D.T. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 5729/22, 4/11/2024
print
Τίτλος:
D.T. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 5729/22, 4/11/2024
Ημερομηνία:
4 Νοεμβρίου 2024
D.T. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 5729/22, 4/11/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπόθ. Αρ.: 5729/22 

4 Νοεμβρίου, 2024 

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.] 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

1. D.T.,  

2. M.N.,    ανήλικη δια της μητέρας της και φυσικής της κηδεμόνας Αιτήτριας 1

 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η Αίτηση 

Κ. Χαρίτου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

                   ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Η Αιτήτρια 1 μαζί με το ανήλικο τέκνο της, Αιτήτρια 2 με την παρούσα προσφυγή προσβάλλουν την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 02/07/22,  σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση τους για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, ληφθείσα καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

 

Επίσης, αιτούνται όπως αναγνωριστούν ως πρόσφυγες δυνάμει του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του περί Προσφύγων Νόμου και εναλλακτικά όπως αναγνωριστούν ως δικαιούχοι συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, έχουν εκτεθεί στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου:

 

Η Αιτήτρια 1 και το ανήλικο τέκνο (του οποίου την κηδεμονία ασκεί η Αιτήτρια 1) είναι υπήκοοι Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και η Αιτήτρια 1 εισήλθε μέσω κατεχομένων στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και στις 11/10/2019 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία.

 

Στις 18/03/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας 1 από αρμόδιο Λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (από τούδε και στο εξής «η αρμόδια λειτουργός»), προς εξέταση του αιτήματος τους για διεθνή προστασία με τη συνδρομή δωρεάν διερμηνείας. Μετά την συνέντευξη, η αρμόδια λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση με ημερομηνία 07/06/2022 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 02/07/2022, εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο Νόμος ορίζει,  λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊσταμένου την ανωτέρω εισήγηση και απέρριψε την αίτηση για διεθνή προστασία.

 

Στις 08/08/2022 ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης της Αιτήτριας 1 για την απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία, στις 11/08/2022, της επιδόθηκε δια χειρός.

 

Στις 09/09/2022, καταχωρήθηκε από την Αιτήτρια 1 για την ίδια και εξ ονόματος του τέκνου της Αιτήτρια 2,  η υπό κρίση προσφυγή.

 

 Νομικοί Ισχυρισμοί

 

Η Αιτήτρια δια της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου του, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της προσφυγής προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Είναι η θέση της συνηγόρου της Αιτήτριας 1 πως η αρμόδια λειτουργός έδρασε κατά παράβαση των αρχών που διέπουν την διεξαγωγή των προσωπικών συνεντεύξεων, καθότι δεν ήταν κατάλληλα καταρτισμένη να διεξάγει την συνέντευξη και ως εκ τούτου δεν συνεκτίμησε τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας ως ευάλωτου ατόμου ως προνοείται από τις σχετικές διατάξεις του Περί Προσφύγων Νόμου ( άρθρο 13 Α και άρθρο 18 του Περί Προσφύγων Νόμου). Εν συνεχεία, υποστηρίζεται από την συνήγορο της Αιτήτριας πως οι Καθ’ων η αίτηση προέβησαν σε εσφαλμένη και σε μη εξατομικευμένη, βάσει των ατομικών της περιστάσεων, αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των ουσιωδών ισχυρισμών της, παραθέτοντας εκείνες  τις δηλώσεις της Αιτήτριας 1 που εσφαλμένως και πεπλανημένα αξιολογήθηκαν από τους Καθ’ων η αίτηση, οι οποίοι προέβησαν σε εσφαλμένα συμπεράσματα χωρίς να ληφθεί υπόψη η κατάσταση της Αιτήτριας κατά την εξέταση της αξιοπιστίας της και ειδικότερα το ότι επρόκειτο για άτομο που ανήκει στην κατηγορία των ευάλωτων προσώπων που χρήζουν ειδικής μεταχείρισης.

 

Εν συνεχεία, η Αιτήτρια διά της συνηγόρου της υποστηρίζει ότι είναι πρόσφυγας για τους σκοπούς του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ότι ανήκει στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των γυναικών που υπέστησαν σεξουαλική βία, εφόσον υπάρχει το μεν εγγενές χαρακτηριστικό του φύλου, η δε παρελθοντική εμπειρία της σεξουαλικής κακοποίησης καθώς και σύμφωνα με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι γυναίκες που υπέστησαν σεξουαλική βία στην ΛΔΚ αντιμετωπίζονται διαφορετικά από την κοινωνία, δεχόμενες διακριτική μεταχείριση, στιγματισμό και εξοστρακισμό και ως εκ τούτου γίνονται αντιληπτές ως μια ομάδα διαφορετική από την υπόλοιπη κοινωνία της χώρας. Πρόσθεσε πως το γεγονός ότι δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της, το χαμηλό της μορφωτικό επίπεδο, η δίωξη που υπέστη και το γεγονός ότι είναι μονογονέας και χωρίς σύζυγο αποτελούν στοιχεία που επιτείνουν τον βάσιμο φόβο δίωξης της Αιτήτριας κατά την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της.

 

Εναλλακτικά, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας καθότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της υπό το φως των περιστάσεων της, ήτοι ως άτομο που κινδυνεύει σε επαναθυματοποίηση ή/και άλλης μορφής θυματοποίησης και σε σοβαρό αποκλεισμό λόγω διακρίσεων και στιγματισμού, καθώς και στα ανωτέρω προστίθεται το ιστορικό της σχέσης με τον πατέρα του τέκνου της στοιχείο το οποίο επιδεινώνει τις πιθανότητες να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια της συμπληρωματικής προστασίας.

 

Τέλος, προωθείται από την συνήγορο της Αιτήτριας πως οι Καθ’ων η αίτηση δεν προέβησαν σε οιανδήποτε αξιολόγηση επί του βέλτιστος συμφέροντος του ανήλικου τέκνου της Αιτήτριας και ως εκ τούτου η απόφαση επιστροφής των Αιτητριών θα πρέπει να ακυρωθεί για παράλειψη ουσιώδους τύπου κατά παράβαση του άρθρου 13 του Περί των Γενικών Αρχών του  Διοικητικού Δικαίου Νόμου. Προσθέτουν στα ανωτέρω πως ούτε διερευνήθηκε από τους Καθ’ων η αίτηση ο αντίκτυπος της επιστροφής των Αιτητριών στην χώρα καταγωγής τους υπό το φως του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση, με τη γραπτή τους αγόρευση, υποστηρίζουν πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους δίωξης ως προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου. Υποβάλλουν επίσης ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και Κανονισμών, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές διοικητικού δικαίου και είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Κατά την απαντητική της Αγόρευση, η συνήγορος των Αιτητριών ισχυρίστηκε πως οι Καθ’ων η αίτηση δεν αντέκρουσαν τους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται στην προσφυγή και εμμένει πως εν πάση περιπτώσει δεν συνεκτιμήθηκαν οι ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας, πως δεν έγινε ορθή αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας της Αιτήτριας 1 και πως υπήρξε παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να συνεκτιμήσουν το μείζον συμφέρον του παιδιού της Αιτήτριας σε οποιοδήποτε μέρος της απόφασης τους.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων στις 19/03/2024 τα μέρη υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου προς τους Καθ’ων η αίτηση πως δεν υπάρχει απάντηση τους στον τελευταίο ισχυρισμό της συνηγόρου των Αιτητριών περί της απόφασης επιστροφής αποκρίθηκαν πως εξετάστηκε το εφικτό της επιστροφής της Αιτήτριας 2 - ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας 1- παραπέμποντας σε κάθε περίπτωση στην απόφαση του ΔΔΔΠ με αριθμό 3213/22 σύμφωνα με την οποία τυχόν ακυρότητα της απόφασης    επιστροφής δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα την απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου.  Από την πλευρά της η συνήγορος της Αιτήτριας εμμένει πως δεν έχουν αξιολογηθεί από τους Καθ’ων η αίτηση τα συμφέροντα του ανήλικου τέκνου-Αιτήτρια 2 κατά την απόφαση επιστροφής, παραπέμποντας στην γραπτή της αγόρευσης όπου υπάρχει σχετική ανάλυση.

 

Σε ερώτηση του Δικαστηρίου προς τα δύο μέρη σχετικά με το ότι δεν εξετάστηκαν από τους Καθ’ων η αίτηση οι πιθανές παρελθοντικές πράξεις δίωξης που αφορούν μέλος της οικογένειας της Αιτήτριας και πως αυτές οι πράξεις ενδεχομένως σήμερα να επηρεάσουν την Αιτήτρια 1 κατά την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της, οι Καθ’ων η αίτηση αποκρίθηκαν πως δεν υπάρχει πράγματι αξιολόγηση αυτού του στοιχείου κατά την εξέταση του μελλοντοστραφούς κινδύνου, παρόλα αυτά ισχυρίζονται πως ενόψει και της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει από μόνο του σε ακύρωση της απόφασης. Η συνήγορος της Αιτήτριας υποστήριξε πως, ως κατέγραψε στην γραπτή της αγόρευση, δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη η ηλικία που είχε η Αιτήτρια όταν έλαβαν χώρα τα γεγονότα που εξιστόρησε, τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπόψη και να διερευνηθούν περαιτέρω σε σχέση με την αξιοπιστία των ισχυρισμών της.

 

Τέλος, σε ερώτηση του Δικαστηρίου σχετικά με το πως επηρεάζεται η ατομική κατάσταση της Αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Κυπριακή Δημοκρατία έχει σύντροφο από την χώρα καταγωγής με τον οποίο έχουν αποκτήσει την ανήλικη Αιτήτρια 2, το οποίο έχει γίνει αποδεκτό από την Υπηρεσία Ασύλου, η συνήγορος της Αιτήτριας αποκρίθηκε πως δεν είναι παντρεμένοι και πως η Αιτήτρια παραμένει μονήρης και μονογονιός και δεν μπορεί να ξέρει αν θα επιστρέψουν μαζί στη χώρα καταγωγής της.

 

Κατάληξη

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει και την ορθότητα της παρούσας υπόθεσης, η οποία απορρέει από τα εδάφια (2), (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/ 2018), και προς το σκοπό πλήρους εξέτασης των ισχυρισμών της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμη την παράθεση των ισχυρισμών της, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της.

 

Κατά την καταγραφή της αίτησης της,  δήλωσε αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της πως μετά τον θάνατο του πατέρα της τα μέλη της οικογένειας του πατέρα της πήραν όλη την περιουσία του πατέρα της και ο νεαρότερος σε ηλικία αδελφός του πατέρα της την πήρε υπό την κηδεμονία του, την πήγε στο σπίτι του και ενώ έμενε μαζί του αυτός ξεκίνησε να την κακοποιεί και να την βιάζει. Πρόσθεσε πως έγινε η γυναίκα του και αργότερα έμεινε έγκυος από τον ανωτέρω άνδρα. Αυτός εξακολουθούσε να την κακοποιεί και να την απειλεί πως θα την σκοτώσει. Συνέχισε πως ο ανωτέρω άνδρας προσευχόταν και πήγαινε σε εκκλησία (blacks church) όπου σκοτώνουν ανθρώπους και η οικιακή βοηθός την βοήθησε να διαφύγει και την μετέφερε στην εκκλησία του πάστορα (Ερ.1 του δ.φ.).

 

Κατά την συνέντευξη της η Αιτήτρια 1 δήλωσε στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησης πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της καθώς μετά την δολοφονία του πατέρα της στο Beni, ο οποίος είχε αναλάβει ως στρατιωτικός στην ανωτέρω περιοχή,  οι αντάρτες και υπεύθυνοι για την δολοφονία του πατέρα της ξεκίνησαν να κυνηγούν την ίδια και την οικογένεια της. Στην προσπάθεια τους να διαφύγουν πήγαν προς το δάσος διαχωρίστηκαν με την μητέρα και τα αδέλφια της και η ίδια κατέληξε με κάποιο φίλο και συνάδελφο του πατέρα της, ο οποίος μέχρι τότε παρουσιάζονταν στην Αιτήτρια ως θείος της. Εν συνεχεία, δήλωσε πως μαζί με τον ανωτέρω άνδρα μπήκαν σε πλοίο και μετά από ένα έτος έφτασαν στο Congo Centrale το 2015. Δήλωσε πως στην αρχή διαβιούσαν ομαλά, μέχρι που αυτός άρχισε να την παρενοχλεί και να την εξαναγκάζει σε ερωτική συνεύρεση με αποτέλεσμα το  2016 να μείνει έγκυος. Εν συνεχεία, δήλωσε πως αυτός προσέλαβε οικιακή βοηθό για να την παρακολουθεί με την οποία στην αρχή δεν είχαν καλές σχέσεις αλλά μετά την πρόωρη γέννηση του τέκνου της το 2016 άρχισε να συνδέεται μαζί της και η οποία αργότερα την βοήθησε να διαφύγει πηγαίνοντας την μαζί με το τέκνο της το 2019 στο σπίτι του πάστορα της στην Luozi. Τότε, η Αιτήτρια εξιστόρησε στον πάστορα τι συνέβη και αυτός της είπε ότι θα την βοηθήσει να εγκαταλείψει την χώρα. Ο πάστορας την συνόδευσε μέχρι το Congo Brazzaville και της γνώρισε άτομα τα οποία διευθέτησαν το ταξίδι της.

 

Σε διευκρινιστική ερώτηση αναφορικά με τον θάνατο του πατέρα της δήλωσε πως ο πατέρας της ήταν στρατιώτης του FARDC και πως δεν γνωρίζει πληροφορίες σχετικά με τον λόγο της δολοφονίας του και τους δράστες αυτής επειδή ήταν πολύ νεαρή σε ηλικία. Παρέθεσε κάποιες πληροφορίες που της είχε πει η μητέρα της κατά τις οποίες ως ισχυρίστηκε ο διοικητής του πατέρα της ονόματι Mamadou Ndala δέχονταν απειλές από τους αντάρτες προκειμένου να μην επεμβαίνει στις δουλειές τους όμως ο τελευταίος αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις απαιτήσεις τους και συνέχισε μαζί με τον πατέρα της να τους καταδιώκουν. Περαιτέρω δήλωσε πως ενημερώθηκαν για την δολοφονία του πατέρα της την επόμενη ημέρα στις 02 Ιανουαρίου 2014, πως στενοχωρήθηκαν πολύ και πως μετά από κάποιο διάστημα διέφυγαν στο δάσος για να ξεφύγουν (Ερ.53 1χ δ.φ.).

 

Ερωτηθείσα σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες διαχωρίστηκε από την οικογένεια της στο δάσος, η Αιτήτρια δήλωσε πως ενώ έτρεχαν χωρίστηκαν, με αποτέλεσμα η ίδια και ο φίλος του πατέρα της που ήταν μαζί να πάνε από την μια πλευρά και η μητέρα της με τα αδέλφια της να πάρουν άλλο δρόμο (Ερ. 53 1χ δ.φ.). Πρόσθεσε πως από τότε που έφυγαν από το Beni δεν συνέβη κάτι στην ίδια από τους αντάρτες που δολοφόνησαν τον πατέρα της απλά ένιωθε ανασφάλεια γνωρίζοντας ότι αυτοί οι άνδρες θα μπορούσαν να την εντοπίσουν (Ερ. 45 5χ δ.φ).

 

Ερωτηθείσα σχετικά με τις συνθήκες διαμονής της με τον φίλο του πατέρα της, η Αιτήτρια δήλωσε πως στην αρχή ήταν όλα καλά μεταξύ τους όμως μετά αυτός άρχισε να την αγγίζει και να την πιέζει σε ερωτική συνεύρεση (Ερ. 52 3χ δ.φ.). Ερωτηθείσα πότε ξεκίνησε ο ανωτέρω άνδρας να την κακοποιεί σεξουαλικά, η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως πήρε κάποιο χρόνο και σε σχετική διευκρινιστική ερώτηση αποκρίθηκε πως έμεινε έγκυος το 2016 (Ερ.52 4χ δ.φ.). Πρόσθεσε πως ο ανωτέρω άνδρας της φερόταν άσχημα όταν αρνούνταν και όταν ήταν διστακτική και πως η συμπεριφορά του άλλαζε και δεν της άφηνε φαγητό (Ερ. 52 3χ, 51 1χ δ.φ.). Όταν έμενε στο σπίτι δήλωσε πως αυτός την κλείδωνε για να μην μπορεί να διαφύγει. Αναφορικά με την σχέση της με την οικιακή βοηθό δήλωσε πως στην αρχή  την φοβόταν, όμως όταν γέννησε στις αρχές του 2017 άρχισε να της ανοίγεται και να την εμπιστεύεται και τότε της εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια για την σχέση της με τον ανωτέρω άνδρα (Ερ. 51 2χ δ.φ.). Ερωτηθείσα πως η ανωτέρω γυναίκα θα την βοηθούσε δήλωσε πως αυτή της είπε πως όταν το τέκνο της θα δυνάμωνε θα την βοηθούσε να φύγει (Ερ. 51 3χ δ.φ.). Έτσι μια ημέρα μετά από δύο έτη, το 2019, της είπε να ετοιμάσει τα πράγματα της, την πήρε μαζί της και την μετέφερε στο σπίτι του πάστορα της (Ερ. 50 2χ δ.φ.).

 

Κληθείσα να επεξηγήσει για ποιο λόγο η ανωτέρω γυναίκα την βοήθησε και εάν δεν φοβόταν την αντίδραση του ανωτέρω άνδρα, η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως τον φοβόταν και για αυτό τον λόγο της πήρε τόσο χρόνο να την βοηθήσει(Ερ. 49 1χ δ.φ.). Εν συνεχεία, δήλωσε πως όταν έφυγαν από το σπίτι του πατέρα του τέκνου της πήγαν με αυτοκίνητο σε μια εκκλησία ονόματι Eglise pain de vie η οποία ήταν στην Luozi όπου συνάντησαν τον πάστορα Roger ο οποίος αργότερα τους μετέφερε σπίτι του. Ο ανωτέρω πάστορας ταξίδεψε μαζί της από το Luozi στο Congo Brazaville με βάρκα και εκεί την γνώρισε στους ανθρώπους που εν συνεχεία την βοήθησαν να εγκαταλείψει την χώρα (Ερ. 47 1χ, 2χ, 3χ δ.φ.). Κατά την ημέρα που ταξίδευαν προς Congo Brazaville δήλωσε πως ο πάστορας της είπε πως η οικιακή βοηθός που την βοήθησε να διαφύγει θα ερχόταν να την βρει με τον τέκνο της αργότερα, όμως από την ημέρα που ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει μιλήσει με τον πάστορα, επειδή έχασε το κινητό της τηλέφωνο και δεν ξέρει τι έχει γίνει σε σχέση με το σχέδιο αυτό.

 

Ερωτηθείσα τι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της δήλωσε πως κάτι κακό θα συμβεί στην ίδια και το τέκνο της (Ερυθρό 54 1χ δ.φ.).  Τέλος, ερωτηθείσα σχετικά με το εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί στην Κινσάσα σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά ισχυριζόμενη πως είναι ριψοκίνδυνο και πως δεν θα έχει ασφάλεια και ότι θα μπορούσε να εντοπισθεί (Ερ. 42 1χ, 2χ, 3χ δ.φ.).

 

Ο/Η αρμόδιος/α λειτουργός του EUAA στην εισηγητική του/της έκθεση διέκρινε τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς, έναν (1) αναφορικά με το προφίλ, ταυτότητα και ιθαγένεια της Αιτήτριας, έναν δεύτερο (2) ισχυρισμό αναφορικά με το ότι ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και δολοφονήθηκε το 2014, έναν τρίτο (3)  ισχυρισμό περί του ότι τα άτομα που δολοφόνησαν τον πατέρα της  καταδίωξαν την ίδια και την οικογένεια της, και έναν τέταρτο (4) ισχυρισμό περί του περί του ότι η ζωή της απειλήθηκε από τον πατέρα του τέκνου της ο οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά.

 

Ο πρώτος (1) ουσιώδης ισχυρισμός, έγινε δεκτός επί τη βάσει των αποκρίσεων της και κατόπιν διερεύνησης αυτών με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ο δεύτερος (2) ουσιώδης ισχυρισμός περί του ότι ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και δολοφονήθηκε το 2014  έγινε ομοίως αποδεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.

 

Αναφορικά με τον τρίτο (3) ουσιώδη ισχυρισμό της περί του ότι οι άνθρωποι που δολοφόνησαν τον πατέρα της  καταδίωξαν την ίδια και την οικογένεια της, αυτός απορρίφθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος καθότι κρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με συγκεκριμένο τρόπο πως η ίδια και η οικογένεια της βρίσκονταν σε κίνδυνο από τους αντάρτες αλλά και να παραθέσει πληροφορίες καθώς και γεγονότα τα οποία να τεκμηριώσουν ότι οι αντάρτες τους έψαχναν και τους κυνηγούσαν.  Ειδικότερα, κρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες και επαρκείς αποκρίσεις σχετικά με το πως κινδύνευαν από τους αντάρτες αποκρινόμενη αορίστως πως αυτοί ήθελαν να τους εξοντώσουν και να σβήσουν κάθε ίχνος τους.

 

Ερωτηθείσα η Αιτήτρια σχετικά με το εάν από τότε που έφυγε από το Beni συνέβη κάτι στην ίδια από τους ανωτέρω δρώντες, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά και δήλωσε συγκεκριμένα πως δεν άκουσε ξανά για αυτούς από τότε που έφυγε από την περιοχή. Περαιτέρω, ως ασυνεπείς κρίθηκαν οι αποκρίσεις της Αιτήτριας όταν κλήθηκε να περιγράψει τι συνέβη στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της από τους ανωτέρω αντάρτες αποκρινόμενη σε ένα σημείο της συνέντευξης της πως δεν γνωρίζει επειδή όταν διέφυγαν των ανταρτών χωρίστηκαν στο δάσος και έκτοτε δεν είχε  επαφή μαζί τους,  ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξης της δήλωσε πως όταν έφτασε στην Κυπριακή Δημοκρατία εντόπισε την μητέρα της στο Facebook, η οποία της έδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου της και εν συνεχεία επικοινώνησε με την Αιτήτρια στο τηλέφωνο και της μετέφερε πως η ίδια με τις αδελφές της βρίσκονται στο Kisangani που τοποθετείται στο North Kivu.  

 

Ο αρμόδιος λειτουργός  υπέδειξε στην Αιτήτρια  την ανωτέρω απόκλιση στις δηλώσεις της,  με την Αιτήτρια να μην είναι σε θέση να παράσχει μια συνεκτική απάντηση ισχυριζόμενη πως αυτή ήταν η μόνη φορά που μίλησε με την μητέρα της καθώς μετά έχασε το τηλέφωνο της υποπίπτοντας εκ νέου σε αντίφαση, καθότι η Αιτήτρια ως δήλωσε εντόπισε την μητέρα της στο Facebook. Η  ως άνω εντοπισθείσα από τον αρμόδιο λειτουργό ασυνέπεια υπεδείχθη εκ νέου στην Αιτήτρια, με την Αιτήτρια να αποκρίνεται ως κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό με μη συνεπή και πειστικό τρόπο πως ο λογαριασμός της μητέρας της στο Facebook έχει μπλοκαριστεί.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας οι οποίες παρόλο που επιβεβαιώνουν πως αντάρτες  ADF-NALU πραγματοποιούν επιθέσεις κατά αμάχων παρά ταύτα δεν βρέθηκαν πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν την στοχοποίηση μελών οικογενειών στρατιωτών FARDC ή στοχοποίηση συγκεκριμένων προφίλ ατόμων. Επομένως ενόψει της μη θεμελιωθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας ο ως άνω ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας απορρίφθηκε στο σύνολο του.

 

Αναφορικά με τον τέταρτο (4) ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι η ζωή της απειλήθηκε από τον πατέρα του τέκνου της ο οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά, αυτός δεν έγινε αποδεκτός καθώς, ως κρίθηκε, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει με συγκεκριμένο τρόπο πως κατέληξε να διαβιεί με τον φίλο του πατέρα της, να περιγράψει με λεπτομέρειες το ταξίδι της μέχρι το Congo Centrale καθώς και γιατί αυτό διήρκησε ένα έτος, ενώ υπέπεσε σε πολλές ασυνέπειες σχετικά με την βοήθεια που έλαβε από την οικιακή βοηθό και τον πάστορα, οι οποίοι συνέδραμαν στην έξοδο της από την χώρα.

 

Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν μπορούσε να επεξηγήσει πως χωρίστηκε από την μητέρα και τα αδέλφια της, καταλήγοντας με τον φίλο του πατέρα της, ενώ όταν ρωτήθηκε σχετικά με το δάσος στο οποίο κατέφυγαν δεν ήταν σε θέση να παράσχει μια συγκεκριμένη απάντηση σχετικά με την ονομασία αυτού. Ως μη συνεκτικές και μη λεπτομερείς κρίθηκαν ομοίως οι δηλώσεις της όταν κλήθηκε να περιγράψει το ταξίδι της από το Beni στο Congo Central αποκρινόμενη πως δεν γνωρίζει επειδή ήταν μικρή σε ηλικία και πως πήραν πλοίο. Ούτε ήταν σε θέση να επεξηγήσει τον λόγο για τον οποίο το ανωτέρω ταξίδι διήρκησε ένα έτος.  Επίσης, η Αιτήτρια δεν μπορούσε να προσδιορίσει την απόσταση μεταξύ της περιοχής που διέμενε Kasangulu και της Kinshasa. Περαιτέρω, κρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποκριθεί με λεπτομερή τρόπο όταν κλήθηκε να αναπτύξει τον ισχυρισμό της περί της κακοποίησης που υπέστη από τον φίλο του πατέρα της.  Κρίθηκε πως όταν κλήθηκε να αναφέρει πότε ξεκίνησε η σεξουαλική της κακοποίηση από τον ανωτέρω άνδρα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει αυτή χρονικά ενώ όταν της δόθηκε η δυνατότητα εκ νέου να προσδιορίσει πότε ξεκίνησε η κατ’ ισχυρισμόν κακοποίηση της πάλι δεν ήταν σε θέση να αποκριθεί με συγκεκριμένο τρόπο, απαντώντας πως έμεινε έγκυος το 2016.

 

Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με λεπτομερή και συγκεκριμένο τρόπο πως η οικιακή βοηθός την βοήθησε να αποδράσει καθώς και να επεξηγήσει με πειστικότητα και συνέπεια για ποιο λόγο η οικιακή βοηθός δεν την βοήθησε νωρίτερα παρά μόνο μετά από τρία έτη, ενώ όταν ρωτήθηκε εκ νέου από τον αρμόδιο λειτουργό τι συνέβη και εν τέλει την βοήθησε παρόλο που η οικιακή βοηθός φοβόταν τον πατέρα του τέκνου της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ασαφώς πως αυτή ήθελε να την βοηθήσει.  Επιπλέον, αξιολογήθηκε πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να περιγράψει πόσο χρόνο πήρε στην ίδια και την γυναίκα που την βοήθησε να αποδράσει μέχρι να φτάσουν στο σπίτι του πάστορα στην περιοχή Luozi καθώς και να επεξηγήσει για ποιο λόγο εγκατέλειψε την ΛΔΚ από το Congo Brazzaville και όχι από την Κινσάσα που ήταν πιο κοντά στην Luozi.  Σημειώθηκε ακόμη πως η Αιτήτρια δήλωσε πως άφησε το τέκνο της στο πάστορα και πως η οικιακή βοηθός θα τους έβρισκε μαζί με το τέκνο της σε δεύτερο χρόνο. Κληθείσα εν συνεχεία να περιγράψει τι συνέβη σχετικά με το ανωτέρω πλάνο δήλωσε ότι δεν ξέρει επειδή έχασε το τηλέφωνο της όταν εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως δεδομένης της υποκειμενικής φύσης των ισχυρισμών της Αιτήτριας, δεν δύναται ο ανωτέρω ισχυρισμός να διασταυρωθεί με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Επιπλέον, οι δηλώσεις της σχετικά με το ότι από άποψη απόστασης η Luozi  βρίσκεται πιο κοντά στο Congo Brazzaville παρά στην Kinshasa δεν βρίσκουν έρεισμα σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Τέλος, o αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις της Αιτήτριας σχετικά με την εκκλησία Eglise le pain de Vie church στο Luozi δεν συμφωνούν με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σύμφωνα με τις οποίες η πιο κοντινή εκκλησία με αυτή την ονομασία βρίσκεται στην Γαλλία.

 

Εν συνεχεία,  στη βάση του ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί (πρώτος και δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός), ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και ειδικότερα στην Kinshasa περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας στην χώρα καταγωγής της(Βλ. Ερυθρό 79 δ.φ.), καταλήγοντας πως βάσει των αποδεκτών πραγματικών περιστατικών και των ανωτέρω πηγών πληροφόρησης δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να θεωρείται πως σε περίπτωση επιστροφής των Αιτητριών στην χώρα καταγωγής τους και ειδικότερα στην Kinshasa θα κινδυνεύσουν να υποστούν μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

 

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής των Αιτητριών σε ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η πιθανότητα εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος.  Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa, η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της δεν θα κινδυνεύσουν με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2)(α), ούτε ενδέχεται να υποστούν βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19 (2)(β) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε  από τη σχετική έρευνα που προηγήθηκε κατά τα προηγούμενα στάδια (αξιολόγηση κινδύνου-νομική ανάλυση) ότι δεν προέκυψαν στοιχεία που να δικαιολογούν την υπαγωγή της Αιτήτριας και του τέκνου της στο άρθρο 19(2)(γ) ίδιου Νόμου καθώς η κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας αλλά και το προσωπικό της προφίλ δεν επαρκούν ώστε να συναχθεί ότι η Αιτήτρια και το τέκνο της κατά την επιστροφής τους εκεί θα κινδυνεύσουν ως άμαχοι.

 

Έχοντας εξετάσει επισταμένως το πρακτικό συνεντεύξεων της Αιτήτριας 1, τους ισχυρισμούς της καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου, διαπιστώνω πως κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τέθηκε στην Αιτήτρια επαρκής αριθμός ερωτήσεων και της δόθηκε η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς της καθώς και να αναπτύξει το αίτημά της, σε περίπτωση που πράγματι υφίστατο βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής της στη χώρα καταγωγής ή πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να της παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Οι απαντήσεις δε που έδωσε η Αιτήτρια 1, αξιολογήθηκαν δεόντως από αρμόδιο λειτουργό σε συνάρτηση με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της προβαίνοντας τέλος, σε ορθά ευρήματα επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της.

 

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς που έγιναν αποδεκτοί με αριθμό (1) και (2) το Δικαστήριο δεν βρίσκει λόγο διαφοροποίησης από τα ευρήματα  αξιοπιστίας των ανωτέρων ισχυρισμών στα οποία κατέληξαν οι Καθ’ων η αίτηση.

 

Αναφορικά με τον τρίτο (3) ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας  περί του ότι οι άνθρωποι που δολοφόνησαν τον πατέρα της  καταδίωξαν την ίδια και την οικογένεια της,  συμφωνώ με τα ευρήματα αναξιοπιστίας ως αυτά εντοπίστηκαν από τους Καθ’ων η αίτηση, επισημαίνοντας τα κάτωθι:

 

Καταρχάς, δεν καθίσταται σαφές από τις δηλώσεις της Αιτήτριας ο λόγος για τον οποίο διαχωρίστηκαν στο δάσος η ίδια από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της ενώ συγκεχυμένες είναι οι περιγραφές της σχετικά με τον  λόγο για τον οποίο έτρεχαν η ίδια και η οικογένεια της να ξεφύγουν ενώ δεν είχαν δεχτεί κάποια άμεση και προσωπική απειλή ή ενόχληση από οιανδήποτε ομάδα προσώπων (Βλ. Ερυθρά 54 3χ, 53 2χ, 45 3χ, 4χ, 5χ του δ.φ.). Παρατηρώ, ως ορθώς εντόπισαν οι Καθ’ ων, πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει κάποιο περιστατικό το οποίο να τεκμηριώνει ότι η ίδια και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της βρίσκονταν σε κίνδυνο από τους αντάρτες που δολοφόνησαν τον πατέρα της ένεκα της εργασίας του στο στρατό και της μάχης του κατά των ανταρτών (rebels), αλλά επιμένει να επικαλείται αόριστο κίνδυνο περί ενδεχόμενης βλάβης και εντοπισμού της από αυτούς καθώς και την μαρτυρία της μητέρας της περί του ότι αναζητούνται, χωρίς η ίδια να έχει έρθει ποτέ αντιμέτωπη ή να έχει ενοχληθεί από τους ανωτέρω δρώντες από τον θάνατο του πατέρα της το 2014 μέχρι και την έξοδο της από την χώρα το 2019( Ερυθρά 45 3χ, 4χ, 5χ του δ.φ.).

 

Επιπροσθέτως των ανωτέρω εντοπίζω από το σύνολο των δηλώσεων της Αιτήτριας πως δεν ήταν σε θέση να παραθέσει μια συνεκτική περιγραφή όσων συνέβησαν μετά τον θάνατο του πατέρα της και μέχρι η ίδια να καταλήξει να διαμείνει με τον φίλο του πατέρα της στο Congo Centrale, συνεκτιμώντας στα ανωτέρω, αφενός την ηλικία στην οποία ήταν όταν συνέβησαν τα ανωτέρω γεγονότα -περί τα 14 έτη- αλλά και το μορφωτικό της επίπεδο (είχε φοιτήσει μέχρι την γ’ γυμνασίου), στοιχεία τα οποία θα επέτρεπαν στην Αιτήτρια να παραθέσει γενικά μια συνεκτική και ολοκληρωμένη -μη αποσπασματική- ιστορία, χωρίς να απαιτείται από την ίδια να περιγράψει τα ως άνω γεγονότα με ακριβείς λεπτομέρειες και με τον βαθμό συνεκτικότητας και σαφήνειας που θα αναμένονταν από ένα άτομο που εξιστορεί τέτοιας φύσεως γεγονότα βιωμένα ενόσω ήταν ενήλικας. Τουναντίον οι αποκρίσεις της είναι συγκεχυμένες και συνοπτικές, ενώ τέθηκαν σε αυτήν από τον αρμόδιο λειτουργό επαρκείς διευκρινιστικές ερωτήσεις ώστε να μπορέσει να διασαφηνίσει κενά και ελλείψεις στην αφήγηση της (Βλ. Ερυθρά 57 2χ, 53 1χ,2χ, 45 του δ.φ.).

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, κατόπιν έρευνας και του Δικαστηρίου δεν κατέστη εφικτός ο εντοπισμός πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας 1 σχετικά με την στοχοποίηση μελών οικογενειών στρατιωτών των ενόπλων δυνάμεων της ΛΔ του Κονγκό (FARDC) από αντάρτες ή ένοπλες ομάδες ως ομοίως εντόπισαν και οι Καθ’ων η αίτηση κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ως άνω ισχυρισμού. Επίσης, ένεκα και του ότι η Αιτήτρια 1 δεν κατάφερε να παραθέσει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες περί της ταυτότητας των ανταρτών (ανέφερε μόνο ότι είναι«rebels») από τους οποίους ως δήλωσε κινδυνεύει και αναζητείται η ίδια και η οικογένεια της και οι οποίοι δολοφόνησαν τον πατέρα της, καθίσταται δύσκολη η περαιτέρω έρευνα του Δικαστηρίου σε εξειδικευμένες πληροφορίες  από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την εν λόγω ομάδα ανταρτών, λαμβάνοντας υπόψη ότι  σύμφωνα με πηγές πληροφόρησης στο ανατολικό Κονγκό δρουν πάνω από 120 ένοπλες ομάδες, με τις κυριότερες να είναι η αντάρτικη ομάδα που υποστηρίζεται από την  Rwanda M23, η Rwandan αντάρτικη ομάδα FDLR και η ισλαμική αντάρτικη ομάδα  (υποστηριζόμενη από την Uganda) ADF-Nalu[1] στην οποία αποδόθηκε αρχικά ο θάνατος του Mamadou Ndala τον οποίο η Αιτήτρια υπέδειξε ως διοικητή του πατέρα της και ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο με την ομάδα του στη νίκη και την υποχώρηση της έτερης δρώσας στην περιοχή αντάρτικης ομάδας M23[2].  Σε έτερη πηγή αναφέρεται πως ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης ενώ αρχικά απέδωσε την ευθύνη για τον θάνατο του Mamadou Ndala στην αντάρτικη ομάδα ADF-Nalu, στην συνέχεια δήλωσε πως αρκετοί αξιωματικοί του στρατού συνελήφθησαν σε σχέση με τη δολοφονία, ανάμεσά τους και ο διοικητής του στρατού στο Beni, υπολοχαγός Titu Bizuru[3]. Ως εκ τούτου δεν προκύπτει από τις ανωτέρω διαθέσιμες πληροφορίες μια σαφής εικόνα σχετικά την ταυτότητα των δραστών της δολοφονίας του στρατηγού Mamadou Ndala καθώς και η ταυτότητα των ανταρτών/ομάδας που έβλαψε τον πατέρα της.

 

Ούτε στο Δικαστήριο παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ή πληροφορία αναφορικά με τους αντάρτες από τους οποίους η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι κινδυνεύει παρά μόνο αναφέρθηκε αόριστα ότι η Αιτήτρια 1 διώκεται από τους ADF-Nalu επειδή ο πατέρας της ήταν μέλος της ομάδας του Mamadou Ndala.

 

Ως εκ της ανωτέρω ανάλυσης και ενόψει της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας ο ανωτέρω ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολο του.

 

Ως προς τον τέταρτο (4) ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας 1 περί του ότι η ζωή της απειλήθηκε από τον πατέρα του τέκνου της ο οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά συμφωνώ με τις επισημάνσεις του αρμόδιου λειτουργού ως προς το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας του ως άνω ισχυρισμού. Ειδικότερα, παρατηρώ πως η Αιτήτρια 1 δεν αναμένεται να υπεισέλθει σε εξαντλητικές και λεπτομερείς περιγραφές των πράξεων βίας που υπέστη,  πλην όμως δεν ήταν σε θέση να σκιαγραφήσει το κακοποιητικό προφίλ του ανωτέρω άνδρα και να παραθέσει πληροφορίες επί της συχνότητας της κακοποίησης, τον χρόνο κατά τον οποίο αυτή ξεκίνησε αλλά και τα συναισθήματα της καθόλο το διάστημα διαμονής της με τον ανωτέρω άνδρα (Ερ.52 3x, 4x, 51 δ.φ.). Επιπλέον, η Αιτήτρια 1 δεν κατάφερε να εισφέρει οιανδήποτε ουσιώδη πληροφορία περί του προφίλ του ανωτέρω άνδρα, πέρα από το να αναφέρει ότι ήταν συνάδελφος του πατέρα της. Η Αιτήτρια 1 ως συμπεραίνεται από τις δηλώσεις της δεν γνώριζε αν εργαζόταν ή τι έκανε αυτός ο άνδρας όταν έβγαινε έξω, ενώ ζούσαν μαζί από το 2015 έως το 2019 (Ερ. 50 2χ, 3χ δ.φ.). Ούτε ήταν σε θέση να επεξηγήσει πως διαχωρίστηκε η Αιτήτρια 1  από την οικογένεια της μέσα στο δάσος, καταλήγοντας μαζί  αλλά ούτε να διασαφηνίσει πως βρέθηκε μαζί τους ο ανωτέρω άνδρας και τι είδους σχέση είχε η οικογένεια της με τον εν λόγω άνδρα (π.χ. εάν είχε παρουσία στην ζωή τους, σε τι συχνότητα, που/πως τον γνώρισαν, πως κατέληξε να διαφύγει μαζί τους) (Ερ.53 2χ, 52 1χ, 2χ δ.φ.).

 

Ως αόριστες κρίνονται και οι περιγραφές της όταν κλήθηκε να αναφερθεί με λεπτομέρεια στο ταξίδι της από το Beni προς το Congo Centrale, χωρίς να είναι σε θέση να εισφέρει κάποια συγκεκριμένη πληροφορία  επί ενός ταξιδιού που διήρκησε ένα έτος. Περαιτέρω, αοριστία διέπει και τις περιγραφές αναφορικά με τον τρόπο υπό τον οποίο απέδρασε από τον ανωτέρω άνδρα (Ερ. 50 2χ του δ.φ.)με την οικιακή βοηθό να την βοηθάει να αποδράσει από το σπίτι διακινδυνεύοντας και η τελευταία την ζωή της σε περίπτωση εντοπισμού της από τον  πατέρα του τέκνου της (Ερ. 51 2χ, 3χ, 50 3χ, 49 1χ του δ.φ.). Ούτε αποσαφηνίζεται από τις δηλώσεις της για ποιο λόγο η οικιακή βοηθός την βοήθησε να αποδράσει ενώ και η ίδια φοβόταν τον ανωτέρω άνδρα και μάλιστα η εν λόγω οικιακή βοηθός δεν διέφυγε από την χώρα και διαμένει ακόμη εκεί, ενώ αντιφάσεις παρατηρώ στις δηλώσεις της Αιτήτριας όταν κλήθηκε να διευκρινίσει για ποιο λόγο καθυστέρησε περί τα δύο έτη να την βοηθήσει, καθότι η Αιτήτρια ισχυρίστηκε αρχικά πως ο λόγος ήταν για να δυναμώσει το παιδί της που γεννήθηκε πρόωρα και σε άλλο σημείο πως ο λόγος ήταν ο φόβος της για τον πατέρα του τέκνου της( Ερ.50 1χ, 49 1χ δ.φ.). Στα ως άνω προσθέτω πως όταν έφυγαν από το σπίτι του πατέρα του τέκνου της μετέβησαν σε εκκλησία στην περιοχή Luozi, χωρίς να εντοπισθούν από τον εν λόγω άνδρα, τον οποίο φοβόντουσαν και οι δύο καθώς και το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει δεχθεί κάποια  ενόχληση από τον ανωτέρω άνδρα.

 

Δεν παροράται, βέβαια, πως στην αίτηση καταγραφή της, όταν η Αιτήτρια 1 κλήθηκε να αναφερθεί στους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, ουδεμία αναφορά έκανε στην δολοφονία του πατέρα της από αντάρτες, καθώς και στο ότι οι ανωτέρω αντάρτες - δράστες της δολοφονίας του πατέρα της κυνήγησαν την ίδια και την οικογένεια της, στοιχεία που βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με τα όσα δήλωσε κατά την συνέντευξη της περί του ότι κατέληξε να διαμένει με τον φίλο του πατέρα της, ο οποίος εν συνεχεία την κακοποιούσε σεξουαλικά, τα οποία αποτελούν και τον πυρήνα των ουσιωδών ισχυρισμών της. Επίσης, παρατηρούνται αντιφάσεις στα λεγόμενα της σχετικά με την ιδιότητα του εν λόγω άνδρα ισχυριζόμενη κατά την καταγραφή της αίτησης της πως ήταν ο θείος της και «μάλιστα ο νεαρότερος σε ηλικία αδελφός του πατέρα της ο οποίος την πήρε υπό την κηδεμονία του» (Ερ. 1 του δ.φ.), ενώ κατά την συνέντευξη της δήλωσε πως ο εν λόγω άνδρας ήταν ένας συνάδελφος και φίλος του πατέρα της ο οποίος στην αρχή είχε παρουσιαστεί σε αυτήν ως ο θείος της. Οι ανωτέρω ασάφειες και αποκλίσεις αξιολογούνται ως αρνητικοί δείκτες επί της συνολικής αξιοπιστίας του ως άνω ισχυρισμού της Αιτήτριας.

 

Ως προς το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας του ως άνω ισχυρισμού, θα συμφωνήσω με τους Καθ’ων η αίτηση πως λόγω της προσωπικής και υποκειμενικής φύσης των εξιστορισθέντων περιστατικών, ο πυρήνας του υπό εξέταση ισχυρισμού δε δύναται να διασταυρωθεί από αξιόπιστες εξωτερικές πηγές. Περαιτέρω, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την ύπαρξη της εκκλησίας “eglise pain de vie” η οποία εντοπίζεται στην Γαλλία ως διεπίστωσαν οι Καθ’ων η αίτηση[4] ενώ η εκκλησία (Centre Evangelique pain de vie- ευαγγελική εκκλησία με αυτούς τους όρους εντοπίζεται) στην οποία παραπέμπει η συνήγορος της Αιτήτριας μέσω της γραπτής της αγόρευσης εντοπίζεται στην Kinshasa και όχι στην Luozi[5] ως δήλωσε η Αιτήτρια κατά την συνέντευξη της (Ερ.49 2χ δ.φ.). Επομένως τα ανωτέρω στοιχεία και τα όσα προώθησε η συνήγορος της Αιτήτριας ενισχύουν τα ευρήματα της Υπηρεσίας Ασύλου περί αναξιοπιστίας του υπό κρίση ισχυρισμού της Αιτήτριας  και δεν δρουν ενισχυτικά της θέσης της.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου βάσει των ισχυρισμών  της Αιτήτριας 1 που έγιναν αποδεκτοί, παρατηρώ πως οι Καθ’ων η αίτηση προέβησαν σε ελλιπή αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου παραλείποντας να εξετάσουν κατά πόσο η παρελθούσα ιδιότητα του πατέρα της ως στρατιωτικού της FARDC καθώς και η δολοφονία του ένεκα αυτής του της ιδιότητας, πραγματικά περιστατικά τα οποία έγιναν αποδεκτά κατά το στάδιο της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των σχηματισθέντων ισχυρισμών της, θα μπορούσαν να εκθέσουν τις Αιτήτριες σε συνθήκες που ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή τους στην χώρα καταγωγής τους.  Έχοντας εντοπίσει την ανωτέρω πλημμέλεια, θα προχωρήσω στο πλαίσιο της ex nunc κρίσης του Δικαστηρίου να αξιολογήσω κατά πόσο τεκμηριώνεται μελλοντοστραφής κίνδυνος για τις Αιτήτριες κατά την επιστροφή τους στην χώρα καταγωγής του επί τη βάσει των δύο αποδεδειγμένων ισχυρισμών τους, του εξής πρώτου αναφορικά με τις ατομικές περιστάσεις των Αιτητριών και του δεύτερου περί του ότι πατέρας της ήταν στρατιωτικός και δολοφονήθηκε το 2014.

 

Καταρχάς, ως αναφέρθηκε ανωτέρω δεν ήταν δυνατός ο εντοπισμός πηγών πληροφόρησης οι οποίες να καταγράφουν την στοχοποίηση μελών οικογενειών στρατιωτών των ενόπλων δυνάμεων της ΛΔ του Κονγκό (FARDC) από ένοπλες αντάρτικες ομάδες. Εντούτοις, ανευρέθηκαν πηγές από τις οποίες προκύπτει πως οι πολλαπλές ένοπλες ομάδες  και πολιτοφυλακές που δρουν στο ανατολικό Κονγκό κοντά 30 έτη διαπράττουν τακτικά επιθέσεις, δολοφονίες και απαγωγές κατά αμάχων[6]. Σε έκθεση του US DOS Department για το έτος 2024 καταγράφεται πως ένοπλες μη κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν να διαπράττουν καταχρήσεις στις ανατολικές επαρχίες. Η ίδια έκθεση συνεχίζει πως μεγάλης κλίμακας καταχρήσεις καταγράφηκαν από την ομάδα Cooperative for the Development of the Congo, την ισλαμική ομάδα ISIS-Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, γνωστές και ως Συμμαχικές Δημοκρατικές Δυνάμεις, το Κίνημα της 23ης Μαρτίου (March 23 Movement) και άλλες ομάδες που εξακολουθούν να δρουν σε περιοχές του Βόρειου Κίβου και των επαρχιών Ιτούρι. Η ένοπλη ανταρτική ομάδα (March 23 Movement) Κίνημα 23 Μαρτίου συνέχισε τις επιθέσεις κατά των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας και από τον Σεπτέμβριο διατήρησε τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων του εδάφους στην επαρχία του Βόρειου Κίβου[7]. Στο βόρειο Κιβού, όπου εντοπίζονται μαχητές των Allied Democratic Forces (ένοπλης ομάδας από την Uganda η οποία είναι ενεργή στην περιοχή από το 1990), καταγράφηκαν επιθέσεις  τους κατά αμάχων όταν τον Ιανουάριο του 2024 σε ένα χωριό στο Beni σκότωσαν με ματσέτες 23 ανθρώπους. Επίσης, στην ίδια έκθεση αναφέρεται πως μέλη της M23 δολοφόνησαν δεκάδες αμάχους ως αντίποινα για υποστήριξη των αντίπαλων ένοπλων ομάδων ή του στρατού της ΛΔ του Κονγκό[8].  

 

Σε έτερη πηγή αναφέρεται πως υπήρξαν περιπτώσεις συνεργασίας μεταξύ στρατιωτών και ανταρτών ή πολιτοφυλακών[9].  Σύμφωνα με έκθεση του United Nations High Commissioner for Human Rights  για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ΛΔ του Κονγκό μεταξύ 1η Ιουνίου 2002 και 31 Μαΐου 2023 στο Βόρειο Κίβου καταγράφηκαν 2.541 παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το 76 % των οποίων διαπράχθηκε από ένοπλες ομάδες[10].

 

Από τις ανωτέρω διαθέσιμες πληροφορίες συμπεραίνεται πως οι ένοπλες/αντάρτικες ομάδες που δρουν στο Ανατολικό Κονγκό ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για  επιθέσεις, απαγωγές και καταχρήσεις κατά αμάχων, εντούτοις η παρουσία και η δράση των ένοπλων αντάρτικων ομάδων περιορίζεται κυρίως στις ανατολικές επαρχίες της ΛΔΚ (Ituri, North Kivu, South Kivu, Tanganyika)[11] χωρίς να καταγράφονται ένοπλες συγκρούσεις στην Kinshasa, όπου αναμένεται να επιστρέψει η Αιτήτρια 1 και το τέκνο της.

 

 

Περαιτέρω, η Αιτήτρια 1, ως δήλωσε, δεν δέχθηκε προσωπική ενόχληση ή απειλή ή βλάβη από οιανδήποτε ομάδα ή έτερο φορέα από τότε που έφυγαν με την μητέρα της και την οικογένεια της από το Beni το 2014 μέχρι και την έξοδο της από την χώρα καταγωγής της στα μέσα του 2019 (Ερυθρό 45 5χ δ.φ.). Ούτε τεκμηριώνεται παρελθούσα δίωξη της ίδιας λόγω δολοφονίας του στρατιωτικού πατέρα της από αντάρτες το 2014.  Στα ως άνω συνυπολογίζεται πως η μητέρα της και οι αδελφές της έχουν επιστρέψει και διαμένουν σήμερα πίσω στο Βόρειο Κιβού ( Kisangani-North Kivu), ως ισχυρίστηκε η Αιτήτρια, στοιχείο το οποίο αποδυναμώνει τον φόβο της Αιτήτριας σχετικά με τον κατ’ ισχυρισμόν κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει από τους δράστες της δολοφονίας του πατέρα της (Ερ.44 1χ, 2χ του δ.φ.).

 

Ως εκ της ανωτέρω ανάλυσης δεν προκύπτει πως η Αιτήτρια1 κατά την επιστροφή της μαζί με το ανήλικο τέκνο της στην χώρα καταγωγής της θα διατρέξει κίνδυνο ένεκα της παρελθούσας ιδιότητας του πατέρας της ως στρατιωτικού της FARDC και της δολοφονίας αυτού από άγνωστους άνδρες-αντάρτες το 2014.

 

Επίσης, παρατηρώ πως η Αιτήτρια 1 δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί σε  συγκεκριμένο κίνδυνο(Ερ. 54 2χ του δ.φ.). Τουναντίον όταν κλήθηκε να αποκριθεί σχετικά με το τι φοβάται ότι θα της συμβεί κατά την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της δήλωσε αόριστους κινδύνους περί ανασφάλειας και περί του ότι θα εντοπισθεί χωρίς να μπορεί να παραθέσει περιστατικά και αντικειμενικά γεγονότα από τα οποία θα προέκυπτε κίνδυνος για την ίδια και το τέκνο της κατά την επιστροφή τους στην χώρα καταγωγής της.

 

Ομοίως, το Δικαστήριο για την πληρότητα της έρευνας προέβη σε έρευνα επί πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την γενικότερη κατάσταση των γυναικών στην χώρα καταγωγής της Αιτήτριας αλλά και ειδικότερα των συνθηκών που επικρατούν στη ΛΔΚ για μόνες γυναίκες με ανήλικα τέκνα, από τις οποίες προκύπτουν τα κάτωθι:

 

Πληροφορίες από διεθνείς πηγές πληροφόρησης καταγράφουν πως οι γυναίκες στην ΛΔΚ και ειδικότερα οι μόνες γυναίκες χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο αντιμετωπίζουν εμπόδια και διακριτική μεταχείριση στην πρόσβαση τους στην εργασία, στην στέγαση, στην εκπαίδευση, στην πρόσβαση στην δικαιοσύνη και στην κατοχή περιουσίας[12]. Μάλιστα έκθεση της Freedom House αναφέρει ότι «οι γυναίκες στη ΛΔΚ βιώνουν διακριτική μεταχείριση σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής τους»[13]. Δεν υπήρχαν ειδικοί νόμοι που να απαγορεύουν την ενδοοικογενειακή βία, μέχρι τον Μάρτιο του 2022, όπου και  ψηφίστηκε όπως αναφέρει έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας ο νόμος “Mou?bara law” για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, ο οποίος συμπεριλαμβάνει διατάξεις για την ενδοοικογενειακή βία, την πρόληψη, προστασία, ιατρική, κοινωνική και ψυχολογική υποστήριξη των θυμάτων και προβλέπει ποινές έως και 20 ετών για τους δράστες[14].  

 

Η σεξουαλική βία ως μια επιμέρους μορφή της έμφυλης βίας είναι συχνό φαινόμενο στην ΛΔ του Κονγκό, η οποία εντοπίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό σε περιοχές με ένοπλες συρράξεις/συγκρούσεις, με ένα μεγάλο ποσοστό των θυμάτων να μην απευθύνεται στις αρχές προστασίας της χώρας για κοινωνικούς και πολιτιστικούς λόγους, ενώ καταγράφεται ασυνέπεια στην εφαρμογή της νομοθεσίας και χαμηλή απόκριση της αστυνομίας σε καταχρήσεις και περιπτώσεις έμφυλης βίας[15]. Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για την χώρα ανέφερε πως το Σεπτέμβριο του 2023 η κυβέρνηση θέσπισε νόμο που ποινικοποιεί και τιμωρεί τον εκφοβισμό και τον στιγματισμό με βάση το φύλο, καθώς και τη χρήση εξευτελιστικής μεταχείρισης βάσει φύλου. Ο νόμος τιμωρεί επίσης τους αναγκαστικούς γάμους κατά τους οποίους μια χήρα αναγκάζεται να παντρευτεί τον αδελφό του νεκρού συζύγου της ή μια γυναίκα αναγκάζεται να παντρευτεί τον άντρα της νεκρής αδερφής της, αντίστοιχα και την παρενόχληση με βάση το φύλο στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τον ίδιο μήνα, τροποποιήθηκε ο κώδικας ποινικής δικονομίας για να εξαιρούνται τα θύματα σεξουαλικής βίας και βίας λόγω φύλου από τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία θα βαρύνουν το κράτος[16].

 

Άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 2024 στο Radio France Internationale (RFI) αναφέρει ότι στη ΛΔ του Κονγκό, μία στις τρεις οικογένειες είναι μονογονεϊκή οικογένεια. Η ίδια πηγή συνεχίζει πως σύμφωνα με τα στοιχεία των αρχών της χώρας, περίπου το 36 % των γυναικών, συμπεριλαμβανομένων των χωρισμένων γυναικών και χήρων, μεγαλώνουν μόνες τους τα παιδιά τους.[17] Το Bertelsmann Stiftung ανέφερε  σε ετήσια έκθεση του για την χώρα πως «αν  και στη ΛΔΚ οι γυναίκες γίνονται ολοένα και συχνότερα οι κύριοι τροφοί για τις οικογένειές τους», συνέχισαν να «υφίστανται βιασμούς και παραβιάσεις στα πολιτικά τους δικαιώματα, συγκεκριμένα στις περιοχές που έχουν πληγεί από τις ένοπλες συρράξεις»[18].

 

Ως προς την κοινωνική μεταχείριση  των μόνων γυναικών επισημαίνεται ότι στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, η ιδέα της παραδοσιακής αφοσίωσης στην οικογένεια, τη γενεαλογία και τους άλλους κοινωνικούς δεσμούς επιβιώνει[19]. Πηγή της έρευνας του Immigration and Refugee Board (IRB Canada) υποδεικνύει ότι στην Kinshasa η ύπαρξη ανδρικού υποστηρικτικού δικτύου συνιστά σύμβολο ασφάλειας και σεβασμού, ενώ μία γυναίκα χωρίς ανδρική υποστήριξη συχνά εκτίθεται σε απαξιωτική μεταχείριση και ενδεχομένως να υποβληθεί σε λεκτική ή σεξουαλική παρενόχληση[20].

 

Αναφορικά με την πρόσβαση των μόνων γυναικών στην στέγαση, έκθεση του Danish Immigration Service (DIS) του 2022 επικαλούμενη μαρτυρία εκπροσώπου από μια ΜΚΟ (Afia Mama) με έδρα την ΛΔΚ  αναφέρει πως  «οι γυναίκες δεν έχουν πόρους για να τύχουν πρόσβασης σε στέγαση και, ειδικότερα, οι γυναίκες χωρίς ακαδημαϊκά προσόντα. Η ίδια έκθεση συνεχίζει πως για αυτές τις γυναίκες οι επιλογές στέγασης περιορίζονται στο να διαβιώσουν σε οικογενειακά σπίτια, με πολλούς ανθρώπους να μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο ή σε προσωρινά καταφύγια ή παράγκες και ότι ορισμένες ανύπαντρες/μόνες γυναίκες  θα μπορούσαν να υποβληθούν σε σεξουαλική εκμετάλλευση, εμπορία, να καταφύγουν και στην πορνεία στην περίπτωση που δεν δύνανται να εξεύρουν στέγη/η δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το ενοίκιο. Επίσης, έτερη μαρτυρία που επικαλείται η ανωτέρω έκθεση αναφέρει πως «πολλοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν έναν νεοαφιχθέντα να ενσωματωθεί στην Κινσάσα, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών δεξιοτήτων(Γαλλικά, Λινγκάλα), των καλών σχέσεων με τα μέλη της οικογένειας στην περιοχή διαμονής και η σύνδεση με την εκκλησία και ως εκ τούτου ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο θα αντιμετωπίσει πολλά εμπόδια κατά την μετάβαση και διαμονή του στην Κινσάσα συμπεριλαμβανομένης και της εύρεσής διαμονής»[21].

 

Περαιτέρω ως προς την πρόσβαση των μόνων γυναικών στην εργασία, έκθεση του USDOS του 2023  καταγράφει πως «το Σύνταγμα απαγορεύει τη διάκριση βάσει φύλου, ωστόσο η νομοθεσία δεν παρέχει τα ίδια δικαιώματα για τις γυναίκες και τους άνδρες. Παρότι η νομοθεσία επιτρέπει στις γυναίκες τη συμμετοχή σε οικονομικούς τομείς χωρίς τη συγκατάθεση των ανδρών συγγενών, προβλέπει τη φροντίδα μητρότητας, απαγορεύει τις σχετικές με το θεσμό της προίκας ανισότητες και ορίζει πρόστιμα και ποινές για όσους προβαίνουν σε διακρίσεις ή λαμβάνουν μέρος σε έμφυλη βία, η κυβέρνηση όμως δεν εφάρμοσε αποτελεσματικά τη νομοθεσία. Οι γυναίκες βίωσαν οικονομική διάκριση, ενώ υπήρξαν νομικοί περιορισμοί στη γυναικεία εργασία, χωρίς περιορισμούς ωστόσο στη διάρκεια εργασίας των γυναικών[22]. Έκθεση του 2021 σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι νέες γυναίκες κατά την έναρξη μιας επιχείρησης στην Κινσάσα ανέφερε ότι, ενώ κατά μέσο όρο οι ευκαιρίες απασχόλησης στην πόλη απευθύνονται σε άνδρες, οι νέες γυναίκες υπόκεινται σε ανεργία, διακρίσεις και σεξουαλική παρενόχληση[23]. Σύμφωνα με την ανωτέρω ήδη αναφερθείσα έκθεση DIS του 2022, οι γυναίκες βίωσαν «υψηλό βαθμό σεξουαλικής παρενόχλησης στην αγορά εργασίας», γεγονός που τις εμπόδιζε συχνά από την εργασία στον επίσημο τομέα απασχόλησης ή την προαγωγή και πως η πλειοψηφία των γυναικών απασχολείται στον άτυπο τομέα απασχόλησης με πολύ λίγες μορφωμένες γυναίκες να κατέχουν θέσεις στον επίσημο τομέα απασχόλησης[24].

 

Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω παρατεθείσες πηγές πληροφόρησης σε συνάρτηση με τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας, και ειδικότερα ότι η ίδια είναι νεαρή ενήλικη γυναίκα, με σύντροφο ομοεθνή της στην Κυπριακή Δημοκρατία, με ένα ανήλικο τέκνο του οποίου ο πατέρας (σύντροφός της) βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία και είναι αιτητής ασύλου- του οποίου η προσφυγή εκκρεμεί ενώπιον του ΔΔΔΠ-  υγιής, με βασικό μορφωτικό επίπεδο, ικανή προς εργασία, χωρίς κάποια ευαλωτότητα και χωρίς να έχει υποστεί προηγούμενη δίωξη καθόσον οι ως άνω αναφερόμενοι ουσιώδεις ισχυρισμοί της Αιτήτριας 1 δεν έγιναν όπως προηγουμένως αναλύθηκε αποδεκτοί, αξιολογώ εκ των ανωτέρω πως δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να θεωρηθεί πως η Αιτήτρια 1 σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και ειδικότερα στην περιοχή συνήθους διαμονής της θα κινδυνεύσει να υποστεί εκμετάλλευση ή εν γένει μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Επίσης, δεν συμπεραίνεται από τις δηλώσεις της Αιτήτριας 1 πως ο ανωτέρω άνδρας, ήτοι ο πατέρας του  πρώτου της τέκνου, προσπάθησε να την αναζητήσει, είτε κατά τον χρόνο της απόδρασης της από το σπίτι τους, είτε και κατά το χρονικό διάστημα μετά την έξοδο της από την χώρα καταγωγής της, ούτε η ίδια προέβη σε κάποια αναφορά σε κανένα στάδιο της διαδικασίας περί του ότι ο πατέρας του τέκνου της την αναζητεί ακόμη και σήμερα, αν και έχει κριθεί η ισχυριζόμενη από τον ανωτέρω άνδρα δίωξη της ως μη αξιόπιστη.  

 

Περαιτέρω, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες για πρόσβαση τους σε εργασία και στέγαση, δεν προκύπτει από τις δηλώσεις της Αιτήτριας 1, πως η ίδια δεν θα είναι σε θέση να εξεύρει εργασία.  Λαμβάνω υπόψη το σχετικά ικανοποιητικό μορφωτικό της επίπεδο, τις γλωσσικές της δεξιότητες, την κατάσταση της υγείας της καθώς και την ικανότητα της προς εργασία. Στα ως άνω προσθέτω ότι η Αιτήτρια 1 κρίθηκε αναξιόπιστη ως προς τον ισχυρισμό της ότι δεν έχει επικοινωνία με την οικογένεια της στη χώρα καταγωγής της και ως εκ τούτου κρίνω ότι διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της, ήτοι την μητέρα και τις αδελφές της οι οποίες διαμένουν στην περιοχή Kisangani στο Βόρειο Κιβού (Ερ. 59 2χ δ.φ.), και οι οποίες δεν φαίνεται να αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα εκεί όπως προκύπτει από την επικοινωνία που είχε η Αιτήτρια 1 με την μητέρα της. Επίσης, το πρώτο της τέκνο βρίσκεται στην χώρα καταγωγής της με την οικιακή βοηθό και τον πάστορα που χρηματοδότησε οικονομικά το ταξίδι της (Ερ. 50 1χ, 45 1χ του δ.φ.) και θα μπορούσε να αναζητήσει την συνδρομή τους σε περίπτωση επιστροφής της ίδιας και του ανήλικου τέκνου που απέκτησε στη Δημοκρατία.

 

Περαιτέρω, πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφέρουν σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούν για τα παιδιά στην χώρα καταγωγής των Αιτητριών παρατίθενται τα κάτωθι:

 

Έκθεση του Freedom House η οποία καλύπτει το έτος 2023 καταγράφει πως ένοπλες ομάδες στα ανατολικά της χώρας έχουν προβεί σε επιθέσεις κατά σχολείων αποτρέποντας τα παιδιά από την πρόσβαση τους στο σχολείο, ενώ και πολλά σχολεία στην εν λόγω περιοχή έχουν καταστεί καταφύγια για τους εσωτερικά εκτοπισμένους, κυρίως στα εδάφη του North Kivu, Rutshuru και Masisi[25].

 

Σε έκθεση του US DOS για τις πρακτικές των ανθρωπίνων στην χώρα αναφέρεται για τις συνθήκες των παιδιών εκεί πως τα ποσοστά φοίτησης στο γυμνάσιο ήταν χαμηλότερα στα κορίτσια από ότι στα αγόρια εξαιτίας οικονομικών, πολιτισμικών και λόγων ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένου του πρόωρου γάμου και των περιπτώσεων εγκυμοσύνης. Υπήρξαν περιπτώσεις καθηγητών που άσκησαν πίεση σε κορίτσια για σεξουαλικές χάρες σε αντάλλαγμα για υψηλότερους βαθμούς. Η ίδια έκθεση συνεχίζει πως παρόλο που η παιδική κακομεταχείριση απαγορεύεται διά νόμου αυτή συνέβη τακτικά ενώ πολλοί γάμοι με άτομα κάτω των 18 ετών έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της κοινωνικής αποδοχής αυτής της πρακτικής και της αδυναμίας της κυβέρνησης να εφαρμόσει αποτελεσματικά τη νομοθεσία[26]

 

Σύμφωνα με την UNICEF η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) έχει κάνει σημαντικά βήματα προς την καθολική πρόσβαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση τις τελευταίες δεκαετίες. Το ποσοστό παρακολούθησης αυξήθηκε από 52% το 2001 σε 78% το 2018, εντούτοις 7,6 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας 5-17 ετών εξακολουθούν να είναι εκτός σχολείου[27].

 

Περαιτέρω ανωτέρω αναφερόμενη έκθεση του ινστιτούτου Bertelsmann Stiftung αναφέρει πως την πλειονότητα των σχολείων πρωτοβάθμιας (71%) και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (63,8%) διαχειρίζονται ιδιωτικές ενώσεις με περίπου το 80% αυτών των ιδιωτικών σχολείων να ανήκει στην Καθολική Εκκλησία. Από τον Σεπτέμβριο του 2019, η κυβέρνηση, στοχεύοντας στην αύξηση των εγγραφών στο δημοτικό σχολείο, έκανε τη δωρεάν πρωτοβάθμια εκπαίδευση κεντρική πολιτική της. Ως αποτέλεσμα, το 2020 ο ακαθάριστος δείκτης εγγραφών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε στο 124% από έναν μέσο όρο περίπου 50% την τελευταία δεκαετία, κυρίως λόγω της συμμετοχής μεγαλύτερων παιδιών στα σχολεία[28].

 

Από όσα παρατέθηκαν ανωτέρω παρατηρούνται εμπόδια στην πρόσβαση των παιδιών στην εκπαίδευση εξαιτίας έλλειψης υποδομών, της αστάθειας που καταγράφεται στο ανατολικό τμήμα της χώρας και των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν στην ΛΔ του Κονγκό. Παρά ταύτα γίνονται προσπάθειες καθολικής πρόσβασης των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση από την κυβέρνηση της χώρας. Οι σοβαρές προκλήσεις για τα παιδιά τα οποία είναι πιο ευάλωτα σε καταχρήσεις, μη πρόσβαση σε εκπαίδευση και τροφή εντοπίζονται κυρίως στις περιοχές που πλήττονται από ένοπλες συρράξεις στις οποίες δεν συγκαταλέγεται η Kinshasa όπου αναμένεται να επιστρέψει η Αιτήτρια 1 με το ανήλικο τέκνο της. 

 

Κατά συνέπεια, στη προκειμένη περίπτωση, κρίνω βάσει της ως προηγειθείσας ανάλυσης  ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο των Αιτητριών εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Επίσης, με βάση το προσωπικό  προφίλ της Αιτήτριας 1 υπό το φως των ισχυρισμών που η ίδια προώθησε, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής τους υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι οι Αιτήτριες θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η Αιτήτρια 1 και το ανήλικο τέκνο της δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας 1 παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή της από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό δρώντα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο[29]. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή των Αιτητριών σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι οι Αιτήτριες θα υποστούν σοβαρή βλάβη και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, ADiakitvCommissaire g?n?ral aux r?fugi?s et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji vStaatssecretaris van Justitie17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.BvSweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi vthe United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011), στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας 1 και του ανήλικου τέκνου  στη χώρα καταγωγής τους, θα αντιμετωπίσουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής τους ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής των Αιτητριών, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa,  περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψουν οι Αιτήτριες, ως περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας 1 και περιοχή όπου η Αιτήτρια 1 διέμεινε ένα μεγάλο μέρος της ζωή της, φοίτησε στο σχολείο ενώ οι μετέπειτα μετακινήσεις της σχετίζονται με εργασιακούς λόγους της οικογένειας της.  

 

Εκ της διεξαχθείσας έρευνας ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της ΛΔΚ με παραπάνω από 120 ένοπλες ομάδες να είναι ακόμη ενεργές στις ανατολικές επαρχίες (Ituri, North Kivu, South Kivu, Tanganyika)[30] και με περιστατικά ανασφάλειας και διακοινοτικής βίας να συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα στην δυτική επαρχία  Mai-Ndombe και μεταξύ των κοινοτήτων στην ανατολική περιοχή Katanga[31]. Σε σχέση με την πόλη Kinshasa ωστόσο, δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων ή την ύπαρξη κάποιας ένοπλης σύγκρουσης. To δε International Crisis Group, σε έκθεση για τη ΛΔΚ το 2024 επιβεβαιώνει ότι  ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά είτε στην πόλη Kinshasa ή στην ομώνυμη περιφέρεια [32].

 

 Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην επαρχία Kinshasa, ήτοι στην περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας 1, παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 09/09/2023 και 06/09/2024, στην εν λόγω  περιοχή καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 109 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 161 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 4 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 5  απώλειες),  11 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 25 απώλειες),  27 ως εξεγέρσεις (με 131 απώλειες), 43 ως διαμαρτυρίες (καμία απώλεια) και 24 ως στρατηγικές εξελίξεις (καμία απώλεια), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας[33]. Σημειωτέον δε ότι ο πληθυσμός της επαρχίας Kinshasa καταγράφεται στους 14.565.700 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2020[34], ως εκ τούτου το ανωτέρω στοιχείο εξεταζόμενο συνδυαστικά με τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας (101 περιστατικά) στην περιοχή δεικνύουν ότι η ένταση της βίας στην εν λόγω περιοχή είναι μικρή.

 

Κατά συνέπεια, παρότι γενικότερα η κατάσταση στη Λ.Δ.Κ. παραμένει ασταθής, η επαρχία Kinshasa, όπου ανήκει γεωγραφικά η πρωτεύουσα Kinshasa, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψουν οι Αιτήτριες, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ.  Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις των Αιτητριών, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα διατρέξουν κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa.

 

Καταληκτικά λοιπόν κρίνεται ότι οι Αιτήτριες δεν θα αντιμετωπίσουν ούτε κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa (ΛΔΚ) ώστε να τους παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό τοις έννοιες του άρθρου 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν συνεχεία θα εξετάσω τον ισχυρισμό της συνηγόρου των Αιτητριών περί του ότι η απόφαση επιστροφής των Αιτητριών θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι δεν λήφθηκε υπόψη από τους Καθ’ων η αίτηση το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου και ως εκ τούτου η απόφαση επιστροφής τυγχάνει ακύρωσης για παράλειψη ουσιώδους τύπου κατά παράβαση του άρθρου 13 του Περί των Γενικών Αρχών του  Διοικητικού Δικαίου Νόμου.  Επ’ αυτού  σημειώνεται ότι κατά τις διευκρινήσεις, η συνήγορος των Καθ’ων η Αίτηση παρέπεμψε στα ερυθρά 76 και 78, επιχειρηματολογώντας ότι εξετάστηκε κατά πόσον η Αιτήτρια 2 μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και άνευ βλάβης της προαναφερθείσας θέσης της, ακόμα και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι πάσχει η απόφαση επιστροφής και είναι ακυρωτέα, δεν συμπαρασύρεται αυτόματα σε ακυρότητα και η απόφαση περί απόρριψης του αιτήματος διεθνούς προστασίας.  Προς τούτο, παρέπεμψε στην ενδιάμεση απόφαση στην υπόθεση με αρ. 3231/22. 

 

Παρά το ότι το Δικαστήριο εξέτασε τα ερυθρά 76 και 78 που υπέδειξε η συνήγορος των Καθ’ων η Αίτηση, δεν διαπιστώθηκε η οποιαδήποτε συγκεκριμένη αιτιολόγηση περί της απόφασης επιστροφής και ιδιαίτερα σε σχέση με την Αιτήτρια αρ. 2, η οποία είναι ανήλικη.  Δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, που κατά το άρθρο 10(1)(Α) του Περί Προσφύγων Νόμου αποτελεί πρωταρχικό μέλημα κατά την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου που αφορούν τη διεθνή προστασία, αλλά είναι και γενική αρχή που αποσκοπεί στην προστασία των παιδιών, η οποία καθιερώθηκε στο άρθρο 3 της Σύμβασης Δικαιωμάτων του Παιδιού (ΔΣΔΠ), σύμβαση η οποία κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία. Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού είναι μία από τις θεμελιώδεις γενικές αρχές που κατοχυρώνονται στη ΔΣΔΠ και διέπουν το σύνολο των δικαιωμάτων των παιδιών.

 

Ρητή αναφορά στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού γίνεται επίσης στο άρθρο 24 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.    σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, οφείλει να δίνεται πρωταρχική σημασία στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και να εφαρμόζεται στη θεωρία και στην πράξη κατά την εφαρμογή του συνόλου των ευρωπαϊκών οδηγιών. Στην υπόθεση E κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (C-635/17, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019), το ΔΕΕ έκρινε ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη «ειδικότερα, περιστάσεις όπως η ηλικία των εμπλεκόμενων τέκνων, η κατάστασή τους στη χώρα καταγωγής τους και ο βαθμός εξάρτησής τους από συγγενείς» και ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν την έκταση και το βάθος της απαιτούμενης εξέτασης (σκ. 59).

 

Σύμφωνα με το Γενικό Σχόλιο της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού Νο 14 (2003), «η αιτιολόγηση μίας απόφασης οφείλει να καταδεικνύει ότι το δικαίωμα [το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού] έχει ρητά ληφθεί υπόψιν»[35]. Επίσης, επισημαίνονται στο ανωτέρω Σχόλιο ως στοιχεία τα οποία οφείλουν να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση βέλτιστου συμφέροντος τις απόψεις του παιδιού, την ταυτότητα του παιδιού, τη διατήρηση του οικογενειακού περιβάλλοντος και τη διατήρηση των δεσμών, τη φροντίδα, προστασία και ασφάλεια του παιδιού, την κατάσταση ευαλωτότητας, το δικαίωμα του παιδιού στην υγεία και στην εκπαίδευση.[36]

 

Περεταίρω, η συνεκτίμηση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου, η οικογενειακή ζωή και η κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας αποτελούν στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πριν την έκδοση της απόφασης επιστροφής, ως προβλέπεται στο άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105, το οποίο απαιτεί όπως κατά την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του άρθρου 18ΟΗ  να τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης και να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ανωτέρω στοιχεία[37].

 

Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω, ουδεμία αναφορά έλαβε κατά την αξιολόγηση των Καθ’ων η αίτηση στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου της Αιτήτριας 1 και τα επιμέρους στοιχεία που αναφέρθηκαν ανωτέρω.  Επίσης, λαμβάνω υπόψιν ότι, ως αναφέρθηκε και κατά τις διευκρινήσεις, ο πατέρας της ανήλικης – Αιτήτριας 2 βρίσκεται στην Δημοκρατία και εκκρεμεί προσφυγή του στο Δικαστήριο κατά απορριπτικής απόφασης επί του αιτήματος του για διεθνή προστασία.  Κανένα στοιχείο που αφορά τον πατέρα της Αιτήτριας 2 δεν βρίσκεται στον διοικητικό φάκελο και η σχέση τους και το θέμα οικογενειακής ενότητας δεν έχει ληφθεί υπόψιν πριν εκδοθεί απόφαση επιστροφής της Αιτήτριας 2 στη χώρα καταγωγής της. 

 

Στο σημείο αυτό υιοθετώ το σκεπτικό της αδερφής μου Δικαστή κας Κλεάνθους, στην απόφαση ημερ. 10 Ιουνίου  2024, στην υπόθεση με αρ. 434/21 D.N. και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου τη Υπηρεσίας Ασύλου, το οποίο αναλύθηκε ως εξής:

«106. Σε σχέση με τη λήψη υπόψιν των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού, βάσει της αιτιολογικής σκέψης 22 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, «Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989), τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν πρωτίστως υπόψη το «συμφέρον του παιδιού» κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.». Στο πλαίσιο της υπόθεσης M. A. (απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 11.3.2021, M. A., C-112/20), ερμηνεύοντας το άρθρο 5 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, το οποίο έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη με το ανωτέρω άρθρο 180Ζ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, το ΔΕΕ προέβη σε διευκρινίσεις σχετικά με την υποχρέωση αυτή των κρατών μελών. Στο πλαίσιο αυτό υπενθύμισε την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν υπόψιν το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού σε «όλες τις αποφάσεις και όλες τις δράσεις που αφορούν άμεσα ή έμμεσα τα παιδιά»(απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 11.3.2021, M. A., C-112/20, σκέψη 38). Η υποχρέωση λήψης υπόψιν της εν λόγω αρχής δεσμεύει τα κράτη μέλη μεταξύ άλλων όταν «η αρμόδια εθνική αρχή εκδίδει απόφαση περί επιστροφής […] σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παρανόμως στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους και ο οποίος είναι, επιπλέον, πατέρας του ανηλίκου που διαμένει νομίμως στο έδαφος αυτό» (απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 11.3.2021, M. A., C-112/20, σκέψη 32). Σύμφωνα με το Γενικό Σχόλιο 14 (2003) της Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Παιδιού των Ηνωμένων Εθνών στο οποίο παραπέμπει η ανωτέρω απόφαση, η διατήρηση του οικογενειακού περιβάλλοντος συνιστά ένα από τα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπόψιν κατά την αξιολόγηση των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού.[38] Ενόψει της βαρύτητας του αποχωρισμού επί των παιδιών, αυτός οφείλει να αποτελεί λύση έσχατης ανάγκης.[39] Στο Γενικό Σχόλιο Νο 6 (2005), η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Παιδιού αναφέρει ότι «η οικογενειακή επανένωση στη χώρα καταγωγής δεν είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού […] όταν υπάρχει «εύλογος κίνδυνος» τέτοια επιστροφή να οδηγήσει σε παραβίαση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων του παιδιού. Τέτοιος κίνδυνος καταγράφεται αναμφισβήτητα στην παροχή προσφυγικού καθεστώτος ή στην απόφαση των αρμόδιων αρχών ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής των υποχρεώσεων μη επαναπροώθησης […]. Επομένως, η παροχή προσφυγικού καθεστώτος συνιστά νομικά δεσμευτικό εμπόδιο επιστροφής στη χώρα καταγωγής, και, επομένως στην οικογενειακή επανένωση σε αυτήν»[40]

 

107.    Ειδικά ως προς τη λήψη υπόψιν της οικογενειακής ζωής, ως προβλέπεται από το ανωτέρω άρθρο 180Ζ, το προοίμιο υπό (22) της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ ότι «σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν πρωτίστως υπόψη το σεβασμό της οικογενειακής ζωής κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.» Βάσει της νομολογίας του ΕΔΑΔ, η έννοια της οικογενειακής ζωής συνιστά αυτόνομη έννοια της Σύμβασης (βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομηνίας 3.10.2023, αίτηση υπ’ αριθ. 59913/11, Zelenevy v. Russia, σκέψη 60) Στην απόφαση Van der Heijden v Netherlands (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομηνίας 3.4.2012, αίτηση υπ’ αριθ. 42857/05, σκ. 50), το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε πως η έννοια της οικογενειακής ζωής δεν περιορίζεται στις οικογένειες οι οποίες βασίζονται στο γάμο και ενδεχομένως να συμπεριλαμβάνει άλλες εν τοις πράγμασι σχέσεις. Ως προς τη διαπίστωση εάν μία σχέση εξικνείται στο επίπεδο της «οικογενειακής ζωής», το Δικαστήριο έκρινε ότι κρίσιμους παράγοντες αποτελούν η συμβίωση του ζεύγους, η διάρκεια της σχέσης του, η επίδειξη της κοινής τους δέσμευσης μέσω της γέννησης τέκνων ή άλλων μέσων (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομ. 3.4.2012, αίτηση υπ’ αριθ. 42857/05, σκ. 50). Ειδικά ως προς τη σχέση μεταξύ φυσικού πατέρα και τέκνου γεννημένου εκτός γάμου, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η έννοια της οικογένειας περιλαμβάνει τους εν τοις πράγμασι οικογενειακούς δεσμούς, όπου τα μέρη διαβιώνουν εκτός γάμου. Τέκνο γεννηθέν εκτός μίας τέτοιας σχέσης είναι ipso iure μέρος μίας τέτοιας οικογενειακής μονάδας από τη στιγμή της γέννησής του και μόνο εκ του γεγονότος αυτού. (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομ. 26.5.1994, Keegan v. Ιρλανδίας, αίτηση υπ’ αριθ. 16969/90, σκ.44). Ως παράγοντα επέκτασης της έννοιας της «οικογενειακής ζωής» σε μία τέτοια σχέση, το ΕΔΔΑ έκρινε την «πραγματική ύπαρξη στην πράξη στενών προσωπικών δεσμών», όπως προσδιορίζεται από τη φύση της σχέσης μεταξύ των φυσικών γονέων καθώς και την ύπαρξη «ευαπόδεικτου ενδιαφέροντος και δέσμευσης από τον πατέρα στο τέκνο τόσο πριν όσο και έπειτα από τη γέννηση» (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομ. 15.9.2011, Schneider v. Γερμανίας, αίτηση υπ’ αριθ. 17080/07, σκ. 81)

 

108.    Εξάλλου, ως προς την οικογενειακή ενότητα, το άρθρο 9 παράγραφος 1 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού ορίζει ότι, με την επιφύλαξη ρητών εξαιρέσεων, «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη διασφαλίζουν ότι ένα παιδί δεν θα χωρίζεται από τους γονείς του παρά τη θέλησή τους».

 

109.    Η Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων αναφέρει στο άρθρο 12 αυτής ότι:

«Αρθρον 12. - 1. Η προσωπική κατάστασις των Προσφύγων διέπεται υπό των νόμων της χώρας της κατοικίας ή ελλείψει κατοικίας, υπό των νόμων της χώρας της διαμονής αυτών. 2. Τα προς την προσωπικήν κατάστασιν του πρόσφυγος συναφή κεκτημένα δικαιώματα, ιδίως δε τα συναφή προς τον γάμον, θα είναι σεβαστά υπό παντός Συμβαλλομένου Κράτους, υπό την επιφύλαξιν της εκπληρώσεως, εν ή περιπτώσει τυγχάνει τούτο απαραίτητον των υπό της νομοθεσίας του ειρημένου Κράτους».

 

110.    Σε περίπτωση απέλασης αλλοδαπού, η νομολογία του ΕΔΔΑ διακρίνει κατά βάση μεταξύ των περιπτώσεων «εγκατεστημένων αλλοδαπών», δηλαδή προσώπων στα οποία έχει ήδη δοθεί επισήμως δικαίωμα διαμονής στη χώρα (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομ. 3.10.2014, Jeunesse v. the Netherlands, αίτηση υπ’ αριθ. 12738/10, σκ.104) και προσώπων τα οποία εισέρχονται παράτυπα στη χώρα.[41] Στο πλαίσιο αξιολόγησης της αναλογικότητας, το Δικαστήριο εξετάζει σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων την ύπαρξη ανυπέρβλητων εμποδίων στη διαβίωση της οικογένειας στη χώρα καταγωγής του υπηκόου τρίτης χώρας τον οποίο αφορά η απόφαση (ΕΔΔΑ, απόφαση ημερομ. 23.6.2022, Alleleh and Others v. Norway, αίτηση υπ’ αριθ. 569/20, σκ.90)[42] 

 

Ως εκ τούτου κρίνω ότι η νομιμότητα της απόφασης επιστροφής πάσχει λόγω μη διενέργειας δέουσας έρευνας ως προβλέπεται από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και λόγω παράλειψης των Καθ’ων η Αίτηση να αξιολογήσουν τα δεδομένα που αφορούσαν την ανήλικη – Αιτήτρια 2, υπό το φως της αρχής του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού.

 

Επισημαίνω πως η απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου των Αιτητριών εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματα της χωρίς να μεταβάλλεται η νομικής της υπόσταση και χωρίς να αποβάλλει τον εκτελεστό της χαρακτήρα.  Υιοθετώ στο σημείο αυτό την προσέγγιση της αδελφής μου Δικαστή κα. Ρήγας, στην ενδιάμεση απόφαση της υπόθεσης J.K. δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, αρ. Προσφυγής 3213/22, 17 Αυγούστου 2023[43], στην οποία αναφέρθηκε ότι τυχόν ακυρότητα ή ανάκληση της απόφασης επιστροφής δεν συμπαρασύρει σε αυτόματη ακυρότητα/ανάκληση και την απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου, το νομικό περιεχόμενο της τελευταίας εξακολουθεί να ισχύει και δεν μεταβάλλεται από οιανδήποτε μεταβολή της απόφασης επιστροφής.

 

Ως εκ των ανωτέρω, κρίνω πως η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης πάσχει ως προς το τμήμα της απόφασης επιστροφής για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω. Ως προς το τμήμα της απόρριψης της αίτησης ασύλου των Αιτητριών, το Δικαστήριο μετά από πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων των Αιτητριών, όπως αναλύεται εκτενώς  ανωτέρω, καταλήγει ότι οι Αιτήτριες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι στο πρόσωπό τους πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής τους στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως προς την απόφαση απόρριψης της αίτησης διεθνούς προστασία των Αιτητριών 1 και 2 και επιτυγχάνει ως το αιτητικό Γ της προσφυγής σε σχέση με την Αιτήτρια 2. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, εναντίον των Καθ' ων η Αίτηση και υπέρ των Αιτητριών.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Bertelsmann Stiftung: BTI 2024 Country Report Congo, DR, 19 March 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2105834/country_report_2024_COD.pdf, EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo; Security situation in North Kivu and South Kivu [Q21-2024], 5 March 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2106181/2024_03_EUAA_COI_Query_Response_Q21_Democratic_Republic_of_Congo_DRC_Security_situation_North_Kivu_South_Kivu.pdf
(ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024

[2] Relief Web, Understanding Eastern Congo's ADF-NALU Rebels, 29/01/2014, https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/understanding-eastern-congos-adf-nalu-rebels (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024

[3] Relief Web, Briefing: ADF-NALU militia in DRC, 27/01/2014, https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/briefing-adf-nalu-militia-drc (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[6] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2023, 24 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107871.html
και βλ. EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo; Armed rebel groups in North and South Kivu [Q40-2024], 8 July 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2112259/2024_07_EUAA_COI_Query_Response_Q40_DRC_Armed_rebel_groups_North_and_South_Kivu.pdf
(ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[7] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107668.html 
(ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[8] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2023, 24 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107871.html

[9] Freedom House, Freedom in the World 2023 - Democratic Republic of the Congo, 2023, https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2023 (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[10] OHCHR, Human rights situation and the activities of the United Nations Joint Human Rights Office in the Democratic Republic of the Congo, 25 August 2023, https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/human-rights-situation-and-activities-united-nations-joint-human-rights-office-democratic-republic-congo-report-united-nations-high-commissioner-human-rights-ahrc5473-advance-edited-version (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[11] Al Jazeera, Five key issues at stake in the DR Congo’s crucial election, 11 December 2023, https://www.aljazeera.com/news/2023/12/11/five-key-issues-at-stake-in-the-dr-congos-crucial-election ; HRW, World Report 2023 - Democratic Republic of Congo, 12 January 2023, https://www.hrw.org/world-report/2023/country-chapters/democratic-republic-congo (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[12] Freedom House: Freedom in the World 2024 - Democratic Republic of the Congo, 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2108034.html
, USDOS – US Department of State: 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html(ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[13] Freedom House (Author): Freedom in the World 2023 - Republic of the Congo, 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2090176.html(ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[14] AI – Amnesty International (Author): Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Congo 2022, 27 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089440.html(ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[15] USDOS – US Department of State: 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html, AI – Amnesty International (Author): Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Democratic Republic Of The Congo 2022, 27 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089471.html (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[16] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2023, 24 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107871.html
(ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[17] RFI, En RDC, la pr?carit? des familles monoparentales, 11 August 2024, https://www.rfi.fr/fr/podcasts/regards-crois%C3%A9s-sur-la-parentalit%C3%A9/20240811-rdc-pr%C3%A9carit%C3%A9-des-familles-monoparentales (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[18] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2024_COD.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[19] Danish Immigration Service-DIS, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 12 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf 

[20] IRB, 'Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) (2019), υπό 3, διαθέσιμο σε https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458089&pls=1, EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Situation of women without a support network in Kinshasa [Q28-2023], 25 August 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2096524/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q28_DRC_Situation_of_women_without_network.pdf  (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[21] Danish Immigration Service-DIS, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 12 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 15/01/2024) EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Situation of women without a support network in Kinshasa [Q28-2023], 25 August 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2096524/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q28_DRC_Situation_of_women_without_network.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[22] USDOS – US Department of State: 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html(ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[23] Lipoko, D. U. D., et al., Gender discrepancy in economic participation: the case of young women in the Democratic Republic of Congo. EUREKA: Social and Humanities, 2021, σελ.19, https://journal.eu-jr.eu/social/article/view/2121/1809 (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[24] Danish Immigration Service-DIS, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 12 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[25] Freedom House: Freedom in the World 2024 - Democratic Republic of the Congo, 2024

https://www.ecoi.net/en/document/2108034.html(ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[26] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107668.html 
(ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[27] UNICEF, Democratic Republic of Congo, Education, https://www.unicef.org/drcongo/en/what-we-do/education (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[28] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2024_COD.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[29] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/01/2023):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.»

[30] Al Jazeera, Five key issues at stake in the DR Congo’s crucial election, 11 December 2023, https://www.aljazeera.com/news/2023/12/11/five-key-issues-at-stake-in-the-dr-congos-crucial-election ; HRW, World Report 2023 - Democratic Republic of Congo, 12 January 2023, https://www.hrw.org/world-report/2023/country-chapters/democratic-republic-congo, HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Democratic Republic of Congo, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103189.html
, (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[31] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Democratic Republic of Congo, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103189.html
, HRW – Human Rights Watch (Author): DR Congo: Second Term Should Focus on Rights, 6 March 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2105320.html 
, International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo UN Security Council (Author): Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2023/990], 30 December 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2103043/N2336437.pdf
, (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2024)

[32]International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo,  (ημερ. πρόσβασης 05/09/2024)

[33] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 12/09/2023 – 06/09/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: All Event types, ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – DRC- Kinshasa) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/09/2024). 

[34] City Population , D.R. of Congo, Kinshasha https://citypopulation.de/en/drcongo/cities/ ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/09/2024)

[35] CRC, ‘General comment No. 14 (2013) on the right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration (art. 3, para. 1)’ (2013), 4 διαθέσιμο σε https://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/docs/gc/crc_c_gc_14_eng.pdf(ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2023)

[36] CRC, ‘General comment No. 14 (2013) on the right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration (art. 3, para. 1)’ (2013), 13-17 διαθέσιμο σε https://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/docs/gc/crc_c_gc_14_eng.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2023)

[37]  https://www.cylaw.org/nomoi/enop/non-ind/0_105/full.html  (ημερομηνία πρόσβασης 05/09/2023)

[38] Committee on the Rights of the Child, ‘General comment No. 14 (2013) on the right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration (art. 3, para. 1)*’, CRC/C/GC/14, 14-15 διαθέσιμο σε https://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/docs/gc/crc_c_gc_14_eng.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 25/05/2024)

[39] Committee on the Rights of the Child, ‘General comment No. 14 (2013) on the right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration (art. 3, para. 1)*’, CRC/C/GC/14, 14 διαθέσιμο σε https://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/docs/gc/crc_c_gc_14_eng.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 25/05/2024)

[40] Committee on the Rights of the Child, ‘Treatment of unaccompanied and separated children outside their country of origin’, GENERAL COMMENT NO. 6 (2005), υπό 82, διαθέσιμο σε https://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/docs/gc6.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 25/05/2024)

[41] Βλ. επί τούτου ενδεικτικά Nicholson F., ‘The “Essential Right” to Family Unity of Refugees and Others in Need of International Protection in the Context of Family Reunification’ (2018), 14-15 διαθέσιμο σε https://www.refworld.org/reference/research/unhcr/2018/en/122578 (ημερομηνία πρόσβασης 26/05/2024)

[42] Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει εφαρμόσει ένα παρόμοιο κριτήριο με αυτό που χρησιμοποίησε σε υποθέσεις οικογενειακής επανένωσης για να διαπιστώσει ότι «καθώς ήταν de facto αδύνατο για τον αιτούντα και την οικογένειά του να συνεχίσουν τη ζωή τους μαζί εκτός Δανίας, [η απέλαση του αιτητή] θα είναι δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους στόχους και παραβιάζει το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής» [Amrollahi κατά Δανίας, Αίτηση ΕΣΔΑ αριθ. 56811/00, 11 Ιουλίου 2002].

Ο χωρισμός των μελών της οικογένειας μέσω απέλασης, όταν αυτή η οικογένεια δεν έχει ρεαλιστικές δυνατότητες να απολαύσει αυτό το δικαίωμα αλλού, θα μπορούσε να ισοδυναμεί με σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ή να παραβιάζει την αρχή του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

[43] J.K. δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Αρ. Προσφυγής 3213/22 , 17 Αυγούστου 2023, https://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=administrativeIP/2023/202308-3213-22endiam.html&qstring=3213 Ως αναλύεται στην ανωτέρω απόφαση παρόλο που η απόφαση επιστροφής και η απόφαση απόρριψης αίτησης ασύλου ενσωματώνονται σε μια ενιαία πράξη, αποτελούν δύο αυτοτελείς διοικητικές πράξεις που επιτελούν διαφορετικό σκοπό η καθεμία αυτοτελώς  και με διαφορετικά νομικά ερείσματα, ενώ μεταξύ αυτών των δύο πράξεων δεν υφίσταται αδιάσπαστος ουσιαστικός δεσμός και ως εκ τούτου η απόφαση επιστροφής μπορεί να διαχωρισθεί από την κύρια απόφαση αυτή της απόφασης απόρριψης  της αίτησης ασύλου και να ελεγχθεί αυτοτελώς, με τυχόν ακυρότητα ή ανάκληση την απόφασης επιστροφής να μην μεταβάλλει την ουσία της κύριας πράξης, ήτοι της απόρριψης της αίτησης ασύλου.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο