει τον νέο λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας, τότε μόνο οφείλει να ζητήσει από την αρμόδια αρχή την εξέταση του συγκεκριμένου λόγου, πριν την ακρόαση της προσφυγής (σκέψη 100, απόφασης του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova).
Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το σημείο να αναφέρω ότι, αν και παρέλκει η εξέταση των πιο πάνω προϋποθέσεων α) και β) από το παρόν Δικαστήριο, για τους λόγους που θα αναπτυχθούν και αναλυθούν κατωτέρω, εντούτοις, για σκοπούς πληρότητας, θα προχωρήσω στην εξέταση των 2 πιο πάνω αναφερθεισών προϋποθέσεων για να διαπιστωθεί κατά πόσο δύναται το παρόν Δικαστήριο να εξετάσει τον νέο λόγο παροχής διεθνούς προστασίας που προβλήθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του, ο οποίος ουδέποτε εγέρθηκε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.
Σχετικά με την προϋπόθεση της έγκαιρης προβολής του συγκεκριμένου λόγου ενώπιον του Δικαστηρίου, διαπιστώνω ότι η συνήγορος του αιτητή κατέγραψε στα γεγονότα ως περιλαμβάνονται στην καταχωρηθείσα προσφυγή τον νέο λόγο και προχώρησε άμεσα στην καταχώρηση της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας, ως εκ των γεγονότων που έχω ενώπιόν μου μιας και η παρούσα αίτηση δεν καταχωρίστηκε με τόση μεγάλη καθυστέρηση, δυνάμενη να αποστερήσει εξ αυτού του λόγου και μόνο την προσαγωγή αυτής της μαρτυρίας. Επομένως, υπήρξε έγκαιρη προβολή του συγκεκριμένου λόγου στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.
Πρόσθετα, υπογραμμίζω ότι σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova, όπως αυτή έχει παραπάνω αναπτυχθεί, προκειμένου να υποχρεούται το Δικαστήριο να εξετάσει ως νέο διάβημα λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας ο οποίος μολονότι σχετίζεται με γεγονότα ή απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν την έκδοση της απόφασης (ή ακόμα πριν την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας) προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής, ο επίδικος λόγος οφείλει επίσης να έχει αναπτυχθεί και εξειδικευτεί κατά τρόπο αρκούντως συγκεκριμένο. Κρίνω ότι η ως άνω προϋπόθεση δεν πληρούται εν προκειμένω για να μπορέσει το Δικαστήριο να εξετάσει το ΄νέο διάβημα΄, ως νέο λόγο παροχής διεθνούς προστασίας, στα πλαίσια της προσφυγής.
Ειδικότερα, ο Αιτητής τόσο μέσω του εισαγωγικού δικογράφου της παρούσας διαδικασίας όσο και μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης και της Ένορκης Δήλωσής του, αποτυγχάνει να αναφέρει έστω και στοιχειώδεις πληροφορίες για την εν λόγω οργάνωση και τις δραστηριότητές της. Λαμβάνω σαφώς υπόψιν ότι διάφοροι παράγοντες δύνανται να επηρεάσουν τη δυνατότητα ενός παιδιού να γνωρίζει ή να θυμάται γεγονότα, όπως η ηλικία του Αιτητή ή το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο,[2] ωστόσο ο Αιτητής ούτε στοιχειωδώς δεν αναφέρει κάποια βιωματικά γεγονότα σε σχέση με τη διακίνηση χρημάτων στην οποία αναφέρεται. Ο Αιτητής εξάλλου αναφέρεται κατά τρόπο εντελώς γενικόλογο και αόριστο στον εξαναγκασμό του από το θείο του να εργάζεται για αυτόν, χωρίς καθόλου να εξειδικεύει τις μεθόδους εξαναγκασμού του ή το είδος της εργασίας που προσέφερε. Αναφέρεται μόνο σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό κατά το οποίο συνόδευσε το θείο του σε ορισμένη κατοικία προς ληστεία της, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση αυτού, όπως την παράθεση έστω και ενδεικτικής χρονολογίας, το ρόλο του σε αυτήν και την εξέλιξη του περιστατικού. Αντίστοιχα, ο Αιτητής κατά κανένα λόγο δεν επεξηγεί το φόβο του ότι θα δολοφονηθεί από τους συνεργούς του θείου του σε περίπτωση μη υπακοής του. Αντίστοιχα δεν παρατίθεται κατά επαρκώς συγκεκριμένο τρόπο ούτε ο ισχυρισμός του Αιτητή περί «φριχτών συνθηκών διαβίωσης με το θείο του», αφού δεν εξειδικεύει επαρκώς τις ως άνω συνθήκες, αναφερόμενος μόνο σε έλλειψη βασικών υποδομών, όπως το νερό.
Πρόσθετα, βάσει του ως άνω Κανονισμού 10 που έχει αναφερθεί, το Δικαστήριο δύναται να κάνει αποδεκτή μαρτυρία μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα στοιχεία τα οποία επιχειρούνται να προσκομιστούν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζω στο πλαίσιο αυτό τις αντιφάσεις μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξης και των ισχυρισμών τους οποίους επιχειρεί να προσαγάγει, όπως παραπάνω παρατηρήθηκαν. Επαναλαμβάνω ότι ερωτηθείς τόσο σχετικά με τα πρόσωπα με τα οποία συμβίωνε στη χώρα καταγωγής (ερυθρό 29 Δ. Φ.), όσο και σχετικά με τη διαμονή άλλων προσώπων στην κατοικία του θείου του (ερυθρό 29 Δ. Φ.) δεν προέβη στην παραμικρή αναφορά λοιπών προσώπων, αντίθετα με τον παρόντα ισχυρισμό περί μη μόνιμης διαμονής άλλων προσώπων. Ακόμα ερωτηθείς για την καθημερινότητά του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής ανέφερε πως συνέδραμε τη σύζυγο του θείου του στα οικοκυρικά, (ερυθρό 29 Χ1 Δ. Φ.), χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε εξαναγκασμό σε συμμετοχή στις ενέργειες του θείου του, ή έστω αναφορά σε εργασία για το θείο του. Στα ως άνω επαναλαμβάνω το γενικόλογο και μη επαρκώς συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο προωθείται ο ισχυρισμός περί συμμετοχής του θείου του σε εγκληματική οργάνωση και εξαναγκασμό του Αιτητή σε συμμετοχή σε ανάλογα περιστατικά, όπως παραπάνω έχει αναπτυχθεί, χωρίς με γενικόλογη αναφορά σε ένα μόνο βιωματικό περιστατικό. Στα ως άνω προστίθεται η παράλειψη προβολής του εν λόγω ισχυρισμού κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, καθότι, δεν ανευρίσκεται κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο δεν αποκαλύφθηκε κατά το εν λόγω στάδιο. Λαμβάνω εξίσου υπόψιν μου ότι διάφοροι παράγοντες ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητα ενός παιδιού προς αποκάλυψη γεγονότων. Ο Αιτητής αναφέρει πως δεν είχε λάβει συμβουλές από τον Κηδεμόνα του σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατά τη διαδικασία της προσωπικής συνέντευξης (παρ. 17 προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης Αιτητή), εντούτοις, δεν αιτιολογεί συγκεκριμένα ως προς το λόγο για τον οποίο δεν αναφέρθηκε ούτε ακροθιγώς στον ως άνω ισχυρισμό, παρά τις ανοιχτού τύπου ερωτήσεις οι οποίες του τέθηκαν σχετικά με το λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής (ερυθρό 28 Δ. Φ.).
Ενόψει όλων των ανωτέρω, συμπεραίνω ότι, δεν πληρούται η προϋπόθεση που θέτει η απόφαση του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova, περί σαφούς διατύπωσης και ανάλυσης του εν λόγω λόγου, επομένως δεν δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει τον καινοφανή λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας κατά το σκέλος το οποίο αφορά τη συμμετοχή του θείου του Αιτητή σε εγκληματική οργάνωση, εξαναγκασμό του Αιτητή σε συμμετοχή σε αυτήν και φόβο δολοφονίας του από πρόσωπα τα οποία διέμεναν σε μη μόνιμη βάση στην κατοικία τους, σε περίπτωση ανυπακοής του προς το θείο του, και επομένως οποιαδήποτε μαρτυρία επιδιώκεται να προσαχθεί προς τεκμηρίωση των εν λόγω ισχυρισμών, δεν γίνεται αποδεκτή προς προσαγωγή προς το δικαστήριο, ως προς το σκέλος που αφορά την αναφορά στα συγκεκριμένα γεγονότα.
Πρόσθετα και ενισχυτικά προς τα ανωτέρω, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι, ακόμη και αν το παρόν Δικαστήριο κατέληγε ότι πληρούται η προϋπόθεση περί σαφής διατύπωσης του νέου λόγου παροχής διεθνούς προστασίας, ο οποίος επαναλαμβάνω δεν αναφέρθηκε ποτέ ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, και κατέληγε το Δικαστήριο, ως έχει αναφερθεί και ανωτέρω, ότι θα υποχρεούτο να εξετάσει τον νέο λόγο παροχής διεθνούς προστασίας, τότε θα όφειλε, εκκρεμούσας της προσφυγής, να παραπέμψει την εξέταση του νέου λόγου στην αρμόδια αρχή/ Υπηρεσία Ασύλου, προς εξέταση (ως προβλέπεται στην σκέψη 100, της απόφαση του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova), δικονομικό διάβημα το οποίο το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί για τους λόγους που θα αναφερθούν κατωτέρω.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό κρίνεται απαραίτητο και σκόπιμο να αναφέρω ότι στο άρθρο 11 του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(Ι)/2018), καθορίστηκε η δικαιοδοσία και η αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου. Εντούτοις, η δυνατότητα διακοπής της εκκρεμούσας προσφυγής και παραπομπής προς εξέταση νέου λόγου παροχής διεθνούς προστασίας στην αρμόδια αρχή (Υπηρεσία Ασύλου) προς εξέταση, δεν προβλέπεται στις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου. Η μόνη πρόβλεψη που εντοπίζεται στον εν λόγω άρθρο είναι το εδάφιο (6), όπου λέγεται ότι «Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας δύναται να διατάζει διοικητική αρχή όπως του απαντήσει ερώτημα σχετικό προς το εξεταζόμενο επίδικο θέμα εντός καθοριζόμενης από το δικαστήριο προθεσμίας», πρόνοια η οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση.
Σύμφωνα με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λαυρέντης Α. Δημητρίου, Αιτήσεις αρ. 39/1988 και 40/1988 (1990) 1 ΑΑΔ 256, παραθέτω απόσπασμα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): « "Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα" σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα Δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιόν του ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία παρουσιάζονται σύμφωνα με Δικονομικούς Κανόνες ενώπιόν του για απόφαση. Τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας καθορίζονται από το νόμο ο οποίος καθιδρύει το Δικαστήριο. Η δικαιοδοσία πρέπει να υπάρχει πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Thompson v. Shiel [1840] 3 Ir. Eq. R. 135). To Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων είναι εξειδικευμένο Δικαστήριο το οποίο ιδρύθηκε με τους περί Ενοικιοστασίου Νόμους του 1983 έως 1988 - (Αρ. 23/83, 51/83, 39/84, 79/ 86, 94/86, και 135/88). Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στη δικαιοδοσία που του δίδει ο νόμος.»
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην απόφαση Πολιτική Αίτηση Αρ. 205/2019, ημερ. 6/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:D512, λέχθηκε ότι συνιστά βασική αρχή ότι «καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εφαρμόσει το νόμο ως έχει και όχι να τον συμπληρώσει ή να μεταβάλει το κείμενο του ανάλογα με την περίπτωση για να δώσει ορθότερη ή δικαιότερη λύση που είναι έργο της νομοθετικής εξουσίας.
Οφείλει να λεχθεί συνεπώς, ότι, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και ελλείψει νομοθετικής και δικονομικής πρόβλεψης περί δυνατότητας παραπομπής στην αρμόδια αρχή για εξέταση του νέου λόγου παροχής διεθνούς προστασίας του Αιτητού εκκρεμούσας της προσφυγής, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει νέο λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας καθότι τον εν λόγω δικονομικό φραγμό δεν είναι δυνατό να συμπληρώσει το παρόν Δικαστήριο, δεδομένων των σαφών ορίων της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου κατά τα παραπάνω.
Στην απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C‑333/18, Lombardi Srl κατά Comune di Auletta, Delta Lavori SpA, Msm Ingegneria Srl, 5ης Σεπτεμβρίου 2019, λέχθηκε (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«…33 Όσον αφορά, τέλος, την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, αρκεί να υπομνησθεί ότι η αρχή αυτή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογεί διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που καθιστούν αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, PORR Építési Kft., C‑691/17, EU:C:2019:327, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Για τους λόγους, όμως, που εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, και παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι υποψήφιος ασκήσας προσφυγή όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν μπορεί, βάσει εθνικών δικονομικών κανόνων ή σχετικών νομολογιακών πρακτικών, όπως είναι οι κανόνες και οι πρακτικές που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, να στερηθεί το δικαίωμά του να εξετασθεί επί της ουσίας η προσφυγή αυτή….»
Εντούτοις, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι παρά τον εν λόγω δικονομικό φραγμό, ως έχει περιγραφεί ανωτέρω, ο αιτητής δεν στερείται με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του ως προκύπτουν από το ενωσιακό δίκαιο και δεν καθίσταται αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερής η άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων ( βλ. σκέψη 33 απόφασης του ΔΕΕ C‑333/18 Lombardi Srl κατά Comune di Auletta, Delta Lavori SpA, Msm Ingegneria Srl, ημερ. 05/09/2019) μιας και μπορεί να τα διασφαλίσει με την δυνατότητα που του δίνεται στην βάση του Περί Προσφύγων Νόμου και συγκεκριμένα στο άρθρο 16Δ, υποβολής μεταγενέστερης αιτήσεως, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ( αντίστοιχο του άρθρου 40 της οδηγίας 2013/32), προς προβολή του νέου λόγου χορήγησης διεθνούς προστασίας. Ο καινοφανής λόγος παροχής διεθνούς προστασίας που προβάλλεται, θεωρείται ΄νέο διάβημα’ ως αναφέρεται στην απόφαση του ΔΕΕ C-652/16, Ahmedbekova (βλ. σκέψη 98) και ο αιτητής μπορεί να αναφέρει τα όσα επιθυμεί ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αιτιολογώντας τους λόγους της μη αναφοράς του νέου λόγου χορήγησης διεθνούς προστασίας κατά την εξέταση της πρώτη αίτηση ασύλου.
Περαιτέρω, ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι δεν εγγράφηκε σε σχολείο, όπως περιλαμβάνεται στην παράγραφο 7 της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης του Αιτητή, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης του πάππου του, πρόκειται για περίσταση την οποία είχε ήδη αναφέρει κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης (ερυθρό 32 Δ. Φ.). Πράγματι ο Αιτητής είχε αναφέρει πως έλαβε εκπαίδευση κατ’ οίκον για κάποιους μήνες, χωρίς την εγγραφή σε σχολείο (ερυθρό 32 Δ. Φ.). Ο ως άνω ισχυρισμός του Αιτητή, ενόψει της επεξήγησης του λόγου για τον οποίο δεν έλαβε εκπαίδευση παρίσταται ως σχετικός με τα όσα αφηγήθηκε κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης. Εξάλλου, σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1(Α) (2) και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και/ ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):
«Εκτός από την ηλικία, άλλα στοιχεία της ταυτότητας του παιδιού και οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως είναι το οικογενειακό υπόβαθρο, η κοινωνική τάξη, η κάστα, η υγεία, η εκπαίδευση και η περιουσιακή κατάσταση, μπορεί να επαυξάνουν τον κίνδυνο της βλάβης που διατρέχει, να επηρεάζουν τη μορφή της διωκτικής συμπεριφοράς που υπέστη και να επιτείνουν τις συνέπειες της βλάβης»[3]
Φρονώ ως εκ τούτου ότι ενόψει των ανωτέρω η μη φοίτηση σε σχολείο του Αιτητή θα ήταν δυνατό να επαυξήσει τον κίνδυνο βλάβης. Σαφώς, το αν πράγματι υφίσταται οποιοσδήποτε κίνδυνος βλάβης του Αιτητή, ο οποίος να επαυξάνεται από το βαθμό εκπαίδευσης τον οποίο αυτός έλαβε, δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί παρά σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά την εξέτασης της κυρίως υπόθεσης, όπου το Δικαστήριο θα κληθεί να κρίνει με βάση όλα τα ενώπιον του δεδομένα την ορθότητας της επίδικης απόφασης. Επομένως, γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία όσον αφορά αυτό το σκέλος προς προσαγωγή για εξέταση από το παρόν Δικαστήριο.
Αναφορικά με τα Παραρτήματα που συνοδεύουν την προτεινόμενη Ένορκη Δήλωση του Αιτητή, επισημαίνω καταρχάς ότι αυτά συνιστούν είτε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής (Παραρτήματα Α, Β, Γ, Δ) είτε κατευθυντήριες γραμμές και θέσεις της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Παράρτημα Ε, ΣΤ). Επισημαίνω ότι οι πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής δε συνιστούν μαρτυρία. Οι σχετικές με την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής όπως και οι θέσεις ή κατευθυντήριες γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ενόψει της ιδιαίτερης σημασίας την οποία τα έγγραφα της Ύπατης Αρμοστείας διαδραματίζουν (απόφαση του ΔΕΕ, C-720/17, Bilali, ημερ. 23/05/2019, σκέψη 57) θα λαμβάνονταν ούτως ή άλλως υπόψιν ενόψει της ex nunc αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου.
Σε κάθε περίπτωση, ειδικά ως προς το Παράρτημα Α, επισημαίνω ότι αυτό αφορά έρευνα για τη θρησκεία στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό ανηρτημένη στην ιστοσελίδα Wikipedia. H Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Α.Ε. 108/13, H.R.R. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/11/2019, αποδοκιμάζοντας την χρήση τέτοιων πηγών πληροφόρησης, τόνισε τη σημασία των αξιόπιστων πηγών.
Επιπρόσθετα, στην σελίδα 16 του Οδηγoύ της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο - EASO Country of Origin Information (COI) Report Methodology (June 2019) αναφέρονται τα πιο κάτω σε σχέση με το Wikipedia:
«If information from a 'dubious' source is found
Although all sources have their own values and agenda, a source is deemed dubious when it cannot be assessed as reliable, for reasons of:
1. a lack of transparency on the source's agenda, reputation, operational presence in the field, reporting capacity, seriousness of investigations, and level of knowledge.
Example 4: The reliability of Wikipedia is widely discussed because the information can be altered by anyone who wishes to do so. It is often unclear who is the source, what is its expertise, and why the information is added.»
Το παράδειγμα της πηγής του Wikipedia όπως προκύπτει από τον πιο πάνω Οδηγό θεωρείται ότι εντάσσεται στις dubious sources, δηλαδή σε πηγές οι οποίες δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ως αξιόπιστες και επομένως το Παράρτημα Α δεν γίνεται αποδεκτό να προσαχθεί ως μαρτυρία προς εξέταση.
Αναφορικά με το Παράρτημα Β, αυτό συνιστά αναφορά για τη θρησκευτική ελευθερία από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, εκδοθείσα το 2018. Στην προτεινόμενη Ένορκη Δήλωση του Αιτητή δεν προσδιορίζεται η πηγή της έρευνας, ωστόσο, γίνεται κατανοητό ότι προέρχεται από το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (US Department of State- USDOS). Επαναλαμβάνω ότι ενόψει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και της φύσης των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής ως μη μαρτυρίας, καθώς και του γεγονότος ότι έχουν επισυναφθεί στη Γραπτή Αγόρευση του Αιτητή, η προσκόμισή τους με την επίδικη αίτηση δεν ήταν αναγκαία. Σε κάθε περίπτωση κρίνονται ως σχετικές με τον ισχυρισμό του Αιτητού περί διαφορών θρησκευτικής φύσης με το θείο του, και ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτή η προσκόμισή του Παραρτήματος Β.
Αναφορικά με το Παράρτημα Γ, αυτό συνιστά έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (US Department of State– USDOS) σχετικά με τη θρησκευτική ελευθερία στη Δημοκρατία του Κογκό. Ενόψει του ότι η Δημοκρατία του Κογκό συνιστά χώρα διάφορη της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό, ήτοι χώρας καταγωγής του Αιτητή, με την οποία δεν διαφαίνεται, ούτε επεξηγείται κατά την προτεινόμενη Ένορκή του Δήλωση, οποιαδήποτε σύνδεση του Αιτητή, οποιαδήποτε σχετικότητά του με τους υπό εξέταση ισχυρισμούς του Αιτητή δεν διαφαίνεται και επομένως το Παράρτημα Γ δεν δύναται να προσκομιστεί προς εξέταση.
Αναφορικά με το Παράρτημα Δ, αυτό απεικονίζει την τοποθεσία του πολιτικού κόμματος BDM στο χάρτη. Δεν καθίσταται εμφανής η σύνδεση του εν λόγω παραρτήματος με τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Εφόσον με την προτεινόμενη Ένορκη Δήλωση του Αιτητή υπονοείται ότι το κόμμα BDM συνιστά την οργάνωση στην οποία ο θείος του συμμετείχε, υπενθυμίζεται πως ενόψει της ανάλυσης η οποία έχει προηγηθεί, ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι δυνατό να γίνει εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, η προσαγωγή του εν λόγω παραρτήματος δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή να προσκομιστεί ως μαρτυρία.
Σε σχέση με το παράρτημα Ε, αυτό αποτελεί Σημείωμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου των θυμάτων των οργανωμένων συμμοριών. Υπενθυμίζω ότι εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός του Αιτητή δεν είναι δυνατό να τύχει εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο, το εν λόγω παράρτημα δεν γίνεται αποδεκτό για προσαγωγή.
Σε σχέση, τέλος, με το Παράρτημα ΣΤ, αυτό αφορά θέση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες για τις επιστροφές στις περιοχές του Βόρειου Kivu, Νότιου Kivu και Ituri καθώς και των παρακείμενων περιοχών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό. Υπενθυμίζω ότι η υπό εξέταση θέση της Ύπατης Αρμοστείας δε συνιστά μαρτυρία, της οποίας η προσκόμιση θα ήταν απαραίτητη μέσω της επίδικης διαδικασίας. Παρατηρώ σαφώς ότι η σχετική θέση αφορά περιοχές από τις οποίες ο Αιτητής δεν κατάγεται. Στο μέτρο ωστόσο, που εμπεριέχεται αξιολόγηση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τις περιπτώσεις μετεγκατάστασης, εξέταση στην οποία το Δικαστήριο ενδεχομένως υπεισέλθει εφόσον κριθεί πως ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα βάσει του άρθρου 3 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου ή χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, το εν λόγω παράρτημα παρίσταται σχετικό με την εξέταση του παρόντος αιτήματος και γίνεται αποδεκτό προς προσκόμιση.
Ενόψει των πιο πάνω η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσκομιστεί, η οποία παρατίθεται στην προτεινόμενη ένορκη δήλωση του Αιτητή που συνοδεύει την ένορκη δήλωση που επισυνάπτεται στην αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, κρίνω ότι είναι αναγκαία και σχετική κατά το μέτρο που αναφέρεται σε θρησκευτικές διαφορές του Αιτητή με το θείο του, αφού κρίνω πως εξειδικεύει τους λόγους κακομεταχείρισης του πρώτου από το δεύτερο, όπως ο ισχυρισμός αυτός εξιστορήθηκε κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης. Αντίστοιχα αναγκαία και σχετική κρίνεται η μαρτυρία του Αιτητή ως προς τη μη φοίτησή του σε σχολείο, ενόψει της οικονομικής κατάστασης του πάππου του, περίσταση η οποία παρατέθηκε και κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης. Κατά τα λοιπά η μαρτυρία η οποία επιδιώκεται να προσκομιστεί, όπως παρατίθεται στην προτεινόμενη ένορκη δήλωση του Αιτητή, θεωρώ ότι δεν είναι αναγκαία και σχετική, αφού αναφέρεται σε ισχυρισμούς οι οποίοι δεν είναι δυνατό να τύχουν εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο, σε κάθε δε περίπτωση τυχόν προσκόμισή της δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στον Αιτητή.
Ως εκ τούτου, για τους λόγους που εξηγώ ανωτέρω, η ενδιάμεση αίτηση εγκρίνεται μερικώς. Δίδεται άδεια όπως προσκομιστεί μαρτυρία υπό τη μορφή καταχώρησης ένορκης δήλωσης, ως επισυνάπτεται επί της ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την ενδιάμεση αίτηση, επί των όσων έχουν προσδιοριστεί ανωτέρω.
Η ένορκη δήλωση να καταχωρηθεί εντός 1 εβδομάδας από τα σήμερα.
Τα έξοδα της διαδικασίας, θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της προσφυγής.
Η υπόθεση ορίζεται για οδηγίες στις 20 Σεπτεμβρίου 2023, ώρα 12:00.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π
[1] Ως προς την αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας υπό το φως του συνόλου των ενδείξεων βλ. σχετικά EUAA, ‘Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System Judicial Analysis Second Edition’ (2023), 101 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 14/07/2023)
[2] UNHCR, ‘The Heart of the Matter: Assessing Credibility When Children Apply for Asylum in the European Union’ (2014), 150 διαθέσιμο σε https://www.refworld.org/docid/55014f434.html (ημερομηνία πρόσβασης 17/07/2023)
[3] UNHCR, ‘Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων’ (2009), 9, παρ. 12, διαθέσιμο σε https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/children-Asylum-Seekers-UNHCR-2009.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 17/07/2023)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο