
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 1932/23
20 Δεκεμβρίου, 2024
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
K.P.K.
Αιτητής
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Γ. Βασιλόπουλος (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Π. Βρυωνίδου (κα) για Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 09/05/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 21/05/2023, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι υπήκοος του Νεπάλ. Στις 06/12/2021 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 27/11/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από Αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 05/05/2023 ο Αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στις 09/05/2023 αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 15/05/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 21/05/2023. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής με το εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας προωθεί πλείονες λόγους ακύρωσης. Στο πλαίσιο της Γραπτής του Αγόρευσης, ωστόσο, προωθεί τους ακόλουθους λόγους ακυρώσεως: (α) η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας και παραβιάστηκε το άρθρο 2 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου, προβάλλοντας συγκεκριμένα ότι ο κ. Κωνσταντίνος Αλκείδης, κρίνεται ως πλήρως αναρμόδιος λειτουργός, (β) οι Καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα και δεν αιτιολόγησαν επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση, (γ) οι Καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να εξετάσουν κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, και (δ) δεν έχουν τηρηθεί οι αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο νόμος στους Καθ' ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπ' όψιν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, και η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω, προβάλει ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3 (1) του Νόμου, ούτε κατάφερε να αποδείξει ότι συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως προβλέπεται από το άρθρο 19 (1) του Νόμου. Τέλος, η συνήγορος των Καθ' ων προβάλει ότι ο Αιτητής υπάγεται στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.
Με την Γραπτή Απαντητική του Αγόρευση ο Αιτητής, επικεντρώνεται στην προβολή του πρώτου νομικού ισχυρισμού, ήτοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας και παραβιάστηκε το άρθρο 2 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου, προβάλλοντας εκ νέου την αναρμοδιότητα του κ. Κωνσταντίνου Αλκείδη. Ενώπιον του Δικαστηρίου προφορικά κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή υιοθέτησε την Γραπτή Απαντητική Αγόρευση και προώθησε κατά κύριο λόγο τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω νόσφισης εξουσίας λόγω παραβίασης της νόμιμης υπόστασης του οργάνου και ειδικότερα καθ’ υπέρβαση της κατά κλάδο αρμοδιότητας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ:
Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο δικηγόρος του Αιτητή, παρόλο που επικαλείται πολλούς λόγους ακυρώσεως στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, εντέλει οι λόγοι αυτοί δεν αναπτύσσονται στην ολότητα τους, εντός της γραπτής του αγόρευσης, αφού περιορίζεται στην προώθηση ορισμένων εξ αυτών.
Η νομολογία ως προς την ανάγκη αυστηρής συμμόρφωσης με τις επιταγές του Κανονισμού 7, του Διαδικαστικού Κανονισμού Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι διαχρονική και προς τούτο είναι ευθυγραμμισμένη και συνεχής (δες ANKIT v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021, 4/10/2021). Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384)»(δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουάριου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας MD SM ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Αρ. Προσφυγής 2418/2021, 9/7/2021).
Οι αγορεύσεις αποτελούν την μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής. Κατά συνέπεια, όλοι οι λόγοι ακύρωσης που δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και ως εκ τούτου δεν τυγχάνουν περαιτέρω εξέτασης (βλ. Μαραγκός v Δημοκρατία (2006) 3 Α.Α.Δ.671).
Προέχει φυσικά η ενασχόληση με τους λόγους που αφορούν την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την προσβαλλόμενη απόφαση οργάνου αφού, ως ισχυρισμός που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένος και κατά προτεραιότητα ενόψει του ότι, στην απουσία σχετικής αρμοδιότητας, δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος για απόφαση.
Βασική προϋπόθεση της εγκυρότητας μιας διοικητικής πράξης, είναι η νόμιμη υπόσταση του οργάνου που την εκδίδει (βλ. άρθρο 15 του Νόμου 158(Ι)/1999). Η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται από το Σύνταγμα ή από τον νόμο ή από την κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση νόμου (βλ. άρθρο 17(2) του Νόμου 158(Ι)/99). Η διοικητική αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται από το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από τον νόμο (Βλ. άρθρο 17(6) του Νόμου 158(Ι)/99) και μπορεί να μεταβιβαστεί ολικά ή μερικά η άσκηση εξουσίας από ένα όργανο, όταν υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει (Βλ. άρθρο 17(4) του Νόμου 158(Ι)/99). Μόνο το όργανο στο οποίο μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες δύναται να ασκήσει τις αρμοδιότητες που του έχουν ανατεθεί ρητώς σύμφωνα με το πλαίσιο (βλ. Μιχάλης Ευαγγέλου ν Δημοκρατία (2009) 4 ΑΑΔ 836).
Αναφορικά λοιπόν με τον ισχυρισμό ότι ο κ. Αλκείδης ο οποίος είναι Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας είναι αναρμόδιος ώστε να αξιολογεί αιτήσεις αιτητών Ασύλου παρατηρώ ότι στο ερ.42 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, υπάρχει εξουσιοδότηση ημερομηνίας 07/03/2023 όπου εξουσιοδοτείται o κος Κωνσταντίνος Αλκείδης, Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας, όπως εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου που αφορά τον Αιτητή και φέρει υπογραφή του Υπουργού Εσωτερικών.
Στην υπό κρίση υπόθεση, η Έκθεση/Εισήγηση φέρει ημερομηνία 05/05/2023. Κάτω από το λεκτικό της απόφασης επί της Έκθεσης/Εισήγησης διακρίνεται μια υπογραφή, η ημερομηνία 09/05/2023 και η σφραγίδα με το όνομα του κου Κωνσταντίνου Αλκείδη, ο οποίος έλαβε την απόφαση για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.
Με δεδομένο ότι στην παρούσα προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊστάμενου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), δεν χωρεί αμφιβολία ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνοντα την σχετική Έκθεση/Εισήγηση και δια τούτο, ως κατωτέρω εξηγείται, λαμβάνουσα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι εφικτή και νόμιμη (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνόβιου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385 και M.J.H. vs. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 317/2020, απόφαση 30/11/2020 του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας).
Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, θεωρώ ότι η εξουσιοδότηση του προσυπογράφοντος το ερ.39 (Απόφαση Α’ Βαθμού επί Αίτησης Διεθνούς Προστασίας) έχει δεόντως αποδειχθεί ότι είναι νόμιμη και δια τούτο έγκυρη. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη δια της παρούσας απόφαση απορρίπτεται.
Επιπρόσθετα, αναφορικά με την ιδιότητα του κ. Αλκείδη ως ανώτερος λειτουργός πολεοδομίας, οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ο λειτουργός που έλαβε την δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση ήταν λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υποδεικνύοντας τη σχετική πράξη απόσπασης ως δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26/08/22 και είχε εξουσιοδοτηθεί προς την έκδοση τέτοιων αποφάσεων δεόντως, υποδεικνύοντας αντίστοιχα σχετική εξουσιοδότηση προς τον εν λόγω λειτουργό ημ.07/03/23, στη βάση του αρ.2 του περί Προσφύγων Νόμου.
Θα συμφωνήσω επί τούτου με τα όσα αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, και συνάμα, υιοθετώ τα όσα αναφέρει ο αδελφός Δικαστής κος. Χριστοφόρου στην πρόσφατη απόφαση ημερ. 23 Μαΐου 2024, P.K κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1427/23, όπου ανέλυσε το ίδιο ζήτημα:
«Η απόσπαση του εγκρίνοντας λειτουργού στους καθ’ ων η αίτηση είναι τέτοια που να θεωρείται κατά τον χρόνο της απόσπασης του ότι «υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου» κατά τα διαλαμβανόμενα στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Τούτο γιατί κατά τον χρόνο της απόσπασης του ο λειτουργός που εξέλαβε την επίδικη απόφαση δεν μπορεί παρά να υπηρετούσε στους καθ’ ων η αίτηση, ανεξαρτήτως του αν διατηρούσε την προηγούμενη οργανική του θέση ως Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας. Μια απλή γραμματική ερμηνεία του αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, σε συνδυασμό με το αρ.47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990), καθιστά σαφές ότι ο αποσπασθείς υπάλληλος υπηρετεί αναμφίβολα στην Υπηρεσία όπου αποσπάται, αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός της απόσπασης.
[…]
Αντίθετη προσέγγιση θα οδηγούσε σε αντινομικά αποτελέσματα αφού κάθε αποσπασθείς υπάλληλος δεν θα λογιζόταν κατ’ ουσία ως υπηρετών στο τμήμα ή υπηρεσία όπου και αποσπάσθηκε, με συνέπεια να πράττει αναρμοδίως τα όποια καθήκοντα επωμίζεται κατά τον χρόνο της απόσπασης του σ’ αυτή την υπηρεσία. Άλλωστε, ως και οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν, ο υπάλληλος αυτός, για όσο χρόνο βρίσκεται σε απόσπαση, παρά το ότι «εξακoλoυθεί vα κατέχει oργαvικά τη θέση από τηv oπoία απoσπάται, υπάγεται […] στov ιεραρχικό διoικητικό έλεγχo τoυ Πρoϊστάμεvoυ τoυ Τμήματoς στo oπoίo απoσπάται.» [αρ.47 (2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990)].
Στη βάση των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι οι ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο κ. Αλκείδης δεν έχει τα προσόντα για να κρίνει εάν ο Αιτητής δικαιούται Διεθνή Προστασία, παρατηρώ ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν δικογραφείται επαρκώς και/ή δεν στοιχειοθετείται με σαφήνεια δυνάμει του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.
Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[1] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[2] Ως λέχθηκε, σχετικά και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.7.2018 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012 ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ:
«...Στη Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, εξηγήθηκε ότι η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Επί συνταγματικών δε θεμάτων, η αναγκαιότητα έγερσης τους με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση, (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655). Γενικώς, δεν είναι αποδεκτή παρέκκλιση από τη ρητή επιταγή του Κανονισμού 7, (Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27, Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23). Στη Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59, το Εφετείο αρνήθηκε να εξετάσει ζήτημα που αφορούσε νομικό σημείο που δεν είχε καν εκτεθεί στην προσφυγή ούτε και εξειδικευόταν στο δικόγραφο κατ΄ αντίθεση προς τις ρητές πρόνοιες του Κανονισμού 7. Δικαιολογείται να λεχθεί ότι ο Κανονισμός 7 είναι η αντίστοιχη στο Διοικητικό Δίκαιο πρόνοια της δικογράφησης στην αστική δίκη με σαφή τρόπο των ισχυρισμών του διαδίκου, καθορίζοντας έτσι τη σιδηροδρομική γραμμή επί της οποίας θα συζητηθεί η υπόθεση...».
Εν προκειμένω, ο γενικός και εν πολλοίς ασαφής τρόπος με τον οποίο διατυπώθηκε ο συγκεκριμένος ισχυρισμός ότι ο κος Αλκείδης δεν κατέχει τα προσόντα (γνώση και εκπαίδευση), χωρίς να αναπτύσσεται επαρκώς στη γραπτή απαντητική αγόρευση, χωρίς να καλύπτεται από οποιοδήποτε νομικό σημείο της αίτησης ακυρώσεως, αλλά και χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, τίθεται ενώπιον μου με τρόπο γενικό, αφηρημένο και χωρίς τη στοιχειώδη και/ή επαρκή τεκμηρίωση, ως εκ τούτου φρονώ και, υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, ότι καθίσταται ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης καθότι δεν εκπληρώνει την υποχρέωση που θέτει ο προαναφερθείς Κανονισμός 7, σύμφωνα με τον οποίο τα νομικά σημεία θα πρέπει να καταγράφονται με σαφήνεια. Αποδοχή δε ότι επαρκούν τέτοιες γενικότητες για να καλυφθούν τα συγκεκριμένα νομικά σημεία που εγείρονται αόριστα στην αγόρευση του αιτητή, όχι απλώς θα καταστρατηγούσε τον υπό αναφορά Κανονισμό, αλλά και θα τον καθιστούσε κενό γράμμα (βλ. ΚΡΑΣΣΕΝ ΝΤΟΝΕΒ ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:C455, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 146/2010, ημερ. 25.6.2015). Εξάλλου, διαχρονικά η ημεδαπή νομολογία επαναλαμβάνει ότι δεν εξετάζονται ζητήματα, τα οποία δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή. Κατά πάγια επίσης νομολογία, η δικογραφία συνιστά το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Σε διαφορετική δε περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709 Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409, Republic v. L. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Solomou v. Republic (1984) 3 (A) C.L.R. 533, Παπαφώτης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302, Θεοδωρίδης v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457, Ανδρέας Αζίνας v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508 και Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778).
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας δεδομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας από το Νεπάλ.
Στην αίτηση διεθνούς προστασίας που συμπλήρωσε κατέγραψε ότι είναι το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, και στο σπίτι του δεν εργάζεται κανείς. Η κατάσταση στο σπίτι του είναι κακή, και όλη η ευθύνη είναι πάνω του. Έφυγε για να φροντίσει το σπίτι του (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 15 του Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω οικονομικών προβλημάτων και για να εργαστεί (ερυθρό 19 Δ.Φ.). Σε ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού για ποιο λόγο υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής απάντησε για να παραμείνει νόμιμα και να εργαστεί (ερυθρό 19 Δ.Φ.). Τέλος, σε ερώτηση αναφορικά με το ποιες θεωρεί ότι θα είναι οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής επανέλαβε ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα (ερυθρό 17 Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός, στην Έκθεση/Εισήγηση που ετοίμασε, εντόπισε και κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. O πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τους οικονομικού περιεχομένου λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του. Και οι 2 ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί.
Έχω εξετάσει με προσοχή τον Διοικητικό Φάκελο του Αιτητή και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ’ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία του αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γευνεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.
Είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του οικονομικού μετανάστη από τον πρόσφυγα. Πρόσωπο που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του, με σκοπό να εργαστεί και να εγκατασταθεί αλλού, ωθούμενος αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, όπως εν προκειμένω ο Αιτητής, αποτελεί οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα (βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).
Σύμφωνα δε, με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:
«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».
Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα λεχθέντα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε με σαφήνεια ότι ο λόγος που αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς και ο λόγος που υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας είναι για να παραμείνει νόμιμα και να εργαστεί. Περαιτέρω δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη κάποιου κινδύνου κατά της ζωής του. Δεν έγινε καμία αναφορά σε ενδεχόμενο κίνδυνο λόγω βάσιμων λόγων καταδίωξης του στη χώρα καταγωγής του ή και λόγω βάσιμων λόγων για σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ή και για ανθρωπιστικούς λόγους.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε εναντίον του οποιαδήποτε διάκριση ή δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που να τον εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται ο Αιτητής δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί ούτε για να του χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε εναντίον του οποιαδήποτε διάκριση ή δίωξη από οποιοδήποτε φορέα που να τον εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.
Η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε μεν ικανοποιητική, πλην όμως, οι ισχυρισμοί του δεν μπορούν να τον υπαγάγουν στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή, οι οποίοι στο σύνολό τους περιστρέφονται γύρω από την απροθυμία του να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του για οικονομικούς λόγους, δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, στην περίπτωση του Αιτητή δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτόν το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νεπάλ), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.
[2] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο