W.N.I. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 6993/2022, 23/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  6993/2022

23 Οκτωβρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

W.N.I.,

από Νιγηρία

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Ο. Ηλιάδης (κος) για Α. Λαζάρου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Β. Θεοφάνους (κα) για Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 04.10.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 02.02.2021 και στις 19.02.2021 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, όπου αφίχθηκε με φοιτητική άδεια. Την 01.04.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 24.08.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε στις 25.08.2022 Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 04.10.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν αυθημερόν, μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον[1] ότι ο ίδιος κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που τον βαραίνει και ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς που προέβαλε κατά τη διοικητική διαδικασία ως προς τον κατ’ ισχυρισμόν φόβο δίωξης του σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία. Είναι κατά δεύτερον[2] η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα ενώ κατά τρίτον[3] προβάλει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν υπό πλάνη περί τα πράγματα και  κατά κατάχρηση εξουσίας. Κατά τέταρτον[4] ισχυρίζεται ότι δεν του επεξηγήθηκαν τα βασικά του δικαιώματα κατά τη διοικητική διαδικασία ενώ του αποστερήθηκε το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης καθώς δεν του δόθηκε η ευκαιρία να επεξηγήσει το πρόβλημά του αφού όλες οι ερωτήσεις ήταν καθοδηγούμενες από τον λειτουργό. Είναι κατά πέμπτον[5] η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη ενώ τέλος[6] προβάλλει ότι η έκθεση εισήγησης του λειτουργού ασύλου πάσχει.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, με την προφορική τους αγόρευση, υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, προβάλλοντας ότι δεν έχει τεκμηριωθεί βάσιμος φόβος δίωξης του Αιτητή από τον στρατό. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι η απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και αξιολόγησης.

 

Απαντώντας στα επιχειρήματα των Καθ’ ων η αίτηση κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή ισχυρίστηκε ότι δικαιούται να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας καθώς εκκρεμεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης/έρευνας, ωστόσο δεν υπάρχει σχετικό έγγραφο εντάλματος αλλά  προφορική δήλωση.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, διαπιστώνεται ότι πλην του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος προωθείται επί τη βάση σχετικής επιχειρηματολογίας, οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως προωθούνται με γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[7] αλλά και η σχετική επί του θέματος νομολογία.

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[8], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[9] Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες.

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου.[10]

 

Όλοι λοιπόν οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτών που αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας καθώς και αυτών που άπτονται της ουσίας της υπόθεσής του είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολό τους.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[11] θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος  οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[12].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της καταχώρησης του ονόματος του σε λίστα καταζητούμενων προσώπων από την ομόσπονδη κυβέρνηση της Νιγηρίας. Ως ισχυρίζεται, υπηρετούσε στην Ταξιαρχία 1081, στην πόλη Damasak, στην Πολιτεία Borno (1081 Brigade Workshop, Damasak, Borno State), με αποστολή στην πόλη Gwoza που βρίσκεται στην ίδια πολιτεία. Ως υποστηρίζει, στις 09.11.2020 γύρω στις 5.31 π.μ. δέχθηκαν επίθεση από μέλη της Boko Haram η οποία είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο αρκετών στρατιωτών. Εξαιτίας αυτού, ως ο ίδιος ανέφερε «Ι misplacing my riffle», κάτι το οποίο αποτελεί σοβαρό παράπτωμα στο στρατό. Εγκατέλειψε συνεπώς τη Νιγηρία για να αποφύγει το στρατοδικείο και τη φυλάκισή του, ενώ το όνομα του καταχωρήθηκε σε λίστα καταζητούμενων προσώπων.    

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με το προσωπικό του προφίλ ότι γεννήθηκε στην πόλη Umunede, της πολιτείας Delta (Umunede city, Ika North East Local Government Are (LGA), Delta State), αλλά σε νεαρή ηλικία μετακόμισε με την οικογένεια του στην πόλη Abuja όπου έμεινε μέχρι τα 9 του χρόνια. Ακολούθως, επέστρεψε στην πόλη Umunede, περιοχή διαμονής του, μέχρι την ένταξη του στο στρατό. Ως προς την πατρική του οικογένεια, δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε τον Δεκέμβριο του 2020, ενώ η μητέρα του, η αδερφή του και ο αδερφός του εξακολουθούν να διαμένουν στην πόλη Umunede. Όσον αφορά το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής ανέφερε ότι φοίτησε στο Delta State Polytechnic, ως ηλεκτρολόγος μηχανικός. Ως προς τη εργασιακή του πείρα, ο Αιτητής ανέφερε ότι πριν ενταχθεί στον στρατό εργαζόταν σε πρατήριο βενζίνης. Ταξίδεψε νόμιμα αεροπορικώς κάνοντας χρήση πρωτότυπου διαβατηρίου, με φοιτητική άδεια.

 

Αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο κύριος λόγος που τον ώθησε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ήταν η δουλειά του στον στρατό. Ως υποστηρίζει, ενώ υπηρετούσε στην πόλη Gwoza, στις 09.11.2020 γύρω στις 5.15 π.μ. δέχθηκαν επίθεση από την Boko Haram. Ως αποτέλεσμα της επίθεσης, και της προσπάθειας προστασίας του, ο Αιτητής έχασε το όπλο του καθώς έτρεχε. Σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο αυτό είναι σοβαρό αδίκημα. Ως εκ τούτου, εγκατέλειψε το στρατό χωρίς επίσημη άδεια λόγω φόβου στρατοδικείου, φυλάκισης και φόβου για τη ζωή του.

 

Κληθείς να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με την απώλεια του όπλου, ο Αιτητής επανέλαβε την επίθεση που δέχθηκαν στις 09.11.2020, υποστηρίζοντας ότι καθώς έτρεχε για να σωθεί, το όπλο έπεσε. Ως διευκρινίζει, το είχε δεμένο πάνω του με ένα σχοινί το οποίο κόπηκε και το όπλο έπεσε. Καθώς δεχόντουσαν πυροβολισμούς δεν μπορούσε να το πιάσει και συνέχισε να τρέχει για να σωθεί. Ως υποστηρίζει δεν επέστρεψε πίσω στο σημείο για να το βρει καθώς υπήρχε περίπτωση μέλη της Boko Haram να βρίσκονταν ακόμα εκεί και να τον σκότωναν. Σε ερωτήσεις αναφορικά με την αναζήτηση του ιδίου από τον στρατό, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η μητέρα του και η αδερφή του είναι υπό παρακολούθηση, καθώς ως τον ενημέρωσε ο αδερφός του, έξι (6) εβδομάδες μετά το περιστατικό επισκέφθηκαν το σπίτι του για έρευνα. Ρώτησαν την μητέρα του αν γνωρίζει που βρίσκεται ο Αιτητής, η οποία τους ανέφερε ότι βρισκόταν στην πολιτεία Borno, τότε την πληροφόρησαν ότι είναι υπό παρακολούθηση. Ερωτηθείς αν υπάρχει ένταλμα σύλληψης εναντίον του, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν υπάρχει έγγραφο αλλά απλώς προφορική δήλωση, ως προς το πρόσωπο του ότι είναι καταζητούμενο άτομο, από τα μέλη του στρατού στην μητέρα του. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, δεν έχει συμβεί κάτι στον ίδιο προσωπικά το διάστημα πριν εγκαταλείψει τη χώρα του, ενώ εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του νόμιμα προβάλλοντας ως λόγο για αυτό το γεγονός ότι είναι θέμα του στρατού όπου υπάρχουν διάφορα τμήματα και θα πρέπει να ενημερωθεί το συγκεκριμένο τμήμα.

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Μελετώντας την αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του από το λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, προκύπτουν τα ακόλουθα:   

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο λειτουργός ασύλου σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με την υπηκοότητα, την περιοχή καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, η οποία ορίζεται ως η πολιτεία Delta, και ο δεύτερος αναφορικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του από τον στρατό της Νιγηρίας λόγω της εξαφάνισης του όπλου του. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε δεκτός ενώ ο δεύτερος απορρίφθηκε.

 

Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με τον δεύτερο ισχυρισμό, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε ασάφειες, έλλειψη συνέπειας και ευλογοφάνειας, ενώ δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομέρειες αναφορικά με την ισχυριζόμενη δίωξη του. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το περιστατικό απώλειας του υπηρεσιακού του όπλου, αναφέροντας γενικά και αόριστα ότι ήταν δεμένο με σχοινί πάνω του, το οποίο κόπηκε και αυτό έπεσε. Περαιτέρω, κληθείς να δώσει πληροφορίες αναφορικά με την ισχυριζόμενη δίωξη του από τον στρατό, ο Αιτητής ανέφερε ότι η απώλεια στρατιωτικού όπλου αποτελεί σοβαρό αδίκημα στον στρατό, πράξη η οποία συνεπάγεται στρατοδικείο και φυλακή. Ο λειτουργός διαπίστωσε, ωστόσο, ότι οι εν λόγω δηλώσεις του Αιτητή βασίζονται σε υποθέσεις και υποψίες παρά σε πραγματικές πράξεις δίωξης εναντίον του. Ερωτηθείς αν υπάρχει ένταλμα σύλληψης εναντίον του, ο Αιτητής απάντησε θετικά, κληθείς όμως να δώσει περισσότερες πληροφορίες, ανέφερε ότι δεν υπάρχει έγγραφο αλλά απλώς προφορική δήλωση,  προβάλλοντας ότι έτσι λειτουργούν τα πράγματα στη Νιγηρία. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, κρίθηκε ότι τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο για την υποστήριξη του αιτήματός του, και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Κατά συνέπεια,  χωρίς επιπλέον ανάλυση και εφόσον η εσωτερική αξιοπιστία δεν έγινε αποδεκτή, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

 

Κατά την εξέταση του κινδύνου, ο λειτουργός κατέληξε ότι στην πολιτεία Delta, τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων, συνεπώς δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. 

 

Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου ή με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις 15 (α) και (β) της Οδηγίας∙ ενώ σε ότι αφορά τις διατάξεις 15 (γ) της οδηγίας διαπιστώνει ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ευλόγως ο Αιτητής κατά την επιστροφή του στη Νιγηρία δεν συνιστά σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής σύρραξης. 

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του από τον στρατό της Νιγηρίας λόγω της εξαφάνισης του όπλου του, έχω μελετήσει προσεκτικά τα πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή καθώς και το σύνολο του υλικού που τέθηκε ενώπιόν μου. Σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, το Δικαστήριο επισημαίνει τα εξής:

 

Συντάσσομαι με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό του Αιτητή. Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξής του διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε επαρκείς ερωτήσεις στον Αιτητή προκειμένου να καλύψει όλα τα επιμέρους ζητήματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του, προβαίνοντας σε ερωτήσεις τόσο ανοικτού όσο και κλειστού τύπου. Διαπιστώνω, επίσης, ότι πράγματι οι απαντήσεις του Αιτητή σε αρκετές από τις ερωτήσεις κρίνονται γενικές, αόριστες και ανεπαρκείς. Η περιγραφή της επίθεσης από την Boko Haram και της απώλειας του υπηρεσιακού του όπλου στερούνται λεπτομέρειας και παραστατικότητας. Παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής δίνει πληροφορίες αναφορικά με την ημερομηνία και την ώρα της επίθεσης, εντούτοις, η περιγραφή της επίθεσης, και της απώλειας του όπλου κρίνεται γενική και λακωνική. Η περιγραφή του Αιτητή περιορίζεται στην αναφορά εκρήξεων, πυροβολισμών και θανάτων. Ειδικότερα ο Αιτητής ανέφερε ότι: «On the 09/11/2020 at about 05.15 a.m. we were attacked by Boko Haram. Many lives were lost, soldiers were killed. As a result of the fire and explosion… when we had an enemy attack and in the cause of shooting and fighting, I was going around to save my life. And I lost my gun. I misplaced it while I was running» (ερυθρό 25, 3Χ Δ.Φ.). Επιπλέον, σε σχετικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με την απώλεια του όπλου, ο Αιτητής προβάλει ότι το είχε δεμένο με σχοινί πάνω του, το οποίο κόπηκε και το όπλο έπεσε (ερυθρό 24, 3Χ Δ.Φ.). Διαπιστώνω ότι ορθώς οι δηλώσεις του κρίνονται ως μη ευλογοφανείς και ικανοποιητικές, καθώς η περιγραφή του στερείται παραστατικότητας και αμεσότητας. Τέλος, παρατηρώ ότι όντως το αφήγημα του περί αναζήτησης του από τον στρατό και συμπερίληψης του ονόματος του σε λίστα καταζητούμενων προσώπων στηρίζεται σε εικασίες. Η μη ύπαρξη εντάλματος σύλληψης, και η δήλωση του ότι τα πράγματα στη Νιγηρία λειτουργούν διαφορετικά (ερυθρό 23, 5Χ, Δ.Φ.), πλήττουν σοβαρά την αξιοπιστία του λαμβάνοντας υπόψη ότι από έρευνα σε εξωτερικές πηγές δεν προκύπτει ότι τα προφορικά εντάλματα σύλληψης είναι η συνήθης πρακτική στη Νιγηρία. Συνεπώς σε περιπτώσεις όπως η κατ’ ισχυρισμόν στρατιωτική καταδίωξη του Αιτητή, θα αναμενόταν ότι ένα ένταλμα σύλληψης θα εκδιδόταν γραπτώς. Πρόσθετα, η διατύπωση των δηλώσεων του Αιτητή παραπέμπει σε εικασίες και όχι σε πραγματικές ενέργειες ή πράξεις δίωξης. Επισημαίνεται ότι ο Αιτητής αναχώρησε νόμιμα από τη χώρα καταγωγής του χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα, προβάλλοντας ως επιχείρημα κατά την επισήμανση της εν λόγω ασυνέπειας από τον λειτουργό, ότι είναι θέμα του στρατού και δεν ενημερώθηκε το αρμόδιο τμήμα. Ωστόσο, αναμένεται πως κάποιος που καταζητείται και μάλιστα από το στρατό της χώρας, δεν είναι πιθανό να λάβει νόμιμη άδεια εξόδου από τις αρχές της χώρας, ως ο Αιτητής που ταξίδεψε με φοιτητική άδεια και διαβατήριο.

 

Καταληκτικά, το αφήγημα του στερείται ευλογοφάνειας, παραστατικότητας και βιωματικού στοιχείου για τα όσα διαδραματίστηκαν, τα οποία ώθησαν τον ίδιο στο να εγκαταλείψει οριστικά τη χώρα καταγωγής του και να αιτηθεί διεθνή προστασία.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, παρατηρώ ότι ο Αιτητής, προς υποστήριξη του αιτήματος του, προσκόμισε φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζεται ο ίδιος με στρατιωτικά ρούχα, καθώς και αντίγραφο στρατιωτικής ταυτότητας του Νιγηριανού Στρατού. Παρατηρώ ωστόσο ότι ουδεμία αναφορά έγινε στα εν λόγω στοιχεία στο πλαίσιο της Εισηγητικής Έκθεσης, παρά την υποχρέωση που υπάρχει για διεξοδική εξέταση όλων των αποδεικτικών στοιχείων και αξιολόγησή τους ως προς τον τρόπο με τον οποίον αυτά στηρίζουν ή έρχονται σε αντίφαση με το αφήγημα του αιτούντος[13].

Εν πάση περιπτώσει, προβαίνοντας στην αξιολόγηση των προσκομισθέντων τεκμηρίων, διαπιστώνω τα εξής: Όσον αφορά την στρατιωτική ταυτότητα, παρατηρώ ότι πρόκειται για έγχρωμο αντίγραφο στρατιωτικής ταυτότητας του Νιγηριανού Στρατού, το οποίο φέρει υπογραφή κατόχου και αρμόδιας αρχής, χωρίς καταγραφή των ονομάτων των υπογραφέντων. Επιπρόσθετα, δε διακρίνεται φωτογραφία αλλά ούτε και κανένα προσωπικό στοιχείο του κατόχου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής ανέφερε ότι τα στοιχεία αυτά καταστράφηκαν λόγω έκθεσης της ταυτότητας στον ήλιο (ερυθρό 26, Δ.Φ.), δήλωση η οποία δεν κρίνεται ευλογοφανής καθώς όλα τα υπόλοιπα στοιχεία εμφαίνονται με εξαιρετική καθαρότητα. Η φθορά που θα μπορούσε να προκληθεί από την έκθεση στον ήλιο, εάν υπήρχε, θα αναμενόταν να επηρεάσει ομοιόμορφα όλα τα δεδομένα της ταυτότητας και όχι επιλεκτικά μόνο τα προσωπικά στοιχεία και τη φωτογραφία.

 

Αναφορικά με τις φωτογραφίες, οι οποίες σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αιτητή απεικονίζουν τον ίδιο όταν ήταν στον στρατό (ερυθρό 27, Δ.Φ.), αυτές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά ή ενισχυτικά των ισχυρισμών του, διότι δεν προσφέρουν κάποια επιβεβαίωση της στρατιωτικής του ιδιότητας ή της συμμετοχής του σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Πρόσθετα, δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί η γνησιότητα των φωτογραφιών χωρίς επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία που να συνδέουν τον Αιτητή με την υποτιθέμενη στρατιωτική του θητεία.

 

Πέραν τούτων, τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν προσθέτουν κάτι περαιτέρω, ούτε ενισχύουν το επιχείρημα του Αιτητή περί καταδίωξής του από τον στρατό. Η έλλειψη επιπρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων, όπως έγγραφα που να επιβεβαιώνουν την καταχώρησή του σε λίστα καταζητούμενων ή αναφορές από αξιόπιστες πηγές που να επιβεβαιώνουν την καταδίωξή του, καθιστά τον ισχυρισμό του αδύναμο και αναξιόπιστο, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη την συνολική αναξιοπιστία στο αφήγημά του.

 

Συνεπώς, το σύνολο των τεκμηρίων και επιχειρημάτων που προσκόμισε ο Αιτητής δεν επαρκεί για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του, ενώ η έλλειψη βασικών πληροφοριών και αποδεικτικών ενισχύει την αμφιβολία ως προς τη γνησιότητα του ισχυρισμού του.

Κατά τούτο ο ισχυρισμός αυτός του κρίνεται ως αναξιόπιστος.

 

Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς.

 

Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου: 

 

«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισήμανε στην απόφαση του CFDN κατά  Bundesrepublic Deutschland[14] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmi[15] αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση MekiElgafaji,NoorElgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[16]:  

 

«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

 34.Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

 38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή (πολιτεία Delta), όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας του Αιτητή συνάδουν με αυτά του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, ότι στην πολιτεία Delta δεν υπάρχει, γενικά, πραγματικός κίνδυνος για έναν άμαχο να θιγεί προσωπικά κατά την έννοια του άρθρου 15 στοιχείο γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Ως συγκεκριμένα καταγράφεται στις πηγές που ανέτρεξε το Δικαστήριο:

 

·                Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με το διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και Ισλαμικού Κράτους (Islamic State in West Africa Province/ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του Ισλαμικού Κράτους (ISWAP) και της Boko Haram. Από το 2014, η πολυεθνική ομάδα που δημιουργήθηκε (Multinational Joint Task Force) – η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία– έχει παρέμβει προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς[17] .

 

·                Σύμφωνα με την ανάλυση του επιπέδου επικινδυνότητας της Νιγηρίας, η ιστοσελίδα Crisis 24, αναφέρει ότι η Νιγηρία αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις σε θέματα ασφάλειας. Οι κοινωνικές και εργατικές αναταραχές είναι συχνό φαινόμενο, το οποίο εκδηλώνεται με διαμαρτυρίες στους δρόμους και απεργίες στα κύρια αστικά κέντρα. Επίσης, παρουσιάζονται κοινοτικές διενέξεις και/ή συγκρούσεις που έχουν στο επίκεντρο τους πόρους (resource-based) στις αγροτικές περιοχές. Η απουσία μιας ολοκληρωμένης σφαιρικής λύσης στα ζητήματα που άπτονται της κτηνοτροφίας (pastoralist conflict) έχει τροφοδοτήσει τη βία στην κυρίως γεωργική Μέση Ζώνη (agricultural Middle Belt), στο παρασκήνιο εθνοπολιτικών εντάσεων. Εν τω μεταξύ, οι ισλαμιστικές εξεγέρσεις που πηγάζουν από τις ομάδες Boko Haram και Ισλαμικό Κράτος (Islamic State in West Africa Province/ISWAP) συνεχίζουν να αποτελούν μια διαρκή, αν και γεωγραφικά περιορισμένη, απειλή στην απομακρυσμένη βορειοανατολική περιοχή της Νιγηρίας και στις συνοριακές περιοχές με γειτονικές χώρες[18]. 

 

·                Τέλος, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 29.08.2023 έως 29.08.2024 καταγράφηκαν στην πολιτεία Delta 172 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 126 ανθρώπινες ζωές. Τα 172 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 18 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 14 ανθρώπινες απώλειες, 56 διαμαρτυρίες (protests) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 44 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 21 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 54 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 89 ανθρώπινες απώλειες.[19] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Delta το 2022 εκτιμάται ότι ανερχόταν στα 5,636,100[20].

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πολιτεία Delta, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.  

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Π.Δ. 166/2023) αλλά και του πιο πρόσφατου ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

  

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. σημεία 3.1, 3.2 και 3.3 της γραπτής του αγόρευσης.

[2] Βλ. σημεία 3.4, 3.5 και 3.6 της γραπτής του αγόρευσης.

[3] Βλ. σημεία 3.7, 3.8 και 3.9 της γραπτής του αγόρευσης.

[4] Βλ. σημεία 3.10, 3.11, 3.10 και 3.15 της γραπτής του αγόρευσης.

[5] Βλ. σημεία 3.13 και 3.14 της γραπτής του αγόρευσης.

[6] Βλ. σημεία 3.16, 3.17 και 3.18 της γραπτής του αγόρευσης.

[7] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[8] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. https://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1993/rep/1993_3_0598.htm 

[9] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007

[10] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[11] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018)

[12] Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010

[13] Βλ. European Asylum Support Office (2015), 'Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων', διαθέσιμο στη διεύθυνση: Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων (europa.eu), σελ. 9-10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22.10.2024)

 

 

[14] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[15] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[16] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[17] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, Τελευταία Ενημέρωση: 02.03.2023  https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria [Ημερομηνία Πρόσβασης: 04.09.2024]

[18] Crisis 24, Τελευταία Ενημέρωση: 07.06.2024, https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/nigeria [Ημερομηνία Πρόσβασης: 04.09.2024]

[19] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Custom Date Range, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Delta) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 04.09.2024]

[20] City Population, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA010__delta/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 04.09.2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο