ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 7228/2022
30 Οκτωβρίου, 2024
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
V. N. A.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
.................................................
Κασσάνδρα Κουπαρή, Δικηγόρος για τον αιτητή
Ιωάννα Χαραλάμπους για Μέλανη Τρεμούρη,, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 04/10/2022, που του κοινοποιήθηκε στις 09/11/2022 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του, για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όσο και από το διοικητικό φάκελο, ο αιτητής είναι υπήκοος του Καμερούν και αφίχθηκε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, όπου στις 17/09/2019 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Στις 02/08/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής: «EUAA»), που ετοίμασε στις 16/09/2022 Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, ο οποίος στις 04/10/2022 αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση, απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Κατόπιν των ανωτέρω, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 09/11/2022 επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της επί του αιτήματος του αιτητή, η οποία επιδόθηκε δια χειρός στον αιτητή αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης προέβαλε τους κάτωθι λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης: 1) Παράβαση των άρθρων 13(4), 19 (2β), 18 (3)(4)(5) του Περί Προσφύγων Νόμου και των άρθρων 26,28, 44, 46, 47 του Ν.158(Ι)/99 λόγω μη δέουσας έρευνας, πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα, 2) Παράβαση του άρθρου 19 2 (γ) του Ν.6 (Ι)/2000 και 3) παράβαση του άρθρου 12 Γ του Ν.6 (Ι)/2000.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, με τη γραπτή της αγόρευση, αιτείται την απόρριψη του συνόλου των ισχυρισμών λόγω παραβίασης του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ως γενικοί και αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως. Παράλληλα, υπεραμύνεται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων. Απορρίπτοντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς υποστήριξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη και σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία.
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να αναφερθεί πως οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται από την συνήγορο του αιτητή είναι με τρόπο γενικό και αόριστο, και δεν εντοπίζω τεκμηριωμένους νομικούς ισχυρισμούς. Ειδικότερα, η επίκληση νομικών κανόνων καθώς και η παράθεση πλήθος πληροφοριών από την χώρα καταγωγής του αιτητή, χωρίς αυτά να συνδέονται με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του αιτητή ή να μην συνδέονται ορθά με αυτά δεν είναι αρκετή.
Από τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, καθορίζεται πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3Α.Α.Δ. 598, λέχθηκε πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο (βλ. Ζωμενή-Παντελίδου ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.7.2007). Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Σε διαφορετική περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709)».
Όπως προκύπτει, από την ανωτέρω νομολογία, όλοι οι νομικοί ισχυρισμοί θα πρέπει να αναπτύσσονται και να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από τον αιτητή, εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια καθιστά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης (βλ. Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 361). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ουδείς από τους λόγους ακυρώσεως που προωθούνται στην Γραπτή Αγόρευση του αιτητή δεν προβάλλεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, αλλά ούτε και σύμφωνα με τα όσα η νομολογία έχει καθορίσει.
Η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε από τους προβαλλόμενους αόριστα νομικούς ισχυρισμούς θα συνεπαγόταν την καταστρατήγηση των δικονομικών διατάξεων και τη σημασία που έχουν στον καθορισμό επίδικων θεμάτων. Η συνήγορος του αιτητή δεν παράθεσε με λεπτομέρεια, ακρίβεια και καθαρότητα τους προβαλλομένους ισχυρισμούς, ούτε προέβη στα απαραίτητα διαβήματα για να μπορούν να συζητηθούν και ως εκ τούτου, απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Ούτως ή άλλως ο αιτητής είχε την ευχέρεια να προβεί στο κατάλληλο δικονομικό διάβημα για να τροποποιήσει τους νομικούς ισχυρισμούς της αίτησης ακυρώσεως, αλλά και για να τους εξειδικεύσει στην Γραπτή του Αγόρευση, πράγμα που βεβαίως δεν έπραξε.
Με την Απαντητική του Γραπτή Αγόρευση, ο αιτητής δια της συνηγόρου του, απορρίπτει όσα αναπτύσσουν οι Καθ’ων η αίτηση στην γραπτή τους αγόρευση, επαναλαμβάνει πως είναι εσφαλμένη η αξιολόγηση των Καθ’ων η αίτηση ως προς την χορήγηση στον αιτητή συμπληρωματικής προστασίας, παραθέτοντας πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του αιτητή σχετικά με τους επιστραφέντες στο Καμερούν και την κατάσταση ασφαλείας εκεί και τέλος, υποστηρίζει πως δεν είναι εφικτή η μετεγκατάσταση του σε άλλη περιοχή του Καμερούν λόγω έλλειψης υποστηρικτικού δικτύου και έλλειψης πόρων ενώ εκλείπει η κρατική πρόνοια για την ομαλή επανεγκατάσταση πολιτών σε άλλες περιοχές που δεν επηρεάζονται από την κρίση.
Οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί είναι γενικοί και αόριστοι και δεν συγκεκριμενοποιούνται σε βαθμό που να μπορούν να αποδείξουν ότι το αρμόδιο όργανο υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα στη διαδικασία που εξελίχθηκε ενώπιόν του. Θα πρέπει να αναφερθεί πως υπήρχε η δυνατότητα να προσκομίσει οποιαδήποτε στοιχεία επιθυμούσε στην ενώπιον μου διαδικασία λόγω ακριβώς της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, εφόσον το Δικαστήριο εξετάζει κατ’ ουσία τα αιτήματα που τίθενται ενώπιον του, πράγμα που βεβαίως δεν έπραξε και αρκέστηκαν στις αναφορές της δικηγόρου του μέσω της γραπτής της αγόρευσης..
Θα πρέπει βεβαίως να τονιστεί πως οι Γραπτές Αγορεύσεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν ισχυρισμούς που αφορούν πραγματικά γεγονότα. Σύμφωνα, όμως, με πάγια νομολογία επί του θέματος, η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (βλ. ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 ΑΑΔ 242, Μαρία Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281 και Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή άλλου (1995) 4 ΑΑΔ 1275).
Ούτως ή άλλως η συνήγορος του αιτητή είχε τη δυνατότητα να προβεί στο αναγκαίο δικονομικό διάβημα θέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αίτημα για προσκόμιση μαρτυρίας, πράγμα που δεν έπραξε. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του όλο το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο και βεβαίως εντοπίζεται στον διοικητικό φάκελο (βλ. ΡΟΥΣΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΙΔΗ Κ.Α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και ΡΑΦΤΗ Κ.Α. ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Ως εκ τούτου, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί απορρίπτονται. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής δεν θα μπορούσαν να τον υπαγάγουν στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα ενόψει της αοριστίας και της γενικότητας με την οποία προβάλλονται στην ενώπιον μου διαδικασία και όσα αφορούν την ουσία του αιτήματος θα εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο, ενόψει της δικαιοδοσίας του, θα προβεί σε κατ’ ουσίαν έλεγχο του αιτήματος που υπέβαλε ο αιτητής στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του. Συνεπώς, θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε o αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Στην αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του εξαιτίας των πολλών δολοφονιών και εμπρησμών οικιών που λαμβάνουν χώρα στο Καμερούν. Όπως κατέγραψε, ο πατέρας του δολοφονήθηκε και έτσι αποφάσισε να έρθει στην Κύπρο για να σώσει τη ζωή του (ερ. 1 του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος του Καμερούν γεννηθείς στην Kumba όπου διέμεινε μέχρι το θάνατο του πατέρα του τον Ιούνιο του 2019 και στη συνέχεια, μετέβη στην Douala. Δήλωσε πως έχει λάβει 5 με 6 έτη σχολικής εκπαίδευσης και εργαζόταν μαζί με τον πατέρα του έως τον Ιανουάριο του 2018 ως πωλητής ρούχων και υποδημάτων(ερ. 27 5χ του δ.φ.). Δήλωσε έγγαμος και πατέρας τριών τέκνων, τα οποία μαζί με την σύζυγό του διαμένουν στην Douala με την μεγαλύτερη αδελφή του. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια δήλωσε πως ο πατέρας του έχει αποβιώσει, η μεγαλύτερη αδελφή του διαμένει στην Douala, ο αδελφός του στη Νότια Αφρική και η μητέρα του βρίσκεται στην Kumba (ερυθρό 28 3χ,4χ του διοικητικού φακέλου).
Όπως ισχυρίστηκε, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του λόγω της κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή διαμονής του καθώς και λόγω του ότι αναζητείται από τον στρατό επειδή θεωρείται ένας εκ των Amba boys. Αναφορικά με την κατάσταση ανασφάλειας στην περιοχή διαμονής του δήλωσε πως παντού υπήρχαν πυροβολισμοί και πως ο πατέρας του πέθανε από πυρά. Ειδικότερα, δήλωσε πως στις 22 Ιουνίου 2019 μαχητές Ambazonians ενώ καταδιώκονταν από τον στρατό πήγαν να κρυφτούν πίσω από το σπίτι τους, ο στρατός άνοιξε πυρά προς τους αυτονομιστές με αποτέλεσμα μια σφαίρα να χτυπήσει θανάσιμα τον πατέρα του (ερυθρά 27 2χ, 26 3χ, 1χ του διοικητικού φακέλου). Πρόσθεσε πως από τον θάνατο του πατέρα του ο στρατός πήγαινε σπίτι του και τον αναζητούσε θεωρώντας ότι είναι ένας από αυτούς επειδή οι Amba boys κρύφτηκαν πίσω από το σπίτι τους (ερυθρό 26 4χ, 5χ του διοικητικού φακέλου). Πρόσθεσε πως 3 εβδομάδες από τον θάνατο του πατέρα του μετέβη στην Douala για να διαμείνει μαζί με την αδελφή του, η οποία όμως ως δήλωσε έμενε σε ένα μικρό συγκρότημα στο οποίο δεν μπορούσαν να διαμείνουν όλοι μαζί και έτσι εγκατέλειψε την χώρα του.
Δήλωσε πως κατά την διαμονή του στην Douala η μητέρα του τον καλούσε και του έλεγε πως ο στρατός συνέχιζε να πηγαίνει και να τον ψάχνει, πληροφορία που όπως ανέφερε του μετέφεραν και οι φίλοι του. Δεν γνωρίζει πόσες φορές ο στρατός επισκέφτηκε την οικία του και τον αναζητούσε ενώ ισχυρίστηκε πως η μητέρα του, του έλεγε ότι συνέχιζαν να τον αναζητούν (ερυθρό 25 5χ 4χ του διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια, σε διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε δήλωσε πως 7 ημέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του η μητέρα του πήγε να διαμείνει στο δάσος και πως ενημερωνόταν για τις επισκέψεις του στρατού από τους γείτονες. Επανέλαβε τέλος, κατόπιν υποβολής σε αυτόν διευκρινιστικής ερώτησης πως ο κύριος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε την Douala ήταν επειδή καταζητείτο.
Ερωτηθείς εάν θα μπορούσε να επιστρέψει στην Douala αποκρίθηκε αρνητικά επειδή όπως ισχυρίστηκε, θα κινδυνεύσει με σύλληψη καθότι αναζητείται από τον στρατό και την αστυνομία οι οποίοι θεωρούν ότι ανήκει στους Amba boys. Το γεγονός αυτό το πληροφορήθηκε από την μητέρα του η οποία δύο μήνες από την άφιξη του στην Κύπρο επικοινώνησε μαζί του και του είπε πως υπάρχει φωτογραφία του στο αστυνομικό τμήμα που φέρει την ένδειξη ότι καταζητείται (ερυθρό 25 2χ, 6χ, 7χ, 8χ, 9χ του διοικητικού φακέλου).
Στην εισηγητική έκθεση ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν αναφορικά με τα στοιχεία ταυτότητας, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ένα δεύτερο αναφορικά με το ότι ο αιτητής πήγε στην Douala το 2019 με την οικογένεια του εξαιτίας της ανασφάλειας στην περιοχή του και έναν τρίτο σχετικά με το ότι ο αιτητής καταζητείται από τις αρχές του Καμερούν από τον Ιούνιο του 2019 επειδή πιστεύουν ότι είναι Amba boy.
O πρώτος ισχυρισμός έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Ομοίως ως αποδεκτός κρίθηκε ο δεύτερος ισχυρισμός του αιτητή περί του ότι ο αιτητής πήγε στην Douala το 2019 με την οικογένεια του εξαιτίας της κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή διαμονής του. Ειδικότερα, κρίθηκε πως οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τον θάνατο του πατέρα του από αδέσποτη σφαίρα στο πλαίσιο σύγκρουσης μεταξύ του στρατού και των Amba boys στην Kumba ήταν συνεκτικές και συγκεκριμένες. Ομοίως ως χρονικά συγκεκριμένη κρίθηκε η δήλωση του όταν κλήθηκε να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο απεβίωσε ο πατέρας του. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι οποίες επιβεβαιώνουν τα λεγόμενα του αιτητή και ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στο σύνολο του.
Εντούτοις, ο τρίτος ισχυρισμός του αιτητή περί του ότι καταζητείται από τις αρχές του Καμερούν από τον Ιούνιο του 2019 επειδή αυτοί πιστεύουν ότι είναι Amba boy, αυτός έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα, επισημάνθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό πως ο αιτητής προέβαλε δύο διαφορετικές εκδοχές σχετικά με τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε το Καμερούν ισχυριζόμενος σε ένα σημείο της συνέντευξης του πως εγκατέλειψε την Douala επειδή ο ίδιος και η οικογένεια του ήταν βάρος στην αδελφή του, ενώ σε άλλο σημείο δήλωσε πως εγκατέλειψε το Καμερούν επειδή δεν ένιωθε ασφαλής. Όταν υπεδείχθη σε αυτόν η ανωτέρω απόκλιση στους ισχυρισμούς του ο αιτητής επανέλαβε χωρίς να είναι σε θέση να επεξηγήσει την ανωτέρω ασυνέπεια στα λεγόμενα του πως εγκατέλειψε την περιοχή επειδή καταζητείτο από τις αρχές. Επιπρόσθετα, δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με πειστικότητα για ποιο λόγο δεν ανέφερε ότι καταζητείται από τις αρχές της χώρας του κατά την καταγραφή της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως ο αιτητής παρέθεσε δύο διαφορετικούς λόγους για τους οποίους καταζητείται από τις αρχές του Καμερούν και όταν η ανωτέρω ασάφεια υπεδείχθη στον αιτητή από τον αρμόδιο λειτουργό ο αιτητής αντί να διασαφηνίσει την ανωτέρω ασυνέπεια προέβαλε μια τρίτη εκδοχή ισχυριζόμενος ασαφώς πως την ημέρα που πυροβολήθηκε ο πατέρας του οι Amba boys κρύφτηκαν πίσω από το σπίτι του και ο στρατός ρώτησε τι έκαναν αυτοί εκεί υποθέτοντας κατά τον αιτητή πως ίσως και ο ίδιος να είναι ένας από αυτούς. Επίσης, ως αντιφατική κρίθηκε η δήλωση του αιτητή αναφορικά με το ότι η μητέρα του τον καλούσε στο τηλέφωνο και του έλεγε πως ο στρατός πήγαινε συνεχώς σπίτι του και τον αναζητούσε ενώ η μητέρα του διέφυγε μια εβδομάδα μετά τον θάνατο του πατέρα του στο δάσος.
Όταν ρωτήθηκε για το πως η μητέρα του τον καλούσε από το δάσος ο αιτητής αποκρίθηκε ασαφώς πως η μητέρα του είχε τηλέφωνο και πως υπήρχαν τα πάντα στο δάσος. Στη συνέχεια, κρίθηκε πως οι δηλώσεις του αιτητή, όταν κλήθηκε να επεξηγήσει πως η μητέρα του γνώριζε ότι ο στρατός πήγαινε στο σπίτι τους ενώ διέμενε στο δάσος, δεν ήταν συγκεκριμένες και επαρκείς. Περαιτέρω, κρίθηκε πως ο αιτητής δεν μπορούσε να προσδιορίσει τη συχνότητα των επισκέψεων του στρατού στο σπίτι τους καθώς και να παραθέσει με λεπτομέρεια τι συνέβαινε όταν πήγαινε ο στρατός στο σπίτι του και τον αναζητούσε. Τέλος, ούτε ήταν σε θέση ο αιτητής να επεξηγήσει με συγκεκριμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες τη δήλωση του σχετικά με το ότι η μητέρα του όταν έφθασε στην Douala τον κάλεσε και του «είπε τα πάντα» και «πως εάν πήγαινε στην αστυνομία το όνομα του θα ήταν εκεί με την ένδειξη ότι καταζητείται», με τον αιτητή να επαναλαμβάνει τα όσα ανέφερε σε προηγούμενο σημείο (ερυθρά 79-78 του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από τις οποίες προκύπτει πως εκατέρωθεν τα μέρη της σύγκρουσης επιδίδονται σε δολοφονίες και στοχοποιήσεις αμάχων, ενόψει όμως του ότι δεν θεμελιώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού ως αναλύθηκε ανωτέρω αυτός δεν έγινε αποδεκτός. Προχωρώντας στη συνέχεια στην αξιολόγηση του κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως στη βάση των ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί και σε συνάρτηση αυτών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του αιτητή σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή συνήθους διαμονής του αιτητή (Kumba, South West) δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να θεωρηθεί πως σε περίπτωση επιστροφής του στην περιοχή συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του θα υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη (ερυθρό 77 του διοικητικού φακέλου).
Ακολούθως, ο λειτουργός αξιολόγησε το νομοθετικό πλαίσιο για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και για το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του αιτητή, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε οποιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών του αιτητή, του προσωπικού του προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και ως εκ τούτου, εισηγήθηκε πως ο αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα. Επιπλέον, κρίθηκε πως ο αιτητής κατά την επιστροφή του στο Καμερούν δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, ο οποίος να αντιστοιχεί στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, o αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του αιτητή αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kumba, περιοχή συνήθους διαμονής του αιτητή, καταλήγοντας πως ο βαθμός της βίας στην εν λόγω περιοχή είναι πολύ χαμηλός σύμφωνα με τις πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Στη συνέχεια, αξιολόγησε τις ατομικές περιστάσεις του αιτητή, ειδικότερα επεσήμανε πως ο αιτητής είναι ένας άνδρας ηλικίας 39 ετών, χωρίς ευαλωτότητες, με οικογένεια (αδελφή, σύζυγο και τέκνα) στην Douala και από την οποία(οικογένεια) τεκμηριώνεται ότι ο αιτητής μέχρι και την άφιξη του στην Κύπρο δεν υπέστη οιανδήποτε βλάβη ή προσωπική ενόχληση από τις αποσχιστικές δυνάμεις ή τον στρατό της χώρας του. Επομένως, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν καθώς και τι ατομικές περιστάσεις του αιτητή πως δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται πως ο αιτητής κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην αγγλόφωνη περιοχή (Kumba) θα κινδυνεύσει, με μόνη την παρουσία του στην περιοχή, να έρθει αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου).
Επομένως, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτηματός του αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ερυθρά 74-73 του διοικητικού φακέλου). Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Αναφορικά με τον πρώτο και τον δεύτερο ισχυρισμό του αιτητή περί της ταυτότητας, της χώρας καταγωγής και των προσωπικών του στοιχείων καθώς και περί του ότι ο αιτητής πήγε στην Douala το 2019 με την οικογένεια του εξαιτίας της ανασφάλειας στην περιοχή του, αυτοί έγιναν αποδεκτοί από τους καθ΄ ων η αίτηση και δεν αμφισβητούνται στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Ενόψει τούτου, θα προχωρήσω στην αξιολόγηση του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού που πρόβαλε ο αιτητής στα πλαίσια βεβαίως εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ως προς τον τρίτο ισχυρισμό περί του ότι καταζητείται από τις αρχές του Καμερούν από τον Ιούνιο του 2019 επειδή αυτοί πιστεύουν ότι είναι Amba boy, διαπιστώνω ότι είναι ορθά τα ευρήματα αναξιοπιστίας ως αυτά εντοπίσθηκαν από τους Καθ’ων η αίτηση κατά την εισηγητική τους έκθεση. Ειδικότερα, παρατηρώ ως ορθά διεπίστωσαν οι Καθ’ων η αίτηση πως οι δηλώσεις του αιτητή σχετικά με την κατ’ ισχυρισμόν του δίωξη από τις αρχές του Καμερούν επειδή τον θεωρούσαν Amba boy χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από ασάφεια, αοριστία και έλλειψη συνεκτικότητας, ενώ τέθηκε σε αυτόν από τον αρμόδιο λειτουργό ένας επαρκής αριθμός διευκρινιστικών ερωτήσεων προκειμένου ο αιτητής να επεξηγήσει εντοπισθείσες ασάφειες και αποκλίσεις στις δηλώσεις του, τις οποίες (αποκλίσεις) ως διαπιστώνω δεν μπορούσε σε κανένα σημείο της συνέντευξης του να διασαφηνίσει αλλά επαναλάμβανε τους ισχυρισμούς του.
Ειδικότερα, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τον χρόνο κατά τον οποίο ξεκίνησαν οι ενοχλήσεις του στρατού στο σπίτι τους (ερυθρό 26 4χ, 5χ του διοικητικού φακέλου) καθώς και να συγκεκριμενοποιήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτές οι ενοχλήσεις έλαβαν χώρα (ερυθρό 25 4χ του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, δεν καθίσταται σαφές από τις δηλώσεις του η συχνότητα με την οποία οι Ambazonians πήγαιναν και κρύβονταν πίσω από το σπίτι τους, ενώ προκύπτει πως αυτό συνέβη μια φορά κατά την ημέρα του θανάτου του πατέρα του (ερυθρά 26 1χ, 24 5χ του διοικητικού φακέλου).
Επιπρόσθετα, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια και επάρκεια πληροφοριών τον τρόπο με τον οποίο η μητέρα του έλαβε γνώση των επισκέψεων του στρατού στο σπίτι τους (ερυθρά 25 5χ, 4χ, 24 6χ του διοικητικού φακέλου) προβάλλοντας κάθε φορά άλλη εκδοχή ισχυριζόμενος σε ένα σημείο πως η μητέρα του τον καλούσε και του έλεγε ότι ο στρατός συνεχίζει να πηγαίνει στο σπίτι τους και να τον ψάχνει, σε άλλο σημείο πρόσθεσε πως και οι φίλοι του τον ενημέρωσαν για τις εν λόγω επισκέψεις του στρατού στο σπίτι τους και σε ένα τρίτο σημείο πως η μητέρα του πληροφορήθηκε από τους γείτονες της περιοχής πως ο στρατός πηγαίνει στην οικία τους.
Επομένως, από τις δηλώσεις του προκύπτει πως οι ανωτέρω ενοχλήσεις του στρατού αποτελούν μαρτυρία των γειτόνων και φίλων του αιτητή και όχι γεγονότα τα οποία ο ίδιος και η οικογένεια του βίωσαν προσωπικά. Επίσης, ο αιτητής διέμεινε 3 εβδομάδες στην οικία τους από το θάνατο του πατέρα του - χρόνο κατά τον οποίο προσδιόρισε ως αφετηρία των επισκέψεων του στρατού- χωρίς να έχει ενοχληθεί, ως ευλόγως θα αναμένονταν, προσωπικά από τον στρατό και χωρίς να έχει δεχθεί οιανδήποτε βλάβη, απειλή ή ενόχληση από οιονδήποτε φορέα.
Επιπρόσθετα, ο αιτητής δεν κατάφερε να διασαφηνίσει με πειστικότητα τον λόγο για τον οποίο καταζητείται από τις αρχές και τον στρατό της χώρας του παρά αποτελεί δική του προσωπική εκτίμηση πως θεωρείται ένας εκ των Amba boys και όχι τεκμηριωμένη διαπίστωση του αιτητή συνδεόμενη με κάποια προσωπική ενόχληση ή προσωπικό γεγονός (ερυθρά 24 5χ, 26 1χ, 4χ του διοικητικού φακέλου). Ατεκμηρίωτος κρίνεται και ο ισχυρισμός του αιτητή σχετικά με το ότι η μητέρα του τον ενημέρωσε πως υπάρχει φωτογραφία του με την ένδειξη «καταζητείται» στο αστυνομικό τμήμα (ερυθρό 25 2χ,6χ, 7χ, 8χ του διοικητικού φακέλου) και πως η μητέρα του έλαβε γνώση αυτής της πληροφορίας από την στιγμή που διέμενε στο δάσος.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού επιβεβαιώνονται τα ευρήματα των Καθ’ων η αίτηση, περί του ότι και τα δύο μέρη της σύγκρουσης (ένοπλες αποσχιστικές ομάδες-στρατός της χώρας) επιδίδονται σε στοχοποιήσεις κατά αμάχων (δολοφονίες, απαγωγές, εμπρησμοί χωριών/καταστροφή περιουσιών) στις αγγλόφωνες περιοχές με τον στρατό να ευθύνεται σε μεγαλύτερο βαθμό σε καταχρήσεις κατά αμάχων τα πρώτα έτη των συγκρούσεων (2016-2020), ενώ τα τελευταία έτη εκατέρωθεν οι πλευρές ευθύνονται στον ίδιο βαθμό για στοχοποίηση αμάχων[1]. Περαιτέρω, πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν πως όσοι γίνονται αντιληπτοί από την κυβέρνηση ως υποστηρικτές των αποσχιστών στοχοποιούνται με συλλήψεις, κράτηση, εξωδικαστικές εκτελέσεις από τις αρχές/δυνάμεις ασφαλείας της χώρας[2]. Ενόψει όμως του ότι ο αιτητής δεν κατάφερε σε κανένα σημείο της συνέντευξης του να τεκμηριώσει τον υπό κρίση ισχυρισμό αυτός ορθώς δεν έγινε αποδεκτός.
Δεν παραβλέπεται βέβαια πως ο αιτητής κληθείς κατά την υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία να αναφερθεί στους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του δεν προέβη σε οιανδήποτε αναφορά περί του ότι αναζητείται από τον στρατό και τις αρχές της χώρας του ως ένας εκ των μαχητών Amba boys, το οποίο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του πυρήνα του αιτήματος του για διεθνή προστασία (ερυθρό 1, ερυθρό 24 3χ του διοικητικού φακέλου). Στα πιο πάνω προσθέτω πως ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του με άδεια των αρχών της χώρας του χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα κατά την έξοδο του από το αεροδρόμιο της Douala (ερυθρό 26 2χ του διοικητικού φακέλου), παρά το γεγονός ότι όπως ισχυρίστηκε καταζητείται από τις αρχές της χώρας του ως μέλος των Amba boys και παρά το ότι υπάρχει κατά τους ισχυρισμούς του φωτογραφία του σε αστυνομικό τμήμα της χώρας και λαμβάνοντας υπόψη ότι ισχυρίστηκε πως όσοι θεωρούνται ως υποστηρικτές των αποσχιστών στοχοποιούνται από τις αρχές της χώρας βάσει των ανωτέρω πηγών πληροφόρησης.
Στη συνέχεια, θα προχωρήσω στην αξιολόγηση του κινδύνου, στο πλαίσιο και της ex nunc δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, βάσει των ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί δηλαδή της ταυτότητας, της χώρας καταγωγής και των προσωπικών στοιχείων του αιτητή καθώς και περί του ότι ο αιτητής πήγε στην Douala το 2019 με την οικογένεια του εξαιτίας της ανασφάλειας στην περιοχή του. Επισημαίνω πως ισχυρισμοί περί γενικευμένης βίας ή περί κατάστασης ανασφάλειας στην περιοχή διαμονής του δεν συνδέονται με το προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα εκτός και αν τεκμηριωθεί ότι η βία είναι στοχευμένη βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων του αιτητή, τότε θα μπορούσε εφόσον πληρούνται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του ορισμού του πρόσφυγα να ενταχθεί κάποιος στο πεδίο εφαρμογής αυτού.
Εν προκειμένω, ως προκύπτει από τα λεγόμενα του αιτητή κατά τη συνέντευξη του ο θάνατος του πατέρα του αιτητή ήταν αποτέλεσμα της καταδίωξης στην οποία προέβη ο στρατός κατά αυτονομιστών μαχητών και όχι αποτέλεσμα προσωπικής τους στοχοποίησης από τις εκατέρωθεν αντιμαχόμενες πλευρές (ερυθρό 24 5χ, 27 2χ του διοικητικού φακέλου). Επίσης, ο αιτητής, του οποίου έχει κριθεί ως αναξιόπιστη η δίωξη του από τις αρχές της χώρας του ως Amba boy, διέμεινε ως δήλωσε περί τις τρεις εβδομάδες από το θάνατο του πατέρα του στην οικία του μέχρι να μεταβεί με την οικογένεια του στην Douala χωρίς να συμβεί κάτι στον ίδιο καθώς και διέμεινε περί τους τρεις μήνες στην Douala χωρίς πάλι ο ίδιος να δεχθεί οποιανδήποτε προσωπική ενόχληση, απειλή ή βλάβη από οποιονδήποτε φορέα κρατικό ή μη (ερυθρά 25 5 χ. του διοικητικού φακέλου).
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να αναφερθεί πως η οικογένεια του διαβιεί στην Douala χωρίς να έχει αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα ένεκα της ισχυριζόμενης δίωξης του αιτητή από τις αρχές της χώρας καταγωγής του καθώς και η μητέρα του διαμένει στην Kumba (σε θαμνώδη περιοχή, αγγλόφωνη περιοχή) χωρίς να έχει στοχοποιηθεί εξαιτίας της ισχυριζόμενης αποδιδόμενης στον αιτητή εμπλοκής του στους Ambazonians, παρόλο που αυτός ο ισχυρισμός δεν έχει γίνει αποδεκτός. Επίσης, ο αιτητής απέδωσε την παύση της εργασίας του με τον πατέρα του στην κρίση και όχι σε προηγούμενη ανάμειξη ή εμπλοκή του σε κάποια από τις εκατέρωθεν πλευρές της σύγκρουσης (ερυθρό 27 5χ του διοικητικού φακέλου). Στα πιο πάνω συνυπολογίζεται, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, πως ο αιτητής εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του αεροπορικώς χρησιμοποιώντας τα ταξιδιωτικά του έγγραφα χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο εμπόδιο από τις αρχές της χώρας του κατά την έξοδο του από αυτήν.
Ούτε επίσης τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος δίωξης ή σοβαρής βλάβης από κάποιο άλλο στοιχείο του προφίλ του αιτητή. Ουδεμία πολιτική εμπλοκή ή ανάμειξη του στοιχειοθετήθηκε σε καμία από τις δύο πλευρές των συγκρούσεων στις αγγλόφωνες περιοχές (κυβερνητικές δυνάμεις/αποσχιστές), ούτε παρελθούσα δίωξη του αιτητή τεκμηριώθηκε βάσει των λεγομένων του, ενώ σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν κατάφερε ο αιτητής να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του περί της αποδιδόμενης σε αυτόν από τις αρχές της χώρας του ανάμειξης του στους Amba boys.
Αναφορικά με τους επιστραφέντες στο Καμερούν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφέρουν τα κάτωθι: Ειδικότερα, έκθεση του USDOS του 2024 αναφέρει πως «αν και το σύνταγμα και ο νόμος προέβλεπαν ελευθερία εσωτερικής μετακίνησης, ταξίδια στο εξωτερικό, μετανάστευση και επαναπατρισμό, κατά καιρούς η κυβέρνηση και οι μη κρατικές ένοπλες ομάδες περιόρισαν αυτές τις ελευθερίες». Επίσης, η ίδια έκθεση αναφέρει πως «η κυβέρνηση γενικά συνεργάστηκε με το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και άλλες ανθρωπιστικές οργανώσεις για την παροχή προστασίας και βοήθειας σε πρόσφυγες, πρόσφυγες που επιστρέφουν ή αιτούντες άσυλο […][3].
Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΟΜ και της Αφρικανικής Ένωσης του 2020 και 2021 αντίστοιχα, το Καμερούν δεν έχει ακόμη εθνική πολιτική για το μεταναστευτικό ζήτημα και ειδικότερα για το ζήτημα της επιστροφής, της επανεισδοχής και της επανένταξης. Οι νομικές διατάξεις που αφορούν ρητά αυτά τα ζητήματα είναι επομένως λίγες σε αριθμό[4]. Ο Ποινικός Κώδικας του 2016 (Νόμος αριθ. 2016/007 της 12ης Ιουλίου 2016) δεν έχει καμία διάταξη που ποινικοποιεί το γεγονός ότι ένας υπήκοος του Καμερούν που έχει εγκαταλείψει παράνομα τη χώρα, έχει ζητήσει διεθνή προστασία και/ή έχει μείνει στο εξωτερικό και επιστρέφει. Ωστόσο, υπάρχουν διατάξεις στον Ποινικό Κώδικα σχετικά με την πλαστογραφία ή την χρήση πλαστών εγγράφων. Έτσι, στο κεφάλαιο, «Κεφάλαιο V, ενότητα I, Πλαστογραφία», είναι αφιερωμένο στις κυρώσεις για την παραποίηση επίσημων εγγράφων και σφραγίδων, για παράδειγμα διαβατηρίων (άρθρο 205) και δελτίων ταυτότητας (άρθρο 206)[5].
Ο νόμος αριθ. 1990/043 της 19ης Δεκεμβρίου 1990 ορίζει τις προϋποθέσεις εισόδου, διαμονής και εξόδου από το Καμερούν για υπηκόους και αλλοδαπούς. Αυτός ο νόμος δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη σχετικά με την επιστροφή των Καμερουνέζων[6]. Το Γραφείο του Βελγίου για τους Πρόσφυγες και τους Απάτριδες, ήτοι Cedoca, έθεσε στον δικηγόρο και υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Michel Togu? το ερώτημα εάν υπάρχει, στο Καμερούν, νομοθεσία που καταδικάζει το γεγονός της υποβολής αίτησης για διεθνή προστασία και/ή της παραμονής στο εξωτερικό. Ο δικηγόρος ανέφερε: «Εξ όσων γνωρίζω, τέτοια διάταξη δεν υφίσταται», σε email που έλαβε στις 17 Μαρτίου 2022.[7]
Από τις ανωτέρω πληροφορίες συνάγεται πως παρά την έλλειψη πολιτικής για την μετανάστευση και επανεισδοχή στο Καμερούν, ο Ποινικός Κώδικας του Καμερούν δεν ποινικοποιεί την έξοδο από την χώρα υπηκόου Καμερούν που έχει εγκαταλείψει παράνομα τη χώρα, έχει ζητήσει διεθνή προστασία και/ή έχει μείνει στο εξωτερικό και επιστρέφει, αν και ο αιτητής εγκατέλειψε νόμιμα την χώρα του με χρήση διαβατηρίου. Επίσης, η νομοθεσία εγγυάται την ελεύθερη μετακίνηση στο εξωτερικό, τη μετανάστευση και τον επαναπατρισμό, αν και σποραδικά αυτές οι ελευθερίες περιορίστηκαν. Τέλος, από τις πιο πάνω πληροφορίες προκύπτει πως τα πρόσωπα που κινδυνεύουν σε στοχοποίηση από τις αρχές της χώρα καταγωγής του αιτητή κατά την επιστροφή τους, είναι συνήθως όσα έχουν έντονη πολιτική δράση, το οποίο εντούτοις δεν συμβαίνει στην περίπτωση του αιτητή.
Ούτε μέσω της γραπτής του αγόρευσης αλλά και κατά την επ’ακροατηρίω διαδικασία κατάφερε μέσω της συνηγόρου του να προσθέσει στοιχεία που να ανατρέπουν την αξιολόγηση των καθ' ων η αίτηση και να τεκμηριώνουν το αίτημά του, παρά αναλώθηκε στην επίκληση μη επικαιροποιημένων πληροφοριών από την χώρα καταγωγής του σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην αγγλόφωνη περιοχή και στις καταχρήσεις των μερών της σύγκρουσης, χωρίς να καταβληθεί προσπάθεια να επεξηγηθούν ασάφειες και ασυνέπειες στις δηλώσεις του προς ενδυνάμωση των ισχυρισμών του.
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. O αιτητής δεν ήταν υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών, ο αιτητής πρέπει (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.
(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.
(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς. Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Εν προκειμένω, ο αιτητής επικαλείται αόριστο κίνδυνο σε σχέση με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, από τις αρχές της χώρας του χωρίς όμως να είναι σε θέση να αναφερθεί με σαφήνεια και επάρκεια πληροφοριών σε συγκεκριμένα γεγονότα από τα οποία να τεκμηριώνεται κίνδυνος βλάβης ή δίωξης για τον αιτητή. Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.
Από τα όσα ισχυρίστηκε ο αιτητής σε κάθε στάδιο εξέτασης του αιτήματός του, προκύπτει πως δεν πρόβαλε σαφείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, με επαρκείς εξηγήσεις, λεπτομέρειες και πληροφορίες σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματός του, ώστε να υπαχθεί στο προστατευτικό καθεστώς της έννοιας του «πρόσφυγα», οι δε ισχυρισμοί που έγιναν αποδεκτοί, όπως αναλύθηκε ανωτέρω δεν δύνανται να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι εύλογα ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πράξεις δίωξης αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία τους προβληθέντες ισχυρισμούς που θα τον ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Πρόσθετα, από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από το δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, δεν διαπιστώνεται πως προκύπτουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία στη χώρα καταγωγής του, κατά την έννοια του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 (αντίστοιχο Άρθρο 15 (α) και (β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ).
Αναφορικά με την υπαγωγή του αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 όσο και του ΔΕΕ (βλ. /12, A. Diakit? v. Commissaire general aux r?fugi?s et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011).
Θεωρώ αναγκαίο να προβώ σε ανάλυση των δεδομένων και στοιχείων που προκύπτουν από πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του αιτητή, καθότι η έρευνα των Καθ’ων η αίτηση παρότι επαρκής τοποθετείται χρονικά το έτος 2022, προκειμένου να διερευνηθεί η υφιστάμενη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί σήμερα στη χώρα καταγωγής του αιτητή και ειδικότερα στην περιοχή συνήθους διαμονής του.
Αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε έκθεση αναφορικά με τις εξελίξεις στην κατάσταση ασφαλείας στην Κεντρική Αφρική, η οποία δημοσιεύτηκε στις 31 Μαΐου 2023 σημειώνει ότι στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές Περιφέρειες του Καμερούν, συνέχισαν οι αναφορές και καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχτηκαν από δυνάμεις ασφαλείας και άμυνας και ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες εναντίον αμάχων, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών και της καταστροφής περιουσίας. Επιπλέον, η αναγκαστική απαγόρευση κυκλοφορίας, η χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών και η απαγωγή αμάχων από ένοπλες ομάδες περιόρισαν την διανομή της απαραίτητης ανθρωπιστικής βοήθειας.[8]
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση για την χώρα στην ιστοσελίδα του ACAPS της χώρας αναφέρεται πως το Καμερούν βιώνει διάφορες κρίσεις στην χώρα. Οι μακροχρόνιες δυσαρέσκειες της αγγλόφωνης κοινότητας στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, μετά από δεκαετίες περιθωριοποίησης των μειονοτικών αγγλόφωνων περιοχών από τη γαλλόφωνη Κυβέρνηση, κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες στα τέλη του 2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορετικών αυτονομιστικών να φωνάζουν/διαδηλώνουν υπέρ της αυτοαποκαλούμενης Δημοκρατίας της Ambazonias στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά. Οι συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των αυτονομιστικών δυνάμεων έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις ανωτέρω περιοχές, οδηγώντας 638.400 ανθρώπους σε εκτοπισμό στο εσωτερικό της χώρας και 64.000 σε αναζήτηση καταφυγίου στη γειτονική Νιγηρία μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2024. Επίσης, η εξέγερση της Boko Haram στα βορειοανατολικά της Νιγηρίας έχει επίσης εξαπλωθεί στην περιοχή του Άπω Βορρά (extreme Nord), όπου 120.869 Νιγηριανοί πρόσφυγες έχουν καταφύγει στον Άπω Βορρά του Καμερούν, ενώ η βία από την Μπόκο Χαράμ και το Ισλαμικό Κράτος έχει εκτοπίσει εσωτερικά περισσότερους από 453.600 ανθρώπους[9].
Από τις ως άνω πληροφορίες συνάγεται πως οι ένοπλες συγκρούσεις εντοπίζονται κυρίως στις Αγγλόφωνες περιοχές (Νοτιοδυτική Περιφέρεια και Βορειοδυτική Περιφέρεια) μεταξύ των αγγλόφωνων αποσχιστών και των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας, καθώς επίσης καταγράφονται εξεγέρσεις και εχθροπραξίες από την παρουσία της Boko Haram στην περιφέρεια Far North της χώρας. Σημειώνεται πως ο τόπος συνήθους διαμονής και καταγωγής του αιτητή στην χώρα καταγωγής του, η περιοχή Kumba υπάγεται στην Νοτιοδυτική περιφέρεια, όπου ο αιτητής γεννήθηκε καθώς και εκεί ο αιτητής είχε αναπτύξει πλήθος βιοτικών, επαγγελματικών και κοινωνικών του δεσμών( ερ. 28, 27 του διοικητικού φακέλου).
Ειδικότερα, θα παρατεθούν κατωτέρω ποσοτικά δεδομένα από έρευνα στην βάση δεδομένων του ACLED κατά την οποία προέκυψαν τα κάτωθι: Κατά την χρονική περίοδο 14/10/2023 έως 11/10/2024 καταγράφηκαν στη Νοτιοδυτική περιφέρεια(South West στην οποία ανήκει η πόλη Kumba) 786 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία προέκυψαν 725 απώλειες σε αμάχους, εξ αυτών τα 470 περιστατικά κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων(με 263 απώλειες), τα 268 χαρακτηρίστηκαν ως μάχες (με 446 απώλειες), τα 5 ως απομακρυσμένη βία (με 9 απώλειες), τα 15 ως διαδηλώσεις (με 0 απώλειες) και τα 28 ως εξεγέρσεις (με 7 απώλειες)[10]. Συγκεκριμένα στην περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την περιοχή Kumba, καταγράφονται κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο (ενός έτους) 35 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία προήλθαν 11 απώλειες σε αμάχους εκ των οποίων τα 25 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (με 7 απώλειες), τα 7 ως μάχες(με 4 απώλειες) και τα 2 ως διαδηλώσεις(με καμία απώλεια) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας/εκρήξεων στην περιοχή[11].
Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Επαρχίας Southwest του Καμερούν σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2015 ανερχόταν στα 1,553,300 ενώ της πόλης Kumba σε 144,268 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2005[12], ενώ έτερη πηγή αναφέρει πως βάσει εκτίμηση του 2024 ο πληθυσμός της εν λόγω περιοχής εκτιμάται στους 225,046[13]. Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω πληροφορία, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή (691 ανθρώπινες απώλειες στην περιφέρεια και 15 στην Kumba) δεν ανέρχεται σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.
Ως εκ τούτου, από τα ανωτέρω συνάγεται πως η κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές δεν έχει φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια της χώρας. Επίσης, ούτε παρατηρώ κάποιο παράγοντα επίτασης του κινδύνου βάσει των ατομικών περιστάσεων του αιτητή ο οποίος επρόκειτο για έναν ενήλικο άνδρα, υγιή, χωρίς ενδείξεις ευαλωτότητας, ικανό για εργασία (με εργασιακό υπόβαθρο), με υποστηρικτικό δίκτυο τόσο στην περιοχή συνήθους διαμονής του την Kumba όσο και στην Douala και χωρίς καμία εμπλοκή/ανάμειξη σε καμία από τις ομάδες της σύγκρουσης που εκτυλίσσεται στη Νοτιοδυτική περιφέρεια/επαρχία του Καμερούν. Συνεπώς, δεν προκύπτει πραγματικός κίνδυνος για τον αιτητή να αντιμετωπίσει σοβαρή βλάβη ως άμαχος.
Επιπρόσθετα, είναι αναγκαίο να παρατεθούν αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED για την περιφέρεια Littoral του Καμερούν όπου υπάγεται η Douala περιοχή διαμονής της συζύγου και των τέκνων του, όπου ανέφερε ο αιτητής ότι διέμενε από το 2019, σύμφωνα με τα οποία κατά την χρονική περίοδο 14/10/2013 έως 11/10/2024 καταγράφηκαν 17 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία προέκυψαν 5 απώλειες σε αμάχους, εξ αυτών των περιστατικών τα 8 χαρακτηρίστηκαν ως εξεγέρσεις (με 3 απώλειες), τα 5 ως διαδηλώσεις(με καμία απώλεια), τα 3 βία κατά αμάχων (με 1 απώλεια) και 1 ως μάχη (με 1 απώλεια)[14]. Ειδικότερα, στην Douala καταγράφονται στην ανωτέρω βάση δεδομένων και κατά την ανωτέρω υπό εξέταση χρονική περίοδο 12 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προήλθαν 3 απώλειες σε αμάχους, εξ αυτών των περιστατικών τα 5 κωδικοποιήθηκαν ως εξεγέρσεις (με 2 απώλειες), τα 3 ως βία κατά αμάχων (με 1 απώλεια) και τα 4 ως διαδηλώσεις(με καμία απώλεια) ενώ καμία μάχη δεν καταγράφηκε σε διάστημα ενός έτους[15].
Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός στην ανωτέρω πόλη Douala όπου θα μπορούσε εναλλακτικά να εγκατασταθεί καθότι εκεί διαμένουν μέλη της οικογένειας του η σύζυγος και τα τέκνα του, αριθμεί περί τους 4,203,110 (εκτίμηση του 2024) κατοίκους[16]. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω ποσοτικά δεδομένα από τα οποία προκύπτει πως στην ανωτέρω περιφέρεια η κατάσταση ασφαλείας είναι σταθερή με ένα χαμηλό αριθμό περιστατικών ανασφάλειας σε διάστημα ενός έτους, το ατομικό προφίλ του Αιτητή και ότι οι ένοπλες συγκρούσεις εντοπίζονται κυρίως στο αγγλόφωνο τμήμα της χώρας, συνάγεται πως ο Αιτητής σε περίπτωση που επιστρέψει και εγκατασταθεί στην Douala δεν θα αντιμετωπίσει κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου διαπιστώνω πως το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ο τρόπος αξιολόγησης του αιτήματος του αιτητή, είναι ορθός, και έχει ως αποτέλεσμα, την ορθή και νόμιμη απόφαση. Επιπρόσθετα, από την κατ' ουσίαν εξέταση του αιτήματός του και την έρευνα που διεξήγαγα σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του, λαμβάνοντας υπόψη και το προφίλ του αιτητή, διαπίστωσα πως δεν διατρέχει οποιονδήποτε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Ως εκ τούτου. η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Χρ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ACLED - Armed Conflict Location & Event Data Project, GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime: Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, σελ. 30, https://www.ecoi.net/en/file/local/2114957/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf , βλ. ακόμη Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Cameroon 2023, 24 April 2024https://www.ecoi.net/en/document/2107853.html
[2] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2103168.html, USDOS – US Department of State (Author): 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2107637.html EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Cameroon; Treatment of individuals perceived as separatists by the state [Q20-2024], σελ.4, 4 March 2024https://www.ecoi.net/en/file/local/2105170/2024_03_EUAA_COI_Query_Response_Q20_Treatment_of_Individuals_Perceived_as_Separatists_by_the_State_Cameroon.pdf (EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Cameroon; Cameroon’s Army conduct in Bamenda and Kumba (2018-2020) [Q57-2024], 30 August 2024, σελ.10-11 https://www.ecoi.net/en/file/local/2114532/2024_8_EUAA_COI_Query_Response_Q57_Cameroon_Army's_Conduct_In_Bamenda_And_Kumba.pdf
[3] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107637.html
[4] OIM, INDIC ATEURS DE GOUVERNANCE DES MIGRATIONS, 2020, https://publications.iom.int/system/files/pdf/mgi-cameroon-2020-fr.pdf ; African Union, ?tude sur les programmes de retour, de r?admission et de r?int?gration en Afrique, 04/2021, https://au.int/sites/default/files/newsevents/workingdocuments/40426-wd-RRR_Study_FR_For_Upload_240621.pdf
[5] R?publique du Cameroun, Code Penale, 12/07/2016, http://ilo.org/wcmsp5/groups/public/---ed_protect/---protrav/---ilo_aids/documents/legaldocument/wcms_532449.pdf
[6] African Union, ?tude sur les programmes de retour, de r?admission et de r?int?gration en Afrique, 04/2021, https://au.int/sites/default/files/newsevents/workingdocuments/40426-wd-RRR_Study_FR_For_Upload_240621.pdf
[7] CGRS-CEDOCA – Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit (Author): Cameroun; Le traitement r?serv? par les autorit?s nationales ? leurs ressortissants de retour dans le pays, 16 May 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2085324/coi_focus_cameroun._le_traitement_reserve_par_les_autorites_nationales_a_leurs_ressortissants_de_retour_dans_le_pays_20220516.pdf σ
[8] UN Security Council (Author): The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa; Report of the Secretary-General [S/2023/389], 31 May 2023https://www.ecoi.net/en/file/local/2093063/N2313778.pdf
[9] ACAPS, Country analysis, CAMEROON, February 2024, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon#.
[10] ACLED EXPLORER, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 14/10/2023 - 11/10/2024, ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Cameroon – Sud-Ouest), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard
[11] ACLED EXPLORER, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 14/10/2023 - 11/10/2024, ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Cameroon – Sud-Ouest- Admin 1 Kumba), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard
[12] City Population, Cameroon, Southwest Region, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/.
[14] ACLED EXPLORER, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 14/10/2023 - 11/10/2024, ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Cameroon – Littoral), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard
[15] ACLED EXPLORER, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 14/10/2023 - 11/10/2024, ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Cameroon – Littoral- Douala), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο