ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
23 Οκτωβρίου, 2024
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C.E.O.,
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Τ. Μπετίτο (κος) για Πιερίδη & Πιερίδη
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 05.07.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτησή του Αιτητή για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[1] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος και ως «Δ.Φ».). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση, για τους λόγους που θα επεξηγηθούν στη συνέχεια, τους οποίους και κάλεσε να παραστούν και να τοποθετηθούν επί συγκεκριμένων εγειρόμενων ζητημάτων.
Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 06.02.2023 και στις 16.06.2023 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, όπου αφίχθηκε με φοιτητική άδεια. Στις 27.06.2023 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 04.07.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε στις 05.07.2023 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 05.07.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 24.07.2023, μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.
Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά του συνηγόρου του, επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποίαν η προσβαλλόμενη απόφαση να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, επιζητώντας περαιτέρω οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις (υπό το Β αιτητικό).
Με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολο τους, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Κατά αυτό δε το στάδιο, ο συνήγορος του Αιτητή προώθησε τη θέση περί έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι ο ίδιος είναι χριστιανός και η οικογένεια του πατέρα του, η οποία είναι ειδωλολάτρες, απειλούν τον ίδιο, τον αδελφό και τη μητέρα του ότι θα τους σκοτώσουν. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι δεν υπήρχε διερμηνέας κατά την συνέντευξη, αλλά καθώς ο Αιτητής μιλά την αγγλική γλώσσα, η συνέντευξη διεξήχθη με τον λειτουργό ασύλου στην γλώσσα αυτή, χωρίς διερμηνέα. Προσθέτει, ότι δεν προκύπτει κατά πόσον ο λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη κατέχει την αγγλική γλώσσα και σε πιο επίπεδο ενώ είναι περαιτέρω η θέση του ότι ο λειτουργός αυτός δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί, καθώς το μόνο στοιχείο που εντοπίζεται είναι ο κωδικός Cas46.
Ενόψει των ως άνω εγειρόμενων από τον Αιτητή ζητημάτων, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση τους οποίους και κάλεσε στη διαδικασία επιζητώντας την τοποθέτησή τους. Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση επισήμανε κατά την δικαστική διαδικασία ότι οι ισχυρισμοί αυτοί του Αιτητή δεν έχουν δικογραφηθεί δεόντως, ενώ σε σχέση με την ουσία του επιχειρήματος, είναι η θέση της ότι η παροχή υπηρεσιών διερμηνέα δεν κρίθηκε απαραίτητη καθώς η επικοινωνία με τον Αιτητή, ο οποίος μιλούσε την αγγλική γλώσσα, ήταν εφικτή χωρίς τις υπηρεσίες αυτές. Προσκόμισε πρόσθετα, σχετική μαρτυρία δια της οποίας αποκαλύπτεται τόσο το ονοματεπώνυμο του λειτουργού Cas46 όσο και το επίπεδο του ως προς τη γνώση της αγγλικής γλώσσας.
Αξιολόγηση εκατέρωθεν ισχυρισμών
Ισχυρισμός περί απουσίας διερμηνέα και επιπέδου γνώσης της αγγλικής
γλώσσας εκ μέρους του εξεταστή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του Αιτητή
Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την σχετική επιχειρηματολογία και φρονώ καταρχάς πως ο σχετικός ισχυρισμός, υπό τη μορφή που έχει προωθηθεί δια της σχετικής επιχειρηματολογίας του κ. Μπετίτο, καλύπτεται από τα δικογραφημένα σημεία των παραγράφων 23 και 26 της αίτησής του και δύναται συνεπώς να εξεταστεί.
Ως προς την ουσία του επιχειρήματος, είναι η θέση της κας Αναστασιάδη ότι η παροχή υπηρεσιών διερμηνέα δεν κρίθηκε απαραίτητη καθώς η επικοινωνία με τον Αιτητή, ο οποίος μιλούσε την αγγλική γλώσσα, ήταν εφικτή χωρίς τις υπηρεσίες αυτές, παραπέμποντας προς τούτο στις πρόνοιες των άρθρων 12(1)Β και 15(3)Γ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ οι οποίες έχουν μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία διά των άρθρων 18(2) και 13(Α)9Γ του περί Προσφύγων Νόμου.
Θα συμφωνήσω με την σχετική επιχειρηματολογία της κας Αναστασιάδη. Σχετική με το ζήτημα αυτό είναι η ανάλυση μου στο πλαίσιο της υπόθεσης Τ.Β.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 265/2022, 30.04.2024, την οποίαν επαναλαμβάνω και υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας. Προς τούτο κρίνω σκόπιμη την παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα της προρρηθείσας απόφασης:
«Το ζήτημα της παροχής κατάλληλου διερμηνέα προβλέπεται στο άρθρο 18 του περί Προσφυγών Νόμου και ειδικότερα στο εδάφιο (2) αυτού το οποίο διαλαμβάνει ότι (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον αιτητή, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές».
Τα ίδια προβλέπονται και στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), όπου στο άρθρο 12(1)(β) διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:
«1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:
[.]
β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα. Σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες περιπτώσεις όπου όπου οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτούντα, οι εν λόγω υπηρεσίες αμείβονται από το Δημόσιο·»
Είναι φρονώ ξεκάθαρες οι ως άνω διατάξεις από τις οποίες προκύπτει ότι δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις η παροχή υπηρεσιών διερμηνέα, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου αυτό είναι αναγκαίο. Οι ίδιες διατάξεις, με καθαρότητα, εξειδικεύουν και το πότε κρίνεται ότι αυτό είναι αναγκαίο, διαλαμβάνοντας ότι είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών καλείται σε συνέντευξη και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα.
Με το ίδιο ζήτημα απασχολήθηκε πολύ πρόσφατα και ο αδελφός μου Δικαστής Μ. Στυλιανού στην υπόθεση Ρ.Ο.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου[2] όπου αφού παρέθεσε τις ως άνω νομοθετημένες διατάξεις, κατέληξε στα ακόλουθα:
«Καθίσταται σαφές τόσο από τις πρόνοιες εθνικής νομοθεσίας όσο και από την ίδια την Οδηγία, που αφορά κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ότι η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν απαιτείται, λοιπόν, η παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη οριζόντια και/ή σε όλες τις περιπτώσεις, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για την διεξαγωγή της συνέντευξης ως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή. Ο ίδιος ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του καταγράφει ότι μητρική του γλώσσα είναι η Αγγλική (ερυθρό 3 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρό 16 «ΔΦ») και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα. Με το πέρας της συνέντευξης και/ή από τα ερυθρά 16-9 του ΔΦ προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης.
Στο τέλος των πρακτικών της συνέντευξης, ο Αιτητής υπέγραψε το εξής περιεχόμενο: «I, the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to question any of the information submitted in the interview»,
Βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφονται (στο πρακτικό)αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του (ερυθρό 9 ΔΦ). Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης του. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης (ερυθρό 15 ΔΦ) γίνεται ενδελεχής ενημέρωση του για την διαδικασία της συνέντευξης, της διενέργειας της στην Αγγλική και/ή κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την διαδικασία, ειδικότερα εντοπίζονται τα ακόλουθα:
(...)
Σημειώνεται ότι, και στην επιστολή κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης (που υπογράφει ο Αιτητής ότι έλαβε γνώση και επισυνάπτεται στην προσφυγή του) αναγράφεται ότι «The applicant stated that he understands and speaks the English language and does not need the help of an interpreter» (ερυθρό 52 ΔΦ). Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ο ισχυρισμός για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απορρίπτεται ως αβάσιμος (ως η ανωτέρω ανάλυση).
Ίδια είναι και η δική μου κατάληξη. Και στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Αιτητής δηλώνει στην αίτηση ασύλου, ως μητρική του γλώσσα την αγγλική, , ενώ η όλη συνέντευξη διεξήχθη στην αγγλική γλώσσα, χωρίς ο Αιτητής, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, να δηλώσει ότι δεν κατανοεί τα όσα ερωτάτο παρά το γεγονός ότι ήδη από την έναρξη της συνέντευξης, ο αρμόδιος λειτουργός επισήμανε στον Αιτητή: «In case, during the interview you face any difficulty in understanding/or communication, please let me know immediately, so I can clarify/explain.».
Έπειτα, μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης, ο Αιτητής έθεσε τη μονογραφή του σε κάθε σελίδα του πρακτικού της συνέντευξης και πρόσθετα, επιβεβαίωσε με την υπογραφή του ότι: «Ι, the undersigned, confirm that all information in the the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to question any of the information submitted in the interview».
Όπως στην ως άνω υπόθεση, έτσι και στην υπό εξέταση, ο Αιτητής στην καταχωρισθείσα αίτηση του για διεθνή προστασία, κατέγραψε ως μητρική του γλώσσα την αγγλική (βλ. ερυθρό 3 του δ.φ.), η συνέντευξη διεξήχθη στη γλώσσα αυτή ( βλ. ερ. 30 του δ.φ.) και τα πρακτικά της συνέντευξης είναι διαθέσιμα στην αγγλική (βλ. ερ. 30-22 του δ.φ.). Με το τέλος της συνέντευξης, έγινε ανάγνωση των πρακτικών στον Αιτητή με τον ίδιο να επιβεβαιώνει, ως ορθό, το περιεχόμενο τους (βλ. ερ. 23 του δ.φ.). Πρόσθετα, στο τέλος των πρακτικών υπάρχει υπογεγραμμένη εκ μέρους του Αιτητή η εξής δήλωση:
«I, the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements.
Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to question any of the information submitted in the interview»,
βεβαιώνοντας συνεπώς ότι υπήρχε πλήρης κατανόηση κατά τη διάρκεια της συνέντευξης σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο (βλ. ερ. 23 του δ.φ.).
Σε σχέση με το επιχείρημα του κ. Μπετίτο ότι δεν αποκαλύπτεται κατά πόσο ο λειτουργός CAS 46 ο οποίος διενήργησε τη συνέντευξη, κατέχει την αγγλική γλώσσα σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να μπορέσει να υποστηρίξει και να αποτυπώσει δεόντως και ορθά το νόημα των όσων ο Αιτητής ανέφερε κατά την διάρκεια της συνέντευξής, η κα Αναστασιάδη, προσκόμισε στο Δικαστήριο, κατά τη δικάσιμο της 18ης Ιουνίου 2024, σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στο οποίο επισυνάπτεται και δέσμη εγγράφων καθώς και η σχετική προκήρυξη με βάση την οποίαν προσλήφθηκε ο λειτουργός CAS 46. Επισημαίνεται ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, δεν έφερε ένσταση στην κατάθεση του σχετικό ηλεκτρονικού μηνύματος το οποίο σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 στο πλαίσιο της δικασίμου ημερ. 18.06.2024.
Με το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 05.06.2024 (Τεκμήριο 1), ο κ. Γ. Καραγιώργης, Λειτουργός Ασύλου, αποκαλύπτει καταρχάς το πλήρες ονοματεπώνυμο του CAS 46 και αναφέρει ότι ο εν λόγω λειτουργός, κατά τον επίδικο χρόνο ήταν εργαζόμενος στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για το Άσυλο (EUAA) επισημαίνοντας τα ακόλουθα:
«Κατόπιν σημερινής επικοινωνίας μου μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με την κυρία []- Operations Officer/European Union Agency for Asylum (euaa)- παραθέτω αυτούσια την απάντηση που έλαβα ένεκα του ερωτήματος (sic) μου σχετικά με την γνώση και/ή το επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας που κατέχουν οι λειτουργοί που προσλαμβάνονται στον εν λόγω οργανισμό:
Επαναλαμβάνω εδώ αυτό που είχα απαντήσει τότε:
«Σε κάθε περίπτωση, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι η πρόσκληση με την οποία επιλέγεται το εν λόγω προσωπικό περιλαμβάνει ως υποχρεωτική προϋπόθεση τη γνώση αγγλικής γλώσσας τουλάχιστον σε επίπεδο Β2 σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Common European Framework of references for languages (Annex 1-Expert Profiles (Europa.eu). Επίσης, όλοι οι case experts λαμβάνουν εκπαίδευση σε θεματικές που σχετίζονται με τη διεθνή προστασία αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα».
Επί του ως άνω ηλεκτρονικού μηνύματος του κ. Γ. Καραγιώργη, επισυνάπτεται το παράρτημα της πρόσκλησης που περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις για κάθε ειδικότητα-προφίλ (case expert της EUAA) και το οποίο κάνει πράγματι την εξής αναφορά: «Please note that the following requirements is mandatory for all the expert profiles: Knowledge of English at least at level B2 according to the Common European Framework of References for Languages (CEFR)».
Σύμφωνα λοιπόν με την κατηγοριοποίηση του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις Γλώσσες (Common European Framework of References for Languages)[3], το προαναφερθέν επίπεδο Β2 προνοεί τα ακόλουθα:
«Can understand the main ideas of complex text on both concrete and abstract topics, including technical discussions in his/her field of specialisation. Can interact with a degree of fluency and spontaneity that makes regular interaction with native speakers quite possible without strain for either party. Can produce clear, detailed text on a wide range of subjects and explain a viewpoint on a topical issue giving the advantages and disadvantages of various options»[4].
Καταλήγω συνεπώς ότι τα όσα τέθηκαν από την ευπαίδευτο συνήγορο των Καθ’ ων η αίτηση καλύπτονται από το τεκμήριο κανονικότητας, το οποίο δεν έχει ανατραπεί, στη βάση τεκμηριωμένου ισχυρισμού του Αιτητή και παραμένει κατά τούτο ακλόνητο.
Προσθέτω ότι ζητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Αιτητή κατά την ακροαματική διαδικασία, όπως υποδείξει στο Δικαστήριο σημεία της συνέντευξής τα οποία να εγείρουν αμφιβολίες ως προς την επάρκεια του Λειτουργού Ασύλου αναφορικά με την αγγλική γλώσσα, με τον κ. Μπετίτο να υποδεικνύει ένα μόνο σημείο το οποίο κατά την θέση του είναι δυσνόητο το οποίο ωστόσο ως και ο ίδιος ανέφερε, πιθανότατα πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους.
Φρονώ λοιπόν ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή στερείται ερείσματος, το δε τεκμήριο κανονικότητας δεν έχει αρθεί, ενώ ως εύστοχα παρατήρησε και η κα Αναστασιάδη, αντίστοιχο ζήτημα απασχόλησε το Εφετείο στην υπόθεση DE SILVA ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 40/2014, 07.02.2020, το οποίο κατέληξε στα ακόλουθα:
«Σε κανένα σημείο των εγγράφων της συνέντευξης δεν μας έχει παραπέμψει ο δικηγόρος του Εφεσείοντα για να υποδείξει οτιδήποτε που θα μπορούσε να εγείρει αμφιβολίες ως προς την επάρκεια του διερμηνέα που χρησιμοποιήθηκε, ούτε αναφέρθηκε σε οτιδήποτε που ειπώθηκε κατά τις συνεντεύξεις και δεν καταγράφηκε ή καταγράφηκε διαφορετικά ή που δεν ειπώθηκε και παρουσιάζεται καταγραμμένο. Ούτε και υποστήριξε πως υπέδειξε τέτοιο κατά την πρωτόδικη διαδικασία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του. Διαπιστώνουμε πως η ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επιμέρους επιχειρηματολογία περιορίστηκε στην απουσία ενδείξεων ή στοιχείων για την επαγγελματική κατάρτιση του διερμηνέα, χωρίς να υποστηριχτεί ότι πράγματι ο διερμηνέας ήταν ακατάλληλος.
Το παράπονο του Εφεσείοντα αναφορικά με τον διερμηνέα που χρησιμοποιήθηκε στις συνεντεύξεις του ήταν ατεκμηρίωτο και ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε ότι η επιμέρους επιχειρηματολογία δεν είχε έρεισμα.».
Καταλήγω συνεπώς ότι ο εν λόγω ισχυρισμός στερείται ερείσματος και κατά τούτο απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας
Εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση και με το λόγο ακύρωσης που αφορά την έλλειψη δέουσας έρευνας, εξατομικευμένα ως προς τους ισχυρισμούς του, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Επισημαίνεται πρωτίστως ότι οι Καθ' ων η Αίτηση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 12Δ(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, αποφάσισαν όπως η αίτησή του Αιτητή εξεταστεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία, εφόσον ο Αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις. Ειδικότερα, το εδάφιο (7) του εν λόγω άρθρου παρέχει τη δυνατότητα όταν η αίτηση υποβλήθηκε από πρόσωπο που κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου άρθρου, να εξεταστεί, κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εκτός αν ο αιτητής προβάλει βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωση, οπότε η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία του άρθρου 13.
Περαιτέρω, το εδάφιο (8) του ίδιου άρθρου διαλαμβάνει ότι:
«Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του».
Παρατηρώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση, ο αρμόδιος λειτουργός ενημέρωσε τον Αιτητή ότι «σύμφωνα με υπουργική απόφαση [αριθ. 166/2023] που εκδόθηκε στις 26.05.2023, η χώρα καταγωγής σας χαρακτηρίζεται ως "ασφαλής χώρα καταγωγής", με βάση το γεγονός ότι γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες, ισχύει το κράτος δικαίου μέσω ενός δημοκρατικού συστήματος και οι υπήκοοί της δεν διατρέχουν κίνδυνο σοβαρής βλάβης» (ερυθρό 29 Δ.Φ.). Ακολούθως του έδωσε την ευκαιρία να σχολιάσει αν επιθυμούσε, το γεγονός ότι με βάση την υπουργική απόφαση [αριθ. 166/2023] η χώρα του θεωρείται ασφαλής χώρα καταγωγής για τον ίδιο με τον Αιτητή να απαντά: «Nigeria is not a safe country because our government does not care about us» » (ερυθρό 29 1Χ, Δ.Φ.).
Φρονώ συνεπώς, ότι η Υπηρεσία Ασύλου, συμμορφούμενη προς τις απαιτήσεις του εδαφίου 8 (ανωτέρω) παρείχε την ευκαιρία στον Αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η χώρα καταγωγής του δεν είναι ασφαλής χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωσή του.
Δεδομένης της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς που προωθήθηκαν από τον Αιτητή, διαφαίνεται μέσα από τα όσα ο ίδιος κατέγραψε στην αίτησή του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω απειλών κατά της ζωής του που δέχθηκε από την οικογένεια του πατέρα του. Ως αναφέρει, ο πατέρας του σκοτώθηκε σε δυστύχημα, ωστόσο, η οικογένεια του κατηγόρησε τον ίδιο, τον αδερφό του και τη μητέρα του για τον θάνατο του, τους έδιωξαν από το σπίτι και τους απείλησαν ότι θα τους σκοτώσουν.
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω των κατηγοριών που τους προσάπτει η οικογένεια του πατέρα του για το θάνατο του. Ως εξηγεί, ο πατέρας του σκοτώθηκε το 2019 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η αστυνομία συνέλαβε το άτομο που ευθυνόταν για το θανατηφόρο δυστύχημα και πήγαν στον αστυνομικό σταθμό για να προχωρήσουν με την καταγγελία. Το εν λόγω άτομο προσέφερε λεφτά για την κηδεία του πατέρα του με την οικογένεια του Αιτητή να τα αποδέχεται. Μετά την κηδεία η οικογένεια του πατέρα του, τούς κατηγόρησε ότι ευθύνονται για το θάνατο του. Ως υποστηρίζει ο Αιτητής, είναι Χριστιανοί, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια ακολουθεί την παράδοση (“We are Christians and they follow the tradition”). Έκτοτε τους ψάχνουν, για αυτό αποφάσισαν να πωλήσουν τη γη του πατέρα του και να φύγουν.
Κατά τις διευκρινιστικές ερωτήσεις του Λειτουργού Ασύλου, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι τον ψάχνουν τα τρία (3) αδέρφια του πατέρα του (ερυθρό 25 7Χ, Δ.Φ.). Ως προς τον λόγο που τον κατηγορούν για το θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι είναι λόγω θρησκείας, καθώς ο ίδιος, η μητέρα του και ο αδερφός του είναι Χριστιανοί, ενώ τα αδέρφια του πατέρα του πιστεύουν σε θεότητες και λατρεύουν παραδοσιακά είδωλα (ερυθρό 25 8Χ και 9Χ Δ.Φ.). Ερωτηθείς αν αντιμετώπισαν προβλήματα λόγω θρησκείας πριν το θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής απάντησε ότι είχαν και πριν προβλήματα, ωστόσο, με το θάνατο του πατέρα του βρήκαν την ευκαιρία να στραφούν εναντίον τους (ερυθρό 25 12 Χ, Δ.Φ.). Κληθείς να δώσει περισσότερες πληροφορίες, ο Αιτητής ανέφερε ότι το 2017 (ερυθρό 25 14Χ, Δ.Φ.) ο θείος του τον μαχαίρωσε στο πόδι και τον έδιωξε από το σπίτι (ερυθρό 25 13Χ, Δ.Φ.), με αποτέλεσμα το 2017 να εγκαταλείψουν την περιοχή Aguabo-Umumba (ερυθρό 24 2Χ, Δ.Φ.), τόπο καταγωγής του Αιτητή (ερυθρό 28 1Χ, Δ.Φ.), και να μετακομίσουν στην πόλη Nkpor (ερυθρό 26 1Χ, Δ.Φ.). Κληθείς δε να περιγράψει τι συνέβη μετά την κηδεία του πατέρα του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι ενώ βρισκόταν στο σπίτι του πατέρα του και μιλούσε με τον αδερφό του και κάποια άλλα άτομα, ξαφνικά οι θείοι του, τους ζήτησαν να φύγουν. Ακολούθως ξεκίνησε καυγάς και ο ίδιος έφυγε από το σπίτι αναζητώντας καταφύγιο σε άλλο μέρος, ενώ το επόμενο πρωί συναντήθηκε με τον αδερφό του και έφυγε για την πολιτεία Anambra (ερυθρό 24 1Χ, Δ.Φ.). Ως περαιτέρω αναφέρει, κατόπιν σχετικών ερωτήσεων, ο αδερφός του πώλησε τη γη του πατέρα του τον Ιανουάριο του 2023 (ερυθρό 24 15Χ, Δ.Φ.), και του έδωσε τα χρήματα για να φύγει. Διευκρινίζει ότι ο αδερφός του παρέμεινε στη Νιγηρία, καθώς κερδίζει περισσότερα χρήματα και θα μπορούσε να φροντίσει τη μητέρα τους (ερυθρό 23 3Χ, Δ.Φ.). Τέλος, κληθείς να εξηγήσει το γεγονός ότι από το 2020 μέχρι και το 2023 που έφυγε από τη χώρα δεν έχει συμβεί κάτι στον ίδιο παρά τον ισχυρισμό του ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον βοήθησε ο Θεός∙ οι θείοι του δεν γνώριζαν που βρίσκεται, ενώ δεν υπήρχαν τα χρήματα για να φύγει αμέσως, ωστόσο ως αναφέρει, τους φοβάται (ερυθρό 23 4Χ, Δ.Φ.).
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ του Αιτητή, και ο δεύτερος την ισχυριζόμενη δίωξη από τους αδερφούς του πατέρα του εξαιτίας της διαφορετικής θρησκείας που ακολουθούν με σκοπό να σκοτώσουν τον ίδιο, τον αδερφό του και τη μητέρα του. Από αυτούς, ο πρώτος έγινε αποδεκτός ενώ ο δεύτερος απορρίφθηκε λόγω έλλειψης συνοχής και ευλογοφάνειας.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Εξετάζοντας τα ενώπιόν μου δεδομένα, επισημαίνω την παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να αξιολογήσουν ορθώς τον δεύτερο ισχυρισμό καθώς παρατηρώ πως ο Λειτουργός Ασύλου, καταγράφοντας ότι αυτός (ο δεύτερος ισχυρισμός) αφορά σε προσωπικό περιστατικό το οποίο δεν μπορεί να διασταυρωθεί από εξωτερικές πηγές, δεν προέβη σε οποιαδήποτε έρευνα της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού.
Επισημαίνω επί τούτου ότι τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά είναι γεγονότα που συνδέονται άμεσα με τον ορισμό του πρόσφυγα[5] και άπτονται του πυρήνα της αίτησης. Ο δε εντοπισμός και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών αποτελεί υποχρέωση των Καθ' ων η αίτηση, ως αυτή απορρέει:
- τόσο από το άρθρο 18 (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο επιβάλλει όπως η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη συνεκτίμηση όλων των σχετικών με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής, κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,
- όσο και από το άρθρο 18 (7Α) (α) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο επιβάλλει όπως οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, μετά από τη λήψη συγκεκριμένων και ακριβών πληροφοριών από διάφορες πηγές, όπως την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες ιθαγένειας των αιτητών και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν∙ ο Προϊστάμενος μεριμνά ώστε ο ίδιος και το προσωπικό της Υπηρεσίας Ασύλου το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων και την υποβολή εισηγήσεων για απόφαση να έχουν πρόσβαση στις προαναφερόμενες πληροφορίες.
Καταλήγω, συνεπώς, ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, είναι βάσιμος, η δε νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας ως προβλέπεται από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ως προνοείται ειδικότερα από τον περί Προσφύγων Νόμο.
Ωστόσο, η ως άνω κατάληξη μου δεν σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, καθώς το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, να προβαίνει σε έλεγχο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν λαμβάνοντας υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.
Στην βάση των πιο πάνω, έχοντας εντοπίσει, ως προανέφερα, παραλείψεις στην αξιολόγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, προχωρώ σε εξέταση του ισχυρισμού περί δίωξης του Αιτητή από τα αδέρφια του πατέρα του λόγω διαφορετικής θρησκείας, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο ο εν λόγω ισχυρισμός είναι εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Υπενθυμίζεται ότι ο Αιτητής είναι Χριστιανός, ενώ οι θείοι του πιστεύουν σε θεότητες και λατρεύουν παραδοσιακά είδωλα.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω τα ακόλουθα:
Όπως διαφαίνεται από τα ερυθρά 26-23 του διοικητικού φακέλου, κατόπιν της ελεύθερης αφήγησης του Αιτητή για τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να διερευνήσει τόσο το ζήτημα με τα αδέρφια του πατέρα του και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε από αυτούς, όσο και το αυτοκινητιστικό δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή του πατέρα του Αιτητή. Ωστόσο, παρατηρείται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει και να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες προς υποστήριξη των λεγομένων του, ενώ οι απαντήσεις του ήταν γενικές, αόριστες και ασαφείς. Ειδικότερα, συντάσσομαι με το εύρημα του Λειτουργού Ασύλου ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ευλογοφανή και σαφή απάντηση ως προς του λόγους που κατηγορήθηκε για το θάνατο του πατέρα του ενώ υπήρχε ήδη άτομο το οποίο συνελήφθη από την αστυνομία με τη συγκεκριμένη κατηγορία (ερυθρό 25 8Χ, Δ.Φ.). Ομοίως χαρακτηρίζονται και οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί αψιμαχίας μεταξύ του ιδίου και των θείων του μετά την κηδεία του πατέρα του (ερυθρό 24 7Χ, Δ.Φ.), και της διαφυγής του ιδίου και του αδερφού του σε διαφορετικά μέρη (ερυθρό 24 10Χ και 12Χ, Δ.Φ.). Ως υποστηρίζει, βρέθηκε με τον αδερφό του το επόμενο πρωί, χωρίς ωστόσο να μπορεί να δώσει πληροφορίες για το που αναζήτησαν καταφύγιο ώστε να είναι ασφαλείς (ερυθρό 24 7Χ, 10Χ, 11Χ, 12Χ και 13Χ, Δ.Φ.). Επισημαίνεται ότι για τρία (3) χρόνια, από το θάνατο του πατέρα του το 2020 μέχρι και την αναχώρηση του από τη χώρα το 2023 δεν έχει συμβεί κάτι στον ίδιο, ούτε αντιμετώπισε οποιοδήποτε κίνδυνο (ερυθρό 24 15Χ, Δ.Φ.). Σε συμφωνία λοιπόν με τους Καθ’ ων η αίτηση είναι και η δική μου κατάληξη ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του ενώ τα λεγόμενα του χαρακτηρίζονται από ασάφειες, αοριστίες, υπεκφυγές και έλλειψη ευλογοφάνειας. Συνεπώς, ορθώς κρίθηκε και από τους Καθ’ ων η αίτηση ως εσωτερικά αναξιόπιστος.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, το παρόν Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές, τα ευρήματα της οποίας συνοψίζονται ως ακολούθως:
· Σύμφωνα με Έκθεση (2023) του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη θρησκευτική ελευθερία στη Νιγηρία, το σύνταγμα της χώρας απαγορεύει στις ομοσπονδιακές και πολιτειακές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν μια κρατική θρησκεία, απαγορεύει τις θρησκευτικές διακρίσεις και προβλέπει την ελευθερία των ατόμων να επιλέγουν, να ασκούν, να διαδίδουν ή να αλλάζουν τη θρησκεία τους[6]. Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το Παρατηρητήριο για τη Θρησκευτική Ελευθερία στην Αφρική (Observatory for Religious Freedom in Africa, ORFA) σε έκθεση του Απριλίου, αναφέρει ότι τόσο οι εγκληματικές συμμορίες, όσο και οι τρομοκρατικές οργανώσεις επιτίθενται όλο και περισσότερο στις τοπικές κοινότητες, ιδιαίτερα στις χριστιανικές κοινότητες, δημιουργώντας κλίμα φόβου και μετακίνησης πληθυσμών, ενώ η κυβέρνηση σε αρκετές περιπτώσεις απέτυχε να προστατεύσει τους πολίτες από τις επιθέσεις[7]. Η συγκεκριμένη Έκθεση, όμως, δεν καταλήγει σε συμπέρασμα ως προς τη στοχοποίηση των χριστιανών λόγω της θρησκευτικής τους ταυτότητας[8].
· Επιπρόσθετα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση (Αύγουστος 2024) της Επιτροπής Διεθνούς Θρησκευτικής Ελευθερίας των ΗΠΑ (United States Commission on International Religious Freedom, USCIRF), αρκετές πολιτείες στη Νιγηρία επιβάλλουν επί του παρόντος νόμους περί βλασφημίας για δίωξη μελών θρησκευτικών ομάδων συμπεριλαμβανομένων χριστιανών, μουσουλμάνων και κοσμικών ουμανιστών (secular humanists). Επίσης, η κυβέρνηση συνεχίζει να δείχνει ανοχή στη βία κατά θρησκευτικών ομάδων από μη κρατικούς παράγοντες όπως το Ισλαμικό Κράτος – Επαρχία Δυτικής Αφρικής (ISWAP), Boko Haram και άλλες εξτρεμιστικές ομάδες. Η βία επηρεάζει Χριστιανούς και Μουσουλμάνους σε πολλές πολιτείες της χώρας και στοχεύει τόσο σε θρησκευτικούς χώρους όσο και σε μέλη θρησκευτικών κοινοτήτων[9].
· Τέλος, σε πιο στοχευμένη έρευνα του Δικαστηρίου αναφορικά με διαφορές, συγκρούσεις, και περιστατικά βίας ή δίωξης μεταξύ Χριστιανών και παραδοσιακών θρησκειών, εντοπίστηκε ακαδημαϊκό άρθρο, το οποίο περιλαμβάνει ευρήματα πρωτογενούς και δευτερογενούς έρευνας που διεξήχθη στη φυλή Igbo, εθνοτική φυλή του Αιτητή. Η μελέτη επικυρώνει γεγονότα όπως η περιστασιακή καταστροφή ζωών και περιουσιών, και καταστροφή παραδοσιακών αντικειμένων από τους χριστιανούς. Αυτό οδήγησε στη μείωση των πηγών οικονομικής αναζωογόνησης των παραδοσιακών θρησκειών. Επίσης, ο αριθμός των διαθέσιμων τουριστικών μερών στις πόλεις των Igbo μειώθηκαν κατά 80% λόγω της δραστηριοποίησης Χριστιανών. Αυτό είχε ως συνέπεια τη σύγκριση των κουλτούρων που δημιουργήθηκαν και την έλλειψη ενότητας ανάμεσα στους ανθρώπους. Μερικές φορές, για να αποφευχθεί η σύγκρουση, πολλές οικογένειες συνδυάζουν τα δόγματα των δύο θρησκειών[10].
Ως συνάγεται από τα ανωτέρω, ο Χριστιανισμός κυριάρχησε των λοιπών παραδοσιακών θρησκειών, ενώ άρχισε να υπάρχει συμβιβασμός για μια πιο αρμονική συμβίωση μεταξύ των δύο, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα λεγόμενα του Αιτητή.
Ως εκ τούτου, ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού στοιχειοθετείται.
Συνεπώς, ευλόγως κρίθηκε ότι με βάση το προφίλ του Αιτητή και τη χώρα καταγωγής του, δεν δικαιολογείτο η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Προστίθεται ότι, ως ο ίδιος δήλωσε, ουδέποτε έχει συλληφθεί, κρατηθεί, παρενοχληθεί ή διωχθεί στη χώρα καταγωγής του∙ ενώ το θρήσκευμα του, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της EUAA αποτελεί μια από τις κύριες θρησκείες της χώρας, με ποσοστό που ανέρχεται περίπου στο 46%[11].
Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του καταβάλλοντας προς τούτο πραγματική προσπάθεια και υποβάλλοντας όλα τα συναφή στοιχεία που έχει στη διάθεσή του. Παρατηρείται ωστόσο ότι εν προκειμένω ο Αιτητής δεν έχει προβάλει κανέναν ευλογοφανή ισχυρισμό αναφορικά με το λόγο που τον ώθησε να αναζητήσει διεθνή προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία και ο οποίος να στοιχειοθετεί φόβο δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης, παρά το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να το πράξει ακόμα και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[12] αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[13],
Υπό το φως των όσων έχουν ανωτέρω παρατεθεί, είναι η κατάληξη μου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και συνεπώς ο Αιτητής δεν δύναται να αναγνωριστεί πρόσφυγας.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφασή του C-901/19, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημερομηνίας 10.06.2021[14] ότι αυτοί είναι:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmi[15] αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση MekiElgafaji,NoorElgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[16]
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34.Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή (Anambra State), όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας του Αιτητή συνάδουν με αυτά του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές στις οποίες ανέτρεξα: ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 12.09.2023 – 12.09.2024 στην πολιτεία Anambra καταγράφηκαν 158 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 144 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Τα 158 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 6 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 3 ανθρώπινες απώλειες, 39 διαμαρτυρίες (protests) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 58 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 59 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 52 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 80 ανθρώπινες απώλειες, και 3 εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (explosions/remote violence)[17]. Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Anambra το 2022 εκτιμάται ότι ανερχόταν στα 5,953,500[18].
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα, δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πολιτεία Anambra, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να καταδεικνύουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έχω αναφέρει, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πιο πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Ενόψει, ωστόσο, της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να επιδικάσω περιορισμένα έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία απορρίπτεται με €700 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).
[2] Ρ.Ο.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υποθ. αρ. 3534/2023, 14.02.2024
[3] https://www.coe.int/en/web/common-european-framework-reference-languages/table-1-cefr-3.3-common-reference-levels-global-scale
[4] Common European Framework of Reference for Languages (CEFR), Global Sale – Table 1 (CEFR 3.3): Common Reference Levels, B2 https://www.coe.int/en/web/common-european-framework-reference-languages/table-1-cefr-3.3-common-reference-levels-global-scale [Ημερομηνία Πρόσβασης: 22.10.2024]
[5] Άρθρο 1 σημείο A περίπτωση 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες και άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας για την αναγνώριση (αναδιατύπωση) ή του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία (άρθρο 2 στοιχείο στ) και άρθρο 15 της οδηγίας για την αναγνώριση(αναδιατύπωση).
[6] U.S. Department of State, 2023 Report on International Religious Freedom: Nigeria, “The constitution bars the federal and state governments from adopting a state religion, prohibits religious discrimination, and provides for individuals’ freedom to choose, practice, propagate, or change their religion”, https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/nigeria/
[7] U.S. Department of State, 2023 Report on International Religious Freedom: Nigeria, “The Christian-oriented research group Observatory for Religious Freedom in Africa (ORFA) stated in an April report that both criminal gangs and terrorist organizations were increasingly attacking local communities, particularly Christian communities, leading to a climate of fear and displacement of populations, and the government in many cases failed to protect citizens against the attacks”, https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/nigeria/
[8] U.S. Department of State, 2023 Report on International Religious Freedom: Nigeria, “The report, however, did not draw conclusions regarding whether Christians were targeted based on their religious identity”, https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/nigeria/
[9] United States Commission on International Religious Freedom, USCIRF, Nigeria – USCIRF-Recommended for Countries of Particular Concern (CPC), 09.08.2024, “Several states in Nigeria currently enforce blasphemy laws to prosecute members of faith-based groups including Christians, Muslims and secular humanists. The government also continues to tolerate egregious violence against religious groups by non-state actors such as the Islamic State-West Africa Province (ISWAP), JAS/Boko Haram, and other extremist groups. This violence affects large numbers of Christians and Muslims in several states across Nigeria and targets both religious sites and individuals from religious communities”, https://www.uscirf.gov/sites/default/files/2024-05/Nigeria.pdf
[10] Okeke, C. O., Ibenwa, C. N., & Okeke, G. T. (2017). Conflicts Between African Traditional Religion and Christianity in Eastern Nigeria: The Igbo Example. Sage Open, 7(2), σελ. 9, “The study validates the facts that there is occasional destruction of lives and property and demolition of the people’s artifacts and groves by Christians, and this has led to a reduction in the sources of economic generation of traditional religionists. Second, the number of tourist sites available in many Igbo towns has reduced by 80% because of the activities of Christians. It has also led to syncretism in the people’s culture and has given rise to disintegration and lack of unity among the people. Sometimes, to avoid conflict, many families now combine the tenets of the two religions”, file:///C:/Users/User/Downloads/okeke-et-al-2017-conflicts-between-african-traditional-religion-and-christianity-in-eastern-nigeria-the-igbo-example.pdf
[11] EUAA, Nigeria - Country Focus, Country of Origin Information Report, July 2024, σελ.17, “Islam is practiced by about 54 % of the population, followed by various Christian denominations that represent around 46 %”, 2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf
[12] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.
[13] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.
[16] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[17] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Custom Date Range: 12.09.2023 – 12.09.2024, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Anambra) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.09.2024]
[18] City Population, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA004__anambra/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.09.2024]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο