Α.Κ.Κ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4023/2022, 25/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 4023/2022

25 Οκτωβρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α.Κ.Κ. ,

Σιέρρα Λεόνε

                                          Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών,

Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Χρ. Παφίτη (κα) για Α. Λαζάρου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Λ. Μιχαηλίδου (κα), για Π. Δημητρίου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 23.03.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Σιέρρα Λεόνε, την οποίαν εγκατέλειψε στις 12.11.2020 και στις 13.11.2020 αφίχθη στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές δια μέσου των οποίων διήλθε μετά από δεκατέσσερις (14) μέρες στις ελεγχόμενες περιοχές. Αίτηση ασύλου υπέβαλε στις 21.01.2021 στο πλαίσιο της οποίας προσήλθε, στις 08.02.2022,  σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 01.03.2022 υπέβαλε Εισηγητική Έκθεση, εισηγούμενη την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, η ασκούσα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 23.03.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 30.05.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 16.05.2022. Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής αμφισβητεί την εν λόγω απόφαση.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας, κατά δεύτερον ότι αυτή ελήφθη κατά παράβαση των δικαιωμάτων του Αιτητή, με πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, ισχυρισμός ο οποίος επαναλαμβάνεται και με τον τέταρτο (ως η αρίθμηση στην γραπτή αγόρευση του Αιτητή) λόγο ακυρώσεως. Είναι κατά τρίτον η θέση τους ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου και χωρίς δέουσα έρευνα.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν καταρχάς, ότι οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής είναι γενικοί και αόριστοι κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έκαστον ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, θα συμφωνήσω με την θέση των Καθ’ ων η αίτηση καθότι εύκολα διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, όπως έλλειψη έρευνας, έλλειψη αιτιολογίας  κ.α., χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1].

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Η ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολουθήθηκε και από την Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 107/2017, ημερ. 11.12.2017, η οποία επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/2017, ημερ. 19.03.2019.

Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου[4], όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Καθίσταται επομένως σαφές ότι, μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης και στη βάση ξεκάθαρης επιχειρηματολογίας, μπορεί να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης[5].

 

Στην εξεταζόμενη λοιπόν υπόθεση δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της αιτήσεως ακυρώσεως αλλά και της μετέπειτα καταχωρισθείσας γραπτής αγόρευσης, με γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία, η παραβίαση κανόνων δικαίου κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου με τον οποίον οι αρχές αυτές παραβιάζονται. Στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι λόγοι ακυρώσεως περί του αναιτιολόγητου, της έλλειψης δέουσας έρευνας κ.ο.κ. ουδόλως εξηγείται με την γραπτή αγόρευση, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη μίας τέτοιας επιχειρηματολογίας. Πέραν τούτου, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι και αλυσιτελείς αφού ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση τους σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τη διευρυμένη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Η παράλειψη αυτή του Αιτητή επηρεάζει αναπόφευκτα την νομική βάση των προωθούμενων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο πλην των ισχυρισμών περί έλλειψης δέουσας έρευνας o οποίος χρήζει εξέτασης ως συναρτώμενος και με την ουσία της υπόθεσης, οι λοιποί ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αναιτιολόγητοι αλλά και ως αλυσιτελείς.  

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τους έστω γενικόλογους και χωρίς εξειδίκευση ισχυρισμούς του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

  

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση  και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Στη βάση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Υπό το πρίσμα λοιπόν όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, διαφαίνεται ότι, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος κατέγραψε στην αίτησή του, ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω πολιτικού εκφοβισμού και παρενόχλησης που υπάρχει στη χώρα του. Ειδικότερα, ο Αιτητής καταγράφει ότι είναι μέλος του πολιτικού κόμματος APCll Ρeoples Congress στο εξής αναφερόμενο ως «ΑΡC») το οποίο είναι το σημαντικότερο («main») πολιτικό κόμμα της  αντιπολίτευσης στην Σιέρρα Λεόνε και ο ίδιος είναι ο πρόεδρος της νεολαίας του συγκεκριμένου κόμματος στην κοινότητά του, στην πόλη Tombo. Η πόλη Tombo αποτελεί την μεγαλύτερη αλιευτική κοινότητα και οι κάτοικοι βασίζονται οικονομικά στην αλιεία. Μετά από ειρηνική διαμαρτυρία που έλαβε χώρα στις 6 Μαΐου 2020 κατά της απόφασης των τοπικών αρχών της κοινότητας να επιτρέψουν μόνο σε 15 ψαρόβαρκες και τους ιδιοκτήτες τους να βγουν για ψάρεμα με σκοπό να βιοποριστούν, οι αστυνομικές αρχές και ο στρατός έριξαν δακρυγόνα και ζεστό νερό με αποτέλεσμα τον θάνατο εφτά ατόμων και τον τραυματισμό πολλών άλλων. Ακολούθως, ο αρχηγός Michael K. Benga, εκπρόσωπος της παρούσας κυβέρνησης (SLPP) υπέδειξε μέλη του πολιτικού κόμματος ΑΡC ως διοργανωτές της διαμαρτυρίας. Τότε προσπάθησαν να εντοπίσουν τον Αιτητή στο σπίτι του για να τον συλλάβουν, ωστόσο δεν τον βρήκαν και συνέλαβαν την μητέρα του, τις αδερφές του και τους αδερφούς του και τους οδήγησαν σε άγνωστο μέρος. Ως καταληκτικά καταγράφει, κηρύχθηκε καταζητούμενο πρόσωπο από την κυβέρνηση και διέφυγε στους θάμνους και στα βουνά για να σωθεί. Με την βοήθεια φίλου του κρύφτηκε για χρονικό διάστημα, μέχρι την στιγμή που εγκατέλειψε την χώρα και κατέφθασε στην Κυπριακή Δημοκρατία για να αναζητήσει προστασία.

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με το προσωπικό του προφίλ ότι γεννήθηκε και διέμενε στην πόλη Tombo μέχρι το 2014. Από το 2014 μέχρι 2016 έζησε στην πόλη Freetown και μέχρι το 2018 στην περιοχή Goderich, περίοδο κατά την οποίαν παρακολούθησε σπουδές στο National Electoral Institute. Ο Αιτητής δήλωσε ότι το 2018 μέχρι και την ημέρα που εγκατέλειψε την χώρα του διέμενε στην πόλη Tombo (ερυθρό 24, 2Χ, 3Χ του δ.φ.). Ως προς την πατρική του οικογένεια ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε, έχει δύο αδερφές, δύο αδερφούς και τη μητέρα του οι οποίοι διαβιούν στην πόλη Tombo  (ερυθρό 25, 5Χ του δ.φ.). Πρόσθετα, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν έχει επικοινωνία με τα μέλη της οικογένειάς του και πως η τελευταία επικοινωνία που είχε με τον αδερφό του ήταν στις 10 Μαΐου 2020 και πως δεν γνωρίζει που βρίσκονται (ερυθρό 25, 6Χ, 7Χ του δ.φ.). Στην ερώτηση για το αν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό του από την χώρα, ο Αιτητής δήλωσε ότι επειδή ανήκει σε λίστα με καταζητούμενα πρόσωπα, κατά τον έλεγχο στο αεροδρόμιο, του ζητήθηκε λευκό ποινικό μητρώο («clearance») από την αστυνομία της κοινότητας για να μπορεί να ταξιδέψει, ωστόσο παρακάλεσε και δωροδόκησε την υπάλληλο του αεροδρομίου και εν τέλει του επέτρεψαν να ταξιδέψει (ερυθρό 23, 4Χ του δ.φ.).

 

Ως προς την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής κατά την ελεύθερη αφήγησή του για τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, επανέλαβε τα όσα κατέγραψε και στην αίτησή ασύλου του. Αναλυτικότερα ανέφερε, ότι μετά την ανακοίνωση της κυβέρνησης για περιορισμούς από τις 3 Μαΐου 2020 μέχρι τις 6 Μαΐου 2020 και την μείωση των σκαφών σε 15 που επιτρεπόταν να καταπλεύσουν στην θάλασσα και καθότι η πόλη Tombo είναι η μεγαλύτερη αλιευτική κοινότητα στην Σιέρρα Λεόνε με περίπου 700 ιδιοκτήτες σκαφών, οι πολίτες ξεκίνησαν να διαμαρτύρονται. Τότε οι αρχές της χώρας, προκειμένου να σταματήσουν το πλήθος να διαδηλώνει, χρησιμοποίησαν δακρυγόνα ενώ σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, κάλεσαν τον στρατό και ξεκίνησαν να πυροβολούν. Κατά το συμβάν αυτό, επτά (7) άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από πενήντα (50) τραυματίστηκαν. Περαιτέρω ο Αιτητής δήλωσε πως ως αρχηγός της νεολαίας του πολιτικού κόμματος υποδείχθηκε ως υποκινητής της διαμαρτυρίας και πως έπρεπε να συλληφθεί. Τότε ο Αιτητής φοβήθηκε γιατί πολλά πρόσωπα που ανήκουν στην αντιπολίτευση συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε άγνωστο μέρος. Προσπάθησαν να εντοπίσουν τον Αιτητή στο σπίτι του και επανέλαβε ότι φοβήθηκε γιατί πολλά μέλη πολιτικών κομμάτων καταλήγουν στην φυλακή χωρίς να δικαστούν και αυτό ήταν που τον ανάγκασε να τρέξει για να σωθεί. Όπως ανέφερε, η μητέρα του, τους ενημέρωσε ότι ο Αιτητής δεν βρισκόταν στο σπίτι και οι αστυνομικοί την απείλησαν ότι αν δεν βρεθεί ο Αιτητής τότε θα συλλάβουν την οικογένειά του. Τέλος, ο Αιτητής ανέφερε ότι στις 10 Μαΐου ήταν η τελευταία επικοινωνία που είχε με την οικογένειά του, δεν ξέρει που βρίσκονται και επίσης δεν γνωρίζει αν συνελήφθησαν (ερυθρά 23, 1Χ & 22, 1Χ του δ.φ.).

 

Κατά την διάρκεια διευκρινιστικών ερωτημάτων, ο Αιτητής δήλωσε ότι παρότι ο ίδιος δεν ήταν παρών στην διαμαρτυρία, εντούτοις λόγω της ιδιότητάς του ως προέδρου της νεολαίας του APC αναμενόταν από αυτόν (από τους πολιτικούς αντιπάλους) να μην επιτρέψει την διαμαρτυρία (ερυθρό 22, 5Χ & 6Χ του δ.φ.). Όταν περαιτέρω ζητήθηκε από τον Αιτητή να παρέχει πληροφορίες αναφορικά με το κόμμα APC αλλά και την ανάμειξή του σε αυτό, ανέφερε ότι είναι μέλος του κόμματος από το 2018 μετά την διεξαγωγή των εκλογών, κατά τις οποίες το κόμμα του δεν κέρδισε. Ακολούθως, του πρότειναν να αναλάβει την θέση του προέδρου της νεολαίας στην κοινότητά του, θέση την οποίαν αποδέχθηκε. Επιπρόσθετα ο Αιτητής ανέφερε ότι το κόμμα APC ιδρύθηκε μεταξύ του 1960 και 1962, ότι στις εκλογές του 2018 υποψήφιος του κόμματος ήταν ο Samura Kamara και ότι η ιδεολογία του κόμματος είναι η υποστήριξη στους φτωχούς αναφέροντας ότι το σλόγκαν τους είναι δράση πρόοδος και αφοσίωση και ότι το σύμβολό τους είναι ο ήλιος χρωματισμένος κόκκινος (ερυθρά 21, 3Χ-15Χ & 20, 1Χ-4Χ του δ.φ.).

 

Αναφορικά με το περιστατικό που έλαβε χώρα στις 6 Μαΐου 2020, στην πόλη Tombo, ο Αιτητής δήλωσε ότι την επόμενη μέρα, ήτοι στις 7 Μαΐου 2020 κηρύχθηκε καταζητούμενο πρόσωπο καθότι ξεκίνησαν να κυνηγούν τα μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης και την επόμενη μέρα στις 8 Μαΐου 2020 ο Αιτητής προσπάθησε να κρυφτεί (ερυθρό 20, 8X-12X του δ.φ.). Δήλωσε περαιτέρω ότι το ένταλμα αναρτήθηκε στο σπίτι του, χωρίς ωστόσο να το παραλάβει ενώ έλαβε γνώση για αυτό από τον αδερφό του ο οποίος τον ενημέρωσε κατά την τελευταία τους επικοινωνία στις 10 Μαΐου 2020 (ερυθρό 20, 13Χ-14Χ του δ.φ.).

 

Ως προς το τι αναμένεται να συμβεί στον ίδιο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι λόγω αυτού του πολιτικού εκφοβισμού και της παρενόχλησης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του και ότι με την επιστροφή του θα τον συλλάβουν και θα τον σκοτώσουν (ερυθρό 22, 3Χ του δ.φ.). Ερωτηθείς ως προς το πώς κατάφερε να εκδώσει διαβατήριο και να εγκαταλείψει τη χώρα του νόμιμα, ως καταζητούμενο πρόσωπο, ο Αιτητής δήλωσε ότι στην Αφρική επικρατεί διαφθορά και πως ο πατέρας του φίλου του τον βοήθησε (ερυθρό 19, 7Χ του δ.φ.). Ο Αιτητής επεξήγησε ότι κατάφερε να παραμείνει στη χώρα του για πέντε (5) μήνες χωρίς να του συμβεί οτιδήποτε γιατί βρισκόταν στο σπίτι του φίλου του χωρίς  να βγαίνει έξω παρά μόνο τα βράδια και ότι η αναζήτησή του από τις αρχές γινόταν κατά την διάρκεια της μέρας (ερυθρό 18, 1Χ 2Χ του δ.φ.). Τέλος, αναφορικά με τα μελλοντικά του σχέδια ο Αιτητής δήλωσε ότι αν αλλάξει η κυβέρνηση στη χώρα του θα σκεφτόταν να επιστρέψει, ωστόσο στην ερώτηση αν θα του επιτραπεί από τις αρχές η είσοδος στη χώρα ο Αιτητής απάντησε ότι θα τον σκοτώσουν «I will lose my life» (ερυθρά 18, 14Χ-15Χ & 19, 1Χ του δ.φ.)

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, από την αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρατηρώ τα ακόλουθα:  

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς του σε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με το ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος της Σιέρρα Λεόνε με περιοχή καταγωγής και πόλη διαμονής την Tombo, ο οποίος και  έγινε αποδεκτός, ο δεύτερος αναφορικά με την συμμετοχή του στο πολιτικό κόμμα All Peoples Congress ο οποίος επίσης έγινε αποδεκτός και ο τρίτος αναφορικά με τον φόβο δίωξής του από τις αρχές της χώρας λόγω της συμμετοχής του στο κόμμα All Peoples Congress ο οποίος απορρίφθηκε καθώς δεν στοιχειοθετήθηκε, κατά την κρίση της λειτουργού, η εσωτερική και η εξωτερική  αξιοπιστία του Αιτητή.

 

Αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες για να στηρίξει τον φόβο δίωξής του, ενώ οι ισχυρισμοί του κρίθηκαν πως στερούνται ευλογοφάνειας ως επίσης εντοπίστηκαν αντιφάσεις και ασυνέπειες στα λεγόμενα του. Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στην εισηγητική έκθεση, όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε για τον ρόλο του στην διαμαρτυρία, απάντησε ότι δεν ήταν παρών. Σε διευκρινιστική ερώτηση για το πότε αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του, η λειτουργός ασύλου έκρινε την απάντησή του ως ασαφή, καθώς δεν φάνηκε να ανταποκρίνεται στην ερώτηση. Παρομοίως, η απάντησή του ως προς το πότε κηρύχθηκε καταζητούμενο πρόσωπο, κρίθηκε επίσης ασαφής.

 

Η λειτουργός ασύλου επισημαίνει ότι από τον Ιούνιο του 2020, όταν ο Αιτητής κρυβόταν για να αποφύγει τη σύλληψή του, μέχρι και πέντε (5) μήνες αργότερα, όταν εγκατέλειψε τη χώρα του, δεν του συνέβη οτιδήποτε. Επιπλέον, οι ισχυρισμοί του σχετικά με το πώς κατάφερε να εξασφαλίσει το διαβατήριο του και να εγκαταλείψει τη χώρα μέσω δωροδοκίας υπαλλήλων θεωρήθηκαν αδύναμοι και αντιφατικοί. Επισήμανε συγκεκριμένα η λειτουργός ασύλου, ότι ενώ ο Αιτητής υποστήριξε ότι οι αρχές της χώρας τον καταδίωκαν, παράλληλα φέρεται να τον  βοήθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα.

 

Επιπρόσθετα, ο Αιτητής δεν έδωσε περαιτέρω εξηγήσεις ούτε σχολίασε την παρατήρηση της λειτουργού ασύλου, ότι σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν εντοπίστηκε να είναι καταζητούμενο πρόσωπο στη χώρα του. Επιπλέον από τα λεγόμενα του Αιτητή αναφορικά με την έκδοση του εντάλματος σύλληψης ημερομηνίας 7 Μαΐου 2020 και το γεγονός ότι μέχρι και την ημερομηνία της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου στις 08.02.2022, δεν βρέθηκε το ένταλμα, κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του στερούνται ευλογοφάνειας. Τέλος, οι ισχυρισμοί του ότι τα μέλη της οικογένειάς του συνελήφθησαν βασίζονταν σε πληροφορίες από γείτονες, που του μετέφερε ένας φίλος, και κρίθηκαν συνεπώς αναξιόπιστοι.  

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, η λειτουργός ασύλου σημειώνει ότι τα λεγόμενα του Αιτητή αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Ωστόσο από έρευνα που διεξήγαγε δεν εντοπίστηκε ότι ο Αιτητής είναι καταζητούμενο πρόσωπο στη χώρα του. Επιπλέον ο Αιτητής προσκόμισε ένταλμα σύλληψης στο οποίο δεν υπάρχει σφραγίδα με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η γνησιότητά του και τέλος επιβεβαιώθηκε από εξωτερικές πηγές ότι υπήρξαν συγκρούσεις μεταξύ των διαδηλωτών και της αστυνομίας στην πόλη Tombo στις 6 Μαΐου 2020. Καταληκτικά, η λειτουργός ασύλου έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο Αιτητής πέτυχε την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, ήτοι διαβατηρίου μετά την αναζήτησή του από τις αρχές στην οικία του, παρέμεινε στη χώρα του για περίοδο πέντε (5) μηνών χωρίς να του συμβεί οτιδήποτε και πέτυχε την έξοδό του από τη χώρα του νόμιμα. Ως εκ τούτου, η λειτουργός ασύλου απέρριψε τον ισχυρισμό του Αιτητή περί φόβου δίωξης από τις αρχές της χώρας του καθότι στερείται αξιοπιστίας.  

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή, ήτοι ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος Σιέρρα Λεόνε με τόπο καταγωγής και περιοχή διαμονής την πόλη Tombo και την συμμετοχή του στο πολιτικό κόμμα All Peoples Congress, διαπιστώθηκε ότι η ιδιότητά του ως ηγέτης της νεολαίας στην κοινότητά του δεν δύναται να συνδεθεί με οποιοδήποτε βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του.

  

Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε ότι δεν παρατηρούνται συνθήκες ύπαρξης αδιάκριτης βίας στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Έχοντας μελετήσει επισταμένως την εισηγητική έκθεση της λειτουργού ασύλου,

επισημαίνω καταρχάς την παράλειψη των Καθ' ων η αίτηση να προβούν σε έρευνα σε επικαιροποιημένες και ως εκ τούτου χρονικά ακριβείς πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας  στην περιοχή καταγωγής και διαμονής  του Αιτητή (Σιέρρα Λεόνε, Tombo) κατά την ανάλυση του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας και ειδικότερα κατά την αξιολόγηση των προϋποθέσεων του  άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κατά παράβαση ως εκ τούτου, των όσων προβλέπονται στα άρθρα 18 (3) (α) και (7 Α) (α) του Περί Προσφύγων Νόμου σύμφωνα με τα οποία:

 

«18(3) (α): «Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

 

(α) όλων των σχετικών  με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,[.]»

 

18 (7A) (α): «Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, μετά από τη λήψη συγκεκριμένων και ακριβών πληροφοριών από διάφορες πηγές, όπως την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες ιθαγένειας των αιτητών και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν∙  ο Προϊστάμενος μεριμνά ώστε ο ίδιος και το προσωπικό της Υπηρεσίας Ασύλου το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων και την υποβολή εισηγήσεων για απόφαση να έχουν πρόσβαση στις προαναφερόμενες πληροφορίες».

 

Λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Σιέρα Λεόνε), δεν εντοπίζεται στον κατάλογο των ασφαλών χωρών ιθαγένειας ως αυτός εκάστοτε καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών[7], η ανάγκη για διερεύνηση, από τους  Καθ' ων η αίτηση, της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ήταν ιδιαιτέρως επιτακτική. Τουναντίον, παρατηρώ ότι οι Καθ' ων η αίτηση περιορίστηκαν, χωρίς καμία έρευνα και παράθεση σχετικών στοιχείων, στην αναφορά ότι: «δεδομένου ότι δεν επιβεβαιώθηκε δικαιολογημένος φόβος δίωξης, καθώς επίσης και περίπτωση ο αιτητής να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κρίνεται ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2),(α),(β),(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου»

 

Καταλήγω συνεπώς, ότι η νομιμότητα της  προσβαλλόμενης απόφασης πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας ως προβλέπεται από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ως προνοείται ειδικότερα από τον περί Προσφύγων Νόμο. Κατά τούτο, ο σχετικός ισχυρισμός του Αιτητή, έστω και στην γενικότητα με την οποίαν αυτός προωθήθηκε από την συνήγορό του, επιτυγχάνει.

 

Ωστόσο, η κατάληξη μου αυτή, δεν σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, καθώς το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, ως επισημάνθηκε και ανωτέρω,  δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, να προβαίνει σε έλεγχο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν. 

 

Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή κρίνω πως ορθά αυτός έγινε αποδεκτός ως αξιόπιστος, και το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης από την εν προκειμένω ανάλυση των Καθ' ων η αίτηση. 

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι τη συμμετοχή του Αιτητή στο πολιτικό κόμμα APC συντάσσομαι με τα ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση. Πράγματι παρατηρώ ότι τα ερωτήματα που τέθηκαν στον Αιτητή ήταν επαρκή και εξίσου επαρκείς υπήρξαν οι απαντήσεις του και πληροφορίες που παρείχε σε ότι αφορά το εν λόγω κόμμα, την πρόταση που δέχθηκε για να αναλάβει την θέση του προέδρου της νεολαίας του κόμματος στην κοινότητά του και την διαδικασία εγγραφής μέλους στο κόμμα. 

Σε σχέση, με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι το φόβο δίωξης του από τις αρχές της χώρας του λόγω της συμμετοχής του στο πολιτικό κόμμα APC, παρατηρείται ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν σχημάτισαν ορθά τον ισχυρισμό αυτόν, καθώς συμπεριέλαβαν σε αυτόν το στοιχείο του φόβου δίωξης του Αιτητή, στοιχείο το οποίο εξετάζεται αφότου προηγηθεί η εξέταση της αξιολόγησης των ισχυρισμών του Αιτητή  όπως αυτοί διαμορφώνονται μέσα από τις δηλώσεις του κατά τη συνέντευξη. Στα πλαίσια του τρίτου ισχυρισμού θα έπρεπε να είχαν αξιολογηθεί η δίωξη του Αιτητή μετά τη διαμαρτυρία που έλαβε χώρα στις 6 Μαΐου 2020 και η εμπλοκή του σε αυτή. Ως εκ τούτου ο τρίτος ισχυρισμός επαναπροσδιορίζεται ως εξής: Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι διώκεται από τις αρχές της χώρας του λόγω της ιδιότητάς του ως πρόεδρος της νεολαίας του πολιτικού κόμματος APC και του ρόλου του στη διαμαρτυρία της 6ης Μαΐου 2020 στην πόλη Tombo. Πρόσθετα παρατηρώ πως, οι Καθ’ ων η αίτηση θα έπρεπε να σχηματίσουν και έναν τέταρτο ξεχωριστό ισχυρισμό, ήτοι ότι ο Αιτητής καταδιώκεται από τις αρχές της χώρας του έχοντας κηρυχθεί ως  καταζητούμενο πρόσωπο.

 

Προχωρώ στην αξιολόγηση του τρίτου ισχυρισμού, ως αυτός αναδιατυπώθηκε από το Δικαστήριο. Παρά το ότι ο Αιτητής ρητά ανέφερε ότι δεν συμμετείχε στην διαμαρτυρία της 6ης Μαΐου (ερυθρό 22, 6Χ του δ.φ.) ισχυρίστηκε ωστόσο ότι του είπαν ότι ως ο πρόεδρος της νεολαίας έπρεπε να μην επιτρέψει την διαμαρτυρία «….they said that I should be there to tell the youth not to protest…»  (ερυθρό 22, 5Χ του δ.φ.). Οι αναφορές του Αιτητή είναι γενικές και αόριστες καθότι δεν προσδιορίζει αλλά ούτε και συγκεκριμενοποιεί τα πρόσωπα που του ανέφεραν τα πιο πάνω. Περαιτέρω, ο Αιτητής δηλώνει ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι ανέμεναν από αυτόν να αποτρέψει τη διαμαρτυρία, λόγω της θέσης του στο κόμμα APC, κάτι που υποδηλώνει ότι δεν είχε ενεργό ρόλο στη διοργάνωση της διαμαρτυρίας, ο οποίος άλλωστε δεν συμμετείχε στη διαμαρτυρία αυτή. Αυτό αντιφάσκει με τον ισχυρισμό ότι διώκεται επειδή θεωρήθηκε υποκινητής της διαμαρτυρίας.

 

Εξίσου γενικές και αόριστες υπήρξαν οι αναφορές του Αιτητή σχετικά με τον λόγο που οι αρχές της χώρας διώκουν μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης στο οποίο  ανήκει ο Αιτητής. Πρόσθετα, παρά το γεγονός ότι Αιτητής ισχυρίζεται ότι διώκεται λόγω της ιδιότητάς του ως πρόεδρος της νεολαίας του APC, δεν παρέχει ωστόσο επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η θέση αυτή είχε καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση πολιτικών δράσεων ή ότι οι αρχές τον θεώρησαν τόσο σημαντική απειλή. Η σχέση μεταξύ της θέσης του και της δίωξής του φαίνεται ασαφής και εγείρει αμφιβολίες για το κατά πόσο πράγματι διώκεται λόγω της συμμετοχής του στην πολιτική.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δε θεμελιώνεται.

 

Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα ανατρέχοντας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, τα κύρια ευρήματα, της οποίας, έχουν ως εξής:

 

·                Έκθεση της EUAA η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2024[8] και στηρίζεται σε ερώτημα αναφορικά με τη μεταχείριση μελών του κόμματος του Εθνικού Μεγάλου Συνασπισμού (National Grand Coalition Party) και των συγγενών τους από τους κυβερνώντες, αναφέρει ότι η πολιτική ζωή στη Σιέρα Λεόνε κυριαρχείται από δύο κόμματα, το All People's Congress (APC) και το Λαϊκό Κόμμα της Σιέρα Λεόνε (SLPP).

 

·                Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έκθεση του ACLED “η πολιτική βία στη Σιέρρα Λεόνε απορρέει από τον πολιτικό ανταγωνισμό και παρουσιάζεται σε 4 κυρίαρχες μορφές: (1) κοινοτική βία, (β) βία κατά πολιτών από κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, (γ) ταραχές και διαμαρτυρίες για εθνικά ζητήματα, και (δ) βία λόγω πολιτικού ανταγωνισμού. Η τοπική πολιτική υποτάσσεται στην εθνική πολιτική, με τοπικές κοινοτικές συγκρούσεις να μπλέκονται με εντάσεις μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος της Σιέρρα Λεόνε (SLPP) και του All People's Congress (APC)».[9]

 

 

·                Στις γενικές εκλογές του Ιουνίου 2023 ο πρόεδρος Julius Maada Bio  του Λαϊκού Κόμματος της Σιέρα Λεόνε (SLPP)  επανεξελέγη για δεύτερη θητεία και το  κόμμα SLPP κέρδισε την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο, ενώ το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης All People's Congress (APC),  απέρριψε τα εκλογικά αποτελέσματα και οι εγχώριοι και διεθνείς παρατηρητές εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με την αξιοπιστία των επίσημων αποτελεσμάτων. Μετά τις κάλπες, το APC αρνήθηκε να συμμετάσχει στο νομοθετικό σώμα και στα τοπικά συμβούλια ως ένδειξη διαμαρτυρίας για αυτό που το κόμμα θεώρησε ως εκλογική νοθεία. Τον Οκτώβριο του 2023, το APC και το SLPP υπέγραψαν συμφωνία εθνικής ενότητας, σύμφωνα με την οποία το APC ανέλαβε τις έδρες του στο κοινοβούλιο με αντάλλαγμα τη δέσμευση της κυβέρνησης για μια διαδικασία εκλογικής μεταρρύθμισης, καθώς και την απελευθέρωση κρατουμένων και την κατάργηση δικαστικών υποθέσεων που η αντιπολίτευση χαρακτήρισε πολιτικά υποκινούμενες. Τον Νοέμβριο, μετά από μια σειρά επιθέσεων σε στρατώνες και φυλακές, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι αρχές απέτρεψαν απόπειρα πραξικοπήματος[10].

 

·                Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ σε έκθεση του Ιουλίου 2021 σημείωσε ότι «ο ποινικός νόμος περί συκοφαντικής δυσφήμησης που είχε δώσει στους πολιτικούς ηγέτες την εξουσία να φιμώνουν επικριτές και αντιπάλους τους καταργήθηκε το 2020∙ με άμεσο αποτέλεσμα την απόρριψη όλων των υποθέσεων συκοφαντικής δυσφήμησης ενώπιον του δικαστηρίου»[11].

 

·                Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση (2023) για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Σιέρρα Λεόνε του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ (U.S. Department of State):

 

«Στα μέσα Ιουνίου 2023, οι αρχές συνέλαβαν 35 υποστηρικτές του APC που συμμετείχαν σε διαμαρτυρία κατά της Εκλογικής Επιτροπής. Οι αρχές τους άφησαν ελεύθερους στις 23 Ιουνίου 2023, παραμονή των εκλογών της 24ης Ιουνίου, χωρίς να τους επιβληθούν κατηγορίες.

 

Ως μέρος της Συμφωνίας για την Εθνική Ενότητα που υπεγράφη στις 18 Οκτωβρίου 2023 από την κυβέρνηση και το APC, το APC παρείχε έναν κατάλογο προσώπων που συνελήφθησαν ή κρατήθηκαν – για φερόμενα αδικήματα συμμετοχής σε διαμαρτυρία που σχετίζονται με τις εκλογές – για να απελευθερωθούν από την κυβέρνηση».[12] 

 

Παρά τα όσα έχουν εντοπιστεί από τις εξωτερικές πηγές, ενόψει του γεγονότος ότι η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δε θεμελιώνεται ο ισχυρισμός του αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Αναφορικά με τον τέταρτο νέο σχηματισθέντα ισχυρισμό παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν γενικές αόριστες και ασαφείς. Συγκεκριμένα ενώ δήλωσε ότι κηρύχθηκε ως καταζητούμενο πρόσωπο στις 7 Μαΐου 2020 όταν ξεκίνησαν να κυνηγούν τα μέλη της αντιπολίτευσης,  στη συνέχεια  απέτυχε να επεξηγήσει και να αποσαφηνίσει πότε το πληροφορήθηκε αφού αρχικά δήλωσε ότι  πληροφορήθηκε το γεγονός από τον αδερφό του στην τελευταία τους επικοινωνία στις 10 Μαΐου 2020. Στη συνέχεια δήλωσε ότι μέσω του φίλου του προσπάθησε να μάθει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το ένταλμα και πως δύο χρόνια μετά ακόμα δεν το είχε λάβει. Επιπρόσθετα, παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής δηλώνει ότι κηρύχθηκε καταζητούμενος από τις 7 Μαΐου 2020, κατάφερε να παραμείνει στη χώρα του για πέντε μήνες, κρυμμένος στο σπίτι ενός φίλου του. Αυτό εγείρει ερωτηματικά για το αν η απειλή εναντίον του ήταν τόσο σοβαρή όσο περιγράφεται, καθώς φαίνεται ότι οι αρχές δεν τον εντόπισαν ούτε τον συνέλαβαν σε αυτό το διάστημα. Πρόσθετα, ερωτηματικά εγείρει και το γεγονός ότι ενώ κατ’ ισχυρισμόν είναι σε λίστα καταζητούμενων προσώπων, ωστόσο κατάφερε να εγκαταλείψει τη χώρα του νόμιμα, δωροδοκώντας ως ανέφερε, υπάλληλο του αεροδρομίου. Η ευκολία με την οποίαν κατάφερε να φύγει από τη χώρα έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του ότι βρισκόταν υπό συνεχή διωγμό από τις αρχές. Επισημαίνω περαιτέρω ότι παρά το γεγονός πως ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι οι αρχές απειλούσαν την οικογένειά του προκειμένου να τον βρουν, ωστόσο ο ίδιος δεν έχει καμία επικοινωνία με την οικογένειά του μετά τις 10 Μαΐου 2020, ούτε έχει επιχειρήσει να ενημερωθεί για την τύχη τους. Αυτό, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής έχει επικοινωνία με φίλο του ο οποίος βρίσκεται στη χώρα καταγωγής του και από τον οποίο θα μπορούσε να ενημερωθεί για την τύχη της οικογένειάς του, ενώ εντύπωση δημιουργεί και το γεγονός ότι ερωτηθείς από τη λειτουργό ασύλου ως προς την αδελφή του η οποία διαμένει σε διαφορετική στέγη από την οικογενειακή εστία, ο Αιτητής ανέφερε πως «I did not check for her because she is married». Θα αναμενόταν όπως ο Αιτητής προσπαθήσει να ενημερωθεί για την τύχη της αδελφής του αλλά και μέσω αυτής να πληροφορηθεί και για την τύχη της οικογένειάς του. Αυτή η αποστασιοποίηση και η έλλειψη προσπαθειών επικοινωνίας είναι ασυνεπής με τη σοβαρότητα της κατάστασης που περιγράφει.

 

Τέλος, αξιοσημείωτο είναι το πώς πράγματι ο Αιτητής πέτυχε την έκδοση διαβατηρίου και την έξοδο του από την χώρα παρά τον ισχυρισμό του ότι είναι καταζητούμενος στη χώρα του, ισχυριζόμενος ότι στην Αφρική υπάρχει διαφθορά και πως δωροδόκησε άτομα.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, κατόπιν έρευνας που έγινε δεν επιβεβαιώνεται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ότι ο ίδιος είναι καταζητούμενο πρόσωπο στη χώρα καταγωγής του.

 

Καταλήγω συνεπώς ότι ούτε ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του Αιτητή δύναται να γίνει αποδεκτός, λόγω των πολλαπλών αντιφάσεων και ασυνεπειών που παρατηρούνται στο αφήγημά του. Λαμβάνοντας άλλωστε υπόψη ότι ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή αποτελεί το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων αυτών μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Σιέρρα Λεόνε, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Η ιδιότητα του ως ηγέτης της νεολαίας του πολιτικού κόμματος APC δεν δύναται να συνδεθεί με οποιοδήποτε βάσιμο φόβο δίωξης του σε περίπτωση επιστροφής του, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, ο κύριος λόγος δίωξης του από τις αρχές της χώρας του είναι ότι θεωρήθηκε ότι ο ίδιος έπρεπε να αποτρέψει την διαμαρτυρία και δεν το έπραξε∙ ισχυρισμός ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός καθώς δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες για να τεκμηριώσει την ευλογοφάνεια των λεγομένων του.

 

Προσθέτω επί τούτου ότι για να αποδειχθεί ότι ο Αιτητής κινδυνεύει λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων θα πρέπει να αποδείξει την ενεργή δράση του στην παράταξη που βρίσκεται ενάντια στο κυβερνόν κόμμα και τη στοχοποίηση του, πράγμα το οποίο δεν κατάφερε να αποδείξει ο Αιτητής. Στην παράγραφο 80 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, του Ύπατου αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, αναφέρονται τα εξής:

 

«80. Το να έχει κάποιος πολιτικές απόψεις διαφορετικές από εκείνες της κυβέρνησης δεν συνιστά από μόνο του λόγο για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα και ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι εξαιτίας αυτών των απόψεων έχει φόβο δίωξης. Τούτο προϋποθέτει ότι ο αιτών εκφράζει απόψεις που δεν είναι ανεκτές από τις αρχές, επειδή συνιστούν κριτική στην πολιτική ή στις μεθόδους τους. Προϋποθέτει επίσης ότι οι αρχές έχουν πληροφορηθεί τις απόψεις του συγκεκριμένου προσώπου ή ότι του αποδίδουν τέτοιες απόψεις. Οι πολιτικές απόψεις ενός διδασκάλου ή ενός συγγραφέα είναι ενδεχομένως περισσότερο έκδηλες από εκείνες ενός προσώπου που είναι λιγότερο δημόσια εκτεθειμένο. Η σχετική σημασία ή απήχηση των απόψεων του αιτούντος όπως διαπιστώνεται κάθε φορά με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης είναι επίσης καθοριστική.»

 

Φρονώ - όπως εξάλλου διαφαίνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου έκθεσής - εισήγηση ότι οι Καθ 'ων η Αίτηση διαπίστωσαν τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία και στη συνέχεια προέβησαν σε νομική εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του Αιτητή πριν καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα κατά την αξιολόγηση τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας και ορθώς έκριναν στην συνέχεια τον Αιτητή αναξιόπιστο αναφορικά με την πολιτική του δράση, όπως επίσης αναφορικά με τη συμμετοχή του σε μια διαδήλωση και την μετέπειτα σύλληψη του λόγω αυτής. 

 

Ακολούθως, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας, η λειτουργός ασύλου έκρινε ότι δεν επιβεβαιώθηκε ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Επί τούτου, έχοντας ήδη επισημάνει τις πλημμέλειες κατά την εξέταση από τους Καθ 'ων η αίτηση του ενδεχομένου παραχώρησης στον Αιτητή συμπληρωματικής προστασίας, το Δικαστήριο θα προχωρήσει σε αξιολόγηση του κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία, ήτοι το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο διαλαμβάνει ότι  [έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου]: 

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής  δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής[13] δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

Απομένει συνεπώς η εξέταση των προϋποθέσεων που θέτει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).  Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε  στην  απόφασή  του C-901/19, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημερ. 10.06.2021[14] ότι αυτοί είναι: 

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του στην υπόθεση Sufi and Elmi κατά Ηνωμ. Βασιλείου, ημερ. 28.11.2011[15] αξιολόγησε, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[16] (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ, της οδηγίας.

 

36.  Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37.  Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Σιέρρα Λεόνε και ειδικότερα στο Δυτικό Τμήμα (Western) όπου βρίσκεται η πόλη Tombo , την οποίαν το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή εκεί, εντοπίζοντας τα κάτωθι: 

 

·                Σύμφωνα με  το διαδραστικό χάρτη της διαδικτυακής πύλης  Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η Σιέρα Λεόνε δεν βρίσκεται υπό ένοπλη σύρραξη[17].

 

·                Σύμφωνα με την πηγή πληροφόρησης Crisis24, αναφέρεται για την κατάσταση ασφαλείας στην Σιέρρα Λεόνε πως η χώρα σημείωσε σημαντική πρόοδο  στο κομμάτι της σταθερότητας μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 2002 και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η χώρα θα μπορούσε να ξανά διολισθήσει  σε ένοπλη σύγκρουση. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι δεν υπάρχουν γνωστές τρομοκρατικές ομάδες που να δραστηριοποιούνται  ή που να εκτιμάται ότι αποτελούν απειλή για ξένα συμφέροντα στη χώρα. Ωστόσο, η εγκληματικότητα, και δη το μη βίαιο, ευκαιριακό έγκλημα είναι ευρέως διαδεδομένο . Ταυτόχρονα, συχνές είναι και οι κοινωνικές αναταραχές κατά τις οποίες οι δυνάμεις ασφαλείας τείνουν να απαντούν με τρόπο που συνήθως κλιμακώνει την κατάσταση[18].

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με πρόσφατα αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED κατά την χρονική περίοδο 24.10.2023 – 24.10.2024 στο Δυτικό Τμήμα (Western Region) της χώρας όπου βρίσκεται η πόλη Tombo καταγράφηκαν 11 περιστατικά ασφαλείας που είχαν ως αποτέλεσμα 21 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές[19]. Τα 11 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 1 μάχη (battle) η οποία είχε ως αποτέλεσμα 19 ανθρώπινες απώλειες, 6 περιστατικά που αφορούσαν βία κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια, 2 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια), και 2 διαμαρτυρίες (protests).[20] Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη πηγή, στην πόλη Tombo δεν έχει καταγραφεί κανένα περιστατικό τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα,  φαίνεται να καταγράφονται μερικές κοινωνικές αναταραχές και πολιτικές εντάσεις στην χώρα, εντούτοις, δεν διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης τόσο στην χώρα καταγωγής του Αιτητή όσο και στην περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή εκεί ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, μέτριου μορφωτικού επιπέδου, στην περιοχή  συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του και ικανός προς εργασία. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δεικνύουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Με βάση συνεπώς το σύνολο των στοιχείων ενώπιόν μου, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. 

 

Ενόψει, ωστόσο, της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία απορρίπτεται. 

 

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[5]  Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του  2018 (N. 73(I)/2018).

[7]  Βλ. Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) καθώς και το νέο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024).

[8] EUAA – European Union Agency for Asylum, Sierra Leone: Treatment of members of the National Grand Coalition party and of their relatives by the government, Q26-2024, 26 March 2024, σελ. 2 2024_03_EUAA_COI_Query_Response_Q26_Sierra+Leone_National_Grand_Coalition_Political.pdf

[9] ACLED (Armed Conflict Location and Event Data), When Emerging Democracies Breed Violence, Sierra Leone 20 Years After the Civil War, December 2020, σελ. 7, Report_SierraLeone_ACLED_Clingendael_WANEP-SL_2020webpub.pdf

[10] Freedom House, 'Freedom in the world 2024: Sierra Leone', Key Developments in 2023 διαθέσιμο στη διεύθυνση:  https://freedomhouse.org/country/sierra-leone/freedom-world/2024 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 24.10.2024]

[11] 2 UN Human Rights Council, Report of the Working Group on the Universal Periodic Review; Sierra Leone, 22 July 2021, para.78, g2119733.pdf

[12] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Sierra Leone, 23 April 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/sierra-leone/

[13] Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:C: 2009:94,  Elgafaji, σκέψη 32)

[14] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[15] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-105434%22]

[16] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[17]  RULAC, Geneva Academy,  available at: https://www.rulac.org/browse/map (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.10.2024 )

[18]  Crisis24,  'Sierra Leone Country Report / Security, Τελευταία Ενημέρωση: 13.05.2022,  https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/sierra-leone  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.10.2024 )

[19]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 24.10.2023 – 24.10.2024 , REGION: Africa, COUNTRY: Sierra Leone, ADMIN: Western) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 24.10.2024]

 

[20]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 24.10.2023 – 24.10.2024, REGION: Africa, COUNTRY: Sierra Leone, ADMIN: Western) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 24.10.2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο