N.J.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2428/2023, 30/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 Υπόθεση Αρ. 2428/2023

 

30 Οκτωβρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:  

 

                                                          N.J.O.

   Αιτήτριας

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

               Καθ' ων η αίτηση 

....................

 

Η αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά.

 

Κατερίνα Αριστοδήμου για Μάριος Παπαλοΐζου, Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Μαρίνα Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 24/06/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Νιγηρίας και στις 04/10/2021 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές. Στις 05/10/2021, η αιτήτρια παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αίτησης Διεθνούς Προστασίας (Confirmation of Submission of an Application for International Protection).

 

Την 01/06/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, στο εξής: «EUAA») και της παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 02/06/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 24/06/2023. Στις 11/07/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή προς την αιτήτρια στην οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της για απόρριψη του αίτηματός της και την Έκθεση - Εισήγηση, η οποία και παραλήφθηκε αυθημερόν από την αιτήτρια. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας κατά την δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης και ανέφερε πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο και υποστήριξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Επιπλέον, εισηγείται ότι η αιτήτρια φέρει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών της που θεμελιώνουν το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, το οποίο δεν κατάφερε η αιτήτρια να αποσείσει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να της αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον μοναδικό ισχυρισμό που προωθεί η αιτήτρια περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της επειδή κινδυνεύει η ζωή της από τον μεγαλύτερο αδελφό της λόγω διαφοράς που έχει μαζί του και η οποία σχετίζεται με ένα ακίνητο το οποίο έχει κληρονομήσει η αιτήτρια από τον αποβιώσαντα πατέρα της (ερυθρά 1-3, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πολιτεία Enugu της Νιγηρίας (ερυθρό 44, του διοικητικού φακέλου). Η εθνοτική της καταγωγή είναι Igbo, είναι Χριστιανή Καθολική και ομιλεί Igbo και Αγγλικά (ερυθρά 43 1x και 44, του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια μεγάλωσε και ζούσε καθόλη τη διάρκεια της ζωή της στην πόλη Aba της πολιτείας Abia, που συνιστά και τον τελευταίο τόπο διαμονής της, προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 44, του διοικητικού φακέλου).

 

Όπως ανέφερε, δεν είναι παντρεμένη, ο πατέρας της απεβίωσε και η μητέρα της, όπως επίσης και τα πέντε της αδέλφια ζουν στην πόλη Aba της πολιτείας Abia (ερυθρό 43 2x, του διοικητικού φακέλου). Διατηρεί επικοινωνία μόνο με την μητέρα της και έχει επίσης και κάποιους άλλους συγγενείς στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 43 2x, του διοικητικού φακέλου).  Ως προς το μορφωτικό της υπόβαθρο, η αιτήτρια ανέφερε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 43 1x, του διοικητικού φακέλου) και ως προς το επαγγελματικό της υπόβαθρο δήλωσε ότι ασχολείτο με το ποδόσφαιρο και διέθετε επίσης για πέντε μήνες κατά το έτος 2021 ένα μικρό κατάστημα ειδών ένδυσης (ερυθρό 42 1x, του διοικητικού φακέλου).  

 

Η αιτήτρια περί τις 31/03/2021 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και ταξίδεψε αεροπορικώς χρησιμοποιώντας το διαβατήριο της στο αεροδρόμιο της χώρας καταγωγής της, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία κατά την έξοδό της και με φοιτητική ιδιότητα μετέβη στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, από όπου και εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές περί τις 17/09/2021 (ερυθρά 41 1x και 42 2x, του διοικητικού φακέλου). Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, έχει λάβει βοήθεια από πρόσωπα στην εκκλησία της περιοχής καταγωγής της για να ταξιδέψει στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησής της, η αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της επειδή κινδυνεύει η ζωή της από τον μεγαλύτερο αδελφό της καθώς η αιτήτρια κληρονόμησε από τον αποβιώσαντα πατέρα της ένα ακίνητο. Όπως εξήγησε, ο αδελφός της θεωρεί ότι δεν έπρεπε η αιτήτρια να λάβει το επίδικο ακίνητο από τον πατέρα της επειδή είναι γυναίκα (ερυθρό 41 2x, του διοικητικού φακέλου).  Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων, η αιτήτρια ανέφερε πως ο πατέρας της απεβίωσε πριν από εφτά χρόνια και ότι η απόφαση του να παραχωρήσει το διαφιλονικούμενο ακίνητο στην αιτήτρια αποδίδεται στο γεγονός ότι ενόσω ήταν άρρωστος, όλοι, πλην της αιτήτριας, τον είχαν εγκαταλείψει και ότι η αιτήτρια ήταν η μόνη που τον φρόντιζε (ερυθρό 41 2x, του διοικητικού φακέλου).

 

Κληθείσα η αιτήτρια να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το διαφιλονικούμενο ακίνητο, δήλωσε ότι πρόκειται για ένα τεμάχιο γης το οποίο βρίσκεται στο χωριό της στην πολιτεία Anambra, ότι το κληρονόμησε ο πατέρας της από τον παππού της και την αξία του οποίου δεν γνωρίζει (ερυθρά 40 1x και 41 2x, του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι προτού αποβιώσει ο πατέρας της, ο τελευταίος αφού είχε καλέσει την αιτήτρια, δύο από τα αδέλφια του και ένα φίλο του και τους είχε ενημερώσει ότι θα μεταβιβάσει στην αιτήτρια το επίδικο ακίνητο, προέβησαν στην υπογραφή των απαιτούμενων εγγράφων για το σκοπό αυτό (ερυθρό 40 2x, του διοικητικού φακέλου). Έκτοτε, η αιτήτρια είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου, όπως ισχυρίζεται ότι αποδεικνύεται και από το σχετικά έγγραφα που υπογράφτηκαν εκείνη την ημέρα, τα οποία από τα λεγόμενά της τα είχε στην κατοχή της αλλά δεν τα είχε για να τα προσκομίσει στην Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρό 40 2x, του διοικητικού φακέλου).

 

Μετέπειτα, η αιτήτρια κλήθηκε να παραθέσει πότε ακριβώς ο αδελφός της προσπάθησε να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της ως η ίδια δήλωσε κατά την ελεύθερη αφήγησή της, αναφέροντας πως αυτό έλαβε χώρα ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα της (ερυθρό 40 2x, του διοικητικού φακέλου). Ο αδελφός της σκόπευε να αξιοποιήσει το επίδικο ακίνητο για ανέγερση οικίας και μόνον εάν πέθαινε η αιτήτρια θα μπορούσε να το αποκτήσει (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου).  

 

Αναφερόμενη στην προσπάθεια του αδελφού της να την σκοτώσει, δήλωσε πως μία μέρα που βρισκόταν στο πίσω μέρος ενός ταξί, ένα αυτοκίνητο συγκρούστηκε με το ταξί αφού τους ανέκοψε ξαφνικά την πορεία τους και συνεπεία της σύγκρουσης, η αιτήτρια βρέθηκε στο έδαφος και τραυματίστηκε (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου). Ο οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου, πλησίασε την αιτήτρια και της ζήτησε να εισέλθει εντός του αυτοκινήτου (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου). Μετά το εν λόγω περιστατικό, η αιτήτρια επισκέφθηκε ένα φαρμακείο για να περιποιηθεί τα τραύματά της και κατέφυγε στη μητέρα της για να παραπονεθεί για το περιστατικό (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου). Τότε η μητέρα της κάλεσε τον αδελφό της και τον ενημέρωσε για το τι συνέβη, ο οποίος μετέβη στο σπίτι της μητέρας τους και κατηγόρησε την αιτήτρια ότι αυτή ευθύνεται για το περιστατικό (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, ο αδελφός της επιθυμούσε να καλέσει και τον μεγαλύτερο αδελφό του πατέρα τους για να συζητήσουν για το επίδικο ακίνητο και επειδή η αιτήτρια διαφώνησε, την κτύπησε περισσότερο από τρεις φορές και την απείλησε ότι θα την σκοτώσει (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου).  

 

Στη συνέχεια, όταν κλήθηκε η αιτήτρια να σχολιάσει πως κατάφερε να ζει με ασφάλεια τόσα χρόνια παρά τα σοβαρά προβλήματα που ισχυρίστηκε ότι  αντιμετώπιζε με τον αδελφό της και για ποιο λόγο αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της το 2021 ενώ σύμφωνα με τα λεγόμενά της ο αδελφός της προσπάθησε να την σκοτώσει μετά το θάνατο του πατέρα της, η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν ζούσε με τη μητέρα της αλλά με την θεία της στην πόλη Αba και ότι τον περισσότερο χρόνο βρισκόταν στην εκκλησία (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου). Ο αδελφός της εκείνη την περίοδο ζούσε στην περιοχή Patako που βρίσκεται περίπου 40 λεπτά μακριά από την περιοχή διαμονής της (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου). Eνόσω ζούσε με την θεία της, την είχε εντοπίσει η μητέρα της και όταν την επισκέφθηκε της ανέφερε ότι ο αδελφός της επιθυμούσε να συμφιλιωθούν και την προέτρεψε να επιστρέψει στο σπίτι της, πλην όμως η αιτήτρια δεν την πίστεψε και γι’ αυτό το λόγο διέμενε στην εκκλησία (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου).

 

Επιπρόσθετα, η αιτήτρια ανέφερε ότι ο αδελφός της καλούσε οικογενειακά συμβούλια αναφορικά με το ζήτημα του διαφιλονικούμενου ακινήτου, καθώς λόγω της παράδοσης αυτός ήταν που είχε λάβει πλέον το ρόλο πατέρα της οικογένειας (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου). Η τελευταία επίθεση του αδελφού της εναντίον της αιτήτριας, έλαβε χώρα το 2021 προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, όπου μετά το πέρας μίας συνάντησης που είχε η αιτήτρια στην εκκλησία, ο αδελφός της αφού μετέβη εκεί και τον ενημέρωσαν ποια διαδρομή θα ακολουθούσε η αιτήτρια για να επιστρέψει στο σπίτι της, την εντόπισε ενώ περπατούσε με δύο φίλες της στο δρόμο, προσπάθησε να τους επιτεθεί και τότε έτρεξαν για να σωθούν (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου).

 

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της αιτήτριας, αυτή εξακολουθεί να είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια του ακινήτου (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου). Αφού εγκατέλειψε τη χώρα της, ο αδελφός της προσπάθησε να μάθει από τη μητέρα τους που βρίσκεται η αιτήτρια, όπως επίσης και να πείσει την μητέρα τους να τον στηρίξει, αλλά αυτή αρνήθηκε (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου). Όπως δήλωσε, η αιτήτρια, είχε αποταθεί δύο με τρεις φορές στις αστυνομικές αρχές της χώρας καταγωγής της μαζί με τη μητέρα της και ο αδελφός της είχε συλληφθεί τη μία φορά και μετέπειτα αφέθηκε ελεύθερος αλλά συνέχισε να προκαλεί προβλήματα στην αιτήτρια (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου).  Ερωτηθείσα η αιτήτρια τι πιστεύει ότι θα μπορούσε να υποστεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, δήλωσε ότι ο μεγαλύτερος αδελφός της θα την σκοτώσει (ερυθρό 41 2x, του διοικητικού φακέλου). Η ίδια θεωρεί πως δεν θα μπορούσε να επιστρέψει και να ζήσει με ασφάλεια σε κάποιο άλλο μέρος της Νιγηρίας (ερυθρά 37 και 38, του διοικητικού φακέλου).

 

Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, ο οποίος έγινε αποδεκτός, καθότι η αιτήτρια κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστη. Ωστόσο, δεν έγινε  αποδεκτός ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αναφορικά με το ότι ο αδελφός της αιτήτριας επιθυμούσε να την σκοτώσει λόγω κληρονομικής φύσεως διαφοράς, καθότι ο  αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και συνεκτικές πληροφορίες προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της. Ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε στην Έκθεση-Εισήγησή του, τις ανεπάρκειες του αφηγήματος της αιτήτριας.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός παραπέμπει σε εξωτερική πηγή πληροφόρησης στην οποία αναφέρεται ότι λόγω παραδοσιακών πρακτικών και αντιλήψεων στη φυλή των Igbo, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες γυναίκες έχουν αποκλειστεί από την κληρονομιά της περιουσίας των γονέων τους, έστω και εάν το Σύνταγμα απαγορεύει τέτοιου είδους διακρίσεις με βάση το φύλο. Παρά την ύπαρξη πληροφοριών που επιβεβαιώνουν μέρος  του ζητήματος που έθεσε η αιτήτρια, χωρίς βέβαια να επιβεβαιώνεται ζήτημα προσωπικό της, λόγω μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας της, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό και τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας και κατόπιν παράθεσης και αξιολόγησης πληροφοριών αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Abia, στην οποία εμπίπτει η πόλη Aba που συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της αιτήτριας και στην οποία αναμένεται η αιτήτρια να επιστρέψει, έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Τέλος, κατά τη νομική ανάλυση των ισχυρισμών της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι ισχυρισμοί της δεν θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.  Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, καθότι με βάση έρευνα που διεξήγαγε ο αρμόδιος λειτουργός διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση στην πόλη Aba της πολιτείας Abia της Νιγηρίας, στην οποία αναμένεται να επιστρέψει η αιτήτρια, δεν χαρακτηρίζεται από διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η αιτήτρια δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της. Όπως διαφαίνεται, η αιτήτρια δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε είναι ιδιωτικής φύσεως διαφορές, κληρονομικές/περιουσιακές διαφορές με τον αδελφό της. Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν την αιτήτρια στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα της αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τον συνήγορό της αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό που διαμορφώθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό και ο οποίος αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, σημειώνω τα ακόλουθα. Κατά το στάδιο της συνέντευξής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πολιτεία Enugu της Νιγηρίας. Ωστόσο, από το διαβατήριο που κατέθεσε η αιτήτρια στην Υπηρεσία Ασύλου και αντίγραφο του οποίου συμπεριλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο (Βλ. ερυθρό 5, του διοικητικού φακέλου), προκύπτει ότι η αιτήτρια γεννήθηκε στην πόλη Aba, που εμπίπτει στην πολιτεία Abia.

 

Ενόψει τούτου, αποδέχομαι τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό όπως διαμορφώθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της EUAA, εκτός από τον τόπο που αναφέρεται στην Έκθεση- Εισήγηση ως τόπος γέννησης της αιτήτριας, καθώς όπως προκύπτει από τα ανωτέρω αναφερόμενα, ο τόπος γέννησης της αιτήτριας φαίνεται να είναι η πόλη Aba της πολιτείας Abia και όχι η πολιτεία Enugu.  Το ζήτημα αυτό δεν δημιουργεί πρόβλημα στη διαδικασία γιατί το αρμόδιο όργανο εξέτασε κατά την αξιολόγησή του την πολιτεία Abia ως τόπο τελευταίας διαμονής της αιτήτριας προτού αναχωρήσει από τη χώρα καταγωγής της.  Ούτως ή άλλως, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας μου θα διεξάγω έρευνα για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα της σε επικαιροποιημένες πηγές πληροφόρησης.

 

Ακολούθως, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού των καθ’ ων η αίτηση περί αναξιοπιστίας της αιτήτριας ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό. Ειδικότερα, αναφορικά με το επίδικο ακίνητο που συνιστά τη γενεσιουργό αιτία των ισχυριζόμενων προβλημάτων και απειλών που λαμβάνει στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια ανέφερε πως αυτό βρίσκεται στο χωριό της στην πολιτεία Anambra. Ωστόσο, σύμφωνα με τα λεγόμενα της αιτήτριας, καθόλη τη διάρκεια της ζωής της ζούσε στην πόλη Aba της πολιτείας Abia και από κανένα σημείο της συνέντευξής της δεν προκύπτει η οποιουδήποτε είδους σύνδεση της αιτήτριας με την πολιτεία Anambra. Πέραν τούτου, η αιτήτρια κλήθηκε να προσκομίσει τα έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης του ακινήτου και από τα λεγόμενά της προκύπτει ότι υπάρχουν μεν τα έγγραφα αυτά, αλλά δεν τα έχει προσκομίσει στην Υπηρεσία Ασύλου επειδή δεν τα έχει στην κατοχή της, αλλά ουδεμία προσπάθεια κατέβαλε έστω και μετά τη διεξαγωγή της συνέντευξής της για να τα αποκτήσει και κατ’ επέκταση να τα προσκομίσει προς απόδειξη των ισχυρισμών της.

 

Επιπρόσθετα, ενόψει του βιωματικού χαρακτήρα των περιστατικών των επιθέσεων που επικαλέστηκε ότι έλαβαν χώρα εναντίον της και των απειλών που λάμβανε από τον αδελφό της αναφορικά με το διαφιλονικούμενο ακίνητο, ευλόγως αναμενόταν από την αιτήτρια να είναι σε θέση να τα περιγράψει με λεπτομερή και συνεκτικό τρόπο, αφ΄ ης στιγμής άλλωστε συνδέονται άρρηκτα και με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξής της στη χώρα καταγωγής της, ενέργεια στην οποία ωστόσο δεν προέβη.  Αντιθέτως, επικαλέστηκε γενικά και αόριστα ότι το ατύχημα με το αυτοκίνητο, ενόσω η ίδια επέβαινε στο ταξί, συνιστούσε μία αποτυχημένη προσπάθεια του αδελφού της να την σκοτώσει, χωρίς ωστόσο να προκύπτει από τις δηλώσεις της πως η ίδια είναι τόσο σίγουρη ότι ο αδελφός της συνδέεται με το εν λόγω περιστατικό, πέραν από την γενικόλογη αναφορά της ότι ο αδελφός της την κατηγόρησε ότι αυτή ευθύνεται για το εν λόγω περιστατικό.

 

Σε σχέση με το ίδιο περιστατικό, η αιτήτρια αναφέρει μάλιστα ότι την είχε πλησιάσει ο οδηγός του αυτοκινήτου και της είχε ζητήσει να εισέλθει εντός αυτού, χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζεται από πλευράς της πως κατόρθωσε εντέλει να ξεφύγει χωρίς να υποστεί οτιδήποτε από το εν λόγω πρόσωπο, αφού όπως ισχυρίστηκε, ο απώτερος σκοπός του αδελφού της ήταν να την σκοτώσει. Σε κάθε περίπτωση, οι γενικές και αόριστες απειλές που επικαλείται ότι λάμβανε από τον αδελφό της και οι συνδεόμενες με αυτές επιβλαβείς πράξεις εναντίον της, δεν επαρκούν εν προκειμένω για να στηρίξουν την ισχυριζόμενη δίωξή της και το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου της και ως εκ τούτου, ο φόβος της δεν θεωρείται ούτε βάσιμος, αλλά ούτε και δικαιολογημένος.

 

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της αιτήτριας ο πατέρας της απεβίωσε περίπου 7 χρόνια πριν από το έτος διεξαγωγής της συνέντευξής της. Τα προβλήματα δε με τον αδελφό της ξεκίνησαν ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα της, χρονολογία κατά την οποία έλαβε χώρα και η απόπειρα δολοφονίας της από τον αδελφό της. Έκτοτε μέχρι το 2021 που η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της έχουν παρέλθει αρκετά χρόνια και εάν η πρόθεση του αδελφού της ήταν να την σκοτώσει για να μπορέσει να αποκτήσει το διαφιλονικούμενο ακίνητο, δεν καθίσταται κατανοητό για ποιο λόγο να μην προέβη σε κάτι τέτοιο ο αδελφός της ενόσω βρισκόταν ακόμα στη χώρα καταγωγής της. 

 

Ούτως ή άλλως, σε περίπτωση που η αιτήτρια φοβόταν τόσο πολύ για τη ζωή της, ευλόγως θα ανέμενε κανείς να είχε εγκαταλείψει νωρίτερα τη χώρα καταγωγής της. Πέραν τούτου, δεν προκύπτει άλλωστε από τις δηλώσεις της πως κατόρθωσε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να ζει με ασφάλεια στη χώρα της παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε με τον αδελφό της, καθώς η δικαιολογία που  πρόβαλε ότι ζούσε μαζί με τη θεία της μακριά από το πατρικό της και ότι τον περισσότερο χρόνο βρισκόταν στην εκκλησία, κρίνεται ως μη ευλογοφανής και μη επαρκής υπό τις περιστάσεις.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού της αιτήτριας, όπως ορθώς σημειώνεται στην Έκθεση – Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού των καθ΄ ων η αίτηση, παρά τον εντοπισμό πληροφοριών που φανερώνουν φαινόμενα αποκλεισμού των γυναικών από την κληρονομιά της περιουσίας των γονέων τους, δεν έχει εντοπιστεί οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που να ενισχύει την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της αιτήτριας, εφόσον μάλιστα ο πατέρας της δεν την απέκλεισε από την περιουσία του αλλά την κατέστησε ιδιοκτήτρια του συγκεκριμένου ακινήτου.  Τα όσα ανέφερε η αιτήτρια δεν στοιχειοθετούν την  εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της αιτήτριας, εφόσον δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης από τον αδελφό της και κατά συνέπεια, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. 

 

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν γινόταν δεκτός ως αξιόπιστος ο εν λόγω ισχυρισμός της περί φόβου δίωξης της από τον αδελφό της λόγω κληρονομικής/περιουσιακής φύσεως διαφορών, σημειώνεται πως πρόκειται για μία προσωπική διαφορά και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με τον τρόπο που προωθείται από την αιτήτρια και λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη πως η χώρα καταγωγής της αιτήτριας θεωρείται ασφαλής χώρα ιθαγένειας δυνάμει της Κ.Δ.Π. 191/24.  Αναφορικά με τον αόριστο κίνδυνο που ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι διατρέχει από τον αδελφό της στη χώρα καταγωγής της, όπως έχω αναφέρει στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020:

 

«Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ' ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει «βάσιμο φόβο δίωξης».  Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε προσβολή ενός δικαιώματος δεν υποχρεώνει τις αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την προσβολή.»

 

Πρόσθετα, από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από το δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι ο τελευταίος τόπος διαμονής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της εμπίπτει στην πολιτεία Abia της Νιγηρίας, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω πολιτεία, από την οποία προέκυψε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής της αιτήτριας, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.  

 

Σύμφωνα με τη σύνοψη της κατάστασης ασφαλείας του ACCORD που βασίζεται σε στοιχεία του ACLED, η οποία αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2024 και δημοσιεύτηκε στις 8 Μαΐου 2024, στην πολιτεία Abia αναφέρθηκαν 14 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων τα 2 οδήγησαν σε 2 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Οι ακόλουθες τοποθεσίες συγκαταλέγονται μεταξύ των πληγέντων: Aba, Amangwu, Arochukwu, Ehere, Nkwoagu Isuochi, Onuaku Uturu, Owerri-Nta, Umu Opara, Umuahia, Umudike.[1]

 

Σύμφωνα με τη σύνοψη της κατάστασης ασφαλείας του ACCORD που βασίζεται σε στοιχεία του ACLED, η οποία αφορά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 και δημοσιεύτηκε στις 7 Αυγούστου 2024, στην πολιτεία Abia αναφέρθηκαν 32 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων τα 10 οδήγησαν σε 24 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Οι ακόλουθες τοποθεσίες συγκαταλέγονται μεταξύ των πληγέντων:  Aba, Akwete, Arochukwu, Asa, Ehere, Imo River, Isu, Obiaku, Obikabia Junction, Ohafia, Osisioma, Umuahia, Umuaku, Uturu.[2]

 

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από την 12/10/2023 έως τις 25/10/2024 στην πολιτεία Abia, καταγράφηκαν 78 περιστατικά ασφαλείας και 47 θάνατοι, εκ των οποίων 28 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 3 εξεγέρσεις (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 27 μάχες (39 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 13 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (8 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 7 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών). Συγκεκριμένα στην πόλη Aba της πολιτείας Abia, που συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της αιτήτριας, την ίδια περίοδο αναφοράς καταγράφηκαν 11 περιστατικά ασφαλείας και 14 θάνατοι, εκ των οποίων 2 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 7 μάχες (13 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 2 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (1 απώλεια ανθρώπινων ζωών).[3] Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Abia[4] ανέρχεται σε 4,143,100 και της πόλης Aba ανέρχεται σε 1,160,000[5], σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις που έγιναν το 2022.

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής της (11 περιστατικά),  δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή.  Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα, υγιής, πλήρως ικανή προς εργασία και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και έχει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της. Η αιτήτρια δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής και/ή δέουσα αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της EUAA, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας και των εξουσιών του αρμόδιου οργάνου.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας. 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation, ‘Nigeria, first quarter 2024: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED)’, 8 May 2024, 4-5, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2109664/2024q1Nigeria_en.pdf  

[2] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation, ‘Nigeria, second quarter 2024: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED)’, 7 August

2024, 4-5,  διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2113508/2024q2Nigeria_en.pdf

[3] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 12/10/2023 – 25/10/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Abia, LOCATION: Aba)

[4] City Population https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ (Nigeria – Abia State)

[5] City Population https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ (Nigeria – Aba)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο