P.R.K ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3282/23, 27/12/2024
print
Τίτλος:
P.R.K ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3282/23, 27/12/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 3282/23

27 Δεκεμβρίου 2024

[Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

P.R.K

Αιτητής

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

  ....................

 

K. Κουπαρή (κα) Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Μ. Παραδεισιώτη  (κα), Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής  αιτείται: Δήλωση  του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 31/07/2023, η οποία γνωστοποιήθηκε  στον Αιτητή στις 04/09/2023 και με την οποία το αίτημα του για διεθνή προστασία  απορρίφθηκε καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής αναφερόμενος ως «Δ.Φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 11/01/2022. Στις 25/07/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 31/07/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 31/07/2023. Στις 04/09/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή την ίδια μέρα. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Νομικοί ισχυρισμοί

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Δια μέσου της γραπτής του αγόρευσης η συνήγορος του Αιτητή προωθεί ως λόγους ακύρωσης την έλλειψη δέουσας έρευνας, την πλάνη περί τα πράγματα, και την μη επαρκή αιτιολογία.

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν καταρχάς την έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε από αρμόδιο όργανο, ότι από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει η τήρηση της ορθής διαδικασίας προς λήψη της απόφασης και δεν πάσχει λόγω έλλειψης πρακτικού, και ότι η απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Επιπρόσθετα προβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στον νόμο, υποβάλλοντας ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας εξετάστηκε ενδελεχώς και, ορθά κατέληξαν ότι στο πρόσωπο του Αιτητή δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που να δικαιολογούν φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν 6(Ι) 2000).

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Αρχικά θα συμφωνήσω με όσα επικαλούνται δια μέσου της γραπτής τους αγόρευσης οι Καθ’ ων η αίτηση, ήτοι ότι τα όσα υποβάλλει τόσο στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής αλλά και στην γραπτή αγόρευση του ο Αιτητής δεν αναλύονται, δεν εξειδικεύονται και δεν τεκμηριώνονται οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης ούτε και γίνεται υπαγωγή των γεγονότων της  υπόθεσης στα νομικά σημεία που προωθούνται κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ο οποίος εφαρμόζεται κατ’ αναλογία και στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς προστασίας (βλέπε κανονισμό 2 του περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών  3/2019) και ο οποίος ρητώς επιτάσσει όπως:

«7. Εκάστος διαδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως»

Σύμφωνα δε με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετοί για την εξέταση από το δικαστήριο της νομιμότητας μιας διοικητικής απόφασης (Δημοκρατία v Κουκκουρή (1993 3 Α.Α.Δ. 598). Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. (Latomia Estate Ltd v Δημοκρατία (2001) 3 .Α.Α.Δ. 672) Τέλος στην υπόθεση Βασιλείου v Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ.1275, τονίστηκε ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία και ότι προφορική ή γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί δικόγραφο ούτε αποδεικτικό μέσο. Δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κάτ’ ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (Δημοκρατία v Shalaeva (2010) 3 A.A.Δ 598).

Συνεπώς όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται ως απαράδεκτοι ένεκα της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται. (βλ. Md Moin Uddin c Κυπριακή Δημοκρατία μέσω αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων 27.4.2007 Δημοκρατία v Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598, Latomia Estates Ltd και Άλλοι v Kυπριακή Δημοκρατία (1999) 4 ΑΑΔ 391, U Β v Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου , Υποθ. Αριθ. 1191/2020, 30/07/2021, ΑΜΑ v Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αριθ. 194/20 11/11/2020)

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας  λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Θα πρέπει πρωτίστως να αναφερθεί πως το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα σε σχέση με όλα τα γεγονότα που αφορούν το αίτημα που έχει ενώπιον του. Δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2( Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο έχει υποχρέωση να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα. (βλ. JMNA ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υπόθεση Αρ. 1429/20, 9/1/2024)

Αναφορικά με την αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στο φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).  

Η αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου δύναται να συμπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). 

Στη βάση όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, διαφαίνεται ότι, σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής κατέγραψε στην αίτησή του, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας απειλής κατά της ζωής του. Συγκεκριμένα, κινδυνεύει από μία επικίνδυνη οργάνωση occult, της οποίας αρχιερέας ήταν ο πατέρας του, τη θέση του οποίου αρνήθηκε να αναλάβει. Λόγω αυτού τον θέλουν νεκρό, και εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή προσπαθούν να τον σκοτώσουν. (βλ. ερ.1 Δ.Φ.)

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωρίο Umuocham Ntu της πολιτείας Imo State στη Νιγηρία. Είναι χριστιανός και ομιλεί Αγγλικά όπως επίσης και την διάλεκτο Igbo. Ως προς το οικογενειακό του περιβάλλον ο Αιτητής αναφέρει ότι είναι νυμφευμένος, και η γυναίκα του και τα 4 παιδιά του εξακολουθούν να διαμένουν στο χωριό Umuocham Ntu. Εκεί, επίσης, διαμένουν η μητέρα του, τα 2 αδέλφια και οι 3 αδελφές του. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής είναι απόφοιτός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, και εργαζόταν ως μηχανικός. (βλ. ερ 32 και 31 Δ.Φ.).

Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα και τόπο συνήθους διαμονής του, ο Αιτητής πρόβαλε ότι έφυγε από τη χώρα του επειδή πέθανε ο πατέρας του και άρχισε να αντιμετωπίζει απειλές για τη ζωή του. Ο πατέρας του ήταν ιερέας μιας συγκεκριμένης θεότητας που κληρονόμησε από τον πατέρα του και η παράδοση λέει ότι κάθε  πρώτος γιος πρέπει να αναλάβει την θέση αυτή μετά τον θάνατο του πατέρα καθότι η θέση μεταβιβάζεται στον πρωτότοκο υιό. Ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι πολύ επικίνδυνο, συγκεκριμένα δήλωσε ότι η θεότητα είναι μια αποκρυφιστική ομάδα της οποίας ο πατέρας του ήταν ιερέας, οπότε όταν πέθανε, ο Αιτητής ως ο πρωτότοκος γιος κλήθηκε να κληρονομήσει την θέση, την οποία αρνήθηκε. Ως περαιτέρω ισχυρίστηκε, είναι Χριστιανός, και λόγω των χριστιανικών του πεποιθήσεων αρνήθηκε να αναλάβει τη θέση του ιερέα στην εν λόγω θεότητα. O Αιτητής πρόσθεσε, επίσης, ότι έλαβε απειλές από ανθρώπους γύρω από την κοινότητα, και ότι αν δεν αναλάβει τη θέση του ιερέα θα χρησιμοποιηθεί ως θυσία. Γι' αυτό έφυγε από τη δική του κοινότητα και τη Νιγηρία λόγω απειλών για τη ζωή του. (βλ. ερ 30 Δ.Φ.)

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από την κοινότητα για τον λόγο ότι δεν ανέλαβε την θέση του ιερέα κάποιας θεότητας μετά τον θάνατο του πατέρα του.

Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε στην εισήγηση του πως ο Αιτητής γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωρίο Umuocham Ntu της πολιτείας Ιmo State που ήταν τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του. Ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός κατόπιν εξέτασης της εσωτερικής αξιοπιστίας του αλλά και διασταύρωσής του με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για την χώρα καταγωγής του Αιτητή (βλ. ερυθρό 78-77 δ.φ).

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, για την κατ' ισχυρισμόν δίωξη του Αιτητή από την κοινότητα λόγω της άρνησης του να διαδεχθεί τον αποθανόντα πατέρα του στη θέση που κατείχε ως ιερέας κάποιας θεότητας ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει σαφείς και ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματα που του τέθηκαν, και υπέπεσε σε αντιφάσεις.

Συγκεκριμένα ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφορικά με τη θεότητα αυτή. Ερωτηθείς, να επεξηγήσει και να δώσει πληροφορίες, ο Αιτητής αποκρίθηκε γενικά ότι η εν λόγω θεότητα υπάρχει για εκατοντάδες χρόνια και είναι μια αρχαία θεότητα (βλ. ερ. 30 δ.φ.). Ερωτηθείς να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με την εν λόγω θεότητα ο Αιτητής αποκρίθηκε γενικά ότι είναι μια απόκρυφη θεότητα, και  διεξάγουν διάφορές τελετουργίες ακόμη και θυσίες ανθρώπων. (β. ερ 29 δ.φ.). Ερωτηθείς ως προς την σύνδεση αυτού και της οικογένειας του με την εν λόγω θεότητα ο Αιτητής αποκρίθηκε γενικά ότι ο πατέρας του κληρονόμησε την εν λόγω θέση από τον παππού του λόγω του ότι ήταν ο πρωτότοκος γιός. Ερωτηθείς περαιτέρω πότε ο πατέρας του έλαβε την θέση του αρχιερέα στην εν λόγω θεότητα ο Αιτητής αποκρίθηκε πριν ο ίδιος να γεννηθεί. Οι καθ’ων η αίτηση έκριναν ότι, καθότι ο εν λόγω ισχυρισμός αποτελεί και τον πυρήνα του αιτήματος του, όφειλε να είναι σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια και να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με τον γενεσιουργό λόγο ο οποίος και τον ώθησε να εγκαταλείψει στη συνέχεια τη χώρα καταγωγής του. Ακόμη, και ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα όπου ο Αιτητής προσκλήθηκε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του και αρνήθηκε. Οι Καθ’ων η αίτηση σημειώνουν ότι οι απαντήσεις του ήταν γενικές και αόριστες απουσίαζε οποιαδήποτε χρονολογική ακολουθία ενώ ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει με οποιαδήποτε στοιχειώδη συνάφεια τα γεγονότα που επακολούθησαν και την μετέπειτα άρνηση του να δεχθεί την εν λόγω πρόσκληση. Ερωτηθείς επί των πιο πάνω, ο Αιτητής αποκρίθηκε γενικά ότι όταν αρνήθηκε την πρόσκληση να κληρονομήσει την θέση του πατέρα του άρχισαν να τον απειλούν. Ως προς τις απειλές οι Καθ’ων η αίτηση έκριναν ότι και πάλι δεν ήταν σε θέση να παρέχει οποιεσδήποτε σαφείς και επακριβείς δηλώσεις απαντώντας γενικά ότι έλαβε κάποιες απειλές όπως και ότι κάποια άτομα τον αναζήτησαν (βλ. ερ. 28 δ.φ.).

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε ότι ο Αιτητής δεν κατέθεσε οποιαδήποτε στοιχεία προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του ότι έλαβε κάποια πρόσκληση  να διαδεχθεί τον πατέρα του, ούτε και ως προς τις απειλές που είχε δεχθεί. Συνάμα, προέβη και σε σχετική έρευνα επί της χώρας καταγωγής του Αιτητή όπου καταγράφεται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ότι η ειδωλολατρία είναι ένα γενικό φαινόμενο που επικρατεί μεταξύ των χριστιανών τις κοινότητας Igbo στη Νιγηρία, όπως επίσης και ότι η κοινότητα Igbo χρησιμοποιεί είδωλα για να εστιάσει την προσοχή σε ένα υπερφυσικό ον ή θεό σε μια πρακτική που είναι ευρέως διαδεδομένη μεταξύ χριστιανών και μη χριστιανών στη νότια Νιγηρία. (βλ. ερ. 76-75 δ.φ.). Ωστόσο, λόγω μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή, η οποία προκύπτει από την έλλειψη λεπτομερειών, καθώς και της έλλειψης ιδιαιτερότητας στις αναφορές του, την ελλιπή γνώση του για τη θεότητα, της οικογενειακής σχέσης με την εν λόγω θεότητα, τα περιστατικά όπου  έλαβαν χώρα και κλήθηκε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του ως επικεφαλής, και τις απειλές που φέρεται να βίωσε, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψιν τα αποδεκτά στοιχεία, ο αρμόδιος λειτουργός επισημαίνει ότι, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στον τελευταίο τόπο διαμονής του, δεν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι διατρέχει κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε στην εισήγηση του, ότι έλαβε υπόψη μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματός του, όλα τα συναφή στοιχεία που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή, όπως επίσης και το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν υπέστη στη χώρα καταγωγής του ή ότι πρόκειται να υποστεί σε περίπτωση που επιστρέψει σε αυτή, οποιασδήποτε μορφής δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, εισηγείται ότι η επιστροφή του Αιτητή στη χώρα καταγωγής είναι δυνατή και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να πιστεύεται ότι η περαιτέρω παραμονή του εκτός αυτής είναι δικαιολογημένη.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι ορθά κρίθηκε αξιόπιστος και έγινε αποδεκτός ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή, εύρημα για τα οποίο το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης.

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή περί φόβου δίωξης του  από την κοινότητα λόγω της άρνησης του να αναλάβει την θέση του πατέρα του ως ιεράς σε κάποια θεότητα συμφωνώ με τα ευρήματα αναξιοπιστίας ως αυτά εντοπίστηκαν από τους Καθ’ων η αίτηση  και καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση των Καθ’ων η αίτηση. Παρατηρώ πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει με επάρκεια πληροφοριών, συνέπεια, ευλογοφάνεια και πειστικότητα τον ανωτέρω ισχυρισμό και δεν υπάρχει λόγος διαφοροποίησης του Δικαστηρίου από τα ανωτέρω συμπεράσματα και ευρήματα  των Καθ’ων η αίτηση.

Λόγω της ειδικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται συχνά οι αιτούντες άσυλο, είναι συχνά αναγκαίο να τους δίνουμε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δηλώσεών τους και των εγγράφων που υποβάλλονται προς στήριξη αυτού. Ωστόσο, όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν σοβαρούς λόγους αμφισβήτησης της ειλικρίνειας των δηλώσεων ενός αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παρέχει ικανοποιητική εξήγηση για τις εικαζόμενες διαφορές (βλ., μεταξύ άλλων αρχών, Collins and Akaziebie κατά Σουηδίας (απ.), αριθ. 23944/05, 8 Μαρτίου 2007 και Hakizimana κατά Σουηδίας (αποφ.), αρ).

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»»).

Εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες (judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.).  Ωστόσο δεν συνεπάγεται υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλουν προσωπικά να συνεργάζονται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτών[1].

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός επαρκών πληροφοριών σχετικά με κάποια θεότητα, εντούτοις σε έκθεση της EUAA του 2017 αναφέρεται ότι πριν το Ισλάμ και τον Χριστιανισμό οι λαοί της Νιγηρίας είχαν δικές τους παραδοσιακές θρησκείες, οι οποίες ναι μεν ήταν διαφορετικές από κοινότητα σε κοινότητα αλλά είχαν και κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα ότι λάτρευαν περισσότερους από έναν θεούς και πίστευαν σε υπερφυσικές δυνάμεις, που επιδίδονταν σε καλές πράξεις αλλά και τιμωρούσαν όταν παραβιαζόταν έθιμα και ταμπού. Οι πνευματικοί αρχηγοί αυτών των παραδοσιακών θρησκειών είναι μεσολαβητές με τον αθέατο κόσμο και παρέχουν θεραπείες τόσο με την έννοια της θεραπείας από ασθένειες όσο και με την μορφή τελετουργιών και φυλαχτών για προστασία από επιβλαβείς επιθέσεις από υπερφυσικές δυνάμεις. Η πνευματική δύναμη συνδέεται συχνά με άτομα που κληρονόμησαν αυτές τις δυνάμεις από τους προγόνους τους ή με συγκεκριμένα επαγγέλματα (σιδηρουργοί) ή άτομα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως οι αλφικοί ή οι δίδυμοι. Πνευματικοί ηγέτες και άτομα με εξουσία οργανώνονται σε μυστικές κοινωνίες (με την έννοια ότι το να μιλάει κανείς ανοιχτά σχετικά με το τι συμβαίνει σε αυτές τις κοινωνίες είναι ταμπού για άλλους εκτός από τους εμπλεκόμενους) αλλά η ύπαρξή τους είναι κοινώς γνωστή.[2]

Εντοπίστηκαν επίσης παλαιότερες αναφορές περί συλλήψεων ειδωλολατρών που οδηγήθηκαν στα αρμόδια δικαστήρια μετά από καταγγελίες Χριστιανών ότι έκαναν ανθρωποθυσίες ενώ βρέθηκαν στην κατοχή τους 32 κρανία[3].

Αναφορικά με την άρνηση κάποιου να αναλάβει τον ρόλο ιερέα δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα περιστατικά ότι τα άτομα που αρνήθηκαν αντιμετώπισαν κάποιου είδους απειλές ή βία. Αναφέρεται μάλιστα ότι δεν είναι σύνηθες για κάποιον στην Νιγηρία να αρνηθεί τέτοιου είδους ρόλο γιατί είναι σαν να αρνείται θέση εξουσίας αλλά ακόμη κι αν αρνηθεί π.χ για θρησκευτικούς λόγους, υπάρχουν άλλοι που πληρούν τα κριτήρια και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν τον ρόλο ιερέα ή θρησκευτικού ηγέτη σε παραδοσιακές θρησκείες της Νιγηρίας γενικότερα.[4]

Όπως προκύπτει από όσα εκτέθηκαν πιο πάνω, εκτός από έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας, οι δηλώσεις του Αιτητή έρχονται σε αντίθεση και με τις διαθέσιμες πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές και επομένως δεν πληρείται ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Ως εκ τούτου, στη βάση των ισχυρισμών του Αιτητή δεν προκύπτει οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης ενώ ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο. Πιο συγκεκριμένα, δεν φαίνεται να υπάρχουν επιπτώσεις από την κοινότητα αναφορικά με την άρνηση του Αιτητή να μυηθεί και επιπλέον θα μπορούσε να απευθυνθεί στις αστυνομικές αρχές της χώρας του για εγχώρια προστασία.

Τέλος, ο φόβος του Αιτητή δεν κρίνεται ως βάσιμος και δικαιολογημένος. Οι αόριστες αναφορές περί αναζήτησης του ως αναφέρει ο Αιτητής  δεν συνιστούν πράξεις δίωξης ώστε ο Αιτητής  να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεων.[5] Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ’ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή περί δίωξης του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στις δηλώσεις του. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[6]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα η Καθ’ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις. (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ό Αιτητής εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που  άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου από τα άτομα της κοινότητάς του, ούτε και προσκόμισε  οποιαδήποτε μαρτυρία, ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ’ων η αίτηση, αποδεικνύοντας συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Εξετάζοντας τη συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όλο το υλικό που περιέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικότερα όλο το υλικό το οποίο είναι ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων ενώ συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Αιτητής προέβαλε αόριστους ισχυρισμούς χωρίς να είναι σε θέση να παρέχει καμία πληροφορία αναφορικά με την ειδωλολατρική κοινότητα να περιγράψει τον δικό του ρόλο, που είναι ο ρόλος που ο ίδιος κλήθηκε να αναλάβει, και συναρτάται προς τον πυρήνα του αιτήματός του ενώ ισχυρίσθηκε πως απειλείται από τα μέλη της κοινότητάς του, χωρίς να είναι σε θέση να περιγράψει τις εν λόγω απειλές. Δεν προκύπτει οποιοδήποτε βιωματικό στοιχείο από τους ισχυρισμούς που έχει προβάλει ο Αιτητής αλλά ούτε περιγράφει με σαφήνεια τα γεγονότα που περιβάλλουν τον πυρήνα του αιτήματος του όπως το ότι είχε δεχθεί απειλές από την κοινότητα, τη χρονική ακολουθία του θανάτου του πατέρα του, την θέση του οποίου έπρεπε να πάρει μετά τον θάνατο του, και πολύ περισσότερο, δεν κρίνεται ευλογοφανής η απόφασή του να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του στη βάση κάποιων απειλών από την κοινότητα. Περαιτέρω, δεδομένου ότι πρόκειται για τοπική θεότητα που λατρεύεται στην κοινότητα του Αιτητή και οι φερόμενοι ως φορείς δίωξής του είναι μέλη της κοινότητας αυτής, ο Αιτητής δεν έδωσε ικανοποιητικές και επαρκείς εξηγήσεις ως προς τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του χωρίς να αποταθεί στις αρχές.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του Αιτητή το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται ο Αιτητής δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξης που επικαλείται  εμπίπτει σε κάποια από την έννοια όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει ο Αιτητής δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας θα μπορούσε να χορηγηθεί στον Αιτητή. Συμπληρωματική προστασία, δίδεται όταν ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του.

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τελευταίου τόπου διαμονής του Αιτητή, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 23/12/2023 – 23/12/2024 καταγράφηκαν στην Πολιτεία Imo, τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, 100 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 138 ανθρώπινες ζωές. Τα 100 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 3 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 18 διαμαρτυρίες (protests), 1 εκρήξη/απομακρυσμένη βία (explosions/remote violence), 29 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 34 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 49 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 102 ανθρώπινες απώλειες.[7] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Πολιτείας Imo σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2022 ανερχόταν στα 5,459,300.[8]

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην Πολιτεία Imo, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, ενήλικας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία με οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής του. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

Δια ταύτα, δεν προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

Συνεπώς, οι ισχυρισμοί που προβάλλει, δεν δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Επίσης δεν τεκμηρίωσε οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και συνεπώς ορθώς κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται ούτε και η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 (1) του περί Προσφύγων Νόμου περί Συμπληρωματικής προστασίας άρθρου 15 της Οδηγίας της 2011/95/ΕΕ. Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής εξειδικεύει ούτε και τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του περί δίωξης.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ’ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δε τελευταία κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ το περιεχόμενό της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

Αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, κρίνω ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο, ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή, η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 

 



[1] CASE OF JK AND OTHERS v. SWEDEN (Application no. 59166/12 ) Ιουνίου 4, 2015  Παρ. 51

https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-154980%22]}

 

[2] EASO, Country of Origin Report, Nigeria Country Focus, June 2017, p. 52, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf

[3] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: a-6232 (ACC-NGA-6232), 1 August 2008, available at: https://www.ecoi.net/en/document/1152544.html

[4] EASO, Country of Origin Report, Nigeria Country Focus, June 2017, p. 61, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf

[5] Απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 76 (η επισήμανση τωνσυντακτών). Βλέπε επίσης απόφαση του ΔΕΕ, Abdulla και λοιποί, ό.π., υποσημείωση 336, σκέψη 89· και απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20,

[6] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[7] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: All Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 23/12/2023 – 23/12/2024, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Imo) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 23/12/2024]

 

[8] City Population, https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA017__imo/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 23/12/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο