ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 266/23
8 Νοεμβρίου, 2024
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J.N.L.
Αιτητή,
και
Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Ματθαίου Χ. (κα), για τον Αιτητή
Σ. Σταύρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 30.12.2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2022 (στο εξής: ο Περί Προσφύγων Νόμος).
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ). Περί τις 4.11.2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία. Στις 22.11.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό. Στις 12.12.2022, ο λειτουργός υπέβαλε Έκθεση /Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 30.12.2022. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις18.1.2023, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Με τη γραπτή του αγόρευση, ο Αιτητής ισχυρίζεται δια της συνηγόρου του ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα και κατά την ακροαματική διαδικασία προώθησε μόνο τον εν λόγω ισχυρισμό.
3. Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης και υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας και παραπέμπουν στα ευρήματά τους κατά την έκθεση εισήγηση, η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης.
Το νομικό πλαίσιο
4. Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
5. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
6. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.
7. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
8. Ως προς τον προωθούμενο λόγο προσφυγής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο, ως δικαστήριο ουσίας, δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή). Συνεπώς, η απλή επίκληση έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης και αιτιολογίας δεν επαρκούν από μόνοι τους για να ανατρέψουν την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως δε λόγος προσφυγής ανάγεται πλέον η κακή/πλημμελής εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τη διοίκηση, εκτίμηση η οποία καθιστά αλυσιτελή την προβολή των πιο πάνω υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας, πλάνης και ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.]. Συνεπώς, αυτό που εξετάζει πλέον το Δικαστήριο, υπογραμμίζω, στο πλαίσιο τον ισχυρισμών του εκάστοτε αιτητή, είναι η εξ υπαρχής και ex nunc αξιολόγηση των στοιχείων της αιτήσεως διεθνούς προστασίας του Αιτητή όπως τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καθιστώντας αλυσιτελή την εξέταση των πιο πάνω επιμέρους λόγων προσφυγής. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και εάν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. ΑΘ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].
9. Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνω συναφώς τα ακόλουθα: Ο Αιτητής, κατά την καταγραφή του αιτήματός του δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του εξαιτίας απειλών κατά τη ζωή του από τη σύζυγο του προστάτη του.
10. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε κατάγεται από την Kinshasa (γεννηθείς το 1996), όπου και διέμενε μέχρι που εγκατάλειψε τη χώρα του τον Οκτώβριο του 2022. Είναι χριστιανός πεντηκοστιανός ως προς το θρήσκευμα. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δεν είναι συζευγμένος, ενώ οι γονείς του απεβίωσαν και οι δύο μικρότερες αδελφές του διαμένουν στην περιοχή Ngaliema με μία ξαδέλφη της μητέρας του. Ο Αιτητής αναγκάστηκε να διακόψει τις πανεπιστημιακές σπουδές του εξαιτίας έλλειψης επαρκών πόρων μετά το θάνατο του πατέρα του ενώ εργάστηκε περιστασιακά σε διάφορες θέσεις στη χώρα του.
11. Ως προς τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι όταν απεβίωσε ο πατέρας του (περί το 2016, βλ. ερ. 25) οπότε και μετά από πρόσκληση ενός φίλου του πατέρα διέμεινε στην οικία του. Ο φίλος του πατέρα του, ο οποίος ήταν ομοφυλόφιλος, τον πίεζε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Ο Αιτητής ενέδωσε εντέλει, γεγονός για το οποίο πληροφορήθηκε η σύζυγός του, η οποία δυσαρεστήθηκε. Στο μεταξύ ο Αιτητής ήταν ερωτευμένος με την κόρη του ζεύγους, την οποία ο Αιτητής άφησε έγκυος. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό η μητέρα της, απείλησε τον Αιτητή ότι θα τον σκοτώσει και για αυτό αναγκάστηκε να διαφύγει με βοήθεια την οικονομική βοήθεια του συζύγου της. Διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματα υποβλήθηκαν στον Αιτητή αναφορικά με τη σχέση του με τον φίλο του πατέρα του, για το περιστατικό της αποκάλυψης της σχέσης του από τη σύζυγό του, άλλες πληροφορίες αναφορικά με τον εν λόγω πρόσωπο, τη σχέση του Αιτητή με την κόρη του ζεύγους και τη αποκάλυψη ότι αυτός ήταν ο πατέρας του παιδιού που κυοφορούσε.
12. Αξιολογώντας το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος ως προς την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του, ο δεύτερος ως προς τον ισχυρισμό αυτού αναφορικά με τη σχέση του με φίλο το πατέρα του και τη σχέση του αιτούντα με την κόρη του εν λόγω άνδρα και ο τρίτος ως προς τον ισχυρισμό αυτού περί δίωξής του από τη σύζυγο του φίλου του πατέρα του και μητέρα της συντρόφου του.
13. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος έτυχαν απόρριψης καθώς κάποιες από τις δηλώσεις του κρίθηκαν ως γενικόλογες, μη ευλογοφανείς και αντιφατικές.
14. Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι, από τα στοιχεία του προφίλ του και την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στην Kinshasa δεν απορρέει κίνδυνος δίωξης ή βλάβης του Αιτητή.
15. Κατά τη νομική ανάλυση, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητού δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού δυνάμει του άρθρου 19(2)(α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Στο πλαίσιο εξέτασης της υπαγωγής του Αιτητή στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, παραθέτοντας επιπλέον πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και λαμβάνοντας υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις του ιδίου, ήτοι ότι πρόκειται περί ανύπαντρου άντρα, αρτιμελή, πεπαιδευμένου και χωρίς να διαθέτει προσωπικά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να επαυξήσουν την πιθανότητα να εκτεθεί σε κίνδυνο, αξιολογήθηκε πως δεν προκύπτει πιθανότητα υπαγωγής του σε αυτό
16. Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, με βάση τα ενώπιον μου δεδομένα, αρχικά συντάσσομαι με το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση περί αξιοπιστίας του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι ότι ο αιτητής στην εκεί διαδικασία, υπήρξε σαφής ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, τον τόπο καταγωγής, το επάγγελμά του, ενώ δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν κατά της αξιοπιστίας του ισχυρισμού.
17. Ως προς το δεύτερο και τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με τα ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση όπως εμπεριστατωμένα καταγράφονται στη έκθεση εισήγηση και τα οποία δεν μπορούν εκ της προσωπικής τους φύσεως να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές. Δεν παροράται δε ότι στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας, κάτω από τα γεγονότα, καταγράφονται εντελώς ξένες με το πιο πάνω αφήγημα, λόγοι εγκατάλειψης της χώρας του Αιτητή, χωρίς οποιαδήποτε έτερη μαρτυρία. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εάν οι εν λόγω ισχυρισμοί ήθελαν κριθούν ως αξιόπιστοι, σημειώνεται ότι ο Αιτητής, πέραν από τις απειλές της εν λόγω γυναίκας, η οποία είναι ιδιώτης φορέας δίωξής, δεν βίωσε οποιαδήποτε άλλη πράξη εναντίον του, όντας μάλιστα εντός της ίδιας οικίας με την κατ΄ ισχυρισμό φορέα δίωξής του για ένα μικρό έστω χρονικό διάστημα. Ο Αιτητής ουδέποτε ζήτησε, εάν όντως διέτρεχε κίνδυνο η ζωή του, τη συνδρομή των αρχών της χώρας καταγωγής του. Επιπλέον, ο Αιτητής, καθότι υποδεικνύει ιδιώτη φορέα δίωξης δεν εξηγεί επαρκώς γιατί δεν θα μπορούσε να εγκατασταθεί, δεδομένου και των ευνοϊκών προσωπικών του περιστάσεων (άνδρας, υγιής, μονήρης, μορφωμένος, με υποστηρικτικό οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο), σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής του, όπως επί παραδείγματι το Lubumbashi.
18. Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής, στη βάση των αξιόπιστων ισχυρισμών του, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση, καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητού στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός από τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητού, τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά. Στην κατάληξή μου αυτή, λαμβάνω ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι ο πιθανός φορέας δίωξης του Αιτητή, είναι ιδιώτης Αιτητής δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε περαιτέρω πρόβλημα με τις αρχές της χώρας του.
19. Το Δικαστήριο θα προχωρήσει σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του Αιτητή. Σύμφωνα με το RULAC στη ΛΔΚ λαμβάνουν χώρα διάφορες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στις οποίες εμπλέκονται διάφοροι μη κρατικοί και διεθνείς δρώντες. Οι ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC) συμμετέχουν σε διάφορες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις, τουλάχιστον εναντίον των Συμμαχικών Δημοκρατικών Δυνάμεων (Allied Democratic Forces - ADF), της Mai-Mai Yakutumba, των Δημοκρατικών Δυνάμεων για την Απελευθέρωση της Ρουάντα (Democratic Forces for the Liberation of Rwanda - FDLR), της M23 και του Συνεταιρισμού για την Ανάπτυξη του Κονγκό (Cooperative for Development of the Congo - CODECO). Η Αποστολή Σταθεροποίησης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (UN Organization Stabilization Mission in the Democratic Republic of the Congo - MONUSCO) υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC) και είναι μέρος των συγκρούσεων. Η Ρουάντα έχει παρενέβη στη ΛΔΚ για την υποστήριξη της M23. Τον Νοέμβριο του 2022, η Κένυα ανέπτυξε ειρηνευτικά στρατεύματα στη ΛΔΚ προκειμένου να πολεμήσουν στην Goma, ως αντίδραση στην υποτιθέμενη υποστήριξη της Ρουάντα σε μέλη των ομάδων της αντιπολίτευσης στο Kivu.[1] Σε έτερη πηγή αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας κατά το έτος 2023 στην ΛΔΚ αναφέρεται ότι δεκάδες ένοπλες ομάδες παρέμειναν ενεργές, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες Ituri, Nord-Kivu και Sud-Kivu. H ίδια πηγή αναφέρει πως οι κυβερνήσεις της ΛΔΚ και της Rwanda αντάλλαξαν πολεμική ρητορική, κατηγορώντας η μία την άλλη για υποστήριξη ένοπλων ομάδων και οι αρχές της ΛΔΚ χρησιμοποίησαν τοπικές ομάδες πολιτοφυλακής, οι οποίες συγκρούστηκαν με τους υποστηριζόμενους από τη Rwanda αντάρτες του Κινήματος 23ης Μαρτίου (Μ23) στις αρχές Οκτωβρίου, μετά από μήνες σχετικής ηρεμίας στις γραμμές του μετώπου.[2]
20. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), στην πόλη Κινσάσα της ΛΔΚ, η οποία ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, κατά τη χρονική περίοδο 23.9.2023 – 20.9.2024 καταγράφηκαν 86 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως συνέπεια την απώλεια 162 ανθρώπινων ζωών. Τα 86 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 43 διαμαρτυρίες (protests) οι οποίες οδήγησαν σε καμία ανθρώπινη απώλεια, 4 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 5 ανθρώπινες απώλειες, 12 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 26 ανθρώπινες απώλειες, 27 περιστατικά ταραχών (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 131 θανάτους και κανένα περιστατικό εκρήξεων/απομακρυσμένης χρήσης βίας (explosions/remote violence).[3] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πόλης Κινσάσα στη ΛΔΚ σήμερα (2024) ανέρχεται σε περίπου 17.032.000 κατοίκους[4] και των πιο πάνω στοιχείων συνολικά, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (162 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.
21. Καταληκτικά, ενόψει των ανωτέρω και από τα στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει δυνατότητα υπαγωγής του Αιτητή στην προστατευτική διάταξη του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
22. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
23. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι, ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], ήτοι ότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)]. Παρατηρείται ότι ο Αιτητής δεν έθεσε υπόψη των Καθ’ ων η αίτηση τα πραγματικά περιστατικά εκείνα που θα επέτρεπαν να αντληθούν τέτοια συμπεράσματα.
24. Ούτε, εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].
25. Επισημαίνεται ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) η «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».
26. Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
27. Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
28. Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
29. Λαμβάνονται προς τούτο υπόψιν και οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή (απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψεις 36 έως 40), καθώς αυτός συνιστά ενήλικο άντρα, υγιή, πεπαιδευμένο και ικανό προς εργασία. Συγκεκριμένα, έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του και απασχολούνταν περιστασιακά, διαθέτων κοινωνικό κα οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο.
30. Επικουρικώς, ακόμη κι εάν ο ίδιος δεν επιθυμεί την επιστροφή της στον τελευταίο τόπο διαμονής του, με βάση το προφίλ του, θα μπορούσε να εξασφαλίσει μία ασφαλή διαβίωση σε άλλες περιοχές εντός της χώρας καταγωγής του. Συγκεκριμένα, εξετάζοντας την κατάσταση ασφαλείας ανάμεσα στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, όπου ο Αιτητής θα έχει ευκαιρίες να ξεκινήσει μία νέα ζωή και να χτίσει το μέλλον του, διαπιστώνεται ότι η Lubumbashi αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας στο νοτιοανατολικό της τμήμα και αποτελεί βιομηχανικό κέντρο στην περιοχή εξόρυξης της χώρας.[5] Παράλληλα, στην βάση δεδομένων ACLED αναφορικά με την εν λόγω περιοχή έχουν καταγραφεί για την χρονική περίοδο 23.9.2023 – 20.9.2024 συνολικά 30 περιστατικά ασφαλείας με αποτέλεσμα καμία ανθρώπινη απώλεια και τα οποία περιστατικά συνίσταντο σε 4 ταραχές (riots), σε 11 διαμαρτυρίες (protests) και τέλος σε 1 περιστατικό βίας κατά των πολιτών (violence against civilians).[6] Σημειωτέον δε ότι η εν λόγω περιοχή έχει πληθυσμό σήμερα (2024) 2.934.000 κατοίκους.[7]
31. Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, η εξέταση του ισχυρισμού του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, καθίσταται αλυσιτελής, ιδίως δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί στην επίδικη πράξη.
32. Περαιτέρω, ο Αιτητής υποστηρίζει πως όφειλε να του χορηγηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι δεν πρόκειται για περίπτωση σε σχέση με την οποία θα μπορούσε να χορηγηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας, δεδομένου ότι το ευεργέτημα της αμφιβολίας δεν αποτελεί ίαση της έλλειψης αξιοπιστίας στις δηλώσεις του αιτητή, αλλά αντιθέτως χορηγείται στις περιπτώσεις όπου ο αιτητής παρά την γενική του αξιοπιστία και τη συνέπεια των δηλώσεων του αδυνατεί να τεκμηριώσει το αίτημά του.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), Democratic Republic of Congo, last updated 14.2.2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24.9.2024)
[2] Amnesty International, The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2023, 24.4.2024, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24.9.2024)
[3]ACLED (Armed Conflict Location & Events Data Project), [Εφαρμοζόμενες παράμετροι: 23.9.2023 – 20.9.2024, Africa: Democratic Republic of Congo: Kinshasa, Battles-Violence against civilians-Explosions/remote violence-Protests-Riots], https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 24.9.2024)
[4] Macrotrends, Africa: Democratic Republic of Congo: Kinshasa,
[5] Encyclopedia Britannica, Geography & Travel: Cities & Towns: Cities & Towns H – L: Lubumbashi, Democratic Republic of Congo, https://www.britannica.com/place/Lubumbashi (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25.9.2024)
[6] ACLED (Armed Conflict Location & Events Data Project), [Εφαρμοζόμενες παράμετροι: 23.9.2023 – 20.9.2024, Africa: Democratic Republic of Congo: Haut-Katanga: Lubumbashi, Battles-Violence against civilians-Explosions/remote violence-Protests-Riots], https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 25.9.2024)
[7] Macrotrends, Africa: Democratic Republic of Congo: Haut – Katanga: Lubumbashi, https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20856/lubumbashi/population (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 25.9.2024)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο